01.03 | Σύμπαν και Δημιουργία – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

3. Σύμπαν καὶ Δημιουργία

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Στὴν περιπλάνησή μας σὲ αὐτὸν τὸν θαυμαστὸ κόσμο τοῦ ἀπείρου, θὰ ξεκινήσουμε μὲ κάποιους ὁδηγούς, τοὺς ὁποίους θὰ καθορίσουμε ἐκ τῶν προτέρων, ὅπως θὰ καθορίσουμε, ὄχι περιοριστικά, καὶ αὐτοὺς ποὺ θὰ λάβουν μέρος σὲ αὐτὸ τὸ ταξίδι – ἂν καὶ σὲ αὐτὸ ὅλοι εἶναι προσκεκλημένοι.

Ὁ μεγάλος ὁδηγός μας εἶναι, φυσικά, ὁ Θεὸς καὶ ὁ μικρότερος ἡ θρησκεία, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν αἰώνιων ἀξιῶν. Tαξιδιῶτες εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναζητοῦν τὶς αἰώνιες αὐτὲς ἀξίες εἴτε μέσω τῆς θρησκείας εἴτε μέσω τῆς ἐπιστήμης εἴτε μέσω ἄλλων δρόμων.

Ποιὸς εἶναι ὁ Θεός, θὰ τὸ δοῦμε ἀμέσως παρακάτω. Ἐδῶ περιοριζόμαστε νὰ ποῦμε ὅτι ὡς Θεὸ ἐννοοῦμε τὴν Ὑπέρτατη Δύναμη. Ἡ Οὐσία Του μᾶς εἶναι ἄγνωστη καὶ μόνο ἡ Δύναμή Του, ἡ Ἐνέργειά Του μπορεῖ νὰ γίνει σὲ ἐμᾶς γνωστή. Ἐννοοῦμε ἕναν Θεὸ ποὺ ἀγαπᾶ ὅλα τὰ πλάσματά Του –καλοὺς καὶ κακούς, δίκαιους καὶ ἄδικους– καὶ ποὺ ἁπλώνει τὰ χέρια Του πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ καλεῖ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα νὰ ἐπιστρέψουν σὲ Αὐτόν.

Ὡς θρησκεία, γενικά, ἐννοοῦμε τὴν ὀργανωμένη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ μπορέσει νὰ ἀποκτήσει συνείδηση ὁρισμένων ἀξιῶν καὶ νὰ ἐπιδιώξει συνειδητὰ τὴν ἀπόκτηση αὐτή. Θρησκεία, εἰδικά, εἶναι ἐκείνη κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία κάθε ἄνθρωπος στὴ συγκεκριμένη του ὥρα ἐντάσσεται, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο ποὺ γεννήθηκε καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς προσωπικές του τάσεις.

Ἡ Ἀλήθεια ὑπάρχει στὶς γραφὲς ὅλων τῶν θρησκειῶν. Ἑπομένως, οἱ ὀπαδοὶ μιᾶς θρησκείας μποροῦν νὰ διαβάζουν καὶ τὶς γραφὲς τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἀφοῦ ἔχουν ἀσχοληθεῖ ἀρκετὰ προηγουμένως μὲ τὶς δικές τους, ἂν καὶ εἶναι προτιμότερο γιὰ τοὺς πολλοὺς νὰ περιορίζονται μόνο στὶς δικές τους, πρὸς ἀποφυγὴ συγχύσεων κ.λπ.

Ὅμως δὲν ἐννοοῦμε ὡς θρησκεία οὔτε τὴ θρησκεία τοῦ φόβου οὔτε τὴ θρησκεία τῆς ἠθικῆς, παρόλο ποὺ ἡ θρησκεία περικλείει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Στρεφόμαστε πρὸς μιὰ κοσμικὴ ὀντολογικὴ θρησκεία, καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐντάξει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ θρησκεία τοῦ φόβου εἶναι ἕνα παρελθὸν καὶ τὴ θρησκεία τῆς ἠθικῆς ἀρχίζει νὰ τὴν προσπερνᾶ πλέον ἡ κοσμικὴ θρησκευτικότητα. Ἀναζητητὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀφιερώνει ἕνα μικρὸ ἢ μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του στὴν ἔρευνα γιὰ τὴν ἀλήθεια. Θρησκευόμενος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ, ὅσο τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις του, νὰ ἀπολυτρωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν ἐγωιστικῶν του ἐπιθυμιῶν καὶ ποὺ ἀσχολεῖται μὲ σκέψεις καὶ συναισθήματα πέραν τοῦ προσωπικοῦ του ἐγώ. Ἔχει δὲ πάντοτε ὁ θρησκευόμενος ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἕνωση τῶν δικῶν του ψυχικῶν δυνάμεων, ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑπόστασή του, μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Θείου Ὄντος. Σὲ κάθε κοινωνία ὑπάρχει μιὰ μερίδα ἀνθρώπων ποὺ οἱ ἀπολαύσεις τους δὲν βρίσκονται στὶς αἰσθήσεις, μὰ πιὸ πέρα. Προσπαθοῦν νὰ συλλάβουν ἀναλαμπὲς ἀπὸ κάτι ὑψηλότερο ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ ἀγωνίζονται νὰ τὸ φτάσουν. Ὁ ἀναζητητὴς καὶ ὁ θρησκευόμενος εἶναι μονοπάτια σχετικὰ κοντινὰ μεταξύ τους καὶ πολλὲς φορὲς συναντῶνται ἢ καὶ ταυτίζονται.

