01.08 | Εμπειρίες – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

8. Ἐμπειρίες

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Ἐὰν κάποιος ἐπιχειροῦσε νὰ δώσει ἕναν εὐρὺ ὁρισμὸ τῆς ἐμπειρίας, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι ἐμπειρία εἶναι ἡ γνώση ποὺ ἀποκτᾶ κανεὶς μέσω τῆς πείρας, ἐνῶ ἕνας πιὸ περιορισμένος ὁρισμὸς θὰ ἀφοροῦσε κυρίως τὴν κατ’ αἴσθησιν ἀντίληψη καὶ τὸ σύνολο τῶν γνώσεων ποὺ ἀποκτῶνται μέσω τῆς παρατήρησης τῶν πραγμάτων. Πείρα δέ, ὅπως εἶναι γνωστό, ὀνομάζουμε τὴ γνώση ποὺ ἀποκτᾶμε γιὰ ἕνα ὁποιοδήποτε ἐρέθισμα διὰ τῆς δοκιμῆς. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐμπειρία, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ σημαντικότερη προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἀφοῦ ὅπως εἴδαμε ἐρχόμαστε στὸν κόσμο γιὰ νὰ γνωρίσουμε μέσω τῶν ἐμπειριῶν καὶ νὰ ἀφομοιώσουμε, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας, τὸ γίγνεσθαι σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς Δημιουργίας – ὁ καθένας στὸ μέτρο του, ἕνα μέτρο ποὺ δὲν εἶναι αὐστηρὰ προκαθορισμένο.

Ἡ μέλισσα γυρίζοντας στὰ λιβάδια, βρίσκει ἀπὸ ποῦ θὰ μαζέψει τὸ μέλι· ἡ ψυχὴ περιδιαβάζοντας τοὺς ποικίλους αἰῶνες, ἀπὸ ἐκεῖ χύνει τὴ γλυκύτητα στὴ διάνοια. (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος)70

Ὁ καθένας μας καλεῖται μέσω τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς δικῆς του ἐλεύθερης βούλησης νὰ ἐπιλέξει τὴν πορεία του καί, στὴ συνέχεια, νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν Ἕνωση μὲ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν ἀρχικὰ ἑνωμένος.

Ἀπὸ μιὰ ἄλλη πλευρά, θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε ὡς ἐμπειρία τὴν ἀντίδραση ποὺ προκαλεῖται στὸν νοῦ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ ἐρεθίσματα ποὺ διοχετεύονται σὲ αὐτὸν μέσω τῶν αἰσθήσεων, εἴτε πρόκειται γιὰ ἄμεσα ἐρεθίσματα εἴτε γιὰ ἔμμεσα.

Τὴν ἐμπειρία τὴν ὑφίσταται μόνο ἡ ἐξωτερικὴ προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι καὶ ὁ ἐσωτερικὸς ἑαυτός μας, γιατὶ μόνο ἡ προσωπικότητα αὐτή, ὡς ἀντικείμενο, μπορεῖ νὰ ὑποφέρει συνειδητοποιώντας τὴ χαρὰ ἢ τὸν πόνο. Ἡ ἐξωτερικὴ προσωπικότητα δοκιμάζει τὸ ἐρέθισμα, ἐνῶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἐρεθίσματος ἀνταποκρίνεται στὴ συνείδηση, ἡ ὁποία σὲ τελευταία ἀνάλυση βιώνει τὴν ἐμπειρία. Αὐτὸ δύσκολα τὸ καταλαβαίνει κανεὶς γιατὶ πάντοτε ταυτίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ σῶμα μας, δηλαδὴ μὲ τὸν ψυχοσωματικὸ μηχανισμὸ διὰ μέσου τοῦ ὁποίου δοκιμάζεται ἡ ἐμπειρία. Τὸ ὄργανο στὸ ὁποῖο καταγράφεται ἡ ἐμπειρία εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ συνείδηση. Ὅσο ὑπάρχει συνείδηση ποὺ λειτουργεῖ στὸν αἰσθησιακὸ μηχανισμό, θὰ ὑπάρχει ζωὴ καὶ ἐμπειρία.

