01.16 | Για τη Ζωή και τον Θάνατο – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

16. Γιὰ τὴ Ζωὴ καὶ τὸν Θάνατο

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Ἡ ἐντύπωση ποὺ σχημάτισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια γιὰ τὸν θάνατο εἶναι ἄσχημη καὶ ἡ εἰκόνα ζοφερή.

Φόβος καὶ δέος γιὰ τὸ ἄγνωστο. Τρόμος περιέβαλλε τὴν κλίνη τοῦ νεκροῦ καὶ τὸν τάφο, κατήφεια στὴ νεκρικὴ πομπή. Τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ καταθλιπτικὸ ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ φιλοξενεῖ τὸν νεκρό, ἀπὸ τὸ σκοτάδι ποὺ σκεπάζει ἕνα σπίτι ἐνῶ τὸ νεκρὸ σῶμα περιμένει τὴν ταφή του; Τί πιὸ ἀπεχθὲς ἀπὸ τὰ ὑποτιθέμενα θλιμμένα πρόσωπα τῶν νεκροθαφτῶν, τί πιὸ ἄκομψο ἀπὸ τὴ συνήθη βιασύνη τοῦ ἱερέα νὰ τελειώσει τὴν τελετή;

Ἔθιμα ὄχι καὶ τόσο ξεχασμένα, ὅπως οἱ κατ’ ἐπάγγελμα μοιρολογίστρες, τὰ μακριὰ φορέματα καὶ τὰ πέπλα, συμπληρώνουν τὸ σκηνικὸ τῆς φρίκης.

Στὴ λογοτεχνία, ὅπως εὐρύτερα στὴν τέχνη, αὐτὸς ὁ καταθλιπτικὸς τρόπος ἀντιμετώπισης τοῦ θανάτου κυριαρχεῖ. Συνήθως ἀπεικονίζεται στὸν πεζὸ καὶ ἔμμετρο λόγο, ἀλλὰ καὶ στὶς εἰκαστικὲς τέχνες, ὡς σκελετὸς μὲ ἕνα τεράστιο δρεπάνι, δείχνει τὰ δόντια του καὶ τὴν τρομακτικὴ φιγούρα του καὶ ἀπειλεῖ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα.

Αὐτὰ δείχνουν τὴν ἐξωτερικὴ εἰκόνα τῆς ἀντίληψης περὶ τοῦ θανάτου. Ἐσωτερικὰ ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ἀρχικὰ ἀπὸ πικρία καὶ ἀπογοήτευση μὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ πεθάνει, βαθμιαῖα δὲ ἡ ἀπογοήτευση αὐτὴ μεταβάλλεται σὲ τρόμο – τρόμο γιὰ τὸ ἄγνωστο, τρόμο γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν φίλων καὶ τῶν ἀγαθῶν, τρόμο γιὰ μιὰ πιθανὴ τιμωρία γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ ἔζησε.

Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς κόσμος εἶχε τὴν ἴδια θλιβερὴ ἀντίληψη μὲ ἐκείνη τοῦ Ὁμήρου σχετικὰ μὲ τὴ μοίρα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀχιλλέα στὸν Ἅδη. Τὸ ἴδιο ὅμως καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὰ χνάρια τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. Γράφει ὁ Ὅμηρος:

Ἄσ’ τα, Ὀδυσσέα τρανέ, κι ὁ θάνατος δὲν παίρνει παρηγόρια! Κάλλιο στὴ γῆς νὰ ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος σὲ ἀφέντη πού ’χασε τὸν κλῆρο του κι εἶναι τὸ βιός του λίγο, παρὰ ὁλωνῶν ἐδῶ τῶν ἄψυχων νεκρῶν ὁ ρήγας νά ’μαι.128

Ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ ποὺ χάραξε ἡ φιλοσοφία τοῦ Σωκράτη στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ ἡ ἀντίληψη τοῦ μεγάλου σοφοῦ ὅτι ἡ εὐδαιμονία ἀποκτᾶται μετὰ τὸν θάνατο –δηλαδὴ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα–, ὥστε νὰ μὴν πρέπει νὰ ἀγανακτεῖ κανεὶς ἀλλὰ νὰ πηγαίνει εὐχαριστημένος στὸν θάνατο, δὲν φαίνεται νὰ ἔπεισε κανέναν. Ὁ Σωκράτης ἔστρεψε τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν πέραν τοῦ φυσικοῦ κόσμου ἀόρατο κόσμο καὶ δίδαξε ὅτι ἡ ἔρευνα γιὰ τὴν προέλευση καὶ τὴν οὐσία τοῦ σύμπαντος, γιὰ τὴ σύσταση καὶ τὶς κινήσεις τῶν οὐράνιων σωμάτων, γιὰ τὸ σχῆμα τῆς Γῆς ἢ τὶς αἰτίες τῆς γέννησης καὶ τῆς φθορᾶς ἔχει πολὺ μικρότερη σημασία ἀπὸ τὴν κατανόηση τοῦ τί σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος καὶ νὰ γνωρίζει γιὰ ποιὸ σκοπὸ βρίσκεται στὸν κόσμο.

[…] ἐὰν μὲν δὲν πίστευα ὅτι πρόκειται νὰ πάω πρῶτα κοντὰ εἰς ἄλλους θεοὺς σοφοὺς καὶ ἀγαθούς, καὶ ἔπειτα κοντὰ εἰς ἀποθανόντας ἀνθρώπους καλύτερους ἀπὸ τοὺς ἐδῶ, ὡρισμένως θὰ εἶχα ἄδικον νὰ μὴ ἀγανακτῶ διὰ τὸν θάνατόν μου. Ὅμως, νὰ ξέρετε καλά, ἐλπίζω ὅτι πρόκειται νὰ πάω κοντὰ εἰς ἄνδρας ἀγαθούς· καὶ αὐτὴν μὲν τὴν ἐλπίδα μου ἴσως δὲν θὰ τὴν ὑπεστήριζα μ’ ἐπιμονήν, τὴν πίστιν μου ὅμως ὅτι πρόκειται νὰ πάω κοντὰ εἰς θεούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀγαθώτατοι δεσπόται, βεβαιωθῆτε ὅτι εἶμαι διατεθειμένος νὰ τὴν ὑποστηρίξω μὲ ὅσην δύναμιν θὰ ἠμποροῦσα νὰ ὑποστηρίξω παρόμοιον πρᾶγμα. Κατὰ συνέπειαν λοιπὸν δὲν ἔχω τοὺς ἰδίους λόγους ν’ ἀγανακτῶ· ἀπ’ ἐναντίας ἔχω τὴν καλὴν ἐλπίδα, ὅτι κάτι ὑπάρχει μετὰ θάνατον διὰ τοὺς ἀποθαμένους καί, σύμφωνα μ’ ἕνα παλαιὸν λόγιον, κάτι πολὺ καλύτερον διὰ τοὺς ἀγαθοὺς παρὰ διὰ τοὺς κακούς.129

