01.05 | Νους – Παρατήρηση – Αντίληψη – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

5. Νοῦς – Παρατήρηση – Ἀντίληψη

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου στὴ Γῆ ἀποτελεῖ μία φάση τῆς διαδικασίας τῆς Δημιουργίας. Ἐρχόμαστε καὶ παραμένουμε ἐδῶ στὴ Γῆ μὲ σκοπὸ προκαθορισμένο: νὰ ἀφομοιώσουμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας τὸ «γίγνεσθαι» μέσω τῶν ἐμπειριῶν, στὸ προσιτὸ γιὰ τὸν καθένα μας μέτρο –ποὺ δὲν εἶναι προκαθορισμένο–, ἐλπίζοντας ὅτι ἡ ἐλλιπὴς γνώση θὰ πληρωθεῖ μέχρι τελειότητας πέραν τῶν ὁρίων τῆς ὕπαρξής μας.

Οἱ ἄνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Ὅμως ἡ διαφορὰ δὲν συνίσταται στὴν οὐσία τους, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι ὁ καθένας ἀντιλαμβάνεται ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὸ τί ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας δὲν εἶναι θέμα τοῦ ἴδιου τοῦ νοῦ, ἀλλὰ ἀφορᾶ τὸ πῶς χρησιμοποιεῖ ὁ καθένας αὐτὸν τὸν νοῦ. Τὸ Σύμπαν, δηλαδὴ τὸ Ὅλο, ἡ Οὐσία, ἡ Ἀλήθεια, οὕτως ἢ ἄλλως δὲν εἶναι συλληπτὴ ἀπὸ τὸ ὄργανο νοῦς. Ὅμως ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ συλλάβει κάποια πλευρά, μεμονωμένη βέβαια, τῆς Οὐσίας. Ὁ νοῦς, γιὰ παράδειγμα, τοῦ Α μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴν πλευρὰ Χ, τοῦ Β τὴν πλευρὰ Ψ, τοῦ Γ τὴν πλευρὰ Ω καὶ οὕτω καθεξῆς. Οἱ πλευρές, ὡστόσο, ποὺ συλλαμβάνονται μποροῦν νὰ ἔχουν δύο μὴ ταυτιζόμενες ὄψεις: α) τὴν πραγματικὴ ὄψη, δηλαδὴ τὸ ὑπάρχον, καὶ β) τὴ φανταστικὴ ὄψη, δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ ὑπάρχοντος ὅπως αὐτὴ ἀποδίδεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι, ἡ ἀποδιδόμενη εἰκόνα εἶναι πολλὲς φορὲς ἀλλοιωμένη λόγω μιᾶς λανθασμένης μετάφρασης στὴ γλώσσα τοῦ νοῦ καί, ἑπομένως, ἐνῶ τὰ ἄτομα νιώθουν ἢ βιώνουν σωστὰ τὴν πλευρὰ γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος, ὡστόσο τὴν ἀντιλαμβάνονται λάθος, δηλαδὴ σχηματίζουν μιὰ λανθασμένη ἀντίληψη καὶ στὴ συνέχεια μεταφέρουν μιὰ λανθασμένη ἐμπειρία.

Καὶ γιὰ τὴ φανταστικὴ μὲν ὄψη τῶν πραγμάτων, εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβει κανεὶς ὅτι ποικίλλει ἀνάλογα μὲ τὸν παρατηρητὴ νοῦ, τὴν ἱκανότητά του γιὰ ἀντίληψη καὶ μεταφορὰ τῆς εἰκόνας. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ πραγματικὴ ὄψη τῶν πραγμάτων, δηλαδὴ τοῦ ὑπάρχοντος; Ἡ πραγματικὴ ὄψη τοῦ ὑπάρχοντος εἶναι ἡ οὐσία του, δηλαδὴ ὄχι τὸ ἐξατομικευμένο ἀντικείμενο ἰδωμένο ὡς μιὰ ἀπόλυτη καὶ ξεχωριστὴ ὀντότητα. Αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς μιὰ μορφὴ μὲ ἕνα ὄνομα (μιὰ ἀπὸ τὶς ἄπειρες μορφὲς ποὺ ἔχει ἡ μία καὶ αὐτὴ ὀντότητα). Τὸ πραγματικὸ εἶναι τὸ πέραν τῆς μορφῆς καὶ τοῦ ὀνόματος. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ διανοητικὰ νὰ φτάσει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὄντως ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων εἶναι ἡ πραγματικότητα, ὅμως αὐτὴ ἡ γνώση, ὅταν προέρχεται ἀπὸ βιβλία φιλοσόφων, δὲν ὁδηγεῖ στὴ σωστὴ ἀντίληψη, διότι γιὰ νὰ γίνει αὐτό, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὴ δυνατότητα νὰ φτάσουμε στὴ σωστὴ ἀντίληψη, θὰ πρέπει νὰ συλλάβουμε τὴν ἔννοια τῆς οὐσίας τῶν πραγμάτων βιωματικά.

Ἀπὸ μία ἄποψη, αὐτὴν τὴ φαινομενικότητα τῶν πραγμάτων ἐκφράζει ὁ Πλάτωνας στὴν Πολιτεία του:

Κι ἂν θὰ μποροῦσαν [οἱ φυλακισμένοι] νὰ μιλοῦν μεταξύ τους, δὲ νομίζεις νὰ πιστεύουν πὼς τὰ ὀνόματα ποὺ δίνουν στὶς σκιὲς ποὺ βλέπουν νὰ διαβαίνουν ἐμπρός τους, ἀναφέρονται σ’ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ἀντικείμενα; […] Κι ἂν ἀκόμα ἡ φυλακὴ τοὺς ἔστελνε ἀντίλαλο ἀπὸ ἀντικρύ τους, ὅταν θὰ μιλοῦσε κανεὶς ἀπ’ ὅσους περνοῦν, νομίζεις πὼς τίποτε ἄλλο θὰ φαντάζονταν, παρὰ ὅτι ἡ σκιὰ εἶναι ἐκείνη ποὺ μιλᾶ;63

Ἡ σωστὴ παρατήρηση τῶν ἀντικειμένων ὁδηγεῖ στὴ σωστὴ ἀντίληψη, ἀναγνώριση καὶ κατανόηση τῆς πραγματικότητας, τῆς φύσης αὐτῶν καὶ τῆς οὐσίας τους. Γίνεται γνωστό, δηλαδή, ὅτι ἡ φύση αὐτὴ τῶν αἰσθητῶν εἶναι ἀπὸ τὴ Γῆ, ὅπου καὶ θὰ ἐπιστρέψουν. Γιὰ παράδειγμα, παρατηρώντας κάποιος ἕνα κομμάτι χρυσοῦ: α) μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ ἐπιθυμήσει τὴν ἀπόκτηση τοῦ χρυσοῦ γιὰ νὰ τοῦ ἀποφέρει πλοῦτο, δόξα κ.λπ., β) μπορεῖ ἁπλῶς νὰ φέρει στὸν νοῦ του τὴ μορφὴ τοῦ χρυσοῦ χωρὶς κτητικὴ διάθεση, καὶ γ) μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ ἁπλῶς ὅτι τὸ κομμάτι αὐτὸ εἶναι ἕνα ὀρυκτὸ ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς Γῆς καί, ἀφοῦ ὑποστεῖ τὴν κατάλληλη ἐπεξεργασία καὶ χρήση, θὰ καταλήξει πάλι κάποια στιγμὴ στὰ ἔγκατα τῆς Γῆς. Σὲ αὐτὴ τὴν τρίτη περίπτωση ὁ παρατηρητὴς ἀρχίζει νὰ καταλαβαίνει τὴν οὐσία τοῦ πράγματος.