Χωρίσαμε τὶς ἐμπειρίες σὲ ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς καὶ εἴπαμε ὅτι οἱ ἐξωτερικὲς ἐμπειρίες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα ποὺ περνοῦν μέσω τῶν αἰσθήσεων στὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ, ὁ ὁποῖος τὰ διοχετεύει πάλι στὶς αἰσθήσεις σὰν ἀντίδραση πλέον στὴ δράση τῶν αἰσθήσεων. Ὅσον ἀφορᾶ, δηλαδή, τὶς ἐξωτερικὲς ἐμπειρίες, ἔχουμε τὴν κυκλικὴ κίνηση: αἴσθηση-ἐγκεφαλικὸς νοῦς-αἴσθηση.

Ἴσως εἶναι σκόπιμο νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐνασχόλησή μας μὲ τὶς ἐμπειρίες δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν λεγόμενων ἐμπειριστῶν φιλοσόφων, δηλαδὴ τῶν J. Locke καὶ D. Hume, καὶ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ G. Berkeley. Δὲν ἀμφισβητοῦμε τὶς ἀπόψεις τους, ἁπλῶς πρόκειται περὶ φιλοσοφικῶν καὶ διανοητικῶν ἐνασχολήσεων ποὺ ἀνήκουν στὸν χῶρο τῆς λεγόμενης ἔξω ἢ θύραθεν παιδείας. Ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, οἱ ἐνασχολήσεις αὐτὲς –ὅποιες καὶ ἂν εἶναι– οὔτε ὑπῆρξαν οὔτε εἶναι ἱκανὲς νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐπιθυμητὴ γιὰ αὐτὸν ἀλλαγή του.

Οἱ ἐμπειρίες στὶς ὁποῖες ἀναφερόμαστε ἀφοροῦν τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ λειτουργεῖ πέρα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, τὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει ἢ θέλει νὰ πιστέψει πὼς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας σωρὸς ἀπὸ κόκκαλα καὶ κρέας, πὼς αὐτὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ σῶμα ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ὅπως προσδιορίζονται κατώτερες μορφὲς ζωῆς – ἀπευθυνόμαστε στὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει ἢ θέλει νὰ πιστέψει ὅτι δὲν εἶναι κάτι τὸ τυχαῖο καὶ τὸ περαστικό, ἀλλὰ κάτι τὸ αἰώνιο, ὅπως καὶ ὁ Δημιουργός, κατ’ εἰκόνα τοῦ Ὁποίου καὶ ἔγινε. Ἑπομένως, δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ οὔτε ἡ ἀνεξιθρησκεία τοῦ Locke οὔτε ἡ ἀθεΐα τοῦ Hume οὔτε καὶ ὁ πιθανὸς θρησκευτικὸς φανατισμὸς τοῦ Berkeley.

Ἄλλωστε αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς διανοούμενους καὶ τοὺς φιλοσόφους, δὲν εἶναι ἡ ψυχοσωματικὴ πλευρὰ τῆς κάθε ἐμπειρίας ἀλλὰ τὸ περιεχόμενό της, ἡ οὐσία της, ἡ ὁποία οὐσία εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ τὸ βίωμα. Τὸ βίωμα δὲν τὸ δημιουργεῖ ἡ αἴσθηση, ἡ σωματικὴ ἐπαφή, ἀλλὰ ἡ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν σκέψη, ποὺ δὲν ἀνάγεται πλέον στὶς αἰσθήσεις – αὐτὲς ἁπλῶς προσάγουν τὸ ἐρέθισμα ἀρχικά. Κλεῖστε τὰ μάτια καὶ βουλῶστε τὰ αὐτιά σας, καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴ σιωπή, μὲ τὴ σκέψη, θὰ γνωρίσετε καλύτερα τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει, ὁρατὸ καὶ νοητό.

Τὸ οὐσιαστικὸ δὲν εἶναι ἡ ἐπιφάνεια, τὸ φαινόμενο καὶ ὁ τύπος τοῦ γραπτοῦ λόγου ἢ τῆς πράξης, ἀλλὰ τὸ νόημα ποὺ αὐτὰ ἐμπεριέχουν – καὶ αὐτὸ μόνο ὅταν μᾶς χρησιμεύει ὡς βάση γιὰ περαιτέρω δημιουργία, κατανόηση καὶ ἐξέλιξη.