Μάταια, ὅμως. Ὁ θάνατος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους παρέμεινε καὶ παραμένει τὸ κατεξοχὴν γεγονὸς φθορᾶς καὶ ἀφανισμοῦ τῆς ζωῆς, παραμένει –ὅσο παράλογο καὶ ἂν φαίνεται– μυστήριο ποὺ προκαλεῖ φόβο καὶ ἀμηχανία. Ἐλάχιστοι πίστεψαν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Καὶ ἐνῶ αἰῶνες τώρα ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα, κανεὶς δὲν θέλει νὰ γνωρίζει ὅτι αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἐπίγεια στὴν αἰώνια ζωή, κανεὶς δὲν θέλει νὰ γνωρίζει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ φυσικὸ τέλος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ μία φάση ἑνὸς ἀτέλειωτου κύκλου. Ζωὴ-θάνατος-ἀνάσταση, αὐτὰ εἶναι στάδια μιᾶς κοσμικῆς διαδικασίας ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἀδιάκοπα.

Γιὰ τὸ πρόβλημα αὐτὸ τοῦ θανάτου μᾶς συμβουλεύει ὁ Μέγας Ἀπόστολος:

Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α΄ 4:13-14)

Γιατί φοβόμαστε καὶ θρηνοῦμε τοὺς κεκοιμημένους; Ἀγνοοῦμε τὴν ἀνάσταση καὶ λυπόμαστε, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν καμία ἐλπίδα. Ἂς ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν φόβο διότι, ἐφόσον πιστεύουμε, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ κοντὰ στὸν Θεό, καὶ ὅτι κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ τιμωρηθεῖ ἢ νὰ κατακριθεῖ γιὰ ὅ,τι κακὸ ἔκανε, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι εὐμετάβλητη – ἀρκεῖ μόνο νὰ μετανοήσει, δηλαδὴ νὰ ἀλλάξει τρόπο ζωῆς, ἔστω καὶ τὴν ὕστατη στιγμή, γιατὶ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς δίνεται μᾶς δίνεται ἀκριβῶς γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀλλαγή.

Καὶ γιατί, Χριστιανέ, νὰ κλαῖς πικρὰ καὶ νὰ θρηνεῖς περισσότερο ἀπ’ ὅσο πρέπει αὐτοὺς ποὺ κοιμήθηκαν; Δὲν ἀκοῦς πῶς ἡ ἐκκλησία ψάλλει τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχαριστίες πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ τὸ θάνατο; Δὲ βλέπεις πὼς ἀνάβουμε τὶς φωτεινὲς λαμπάδες καὶ μὲ αὐτὲς προβαδίζουμε αὐτὸν ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο; Οἱ λαμπάδες τί ἄλλο σημαίνουν παρὰ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, διότι ὁ Θεὸς ἐλευθέρωσε τοὺς ἀδελφούς μας ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τοὺς ἀνάπαυσε στὴ ζωὴ ἐκείνη τὴ μέλλουσα. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)130

Ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι ὅλοι αὐτοὶ θὰ ἀπολαύσουν τὸ χριστόμορφο τέλος, ὅταν φτάσουν στὸ τέλος τῆς ζωῆς αὐτῆς, βλέπουν καθαρότερα τὸ δρόμο τους πρὸς τὴν ἀφθαρσία, ἐπειδὴ ἔγινε πιὰ κοντινότερή τους, καὶ ὑμνοῦν τὶς δωρεὲς τῆς θεαρχίας· γεμίζουν ἀπὸ θεία ἡδονὴ καὶ δὲ φοβοῦνται πιὰ τὴν τροπὴ στὰ χειρότερα ἀλλὰ γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι ὅσα καλὰ ἀπόχτησαν θὰ τὰ διατηρήσουν σταθερὰ στὸν αἰώνα. (Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης)131

Φυσικά, κανεὶς δὲν εἶπε πὼς δὲν πρέπει νὰ λυπᾶται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, ἁπλῶς λέμε ὅτι ἡ λύπη πρέπει νὰ εἶναι συγκρατημένη καὶ ὀλιγοχρόνια. Τὸ δάκρυ δὲν πρέπει νὰ λείψει ποτέ. Ὅμως αὐτὸ τὸ δάκρυ δὲν θὰ δίνεται γιὰ τὸν δικό μας ἐγωισμό, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, ἀλλὰ ὡς ἔνδειξη ἀγάπης ποὺ ἔχει ὁ ἕνας γιὰ ὅλους. Ἂν παύαμε νὰ δακρύζουμε, θὰ ἦταν εἰλικρινὰ ἀπογοητευτικό.

Ὅ τε γὰρ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἑβραίους 2:11)

Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος δάκρυσε γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου ὥστε νὰ δώσει τὸ παράδειγμα σὲ ἐμᾶς: οὔτε νὰ εἴμαστε ἀσυμπαθεῖς καὶ ἄλυποι γιὰ τοὺς θανάτους τῶν συγγενῶν μας οὔτε πάλι νὰ λυπόμαστε ὑπερβολικά, νὰ θρηνοῦμε κ.λπ. Αὐτὸ τὸ δάκρυ τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι προτροπὴ στὸν θρῆνο, ἀλλὰ δείχνει τὸ μέτρο ποὺ προσιδιάζει στὴ σεμνότητα καὶ τὸν κανόνα ποὺ πρέπει νὰ ὑποφέρουμε γιὰ ὅσα ἐπακολουθοῦν τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ ἐκλείψει αὐτὸ τὸ δάκρυ τῆς βαθύτατης ἀγάπης. Ἂς ἀφήσουμε τοὺς νεκροὺς στὴ σιωπή τους. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει χαραγμένη στὴν ψυχή μας ἡ μνήμη τους, ὥστε νὰ μὴν τελειώνουν ὅλα στὴ σιωπὴ τῆς λησμονιᾶς.

Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι τὰ πιὸ πάνω συναισθήματα τῆς πικρίας, τοῦ φόβου κ.λπ. τὰ βιώνουν ὄχι μόνο ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν ἢ ὑποτίθεται ὅτι πιστεύουν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι πού, εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀσυνείδητα, δὲν πιστεύουν σὲ τίποτα.

Καὶ ὅμως, θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι τουλάχιστον ὅσοι πιστεύουν συνειδητὰ ὅτι τὸ τέρμα τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ διὰ τοῦ θανάτου ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι τουλάχιστον αὐτοὶ θὰ πίστευαν καὶ ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἐκπληρώσει τὴν κοινωνική τους ἀποστολή, ὁ θάνατος εἶναι μιὰ κατάσταση ἀνυπαρξίας, δηλαδὴ γαλήνης μέσα στὸ τίποτα. Ὅτι μὲ τὸν θάνατο δὲν θὰ ὑπάρχει οὔτε χθὲς οὔτε σήμερα οὔτε αὔριο, ὅτι ὅλα θὰ ἔχουν ἀναπαυθεῖ στὴν αἰωνιότητα – δηλαδὴ σὲ μιὰ κατάσταση πού, συγκρινόμενη μὲ τὴν ὀδύνη καὶ τὴ φθορὰ τῆς χωρὶς ἐλπίδα ζωῆς, θὰ εἶναι ἴσως προτιμότερη.

Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν ἢ λένε ὅτι πιστεύουν δὲν δέχονται νὰ ἀκούσουν λέξη γύρω ἀπὸ τὸν θάνατο. Τὸν θεωροῦν φρικτό, μακάβριο. Ὁ φόβος τοὺς κάνει νὰ στρέφουν τὶς πλάτες στὸν θάνατο καὶ νὰ ἀρνοῦνται νὰ τὸν σκεφτοῦν.

Θὰ μποροῦσε βάσιμα νὰ ὑποθέσει κανεὶς ὅτι αἰτία μιᾶς τέτοιας στάσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν θάνατο εἶναι ἡ ἀμφιβολία – τόσο γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν. Γιὰ τοὺς πρώτους, ἀμφιβολία ἂν πράγματι δὲν ὑπάρχει τίποτα, ἀμφιβολία γιὰ τοὺς δεύτερους ἂν πράγματι ὑπάρχει κάτι. Ὅμως ὅταν ἡ ἀμφιβολία –ποὺ εἶναι μεῖγμα πίστης καὶ ἀπιστίας ἢ ἀπιστίας καὶ πίστης– κυριαρχεῖ στὴ σκέψη, μπορεῖ ἄραγε νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ πίστη ἢ ἀπιστία; Μήπως καὶ οἱ δύο αὐτὲς κατηγορίες ἀνθρώπων παραπαίουν μεταξὺ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου;

Τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου εἶναι συνυφασμένο μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ βαθὺ ἔνστικτο στὴν ἀνθρώπινη φύση. Βασικά, στὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε, ὑπάρχουν πέντε θεωρίες ποὺ προσεγγίζουν ἑρμηνευτικὰ τὸ φαινόμενο τοῦ θανάτου:

1) Ἡ ὑλιστικὴ θεωρία, ποὺ διδάσκει ὅτι μετὰ τὸν λεγόμενο θάνατο καὶ τὴν ἀποσύνθεση τοῦ σώματος δὲν ὑπάρχει συνειδητὸ δραστήριο ἄτομο, τὰ πάντα διαλύονται. Ἡ ἐπίγνωση τῆς προσωπικότητας σβήνει μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῆς μορφῆς. Αὐτὸ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς ἄποψης τῶν ὑλιστῶν: ὅτι ἡ προσωπικότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἄθροισμα τῆς συνείδησης τῶν κυττάρων τοῦ σώματος.

Αὐτὴ ἡ θεωρία ὑποβιβάζει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη μορφὴ στὰ τρία βασίλεια τῆς φύσης. Ἀγνοεῖ τὶς ὅποιες ἐνδείξεις γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὸ ἀνώτερο σκαλοπάτι τῆς ἐξελικτικῆς κλίμακας τῶν φυσικῶν ὄντων καὶ ἐπιπλέον ἰσχυρίζεται ὅτι, ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε ὀπτικὰ καὶ νὰ ἀποδείξουμε τὴ διατήρηση τῆς ζωῆς μετὰ θάνατον, δὲν ὑπάρχει ζωὴ μετὰ τὸ στάδιο αὐτό. Αὐτὴν τὴ θεωρία ἐλάχιστοι τὴν πιστεύουν σήμερα πλέον, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν περασμένο [19ο] καὶ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ δικοῦ μας [20οῦ] αἰώνα, παραμένει ὅμως ὁπωσδήποτε ὡς θεωρία καὶ ἕλκει ἀκόμα: α) ἐκείνους ποὺ γιὰ εὐνόητους λόγους δὲν δέχονται νὰ ἀλλάξουν τὸ ἀντίστοιχο πολιτικὸ πιστεύω τους, β) ἡλικιωμένα ἄτομα μέτριου νοητικοῦ ἐπιπέδου ποὺ εἶχαν ἐνστερνιστεῖ κάποτε τὶς ἰδέες αὐτὲς ἀσυνείδητα καὶ δὲν ἔτυχε ποτὲ νὰ ἔχουν κάποια εὐαισθησία σχετικὰ μὲ τὸν κόσμο πέραν τοῦ ὁρατοῦ ὀπτικοῦ τους πεδίου, καὶ γ) τὸν ἐπιστημονικὸ ἐκεῖνο κόσμο ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἐπιστήμη πιστεύει μόνο σὲ αὐτὸ ποὺ ἀποδεικνύεται καὶ ἀγνοεῖ ὅτι τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι θέμα ἀπόδειξης.