Μιλᾶμε γιὰ τὴ θρησκεία καὶ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο γιατὶ ἀνέκαθεν, ἀκόμα καὶ στὶς ἡμέρες μας, ἡ θρησκεία πραγματευόταν καὶ ἀξιολογοῦσε τὰ ἔργα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, πραγματευόταν τὰ ἀνθρώπινα προβλήματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, τὴ δημιουργία τῶν ὄντων, τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ κ.λπ. Καὶ δίνουμε τόσο μεγάλη σημασία στὴ γνωστικὴ προσφορὰ τῆς θρησκείας, ὄχι γιατὶ ἀγνοοῦμε ἢ γιατὶ θέλουμε νὰ ἀγνοήσουμε τὸν προβληματισμὸ τῆς ἐπιστήμης πάνω σὲ τέτοιου εἰδικοῦ βάρους προβλήματα, ἀλλὰ διότι ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ μόνο τὸν ὁρατὸ κόσμο, στηρίζεται μόνο στὴν ἔρευνα καὶ τὸ πείραμα, στηρίζεται μόνο στὴν ἀνθρώπινη λογική. Ἡ θρησκεία πηγαίνει πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ προσπαθεῖ νὰ ξεπεράσει τὸ πεπερασμένο τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, νὰ τὸ ὑπερβεῖ – καί, ὅπως θὰ δοῦμε, τὸ ἐπιτυγχάνει. Τίποτα δὲν ὑπῆρξε καὶ δὲν εἶναι πιὸ ἰσχυρὸ γιὰ τὴ διάπλαση τῆς τύχης τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ξέχωρα ἀπὸ τὰ οὐσιώδη προβλήματα ποὺ ἐρευνᾶ, ἡ θρησκεία ὡς ἐπιστήμη καὶ ὡς μελέτη εἶναι ἡ ὑγιέστερη ἐνασχόληση ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς.

Ἐπίσης, θὰ θέλαμε νὰ κάνουμε μιὰ ἐπισήμανση προκαταβολικά: Δὲν ἀσχολούμαστε μὲ ἐκεῖνο τὸν Θεὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος στὴν πρώιμη περίοδο τῆς πνευματικῆς του ἐξέλιξης, μὲ μόνη τὴ φαντασία καὶ τὸν φόβο του γιὰ τὸ ἄγνωστο, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν ἀρχική του πορεία, δημιούργησε, δηλαδὴ ἕναν Θεὸ ἀνθρωπόμορφο τὸν ὁποῖο προσπαθεῖ νὰ ἐξευμενίσει μὲ τὶς ἐπικλήσεις του καὶ τὶς προσευχές του. Δυστυχῶς, στὴ συνείδηση πολλῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας μόνο αὐτὸς ὁ Θεὸς ὑπάρχει, μόνο σὲ αὐτὸν ἀπευθύνονται γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν τους. Αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶναι ἀνύπαρκτος.

Κανείς, βέβαια, δὲν ἀρνεῖται πὼς ἡ ἰδέα τῆς ὕπαρξης ἑνὸς τέτοιου Θεοῦ, προσωπικοῦ καὶ ἀνθρωπόμορφου, δίκαιου καὶ πανάγαθου, εἶναι ἱκανὴ νὰ προσφέρει κάποια παρηγοριὰ στὸν ἄνθρωπο. Ὅμως μὲ τὴν ἰδέα αὐτοῦ τοῦ φανταστικοῦ, τοῦ ἀνύπαρκτου Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἐπικαλούμαστε στὶς περιπτώσεις ποὺ ἐμεῖς τὸ κρίνουμε ἀναγκαῖο, ὁ ἄνθρωπος μένει πάντοτε μακριὰ ἀπὸ τὸν πραγματικὸ Θεό, γιατὶ δὲν Τὸν γνώρισε καὶ δὲν ὑποψιάζεται κὰν τὴν ὕπαρξή Του. Ἔτσι, ὅμως, οὔτε οἱ προσευχὲς οὔτε καὶ οἱ ἐπικλήσεις εἰσακούονται, γιατὶ τὸ «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται» προϋποθέτει καὶ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὑποβολὴ τοῦ σωστοῦ αἰτήματος καὶ μὲ τὸν σωστὸ τρόπο.

Ὅσο προχωρεῖ ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου, τόσο περισσότερο γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ δρόμος τῆς θρησκείας δὲν βρίσκεται μέσα στὸν φόβο γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο καὶ στὴν τυφλὴ πίστη, ἀλλὰ μέσα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς Γνώσης.

Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἐκεῖνος πράγματι ἔχει τὴ Δύναμη ἡ ὁποία διέπει τὰ πράγματα. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ Δύναμη. Ὅλα ὅσα γίνονται εἶναι ὑλοποιήσεις τῆς Δύναμής Του. Ὁ Θεὸς εἶναι τὰ πάντα, ὅπως ἁρμόζει στὸν Θεὸ ποὺ περιέχει τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι τίποτε ἀπὸ ὅλα, γιατὶ εἶναι πάνω καὶ πέρα ἀπὸ τὰ πάντα.

Αὐτὸς εἶναι ὅλα ὅσα εἶναι ἀλήθεια. Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ βλέπει ὅλα, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ. Καὶ ὅταν λέμε ὅτι βλέπει, δὲν ἐννοοῦμε μὲ τὰ μάτια οὔτε καὶ μὲ τὴ διαίσθηση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι παντοῦ, σὲ ὅλα τὰ πράγματα, σὲ ὅλα τὰ ὄντα. Ἐκεῖνος εἶναι τὰ πάντα, ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὰ πράγματα καὶ τὰ ὄντα εἶναι Αὐτός.