Ἡ ἐπαφή μας μὲ τὸ ἐξωτερικὸ περιβάλλον γίνεται μέσω τοῦ νευρικοῦ συστήματος. Τὸ νευρικὸ σύστημα εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ εἴμαστε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο καὶ νὰ προσαρμοζόμαστε καὶ νὰ λειτουργοῦμε μέσα σὲ αὐτόν. Προέκταση δὲ ἢ μᾶλλον ἐκτελεστικὰ ὄργανα εἶναι οἱ αἰσθήσεις μας. Ὅμως ἡ ἀποτύπωση τῶν εἰκόνων καὶ ἡ ἐπεξεργασία τους μὲ τὶς ἀνάλογες ἀντιδράσεις εἶναι ἐργασία ποὺ κάνει ὁ νοῦς. Μέσα ἀπὸ τὸ νευρικὸ σύστημα ἀποκτοῦμε γνώση τοῦ χειροπιαστοῦ, μέσω αὐτοῦ τοῦ δικτύου τῶν αἰσθήσεων, τῶν νεύρων καὶ τοῦ ἐγκεφάλου προσλαμβάνουμε τὶς πληροφορίες καὶ σχηματίζουμε τὴν ὅποια ἀντίληψη.

Τὸ πρόβλημα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ νοῦ τους εἶναι, νομίζω, ἡ δυσκολία σχηματισμοῦ ὄχι μιᾶς ὁποιασδήποτε ἀντίληψης, ἀλλὰ μιᾶς ὅσο τὸ δυνατὸν σωστῆς ἀντίληψης, ποὺ νὰ ἀγγίζει δηλαδὴ τὴν πραγματικότητα, τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ δημιουργεῖται ἀφενὸς ἀπὸ τὴν ἄγνοια, δηλαδὴ τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων νὰ προσεγγίσουν εἴτε ἀπόλυτα εἴτε, ἔστω, ἀτελῶς τὴν ἀλήθεια, καὶ ἀφετέρου ἀπὸ τὴν ἐγωιστικὴ τάση ποὺ κρύβεται στὸν καθένα μας καὶ ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐγωιστικὴ ἀντίληψη ὅτι ὁ δικός μας νοῦς εἶναι ὁ πλέον ἱκανὸς νὰ ἑρμηνεύσει σωστὰ μιὰ ὁποιαδήποτε βιωμένη ἀλήθεια – ἐνῶ ὁ νοῦς τῶν ἄλλων κάνει λάθη, δηλαδὴ ἑρμηνεύει λανθασμένα τὶς πληροφορίες ποὺ συνέλεξαν οἱ αἰσθήσεις κ.λπ.

Εἶναι καιρὸς ὅμως νὰ διερωτηθεῖ κανεὶς ποιὸς τέλος πάντων εἶναι αὐτὸς ὁ νοῦς-ἐργαλεῖο, ποιὸς τὸν χρησιμοποιεῖ καὶ ποιὸς ὁρίζει τὸν τρόπο ποὺ θὰ χρησιμοποιηθεῖ.

Γιὰ τὸν νοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶμε τώρα, δηλαδὴ τὸν νοῦ-ἐργαλεῖο, τὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἐξάρτημα ποὺ ἀνήκει στὸ ὑλικὸ σῶμα τῆς μορφῆς. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, δὲν μπορεῖ νὰ βιώσει τίποτα μόνος του. Ἁπλῶς δέχεται καὶ ἐκτελεῖ, μόνο, ἐπιταγὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ ἐρεθίσματα. Τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα περνοῦν μέσω τῶν αἰσθήσεων στὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ. Ἀντίθετα, τὰ ἐσωτερικὰ ἐρεθίσματα περνοῦν κατευθείαν στὸν νοῦ καὶ αὐτὸς τὰ διοχετεύει στὶς αἰσθήσεις.

Τώρα, βέβαια, τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς χρησιμοποιεῖ τὸν νοῦ καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὁρίζει τὸ πῶς θὰ ἐργαστεῖ αὐτὸς ὁ νοῦς; Εἶναι σαφές. Ὅταν πρόκειται γιὰ ἐπιταγὴ ποὺ παίρνει ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, τότε οἱ ὁδηγίες δίνονται ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ ἀπευθύνονται στὴν ὕλη. Εἶναι οἱ διάφοροι αὐτοματισμοὶ ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης καὶ ἀφοροῦν τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴν ἐπιλογὴ καὶ ἐπεξεργασία τῆς τροφῆς κ.λπ. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ ἐρεθίσματα ἐσωτερικῆς φύσης, τότε τὰ ἐρεθίσματα αὐτὰ δὲν συλλαμβάνονται ἀναγκαστικὰ καὶ αὐτόματα ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο-νοῦ τῆς ὕλης.

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ δημιουργία τῶν σκέψεων καὶ τῶν συλλογισμῶν ἔχει ὡς πηγὴ τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, εἴτε ἄμεσα μὲ τὸ αἴσθημα ποὺ προκαλοῦν τὰ ἐρεθίσματα τῶν αἰσθήσεων εἴτε ἔμμεσα μὲ τὸν μηχανισμὸ τῆς μνήμης, τὴ δημιουργία συνειρμῶν. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ θὰ πρέπει, γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅταν προκαλεῖται ἕνα ἐξωτερικὸ ἐρέθισμα, νὰ παρατηρεῖται μὲ ἀκρίβεια ὡς πρὸς τὴ φύση καὶ τὴν ἔκτασή του. Ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια τῆς παρατήρησης αὐτῆς ἐξαρτᾶται καὶ ἡ σκέψη ποὺ πρόκειται νὰ σχηματιστεῖ. Ἂν κάποιος παρατηρεῖ δίχως ἀκρίβεια, τότε δημιουργεῖται μιὰ λανθασμένη, ἀτελὴς σχέση ἀνάμεσα στὸν παρατηρητὴ καὶ στὸ παρατηρούμενο, δηλαδὴ μιὰ λανθασμένη ἀντίληψη.

Εἴπαμε πιὸ πάνω ὅτι ἡ ἐγωιστικὴ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου στέκεται ἐμπόδιο στὴ σωστὴ πορεία του διότι τὸν ἐμποδίζει νὰ εἶναι ἀνοιχτὸς σὲ κάθε καινούρια γνώση, σὲ κάθε ὄψη τῶν πραγμάτων ποὺ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει ἀντιληφθεῖ καὶ θεωρεῖ τὴ μόνη σωστή. Ὁ ἐγωισμός, δηλαδὴ ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ δείχνουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἱκανότητα ποὺ τοῦ προσδίδουμε νὰ σχηματίζει τὴ μοναδικὴ σωστὴ ἀντίληψη, μᾶς δημιουργεῖ τὴν ἰδέα ὅτι ἔχουμε κάποια ἰδιαιτερότητα ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, δηλαδὴ μιὰ ἰδιότητα ποὺ μᾶς κάνει καλύτερους ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ ὅμως, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶναι σωστό, διότι μᾶς κλείνει τὸν δρόμο καὶ μᾶς στερεῖ τὶς δυνατότητες νὰ βελτιώσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ἐξελιχθοῦμε. Ἡ ἰδέα ὅτι εἶμαι καλύτερος ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ποὺ εἶναι λανθασμένη ἀφοῦ ὅλοι κατὰ τὴν οὐσία μας εἴμαστε ἴδιοι, εἴμαστε δηλαδὴ πτυχὲς τῆς Θείας Δύναμης, ἀποτελεῖ καὶ τὸ περιεχόμενο καὶ τὴν οὐσία τοῦ ἐγωισμοῦ.

Πολλοὶ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν ἄποψη ὅτι ἡ δική τους ἀντίληψη καὶ σκέψη εἶναι ἡ σωστὴ καὶ ὅτι οἱ ἀπόψεις τῶν ἄλλων εἶναι ἐσφαλμένες. Ὅμως κάποιος ποὺ ἀνέβηκε στὴν ἐξελικτικὴ κλίμακα μπορεῖ νὰ καθυστερήσει ἐξαιτίας ἑνὸς ἀσήμαντου ἐμποδίου, καὶ κάποιος ἄλλος ποὺ βραδυποροῦσε νὰ τὸν ξεπεράσει. Ὁ θρίαμβος καὶ ἡ ἥττα, σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι πάντοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος συνέχει καὶ κατευθύνει τὰ πάντα. Δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τοὺς δρόμους Του.

Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὅρισε πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου, ὁδηγεῖ τὸν καθένα, εἴτε δίκαιο, εἴτε ἄδικο, μὲ τὸν τρόπο ποὺ θέλει, στὸ τέλος τῆς ζωῆς ποὺ τοῦ ἁρμόζει. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)64

Ἕνας ἄλλος ἀνασταλτικὸς παράγοντας τῆς ὁλικῆς προόδου τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐξέλιξής του, ἴσως ὁ πιὸ σημαντικός, εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.

Ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ὑπάρχει πιὸ πάνω ἀπὸ αὐτὸν κάτι διαφορετικό, πιὸ ἰσχυρό, πολὺ πιὸ σημαντικό, πάνω στὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ καὶ οὔτε κὰν νὰ τὸ κατανοήσει. Χωρὶς ὅμως αὐτὴ τὴν ἀποδοχὴ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἴπαμε καὶ ἀλλοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσει, δὲν μπορεῖ νὰ ξεκινήσει κἄν. Γιατὶ ἡ ὑπερηφάνειά του τοῦ στερεῖ ὁποιαδήποτε δυνατότητα νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ πράγματα καὶ νὰ τὰ δεῖ στὴ σωστή τους διάσταση, ἀφοῦ πάντοτε θέλει νὰ στηρίζεται στὴ δική του ἄποψη, στὴ δική του σκέψη καὶ δὲν εἶναι ποτὲ ἀνοιχτὸς στὸν πέρα ἀπὸ τὸ περιορισμένο του περιβάλλον ἀπέραντο καὶ ἀπύθμενο κόσμο.

Ὁ ἄνθρωπος πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὀφείλει νὰ ἔχει ταπεινότητα, τὸ ἀντίθετο δηλαδὴ τῆς ὑπερηφάνειας, ἂν καὶ ἡ ταπεινότητα αὐτὴ οὔτε ὁ σκοπὸς οὔτε τὸ τέρμα τῆς πορείας εἶναι. Ἄσχετα λοιπὸν μὲ τὸ τί ἐπιδιώκει ὁ κάθε ἄνθρωπος, αὐτὸ ποὺ ὀφείλει νὰ κάνει εἶναι νὰ παρατηρεῖ καὶ νὰ περιγράφει ὅσα συλλαμβάνει ὁ νοῦς του μεταφράζοντάς τα στὴ γλώσσα τῶν ἀνθρώπων. Τὸ ἐγὼ πρέπει νὰ τεθεῖ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἀλήθειας. Ἂν ὁ νοῦς ἀξιολογεῖ, συμπληρώνει ἢ κρίνει τὴν Ἀλήθεια, τότε ὑπάρχει ἕνα ἐγὼ ποὺ πρέπει νὰ ἐξαφανιστεῖ.

Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ δημιουργικὴ διαδικασία λαμβάνει χώρα διὰ μέσου ἑκατομμυρίων μορφῶν. Ἡ συνείδηση λειτουργεῖ διὰ μέσου κάθε μορφῆς καὶ ἡ συμπεριφορὰ καὶ ἡ λειτουργία κάθε μορφῆς καθορίζονται ἀπὸ τὴν οὐσιώδη φύση στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ μορφὴ (φυτό, ζῶο, ἄνθρωπος) ἢ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἰδιαίτερου συνδυασμοῦ τῶν θεμελιακῶν στοιχείων της. Οὔτε δύο ἀνθρώπινα ὄντα δὲν εἶναι ὅμοια, ἐπειδὴ οἱ μεταλλάξεις καὶ οἱ συνδυασμοὶ τῶν ἑκατομμυρίων ἀποχρώσεων ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦνται δισεκατομμύρια καὶ τρισεκατομμύρια μορφὲς χωρὶς ἡ φύση, ἔστω καὶ δύο μορφῶν, νὰ εἶναι ὅμοια. Ἑκατομμύρια τέτοιων μορφῶν δημιουργοῦνται καὶ καταστρέφονται στὴν πορεία τῆς ἐξέλιξης τῆς ζωῆς.

Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε μόνο τὶς ἐντυπώσεις μας γιὰ τὰ πράγματα. Ὅμως ὅλα ὅσα ἐντυπώνονται μέσα μας δὲν εἶναι παρὰ οἱ σκιὲς τῶν σκιῶν. Ἡ ἰδέα μας γιὰ τὴ ζωὴ ἴσως νὰ ἦταν πολὺ διαφορετικὴ ἂν μπορούσαμε νὰ γνωρίζουμε ἔστω καὶ τὴ φαινομενικὴ ὄψη της, ὄχι μέσω τοῦ νοῦ καὶ τῶν αἰσθήσεων, ἀλλὰ ἀπευθείας μὲ παρατήρηση τῆς συνείδησης. Αὐτό, ὡστόσο, εἶναι πολὺ δύσκολο καὶ ἐλάχιστοι ἄνθρωποι (Ἅγιοι, δάσκαλοι) τὸ ἐπιτυγχάνουν – καί, βέβαια, ἀποτελεῖ μιὰ ἀλήθεια ζωτικῆς σημασίας στὴν πρακτικὴ ζωή.

Ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ συλλάβει τὴν πραγματικότητα μᾶς διδάσκει αὐτὸ ποὺ ὅλες οἱ θρησκεῖες θέτουν ὡς θεμέλιο: τὴν ταπεινότητα. Ἀλλὰ συγχρόνως μᾶς δίνει καὶ τὸ ἐρέθισμα γιὰ νὰ ἀκούσουμε καινούριες ἰδέες, ἐγκαταλείποντας σιγὰ-σιγὰ τὴν ἐνστικτώδη βεβαιότητα ὅτι ἔχουμε δίκιο στὶς ἀπόψεις μας, καὶ γιὰ νὰ μάθουμε νὰ ἀναλύουμε τὸν ἑαυτό μας πρὶν καταδικάσουμε, κρίνουμε ἢ ἀπορρίψουμε κάποιον ἄλλο.

Ὅταν δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ δική μου ἄποψη εἶναι ἡ ὀρθή, γιατί νὰ ἀπορρίψω τὴν ἄποψη τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴ σκεφτῶ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ δὲν τὸ κατανοῶ, δὲν τὸ γνωρίζω καί, ἑπομένως, δὲν μπορῶ νὰ συλλάβω τὰ μηνύματα πρὸς ἐμένα ποὺ μοῦ δίνονται μέσα ἀπὸ τὸν ἄλλο;

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς γέννησης τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζουν νὰ δομοῦνται βαθμιαῖα ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὄργανα ποὺ θὰ γίνουν φορεῖς καὶ ἐργαλεῖα τῆς ψυχῆς, διὰ τῶν ὁποίων θὰ προσπαθήσει ἡ ψυχὴ νὰ συμβάλει στὴν ἀνθρώπινη ἐξέλιξη καὶ στὴ συντήρηση τοῦ κόσμου ποὺ περιβάλλει τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ νὰ συμβάλει στὴ διατήρηση ἢ καὶ στὴ διάσωση τῆς Ἁρμονίας τοῦ Σύμπαντος. Οἱ σπουδαιότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς φορεῖς εἶναι ὁ ἐγκέφαλος καὶ τὸ νευρικὸ σύστημα, ποὺ τίθενται ἢ μποροῦν νὰ τεθοῦν στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου –τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου– καθὼς ἀποκτοῦν τὴ δυνατότητα τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς σύλληψης ἀφηρημένων ἰδεῶν.

Ἐμπειρία θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομάσει κανεὶς τὴν ἀντίδραση ποὺ προκαλεῖται στὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ ἀπὸ ἐξωτερικὰ ἢ ἐσωτερικὰ ἐρεθίσματα. Τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα διοχετεύονται ἔμμεσα στὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ μέσω τῶν αἰσθήσεων, ἐνῶ τὰ ἐσωτερικὰ ἐρεθίσματα διοχετεύονται ἄμεσα, ἀπευθείας, καὶ ὁ νοῦς τὰ διοχετεύει στὶς αἰσθήσεις.