2) Ἡ θεωρία τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ποὺ ἔχει δύο ὄψεις: α) τὴν ἀθανασία τῶν καλῶν, καὶ β) τὴν ἀθανασία ὅλων τῶν ψυχῶν.

3) Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ σώματος, ἄποψη λίαν διαδεδομένη σὲ ἐγωιστικὰ ἄτομα ποὺ συνδέουν τὴν ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα καὶ ἔχουν φοβερὴ προσκόλληση στὴ μορφὴ καὶ στὸ ὄνομά τους. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ὑποστηρίζει κυρίως ἡ Ἐκκλησία στὴ θεσμική της διάσταση καὶ ὄχι οἱ Πατέρες, τὶς ἀπόψεις τῶν ὁποίων θὰ παραθέσουμε πιὸ κάτω.

4) Ἡ θεωρία τῆς μετενσάρκωσης, ἄποψη πολὺ διαδεδομένη γενικὰ στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἀλλὰ καὶ στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικό, καὶ ἐπίσης διαδεδομένη σήμερα σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς ἀνατολικοὺς λαούς. Τὴν ἄποψη τῆς μετενσάρκωσης ὑποστήριξαν παλαιότερα καὶ ὁρισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ὠριγένης, ὅμως μαζὶ μὲ τὴν καταδίκη τοῦ Ὠριγένη132 στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης καταδικάστηκε καὶ ἡ θεωρία τῆς μετενσάρκωσης133 ἀπὸ τὸν Χριστιανικὸ κόσμο. Σήμερα τὸ γεγονὸς μιᾶς πνευματικῆς καταγωγῆς, μιᾶς προΰπαρξης τῆς ψυχῆς, μιᾶς καθόδου στὴν ὕλη, μιᾶς ἀνόδου μέσα ἀπὸ σταθερὲς ἐνσαρκώσεις μέσα στὴ μορφή, μέχρι αὐτὲς οἱ μορφὲς νὰ γίνουν τέλειες ἐκφράσεις τῆς πνευματικῆς συνείδησης ποὺ κατοικεῖ στὸν ἄνθρωπο, γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ ἀποδεκτὸ στὸν δυτικὸ κόσμο, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή.

Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν. (Κατὰ Ματθαῖον 12:20)

5) Ἡ θεωρία τῶν χωρὶς θεωρία ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία στὸν πλανήτη μας. Εἶναι οἱ τελείως ἀδιάφοροι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ «δὲν βαριέσαι, ἀδερφέ». Αὐτοὶ μπορεῖ νὰ εἶναι τυπικὰ Χριστιανοί, ὑλιστὲς καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο.

Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα ἀπόλυτα προβλέψιμο γεγονός. Ὡστόσο, ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων ἀρνεῖται νὰ τὸ σκεφτεῖ βαθιά. Οἱ ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τὸν θάνατο μὲ πολλοὺς τρόπους. Μερικοὶ μὲ μεγάλη πικρία ἐπειδὴ ἀφήνουν πίσω τους ὑλικὰ ἀγαθά, συγγενεῖς, φίλους κ.λπ., σὲ τέτοιο μάλιστα σημεῖο, ὥστε νὰ διαφεύγει ἀπὸ αὐτοὺς ἡ πραγματικὴ σημασία τοῦ γεγονότος. Ἄλλοι, κάνοντας τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία, κοιτάζουν τὸν θάνατο κατάματα μὲ θαρραλέα στάση, ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν κάτι διαφορετικό. Ἡ κακῶς ἐννοούμενη ὑπερηφάνειά τους τούς βοηθᾶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ γεγονός. Ἄλλοι πάλι ἀρνοῦνται ἐντελῶς νὰ συζητήσουν τὴν πιθανότητα τοῦ θανάτου, φοβοῦνται τὸ ἄγνωστο, φοβοῦνται τὴν πιθανότητα νὰ ὑπάρχει κάτι μετά, φοβοῦνται τὴν πιθανὴ τιμωρία. Ἔτσι, ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, τοὺς βρίσκει ἀπροετοίμαστους καὶ ἄσχετους καὶ εἶναι ἐντελῶς ἀβοήθητοι καὶ ἀνίκανοι νὰ κάνουν ὁτιδήποτε. Ὁ θάνατος ὅμως πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται διαφορετικά, δηλαδὴ σὰν κάτι ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτο καὶ ὄχι κακό. Σὰν ἀλλαγή, σὰν μεταβολὴ ἀπὸ τὴ μία μορφὴ ζωῆς στὴν ἄλλη. Ὅλη ἡ ζωή μας πρέπει νὰ εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή.

Ἀλλὰ πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἂς ἐπαναλάβουμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση συγκροτεῖται ἀπὸ δύο στοιχεῖα: α) ἀπὸ τὴν ψυχή, καὶ β) ἀπὸ τὸ σῶμα. Αὐτὴ ἡ διπλὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὑφίσταται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του θετικὲς ἢ ἀρνητικὲς ἀλλοιώσεις καί, τελικά, κάθε στοιχεῖο μετὰ τὸν λεγόμενο θάνατο, ἢ καὶ πρίν, ἀκολουθεῖ μιὰ διαδικασία φθορᾶς, στασιμότητας ἢ ἀνόδου, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω.

Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὑφίσταται διαρκῶς μιὰ διαδικασία φθορᾶς καὶ ἀνασχηματισμοῦ. Μετὰ τὸν σχηματισμό του μέσα στὴ μήτρα τῆς μητέρας, δομεῖται συνεχῶς μὲ τὴν πρόσληψη καινούριων ὑλικῶν. Κάθε στιγμὴ τὰ κύτταρα διαλύονται σὲ μικροσκοπικὰ μόρια καὶ μικρότερες ὑποδιαιρέσεις, φεύγουν ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀντικαθίστανται μὲ ἄλλα. Καὶ ὅ,τι ἐξέρχεται διασκορπίζεται στὸ περιβάλλον καὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ δόμηση ἄλλων σωμάτων τοῦ ὀρυκτοῦ, φυτικοῦ, ζωικοῦ καὶ ἀνθρώπινου βασιλείου. Ὅλα εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀνακύκλωσης σὲ διάφορα ἐπίπεδα τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὴν ὕλη. Τὰ ζῶα εἶναι τὰ περισσότερο δεμένα μὲ τὴν ὕλη, ἀπὸ μιὰ ἄποψη ὅμως εἶναι καὶ τὰ πιὸ «καθαρά, γιατὶ δὲν ἔχουν συνειδητὰ διαλέξει αὐτὴν τὴ δέσμευση. Στὴν οὐσία αὐτὰ εἶναι καὶ ἡ πρώτη βαθμίδα ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὴν ὕλη. Τὰ πιὸ κάτω εἶναι τὰ φυτά, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀκόμη τὴ φυσικὴ σύνδεση μὲ τὸ ἔδαφος. Εἶναι τὰ ἴδια ὕλη.