Δὲν ὑπάρχει τόπος ἢ πράγμα ὅπου δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, ἀφοῦ εἶναι μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλα καὶ κρατᾶ ὅλους μέσα στὸ χέρι Του. (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας)34

Πέρα ἀπὸ ἐμᾶς ὑπάρχει τὸ φωτεινὸ Ὄν, ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα καὶ διέπει τὸν ἀνθρώπινο χῶρο. Εἶναι ὁ ὑπέρτατος Θεός, τὸν Ὁποῖο ὅλοι ὀφείλουμε νὰ ὑπηρετοῦμε μὲ συνειδητὴ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση. Ἂς δώσουμε σὲ Αὐτὸν πίστη αὐθόρμητη, ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση χωρὶς ἐνδοιασμοὺς καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία. Ἀπὸ προδιάθεση ἐσωτερικὴ πρὸς τὸ Θεῖο. Ἔτσι αὐθόρμητα, νὰ προχωροῦμε στὰ μονοπάτια ποὺ ὁδηγοῦν στοὺς θείους χώρους. Εὔπιστα, δυναμικά, μὲ διάθεση προσφορᾶς πρὸς Ἐκεῖνον.

Ἐμεῖς καὶ τὰ πράγματα εἴμαστε μόνο πτυχὲς τῆς Δύναμής Του. Αὐτὸ ποὺ δὲν θέλει νὰ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅτι ὁ καθένας μας, τὸ κάθε ὄν, εἶναι μιὰ διαφορετικὴ πτυχὴ τοῦ Ὅλου. Τὰ ὄντα δὲν εἶναι τὰ ἴδια, γιατὶ ὁ καθένας μας εἶναι μιὰ διαφορετικὴ πτυχὴ τοῦ Ὅλου. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὶς δυνάμεις ποὺ εἶναι κοντινὲς καὶ συναφεῖς πρὸς τὴν πτυχὴ τῆς δύναμής του –τὴ μορφή του–, ποὺ εἶναι ἐγκλωβισμένη σὲ αὐτόν.

Καὶ ἡ ὕλη εἶναι μέρος τῆς Δύναμης αὐτῆς καί, φυσικά, καὶ ὁ ἐγκεφαλικὸς νοῦς, ποὺ εἶναι μέρος τῆς ὕλης. Οἱ πτυχὲς ἀλλοῦ ἔχουν σύνθεση διαφοροποιημένη καὶ ἀλλοῦ ὁμοιογενή. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ΟΛΟ, δηλαδὴ ὅλοι ἐμεῖς, ὅλα ὅσα μᾶς περιβάλλουν, ὅλα ὅσα ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ὅλα ὅσα μᾶς ξεπερνοῦν. Φυσικά, ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ὅτι εἶναι ὁ Θεός.

Οἱ παρερμηνεῖες ποὺ κάνουν συχνὰ οἱ ἄνθρωποι πάνω στὰ ὅσα διδάσκει ἡ θρησκεία, ἢ καὶ οἱ λανθασμένες ἀντιλήψεις ποὺ σχηματίζονται συνήθως λόγω ἔλλειψης θρησκευτικῆς παιδείας, αὐθαιρέτως καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν, ὁδηγοῦν σὲ μιὰ θρησκεία ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἐξιδανίκευση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, στὸ ὁποῖο ἀποδίδονται ἰδιότητες ποὺ τοῦ λείπουν. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη τίθεται, δηλαδή, ἐνώπιόν μας, ὅταν τεθοῦν συλλογισμοὶ ὅπως «ἐμεῖς δὲν εἴμαστε καλοί». Ὁ ἐξιδανικευμένος Θεὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, ἄρα αὐτὸς εἶναι καλὸς καὶ δίκαιος καὶ τέλειος. Ἕνας Θεὸς ἀστυφύλακας ἢ Ἅγιος ποὺ ἱκανοποιεῖ ἢ μᾶλλον πρέπει νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιθυμίες μας, νὰ μᾶς συγχωρεῖ καί, ποὺ καὶ ποὺ… νὰ μᾶς τιμωρεῖ. Αὐτός, φυσικά, εἶναι ἕνας ἀνύπαρκτος, φανταστικὸς θεός, ποὺ ὑπάρχει στὴ φαντασία τοῦ καθενὸς σὰν μιὰ διαφορετικὴ ἀντίληψη. Μὲ αὐτὰ ὅμως τὰ κριτήρια δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ κανεὶς νὰ προσεγγίσει τὸν ἀληθινὸ Θεό.

«Πιστεύετε καὶ μὴν ἐρευνᾶτε»:35 Εἶναι μιὰ ἐπιταγὴ ποὺ ἔχει τὴν ἔννοια ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀντιληπτὸς μὲ συλλογισμούς, ὅτι ὁ Θεὸς βιώνεται καί, μέχρι νὰ Τὸν βιώσει κανείς, ἐδῶ στὴ Γῆ, θὰ πρέπει νὰ Τὸν ἀποδεχθεῖ χωρὶς καμία συζήτηση. Ὄχι ὅμως καὶ χωρὶς ἔρευνα. Τὸ ἀντίθετο, πρέπει νὰ ἐρευνᾶ κανεὶς τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων καὶ νὰ μὴν ἐπαφίεται στὴν ἱστορική τους προέλευση.

Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ (Κατὰ Ἰωάννην 5:39), τὸ ὁποῖο σημαίνει νὰ ἐρευνᾶτε τὶς Γραφὲς κατὰ τὸ πνεῦμα τους καὶ ὄχι μὲ προσκόλληση στὸ γράμμα.