Ἀπὸ τὴ γέννησή του ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει ἀμέσως νὰ παρατηρεῖ, δηλαδὴ νὰ συσχετίζει μιὰ αἴσθηση μὲ μιὰ ἐντύπωση ποὺ δημιουργεῖται στὸν ἐγκεφαλικό του νοῦ ἀπὸ κάποιο ἐξωτερικὸ ἐρέθισμα καὶ νὰ παρατηρεῖ τὸ ἀντικείμενο ποὺ προκάλεσε τὸ ἐρέθισμα αὐτό, δηλαδὴ νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, δὲν εἶναι πιὰ ἀπαραίτητη ἡ ὕπαρξη τοῦ παρατηρούμενου ἀντικειμένου γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ τὸ ἐρέθισμα, γιατὶ ὁ νοῦς, βοηθούμενος ἀπὸ τὴ συνείδηση, εἶναι πλέον σὲ θέση νὰ ἀναπλάσει τὴν εἰκόνα καὶ νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀντικειμένου χωρὶς νὰ ἐπενεργοῦν οἱ αἰσθήσεις (μνημονικὴ ἀντίληψη). Ἐπιπλέον, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ναὶ μὲν ἡ ἐμπειρία ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο αἰσθήσεις-ἀντίληψη-ἐγκεφαλικὸς νοῦς, ὅμως τὸ ἐρέθισμα θὰ βιωθεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μέσω τῆς συνείδησης, γιατὶ μόνο ἡ συνείδηση μπορεῖ νὰ βιώσει τὸν πόνο ἢ τὴ χαρά – ἀφοῦ δὲν δοκιμάζει κανεὶς τὸν πόνο ἢ τὴ χαρὰ κ.λπ., ἀλλὰ τὰ ὑφίσταται ὡς ἐμπειρία. Τὸ ἀνώτερο Ἐγώ, δηλαδὴ ἡ ψυχή μας, δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται ὁποιαδήποτε ἐμπειρία, γιατὶ εἶναι καθαρὴ ὑποκειμενικότητα –χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἴχνος ἀντικειμενικότητας– καὶ μόνο ἕνα ἀντικείμενο μπορεῖ νὰ ὑποφέρει. Αὐτὸ ποὺ ὑφίσταται τὶς ἐμπειρίες εἶναι τὸ κατώτερο ἐγώ, ἡ προσωπικότητα. Μόνο ἡ συνείδηση, ἡ προέκταση τῆς λειτουργίας τοῦ ἐγκεφαλικοῦ νοῦ, ποὺ συνδέεται μὲ αὐτὸν τὸν νοῦ καὶ μὲ τὴ λειτουργία του στὸ φυσικό, στὸ γήινο ἐπίπεδο, ὑποφέρει, ἀκριβῶς γιατὶ κάθε ἀντίδραση σὲ ἕνα ἐρέθισμα, δηλαδὴ κάθε ἐμπειρία, μόνο διὰ τῆς συνειδητοποίησής της μπορεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ὡς γεγονὸς ποὺ ἔλαβε χώρα.

Τελικά, τὸ σῶμα εἶναι ἁπλῶς τὸ ὄργανο διὰ μέσου τοῦ ὁποίου δοκιμάζεται ἡ ἐμπειρία, τὴν ἐμπειρία ὅμως τὴν ὑφίσταται ἡ συνείδηση. Αὐτὴ ἡ συνείδηση, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἶναι ἡ ἀποθήκη ὅλων ὅσα συλλέγονται ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Ἀρχίζει νὰ ἐργάζεται πάνω σὲ αὐτὰ καὶ τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἐργασίας της εἶναι ἡ κατάταξη τῶν ἰδεῶν. Ἡ διαδικασία στὴ σκέψη ἀρχίζει μὲ τὴ σύγκριση τῶν ἰδεῶν καὶ μὲ τὶς σχέσεις ποὺ δημιουργοῦνται ἀνάμεσά τους ἀπὸ τὰ ταυτόχρονα ἢ διαδοχικὰ γεγονότα ποὺ τὶς γεννοῦν καὶ τὶς ἐπηρεάζουν χρόνο μὲ τὸν χρόνο. Σὲ αὐτὴν τὴ διαδικασία ἡ συνείδηση στρέφεται πρὸς τὰ μέσα, μεταφέρει τὶς ἰδέες ποὺ δημιούργησε ἀπὸ τὴν ἀντίληψη, προσθέτει στοιχεῖα ἀπὸ τὸ περιεχόμενό της καὶ συνδέει τὰ πράγματα μεταξύ τους μὲ σχέσεις αἰτίας-ἀποτελέσματος, ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ συμπεράσματα καί, ὅταν σχηματίζει κάποιο συνειρμό –δηλαδὴ μιὰ αὐθόρμητη ἐπαναγωγὴ μιᾶς παράστασης ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ κάποια ἄλλη, μὲ τὴν ὁποία κατὰ κάποιον τρόπο συνάπτεται–, ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ προβλέπει τὰ δυσάρεστα ἢ εὐχάριστα ἀποτελέσματα ἀπὸ τὰ ἐρεθίσματα ποὺ ἤδη ἔχουν τύχει κάποιας ἐπεξεργασίας καὶ ἔχουν ἀποθηκευτεῖ στὴ μνημονικὴ ἀντίληψη. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μέρος τοῦ ἔργου ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ συνείδηση καὶ ἀναφέρθηκε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀποσαφηνιστεῖ τὸ περιεχόμενο τῆς παρούσης ἐργασίας. Δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε πὼς ὅλες οἱ πρῶτες προσπάθειες τῆς συνείδησης νὰ ἐργαστεῖ στὸ φυσικὸ πεδίο εἶναι γεμάτες λάθη. Αἰτία τῶν λαθῶν στάθηκε ἡ λανθασμένη ἀντίληψη ἢ ἡ ἀτελὴς ἀντίληψη ἢ οἱ λανθασμένοι συνειρμοί. Βιαστικοὶ συνειρμοὶ καὶ γενικεύσεις, ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ ἀντίστοιχες ἐμπειρίες, διαστρέβλωσαν πολλὰ συμπεράσματα.

Ἀλλὰ ἂς ἐπανέλθουμε στὶς ἐμπειρίες καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἂν καὶ γιατί εἶναι ἀναγκαῖο νὰ βιώσουμε τέτοια ἐρεθίσματα καί, ἂν εἶναι ἀναγκαῖο, σὲ τί μποροῦν νὰ χρησιμεύσουν στὴν ἀτομικὴ ἢ συμπαντικὴ ἐξέλιξη ἢ σὲ κάτι ἄλλο.

Ἡ ἀπάντηση στὸ πρῶτο σκέλος τοῦ ἐρωτήματος εἶναι ὅτι, κατὰ κανόνα, ὁ ἄνθρωπος πρέπει ἀτομικὰ (ψυχικὰ) καὶ προσωπικά, πνευματικὰ καὶ φυσικά, νὰ ἀποκτήσει κάθε εἴδους ἐμπειρία καὶ συναίσθημα ποὺ προσφέρει τὸ πολύπτυχο καὶ πάντοτε διαφοροποιούμενο Σύμπαν, διότι μέσα σὲ αὐτὸ βρίσκεται κρυμμένο τὸ νόημα τῆς Ἀλήθειας. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιώσει στὴ ζωή του τὴν ἀγάπη, τὴ φιλία, τὸν ἔρωτα, τὸν πόθο, τὴν ἀρρώστια, τὴ συζυγικὴ ζωή, τὸν κρυφὸ δεσμὸ κ.λπ. Ὅμως προσοχή: κάθε ἐμπειρία ποὺ βιώνεται ἔχει δύο ὄψεις. Μιὰ φυσιολογική, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μιὰ ὄψη πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, στὸν θεῖο σπινθήρα ποὺ ἐν δυνάμει ὑπάρχει μέσα μας καὶ ποὺ ἐνεργοποιεῖται μὲ τὶς προσπάθειές μας – μέσω τῶν ὁποίων, ὅταν εὐοδωθοῦν, ὁ ἄνθρωπος διὰ τοῦ ὑποστατικοῦ πνεύματος ξεπερνᾶ τὴ γήινη πραγματικότητα, ὑπερβαίνει τὸ τεῖχος τοῦ χρόνου καὶ διαρρηγνύει τὰ δεσμὰ τοῦ χώρου. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν κάποιος ἄνθρωπος, ὁποιασδήποτε ἡλικίας, βρεθεῖ μὲ πρόσωπο τοῦ ἀντίθετου φύλου καὶ συνευρεθοῦν, αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ ἐννοήσει ὡς πράξη ἔρωτα ποὺ ἱκανοποιεῖ μιὰ φυσική του ἀνάγκη – ὁπότε ἀντιμετωπίζει τὸν σύντροφό του σὰν ἀντικείμενο ἱκανοποίησης καὶ τοῦ φέρεται, ἀνάλογα μὲ τὴ δική του ἀνατροφή, ἱπποτικὰ ἢ χυδαῖα. Ἀντίθετα, μπορεῖ μετὰ τὸ γεγονός, φέρνοντας στὴ μνήμη του ὅ,τι συνέβη, ὁ ἄνθρωπος νὰ συνειδητοποιήσει τὴν οὐσία τοῦ πράγματος πέρα ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο, δηλαδὴ νὰ δεῖ καὶ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν πράξη αὐτὴ καθαυτὴν ὡς ὑπέρτατη ἀπόλαυση τῆς ἕνωσης καὶ διάχυσης ποὺ φτάνει καὶ ὁδηγεῖ στὰ ὅρια τοῦ Θείου. Ἔτσι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει ὅλες τὶς ἐμπειρίες τῶν ἀνθρώπινων πεδίων, θὰ μπορέσει, ἐνόσω ἀπελευθερώνεται ξεφεύγοντας ἀπὸ τὸ δίκτυο τῶν ἐμπειριῶν, νὰ προσεγγίσει τὸ Θεῖο, δηλαδὴ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνώτατου ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ὕλης καὶ τῆς ἀνθρώπινης μεμονωμένης ἐμπειρίας – θὰ μπορέσει νὰ προσεγγίσει τὴν ἀπέραντη τελειότητα ποὺ δὲν ἔχει ἀρχὴ οὔτε τέλος.

