01.18 | Θρησκεία και Επιστήμη – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

18. Θρησκεία καὶ Ἐπιστήμη

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Ἂς ἔρθουμε τώρα καὶ ἂς σταθοῦμε γιὰ λίγο στὴν ἀντίπερα ὄχθη, νὰ συζητήσουμε γιὰ λίγο μὲ ἐκείνους ποὺ στέκονται μόνιμα ἐκεῖ καὶ μᾶς παρατηροῦν χιλιάδες χρόνια τώρα, καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τὴ δική τους ὀπτικὴ γωνία.

Πρῶτα-πρῶτα διαπιστώνουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀντίπερα ὄχθης δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν χθὲς ἢ μᾶλλον διαπιστώνουμε ὅτι στοὺς λίγους ἐκείνους προστέθηκαν σήμερα οἱ στρατιὲς τῶν ἀδιάφορων, τῶν ἀπερίσκεπτων, τῶν μὴ σκεπτόμενων ἀνθρώπων. Παλαιότερα ὑπῆρχε ἄλλοτε σύμπνοια καὶ ἄλλοτε διαμάχη μεταξὺ τῶν δύο παρατάξεων. Στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἐπιστήμη καὶ θρησκεία δὲν εἶχαν τίποτα νὰ χωρίσουν – εἶναι γνωστὸς ὁ σεβασμὸς τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐπιστήμης καί, γενικά, τῆς σκέψης ἔναντι τῆς θρησκείας. Ἰδιαίτερα στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ χῶρο, ὅπου κατεξοχὴν ἀναπτύχθηκε ἡ σκέψη καὶ ἡ ἐπιστήμη, παρατηροῦμε αὐτὸν τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ ἄγνωστο, αὐτὸν τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ μυστήριο ποὺ καλύπτει τὸν κόσμο, αὐτὸν τὸν σεβασμὸ πρὸς ὅποιον Θεὸ πιστεύει ὁ καθένας.

Σὲ μεταγενέστερες ἐποχές –λέγοντας «μεταγενέστερες» ἐννοοῦμε κυρίως τὸν Μεσαίωνα–, ἀπὸ καθαρὴ παρανόηση τοῦ σκοποῦ ποὺ ἐπιδιώκει τόσο ἡ θρησκεία ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἐπιστήμη διώχθηκε ἀπὸ τὴ θρησκεία ἢ μᾶλλον διώχθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἐκπροσωποῦσε τὴ θρησκεία, ἐνῶ ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση καὶ μετὰ ἀντιστρέφονται οἱ ὅροι καὶ ἡ ἐπιστήμη στρέφεται κατὰ τῆς θρησκείας. Ὁ 18ος, ὁ 19ος καὶ ὁ μισὸς 20ὸς αἰώνας μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς ἐποχὲς ἀθεΐας. Τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα τραυματίζεται θανάσιμα ἀπὸ τὴν ὑπεροψία τῆς ἐπιστήμης. Σήμερα ὑπάρχει ἕνας συγκερασμὸς τῶν δύο. Ὅμως, σήμερα κυριαρχεῖ τὸ ἰδιάζον φαινόμενο ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν κατευθύνεται πλέον οὔτε ἀπὸ τὸν ἐπιστήμονα οὔτε ἀπὸ τὸν ἱερωμένο. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ ἔχει ἰδανικά, προοπτικές, μέλλον. Δὲν ἐπιθυμεῖ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ περνᾶ καλά, νὰ τρώει, νὰ πίνει καὶ νὰ κοιμᾶται ἄνετα μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα ὑλικὰ ἀγαθά, ἀδιάφορο πῶς θὰ τὰ ἀποκτήσει.

Οἱ λεγόμενοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν πιὰ καμία ἀπήχηση καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐπηρεάζουν τὴν κοινὴ γνώμη. Κανένας ποιητής, κανένας μυθιστοριογράφος, γενικότερα λογοτέχνης, κανένας φιλόσοφος δὲν εἶναι σήμερα, ὅπως ἄλλοτε, ἀντικείμενο θαυμασμοῦ.

Ἄλλα πρότυπα ἔχουν τὸν πρῶτο λόγο: ποδοσφαιριστές, ἠθοποιοί, τραγουδιστές, σχεδιαστὲς μόδας ἔχουν τὸ προβάδισμα καὶ ἀπολαμβάνουν τὸν θαυμασμὸ μικρῶν καὶ μεγάλων. Αὐτοί, παρ’ ὅτι δὲν ἔχουν λόγο ἀφοῦ καὶ ὅταν ἀκόμα ἐκφράζονται δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς κοινοτοπίας, κατορθώνουν νὰ ἐπηρεάζουν τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο στὴν ὁμιλία, στὸ ντύσιμο, στὸν τρόπο συμπεριφορᾶς. Αὐτοὶ ἄθελά τους σπρώχνουν τοὺς ἄλλους, τοὺς πολλούς, στὸν κατήφορο.

Σήμερα σπάνια σπουδάζει κανεὶς γιὰ νὰ γίνει ἕνας καλὸς ἐπιστήμονας καὶ γιὰ νὰ βοηθήσει μέσω τῆς ἐπιστήμης του τὸν συνάνθρωπό του, ἁπλῶς σπουδάζει γιὰ νὰ ἐξοικονομήσει πιὸ πλουσιοπάροχα τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Ὁ παλιὸς τύπος τοῦ δασκάλου, τοῦ καθηγητῆ, τοῦ ἰατροῦ ἔχουν ἐκλείψει ὁριστικά.

Δὲν κρίνουμε, διαπιστώνουμε μιὰ πραγματικότητα. Ὡστόσο, ἀκόμα καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ συνονθύλευμα, σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ἀπρόσωπο, τὸν χωρὶς ταυτότητα, ἂν παρατηρήσει κανεὶς θὰ συναντήσει καὶ ἀνθρώπους ποὺ συναισθάνονται τὸ τέλμα στὸ ὁποῖο ἔχουν βρεθεῖ καὶ ποὺ θὰ εἶναι ἴσως πρόθυμοι νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ εἴδωλά τους, νὰ ἀπομακρυνθοῦν γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης καὶ νὰ ἀρχίσουν πάλι νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν δικό τους νοῦ.

Ἂς μιλήσουμε λοιπὸν μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀντίπερα ὄχθης καὶ ἂς ἀκούσουμε τοὺς αὐτοσχεδιασμούς τους.

