01.07 | Γνώση και Επίγνωση – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

7. Γνώση καὶ Ἐπίγνωση

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ὑπάρχουν δύο εἴδη γνώσης. Τὸ ἕνα φροντίζει τὸν ἄνθρωπο ὡς πρὸς τὴν ἀγωγή του, τὴν πολιτεία του, τὴν ἐπιβίωσή του καὶ τὴν ἱκανότητά του νὰ ἀπολαμβάνει καὶ νὰ χαίρεται ὄχι μόνο ὅ,τι ὁ Θεὸς δημιούργησε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας μέσα στοὺς αἰῶνες. Ἐπιπλέον, αὐτὸ τὸ εἶδος γνώσης τείνει καὶ πρέπει νὰ τείνει πρὸς τὴν ἀνάπτυξη τῆς νοητικῆς ἱκανότητας. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὑπάρχουν τὰ σχολεῖα, τὰ πανεπιστήμια καὶ διάφορα ἄλλα ἱδρύματα. Τὸ ἄλλο εἶδος γνώσης εἶναι ἡ ἀναζήτηση καὶ ἀνεύρεση τοῦ δρόμου ἐκείνου ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐσωτερική του τελείωση, γιὰ τὸν τελικό του σκοπό, ποὺ εἶναι ὁ Θεός.

Τὸ πρῶτο εἶδος γνώσης, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ ἔξω ἢ θύραθεν παιδεία, προσφέρει στὸν ἄνθρωπο μιὰ θέση στὴν κοινωνία, χρήματα, κύρος, δυνατότητες νὰ ἀνταπεξέλθει γενικὰ στὶς βιοτικές του ἀνάγκες, καλλιεργεῖ τὸν νοῦ καὶ ἐξασφαλίζει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ γευτεῖ ἀνάλογα αὐτὰ ποὺ τοῦ προσφέρει ὁ ὑλικὸς κόσμος. Τὸν ἀφήνει ὅμως ἀκάλυπτο ὡς πρὸς τὶς δυσάρεστες πλευρὲς τοῦ χαρακτήρα του καί, συνολικά, τῶν τάσεών του, ἀφοῦ δὲν τοῦ παρέχει καμία δυνατότητα ἀλλαγῆς.

Ἕνα ἄτομο, ὅσες γνώσεις καὶ ἂν ἔχει, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποβάλει ἐλαττώματα ὅπως ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα ποὺ ἔχουν δυσάρεστες συνέπειες καὶ τὸ φέρνουν διαρκῶς σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ἡ ἄλλη γνώση, ἡ λεγόμενη ἔσωθεν ἢ ἐσωτερικὴ παιδεία, δὲν προσφέρει κύρος οὔτε χρήματα, ἀλλὰ θέτει σὲ δοκιμασία τὶς ἐσωτερικὲς ἀξίες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν ἀφήνει κανέναν νὰ ζεῖ στεῖρα, ἐπαναλαμβάνοντας τὸν ἑαυτό του – εἶναι ἡ γνώση ποὺ μεταμορφώνει καὶ ἀναζωογονεῖ.

Ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καλυτερέψει μόνο μὲ διανοητικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ ἔργα οὔτε μόνο μὲ τὴν τεχνικὴ πρόοδο. Ὑπάρχουν πολλοὶ ἐπιστήμονες, πολλοὶ διανοούμενοι, πολλοὶ καλλιτέχνες καὶ ἀπίθανη τεχνικὴ πρόοδος, καὶ ὅμως τίποτα δὲν ἀλλάζει. Τίποτα δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο κάποιο ἀντάλλαγμα χαρᾶς γιὰ τὴν πολύμοχθη προσπάθειά του. Πορευόμαστε μέσα σὲ ἕναν ἀπρόσωπο κόσμο ποὺ ζεῖ καὶ ἐργάζεται ἀτομικά. Ἀκόμα καὶ οἱ καλλιτέχνες ἐκπροσωποῦν αὐτὴ τὴν προσωπική, ἐγωιστικὴ πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου, μιὰ πλευρὰ ἐξαιρετικὰ ἀνεπτυγμένη στὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουν ὅλο καὶ περισσότερο στὸ νὰ κρύβονται, νὰ ἀπομονώνονται, νὰ κλείνονται στὴ μικρή τους τρύπα. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ὀλέθριο, γιατὶ ἔτσι στεροῦνται τὴ δυνατότητα νὰ δεχτοῦν ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ ξεχειλίζουν ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου.

Ὅταν πρόκειται γιὰ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ χρῆμα, γιὰ σπίτια, γιὰ προβολή, ὅλοι ὁμονοοῦν καὶ ἀφιερώνουν σὲ αὐτὰ ὅλες τὶς δυνάμεις τους. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ τὴν εὐτυχία τους, γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία τους, τὴ μόνη ἐλευθερία, ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ κοινὸ ὄφελος, τότε αὐτὸ δὲν τοὺς λέει τίποτα. Οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἦρθαν στὴ Γῆ μόνο γιὰ νὰ τρῶνε, νὰ πίνουν, νὰ ἀφροδισιάζουν, νὰ κάνουν ἀνοησίες, καὶ θέλουν νὰ ἀγνοοῦν σὲ μόνιμη βάση ὅτι ἡ ἀποστολή τους ἐδῶ στὴ Γῆ εἶναι νὰ ἐργάζονται γιὰ τὴ δική τους ἐξέλιξη, καθὼς καὶ γιὰ ἐκείνη τοῦ κόσμου ποὺ τοὺς περιβάλλει. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὲ ὅ,τι θεῖο ἔχει μέσα του, μπορεῖ νὰ εἶναι –ὅπως κατάλληλα ἔχει εἰπωθεῖ– ἢ τὸ μηδὲν ἢ τὸ ἄπειρο ἢ σταδιακὰ ἀπὸ τὸ μηδὲν νὰ ταξιδεύει πρὸς τὸ ἄπειρο, ὅπου καὶ εἶναι ἡ μόνιμη κατοικία του. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐξέλιξη. Ὑπάρχει ἕνα νόημα, ἕνα σχέδιο, ἕνας Νόμος ποὺ ὠθεῖ ὅλη τὴ Δημιουργία στὸ νὰ ἐξελίσσεται. Ὅλα ἐξελίσσονται: τὰ φυτά, τὰ ζῶα, οἱ ἄνθρωποι. Ὁ νόμος τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐξέλιξη, δηλαδὴ ἡ μέχρι τελειότητας ἀνάπτυξη.

Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν. (Κατὰ Ματθαῖον 5:48)

Ὅλα πρέπει νὰ προχωροῦν, νὰ καλυτερεύουν, νὰ ἐξελίσσονται. Σήμερα, ἀντίθετα, ὅλοι ἐργάζονται γιὰ νὰ ὑπερισχύσουν, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν περισσότερα. Αὐτὸ ποὺ ζήτησε ἐκεῖνος ὁ ἀνεκδιήγητος βασιλιὰς τῆς Ἀνατολῆς νὰ γραφτεῖ στὸν τάφο του καὶ γράφτηκε, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Παυσανίας, τὸ περίφημο «Ἔσθιε, πίνε καὶ ἀφροδισίαζε, τ’ ἄλλα δ’ οὐδέν», ἔχει γίνει σήμερα κανόνας ζωῆς. Διδάχτηκε σὲ ἐμᾶς ἀπὸ τοὺς προηγούμενούς μας καὶ τὸ διδάσκουμε καὶ ἐμεῖς στὰ παιδιά μας. Τὸ ἀποδέχεται ἡ κοινωνία σχεδὸν στὸ σύνολό της. Μὲ αὐτὸ τὸ σύνθημα τοῦ Σαρδανάπαλου, ποὺ ἔγινε σημαία μας, ἀγωνιζόμαστε, κοπιάζουμε, μοχθοῦμε, ὑποβιβάζοντας ἔτσι τὸ ἀνθρώπινο εἶδος σὲ ἐκεῖνο τῶν ζώων, ἀφοῦ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ ἐμᾶς νὰ ἀποκτήσουμε «τὶς ἀρετὲς» ποὺ ἔχουν καὶ τὰ ζῶα, δηλαδὴ τὴν τροφή, τὴν ἀναπαραγωγὴ καὶ τὴν «κοπιώδη» ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν μας, γιὰ νὰ τὰ κάνουμε καὶ αὐτὰ μὲ τὴ σειρά τους δυστυχισμένα, γιὰ νὰ νιώσουν τὴν πικρία καὶ τὴν ἀπογοήτευση, τὴν πικρία ποὺ νιώθουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ὅταν διαδοχικὰ προσκρούουμε στὰ πολλαπλὰ ἀδιέξοδα τῆς ζωῆς μας. Ἀπογοήτευση καὶ πικρία ὅταν δὲν ἐπιτυγχάνουμε τοὺς στόχους μας καὶ ἀπογοήτευση καὶ πικρία ὅταν τοὺς ἐπιτυγχάνουμε, ἀφοῦ πάντοτε ἀκολουθεῖ ἡ θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι ὄχι μόνο τίποτα τὸ μόνιμο καὶ τὸ σταθερὸ δὲν ἐπιτύχαμε, ἀλλὰ πάντοτε παρουσιάζεται κάτι καινούριο μπροστά μας ποὺ μᾶς παρακινεῖ νὰ τὸ ἀκολουθήσουμε.

Ἔχουμε μετατρέψει τὴ μάνα Γῆ σὲ πεδίο ἀντιπαραθέσεων, ἐμπλοκῶν, σύγχυσης καὶ ἀπελπισίας. Ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο φθορᾶς καὶ ὀδύνης ποὺ δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο ἀπὸ γέννηση, συντήρηση καὶ θάνατο, καὶ τὸν ὁποῖο κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος θὰ ἤθελε νὰ ἀντιπαρέλθει.

Ἔτσι, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, καταλήγουμε στὴν ἀπελπισία καὶ στὴν ἀπογοήτευση, καὶ ἔρχεται ἡ μοιραία στιγμὴ ποὺ διαπιστώνουμε ὅτι ὅλα ὑπῆρξαν μάταια – ὅλα ὅσα κερδίσαμε ἢ χάσαμε ἦταν ἀνώφελα. Διαπιστώνουμε αὐτὸ ποὺ διαπίστωσε καὶ ὁ σοφὸς ἐκεῖνος βασιλιὰς τῶν Ἰουδαίων καὶ τὸ ἔγραψε στὸν Ἐκκλησιαστή: Ματαιότης ματαιοτήτων […] τὰ πάντα ματαιότης (Π.Δ., Ἐκκλησιαστὴς 12:8). Γιατὶ στὸ συμπέρασμα αὐτὸ καταλήγουμε ὅταν πλέον ἀποσυρόμαστε ἀναγκαστικὰ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ ζωὴ γιὰ νὰ στοιχιθοῦμε στὶς στρατιὲς τῶν γερόντων. Ἐγκαταλελειμμένοι ἀπὸ ὅλους καὶ ὅλα, ἀκολουθούμενοι μόνο ἀπὸ τὸν φόβο τῆς ἀρρώστιας καὶ τοῦ θανάτου καὶ σέρνοντας πίσω μας ἕνα σῶμα ποὺ ἐλάχιστα ἢ καθόλου ἀνταποκρίνεται στὶς ἐπιθυμίες μας, ἀτενίζουμε τὸν σωρὸ τῶν ἀγαθῶν ποὺ συλλέξαμε μὲ τὴν ἴδια ἀδιαφορία ποὺ ἀτενίζει καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν συνέλεξε τίποτα. Τὸ χρῆμα, ἡ κάποια παλιὰ δόξα, τὰ τιμαλφή, οἱ ὡραῖες φωτογραφίες, οἱ καλλιτεχνικοὶ θησαυροὶ δὲν βοηθοῦν σὲ τίποτα.