Ὅλα τὰ ὑπάρχοντα εἶναι καὶ οὐσία καὶ τύπος. Ὀφείλουμε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν τύπο καὶ τὴν ἐπιφάνεια, εἶναι ἀσήμαντα.

Οἱ ἐμπειρίες καὶ οἱ γνώσεις ποὺ προκύπτουν ἀπὸ αὐτές, ἐφόσον στέκονται στὴν ἐπιφάνεια καὶ δὲν χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν κάθαρσή του, ἐφόσον συσσωρεύονται ὡς «πείρα» καὶ «ἐξυπνάδα» ἢ ὡς «γνώση τῆς ζωῆς», ὄχι μόνο δὲν χρησιμεύουν σὲ τίποτα, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἐπιβαρύνουν καὶ καθυστεροῦν τὴν πρόοδο.

Ἡ ἀναζήτηση τῆς οὐσίας τῶν πραγμάτων εἶναι τὸ βασικὸ στοιχεῖο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἑαυτοῦ ἀπὸ τὸ ἐγώ, αὐτοῦ τοῦ ἐγὼ ποὺ ὅσο ὑπάρχει καὶ προβάλλεται στέκεται σὰν κυρίαρχο ἐμπόδιο στὴν πρόοδό μας, στέκεται σὰν διαχωριστικὸς τοῖχος ἀνάμεσα σὲ ἐμᾶς καὶ στὴν Ἀλήθεια καὶ μᾶς ἐμποδίζει τὴ θέα πρὸς τὸν ἀθέατο μυστικὸ κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο καταγόμαστε καὶ στὸν ὁποῖο, στὸ τέλος τῆς περιπλάνησής μας, ἐπιστρέφουμε.

Ἡ Ἀλήθεια δὲν μαθαίνεται ὅσο μπαίνει στὴ μέση τὸ ἐγώ. Οἱ γνώσεις πρέπει νὰ εἶναι τὸ μέσο γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ κανεὶς τὸ ἐγώ του καὶ ὄχι τὸ μέσο γιὰ νὰ τὸ ἐμπλουτίσει, κάνοντάς το ἰσχυρότερο, γιὰ νὰ γίνει τελικὰ ὑπηρέτης του. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐννοεῖ ὁ Κύριος ὅταν ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς τὴν αὐταπάρνηση.

Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι. (Κατὰ Λουκᾶν 9:23)

Γι’ αὐτὸ ὁ ἔγγαμος σώζεται, ἂν ἀφήσει τὰ δικά του θελήματα καὶ ἐκπληρώνει τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ. (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)71

Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία στὰ ἐσωτερικὰ ἐρεθίσματα εἶναι: α) ἡ ἀπόλυτη ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, β) ἡ ἐπίγνωση τοῦ Θείου, καὶ γ) ὁ συγκερασμός, δηλαδὴ ἡ συνύπαρξη τοῦ Θείου μὲ τὸ ἐσωτερικό μας ἐγώ. Πάντοτε ἡ ἔννοια τοῦ Θείου ἔχει τὴν πρώτη θέση γιὰ τὴ δημιουργία αὐτῶν τῶν συναισθημάτων καὶ πάντοτε ὁ νοητικὸς κόσμος τοῦ ἀτόμου παίζει τὸν σπουδαιότερο ρόλο, ἀφοῦ ὅσο ἀνώτερη ἢ πιὸ ἰσχυρὴ εἶναι σὲ ἕνα ἄτομο ἡ νόηση, τόσο πιὸ ὑψηλῆς ποιότητας εἶναι ἡ ἐμπειρία. Ἀντίθετα, σὲ ἄτομα χαμηλῆς νόησης ἡ ἐμπειρία φυσικὸ εἶναι νὰ δημιουργηθεῖ σὲ ἄλλο ἐπίπεδο καί, ἑπομένως, ἄλλο θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα καὶ τὸ εἶδος της. Ἕνα νοητικὰ ἀνώτερο ἄτομο ἔχει ἰδιαίτερη εἰκόνα τοῦ Θείου καὶ ἔρχεται κάποια στιγμὴ ποὺ ἀποκτᾶ καὶ προσλαμβάνει πέρα ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο δεδομένο, πέρα ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη προσδοκία, τὴ μεγάλη ἐσωτερικὴ ἐμπειρία. Εἶναι ἡ ἐπαφὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐγὼ τοῦ ἀτόμου μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Θείου ποὺ συντελεῖται πέρα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ ἐγὼ τοῦ ἀτόμου καὶ τὴ σχέση μὲ τὴν ὕλη-σῶμα. Πάντως ἡ μεγάλη προσκόλληση στὸ ἐγὼ ἐμποδίζει τὸν δρόμο τῆς ἄμεσης ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας. Γενικά, οἱ ἐμπειρίες εἶναι πάρα πολλὲς καὶ οὐσιώδεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο – ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπιβίωση, ὁ ἀγώνας γιὰ ὅλα τὰ μάταια καὶ ἐπουσιώδη, δηλαδὴ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, οἱ ἐξαρτήσεις τῶν αἰσθήσεων, οἱ ἐξαρτήσεις ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη ὅπως, γιὰ παράδειγμα, τὰ ναρκωτικά, τὸ ἀλκοὸλ κ.λπ. Ὅμως εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναφερθοῦμε ἐκτενέστερα στὶς ἐσωτερικὲς ἐμπειρίες.