Κατηγοροῦν καὶ ἐμπαίζουν τὴ θεολογία, περιγελοῦν ἐμᾶς ποὺ πιστεύουμε σὲ Θεό, Ἀγγέλους, δαίμονες, σὲ μυστήρια, σὲ πνεύματα, σὲ ψυχές, μᾶς χλευάζουν γιατὶ μιλᾶμε γιὰ ψυχή, γιὰ ἐλευθερία, γιὰ πρόοδο ἐσωτερική, γιὰ ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ οἱ μὲν ἁπλοὶ ἄνθρωποι, αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔτυχαν κάποιας παιδείας, ἀπερίσκεπτα καὶ χωρὶς καμία ἔρευνα, μὲ μόνη τὴν προσωπική τους ἀντίληψη ποὺ συνήθως σχηματίζεται σὲ πολὺ νεαρὴ ἡλικία, ἐκφράζονται καὶ παίρνουν μέρος στὴ «συζήτηση» ὅπως ἀκριβῶς θὰ ἔπαιρναν μέρος γιὰ νὰ συμπληρώσουν τοῦ ἀριθμοὺς ἑνὸς δελτίου προπό. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐπιστήμης, πάλι, δὲν θεωροῦν τίποτα δεδομένο, ἀπορρίπτουν τὸ καθετὶ ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδειχθεῖ.

Ἔτσι, καὶ μὲ τὴ μία πλευρὰ καὶ μὲ τὴν ἄλλη δὲν ὑπάρχει πεδίο συνδιαλλαγῆς, γιατὶ ἐμμένουν στὴν ἄποψή τους ὅτι «πέραν τοῦ ὅ,τι βλέπω, ἀκούω καὶ πιάνω δὲν μπορῶ νὰ δεχτῶ τίποτα». Στὴν ἄποψη ὅτι «αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται θρησκεία εἶναι δημιούργημα τοῦ φόβου καὶ αὐτὸς ποὺ λέτε Θεὸς εἶναι ἀνύπαρκτος, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τὸν συνάντησε πουθενά. Τὰ περὶ ψυχῆς εἶναι μιὰ αὐταπάτη, μιὰ φαντασίωση, τὰ πάντα εἶναι ὕλη καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἀνύπαρκτα».

Οἱ ὑλιστὲς ἀρνοῦνται τὰ πάντα στὸ σύμπαν ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ οἱ ἐξελικτικοὶ βιολόγοι προσπαθοῦν νὰ κατασκευάσουν μιὰ ἱστορία γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ νὰ στέκεται σὲ κρίκους, οἱ ὁποῖοι ἀπέχουν ἑκατομμύρια χρόνια ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, μιὰ ἱστορία γιὰ νὰ «ἀποδείξουν» ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἕνα τυχαῖο προϊόν, ἀποτέλεσμα συνθηκῶν ποὺ ἐπέτρεψαν στὴν ὕλη νὰ διαμορφωθεῖ καὶ τὰ διάφορα ὄντα νὰ ἐξελιχθοῦν ἔτσι καὶ νὰ φτάσουν στὴ σημερινὴ κατάσταση. Ἡ ζωὴ λένε εἶναι τυχαία, δὲν ὑπόκειται σὲ κανέναν ὑπερφυσικὸ νόμο παρὰ μόνο στοὺς φυσικοὺς κ.λπ.

Ἡ ἀπάντησή μας καὶ οἱ ἀντιρρήσεις μας γιὰ τὶς «ἀπόψεις» τῶν φίλων τῆς ἀντίπερα ὄχθης ἔχουν ἤδη δοθεῖ μὲ τὰ ὅσα ἐκθέσαμε στὶς προηγούμενες σελίδες. Θὰ προσπαθήσουμε, ὡστόσο, πιὸ κάτω, νὰ δώσουμε μία ἀκόμα ἀπάντηση πρὸς τοὺς ἀστόχαστους συνανθρώπους μας ποὺ αὐτοσχεδιάζουν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπιστήμονες ἐκείνους πού, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη, δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴ μέσω τῆς ἐπιστήμης συνεισφορὰ στοὺς συνανθρώπους τους. Αὐτὴ τὴν ἀπάντηση, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω στὸ κεφάλαιο, τὴ δίνει ἡ ἴδια ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη.

Οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ θεολόγοι πλησιάζουν τὰ βαθύτερα κοσμικὰ προβλήματα ἀπὸ ἐντελῶς διαφορετικὲς ἀφετηρίες. Ἡ ἐπιστήμη βασίζεται στὴν ἔρευνα καὶ στὸ πείραμα, ποὺ ἐπιτρέπουν νὰ δημιουργηθοῦν θεωρίες ἀπὸ διάφορες ἐξωτερικὲς ἐμπειρίες. Ἀντίθετα, ἡ θρησκεία εἶναι θεμελιωμένη στὶς ἐσωτερικὲς ἐμπειρίες καὶ στὴν προσωπικὴ ἀποκάλυψη. Ἀλλὰ κυρίως θεμελιώνεται στὸν Θεῖο Λόγο, ὅπως εἶναι διατυπωμένος, τὸν ὁποῖο ἐκλαμβάνει ὡς Ἀλήθεια. Οἱ ἐμπειρίες γιὰ τὶς ὁποῖες μιλήσαμε καὶ ἡ ἀποκάλυψη δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπιβεβαίωση ἤ, ἂν θέλετε, ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θείου Λόγου.

Ἡ ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἢ καὶ τὸ ἀντίστροφο, οὔτε ἔγινε οὔτε μπορεῖ νὰ γίνει ἀντικείμενο ἔρευνας ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη, καὶ αὐτὸ γιατὶ τόσο τὸ ἕνα ὅσο καὶ τὸ ἄλλο δὲν μποροῦν σὲ καμία περίπτωση νὰ εἶναι ἀντικείμενα συλλογισμοῦ. Ὁ Θεός, γιὰ μιὰ μεγάλη μερίδα ἁπλῶν ἀνθρώπων, γίνεται ἀντιληπτὸς διὰ τῆς πίστης, ὄχι μὲ τὸν συλλογισμό – καὶ ἡ πίστη εἶναι κάτι ποὺ δὲν ζητᾶ οὔτε καὶ ἐπιδέχεται ἀπόδειξη. Ἐκ μέρους τῶν ὑπόλοιπων ἀνθρώπων, ὁ Θεὸς γίνεται ἀντιληπτὸς μὲ τὴ βίωση ὁρισμένων καταστάσεων ποὺ ἀνάγονται στὶς ἐσωτερικὲς ἢ πνευματικὲς ἐμπειρίες ὅπως τὶς ἔχουμε ἤδη ἀναπτύξει ἢ μὲ τὴν προσωπικὴ ἀποκάλυψη. Ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ διδασκαλία, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Καθολικῶν, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Θεός, ὅσον ἀφορᾶ τὴ Δύναμή Του, μπορεῖ καὶ γίνεται ἀντιληπτὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ξεπέρασαν τὸ στάδιο τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ καὶ εἰσῆλθαν θριαμβευτικὰ στὸ ὕστατο στάδιο τῆς θέωσης.160 Κατὰ συνέπεια, ἐδῶ στὴ Γῆ εἶναι ποὺ μᾶς δίνεται, ἢ μᾶλλον δίνεται σὲ ἐκείνους, ἡ πολυπόθητη ἀπόδειξη.