Ὅλα εἶναι ἀσθενέστερα ἀπὸ σκιά, πιὸ ἀπατηλὰ ἀπὸ ὄνειρα. […] Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα εἶναι μάταια, ὅσα δὲν ὑπάρχουν μετὰ τὸν θάνατο. Δὲν παραμένει ὁ πλοῦτος, οὔτε συνοδεύει ἡ δόξα. Γιατὶ ὅταν ἔρθει ὁ θάνατος, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξαφανίζει. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)67

Μάταιοι οἱ κόποι, οἱ θαμμένες φιλοδοξίες μας, οἱ νίκες μας, οἱ ἧττες μας, ὅλα ἕνας ἄχρηστος σωρός, ἕνα ἄχρηστο ὑλικὸ ἕτοιμο γιὰ ἀνακύκλωση, ὅπως καὶ τὸ σῶμα μας στὸ ὁποῖο πιστέψαμε. Ἔτσι τελειώνει αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη κωμωδία γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ξέχασαν τὴν ἀποστολή τους καὶ ἔγιναν ὑποχείριοι τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν φιλοδοξιῶν τους.

Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ σκέφτηκαν διαφορετικά, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔστρεψαν τὰ μάτια τους πρὸς τὸν Οὐρανό, δὲν ὑπάρχει τέτοιο τέλος, γιατὶ ὅσο φθείρεται τὸ σῶμα, τόσο δυναμώνει τὸ πνεῦμα καὶ φωτίζει καὶ λαμπρύνει τὸν νοῦ, τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀτενίζει τὴν αἰωνιότητα καὶ προχωρεῖ μέχρι τὸ τέλος χωρὶς φόβο γιὰ τὴν ἀρρώστια, χωρὶς φόβο γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἐγκατάλειψη, χωρὶς πικρία γιὰ τὴ φθορὰ τοῦ σώματός του.

Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ’ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Β΄ 4:16)

Παρατηρῆστε τοὺς ἀνθρώπους γύρω σας στοὺς δρόμους τῶν πόλεων, παντοῦ θὰ διαπιστώσετε ὅτι εἶναι ἐπικεντρωμένοι ἀποκλειστικὰ στὸν ἑαυτό τους καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν οἰκογένεια. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ζοῦν ἀπορροφημένοι στὶς δουλειές τους, ἀναζητώντας ἀποκλειστικὰ τὴ δική τους εὐχαρίστηση, ἐπιθυμώντας κυρίως τὴν καλοπέραση, καὶ δὲν ἀσχολοῦνται παρὰ μόνο συμπτωματικὰ καὶ ἐντελῶς «κοινωνικὰ» μὲ κάτι πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τους τὴν οἰκογένεια δὲν τὴν ἀντιμετωπίζουν σὰν αὐτοσκοπό, ἀλλὰ σὰν μέσο γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἀτομικῶν τους προσδοκιῶν καὶ ἐπιδιώξεων. Γιὰ παράδειγμα, ἡ γυναίκα ἀντιμετωπίζει τὸν ἄνδρα σὰν μέσο γιὰ τὴν κοινωνική της προβολὴ καὶ ὁ ἄνδρας τὴ γυναίκα σὰν ἀντικείμενο ἡδονῆς καὶ ταυτόχρονα οἰκιακὸ ὑπηρέτη, τὸ παιδὶ ἀντιμετωπίζει τοὺς γονεῖς σὰν αὐτοὺς ποὺ τοῦ παρέχουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, οἱ δὲ γονεῖς ἀντιμετωπίζουν τὰ παιδιὰ μὲ τὴν ἀπώτερη προσδοκία νὰ λάβουν πίσω τὰ ὀφειλόμενα μὲ τὴ μορφὴ περίθαλψης στὰ γηρατειά τους. Εἶναι ὁ κόσμος ποὺ πιστεύει σὲ ὅ,τι βλέπει, σὲ ὅ,τι ἀκούει, σὲ ὅ,τι ἀκουμπᾶ. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς τὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς ὑπέρτατης δύναμης ποὺ διέπει καὶ ρυθμίζει τὸν κόσμο, χωρὶς τὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ, εἶναι καταδικασμένος ἐδῶ στὴ Γῆ νὰ ὑποφέρει, νὰ φθείρεται καὶ νὰ συνθλίβεται ἀπὸ παράγοντες ποὺ οὔτε βλέπει οὔτε ἀκούει οὔτε ἀκουμπᾶ. Καὶ αὐτὸ διότι ὁ πιὸ σημαντικὸς κόσμος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀόρατος, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια, κάτω ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιδερμίδα τοῦ ἀνθρώπου – εἶναι ὁ λεγόμενος ἐσωτερικὸς κόσμος ἤ, ἂν θέλετε, ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων. Ὁ πιὸ σημαντικὸς κόσμος εἶναι αὐτὸς ποὺ ζοῦμε καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς ἢ δίπλα μας. Αὐτὸ ποὺ εἶναι πραγματικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται. Ἂν αἰσθάνεται δυστυχής, κατατρεγμένος, ἀδύναμος, ἂν νομίζει κανεὶς ὅτι τὸν κυνηγοῦν δράκοντες ἢ ληστές, ἂν νομίζει ὅτι εἶναι ἀσθενής, εὐάλωτος, ἀνασφαλὴς κ.λπ., ἔστω καὶ ἂν τίποτε ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν συντρέχει, ἔστω καὶ ἂν τίποτε ἀπὸ ὅσα νομίζει δὲν ὑπάρχει ἀντικειμενικά, δὲν ἔχει σημασία, γιατὶ ἐκεῖνος εἶναι λυπημένος, εἶναι ἄρρωστος. Ὁδηγεῖται στὸν ψυχίατρο, στὸν ψυχολόγο. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητά μας, αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος, αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμαστε, αὐτὸ ποὺ ἔχουμε στὸν νοῦ μας. Ποιὰ χαρὰ ἀποκομίζουν ἀντικειμενικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ οἱ φιλάργυροι, ἔστω καὶ ἂν ἔχουν συσσωρευμένα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, τί χαρὰ ἀποκομίζουν, γενικά, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ συσσώρευσαν πλεονάζοντα ὑλικὰ ἀγαθά;