Πρωταρχικὴ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία καὶ καίρια εἶναι ἡ Ἀγάπη. Ὅταν καὶ ἐφόσον καταγραφεῖ πραγματικὰ μόνο ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη. Τότε ζεῖ στοὺς αἰῶνες καὶ πάντα ὑπάρχει στὴν ψυχὴ ὅπου ἔχει καταγραφεῖ ὡς βίωμα καὶ ὄχι ὡς προσπάθεια νὰ τηρηθεῖ ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, μιὰ Ἀγάπη, δηλαδή, κατὰ τὸν Μέγα Ἀπόστολο:

[…] ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξὶ λιθίναις, ἀλλὰ ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις. […] τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Β΄ 3:3, 6)

Ἔπειτα ἔρχεται ἡ αὐτάρκεια, μιὰ δύναμη ψυχῆς καὶ σώματος πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, καὶ
πάντα πρῶτα μὲ ἀγώνα καὶ πάλη ἐνάντια στὸν ἑαυτό μας καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἐνάντια στὶς συνθῆκες τῆς ζωῆς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν αὐτὲς εἶναι εὔκολες ἢ δύσκολες. Πάντα μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση, ἡ ὁποία ἔχει τὴ δύναμη νὰ προσπερνᾶ καὶ νὰ διορθώνει ἀκόμα καὶ τὰ «πεπρωμένα». Αὐτὴ ἡ βούληση εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἀκολουθεῖ τὸ ἄτομο σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἐφόσον πράγματι τὴν ἔνιωσε σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς δύναμής της. Ἔρχεται σὰν σαρωτικὴ καταιγίδα στὰ «πεπρωμένα» καὶ ἀρωγὸς στὶς πολὺ δύσκολες, ὁριακὲς ἀνθρώπινες στιγμές. Γιατὶ φέρνει δύναμη, ἀγώνα, εὐγενὴ ἅμιλλα, ἀνάγκη ἀναγωγῆς τοῦ ἀτόμου.

Ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καὶ ταπεινοῦσθαι, οἶδα καὶ περισσεύειν […] καὶ ὑστερεῖσθαι. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Φιλιππησίους 4:11-12)

Στὴ συνέχεια, σὰν ἐσωτερικὴ πάντοτε ἐμπειρία, ἔρχεται ἕνα πολὺ δυνατὸ φῶς ποὺ ὅσες ψυχὲς τὸ γνώρισαν δὲν τὸ ἀποβάλλουν εὔκολα. Συνήθως δὲν τὸ ἀποβάλλουν ποτέ. Ἔρχεται ἡ ἔννοια τῆς ταπεινοφροσύνης, ποὺ ὅταν εἰσχωρήσει πραγματικὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη προσδίδει σὲ αὐτὴ φῶς καὶ ἀγάπη, μεγαλεῖο καὶ ἄνοδο πρὸς τὸ Θεῖο. Εἶναι κάτι ποὺ ὅσοι τὸ βιώσουν ἀποκτοῦν φῶς.