Ἡ ἐπιστήμη ἐξετάζει προβλήματα ὅπως ἡ δομὴ τῆς ὕλης, ἡ αἰτιότητα, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος, ἡ δομὴ καὶ ἡ ἐξέλιξη τοῦ σύμπαντος, ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ οὐσία τῆς ζωῆς καὶ τῆς νόησης.161 Ὅμως τὰ προβλήματα αὐτὰ τὰ ἐξετάζει μὲ τὴν ἀνθρώπινη πεπερασμένη νόηση ποὺ ἀφορᾶ τὶς πραγματικότητες τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Ἔτσι, φαινομενικὰ εἰσέρχεται στοὺς χώρους τῆς θρησκείας, ὅμως ἀπὸ τὴν πλευρὰ ποὺ ἐρευνᾶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδείξει οὔτε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ οὔτε τὴν ἀνυπαρξία Του. Ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ στηρίξει οὔτε νὰ ἀνατρέψει θεολογικὰ δόγματα.

Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἡ ἐλευθερία τῆς βούλησης, τὸ ἄπειρο καὶ αἰώνιο τοῦ κόσμου ὑπάρχουν παρὰ τὶς ὅποιες ἀντιρρήσεις κάποιων καὶ ἐρευνῶνται ἀπὸ τὴ θρησκεία. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἐπειδὴ ἡ ἐπιστήμη δὲν ἔχει πρόσβαση στὸν ἀόρατο κόσμο ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι μία αὐταπάτη. Αὐτὸ ἄλλωστε ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴ σωρεία ἐκείνη τῶν ἐπιστημόνων, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Νεύτωνας καὶ ὁ Ἀινστάιν, οἱ ὁποῖοι μπόρεσαν νὰ προσχωρήσουν στὸν ἄγνωστο κόσμο παρὰ τὰ δεδομένα τῆς μέχρι τότε φυσικῆς καὶ νὰ ἀποκαλύψουν, ὡς φωτισμένοι ἄνθρωποι, τοὺς κόσμους ἐκείνους ποὺ μέχρι χθὲς ἦταν ἀπροσπέλαστοι.162 Ὅ,τι σήμερα διδάσκει ἡ θρησκεία καὶ ἐμφανίζεται ὡς μεταφυσικὸ εἶναι βέβαιο ὅτι αὔριο θὰ εἶναι φυσικό.

Πολὺ πρὶν ἡ ἐπιστήμη ἀνακαλύψει τὴν ἐνέργεια, ὅλες οἱ θρησκεῖες, σὲ παγκόσμια κλίμακα, καὶ ἰδιαίτερα ἡ Χριστιανική, γνώριζαν καὶ δίδασκαν καὶ διδάσκουν ὅτι ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ Τρίτη Ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ Πνεῦμα, ἡ Θεία Δύναμη ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Δημιουργικὸ Λόγο «ἐποίησαν» τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ Πνεῦμα ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ ἐμᾶς, γύρω ἀπὸ ἐμᾶς καὶ πέρα ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἡ Πνοὴ τοῦ Ὅλου ἀπὸ τὸ Ολο.

Ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ προπαντὸς ἡ Χριστιανική, πολὺ πρὶν ἡ ἐπιστήμη ἀνακαλύψει τὴ λέξη «αἰθέρας» γιὰ νὰ καλύψει τὸν ἄγνωστο ἐκεῖνο παράγοντα ποὺ συνέχει τὴ ζωή, δίδασκαν καὶ διδάσκουν γιὰ τὸν αἰθέρα.163 Πολὺ πρὶν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐπιστήμης ἀνακαλύψουν τὰ στοιχεῖα μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι δομημένος ὁ κόσμος, τόσο ἡ φιλοσοφία ὅσο καὶ ἡ θρησκεία –ἡ θρησκεία πρὶν ἀπὸ τὴ φιλοσοφία– εἶχαν ἀναπτύξει πλήρως αὐτὰ τὰ στοιχεῖα.

Σήμερα ἡ ἐπιστήμη ἀρχίζει νὰ ἀνακαλύπτει τὴν ἑνότητα τοῦ σύμπαντος, τὴ συνοχή, τὴν κοινὴ τύχη ὅλων μας.164 Ὅμως πολλὲς θρησκεῖες καὶ ἰδιαίτερα ὁ Χριστιανισμὸς ὄχι μόνο μίλησαν γιὰ αὐτὴ τὴν ἑνότητα ἀλλὰ τῆς προσέδωσαν καὶ πρωταρχικὴ σημασία – ἂν τὸ σκεφτεῖ κανείς, ἡ Χριστιανικὴ ἀγάπη καί, κατ’ ἐπέκταση, ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία στηρίζονται σὲ αὐτὴ τὴν ἑνότητα.

Ὁ Ὅμηρος, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτωνας, ὁ Πλούταρχος, ὁ Σαίξπηρ, ὁ Νεύτωνας, ὁ Ἀινστάιν, ὁ Μπετόβεν καὶ τόσοι ἄλλοι ἔδωσαν στὴν ἀνθρωπότητα φῶς, καὶ τὸ φῶς αὐτὸ δὲν τὸ πῆραν ἀπὸ τὴ Γῆ, ἀλλὰ σίγουρα ἀπὸ τὸν Οὐρανό.

Ὅ,τι καλὸ ἔχει σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα δὲν ὀφείλεται στὸν μόχθο τῶν χεριῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶναι προϊὸν τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, εἶναι προσφορὰ ἐκείνων ποὺ πάντοτε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπέδιδαν δωρεὰν ὅ,τι δωρεὰν εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν Οὐρανό.

Τόσο ὁ παλαιὸς ὅσο καὶ ὁ σύγχρονος ἐπιστήμονας δυσπιστοῦν ἀπέναντι στὴ δύναμη τοῦ Χριστιανικοῦ Λόγου διὰ τῶν ἐμπειριῶν καὶ τῶν ἀποκαλύψεων, δυσπιστοῦν ὅπως καὶ ὁ κάθε ὀρθολογιστὴς ἄλλωστε, ὄχι γιατὶ εἶναι τόσο στενόμυαλοι καὶ ἀνεξοικείωτοι μὲ μιὰ σκέψη ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔρευνα, τὸ πείραμα ἢ τὴ λογική – δυσπιστοῦν γιατὶ ἀγνοοῦν τί ἀκριβῶς σημαίνει μιὰ πνευματικὴ ἢ θρησκευτικὴ ἐμπειρία ἢ τί σημαίνει μιὰ προσωπικὴ ἀποκάλυψη. Φυσικά, οὔτε στὴ μία οὔτε στὴν ἄλλη περίπτωση κατεβαίνει στὴ Γῆ κάποιος Θεὸς ἢ κάποιος Ἄγγελος καὶ φανερώνει στὸν πιστὸ τὸ μυστικό.

Οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ ὀρθολογιστὲς πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι αὐτὲς οἱ ἐμπειρίες καὶ οἱ ἀποκαλύψεις εἶναι ἡ ἐπιβράβευση μιᾶς ζωῆς ἁγνῆς, ἐνάρετης, μιᾶς ζωῆς ποὺ ὑπέστη καὶ θεληματικὰ καὶ ἄθελά της φοβερὲς δοκιμασίες. Εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνων ποὺ στὸν χῶρο τῆς θρησκείας ἀνάλωσαν τὴ ζωή τους στὴν ἀναζήτηση καὶ λατρεία τοῦ Θείου. Ἄλλωστε αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἐπιστήμη. Ὄχι ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες, ὡστόσο κάποιοι, ἔστω λίγοι, ἐπιβραβεύονται καὶ γίνονται δέκτες τῶν ἀποκαλύψεων (τῶν λεγόμενων «ἀνακαλύψεων»): Αὐτοὶ εἶναι ἀκριβῶς ὅπως οἱ Ἅγιοι τῆς θρησκείας, θυσίασαν τὴ ζωή τους στὴν ἔρευνα καὶ στὸ πείραμα καὶ ὑπέστησαν καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι, πολλὲς δοκιμασίες. Τὸ ζεῦγος Κιουρί, γιὰ παράδειγμα, δὲν διαφέρει ἀπὸ τοὺς Ἁγίους. Θρησκεία καὶ ἐπιστήμη πρέπει ἀπὸ κοινοῦ νὰ ἐργάζονται καὶ νὰ προσπαθοῦν ἀλληλοβοηθούμενοι, μέχρις ὅτου ἑνώσουν τὶς προσπάθειές τους, ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος. Στὴν οὐσία τοῦ πράγματος, ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ μονάχα ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἰσχυρὰ διαποτισμένος ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν κατανόηση.

Ἡ θρησκεία ἐρευνᾶ τὴν ἐσωτερικὴ πλευρά, τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ πέραν τοῦ σώματος, ἡ ἐπιστήμη τὸ ἐξωτερικό, ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Εἶναι δύο δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὸ ἴδιο τέρμα, στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ δεσμά του καὶ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας του. Καὶ ὁ ἕνας δρόμος καὶ ὁ ἄλλος εἶναι θεμιτοί. Οἱ πιστοὶ δὲν στηρίζονται στὶς δικές τους ἀποκαλύψεις οὔτε στὶς δικές τους ἐμπειρίες, ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνες τῶν Ἁγίων. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἐπιστήμονες. Ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀποφοίτων τῶν πανεπιστημίων δὲν ἔχει νὰ κάνει τίποτα μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὸ πείραμα. Ἀκολουθεῖ –ὅπως ὁ πιστὸς τοὺς Ἁγίους– τοὺς ἐρευνητές, τοὺς κατεξοχὴν καὶ ὄχι κατ’ εὐφημισμὸ ἐπιστήμονες. Αὐτῶν τὰ βιβλία διαβάζει, αὐτῶν τὴν πείρα ἐκμεταλλεύεται, εἴτε εἶναι ἰατροὶ εἴτε δικηγόροι εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο.

Ὁ ἀσθενής, ὅταν καταπιεῖ τὸ χάπι ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ φαρμακοποιὸς μὲ τὴν ἰατρικὴ συνταγή, δὲν γνωρίζει – ἁπλῶς πιστεύει ὅτι αὐτὸ τὸν ὠφελεῖ. Ὅμως οὔτε ὁ φαρμακοποιὸς οὔτε ὁ ἰατρὸς γνωρίζουν, ἀλλὰ πείθονται σὲ αὐτὸ ποὺ κάποιος ἄλλος ἔχει διαπιστώσει ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὠφελιμότητα τοῦ φαρμάκου, καὶ αὐτὸς ὁ ἄλλος ἔχει στηριχτεῖ ἀναμφισβήτητα μόνο στὸ πείραμα καὶ στὴ διαπίστωση. Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πρέπει νὰ πιστέψει γιὰ νὰ ὠφεληθεῖ, νὰ μάθει, καὶ ἂν θέλει μπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἐρευνήσει καὶ νὰ διαπιστώσει ἀναγόμενος στὴν πηγή, δηλαδὴ στὸν Θεῖο Λόγο. Ὅμως τὸ ξαναλέμε: «Μακάριοι οἱ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες, ἀλλὰ ὑπερμακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».

Τίποτα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο δὲν εἶναι τυχαῖο, τὸ καθετὶ ἀκολουθεῖ ἕνα προδιαγεγραμμένο σχέδιο. Ἂν καὶ τὸ ἐλάχιστο ἦταν τυχαῖο, τότε ὅλα θὰ ἦταν τυχαῖα. Κοιτάξτε τὴν πορεία τοῦ κόσμου. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δημιούργησαν τὶς βάσεις, καὶ ὄχι μόνο, ὅπου στηρίζεται καὶ θὰ στηρίζεται καὶ ὁ σημερινὸς καὶ ὁ αὐριανὸς κόσμος. Προστάτεψαν αὐτὴ τὴν κληρονομιὰ καὶ ἀπέτρεψαν τοὺς βαρβάρους ἀπὸ τὸ νὰ τὴν καταστρέψουν. Ἔπειτα οἱ Ρωμαῖοι συγκράτησαν τὰ βαρβαρικὰ στίφη, γιατὶ ἔπρεπε καὶ οἱ Ρωμαῖοι νὰ ὑπάρξουν καὶ νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ κληρονομιὰ αὐτή. Ἔπειτα οἱ Βυζαντινοὶ σταμάτησαν τὸν Ἀττίλα καί, στὴ συνέχεια, οἱ σημερινοὶ Εὐρωπαῖοι, ποὺ ἔχουν στὸ μεταξὺ ἀποκτήσει τὶς δυνάμεις ποὺ ἔπρεπε, διαφύλαξαν τὴν κληρονομιά, καὶ ἔτσι σήμερα ὑπάρχει ὁ τύπος τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου ποὺ εἶναι καὶ τὸ πρότυπο τοῦ σημερινοῦ κόσμου.

Ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ὅπλα ὅπως ἡ ἀτομικὴ καὶ ἡ πυρηνικὴ βόμβα θὰ μποροῦσαν νὰ περιπέσουν στὰ χέρια κάποιου Ἀττίλα, κάποιου Τζένγκις Χάν, κάποιου Ταμερλάνου. Ἡ γνώση στὴν ὁποία στηρίζονται τὰ ὅπλα αὐτά, ποὺ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν πρόοδό τους, δόθηκε σὲ αὐτοὺς ἀκριβῶς καὶ στὸν κατάλληλο χρόνο ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν σωστά.165

Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὅμως, ἡ σύγχρονη φυσικὴ καὶ ἡ μοριακὴ βιολογία προκάλεσαν μιὰ τεράστια αὔξηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὶς βαθύτερες φιλοσοφικὲς ἀντιστοιχίες τῶν ἐπιστημονικῶν ἐξελίξεων καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀποτελεῖ ἕναν ἀκόμα ἀσφαλὴ δρόμο πρὸς τὸν Θεό. Μελετώντας κανεὶς τὴ ζωή, τὸ ἔργο καὶ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἔργου ἀνθρώπων ὅπως ὁ Νεύτωνας, ὁ Ἀινστάιν, ὁ E. Schrödinger, ὁ P. Dirac καὶ ἄλλοι, διαπιστώνει πὼς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ὑπῆρξαν μόνο ἐπιστήμονες, ἀλλὰ καὶ θρησκευόμενοι, ποὺ ὁ νοῦς τους στρεφόταν στὶς ἄπειρες διαστάσεις τοῦ σύμπαντος καὶ ἀποκάλυπταν ὅτι πράγματι στὸν κόσμο ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μπορεῖ νὰ συλλάβει τὸ ἀνθρώπινο μάτι ἤ, ἂν θέλετε, οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις.166

Ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ ἂν τὸ σύμπαν εἶναι ὄντως προϊὸν μιᾶς ἔκρηξης καὶ τίποτε ἄλλο167 καὶ ὁλοένα καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι αὐτὸ ἀπὸ ἐπιστημονικὴ ἄποψη θεωρεῖται σχεδὸν ἀδύνατο. Ἡ ἔρευνα αὐτὴ συνεχίζεται ὣς τὶς μέρες μας, ὅπου θεωρεῖται ὅτι τὸ σύμπαν ὑπῆρχε πάντοτε καὶ αὐτὸ ποὺ ἀπομένει νὰ διαπιστωθεῖ εἶναι τὸ γιατί ὑπάρχει. Ἐμεῖς, στὸ κεφάλαιο «Σύμπαν καὶ Δημιουργία», ἔχουμε ἀπαντήσει ὅτι τὸ Σύμπαν ἁπλῶς ὑπάρχει καὶ εἶναι ὁ χῶρος τῆς Ἀλήθειας, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ἐμπεριέχεται ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ – γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει.

Ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ καὶ διερωτᾶται: τί εἶναι ἡ ζωή; Τὸ ἐρώτημά της ὅμως παραμένει ἀναπάν- τητο καὶ θὰ παραμένει, μέχρι ἡ Θεία Βούληση νὰ κρίνει ὅτι ἦρθε ὁ χρόνος γιὰ μιὰ τέτοια ἀποκάλυψη, γιατὶ, ὅπως εἴπαμε, ὁ Θεὸς δὲν σκοπεύει νὰ ἀφήσει τίποτα μυστικό, ἁπλῶς χρειάζεται οἱ ἄνθρωποι νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ δεχτοῦν νοητικὰ τὴν ἀποκάλυψη – καὶ αὐτὸ γίνεται βαθμιαῖα.

Ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Γιὰ τὴν ἐπιστήμη ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ἐγκέφαλος ταυτίζονται. Ἔτσι, ἡ ἔρευνα στρέφεται στὴν πολυπλοκότητα τοῦ ἐγκεφάλου καὶ στὴν ἐξερεύνηση τῶν λειτουργιῶν του. Ὅμως αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἐρευνᾶται μόνο τὸ ἐργαλεῖο καὶ νὰ ἀγνοεῖται ὁ ἐργάτης, ποὺ ὅπως εἴπαμε εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος. Ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη ὅτι ὁ νοῦς μόνο διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων δέχεται ἀδιάκοπα ἕναν καταιγισμὸ πληροφοριῶν καὶ ἀναπτύσσει τὴ δραστηριότητα στὸν ἐγκέφαλο εἴτε προκαλώντας τὴν ἀνάπτυξη νέων σκέψεων εἴτε τροποποιώντας τὶς ὑπάρχουσες. Ἀγνοεῖται παντελῶς ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη ὅτι πέραν τοῦ ἐγκεφαλικοῦ νοῦ ὑπάρχει ἡ διάνοια, ποὺ εἶναι καὶ μία ἀπὸ τὶς κύριες δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἐμεῖς ἔχουμε δείξει στὸ κεφάλαιο «Ψυχή – Νοῦς – Διάνοια» τοῦ παρόντος βιβλίου ὅτι ὁ νοῦς δὲν ἀντλεῖ πληροφορίες ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ὑλικό, ὁρατὸ κόσμο, μόνο μέσω τῶν αἰσθήσεων. Οἱ σημαντικότερες πληροφορίες παρέχονται στὸν ἐγκέφαλο μέσω τῶν ἐσωτερικῶν ἢ πνευματικῶν ἐρεθισμάτων, ἀφοῦ ἔτσι σχηματίζονται οἱ ἐσωτερικὲς ἐμπειρίες.

Ἡ ἐπιστήμη διακηρύσσει ἀκόμη καὶ σήμερα ὅτι δὲν ὑπάρχει διάκριση ψυχῆς καὶ σώματος, γιατὶ ἡ ψυχὴ δὲν ἀνιχνεύθηκε πουθενά, καὶ συνεχίζουν ὅτι, ἀφοῦ εἶναι γνωστὴ ἡ τύχη τοῦ σώματος, τὰ περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς στὴν καλύτερη περίπτωση εἶναι λανθασμένα. Πουθενὰ δὲν ἀποδεικνύονται, λένε, δύο διαφορετικὰ εἴδη ὑπάρξεων. Καὶ ὁ ὑλισμὸς ἀρνεῖται παντελῶς τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς. Πιστεύει ὅτι οἱ λεγόμενες ψυχικὲς καταστάσεις δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ φυσικὲς καταστάσεις. Ὅμως ἐμεῖς στὸ κεφάλαιο «Σύμπαν καὶ Δημιουργία» ἔχουμε ἀναπτύξει καὶ ἔχουμε ἀποδείξει αὐτὸν τὸν ἰσχυρισμό μας, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση ἀσφαλῶς δὲν ἀπαρτίζεται ἀπὸ δύο ὑποστάσεις. Ἀπαρτίζεται ὅμως ἀπὸ δύο στοιχεῖα ποὺ ἀνήκουν σὲ δύο διαφορετικοὺς κόσμους: τὸ σῶμα ποὺ ἀνήκει στὸν φυσικὸ κόσμο –στὴν ὕλη– καὶ τὴν ψυχὴ-πνεῦμα ποὺ ἀνήκει στὸν ἀόρατο οὐράνιο κόσμο.