Τὸ Σύμπαν δὲν εἶναι τυχαῖο. Εἶναι ὁ χῶρος τῆς Ἀλήθειας καὶ αὐτὴ δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ κανέναν. Στὴν πραγματικότητα ἡ Ἀλήθεια εἶναι μιὰ κατάσταση ποὺ ἔχει πολλὲς διαστάσεις, καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς διαστάσεις εἶναι καὶ ἡ ὕλη. Ὅλα εἶναι ἕνα. Ὁ χῶρος εἶναι τὸ ἄπειρο ποὺ ἔχει ἢ μᾶλλον ποὺ ἐμπεριέχει τὰ πάντα: καὶ τὸ ἄυλο καὶ τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο. Μέσα σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο εἶναι ὅλα καὶ εἶναι καὶ ἡ Ἀλήθεια.

Ἡ ζωὴ στὶς ποικίλες μορφές της, ἑπομένως καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα, δηλαδὴ ἀφότου ἐκπορεύθηκε ἡ ὕλη –οἱ δυνάμεις καὶ τὰ στοιχεῖα ποὺ τὶς ἀπαρτίζουν– ποὺ παρήγαγε ὁ Λόγος ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, εἶναι ἕνα προϊὸν τυχαῖο. Τυχαῖο δὲ τὸ ὀνομάζουμε, γιατὶ ὀφείλεται στὴν ἕνωση τῶν στοιχείων. Ὅμως δὲν εἶναι αὐθαίρετο, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος συμβάλλει στὴν ἕνωση τῶν στοιχείων αὐτῶν.

Δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ περιγράψουν καὶ δὲν ὑπάρχει νοῦς ἀγγέλων ἢ ἀνθρώπων ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν αἰσθητὸ αὐτὸ καὶ ὁρατὸ κόσμο. Γιατὶ ὅλη τὴν ὕλη, ποὺ προσδέχθηκε τὰ πάντα καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία συστάθηκαν ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, ὁ Παντοδύναμος Λόγος τὴ δημιούργησε ἁπλῶς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καὶ τὴν ἔφερε στὴν ὕπαρξη κατὰ τὴ μία καὶ πρώτη στιγμὴ τοῦ χρόνου, καὶ τὸ ἵδιο εἶπε γιὰ ὅλα τὰ τέσσερα στοιχεῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔγιναν ὅλα τὰ ὑπόλοιπα κτίσματα. Αὐτὸ δήλωσε ὁ Μωυσῆς λέγοντας: Στὴν ἀρχὴ (δηλαδὴ κατὰ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ χρόνου) ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ» (Γένεσις 1:1). Τὰ δὲ κτίσματα ποὺ δημιουργήθηκαν (ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἄνθρωπος) κατὰ τὶς ἕξι ἡμέρες, παράχθηκαν ὄχι ἁπλῶς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὕλη ἐκείνη ποὺ προσδέχθηκε τὰ πάντα, καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ δημιουργήθηκαν τὴν πρώτη ἡμέρα, ἢ μᾶλλον τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς πρώτης ἡμέρας. Κατὰ κάποιον τρόπο, αὐτὰ [τὰ κτίσματα ποὺ δημιουργήθηκαν] κτίστηκαν μόνο σὰν ἕνας καλλωπισμὸς τῆς ἀκαλλώπιστης πρώτης ὕλης καὶ σὰν ἕνας στολισμὸς ἢ διακόσμηση τοῦ ἀρχέγονου ἐκείνου κόσμου. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)36

Ἀπὸ τὸ Ἕνα προέρχονται τὰ πολλὰ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ πολλὰ τὸ Ἕνα. Ἡ κτίση εἶναι τὰ πολλά, ἄρα φανερὰ ἡ κτίση προῆλθε ἀπὸ Ἕνα. Κι ἐκεῖνο τὸ Ἕνα εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν κτίση, ὡς Κτίστης καὶ Δημιουργός. Ὅποιος λοιπὸν θεωρεῖ τὴν κτίση ὅπως πρέπει, θὰ καταλήξει μὲ τὴ θεωρία του ἀναγκαστικὰ στὸ ὑπερκόσμιο Ἕνα. Γιατὶ στὰ αἰτιατά, τὰ κτίσματα, ὑπάρχουν πάρα πολλὰ ἴχνη τῆς Αἰτίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀναγνωρίζεται Ἐκεῖνος ποὺ μὲ τέχνη, σοφία, δύναμη καὶ ἀγαθότητα παρήγαγε προνοητικῶς τὰ πάντα ὅπως θέλησε. (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης])37

Δὲν εἶναι στὶς προθέσεις οὔτε στὶς δυνατότητες τοῦ γράφοντος ἡ παράθεση ἑνὸς πλήρους «συστήματος» κοσμογονίας καὶ ὀντολογίας. Ἁπλῶς τὸ θέμα θίγεται στὸ πλαίσιο τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας –Θεὸς-σύμπαν-κτίσματα-οὐσία κτισμάτων– τὴν ὁποία θέλησα νὰ καταδείξω.