Θέλω νὰ πῶ, ἀκόμα, ὅτι ἐννοῶ πάντα νὰ ἐπισημαίνω στὸν ἄνθρωπο τὴν Ἀγάπη ὡς πρώτη μεγαλειώδη δύναμη. Ἐννοῶ τὴν αὐθόρμητη ἀγάπη καὶ ὄχι ἐκείνη ποὺ προσπαθοῦμε νὰ προσφέρουμε ἁπλῶς γιὰ νὰ τηρήσουμε τὸν Θεῖο Νόμο. Φυσικά, ἀκόμα καὶ ἡ δεύτερη εἶναι ἀξιόλογη καὶ ὄχι κατακριτέα, δὲν εἶναι ὅμως ἡ Ἀγάπη ποὺ εἶναι ὁ Θεός.

Ἐρχόμαστε, ὅπως εἴπαμε, στὴ Γῆ γιὰ νὰ μπορέσουμε, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς μας ἐδῶ, νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ἀφομοιώσουμε τὸ γίγνεσθαι μέσω τῶν ἐμπειριῶν. Ὅπως ἡ μέλισσα περιφέρεται στὰ λιβάδια καὶ συλλέγει τὸ μέλι, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ στὴν περιπλάνησή της, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τοὺς ποικίλους, συλλέγει τὶς ἐμπειρίες καὶ μέσω αὐτῶν τὴ γνώση γιὰ νὰ τὶς φέρει θριαμβευτικὰ στὴν Παγκόσμια Κυψέλη. Ὅμως πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἐρχόμαστε καὶ γιὰ τὶς εὐχάριστες καὶ γιὰ τὶς δυσάρεστες ἐμπειρίες, καὶ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι θὰ μπορέσουμε νὰ διορθώσουμε τὸ ἄτομό μας ἰδιαίτερα μέσα ἀπὸ τὶς συνέπειες τῶν δυσάρεστων ἐμπειριῶν. Ἐὰν δηλαδὴ βιώσουμε μόνο εὐχάριστες ἐμπειρίες, τότε δὲν κάνουμε πλέον κανέναν πνευματικὸ ἀγώνα καί, κατὰ συνέπεια, δὲν ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὰ λάθη μας καὶ τὶς ὀλέθριες ἴσως ἐμπειρίες, ὁπότε εἴμαστε εὔκολα καλοὶ καὶ σωστοί, ὅμως μᾶς λείπει ἡ ἀπόδειξη, δηλαδὴ ἡ δοκιμασία. Πρέπει λοιπὸν μέσα ἀπὸ τὶς δυσάρεστες, ἐπίπονες, κακὲς ἐμπειρίες νὰ ἀποκομίσουμε ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ συνθέσουν τὰ μαργαριτάρια γιὰ κάποια μελλοντικὴ ζωή, καὶ ἴσως κάποια δυσάρεστη ἐμπειρία νὰ συνθέσει ὅ,τι ἀνώτερο χρειάζεται ὁ ἑαυτός μας γιὰ νὰ γνωρίσει –πάντα ἐννοῶ νὰ ἀποκτήσει– τὴν ἀναλλοίωτη ἐμπειρία τοῦ γίγνεσθαι.

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν γυμνάσει τὴν ψυχή του ὅπως γυμνάζει τὸ σῶμα του, ἡ ψυχὴ σίγουρα δὲν θὰ εἶναι ὑγιὴς ἀλλὰ θὰ παραμένει βολεμένη στὸ καλὸ ποὺ βιώνει καί, ἴσως, χωρὶς προβληματισμούς. Ἀφότου χαθοῦν οἱ μνῆμες στὸ ὑλικὸ περίβλημα τῆς ψυχῆς, ἔρχονται καὶ ἐξαρτήσεις καὶ ἐμπειρίες ἀπὸ βιώματα τοῦ ἀτόμου πού, ὅταν ἔτυχε νὰ κοπεῖ τὸ νῆμα τῆς ζωῆς του, ἦταν ἄγνωστα στὸ ἄτομο, ἀφοῦ, ὅσο ζοῦσε, συμβίωνε μὲ αὐτὰ εὔκολα καὶ ἀπροβλημάτιστα. Πρόκειται γιὰ γήινες ἐξαρτήσεις καὶ ἐμπειρίες ἀπὸ βιώματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ἐλευθερώθηκε ὅσο ζοῦσε στὴ Γῆ, εἴτε διότι δὲν τοῦ δόθηκαν οἱ εὐκαιρίες εἴτε διότι ἦταν χαμηλῆς νόησης ἢ διότι ἀπέφυγε νὰ ἐρευνήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴ διάθεση νὰ τὰ ἀντιπαλέψει ἢ νὰ κατανοήσει τὰ δύσκολα.