Μετὰ τὸν λεγόμενο θάνατο τὸ σῶμα ἐγκαταλείπεται μέσα στὸν θόρυβο τῶν ἀναρίθμητων ζωῶν ποὺ μέχρι τώρα συγκρατοῦσε ἡ ζώσα δύναμη, δηλαδὴ ἡ ψυχή. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ σήψη καὶ ἡ ἀποσύνθεση τοῦ φυσικοῦ σώματος, μὲ τὴν πλήρη διάλυση τῶν κυττάρων καὶ τῶν μορίων στὰ στοιχεῖα ποὺ διασκορπίζονται γιὰ νὰ λάβουν μέρος στὸν σχηματισμὸ καινούριων συνδυασμῶν.

Ζωὴ εἶναι ἡ ἕνωση καὶ σχέση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι καταστροφὴ αὐτῶν ποὺ ἑνώθηκαν, ἀλλὰ διάλυση τῆς γνώσεώς τους. Γιατὶ μέσα στὸ Θεὸ διατηροῦνται ὅλα καὶ μετὰ τὴ διάλυσή τους. (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας)134

Ἐγκαταλείποντας ἡ ψυχὴ τὸν φορέα της, τὸ σῶμα, ἀπελευθερώνεται προσωρινά, φεύγει ἀπὸ τὴ δέσμευση τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ ἀντιμετωπίζει τὸν λεγόμενο ἐνδιάμεσο κόσμο, δηλαδὴ τὸν κόσμο μεταξὺ τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ τῆς τελικῆς φάσης. Ἡ θέση τῆς ψυχῆς ἢ μᾶλλον ἡ ἀντιμετώπισή της εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς της.

Γιατὶ ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὴν ποιότητα τῆς διαθέσεως καθενός, καθὼς ἑνώνεται μὲ ὅλους ὅπως γνωρίζει Αὐτός, δίνει στὸν καθένα τὴν αἴσθηση ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς ὁ καθένας ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ὑποδεχτεῖ Ἐκεῖνον ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ ἑνωθεῖ μὲ ὅλους κατὰ τὸ τέλος τῶν αἰώνων. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)135

Δηλαδή, ἂν μιὰ ψυχὴ ἐδῶ στὴ Γῆ ἔχει ἐνεργοποιήσει τὴν ὑποστατική της ἀρχὴ καὶ ζεῖ μὲ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ της, τῆς προέλευσής της καὶ τῆς κατάληξής της, ἔχει δηλαδὴ πνευματοποιηθεῖ, θὰ ἀκολουθήσει τὴν ἴδια ἀνοδικὴ πορεία καὶ στὸν ἐνδιάμεσο κόσμο. Ἂν ὄχι, θὰ εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ σκέπτεται τί καλὸ ἔκανε καὶ τί δὲν ἔκανε καὶ ἐνδεχομένως νὰ παρατηρεῖ καὶ νὰ διδάσκεται, ἂν τὸ ἐπιθυμεῖ, ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἄν, μάλιστα, ἔζησε μιὰ ζωὴ τελείως ἔξω ἀπὸ τὴ φύση της, ἡ παραμονή της στὸν ἐνδιάμεσο κόσμο θὰ εἶναι προβληματική.

Ἔτσι, ὅπως ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ δωρεά, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος, τουλάχιστον γιὰ τὴν παραπάνω κατηγορία τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐπίσης μιὰ δωρεά, γιατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου περιπίπτει στὴ γαλήνη καὶ τὴν ἠρεμία, ξεφεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ὀδύνης καὶ δέχεται, κατὰ τὸ μέτρο τῆς δεκτικότητάς της, τὶς θεῖες ἐλλάμψεις. Ἡ ζωὴ λοιπὸν εἶναι ἕνα ἀγαθό, μιὰ δωρεὰ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ οὕτως ἢ ἄλλως παραπλανημένος ἄνθρωπος νὰ ἀνανήψει, νὰ λυτρωθεῖ, νὰ ἐλευθερωθεῖ μὲ τὴν ἐργασία τῶν περιεκτικῶν ἐντολῶν καὶ νὰ κερδίσει ὄχι τὴν αἰώνια ζωὴ ἁπλῶς, ἀλλὰ τὴ μακάρια αἰώνια ζωή.

Εἶναι στὶς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου νὰ χρησιμοποιήσει τὴ σπάνια δύναμη καὶ εὐχέρεια ποὺ ἔχει, μὲ τὴν κατάλληλη χρήση τῆς ἐλεύθερης βούλησής του. Ἀγαθὸ εἶναι καὶ ὁ θάνατος, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ εἴπαμε. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ μπορεῖ νὰ χαίρεται ὅταν ζεῖ καὶ προσπαθεῖ, ὅταν ζεῖ καὶ ἀνθίζει καὶ καρποφορεῖ, ὅταν ζεῖ καὶ ἐξελίσσεται. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ χαίρεται περισσότερο ὅταν, ἐλεύθερος πιά, ἐγκαταλείπει αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ὀδύνης, ποὺ ἔχει μόνο γέννηση, συντήρηση καὶ θάνατο.

Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Εἰ δὲ τὸ ζῆν ἐν σαρκί, τοῦτό μοι καρπὸς ἔργου, καὶ τί αἱρήσομαι οὐ γνωρίζω. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Φιλιππησίους 1:21-22)

Ὅμως δὲν εἶναι ἁπλὸ σχῆμα λόγου ὅτι, ὅπως λέει καὶ ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος:

Τὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, στὴ μεγάλη καὶ φοβερὴ θυσία, τὶς ἀνασταίνει ὁ Θεὸς στὴν παρούσα ζωή. Καὶ σημεῖο τῆς ἀνάστασης εἶναι ὅτι σὲ κάθε ψυχὴ Χριστιανοῦ δίνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὰν σὲ μία ἄλλη ψυχή. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτὴ ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ λέγεται πιστή, διότι τὴν ἐμπιστεύθηκε καὶ ἔλαβε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ αἰώνια ζωή […]. (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)136

Ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρῃ ἐν δόξῃ. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 15:41)

Διότι ἄλλοι μὲν δίκαιοι θὰ ἀναστηθοῦν μὲ φῶς καθὼς εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ λαμπρότερο, ἄλλοι δὲ μὲ φῶς ὅπως τὸ φῶς τῆς σελήνης καὶ ἄλλοι ὅπως τὸ φῶς τῶν ἀστεριῶν – ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ φῶς θὰ εἶναι διαφορετικό, ὅπως εἶναι διαφορετικὸ ἀνάμεσα στὰ ἀστέρια. Γιὰ τὸ ὅτι θὰ εἶναι φωτεινὰ τὰ σώματα τῶν δικαίων, δήλωσε ὁ Κύριος:

Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος […]. (Κατὰ Ματθαῖον 13:43)

Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:

[…] εὑρισκόμενοι μὲ τὰ σταθερὰ [τὰ ἀναλλοίωτα ὄντα] καὶ ὄχι μὲ τὰ μεταβαλλόμενα καὶ τὰ ἀσταθῆ [τὰ φθειρόμενα], θὰ γίνουμε μικρὰ φωτάκια, θὰ χοροπηδοῦμε ἀπὸ χαρὰ γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ Μεγάλο Φῶς. (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός)137

Σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. Ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 15:44)

Στὴ μέλλουσα ζωὴ τὸ πνεῦμα, ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο, θὰ παραμείνει γιὰ πάντα μὲ τὴν ψυχή.

Οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν [Π.Δ., Γένεσις 2:7]· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 15:45)

Δηλαδή, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ παραπάνω, καὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἔτσι ἦταν, ἄυλος, χωρὶς ὑλικὸ σῶμα.

Ἔτσι, λοιπόν, τὶς προκαταβολικὲς ἐγγυήσεις καὶ τὶς ἀρχὲς αὐτῆς τῆς φθαρτῆς ζωῆς τὶς λάβαμε ἀπὸ τὸν πρῶτο Ἀδάμ. Τὶς προκαταβολικὲς ἐγγυήσεις τῆς μελλοντικὴς ἀφθαρσίας τὶς λάβαμε ἀπὸ τὸν Χριστό. Στὴ συνέχεια, ἂν θέλουμε, θὰ λάβουμε πραγματικὰ τὴν πλήρη ἀφθαρσία. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)138

Ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα […]. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 15:51)

Ἐδῶ ὁ Μέγας Ἀπόστολος μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος, ἁπλῶς μιὰ ἀλλαγή, μιὰ ἄλλη μορφὴ ζωῆς σὲ διαφορετικὸ συνειδησιακὸ ἐπίπεδο, ἐπίπεδο ποὺ θὰ διαφέρει ἀσφαλῶς γιὰ τὸν καθένα καὶ θὰ εἶναι διαφορετικὸ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου καὶ ἀπὸ τὴ συντέλεια καὶ μετά.

Ἀνείπωτη καὶ ἀνέκφραστη εἶναι ἡ ἡδονὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία μὲ πληροφορία γιὰ τὴ σωτηρία της χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ ξεντύνεται σὰν φόρεμα. Γιατὶ ἔχοντας ἐπιτύχει πιὰ τὰ ἐλπιζόμενα, ἀποθέτει χωρὶς λύπη τὸ σῶμα καὶ προχωρεῖ εἰρηνικὴ πρὸς τὸν λαμπρὸ καὶ ἱλαρὸ ἄγγελο ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ψηλά. Μαζὶ μ’ αὐτὸν διασχίζει ἀνεμπόδιστα τὸν ἀέρα, χωρὶς νὰ τὴν ἐνοχλήσουν καθόλου τὰ πονηρὰ πνεύματα. Ἀνεβαίνει μὲ χαρὰ καὶ θάρρος καὶ φωνὲς εὐχαριστίας, μέχρις ὅτου φτάσει νὰ προσκυνήσει τὸν Ποιητὴ καὶ νὰ δεχτεῖ τὴν ἀπόφαση νὰ καταταγεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοίους της καὶ ἴσους κατὰ τὴν ἀρετή, ὣς τὴ στιγμὴ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. […] ἔχει ξεπεράσει τὸ μέτρο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητας καὶ περιμένει τὸ θάνατο σὰν τὸν κοινὸ ὕπνο ποὺ θὰ τὸν μεταφέρει στὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθὰ γεμάτο χαρά. (Ὅσιος Θεόγνωστος)139

Ἀλλὰ ἂς ἐντρυφήσουμε γιὰ λίγο καὶ στὸν Σωκράτη καὶ ἂς ἀκούσουμε τὰ λόγια του περὶ θανάτου, λίγες ὧρες πρὶν ἐγκαταλείψει αὐτὴν τὴ ζωή:

Καὶ τώρα ἀπευθύνομαι πρὸς σᾶς, τοὺς δικαστάς μου, διὰ νὰ σᾶς ἐξηγηθῶ, ἀπολογούμενος, διὰ ποίους λόγους ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πραγματικὰ ἔζησε ζωὴν ἀφιερωμένην εἰς τὴν φιλοσοφίαν, θεωρῶ εὔλογον νὰ ἔχῃ θάρρος ὅταν πρόκειται ν’ ἀποθάνῃ καὶ νὰ εἶναι γεμάτος ἐλπίδας, ὅτι τὸν περιμένουν ἐκεῖ μέγιστα ἀγαθά, ἀφοῦ ἀποθάνη. […] Εἶναι, κατὰ τὴν γνώμην μας, κάτι τί ὁ θάνατος; […] Ἆρα μήπως εἶναι τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοῦτο: ἀπαλλαγὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα; […] Ἑπομένως, ἐκεῖνος μόνον εἶναι δυνατὸν νὰ φθάσῃ εἰς τὴν καθαρωτάτην γνῶσιν, ὁ ὁποῖος ἔρχεται πρὸς κάθε πρᾶγμα ὅσον εἶναι δυνατὸν μὲ μόνην τὴν σκέψιν του, χωρὶς νὰ παρεμβάλλῃ κατὰ τὴν λειτουργίαν τῆς διανοίας οὔτε τὴν ὅρασιν οὔτε καμμίαν ἄλλην αἴσθησιν, καὶ ὁ ὁποῖος χωρὶς νὰ σύρῃ ὀπίσω του καμμίαν αἴσθησιν μαζὶ μὲ τὸν σταχασμὸν […] ὁλοκλήρου τοῦ σώματος, ἐπειδὴ τὸ σῶμα, ὅταν συμμετέχῃ εἰς αὐτὴν τὴν ἐνέργειαν, ταράττει καὶ δὲν ἀφήνει τὴν ψυχὴν ν’ ἀποκτήσῃ τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν φρόνησιν; […] Ὑπάρχει ἴσως κάτι σὰν μονοπάτι, ποὺ ἀποτελεῖ δι’ ἡμᾶς μίαν εὐτυχῆ διέξοδον, ὅταν εἰς τὴν ἔρευναν προχωροῦμεν μὲ τὸ λογικόν· καὶ τὸ μονοπάτι τοῦτο εἶναι ἡ ἰδέα, ὅτι ἕως ὅτου ἔχομεν τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή μας εἶναι ἀνακατωμένη μὲ αὐτὸ τὸ κακό, ποτὲ δὲν θ’ ἀποκτήσωμεν ἀρκετὰ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμοῦμεν· καὶ αὐτὸ εἶναι, λέγομεν τὸ ἀληθές. Διότι ὄχι μόνον τὸ σῶμα μᾶς γεννᾷ μυρίας ἀσχολίας ἐξ αἰτίας τῆς τροφῆς, ποὺ τοῦ χρειάζεται, ἀλλ’ ἀκόμη, ἂν τὸ εὕρουν ἀσθένειαι, μᾶς ἐμποδίζουν νὰ θηρεύωμεν τὴν πραγματικότητα. Μὲ ἔρωτας καὶ μ’ ἐπιθυμίας καὶ μὲ φόβους καὶ μὲ φανταστικὰς εἰκόνας κάθε λογῆς καὶ μὲ ἀναρίθμητους ἀνοησίας μᾶς γεμίζει εἰς τόσον βαθμόν, ὥστε πραγματικὰ (εἶναι κάτι δά, ποὺ λέγεται ἀλήθεια συχνὰ) ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος καμμίαν ποτὲ ὀρθὴν σκέψιν δὲν εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ σχηματίσωμεν διὰ τίποτε. […] Ἀπ’ ἐναντίας ἔχομεν πραγματικὰ ἀποδείξει ὅτι, ἐὰν κάποτε μέλλωμεν νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν καθαρὰν γνῶσιν ἑνὸς πράγματος, πρέπει ν’ ἀπαλλαγῶμεν ἀπ’ αὐτὸ καὶ μὲ μόνην τὴν ψυχήν μας νὰ ἀντικρύσωμεν αὐτὰ καθ’ αὑτὰ τὰ πράγματα. […] Ὅταν πλέον μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον γίνωμεν καθαροί, ἀφοῦ θὰ ἔχωμεν ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ἀφροσύνην τοῦ σώματος, θὰ εἴμεθα τότε μαζὶ μὲ ὄντα καθαρὰ καὶ θὰ γνωρίσωμεν μόνον μὲ τὸν ἑαυτόν μας τὸ ὁλοκάθαρον. Τοῦτο δὲ εἶναι ἴσως τὸ ἀληθές· […] Θάνατος ἆρα γε δὲν ὀνομάζεται ἀκριβῶς τοῦτο: Ἡ λύσις καὶ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα;140

Ἂς ὑποθέσωμεν ὅτι ἡ ψυχὴ ἀποχωρίζεται τὸ σῶμα καθαρά, […] ὅταν λοιπὸν ἡ ψυχὴ εὑρίσκεται εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἀπέρχεται εἰς τὸ ὅμοιόν της τὸ ἀόρατον, εἰς τὸ θεῖον καὶ ἀθάνατον καὶ σοφόν, ὅπου ὅταν φθάσῃ θὰ εἶναι εὐδαίμων, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ περιπλανήσεις, παραλογισμούς, φόβους, ἔρωτας ἀγρίους καὶ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα κακά, καί, ὅπως λέγεται διὰ τοὺς μεμυημένους (εἰς τὰ μυστήρια), περνᾷ τὸν ὑπόλοιπον χρόνον πράγματι μαζὶ μὲ τοὺς θεούς. […] Ἂς ὑποθέσωμεν τώρα, ὅτι ἡ ψυχὴ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα μολυσμένη καὶ ἀκάθαρτος, ἐπειδὴ ἔζη πάντοτε συντροφευμένη μὲ τὸ σῶμα καὶ τοῦτο ἐπεριποιεῖτο καὶ ἠγάπα, καὶ τὸ σῶμα τὴν εἶχε γοητέυσει μὲ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰς ἠδονὰς εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε νὰ νομίζῃ ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι τὸ ἀληθές, παρὰ τὸ ἔχον τὴν μορφὴν σώματος, ἐκεῖνο, ποὺ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ πιάσῃ καὶ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ πίῃ καὶ νὰ φάγῃ καὶ νὰ τὸ μεταχειρισθῇ εἰς τὰ ἀφροδίσια· ὅ,τι δὲ εἶναι σκοτεινὸν διὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἀόρατον, προσιτὸν μόνον εἰς τὴν νόησιν καὶ ἀντικείμενον φιλοσοφικῆς ἐρεύνης, τοῦτο εἶναι συνηθισμένη νὰ τὸ μισῇ καὶ νὰ τὸ τρέμῃ καὶ νὰ τὸ ἀποφεύγῃ. Νομίζεις λοιπὸν ὅτι μία ψυχὴ εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ἀπαλλασσομένη τοῦ σώματος, θὰ μείνῃ αὐτὴ καθ’ ἑαυτήν, ὁλοκάθαρη; […] Ἀλλὰ […] πιασμένην ἀπὸ παντοῦ ἀπὸ τὸ σωματοειδές, […] ἀφοῦ λοιπὸν περιέχει τοῦτο ἡ τοιαύτη ψυχή, γίνεται βαρειὰ καὶ σύρεται πάλιν εἰς τὸν ὁρατὸν τόπον ἀπὸ φόβον τοῦ ἀοράτου καὶ τοῦ ᾍδου […].141