Μὲ τὴ γεννητικὴ πράξη μεταβιβάζεται μόνο ἡ ζωή, δηλαδὴ ἡ ψυχὴ κατὰ τὸ θνητό της μέρος. Τὸ ἀθάνατο μέρος τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ἡ ψυχὴ κατὰ τὸ ἀπόλυτο μέρος της, προβάλλεται ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα στὸ Σύμπαν Ἁρμονία, μέρος τῆς ὁποίας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγκλωβίζεται στὴν ὕλη καὶ συνυπάρχει στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀπὸ τὴ γέννηση μέχρι τὸν λεγόμενο θάνατο καί, στὴ συνέχεια, αὐτὸ τὸ μέρος τῆς ἁρμονίας συνεχίζει τὴν ὕπαρξή του μέχρις ὅτου ἀπελευθερωθεῖ καὶ ἀποδοθεῖ ἀμιγὲς στὴν Ὁλότητα μαζὶ μὲ τὶς ἐξαγνισμένες ἐμπειρίες ποὺ συνέλεξε καὶ ἀφομοίωσε κατὰ τὸ ταξίδι, δηλαδὴ κατὰ τὴν περιπέτειά της, ἡ ψυχὴ στὴν ἐπίγεια ζωή.

Ὅλα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀνακύκλωσης σὲ διάφορα ἐπίπεδα τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση. Τὰ ζῶα εἶναι τὰ περισσότερα συνδεδεμένα μὲ τὴν ὕλη. Στὴν οὐσία, αὐτὰ εἶναι καὶ ἡ πρώτη βαθμίδα ἐλευθέρωσης ἀπὸ τὴν ὕλη. Ἡ πιὸ κάτω βαθμίδα εἶναι τὰ φυτά, τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζονται ἀπόλυτα ἀπὸ τὴ φυσικὴ σύνδεση μὲ τὸ ἔδαφος. Ἀποτελοῦν ὕλη αὐτὰ τὰ ἴδια. Εἶναι ἡ ἐλευθερία αὐτὸ ποὺ ἐνδόμυχα ἀποζητᾶ ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης. Τὸ τέρμα τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἀρχαῖο κάλλος εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μόνο μὲ τὴν ἀπόλυτη ἀπόσπαση ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ τὶς ἀνάγκες ποὺ δημιουργεῖ αὐτή. Ὅσο ὑπάρχει τὸ δέσιμο μὲ τὴν ὕλη, δὲν θὰ ὑπάρξει ἐλευθερία. Αὐτὸ διδάσκεται ἀπὸ ὅλες τὶς γνωστὲς θρησκεῖες –τὸν Χριστιανισμό, τὸν Ἰουδαϊσμό, τὸν Ἰνδουϊσμό, τὸν Βουδισμὸ– καὶ αὐτὸ γίνεται ἀπόλυτα κατανοητὸ ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἀκολούθησαν ἢ προσπάθησαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν ἀπελευθέρωση.

Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν […]. (Κατὰ Λουκᾶν 9:23)

Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι. (Κατὰ Λουκᾶν 14:26)

Ἡ Ἀλήθεια ὑπάρχει. Τὸ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δεῖ ὁ κοινὸς ἄνθρωπος εἶναι μιὰ πραγματικότητα.

Ἡ ἐνέργεια δὲ γνωρίζεται ἀπὸ τὴν οὐσία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια πληροφορούμαστε ὅτι ἡ οὐσία ὑπάρχει, ὄχι ὅμως καὶ τί εἶναι. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς γίνεται σ’ ἐμᾶς γνωστὸς ὅτι ὑπάρχει, ὄχι ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρόνοιά Του. (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς)38

Ὅπως ἐπίσης μιὰ πραγματικότητα εἶναι τὸ ὅτι, κάτω ἀπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις ἀπαλλαγῆς ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἐνασχόληση, μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ ἕνα μέρος τῆς Ἀλήθειας. Αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε μεταφυσικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τοὺς νόμους, τοὺς μέχρι τώρα ἔμμεσα ἢ ἄμεσα ἀντιληπτοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ἔννοιες τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ μεταφυσικοῦ ἐκφράζουν καθαρὰ ἀνθρώπινες ἀντιλήψεις καὶ περιγράφουν στὸν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ τὰ ὅρια τοῦ γνωστοῦ ὡς φυσικοῦ καὶ τοῦ ἄγνωστου ὡς μεταφυσικοῦ.

Σ’ ἐμένα ὅμως καὶ σὲ σένα καὶ στὴν ἀλήθεια δὲν εἶναι παρὰ φύση, ἀλλὰ ὑπὲρ τὴ φύση. Καὶ αὐτὸ ὅσον ἀφορᾶ σ’ ἐμᾶς. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Θεό, ἡ ἀνάσταση δὲν εἶναι ὑπερφυσική, ἀλλὰ φυσική. (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)39