Ἡ ἀπάντηση στὸ δεύτερο σκέλος τοῦ ἐρωτήματός μας εἶναι ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἐξέλιξη καὶ τὴν προσφορὰ στὴν ἐξέλιξη τοῦ Σύμπαντος, οἱ ἐμπειρίες ποὺ βιώνονται μὲ σωστὸ τρόπο ὑποβοηθοῦν τὴν ἀνάπτυξη τοῦ νοητικοῦ ἐπιπέδου τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς ἐν δυνάμει ὑφιστάμενης ὑποστατικῆς ἀρχῆς.

Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι ὁ σωστὸς τρόπος βίωσης τῶν ἐμπειριῶν; Σωστὸς τρόπος βίωσης θεωρεῖται ὁ τρόπος ποὺ παρέχει τὴ δυνατότητα σὲ κάποιον νὰ ἀντιλαμβάνεται, νὰ ἀναγνωρίζει καί, στὴ συνέχεια, νὰ κατανοεῖ τὰ συμβάντα ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχονται τὰ ἐρεθίσματα μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ προσέγγιση τῆς πραγματικότητας.

Τὸ νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς σωστὰ τὰ γεγονότα δὲν εἶναι θέμα μόνο τοῦ νοῦ, δηλαδὴ τῆς ποιότητας καὶ τῶν δυνατοτήτων του, ἀλλὰ καὶ τῆς χρήσης τοῦ ἐγκεφαλικοῦ νοῦ ποὺ κάνει ὁ καθένας μας. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ Σύμπαν, δηλαδὴ ἡ Ἀλήθεια, τὸ Ὅλο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Ὁ νοῦς τοῦ καθενός μας ἔχει ἐνδεχομένως τὴ δυνατότητα νὰ συλλάβει μιὰ μεμονωμένη πλευρὰ τῆς Ἀλήθειας. Ὅμως πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ προσέξουμε ὅτι ὅλες οἱ πλευρὲς τῆς ἀλήθειας ποὺ συλλαμβάνουν ἢ ἀντιλαμβάνονται τὰ ἄτομα μποροῦν νὰ ἔχουν δύο μὴ ταυτιζόμενες ὄψεις: α) μία πραγματικὴ ὄψη, καὶ β) μία φανταστική, κοντινὴ ἢ ξένη στὴν πραγματικότητα, ὅπως τὴν ἀντιλήφθηκαν τὰ ἄτομα καὶ τὴν ἀπέδωσαν ἀλλοιωμένη στὴ νόηση λόγω μιᾶς λανθασμένης μετάφρασης στὴ γλώσσα τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ, ὁπότε ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος νιώθει ἢ βιώνει σωστὰ τὴν παρατηρούμενη πλευρὰ τῆς ἀλήθειας, τὴ μεταφράζει καὶ τὴν ἐξηγεῖ στὸν ἑαυτό του διαφορετικά, λόγω λανθασμένης ἀντίληψης.

Ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου στὴ γήινη ὕπαρξή του συνοψίζεται στὴν προσπάθεια σχηματισμοῦ τῆς ὀρθῆς ἀντίληψης, ἀναγνώρισης καὶ κατανόησης.

Ἡ γέννηση καὶ στὴ συνέχεια ἡ αὔξησή μας πάνω στὴ γῆ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ δημιουργικὴ διαδικασία, στὴ ροὴ τῆς ὁποίας ἀφομοιώνουμε τὸ εἶναι στὸ προσιτὸ σὲ μᾶς μέτρο, ἐλπίζοντας ὅτι ἡ μὴ τελειοθεῖσα ἐδῶ γνώση θὰ πληρωθεῖ ὣς τὴν τελειότητά της πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς μορφῆς αὐτῆς τῆς ὑπάρξεώς μας. Ὅταν στὴν πνευματική μας ὅραση ἑνωθοῦν ὅλες οἱ ἐμπειρίες ποὺ βιώσαμε ὡς σ’ ἕνα κέντρο τοῦ προσώπου μας, ὅταν καὶ ὁ ζοφερὸς ἅδης καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς ἑνωθοῦν στὸ πνεῦμα μας ὡς πραγματικότητες τὶς ὁποῖες γνωρίζουμε, τότε ἀρχίζουμε νὰ κατανοοῦμε τὴ σημασία τοῦ Ὀνόματος Ἰησοῦς, δηλαδὴ Σωτήρας. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)65

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴ δυνατότητα ποὺ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ χρησιμοποιήσει τὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ ὡς ἐργαλεῖο γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸν γύρω ἀπὸ αὐτὸν καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸν κόσμο, ἔχει ὑποχρέωση νὰ κατευθύνει τὸν νοῦ του σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Λόγου ποὺ περιέχεται στὰ Εὐαγγέλια, στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στὶς Ἐπιστολὲς καὶ ποὺ γίνεται ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν βιβλίων ἐκείνων ποὺ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων μᾶς κληροδότησαν οἱ ἀποκαλούμενοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅμως, προσοχή: τὸ διάβασμα ἢ ἡ μόρφωση πολλὲς φορὲς ἀμβλύνουν τὶς αἰσθήσεις, γιατὶ δὲν τὶς ἀφήνουν νὰ λειτουργήσουν φυσιολογικά, ἀλλὰ τοὺς ἐπιβάλλουν ἕναν τρόπο θεώρησης, ἑρμηνείας ἢ καὶ ἀντίληψης τῶν πηγῶν τῶν ἐρεθισμάτων ποὺ εἶναι παραμορφωτικός. Ἡ μόρφωση καὶ τὸ διάβασμα ἔχουν ἀξία μόνο ὅταν βοηθοῦν νὰ ἐκλεπτυνθοῦν οἱ αἰσθήσεις καὶ νὰ γίνουν πιὸ εὐαίσθητες γιὰ νὰ συλλάβουν τὴ Θεία Ἁρμονία. Δὲν πρέπει οἱ αἰσθήσεις νὰ ἀφαιροῦν ἀπὸ τὰ ἄτομα τὴ φυσικὴ ἁγνότητα καὶ τὴν ἁγνὴ ἐπιθυμία ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Σύμπαν.

Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. (Κατὰ Ματθαῖον 18:3)

Ὅταν βλέπει κανεὶς τὰ πράγματα μέσα ἀπὸ τὰ γυαλιὰ τῆς γνώσης, τὰ βλέπει πάντα παραμορφωμένα.