Ἀγάπη, λοιπόν, ἐκ μέρους ὅλων μας –καὶ προπαντὸς πρὸς τὸν Ἕναν– γιὰ νὰ γίνουμε ἱκανοί, δεκτικοὶ νὰ δεχτοῦμε τὴν Ἀγάπη τοῦ Ἑνός, ποὺ προσφέρεται πρὸς ὅλους, ἀγάπη ὅμως ὅπως τὴν περιγράφουμε ἀμέσως πιὸ κάτω.

Οἱ ἐσωτερικὲς ἢ πνευματικὲς ἐμπειρίες ἑνώνουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς πείρας.

Ἡ αἴσθηση τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἱκανότητά της νὰ διακρίνει ποιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειές της εἶναι δυσάρεστη ἢ εὐχάριστη, ἀκολουθώντας τὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ποικίλες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς γίνονται ἀντικείμενο γνώσης ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ψυχῆς. Γιὰ παράδειγμα, οἱ ἐνέργειες τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς πραότητας, τῆς ἀνεξικακίας κ.λπ. γίνονται «συνειδητὲς» μέσα ἀπὸ τὴν ψυχικὴ αἴσθηση, διὰ μέσου τῆς ὁποίας γεύεται ἡ ψυχή, ἐφόσον καὶ στὸ μέτρο ποὺ εἶναι καθαρή. Ἔτσι ἡ ψυχὴ ἀποκτᾶ πείρα ἀντίστοιχη μὲ ἐκείνη τοῦ σώματος.

Ἡ διὰ τῆς πείρας «γνώση» τῆς ψυχῆς ἀποτελεῖ τὴν ἐνέργεια τῆς ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας. Ἔτσι καταφαίνεται ὅτι οἱ ἐσωτερικὲς ἐμπειρίες καταξιώνουν καὶ ἐπιβραβεύουν αὐτὸν ποὺ τὶς βιώνει. Αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐσωτερικὴ ἐμπειρία εἶναι σὰν τὸν ἀθλητὴ ποὺ διεξάγει τὸ ἄθλημα ἄψογα καὶ τελικὰ στεφανώνεται. Διὰ μέσου τῶν ἐσωτερικῶν ἐμπειριῶν ἡ νοερὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου προσεγγίζει καὶ ἀντιλαμβάνεται τὸ Θεῖο.

Τὸ Θεῖο εἶναι ἡ ἀπρόσιτη περιοχὴ ἀπὸ ὅπου ἔρχονται οἱ ἐλλάμψεις τῆς ἀγάπης, τὸ φῶς τῆς ταπεινότητας. Ἡ ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ εἰρήνη καὶ ἡ ἐνέργεια αὐτῶν τῶν ἐλλάμψεων ὁδηγοῦν ἀλάνθαστα στὴν κατανόηση τοῦ Ἀπρόσιτου, στὴν προσέγγιση, στὴν ἐπαφὴ καί, τελικά, στὴν ἀπελευθέρωση.

Ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση ἀπαρτίζεται ἀπὸ δύο στοιχεῖα ποὺ συντίθενται ἀπὸ διαφορετικὲς ἰδιότητες, ἀπὸ τὸ ψυχοπνευματικὸ καὶ ἀπὸ τὸ ψυχοσωματικό. Ὅταν ὑπερέχει τὸ πνευματικὸ ἔχουμε μιὰ ἑνότητα πνεύματος, ψυχῆς καὶ σώματος, ἐνῶ ἀντίθετα, ὅταν δὲν ὑπερέχει τὸ πνευματικό, ἔχουμε μιὰ σωματοποίηση τῆς ψυχῆς.

Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ βιώσουμε –γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε– ἐμπειρικὰ ὅ,τι ἀναφέρεται στὸν ἀόρατο κόσμο ὡς ἀγαθὸ εἶναι ἡ λέπτυνση τοῦ παραπετάσματος ποὺ δημιουργεῖ ἡ παχυλὴ ὕλη μεταξὺ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου. Αὐτὸ γίνεται, φυσικά, μέσω τῆς ἄσκησης τῆς ψυχῆς.