Ἀφοῦ λοιπὸν διεπόμαστε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐκλαμβάνει ὁ νοῦς μας ὡς πραγματικὸ καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι, ὀφείλουμε νὰ στρέψουμε αὐτὸν τὸν νοῦ πρὸς τὸ πραγματικὸ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀφήσουμε νὰ πλανιέται, νὰ ζεῖ στὴν αὐταπάτη καὶ στὸ ψέμα. Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ὅμως, πρέπει νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ ἀφυπνιστοῦμε, νὰ προσπαθήσουμε νὰ γνωρίσουμε τὴν πραγματικότητα, αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ γίνουμε. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ μιμούμαστε τὸν τόσο ἀξιαγάπητο ἀλλὰ καὶ τόσο θλιβερὸ ἥρωα τοῦ Θερβάντες, τὸν Δὸν Κιχώτη, γιατὶ ὅταν θὰ κλείσει ἡ αὐλαία –καὶ ἡ αὐλαία θὰ κλείσει γιὰ ὅλους– δὲν θὰ ὑπάρξει χρόνος γιὰ νὰ προσαρμοστοῦμε. Ἂς γνωρίσουμε καὶ ἂς προστατεύσουμε τὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό μας ἀπὸ τέτοιες πλάνες, γιατὶ ὁ ἐσωτερικὸς ἑαυτός μας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὑπῆρξε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει πάντοτε – αὐτὸν πρέπει νὰ ὑπολογίζουμε, αὐτὸν νὰ ἀγαπᾶμε.

Ἕνας εἶναι αὐτὸς ποὺ φαίνεται καὶ ἕνας εἶναι κάτω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ φαίνεται – ὁ κρυμμένος, ἀόρατος, ἔσω ἄνθρωπος, ὁ κυριότερος καὶ ἀληθέστερος ἄνθρωπος. Μέσα μας, λοιπόν, ἔχουμε ἄνθρωπο καὶ κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς εἴμαστε διπλοί. Καὶ εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ λέγεται, ὅτι μέσα μας ὑπάρχουμε. Ἐγὼ λοιπὸν εἶμαι ὅπως ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος. Τὰ ἐξωτερικά μου χαρακτηριστικὰ δὲν εἶναι τὸ ἐγώ μου, ἀλλὰ εἶναι τὰ δικά μου. Ἐγὼ εἶμαι τὸ λογικὸ τῆς ψυχῆς. Ὥστε τὸ τέλειό μας μέρος τὸ ἔχουμε στὸ λογικὸ τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα μας λοιπὸν εἶναι μέρος τῶν δικῶν μας, εἶναι ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὄργανο τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κυρίως ὅ,τι εἶναι ἡ ψυχή του. (Βασίλειος ὁ Μέγας)68

[…] μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα· τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Β΄ 4:18)

Ὑπάρχει μιὰ ἀντίφαση, μιὰ ἀσυνέπεια στὴ ζωή μας. Ἐνῶ ὅλοι μιλᾶμε γιὰ πνεῦμα, εὐφυΐα, ψυχὴ κ.λπ., ὅταν ἐρωτηθοῦμε σχετικὰ ἀρνούμαστε τὴν ὕπαρξή τους. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ συνομιλία τοῦ Ναπολέοντα μὲ κάποιο στρατηγό του ποὺ μᾶς μεταφέρει ὁ βιογράφος του. Ρωτᾶ ὁ Ναπολέων τὸν στρατηγὸ ἂν πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἀπαντᾶ ἀρνητικά, ἰσχυριζόμενος ὅτι δὲν εἶδε ποτὲ τὸν Θεό. Ξαναρωτᾶ ὁ Ναπολέων τὸν στρατηγὸ ἂν πιστεύει στὸ πνεῦμα. Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ στρατηγοῦ αὐτὴν τὴ φορὰ εἶναι θετική. Μά, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ναπολέων, τὸ πνεῦμα τὸ εἴδατε ποτέ; Καὶ ἐνῶ ὁ στρατηγὸς σιωπᾶ ἀπὸ ἀμηχανία, ὁ Ναπολέων μονολογεῖ: «Ἂν γνώριζα πῶς σκέπτεσαι, δὲν θὰ σὲ εἶχα κάνει οὔτε δεκανέα».

Ἂν τὸ ἀόρατο πνεῦμα δὲν εἶναι παρόν, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι παρόντα τὰ μάτια καὶ ὁ ἐγκέφαλος, εἶναι ἀδύνατο νὰ λειτουργήσει αὐτὸ ποὺ λέγεται ἄνθρωπος. Ὅλοι ἐργάζονται μὲ συλλογισμοὺς καὶ συμπεράσματα. Ὁ καθημερινὸς ἄνθρωπος, μὰ καὶ ὁ ἐπιστήμονας, στηρίζουν τὶς ἀπόψεις τους σὲ συλλογισμοὺς ποὺ εἶναι προϊόντα τῆς ἀντίληψης καὶ τῆς κρίσης τους. Διεργασία νοηματική, διεργασία ποὺ ἐπιτελεῖται ἀφανῶς στὸν ἀόρατο ἐσωτερικὸ κόσμο. Εἴμαστε ὑπερήφανοι γιατὶ ὡς ἄνθρωποι φτάσαμε ἀπὸ τὸ στάδιο τοῦ Homo Erectus στὸ στάδιο τοῦ Homo Sapiens, τοῦ σκεπτόμενου ἀνθρώπου. Εἶναι ὑπερήφανος ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ νοημοσύνη του, τὴν εὐφυΐα του κ.λπ., ἰδιότητες ὅμως ποὺ ἀνήκουν σὲ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν εἶναι ὁρατός, ποὺ δὲν ψηλαφεῖται, ποὺ ἀνήκουν στὸν ἀόρατο ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀντλεῖ τὴ νοημοσύνη του ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, ἀφοῦ πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Του.