Ἡ γνώση εἶναι μέσο ἀπελευθέρωσης τοῦ ἀτόμου μόνο ὅταν ὁδηγεῖ τὸ ἄτομο στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ὄχι ὅταν φορτώνει τὸν νοῦ μὲ νέα πράγματα ποὺ δὲν χρησιμεύουν ὡς μέσο ἀλλὰ ὡς σκοπός. Γενικά, θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι ἡ γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ βιβλία εἶναι περιορισμένη, γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσει κανεὶς αὐτὸ ποὺ ὁ ἐπιστήμονας κατανοεῖ στὸ βιβλίο του οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κανεὶς αὐτὸ ποὺ βλέπει ὁ Ἅγιος στὰ δικά του βιβλία. Ὅμως τὰ βιβλία τῶν Ἁγίων, ὅπως καὶ τὰ βιβλία τῶν ἐπιστημόνων, μποροῦν νὰ φωτίσουν ἴσως, κάποτε, ὅσους μποροῦν νὰ καταλάβουν. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ γράφονται καὶ ὑπάρχουν.

Πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι σπουδαῖοι ἀναγνῶστες. Ἀλλὰ τὸ διάβασμα δὲν καλλιεργεῖ τὸν νοῦ – μόνο ἡ σκέψη μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Τὸ διάβασμα ἔχει ἀξία μόνο ὡς ἐρέθισμα, ὡς ὑλικὸ γιὰ σκέψη. Ἡ νοητικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὀφείλεται τόσο στὸ διάβασμα, ὅσο στὸν βαθμὸ ἀνάπτυξης. Ἐξάλλου, καὶ ἡ ἀξία τῶν σκέψεων ποὺ διαβάζει κανεὶς στὰ βιβλία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς κατανόησής τους καὶ τῆς χρήσης ποὺ τοὺς κάνει κάποιος.

Ὅπως τὸ φαγητὸ ποὺ δὲν χωνεύεται εἶναι ἄχρηστο γιὰ τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ γεμίσει ἀπὸ λέξεις καὶ ἔννοιες καὶ συλλογισμούς, ἀλλὰ ἂν δὲν ὑπάρξει σκέψη, τότε δὲν ἐπιτυγχάνεται οὔτε κατανόηση οὔτε ἀφομοίωση καί, ἑπομένως, δὲν ἀναπτύσσεται ἡ νόηση. Αὐτὸ ἀποδεικνύουν οἱ στρατιὲς τῶν ἀποφοίτων τῶν λυκείων καὶ τῶν πανεπιστημίων, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἀποφοίτησή τους καὶ τὴ μελέτη τόσων βιβλίων δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἐκφράσουν συνήθως οὔτε μία ἐνδιαφέρουσα σκέψη. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ διαβάζουμε λιγότερο καὶ νὰ σκεπτόμαστε περισσότερο. Διαφορετικὸ ὅμως εἶναι τὸ ζήτημα ὅπου ἀφορᾶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ζητᾶ τὸ νόημα τῆς Γραφῆς δὲν πρέπει νὰ προβάλλει τὸ δικό του καλὸ ἢ κακὸ νόημα. Πρέπει νὰ ἔχει ὡς δάσκαλο τὴν ἴδια τὴ Γραφὴ καὶ ὄχι τὶς δικές του σκέψεις ἢ τῶν ἄλλων. Εἶναι κάτι παρόμοιο μὲ τὴν πίστη, δηλαδὴ ἁπλῶς τὴν κατανοεῖς ἢ ὄχι, πάντοτε ὅμως χωρὶς συλλογισμούς. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, ἡ γνώση δὲν εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴ σκέψη, ἀλλὰ μὲ τὴν κατανόηση καὶ τὴ δεκτικότητα τοῦ νοῦ τοῦ καθενός.

Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, κατὰ τὴν αἰώνια πορεία καὶ περιπέτειά της στὴν ἐπίγεια ζωή της, ὁποιονδήποτε δρόμο καὶ ἂν ἀκολουθήσει –τῆς καρδιᾶς, τῆς ἐπιστήμης ἢ τοῦ πνεύματος, εἴτε δρᾶ συνειδητὰ γιατὶ καταλαβαίνει τὴ μὴ ἀλήθεια καὶ τὴν ἀπορρίπτει εἴτε ἀσυνείδητα μὲ γνώμονα τὴν πίστη ἢ ἁπλῶς μὲ τὸ νὰ ἀκολουθεῖ τὴ φυσική της τάση τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὴν ὑλικὴ ζωή–, πρέπει καὶ κυρίως μπορεῖ νὰ καταλάβει σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες ὅλο καὶ περισσότερα πράγματα καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, νὰ μένει ἀνοιχτὴ γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ καταλάβει. Ὅμως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι ἀνόητοι. Ὅταν φτάσουν σὲ κάποια ἡλικία, νομίζουν ὅτι τὰ ξέρουν ὅλα, δὲν θέλουν νὰ μάθουν τίποτα καὶ κατανοοῦν μόνο τὸν ἑαυτό τους, τὸν ἐπιδοκιμάζουν καὶ τὸν θεωροῦν καλύτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, πιὸ ἔξυπνο, πιὸ μορφωμένο, πιὸ ἐπιμελὴ κ.λπ. Ἔτσι κλείνονται στὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀλλάξουν – ὄχι ὅτι δὲν μποροῦν. Ἐπαναλαμβάνουν διαρκῶς: «Κοίταξε, ἐγὼ τὸ ξέρω αὐτὸ καὶ ἂς μὴν τὸ ἔχω διαβάσει, ἐνῶ ἐσὺ ποὺ διαβάζεις καὶ σκέπτεσαι δὲν τὸ ξέρεις». Ἐπίσης, χάνουν τὴν ἱκανότητα νὰ κρίνουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους καί, ὅσο καὶ ἂν τὰ πράγματα εἶναι ἀντικειμενικά, τὰ κρίνουν ὅλα ἐγωκεντρικά, σύμφωνα μὲ τὸ ἐγὼ ποὺ ἔχουν σχηματίσει. Φυσικά, πρόκειται γιὰ τὸν μέσο καὶ κατώτερο τύπο ἀνθρώπου, ποὺ ὅμως πίσω του στοιχίζονται οἱ ἀτέλειωτες γραμμὲς τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν συνανθρώπων μας. Πάνω ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο ἡ παρατήρηση καί, διαμέσου αὐτῆς, ἡ προσπάθεια διαμόρφωσης ὀρθῆς ἀντίληψης παραμένουν σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες δυνατές, ὅπως δυνατὴ παραμένει καὶ ἡ ἀλλαγή.

Ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, εἴμαστε πτυχὲς τῆς Δύναμης τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουν πάρει μία μορφὴ καὶ ἕνα ὄνομα γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ἔργο, ὅμως τὸ κάθε ὂν εἶναι μία διαφορετικὴ πτυχὴ τοῦ Ὅλου καὶ ἀπὸ αὐτὸ προκύπτει ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὰ ὄντα. Δὲν ὑπάρχει καλύτερη ἢ χειρότερη πτυχή, ἁπλῶς διαφορετικές. Ἀπαρτίζονται, ὡστόσο, ἀπὸ τὰ ἴδια συστατικά, σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε τὸ Ἐγὼ μιᾶς μεγαλοφυΐας νὰ διαφέρει, βέβαια, ἀπὸ τὸ Ἐγὼ ἑνὸς ἀγροίκου, ἑνὸς ἠλιθίου ἢ ἀμαθῆ, ὅμως ἡ διαφορὰ αὐτὴ νὰ εἶναι ποσοτικὴ καὶ ὄχι ποιοτική.

Ἡ διαφορὰ αὐτὴ μειώνεται ἢ ἐπαυξάνεται στὴν ἐκδήλωση τῆς διάνοιας στὸ γήινο ἐπίπεδο. Ἡ ἐκδήλωση αὐτὴ αὐξομειώνεται ἀνάλογα μὲ τὴ φυσιολογικὴ ἢ μὴ λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, τῶν νευρικῶν κυττάρων κ.λπ., ποὺ εἶναι καὶ οἱ φορεῖς τοῦ ἐγκεφαλικοῦ νοῦ.