Ὅσο ἀμβλύνεται ἡ λειτουργία τῶν αἰσθήσεων στὴ φυσικὴ κατάσταση, τόσο αἴρεται ἡ διάσταση μεταξὺ τῶν δύο στοιχείων καὶ ἀπελευθερώνεται ἡ ψυχή.

Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ’ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Β΄ 4:16)

Τέλος, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπάρχουν χρονικὰ ὅρια στὰ ὁποῖα θὰ πρέπει νὰ ἀποσύρεται ἀπὸ τὴ ζωὴ μὲ τὶς βιωμένες ἐμπειρίες του. Γιὰ ἕναν συνήθη ἄνθρωπο αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν οὔτε εὔλογο οὔτε σωστὸ ἢ δυνατόν. Ἀντίθετα, γιὰ ἕνα πολὺ ἐξελιγμένο ἄτομο, τὰ πράγματα εἶναι κάπως διαφορετικά. Γιατὶ ἕνα τέτοιο ἄτομο δὲν θὰ νοιαζόταν πιὰ νὰ ζήσει τὴν οὐσία μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία, ἀφοῦ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ ζήσει καὶ αὐτούσια χωρὶς τὴν ἐμπειρία. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐπιτυγχάνεται παρὰ μόνο ὕστερα ἀπὸ ἐμπειρίες αἰώνων καὶ σταδιακὴ προσέγγιση τοῦ Θείου. Ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει φτάσει ἀκόμη ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχει. Ἡ σωστὰ βιωμένη ἐμπειρία ὁδηγεῖ τὸ ἄτομο στὰ ὅρια τοῦ Θείου, δηλαδὴ στὸ Ἀνώτατο, τὸ ὁποῖο ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ὕλης καὶ τῆς ἀνθρώπινης μεμονωμένης ἐμπειρίας. Τὸ Θεῖο εἶναι ἡ ἀπέραντη τελειότητα, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὸ συναντήσει μόνο σὲ ἕνα σημεῖο καὶ σὲ μία στιγμή. Θὰ ἦταν ἀδύνατο σὰν ἄνθρωποι νὰ τὸ νιώσουμε ἢ νὰ τὸ δοῦμε στὸ σύνολό του καὶ στὴν καθολικότητά του. Ὅμως αὐτὴ ἡ στιγμὴ εἶναι κάτι τὸ ἰδιαίτερα σπάνιο, καὶ εἶναι ἡ ἀπόλυτη –ἔστω καὶ ἐλάχιστη– ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεῖο, εἶναι ἀκριβῶς ἡ στιγμὴ ποὺ μὲ αὐτὴν τὴ διάχυση καὶ ἕνωση καταφέρνουμε νὰ γευτοῦμε κάπως τὴ Μεγάλη Ἀλήθεια.

 


70 Μέλιττα μὲν λειμῶνας περινοστοῦσα, ἐκεῖθεν τῷ μέλιτι τὰς ἀφορμὰς προσπορίζεται· ψυχὴ δὲ αἰῶνας περινοστοῦσα ποικίλους, αὐτόθεν τὸν γλυκασμὸν τῇ διανοίᾳ ἐνίησιν (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 301:κβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Γνωστικὰ κεφάλαια», σ. 45:22.

Ὅπως ἡ μέλισσα ποὺ περιφέρεται στὰ λιβάδια καὶ συλλέγει τὸ μέλι, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ στὴν περιπλάνησή της, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τοὺς ποικίλους, συλλέγει τὶς ἐμπειρίες καὶ μέσω αὐτῶν τὴ γνώση γιὰ νὰ τὶς φέρει θριαμβευτικὰ στὴν Παγκόσμια Κυψέλη. [Ἀκριβὴς ἀντιγραφὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ε. Παπαδογιάννη, ἀπόδοση τοῦ Συγγραφέα]

71 Ὁ συζυγίας μετερχόμενος […] σῴζεται εἴπερ τὰ ἴδια θελήματα καταλείψας τὰ τοῦ Θεοῦ πληροῖ (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 12). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Βιβλ. Α΄, Προοίμιο», σ. 76. [Προσθήκη τοῦ Ἐπιμελητῆ]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