Τὸ νὰ ἀρνεῖται κανεὶς αὐτὴν τὴ νοημοσύνη ποὺ βρίσκεται παντοῦ εἶναι παράλογο. Ἀσφαλῶς, ἂν εἶναι κανεὶς κακοπροαίρετος καὶ πεισματάρης δὲν πείθεται ποτέ. Θὰ εἶναι σὰν αὐτὴν τὴ γυναίκα ποὺ ἦταν τόσο πεισματάρα, ὥστε δὲν ἤθελε νὰ ὑποχωρήσει ποτέ. Ὁ σύζυγός της προσπαθοῦσε νὰ τῆς ἐξηγήσει ὑπομονετικὰ καὶ εὐγενικὰ ὅτι ἔκανε λάθος, δὲν κατόρθωνε ὅμως ποτὲ νὰ τὴν πείσει. Μιὰ μέρα φιλονίκησαν γιὰ ἕνα ψαλίδι καὶ ὁ σύζυγός της προσπαθοῦσε νὰ τῆς ἀποδείξει ὅτι κάποιο ὕφασμα δὲν εἶχε κοπεῖ μὲ τὸ ψαλίδι. Δὲν γινόταν τίποτα, καὶ ἀπελπισμένος ὁ σύζυγος τὴν ἔριξε στὸ ποτάμι. Καὶ ὅπως πνιγόταν ἡ γυναίκα, δὲν ζητοῦσε βοήθεια οὔτε ἔκανε προσπάθεια γιὰ νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ ἔβγαλε τὸ χέρι της ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ μὲ τὰ δύο δάχτυλα ἔκανε τὴν κίνηση ποὺ κάνει τὸ ψαλίδι ὅταν κόβει γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν ἄποψή της.

Γιὰ ὅλα ὅσα κάνομε, ὁ Θεὸς ἐξετάζει τὸ σκοπό, ἂν τὰ κάνομε γι’ Αὐτὸν ἢ ἀπὸ ἄλλη αἰτία. […] Γιατὶ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποβλέπει στὰ ἔργα, ἀλλὰ στὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο γίνονται τὰ ἔργα. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)69

Ἂς γίνουμε λοιπὸν συνειδητοί, ἂς ζήσουμε μὲ ἐπίγνωση, ἂς διερωτηθοῦμε ποιοὶ εἴμαστε, ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε καὶ ποῦ θὰ πᾶμε. Ὅπως γνωρίζουμε γιατὶ τρῶμε, γιατὶ κοιμόμαστε κ.λπ., πρέπει νὰ μάθουμε καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, γιατὶ συνάπτουμε μιὰ φιλικὴ ἢ ἐρωτικὴ ἢ κοινωνικὴ σχέση, γιατὶ ταξιδεύουμε, γιατὶ πηγαίνουμε στὸ θέατρο, στὸν κινηματογράφο, γιατὶ βλέπουμε τηλεόραση, γιατὶ κάτι μᾶς ἀρέσει καὶ κάτι ἄλλο δὲν μᾶς ἀρέσει καί, γενικά, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι κάθε λόγος καὶ κάθε ἐνέργειά μας ὀφείλει νὰ εἶναι συνέπεια μιᾶς προηγούμενης σκέψης μας, ποὺ θὰ μᾶς προτρέπει, θὰ ἐπικροτεῖ τὸ λογικὸ καὶ θὰ ἀποτρέπει τὸ παράλογο, τὸ χωρὶς νόημα ποὺ συχνὰ προκαλεῖ δυσάρεστα ἀποτελέσματα. Καθετὶ ποὺ κάνουμε δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται αὐτοσκοπός, ἀλλὰ μέσο γιὰ τὸν σκοπό μας. Ἂς σκεφτοῦμε ἐκεῖνες τὶς στρατιὲς τῶν συνανθρώπων μας ποὺ καθ’ ὁδὸν λησμόνησαν τὸ ποῦ πηγαίνουν. Ταυτίστηκαν μὲ κάτι καὶ αὐτὸ ἦταν ὅλο – αὐτὸ τὸ κάτι, ἴσως ἕνας ἄνθρωπος, ἴσως ἕνας τόπος, ἴσως ἕνα ἀντικείμενο τοὺς κρατᾶ αἰχμάλωτους, δούλους. Σκεφτεῖτε, ἀλήθεια, ἐκεῖνο τὸν ἄνθρωπο ποὺ ταυτίστηκε τόσο πολὺ μὲ τὴ δουλειὰ ποὺ ἔτυχε νὰ κάνει γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του, ὥστε ὅταν τὴν τελειώνει πέφτει στὸ κενό, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄχρηστο γιατὶ δὲν ὑπηρετοῦσε τὸν ἀφέντη του, τὸν πρώην ἐργοδότη του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴ δουλειά του ὅταν ἀποσύρεται θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄχρηστο, γιατὶ δὲν ἀπολαμβάνει τὶς τελείως τυπικὲς καὶ χωρὶς νόημα ἐπιδαψιλεύσεις τῶν ὑφισταμένων του καὶ τῶν συνανθρώπων του ποὺ θὰ τύχαινε νὰ τὸν ἔχουν κάποια ἀνάγκη. Στερεῖται τὴ γαλήνη τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπολαύσει τοὺς κόπους τῆς κοπιαστικῆς ζωῆς του, ὅπως δικαιοῦται νὰ κάνει κάθε ἐργάτης στὸ τέλος τῆς ἐργασίας του.

Ὅ,τι πλησιάζουμε χωρὶς ἐπίγνωση, ἐπιπόλαια, ἔτσι ἁπλῶς γιατὶ μᾶς ἀρέσει, δὲν θὰ μᾶς διδάξει τίποτα. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους περπατοῦν στὴν ἐπιφάνεια τῆς ὕπαρξής τους, ζοῦν τὴν ψυχοσωματικὴ πλευρὰ τῶν πραγμάτων καὶ ἀγνοοῦν τὴν πνευματικὴ πλευρὰ ποὺ εἶναι καὶ ἡ οὐσιώδης, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ζοῦν κατὰ τὸ γράμμα τοῦ νόμου καὶ ἀγνοοῦν ὅτι μόνο ὅταν ἀρχίσουν νὰ ἀντιλαμβάνονται, νὰ ἀναγνωρίζουν καὶ στὴ συνέχεια νὰ κατανοοῦν τὴν πραγματικότητα, τότε μόνο θὰ μποροῦν νὰ προσεγγίσουν τὸ Θεῖο, δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα. Γεμίζουμε τὸ μυαλό μας μὲ καταγραφὲς ἐπιφανειακὲς μέσα ἀπὸ ὅ,τι ἀκοῦμε, ὅ,τι διαβάζουμε, ὅ,τι βλέπουμε. Ὅμως αὐτὲς οἱ καταγραφὲς σβήνουν γρήγορα γιατὶ εἶναι ἀνεπίγνωστες, ἐπιφανειακές. Ὅλα μένουν στὴν ἐπιφάνεια καὶ ὅλα εἶναι ἕτοιμα νὰ σβηστοῦν, καὶ ὁπωσδήποτε θὰ σβηστοῦν μαζὶ μὲ τὴ φθορὰ τοῦ σώματος καὶ τὴν τελικὴ διάβρωσή του. Ἀντίθετα, ὅ,τι ζήσουμε, ὅ,τι νιώσουμε, ὅ,τι γευτοῦμε ἀληθινὰ καὶ μὲ ἐπίγνωση δὲν θὰ τὸ ξεχάσουμε. Γιατὶ αὐτὸ γράφεται βαθιά, χαράζεται ὄχι στὸν νοῦ, ἀλλὰ στὴν ψυχή μας, καὶ αὐτὸ θὰ τὸ πάρουμε μαζί μας καὶ ὅταν ξανάρθουμε ἐδῶ στὴ Γῆ, θὰ τὸ θυμόμαστε γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὴν ἐξέλιξή μας.