Ὡστόσο πέρα ἀπὸ τὰ πεπερασμένα ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἀντίληψης, ὅλα εἶναι «φυσικά», δηλαδὴ μέρη μιᾶς φύσης ποὺ ξεπερνᾶ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἔτσι ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνεται αὐτός. Ὅπως παρατηροῦμε, ὅμως, αὐτὰ τὰ πεπερασμένα ἀνθρώπινα ὅρια διευρύνονται μέσα στὸν χρόνο. Μερικοὶ φωτισμένοι ἄνθρωποι μετέτρεψαν καὶ μετατρέπουν καὶ θὰ μετατρέπουν ἕνα μέρος τοῦ ἄγνωστου «μεταφυσικοῦ» σὲ γνωστὸ «φυσικό». Καὶ φωτισμένοι δὲν ὑπῆρξαν μόνο οἱ ἀσκητὲς-Ἅγιοι. Φωτισμένοι μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὑπῆρξαν καὶ ὁ Μπετόβεν καὶ ὁ Ἀινστάιν καὶ ὁ Δημόκριτος καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι, ποὺ ἀνακάλυψαν ἢ μᾶλλον ἀποκάλυψαν τὴν αἰσθητικὴ τοῦ ἤχου, τὴ σχετικότητα, τὸν ἠλεκτρισμὸ ἢ διάφορα ἄλλα πράγματα. Ἀποκάλυψαν σημαίνει ὅτι περιέγραψαν σωστὰ αὐτὸ ποὺ «εἶδαν» μὲ μιὰ μορφὴ συγκεκαλυμμένη. Μετέφρασαν σωστά. Καὶ ὅμως, δὲν εἶδαν παρὰ ἕνα κομματάκι, κάθε φορά, τῆς Ἀλήθειας. Αὐτὸ τὸ κομματάκι ἡ φυσικὴ τὸ μετονόμασε «φυσικό», ἐνῶ παλαιότερα τὸ ὀνόμαζε «μεταφυσικό». Αὐτὸ ποὺ παραμένει ἄγνωστο, τὸ λεγόμενο «μεταφυσικό», εἶναι τὸ ΟΛΟ. Αὐτὸ τὸ ΟΛΟ δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ μείνει μυστικό. Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολουθοῦν, ὅσο ὁ ἄνθρωπος θὰ γίνεται πιὸ δεκτικός, τόσο θὰ «δέχεται» τὶς ἀποκαλύψεις. Ὅσο θὰ μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ βάρος, νὰ ἀντέξει τὴ δύναμη, τόσο πιὸ πολὺ θὰ τὴ δέχεται ὡς ἀναγνώριση τῶν προσπαθειῶν του, ὡς εὐεργεσία, τόσο πιὸ πολὺ θὰ προσαρμόζεται στὴ Θεία Ἁρμονία. Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου θὰ γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο ἀντιληπτὴ ἡ πραγματικότητα ποὺ μᾶς περιβάλλει, ποὺ εἶναι μέσα μας, γύρω καὶ πέρα ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταλάβει κάποιος αὐτὰ ποὺ ξέρει ὁ ἀστρονόμος γιὰ τὸ σύμπαν, ἔστω καὶ ἂν διαβάσει ἕνα ἢ περισσότερα βιβλία του, ἢ ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ αὐτὸ ποὺ «βλέπει» ὁ Ἅγιος, ἔστω καὶ ἂν διαβάσει ὅλα τὰ βιβλία τοῦ Ἁγίου, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτόματα ἢ μὲ τὴν παιδεία νὰ καταλάβει τὸ ἀκατάληπτο. Τὰ βιβλία τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ἀστρονόμου μποροῦν, ἴσως, κάποτε, νὰ φωτίσουν καὶ θὰ φωτίσουν ὅσους βαθμιαῖα γίνονται «δεκτικοί». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ γράφονται καὶ ὑπάρχουν τὰ βιβλία αὐτά.

Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. (Κατὰ Ἰωάννην 16:12-13)

Ἂς πορευόμαστε λοιπόν, ἂς προχωροῦμε, ἂς δώσουμε τὴ δυνατότητα στὸν «Προσκυνητή», σὲ αὐτὸν τὸν Μεγάλο Ἑαυτὸ ποὺ κατοικεῖ μέσα μας, στὴν ὑποστατική μας ἀρχή, ἂς τοῦ παραχωρήσουμε τὸ σῶμα μας ὡς φορέα γιὰ τὴν «ἀνάπτυξη» καὶ τὴ μεταμόρφωση, γιὰ τὴν ἐπάνοδο στὸ ἀρχαῖο του κάλλος καί, χάρη στὴ συσσώρευση τῶν ἐμπειριῶν, γιὰ τὴ μετατροπὴ τοῦ πεπερασμένου σὲ ἄπειρο καὶ τοῦ παροδικοῦ σὲ αἰώνιο καὶ ἀπόλυτο.

Ἂς διευκολύνουμε τὸ ἀπόλυτο μέρος τῆς ψυχῆς –ποὺ εἶναι ἕνα μέρος τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ἁρμονίας– νὰ ξαναγίνει ἁρμονικό, γιατὶ τώρα ἔχει συσκοτιστεῖ καὶ ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχική του πορεία, τὴν ἀρχική του φύση, τὴν ὁποία μάλιστα δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ συλλάβει. Ἡ ψυχὴ αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐνσαρκώνεται μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μπορέσει, ἂν μπορέσει, νὰ διώξει τὸ παραπέτασμα. Ἂς τὸ φανταστοῦμε σὰν ἕνα ποτήρι μὲ διάφανο νερό, μέσα στὸ ὁποῖο ἔχει πέσει μελάνι καὶ βοῦρκος. Τὸ μεῖγμα δὲν ἔχει πιὰ καμία σχέση μὲ τὸ διάφανο νερό. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει ἀναμειχθεῖ μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ὀδύνες ποὺ σωρεύτηκαν μέσα της μέσω τῶν αἰσθήσεων καὶ διαβιώνει σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ὀδύνης, ὅπου δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἀπὸ συντήρηση καὶ θάνατος, ἔχει καὶ αὐτὴ νοθευτεῖ καὶ δὲν ἔχει πιὰ ἄμεση σχέση καὶ σύνδεση μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ἁρμονία.