Ἡ φλόγα ἀνάβει γιὰ ὅλους, ὅμως ἡ ἔνταση τῆς φλόγας ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ τοῦ φιτιλιοῦ καὶ ἀπὸ τὴν καύσιμη ὕλη. Ἕνας ἄλλος ὅμως βασικὸς παράγοντας ποὺ διαφοροποιεῖ τὰ πάντα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια, γιατὶ μὲ τὴν προσπάθεια αὐτὴ θὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ νόηση καί, γενικά, ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀτόμου γιὰ τὴν ἀναγνώριση καὶ κατανόηση τῶν πραγμάτων μέσω μιᾶς σωστῆς ἀντίληψης. Ἂν ὁ ἄνθρωπος, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι, δὲν καταβάλλει καμία προσπάθεια, τότε τὸ φῶς θὰ θαμπώσει. Τὸ ἴδιο θὰ συμβεῖ καὶ ἂν ὁ ἐγκέφαλος καὶ οἱ ἄλλοι φορεῖς τοῦ νοῦ δὲν εἶναι ὑγιεῖς – πάλι θὰ ἔχουμε θαμπὸ φῶς. Ἂν λοιπὸν ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἀτελὴς καὶ ὁ νοῦς ἀγύμναστος, τὸ θαμπὸ φῶς θὰ ἐμποδίζει τὴ διάνοια νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν ἔξω κόσμο.

Ὁ ἀνώτερος ἑαυτός μας δύσκολα ἐκδηλώνεται στὸ ἀνθρώπινο ἢ φυσικὸ πεδίο. Κάποιες στιγμὲς μόνο φωτίζεται τὸ σκοτάδι ἢ τὸ ἡμίφως στὸ ὁποῖο ζοῦμε, φωτίζεται ἀπὸ τὶς ἐλλάμψεις τῶν ἀνώτερων περιοχῶν. Ἡ ἐμφάνιση κατὰ καιροὺς διάφορων δημιουργικῶν διανοιῶν στὸ ἀνθρώπινο πεδίο, δὲν ὀφείλεται στὴν τυφλὴ τύχη οὔτε σὲ ἔμφυτες ἱκανότητες ἀπὸ κληρονομημένες τάσεις, ἀλλὰ στὴν ἀφομοίωση τῶν διαδοχικῶν ἀτομικῶν ἐμπειριῶν ποὺ εἶχε τὸ Ἐγὼ στὴ μακραίωνη πορεία του.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ἀνυψώνεται στὸν νοητικὸ κόσμο, σίγουρα ἀποκτᾶ μιὰ καινούρια δύναμη. Ἀρχίζει νὰ ὑπερβαίνει σταδιακὰ τοὺς φραγμοὺς τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ θέλει. Φτάνει στὴν περιοχὴ ἐκείνη ὅπου οἱ ἀριθμοί, ἡ ποσότητα, ἡ γνώση, οἱ ἀπόψεις, ἡ ἀντιδικία ἀποτελοῦν προσβολὴ γιὰ τὴν Ἀλήθεια. Ὅλα εἶναι ρευστά, χωρὶς ὅρια, χωρὶς περιορισμούς, ἑνωμένα. Ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐξουσιάζει τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ ἄλλους. Παύουν νὰ τὸν ἀπασχολοῦν τὰ πρέπει, καὶ οἱ πράξεις του εἶναι συνέπεια τῆς ἐλεύθερης βούλησής του καὶ ὄχι συμμόρφωση στὸν Νόμο ἢ προσδοκία γιὰ τὴν ἀπόλαυση μελλοντικῶν ἀπολαβῶν. Ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μοχθεῖ πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, ἂν φυσικὰ ἔχει τὴν ἀνάλογη ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονή. Μπορεῖ νὰ προσπαθεῖ νὰ ζεῖ περισσότερο στὸν αἰώνιο Ἑαυτό του καὶ νὰ ἀποσύρει τὴ σκέψη του καὶ τὴν ἐνέργειά του ἀπὸ τὰ κοινότοπα καὶ πρόσκαιρα ἐνδιαφέροντα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Στὴν προσπάθειά του αὐτὴ εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀκολουθεῖ μιὰ τέτοια κατεύθυνση, καθ’ ὁδὸν θὰ δεχτεῖ βοήθεια. Ἡ Θεία Δύναμη μὲ τὴ μορφὴ τῆς Θείας Πρόνοιας, τῆς ἐπέμβασης δηλαδὴ τοῦ Θείου στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ καθενός, θὰ τὸν ἀκολουθεῖ. Ἄγγελοι εἰρήνης, πιστοὶ φύλακες καὶ ὁδηγοὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός του θὰ τὸν ὑποβαστάζουν καὶ θὰ τὸν καθοδηγοῦν.

Ὅταν κλείσεις τὶς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ εἶσαι μόνος, νὰ γνωρίζεις ὅτι εἶναι μαζί σου ὁ ἄγγελος ποὺ ἔχει ὁριστεῖ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ οἱ Ἕλληνες ὀνόμαζαν «οἰκεῖο δαίμονα». Αὐτός, ὁ ὁποῖος δὲν κοιμᾶται ποτὲ καὶ δὲν κάνει ποτὲ λάθος, εἶναι πάντοτε κοντά σου· βλέπει τὰ πάντα χωρὶς νὰ τὸν ἐμποδίζει τὸ σκοτάδι. Μαζὶ μὲ αὐτὸν εἶναι σὲ κάθε τόπο καὶ ὁ Θεός, γιατὶ δὲν ὑπάρχει τόπος ἢ πράγμα ὅπου δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, ἀφοῦ εἶναι μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλα καὶ κρατᾶ ὅλους μέσα στὸ χέρι Του. (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας)66

Αὐτό, φυσικά, δὲν σημαίνει πὼς πρέπει κανεὶς νὰ γίνει ὀνειροπαρμένος, ἀφηρημένος καὶ ἀκατάστατος καί, κατὰ συνέπεια, ἕνα ἀνεπαρκὲς μέλος γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὴν κοινωνία μέσα στὴν ὁποία ζεῖ. Ἀντίθετα, ὁποιαδήποτε ἀπαίτηση μπορεῖ νὰ προβάλλει ὁ κόσμος γύρω του θὰ πρέπει νὰ ἐκπληρώνεται ὅσο γίνεται πιὸ τέλεια. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐργάζεται ἀδέξια οὔτε καὶ νὰ ἀφήνει τὴν ἐργασία του μισοτελειωμένη. Γιὰ αὐτόν, τὸ καθῆκον θὰ πρέπει νὰ εἶναι πραγματικὰ καθῆκον καί, ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἀπαιτήσεις ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν ἀπὸ τὸν ἴδιο, θὰ πρέπει νὰ πληρώνει τὸ χρέος του ὣς τὴν τελευταία λεπτομέρεια. Ὅμως, προσοχή. Προσωπικὰ ἐκεῖνος δὲν πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ αὐτὰ τὰ πράγματα καὶ ἡ σκέψη του νὰ ἀκολουθεῖ τὰ ἀποτελέσματά τους, ἀλλὰ ἀντίθετα, μόλις ἐλευθερωθεῖ ἡ σκέψη ἀπὸ τὶς ἐνασχολήσεις ποὺ ἀνάγονται στὰ πιὸ πάνω καθήκοντα, νὰ ἀνοίγει τὰ φτερά της πρὸς τὴ μόνιμη, τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸς εἶναι ὁ θρίαμβος τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι ἕνα τεράστιο ἐξελικτικὸ σύνολο. Θέση τοῦ ἐξελισσόμενου ἀνθρώπου εἶναι ἡ θέση τοῦ συμπαραστάτη καὶ τοῦ βοηθοῦ τῆς ἐξέλιξης. Ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή, ὁ ἐξελισσόμενος ἄνθρωπος, ὁ ἀνοιχτὸς σὲ ὅλα καὶ ὡς ἐκ τούτου δεκτικός, ὠφελεῖται τὰ μέγιστα ἀπὸ τὸν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς, δηλαδὴ τὴν ὀρθὴ ἀντίληψη καὶ κατανόηση τῶν πραγμάτων στὴν οὐσία τους.