Ὅλα ὅσα μάθαμε στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια καὶ ὅπου ἀλλοῦ, ἂν δὲν γίνουν γνώση δική μας δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ πάρουμε μαζί μας στὴν ἀλλαγὴ ποὺ μοιραῖα θὰ ἀκολουθήσει, δὲν θὰ μᾶς ἀκολουθήσουν στὴ μετὰ τὸν λεγόμενο θάνατο ζωή μας. Θὰ ἐγκαταλειφθοῦν ἐδῶ στὴ Γῆ ἄχρηστα μαζὶ μὲ τὰ συσσωρευμένα ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ συγκεντρώσαμε στὴ μάταιη περιπλάνησή μας στὴ Γῆ, μαζὶ μὲ τὶς νίκες μας, τὶς ἧττες μας, τὴ μάταιη ἱκανοποίηση τῶν φιλοδοξιῶν μας. Φτάσαμε στὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς φθορᾶς, φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ ὑποβιβάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τοὺς θεσμούς, τὴ θρησκεία, φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ μὴ γνωρίζει ὁ θεολόγος τὸν Θεό, ὁ φιλόσοφος νὰ μὴ φιλοσοφεῖ καὶ ὁ ἐπιστήμονας νὰ ἐμπορεύεται τὴν ἐπιστήμη. Δὲν συναντᾶμε μόνο τὴν ἄγνοια τῶν ἀπαίδευτων, συναντᾶμε καὶ τὴν ἄγνοια τῶν μορφωμένων. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἄγνοιας δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἔλλειψη ὁποιουδήποτε προβληματισμοῦ, ἀλλὰ εἶναι κυρίως ἡ πικρία ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἄγνοιας ὅταν ἀντιλαμβάνεται μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια ὅτι αὐτὸ ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ἔζησε δὲν ἄφησε κανένα ἴχνος μέσα του – ὅλα χάθηκαν, ὅλα μετατράπηκαν σὲ κάποιες ἀναμνήσεις ποὺ ξεπηδοῦν ἀπὸ τὴ μνήμη ἀλλὰ εἶναι ἀνίκανες νὰ προκαλέσουν ὁποιαδήποτε χαρὰ ἢ πόνο ἢ ἔστω καὶ ἁπλὸ ἐνδιαφέρον. Μένει κανεὶς μὲ τὴ μοναξιά του, τὴν ἀνία καὶ τὸν φόβο, προπαντὸς τὸν φόβο γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη, τὴν ἀρρώστια καὶ τὸν λεγόμενο θάνατο. Πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ συμφιλιωθοῦμε μαζί του καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι θὰ πάψουμε νὰ κάνουμε ὅ,τι τὸν βλάπτει.

Πρέπει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε ὑπερήφανοι γιὰ κάτι ποὺ δὲν εἴμαστε, γιὰ κάτι ποὺ κατέχουμε ἢ κατακτήσαμε ὅταν δὲν ὑπάρχει τίποτα γιὰ κατοχὴ ἢ κατάκτηση, νὰ πάψουμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὶς ἐπιτυχίες μας καὶ τὶς νίκες μας, γιατὶ δὲν ὑπάρχει νικητὴς καὶ ἡττημένος σὲ αὐτὴν τὴ Γῆ – σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ κατὰ καιροὺς παίρνουμε τὶς θέσεις τοῦ νικητῆ ἢ τοῦ ἡττημένου, τοῦ φτωχοῦ ἢ τοῦ πλούσιου, τοῦ ἄνδρα ἢ τῆς γυναίκας, τοῦ δυνατοῦ ἢ τοῦ ἀδύνατου. Παίρνουμε τοὺς ρόλους αὐτοὺς ὄχι γιὰ νὰ διδάξουμε ὅπως ὁ ἠθοποιός, ἀλλὰ γιὰ νὰ διδαχτοῦμε μέσα ἀπὸ τὸν κάθε ρόλο, νὰ διδαχτοῦμε αὐτὸ ποὺ λέγεται ζωὴ μέσω τῆς ἐμπειρίας. Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε δὲν τὸ θέλουμε, εἴμαστε πτυχὲς αὐτῆς τῆς ἴδιας δύναμης ποὺ ἀποκαλοῦμε Θεό. Καὶ γιὰ νὰ ἐπιβιώσουμε καὶ νὰ ἐξελιχθοῦμε, πρέπει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ ἀποδεχθοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ διέπει καὶ ρυθμίζει τὰ πάντα μὲ τὴν ἀνυπέρβλητη Δύναμη καὶ τὴν ἀπεριόριστη κατανόησή Του, πρέπει νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦμε διότι ὅλα τὰ πράγματα, ἡ ζωή, ἡ πνοὴ καὶ τὸ φῶς, εἶναι Ἐκεῖνος.

Ἐν Αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν […]. (Πράξεις 17:28)

Αὐτὴ ἡ Ὑπέρτατη Δύναμη εἶναι ποὺ ἐλέγχει, μορφοποιεῖ, συνέχει, οἰκοδομεῖ, ἀναπτύσσει καὶ ὁδηγεῖ τὰ πάντα σὲ μιὰ ὑπέρτατη τελείωση.

Ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν […]. […] ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν. (Κατὰ Ἰωάννην 17:21, 23)

Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ ἐξαρτᾶμε τὶς ἐκδηλώσεις μας ἀπὸ τὴν ἐπιδοκιμασία ἢ ἀποδοκιμασία τῶν ἄλλων. Πρέπει νὰ πάψουν νὰ μᾶς ἀπασχολοῦν τὰ ὅσα οἱ ἄλλοι σκέπτονται γιὰ ἐμᾶς ἢ μᾶλλον αὐτὰ ποὺ νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι σκέπτονται γιὰ ἐμᾶς. Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὸν φόβο τῶν ἄλλων, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτοὶ πρέπει νὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν ἔτσι ὅπως ἐμεῖς θέλουμε. Τότε μόνο θὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι, ὅταν θὰ πάψουμε νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἐπιδοκιμασία ἢ νὰ προκαλοῦμε σκόπιμα τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἄλλων.

Ἀντίθετα, ὅταν κανεὶς ζεῖ καὶ βιώνει τὴ χαρά, τὴν ἁρμονία, τὸν πνευματικὸ πλοῦτο, τὴ δύναμη, τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, τί σημασία ἔχει γιὰ αὐτὸν ἂν ἔξω ἀπὸ αὐτὸν εἶναι ἡ τρικυμία, ἡ μιζέρια, ἡ ἀθλιότητα κ.λπ.; Αὐτὸ δὲν σημαίνει, βέβαια, ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ ἀγνοεῖ τὴν ἐξωτερικὴ πλευρά. Ἀντίθετα, πρέπει νὰ τὴ βιώνει, νὰ τὴν παρατηρεῖ, νὰ τὴ μελετᾶ, διότι μέσω αὐτῆς θὰ δεχτεῖ τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα καὶ θὰ σχηματίσει τὶς ἀνάλογες ἐμπειρίες ποὺ θὰ τοῦ χρησιμεύσουν στὴν ἐξέλιξή του. Ὅμως τὸ νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ ζήσει μὲ μόνη τὴν ἐξωτερικὴ πλευρὰ τῶν πραγμάτων, μὲ μόνο τὸν ὁρατὸ κόσμο, εἶναι ἀδύνατο. Ἂν δὲν ὑπάρχει τὸ συναίσθημα τῆς ὀμορφιᾶς, ἀκόμα καὶ ἂν βρεθεῖ κανεὶς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς Θείας Δημιουργίας καὶ μπροστὰ στὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρώπινης νοημοσύνης, θὰ μείνει ἀδιάφορος καὶ ἀπαθὴς καὶ τὸ πολὺ-πολὺ νὰ ψελλίσει μηχανικὰ ὡραῖες λέξεις, χωρὶς ὅμως οἱ λέξεις αὐτὲς νὰ σημαίνουν τίποτα γιὰ αὐτόν. Ὁ ἄνθρωπος ταξιδεύει, συχνάζει στὰ θέατρα, στὶς διαλέξεις ἢ ἀκόμα πιστεύει ὅτι εἶναι εὐλαβὴς ἐπειδὴ ἐπισκέπτεται τὴν ἐκκλησία στὶς μεγάλες ἑορτές, ὅπως οἱ ταξιδιῶτες ἐπισκέπτονται μιὰ ξένη χώρα. Ὅμως τί ἀποκομίζει ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὅταν μέσα του ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος εἶναι κενὸς καὶ ἀκατάλληλος νὰ δεχτεῖ καὶ νὰ δώσει σωστὰ ἐρεθίσματα;

Ἡ ἐσωτερικὴ καὶ ἡ ἐξωτερικὴ παιδεία εἶναι δύο δρόμοι παράλληλοι. Σὲ ἕναν βαθμὸ συγκλίνουν μεταξύ τους καὶ στὸ τέλος διαχωρίζονται ὁριστικά. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐναντίον τῆς ἐξωτερικῆς παιδείας, ὅσο καὶ ἂν ἀγαπᾶ τὴν ἐσωτερική. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ἐπιστήμονες καὶ καλλιτέχνες τοῦ ὕψους ἑνὸς Νεύτωνα, ἑνὸς Ἀινστάιν, ἑνὸς Μπετόβεν, ἑνὸς Σαίξπηρ καὶ τόσων ἄλλων. Ἡ διαμάχη τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαὰμ Καλαβροῦ ἀποτέλεσε καὶ ἀποτελεῖ καθαρὰ ἐσωτερικὸ ζήτημα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὁποιαδήποτε καὶ ἂν ὑπῆρξε ἡ γνώμη τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ παιδεία, δὲν ἐπηρεάζει παρὰ μόνο τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ οὔτε τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρξαν μεγαλοφυῖες χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει ἰδιαίτερη μόρφωση ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀπόρριψη τῆς ἐξωτερικῆς παιδείας.

Οἱ ἄνθρωποι θὰ κάνουν μέχρι ἑνὸς ὁρισμένου σημείου μόνοι τους τὶς ἐπιλογές τους καὶ καμία ἄποψη δὲν μπορεῖ νὰ σταματήσει τὴ ροὴ τοῦ κόσμου, ἀπὸ ὁποιονδήποτε καὶ ἂν προέρχεται.

Στὸ ξεκίνημά του λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ἂν δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ βαθιὰ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη ὁδηγεῖται ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων στὸν δρόμο τῆς σιωπῆς καὶ τῆς γαλήνης, στὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Θεό, τότε θὰ ἀκολουθήσει τὴ συνήθη ἐξωτερικὴ παιδεία, ἀλλὰ θὰ πρέπει πάντοτε νὰ ἔχει πρόσβαση καὶ στὴν ἐσωτερική. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θὰ πρέπει ἡ πρώτη νὰ παραχωρεῖ ἔδαφος στὴ δεύτερη, μέχρις ὅτου κανεὶς –θεληματικὰ καὶ μὲ τὴν ἀπόλυτα ἐλεύθερη βούλησή του– ἀφοσιωθεῖ στὴ δεύτερη, ὄχι γιατὶ ὑπάρχει κάποια στιγμὴ ποὺ θὰ πρέπει νὰ τὸ κάνει, ἀλλὰ γιατὶ θὰ ἔχει τέτοια ἐσωτερικὴ παρόρμηση, ποὺ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ κάνει διαφορετικά – πάντοτε ὅμως μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή του. Θὰ πρέπει ἴσως στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι, σὲ κάθε προσπάθειά μας, αὐτὸ ποὺ θὰ μετρήσει δὲν εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ὁ ἐπιδιωκόμενος σκοπός.