Καὶ ὅταν λέμε ἁρμονία ἐδῶ, δὲν σχετίζουμε τὴ λέξη μὲ τὴν εὐχαρίστηση αἰσθαντικῶν παραγόντων, τὴν εὐχαρίστηση δηλαδὴ τοῦ σώματος, οὔτε μὲ αὐτὴν τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπίσης εἶναι ἕνα μέρος-ὄργανο τοῦ ὑλικοῦ σώματος. Λέγοντας ἁρμονία ἐννοοῦμε ἕνα σύνολο αἰσθαντικῶν καὶ ἄλλων παραγόντων ποὺ δημιουργοῦν τὸ συναίσθημα τῆς εὐδαιμονίας, τῆς μακαριότητας, ἂν θέλετε. Ἐννοοῦμε ἕνα συναίσθημα ἐκτὸς χώρου καὶ χρόνου, ἐκτὸς ὕλης, ἕνα συναίσθημα ὕπαρξης καὶ ἀνυπαρξίας. Ἀναφέρουμε δὲ τοὺς αἰσθαντικοὺς παράγοντες, γιατὶ σὲ ἕνα ὁποιοδήποτε ἔμψυχο ὂν δὲν γίνεται τίποτε ἀντιληπτὸ παρὰ μόνο ὅταν μεταδοθεῖ διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων στὸ κεντρικὸ ὄργανο, τὸν ἐγκέφαλο.

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ἁρμονία, ἐπειδὴ εἶναι μέρος τῆς Ἀλήθειας καὶ ὄχι τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ὁ ἐγκέφαλος δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐγγράψει στὴ νόηση καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν ψυχή, ὅπως θὰ συνέβαινε ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν εὐχαρίστηση ἢ γιὰ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐξωτερικὴ ἐμπειρία, δηλαδὴ ἐμπειρία ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἐρεθισμούς. Ὡστόσο, δημιουργεῖ τέτοιες συνθῆκες ποὺ διοχετεύουν τὸ συναίσθημα τῆς ἁρμονίας σὲ ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου.

Φυσικά, στὴν προκειμένη περίπτωση τὸ ἄτομο ποὺ θὰ βιώσει μιὰ τέτοια κατάσταση θὰ πρέπει νὰ ἔχει ἀνοιχτὲς αἰσθήσεις γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συλλάβει τὰ ἐρεθίσματα ἐκεῖνα ποὺ θὰ μεταδοθοῦν στὸν ἐγκέφαλο μὲ τὸν τρόπο ποὺ περιγράψαμε, νὰ ἔχει ἀφυπνισμένη πνευματικὴ συνείδηση. Ἡ συνείδηση αὐτὴ δὲν ἀφυπνίζεται μὲ τὴν ἁπλὴ ἀνάγνωση βιβλίων. Χρειάζεται ἡ προσευχὴ στὸν Θεό. Ἡ συνείδηση ξυπνᾶ ὅταν ὁ ἀναζητητὴς λαχταρᾶ τὸν Θεό. Δὲν μπορεῖ νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ γνώση βασιζόμενος μόνο σὲ ὅσα διάβασε καὶ ἄκουσε.

 


34 Οὐδὲ γάρ ἐστι τόπος ἢ ὕλη τις, ἐν ᾗ μή ἐστιν ὁ Θεός, ὡς πάντων μείζων καὶ πάντας ἐμπεριέχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 12:ξβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Συμβουλὲς… σὲ 170 κεφάλαια», σ. 37:62.

35 Ἡ εὐρέως χρησιμοποιούμενη αὐτὴ φράση, καταρχήν, δὲν περιέχεται πουθενὰ στὴν Ἁγία Γραφή. Ἐκτεταμένη βιβλιογραφικὴ ἔρευνα ἀπὸ πολλοὺς δὲν ἔχει ἀποσαφηνίσει τὴν προέλευσή της, ἂν καὶ ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, πολὺ πρὶν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἔχει ἑδραιωθεῖ στὴ συνείδηση πολλῶν, Χριστιανῶν καὶ μή, ὅτι εἶναι χριστιανικὴ ἢ ἔστω ὅτι ἔχει χριστιανικὴ προέλευση. Μάλιστα ὑπάρχει καὶ διχογνωμία ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴ στίξη της: «Πίστευε καὶ μή, ἐρεύνα» ἢ «πίστευε, καὶ μὴ ἐρεύνα». Θεωροῦμε σύμφωνη μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ τὴ λογικὴ τὴν προτροπὴ νὰ ἀναιρεθεῖ τὸ διαζευκτικὸ «ἢ» ποὺ δια-βάλλει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς δια-χωρίζει καὶ νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὸ «καί». Στὴ θεωρία, ἡ προτροπὴ μὲ ἔμφαση στὴν ἔρευνα γιὰ καθετὶ γίνεται εὔκολα ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους, εἴτε ἀφορᾶ θεολογικὰ θέματα εἴτε ὄχι – δυστυχῶς, σὲ θέματα θεολογικά, δὲν ἐφαρμόζεται ἐπαρκῶς στὴν πράξη ἀπὸ τοὺς περισσότερους, πιστεύοντες καὶ μή. Ἡ προτροπὴ μὲ ἔμφαση στὴν πίστη χωρὶς ἔρευνα διχάζει τοὺς ἀνθρώπους πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν προτροπὴ γιὰ ἔρευνα καὶ τοὺς χωρίζει σὲ δῆθεν ἐρευνητὲς καὶ μή. Ὅμως, ἡ Οὐσία τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ἄχρονου, ἄπειρου καὶ πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ πέραν τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, δεδομένου ὅτι ἀφενὸς ξεπερνάει κάθε νοητικὴ δυνατότητα καὶ ἀφετέρου δὲν εἶναι ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας. Τελικά, τὸ μόνο τὸ ὁποῖο καλεῖται νὰ πιστεύει κανεὶς χωρὶς νὰ ἐρευνᾶ εἶναι ἡ Μεγάλη Πραγματικότητα, τὴν ὁποία ὅσο καὶ ἂν ἐρευνήσει, ποτὲ ὅσο ζεῖ δὲν θὰ νοήσει. Ἀνεξάρτητα ἂν αὐτὴ ἡ λογικὴ συνειδητοποίηση μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους, ἔχει ἀξία νὰ ἀποσαφηνιστεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ προτροπὴ-σύσταση ποὺ (ἱστορικὰ) προέκυψε ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ὄχι γιὰ ἐπιταγὴ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸν Θεό. [Σ.τ.Ε.]