Αὐτὲς ὅμως οἱ ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης περὶ νοῦ καὶ ψυχῆς, ὅπως καὶ περὶ τῆς ἀνυπαρξίας τῆς ψυχῆς, κλονίστηκαν καὶ κλονίζονται ἐκ θεμελίων σήμερα, γιατὶ μὲ τὴν ἐπανάσταση ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴ φυσική, μὲ τὴ θεωρία ποὺ ἔγινε γνωστὴ ὡς κβαντική, ἡ ἐπιστημονικὴ κοινότητα ἑστίασε τὸ ἐνδιαφέρον της ὅσο ποτὲ ἄλλοτε στὸν παρατηρητὴ νοῦ καὶ στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Ἡ κβαντικὴ θεωρία ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς σύγχρονης φυσικῆς καὶ παρέχει τὴν πειστικότερη ἐπιστημονικὴ μαρτυρία ὅτι ἡ συνείδηση παίζει σπουδαῖο ρόλο στὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς φυσικῆς πραγματικότητας.168

Πολλοὶ σύγχρονοι, φυσικοὶ καὶ μή, βρίσκουν πολλὲς ὁμοιότητες ἀνάμεσα στὶς χρησιμοποιούμενες ἀπὸ τὴν κβαντικὴ θεωρία ἰδέες καὶ στὸν ἀνατολικὸ μυστικισμό, ὁ ὁποῖος μυστικισμός, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶναι προϊὸν μόνο τῆς Ἀνατολῆς ἀλλὰ –κυρίως– τῆς κλασικῆς πατερικῆς διδασκαλίας.169

Ἡ θεωρία τῶν κβάντων ἀπέδειξε ὅτι ὁ κόσμος δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀντικείμενα ποὺ πραγματικὰ ὑπάρχουν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις μας, καὶ αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια ἡ συνήθης ὕλη τῆς καθημερινῆς ἐμπειρίας νὰ διαλύεται σὲ μιὰ δίνη φανταστικῶν εἰκόνων. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ μιλήσαμε καὶ διατυπώσαμε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ πραγματικὴ ὄψη τοῦ ὑπάρχοντος εἶναι ἡ οὐσία του, καὶ ὄχι τὸ ἐξατομικευμένο ἀντικείμενο ὁρώμενο ὡς μιὰ ἀπόλυτη καὶ ξεχωριστὴ ὀντότητα. Ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν προέκυψε ἀπὸ ἔρευνα, ἀλλὰ ἀπὸ βαθύτατα θρησκευτικὴ ἐμπειρία, ἡ ὁποία ὅμως ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τῆς ἐπιστήμης.

Ὅπως καὶ ἐμεῖς, πολλοὶ διακεκριμένοι σύγχρονοι θεωρητικοὶ τῆς φυσικῆς ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ πνεῦμα ὑπάρχει, ὅπως καὶ ἡ ὕλη, ὡς ξεχωριστὸ στοιχεῖο καὶ ὅτι τὸ σῶμα μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ τὸ πνεῦμα τὸ σῶμα.

Γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ἡ ἐλευθερία ἢ μὴ τῆς ἀνθρώπινης βούλησης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν παραδοχὴ τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης ἄποψης, ἀπὸ τὸ ἐὰν δηλαδὴ τὸ σύμπαν διέπεται ἀπὸ αἰτιοκρατικοὺς νόμους ἢ ὄχι. Τούτη ἡ ἄποψη εἶναι συνέπεια τοῦ ὅτι ἡ μερίδα αὐτὴ τῶν ἐπιστημόνων ἐξακολουθοῦν νὰ δέχονται ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν διαχωρίζεται σὲ δύο διαφορετικὰ στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ εἶναι μέρος τῆς φύσης καὶ μόνο. Στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ νευτώνεια θεωρία δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἐλευθερίας βούλησης, οἱ δὲ θεωρίες τῆς σχετικότητας τῶν κβάντων ἀφήνει ἐλάχιστα καὶ μὴ προσδιορίσιμα περιθώρια. Ἀντίθετα, ἡ δική μας παραδοχὴ –προϊὸν βαθύτατων πνευματικῶν ἐμπειριῶν ἀλλὰ καὶ παρατηρήσεων στὴ σειρὰ τῶν αἰώνων, ἡ παραδοχὴ δηλαδὴ τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ ἄλλων θρησκειῶν– εἶναι ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ποὺ εἶναι ἀντανάκλαση τοῦ Θείου Νοῦ, ἔχει ἀφ’ ἑαυτοῦ, ὅπως καὶ ὁ γεννήτορας Νοῦς, τὴν πλήρη ἐλευθερία τῶν πράξεών του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, βέβαια, ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, οἱ προηγούμενες ἢ παροῦσες δικές μας σκέψεις ἢ πράξεις ἐπηρεάζουν, οἱ μὲν προηγούμενες τὶς παροῦσες, οἱ δὲ παροῦσες τὶς μελλοντικές, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς αἰτίας ποὺ ὀφείλεται σὲ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, δηλαδὴ εἴτε στὸν ἀντικειμενικὸ κόσμο εἴτε στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Τὰ πάντα στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀνάγονται στὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορά.

Θὰ τελειώσουμε αὐτὴ τὴν κατὰ κάποιον τρόπο ἀντιπαράθεση μὲ τὴν ἀναφορὰ στὰ ὅσα ἐκφράζει ὁ P. Davies στὸ βιβλίο του God and the New Physics σχετικὰ μὲ τὰ παραπάνω: «Ἐναλλακτικά, οἱ ἀριθμητικὲς συμπτώσεις θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν ἔνδειξη ὕπαρξης σχεδίου. Ὁ λεπτὸς συντονισμὸς τῶν τιμῶν τῶν σταθερῶν ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ συνδέονται τόσο εὔστοχα οἱ διάφοροι κλάδοι τῆς φυσικῆς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδοθεῖ στὸν Θεό. Εἶναι δύσκολο νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν ἰδέα ὅτι ἡ σημερινὴ δομὴ τοῦ Σύμπαντος, προφανῶς τόσο εὐαίσθητη καὶ στὶς ἐλάχιστες ἀριθμητικὲς μεταβολές, δὲν ὀφείλεται σὲ κάποιον προσεκτικὸ σχεδιασμό. Φυσικά, ἕνα τέτοιο συμπέρασμα μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο ὑποκειμενικό. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, γίνεται ζήτημα πίστης. […] Ἴσως μελλοντικὲς ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις νὰ ὁδηγήσουν σὲ πιὸ ἄμεσες ἐνδείξεις γιὰ τὴν ὕπαρξη ἄλλων συμπάντων, ὅμως ἕως τότε ἡ θαυματουργικὴ συμφωνία τῶν ἀριθμητικῶν τιμῶν ποὺ ἔχει ἐκχωρήσει ἡ Φύση στὶς θεμελιώδεις σταθερές της θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖται ἡ πειστικότερη μαρτυρία γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς στοιχείου κοσμικοῦ σχεδίου».170