Ἡ παιδεία, ἡ ὁποιαδήποτε παιδεία καὶ ἡ γνώση ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτὴν πρέπει νὰ εἶναι μέσο ἀπελευθέρωσης τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ νὰ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ὄχι νὰ φορτώνει τὸν νοῦ μὲ νέα πράγματα ποὺ δὲν θὰ τὰ χρησιμοποιεῖ ὡς μέσο ἀλλὰ ὡς σκοπό. Ἡ μόρφωση ἔχει ἀξία ὅταν βοηθᾶ τὶς αἰσθήσεις νὰ ἐκλεπτυνθοῦν, ὅταν βοηθᾶ νὰ λεπτύνει τὸ παχὺ στρῶμα τῆς ὕλης ποὺ μᾶς περιβάλλει, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος πιὸ εὐαίσθητος καὶ νὰ μπορέσει κάποια στιγμὴ νὰ συλλάβει τὴ Θεία Ἁρμονία. Ἡ ἔξω παιδεία μπορεῖ νὰ μᾶς χρησιμεύσει, ὅπως εἴπαμε, στὴν ἀνάπτυξη τῆς νόησης, ὅμως ἡ νόηση δὲν ἀγγίζει παρὰ μόνο τὴν ἐπιφάνεια καὶ ὄχι τὴν οὐσία. Τὴν οὐσία θὰ τὴν προσεγγίσουμε μὲ τὴν ἔσω παιδεία, αὐτὴν ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχή.

Τὸ διάβασμα καὶ ἡ μόρφωση πολλὲς φορὲς ἀμβλύνουν τὶς αἰσθήσεις, γιατὶ δὲν τὶς ἀφήνουν νὰ λειτουργήσουν φυσιολογικά, ἀφοῦ τοὺς ἐπιβάλλουν ἕναν τρόπο θεώρησης τῶν πραγμάτων ἢ ἑρμηνείας ἢ ἀντίληψης τῶν πηγῶν καὶ τῶν ἐρεθισμάτων ἐντελῶς παραμορφωμένο, μὲ συνέπεια νὰ σχηματίζονται λανθασμένες ἢ ἐλλιπεῖς ἀντιλήψεις καί, στὴ συνέχεια, λανθασμένες ἐμπειρίες.

Οἱ ἀνθρώπινες ἐμπειρίες καὶ ἡ ἀνθρώπινη γνώση μποροῦν νὰ παραπλανήσουν τὸν ἄνθρωπο ὅταν δὲν χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ γιὰ νὰ συσσωρεύουν «πείρα» ἢ «γνώση» τῆς ζωῆς. Τότε δὲν ὁδηγοῦν στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἑαυτοῦ ἀπὸ τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγὼ ἀντίθετα διογκώνεται, γίνεται ἰσχυρότερο καὶ ἔτσι ἐμποδίζει τὴν προσέγγιση τῆς Ἀλήθειας. Αὐτὸ τὸ ἐγὼ πρέπει νὰ τὸ ξεπεράσουμε, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ νὰ ἀποτινάξουμε ἀπὸ μέσα μας τὸν γνωστικὸ θώρακα μὲ τὸν ὁποῖο μᾶς ὁπλίζει. Σὲ κάθε περίπτωση ὅμως δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι, ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πετάξει κανεὶς χωρὶς φτερά, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν χωρὶς τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του νὰ βρεθεῖ στὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας.

 


67 Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα. […] Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «Νεκρώσιμα Ἰδιόμελα», Ἦχος α΄, γ΄, στὸ Ἀκολουθία νεκρώσιμος: ἤτοι εἰς κεκοιμημένους. Ι΄ ἔκδοση. Ἀθῆναι: Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1992, σσ. 25-26). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

68 Ἕνα τὸν φαινόμενον, καὶ ἕνα τὸν ὑπὸ τῷ φαινομένῳ κεκρυμμένον, ἀόρατον, τὸν ἔσω ἄνθρωπον, τὸν καὶ κυριώτερον καὶ ἀληθέστερον ἄνθρωπον. Ἔσω τοίνυν ἔχομεν ἄνθρωπον, καὶ διπλοῖ τινές ἐσμεν· καὶ τό γε ἀληθὲς λεγόμενον, ὅτι ἔνδον ἐσμέν. Ἐγὼ γὰρ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον· τὰ ἔξω οὐκ ἐγώ, ἀλλὰ ἐμά· ἐγὼ δὲ τὸ λογικὸν τῆς ψυχῆς. Ὥστε τὸ τέλειον ἐν τῷ λογικῷ τῆς ψυχῆς ἔχομεν. Τὸ οὖν σῶμα, ἐμά· τὸ οὖν σῶμα, ὄργανον τοῦ ἀνθρώπου, ψυχῆς ὄργανον· ἄνθρωπος δὲ κυρίως, τὸ κατ’ αὐτὴν τὴν ψυχήν (Βασίλειος ὁ Μέγας, Λόγος Α΄, «Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς», στὸ Ἑλληνικὴ Πατρολογία, ἐπιμ. J.-P. Migne, τόμ. 30, Ἀθήνα: Κέντρο Πατερικῶν Ἐκδόσεων, 1998, σ. 17:7). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

69 Πάντων τῶν πραττομένων ὑφ’ ἡμῶν, τὸν σκοπὸν ζητεῖ ὁ Θεός, εἴτε δι’ αὐτὸν πράττομεν εἴτε δι’ ἄλλην αἰτίαν. […] Οὐ γὰρ εἰς τὰ γινόμενα, ἀλλ’ εἰς τὸν σκοπὸν τῶν γινομένων ἡ τοῦ Θεοῦ κρίσις ἐφορᾷ (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 19:λστ΄-λζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Ἀγάπης», σσ. 65:36, 66:37.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