Ἂν ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς του πάνω στὴ Γῆ σκέπτεται μὲ ἀνιδιοτέλεια, προσφέρει ἀνιδιοτελῶς τὴν ἀγάπη του σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὴ χρειάζεται, θυσιάζεται γιὰ νὰ ὑπηρετήσει κάτι, τότε δημιουργεῖ κάτι ἀνθεκτικὸ καὶ ἱκανὸ νὰ ἐπιβιώσει, κάτι ποὺ περιέχει στὴ φύση του ἕνα μέρος τοῦ ἀνώτερου κόσμου. Κάθε σκέψη καί, κυρίως, κάθε πράξη ἀγάπης, κάθε θυσία καὶ προσφορὰ στὸν πλησίον μας, κάθε εὐγενικὴ καὶ ἀνιδιοτελὴς ἐνέργειά μας εἴτε ἀπευθύνεται στὸν πλησίον μας εἴτε σὲ κάθε πλάσμα τῆς Δημιουργίας τοῦ κτιστοῦ αὐτοῦ κόσμου, περνᾶ καὶ ἐνσωματώνεται ἐξαγνισμένη στὸ ἀπόλυτο μέρος τῆς ψυχῆς μας καὶ συμβάλλει στὴν κάθαρση καὶ στὸν ἐξαγνισμό της.

Ἐκεῖ, στὸ ἀπόλυτο μέρος τῆς ψυχῆς, ἀποθηκεύονται ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἐναρμονισμένα μὲ τὸν Λόγο, ποὺ εἶναι ὑψηλά, ἁρμονικὰ καί, ἑπομένως, ἀνθεκτικά – αἰώνια. Αὐτό, τὸ ἀπόλυτο μέρος τῆς ψυχῆς μας, ἐπιζεῖ καὶ λειτουργεῖ μετὰ θάνατον κατὰ τρόπο ὥστε νὰ συνδυάσει αὐτὸ ποὺ βίωσε στὸ σύνολο τοῦ χωροχρόνου.

Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς. (Κατὰ Λουκᾶν 10:42)

Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας· ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν. (Κατὰ Ματθαῖον 13:45-46)

Ἡ προσήλωση στὸν Λόγο εἶναι ἡ ἐκλογὴ τῆς ἀγαθῆς μερίδας, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἔπαινος τῆς Μαρίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀμοιβή της – διότι «τὸν Λόγον καλῶς ἠμπορεύθη». Ἡ ἀμοιβὴ δὲ αὐτὴ δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθεῖ στὴν αἰωνιότητα. Ἀντίθετα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, κάθε ἐνέργεια καὶ κάθε ἐμπειρία τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς ποὺ δὲν ἔχει τὰ πιὸ πάνω χαρακτηριστικά, δηλαδὴ ποὺ δὲν εἶναι προϊὸν ἀγάπης καὶ ἀνιδιοτέλειας, περνᾶ διὰ τῶν αἰσθήσεων καὶ καταχωρίζεται στὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ. Μετὰ τὸν λεγόμενο θάνατο ταξιδεύει μαζί του μέχρι τὴν ἄκρη ἐκείνη ὅπου ὁ νοῦς διαλύεται στὰ ἐξ ὧν συνετέθη καὶ ἀποσυντίθεται. Τότε καὶ οἱ καταχωρήσεις αὐτὲς τοῦ νοητικοῦ πεδίου, δηλαδὴ οἱ καταχωρήσεις ποὺ δὲν εἶναι σύμφωνες μὲ τὸν Λόγο, ἐξαγνισμένες, προσκολλῶνται καὶ παραμένουν σὲ ἀδράνεια στὸ ἀπόλυτο μέρος τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀκολουθοῦν στὸ ἀτελείωτο ταξίδι της, γιὰ νὰ δραστηριοποιηθοῦν ὅταν ἡ ψυχὴ προσλαμβάνει καὶ πάλι ἕναν νέο διανοητὴ καὶ ἐπιστρέφει στὴ γήινη ζωὴ γιὰ μιὰ νέα «περιπέτεια», γιὰ μιὰ νέα προσπάθεια, δεδομένου ὅτι ἡ μία ζωὴ ποὺ μᾶς δίνεται κατὰ κανόνα δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ἀφομοιώσουμε τὸ περιεχόμενό της.

Ἔτσι χτίστηκε ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου ἐκφράζεται ἢ μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ ἡ ψυχὴ –ἁπλὴ καὶ ἀσχημάτιστη, ἄυλη– γιὰ νὰ ἔχει εἰκόνα καὶ ὁμοίωση πρὸς τὸν ἄυλο καὶ ἀνίδεο καὶ ἀσχημάτιστο Δημιουργό της καί, στὴ συνέχεια, διὰ τῆς ὁμοίωσης αὐτῆς, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ ἀρχέτυπο.

Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν […]. (Π.Δ., Γένεσις 1:26)

Ὅλος ὁ καλὸς ἀγώνας, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στὴν προσπάθεια νὰ ἐξαλείψει ἀπὸ τὸν νοῦ κάθε σχῆμα, κάθε εἶδος, κάθε νόημα ποὺ ἔχει ἐντυπωθεῖ σὲ αὐτόν – γιὰ νὰ γίνει ἁπλός, ἀνίδεος, ἀσχημάτιστος καὶ ἄμορφος, καὶ ἔτσι, στὴν κατάσταση αὐτή, νὰ ἐπιστρέψει στὴν πηγή του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ περὶ τῆς ὁποίας εἶπε ὁ Κύριος:

Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. (Κατὰ Ματθαῖον 18:3)

 


63 Εἰ οὖν διαλέγεσθαι οἷοί τ’ εἶεν πρὸς ἀλλήλους, οὐ ταῦτα ἡγῇ ἂν τὰ ὄντα αὐτοὺς νομίζειν ἅπερ ὁρῷεν; […] Τί δ’ εἰ καὶ ἠχὼ τὸ δεσμωτήριον ἐκ τοῦ καταντικρὺ ἔχοι; ὁπότε τις τῶν παριόντων φθέγξαιτο, οἴει ἂν ἄλλο τι αὐτοὺς ἡγεῖσθαι τὸ φθεγγόμενον ἢ τὴν παριοῦσαν σκιάν (Πλάτωνος, Πολιτεία, εἰσαγ.-μτφρ. Ι. Γρυπάρης, ἐπιμ. Εὐ. Παπανοῦτσος, Ἀθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος, 1990, Βιβλίο Ζ΄, 515b).

64 ᾯ τρόπῳ βούλεται ὁ τὴν ἑκάστου διορίσας ζωὴν πρὸ τῶν αἰώνων Θεός, ἕκαστον πρὸς τὸ οἰκεῖον τῆς ζωῆς ἄγει τέλος, εἴτε δίκαιον, εἴτε ἄδικον (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 113:κβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Δ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 171:22.

65 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Περὶ Προσευχῆς, μτφρ. ἀπὸ τὰ ρωσικὰ Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία, μτγλ. τῆς Β΄ ἔκδοσης στὴ δημοτική, Ἔσσεξ Ἀγγλίας: Ἱερὰ Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, 2009 (Γ΄ ἔκδοση), «Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ σὲ κάθε καιρὸ καὶ περίσταση», σ. 152.

66 Ὅταν κλείσῃς τὰς θύρας τοῦ οἰκήματος καὶ μόνος ὑπάρχῃς, γίνωσκε, ὅτι συμπάρεστί σοι ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀφορισθεὶς ἑκάστῳ ἀνθρώπῳ ἄγγελος· ὃν οἱ Ἕλληνες οἰκεῖον δαίμονα καλοῦσιν· οὗτος ἀκοίμητος καὶ ἀπαραλόγιστος ὑπάρχων, ᾀεὶ συμπάρεστί σοι· πάντα βλέπων καὶ ὑπὸ σκότους μὴ ἐμποδιζόμενος· μετὰ τούτου καὶ τὸν Θεὸν ἐν παντὶ τόπῳ ὑπάρχοντα· οὐδὲ γάρ ἐστι τόπος ἢ ὕλη τις, ἐν ᾗ μή ἐστιν ὁ Θεός, ὡς πάντων μείζων καὶ πάντας ἐμπεριέχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 12:ξβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Συμβουλὲς… σὲ 170 κεφάλαια», σ. 37:62.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