«Γίνεται ὅλο καὶ πιὸ φανερό, ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν λογικὴ καὶ τὴν φαντασμαγορικὴ ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου μας, τὴν κομψὴ ἁπλότητα τῶν φυσικῶν νόμων ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπιβάλλονται περισσότερο μὲ τὴν αἰσθητικὴ ἕλξη παρὰ μὲ τὴν λογικὴ δύναμη, ἐκεῖ κάπου στὰ ὅρια τῆς ἀναζήτησης καὶ τῆς κατανόησης, ἡ ἐπιστήμη ἀκουμπάει τὴν θρησκεία».171

«[…] γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης διανόησης, ἡ νέα φυσικὴ τοῦ αἰῶνα μας καὶ ἡ ἐπιστήμη τῆς πληροφορικῆς δίνουν μιὰ ἐπιστημονικὴ βάση γιὰ τὴ διερεύνηση παραδοσιακῶν θεμελιωδῶν φιλοσοφικῶν, ἀκόμα καὶ θρησκευτικῶν προβλημάτων. Ἡ διερευνητικὴ προσέγγιση γίνεται τὴν φορὰ αὐτὴ ὄχι μὲ ἀναφορὰ σὲ φιλοσοφικὰ ἀξιώματα ἢ σὲ θρησκευτικὰ δόγματα καὶ ἀπόλυτες ἀξίες, ἀλλὰ μὲ ἀναφορὰ στὴν ἔρευνα τῆς ἀλήθειας, στὴν κατανόηση τῆς πραγματικότητας τοῦ κόσμου μας, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν παρατήρηση καὶ τὴν θεωρητικοποίηση».172

 


160 Ἡ ἄναρχη χάρη ἑνώνεται τόσο στενὰ μὲ τὴν κτιστή μας φύση, ὥστε τὰ δύο αὐτὰ γίνονται ἕνα. Καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴ θέωση (Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ προνόμιο τοῦ γνῶναι τὴν ὁδόν», σ. 147). [Σ.τ.Ε.]

161 «Γιὰ νὰ συλλάβουμε τὴν ἔννοια τῆς πραγματικότητας, τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τοῦ φυσικοῦ κόσμου καὶ τῆς διάστασης τοῦ χρόνου ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν “ὕπαρξη”, πρέπει νὰ συζεύξουμε τὴν ἔρευνα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, ἰδιαίτερα τῆς φυσικῆς, τῆς πληροφορικῆς καὶ τῆς βιολογίας μὲ τὶς ἀνθρωπιστικὲς σπουδές, τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν θεολογία» (Λιγομενίδης, Πάνος, Τὸ Γίγνεσθαι, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Δίαυλος, 2012, Κεφ. Δ7.6, «Ἡ κοινωνία μας στὴν ἐποχὴ τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς κοινωνικῆς σύγχυσης», σ. 138). [Σ.τ.Ε.]

162 «Ἡ διαφυγὴ […] ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς γνώσης […] μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ βαθὺ διαλογισμό, ἢ μὲ τὸν στοχασμὸ τῆς ὑπερβατικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὴν “ἀλήθεια”, ἢ μὲ τὴν ἔμπνευση, ἢ καὶ μὲ τὴν διαίσθηση, διεργασίες ποὺ συνήθως προηγοῦνται μιᾶς ἐπιστημονικῆς ἀνακάλυψης, ὅπως ἔχει δείξει ἡ ἱστορία τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας» (Λιγομενίδης, Πάνος, Τὸ Γίγνεσθαι, ὅ.π., Κεφ. Δ4.8, «Περιορισμοὶ στὴν ὀρθολογικὴ περιγραφὴ καὶ τὴν κατανόηση τοῦ φυσικοῦ κόσμου», σ. 93). [Σ.τ.Ε.]

163 Ὁ αἰθέρας, ὡς λέξη καὶ ὡς ἔννοια, ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ποικιλοτρόπως κατὰ καιροὺς καὶ κατὰ τόπους. Στὴν οὐσία του, ἐκφράζει τὸν ἄγνωστο παράγοντα ποὺ συνέχει τὴ ζωὴ στὴ Γῆ ἤ, ἐπίσης, ποὺ συσχετίζει τὰ γήινα μὲ τὰ οὐράνια, τόσο στὴ φυσικὴ ὅσο καὶ στὴ μεταφυσική τους διάσταση. Δεδομένου λοιπὸν ὅτι τὸ φυσικὸ στοιχεῖο ἀγγίζει τὸ μεταφυσικό, μπορεῖ εὔκολα νὰ προκληθεῖ σύγχυση. Κι αὐτὸ διότι, ἐφόσον πρόκειται γιὰ ἔννοιες ποὺ ἀνήκουν σὲ ἕνα εὐρὺ φάσμα, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μεταβαλλόμενες ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ ἀνὰ τὸν βαθμὸ ἐξέλιξης τῆς προσωπικῆς συνείδησης καθενός. Ὡς πρὸς τὸ παραπάνω κείμενο, εἶναι σημαντικὸ νὰ ἀποσαφηνιστεῖ τὸ ἑξῆς: ἄλλη εἶναι ἡ ἔννοια ποὺ ἀνέκαθεν ἀπέδιδαν στὸν αἰθέρα οἱ θρησκεῖες καὶ οἱ φιλοσοφίες (ἡ ἐνεργὸς Θεία Δύναμη, δηλαδὴ μιὰ ἔννοια περισσότερο μεταφυσική), καὶ ἄλλη ἡ ἔννοια ποὺ ἀποδόθηκε σ’ αὐτὴν τὴ λέξη ἀπὸ τοὺς φυσικούς, εἴτε στὴν ἀρχαιότητα εἴτε πάλι τὸν 19ο αἰῶνα. [Σ.τ.Ε.]