36 Ἄῤῥητος εἶναι ἀπὸ κάθε λόγον, καὶ ἀκατάληπτος ἀπὸ κάθε νοῦν ἀγγελικόν, καὶ ἀνθρώπινον, ἡ εὐκολία, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸν τοῦτον καὶ ὁρώμενον κόσμον· ὅλην γὰρ τὴν πανδεχῆ ὕλην ἀπὸ τὴν ὁποίαν συνέστησαν ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, ἐν τῇ μιᾷ καὶ πρώτῃ στιγμῇ τοῦ χρόνου παρήγαγεν ὁ Παντοδύναμος Λόγος ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἁπλῶς εἰς τὸ εἶναι, ταὐτὸν εἶπεν ὅλα τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, ἐξ ὧν ἐγένοντο τὰ λοιπὰ κτίσματα, καὶ τοῦτο ἐδήλωσε μὲν ὁ Μωϋσῆς εἰπών: «Ἐν ἀρχῇ (τοὐτέστιν ἐν τῇ πρώτῃ στιγμῇ τοῦ χρόνου) ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γένεσις 1:1). […] Τὰ γὰρ ἐν ταῖς ἓξ ἡμέραις δημιουργηθέντα κτίσματα [ἐν οἷς καὶ ὁ ἄνθρωπος], ὕστερον οὐχὶ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἁπλῶς, ἀλλ’ ἐκ τῆς πανδεχοῦς ἐκείνης ὕλης, καὶ τῶν στοιχείων, τῶν ἐν τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ, μᾶλλον δέ, τῶν ἐν τῇ πρώτῃ στιγμῇ τῆς πρώτης ἡμέρας δημιουργηθέντων, παρήχθησαν, καὶ τρόπον τινά, ταῦτα ἐκτίσθησαν μόνον, ὡσὰν ἕνας καλλωπισμός, τῆς ἀκαλλωπίστου πρώτης ὕλης, καὶ ὡσὰν μία ἐπικόσμησις, ἢ διακόσμησις τοῦ ἀρχεγόνου ἐκείνου κόσμου» (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, ἐπιστασίᾳ Ἀρχιμανδρίτου Ἀνθίμου Γαζῆ, 1801, «Ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων διὰ θελήσεως, καὶ νοήσεως μόνης ἔκτισεν ὁ Θεὸς τὰ ὄντα», σ. 227:ΙΑ΄,Δ΄, ὑποσημ. 2). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

37 Ἐξ ἑνὸς προΐασι τὰ πολλά, οὐκ ἔτι δὲ ἐκ τῶν πολλῶν τὸ ἕν. Ἀλλὰ μὴν ἡ κτίσις ἔστι τὰ πολλά, οὐκοῦν ἐξ ἑνὸς ἡ κτίσις ἐναργῶς· ἔστι δὲ καὶ ὑπὲρ τὴν κτίσιν ὡς κτίστης καὶ δημιουργὸς ἐκεῖνο τὸ ἕν. Ὁ ἄρα τὴν κτίσιν ὡς δεῖ θεωρῶν, ἐξ ἀνάγκης πρὸς τὸ ὑπερκόσμιον ἓν ἕξει τὸ ἑαυτοῦ τῆς θεωρίας συμπέρασμα. Ἐπείπερ καὶ ἔνεστι τοῖς αἰτιατοῖς πάμπολλα τοῦ αἰτίου ὡσανεὶ ἀπηχήματα, δι’ ὧν γνωρίζεται ὁ τέχνῃ καὶ σοφίᾳ, δυνάμει τε καὶ ἀγαθότητι προνοητικῶς τὰ πάντα παραγαγὼν ὡς ἠθέλησε (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης], στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [1963], σ. 9:ιδ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Περὶ τῆς ἑνώσεως μὲ τὸ Θεό…», σ. 223:14. [Προσθήκη τοῦ Ἐπιμελητῆ]

38 Οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας ἡ ἐνέργεια, ἀλλ’ ἐκ τῆς ἐνεργείας ἡ οὐσία γνωρίζεται ὅτι ἐστί, ἀλλ’ οὐ τί ἐστί. Διὸ καὶ ὁ Θεός, οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας, ἀλλ’ ἐκ τῆς προνοίας αὐτοῦ γινώσκεται ὅτι […] ἐστί (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 184:ρμα΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «150 κεφάλαια», σ. 347:141.

39 Ἐμοὶ δὲ καὶ σοὶ καὶ τῇ ἀληθείᾳ, οὐ παρὰ φύσιν, ἀλλ’ ὑπὲρ φύσιν ἐστί· καὶ τοῦτο, ὅσον πρὸς ἡμᾶς· πρὸς δὲ τὸν Θεὸν οὐδὲ ὑπὲρ φύσιν, ἀλλὰ φυσικῶς (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 158). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Βιβλ. Β΄, Λόγος ψ΄», σ. 232.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