164 «[…] ἡ Φύση ἐμφανίζεται ὡς μία ἀδιαίρετη “ρέουσα ὁλότητα”, ὁλιστικὰ συσχετισμένης πληροφοριακῆς ἐπικοινωνιακῆς ροῆς. […] Ἡ νέα φυσικὴ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν κόσμο, ὡς μιὰ καθολικὰ συνδεδεμένη ὀντότητα. […] Ἡ “ρέουσα ὁλότητα” τῆς ἐπικοινωνιακῆς κίνησης, ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα στὸν κόσμο τῶν ἀντικειμένων καὶ τῶν φυσικῶν φαινομένων, καὶ τὸν κόσμο τῶν νοητικῶν καὶ συνειδησιακῶν δραστηριοτήτων, καθορίζουν τὴν ἐξελικτικὴ ροὴ τοῦ παγκόσμιου γίγνεσθαι» (Λιγομενίδης, Πάνος, Τὸ Γίγνεσθαι, ὅ.π., Κεφ. Δ7.4, «Συνδετικότητα καὶ Κίνηση: Τὰ θεμέλια της πραγματικότητας» & Κεφ. Δ8.9.2.2, «Τὸ Ὅλον εἶναι Ἕνα», σσ. 136, 167). [Σ.τ.Ε.]

165 Ἡ πρόταση αὐτὴ χρειάστηκε νὰ ἀναπλαστεῖ γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ, ἔστω μερικῶς, τὸ νόημά της. Κανεὶς ἀνθρωπίνως δὲν δύναται νὰ κατέχει –μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα, σφαιρικὰ καὶ συνολικά, στὸν χωροχρόνο– τὰ ἀποτελέσματα ὁποιασδήποτε ἐναλλακτικῆς ἔκβασης τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – ἢ καὶ ὁποιασδήποτε κατάστασης. [Σ.τ.Ε.]

166 «[…] οἱ ἴδιοι οἱ ἐρευνητὲς μπορεῖ κάποτε νὰ καταφεύγουν σὲ τέτοιες (μυστικιστικὴ ἐνόραση) ἢ παρόμοιες ὑπερβατικὲς καταστάσεις γιὰ διαφωτισμὸ καὶ ἔμπνευση. Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ μεγάλοι ἐπιστήμονες τῆς φυσικῆς, Einstein, Pauli, Schrödinger, Heisenberg καὶ ἄλλοι, υἱοθέτησαν τὸν μυστικισμό» (Λιγομενίδης, Πάνος, Τὸ Γίγνεσθαι, ὅ.π., Κεφ. Δ4.1, «Ἡ ἐννοιολογικὴ βάση τῆς γνώσης γιὰ τὸν φυσικὸ κόσμο», σ. 80). [Σ.τ.Ε.]

167 «Ὅμως, ἡ ἰδέα τῆς Μεγάλης Ἔκρηξης παρουσιάζει μερικὲς δυσχέρειες. […] [Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι πὼς] ἂν δεχτοῦμε ὅτι τὸ σύμπαν δὲν ἔχει ἄπειρη ἡλικία καὶ ὅτι ὑπῆρξε μιὰ “ἀρχή”, ἀλλὰ ἀρνηθοῦμε τὴν “Δημιουργία ἀπὸ τὸν Θεό”, τότε μένουμε μετέωροι καὶ ἀδύναμοι στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἐρώτησης: “Τί προκάλεσε τὴν ὅποια ‘ἀρχὴ’ τοῦ σύμπαντος – ἴσως τὴν Μεγάλη Ἔκρηξη;”» (Λιγομενίδης, Πάνος, Τὸ Γίγνεσθαι, ὅ.π., Κεφ. Δ2.7.2, «Ἡ αἰνιγματικὴ σχέση τοῦ νοῦ μὲ τὸν φυσικὸ κόσμο» & Κεφ. Δ2.3.1, «Ποῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ “ἄκρη” τοῦ σύμπαντος;», σσ. 46, 57). [Σ.τ.Ε.]

168 «[…] οἱ καταπληκτικὲς πρόοδοι τῆς ἐπιστήμης καὶ τὰ νέα ὁράματα ποὺ παρέχει ἡ ἐπιστήμη γιὰ τὸν φυσικὸ κόσμο, καὶ κυρίως οἱ πρόσφατες ἔρευνες γύρω ἀπὸ τὸ “συνειδησιακὸ γίγνεσθαι τοῦ κόσμου μας”, δίνουν τὴν εὐκαιρία στοὺς ἐπιστήμονες νὰ παίξουν σημαντικὸ ρόλο στὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικότητας, ἀκόμα καὶ στὴν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικότητας, σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν φύση τῆς πραγματικότητας» (Λιγομενίδης, Πάνος, Τὸ Γίγνεσθαι, ὅ.π., Κεφ. Δ8.7, «Φαραωνικὲς κοινωνίες. Φαουστιανὲς ἐπιλογές», σ. 159). [Σ.τ.Ε.]

169 «Ἡ Χριστιανικὴ Θεολογία βρίσκεται ἐν ἐξελίξει ἐφόσον ὑπάρχουν Χριστιανοὶ καὶ Χριστιανικὲς ὁμολογίες οἱ ὁποῖες συνεχίζουν νὰ δέχονται προκλήσεις ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία, νιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ τὴν ἐξερευνήσουν περαιτέρω, καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ τὴν προσφέρουν στὴ σύγχρονη γλώσσα καὶ ὑπὸ τὸ φῶς τῶν διαρκῶς νέων ἐρωτημάτων καὶ περιστάσεων. Συνεπῶς ἡ “Συστηματικὴ Θεολογία” […] δὲν εἶναι ἀπαραίτητα ὁ κοινῶς ἀποδεκτὸς τρόπος προσέγγισης τῆς Χριστιανικῆς ἐμπειρίας ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἔχουν ἐπισημάνει τὰ μειονεκτήματα τῆς “Συστηματικῆς Θεολογίας” καὶ μιλᾶνε μᾶλλον περὶ “Μυστικῆς Θεολογίας” τονίζοντας ἔτσι τὸ μὴ-ἀποδεικτικό, ὑπερ-λογικὸ καὶ μυστικὸ χαρακτήρα τῆς Θεολογίας» (Σαχᾶς, Δανιήλ, Σπέρμα Ἀβραάμ, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἰωλκός, 2011, «Θεολογικὲς σπουδές», σ. 216). [Σ.τ.Ε.]

170 Davies, Paul, Θεὸς καὶ Μοντέρνα Φυσική, ὅ.π., «Μαῦρες τρύπες καὶ κοσμικὸ χάος», σ. 299.

171 Λιγομενίδης, Πάνος, Τὸ Γίγνεσθαι, ὅ.π., Κεφ. Δ6.11, «Ἡ ἀνθρωπικὴ ἀρχή», σ. 125. [Προσθήκη τοῦ Ἐπιμελητῆ]

172 Λιγομενίδης, Πάνος, Τὸ Γίγνεσθαι, ὅ.π., Ἐπιλογικὸ Σημείωμα Τόμου Ε΄, σ. 121. [Προσθήκη τοῦ Ἐπιμελητῆ]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