Ἡ μὲν λοιπὸν κοσμία καὶ φρόνιμος ψυχὴ ἀκολουθεῖ (τὸν ὁδηγόν της) καὶ δὲν ἀγνοεῖ τὴν παροῦσαν τύχην της· ἐκείνη ὅμως, ἡ ὁποία κατέχεται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ σώματος, καθὼς ἔλεγα πρωτύτερα, διότι τὸ σῶμα καὶ τὸν ὁρατὸν τόπον εἶχον ὡς ἀντικείμενον οἱ πόθοι, ποὺ τὴν ἔκαναν ἄλλοτε ἀλλόφρονα, μετὰ πολλὰς ἀντιστάσεις καὶ πολλὰ παθήματα διὰ τῆς βίας καὶ μετὰ κόπου προχωρεῖ ὁδηγουμένη ἀπὸ τὸν ἐντεταλμένον δαίμονα. Μόλις δὲ φθάσῃ ἐκεῖ ὅπου καὶ αἱ ἄλλαι, τὴν μὲν ἀκάθαρτον ψυχὴν ποὺ εἶχε κάμει τοιαύτας πράξεις […] ἢ εἶχε διαπράξει ἄλλα τοιαῦτα ἔργα, ποὺ εἶναι ἀδελφὰ τούτων καὶ ἔργα ἀδελφῶν ψυχῶν, αὐτὴν μὲν τὴν ψυχὴν ὅλοι ἀπομακρύνονται διὰ νὰ τὴν ἀποφύγουν καὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ γίνῃ οὔτε συνοδοιπόρος οὔτε ὁδηγός της· αὐτὴ δὲ περιπλανᾶται εἰς κατάστασιν πλήρους ἀμηχανίας, ἕως ὅτου ἔλθουν κἄποιοι χρόνοι, ὁπότε ἐξ ἀνάγκης φέρεται εἰς τὸ μέρος ὅπου τῆς πρέπει νὰ κατοικήσῃ. Ἐκείνη δὲ ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἐπέρασε τὴν ζωήν της καθαρὰ καὶ μὲ μέτρον, ἀφοῦ εὕρῃ θεοὺς ὡς συνοδοιπόρους καὶ ὁδηγούς, ἔρχεται ἀμέσως καὶ κατοικεῖ εἰς τὸν τόπον, ποὺ τῆς ἁρμόζει.142

Συνεπῶς, πρέπει νὰ ἀποδεχόμαστε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὴν εὔλογη ἐξιστόρηση καὶ νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε τίποτε περισσότερο.143

Ἀκολουθώντας τὴν εὔλογη ὑπόθεση πρέπει ἑπομένως νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ἔμβιο ὄν, προικισμένο μὲ ψυχὴ καὶ νοῦ· καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.144

Τὸ ἔντεχνο σχέδιο τῆς δημιουργίας του ἦταν τέτοιο, ποὺ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φθορά […].145

Δι’ ὅλα λοιπὸν αὐτά, τὰ ὁποῖα λεπτομερῶς ἐπραγματεύθημεν, πρέπει, […], νὰ κάμωμεν τὸ πᾶν, ὥστε εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν μας νὰ γίνωμεν μέτοχοι τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς φρονήσεως, διότι εἶναι ὡραῖον τὸ βραβεῖον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγάλη. […] μοῦ φαίνεται ὅτι καὶ πρέπει καὶ ἀξίζει κανεὶς νὰ διακινδυνεύσῃ νὰ πιστεύσῃ, ὅτι τοῦτο οὕτως ἔχει.146

Σήμερα κανένας σκεπτόμενος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν ὀρθότητα τοῦ λόγου τοῦ μεγάλου σοφοῦ, ὅμως δὲν μπορεῖ καὶ νὰ πειστεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο ποὺ τὸν συμβουλεύει. Γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁ σωκρατικὸς λόγος προβάλλεται ὡς ἁπλὴ εἰκασία, ὡς μιὰ ὑπόθεση, δηλαδὴ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἑνὸς συλλογισμοῦ, μιᾶς διανοητικῆς, φιλοσοφικῆς ἐπίτευξης. Ἀπὸ τὸν λόγο αὐτὸν ἔλειπε ἡ ἐπαλήθευση, ἡ δοκιμασία, ἡ ἐπιβεβαίωση, καὶ καμία τέτοια ἐπαλήθευση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ὄχι μόνο ἐπιβεβαιώνει τὰ πιὸ πάνω, ἀλλὰ διδάσκει σὲ παγκόσμια πλέον κλίμακα ὅλη τὴν Ἀλήθεια. Ὅσα γνωρίσαμε καὶ ὅσα ἔχουμε δεῖ. Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται καὶ ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὲς καὶ τοὺς Ἀποστόλους, τέλος δὲ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὴν πατερικὴ παράδοση τῶν αἰώνων – παράδοση πού, ὅπως εἴπαμε, δὲν στηρίζεται στὴν ἔξωθεν παιδεία, ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ φώτιση καὶ στὴ γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν.147 Ἔτσι, σήμερα ὁ καθένας ἔχει τὴν ἀπόδειξη γιὰ ἐκεῖνο ποὺ τότε ὁ σοφὸς Σωκράτης ἀνέπτυξε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τόσα ἄλλα ποὺ μᾶς ἔχουν δοθεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.

Ὅταν ἀκούσεις ὅτι ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ ἐλευθέρωσε ὅλες τὶς ψυχὲς ποὺ ἦταν ἐκεῖ, μὴ νομίζεις ὅτι αὐτὸ εἶναι μακριὰ καὶ ἀπὸ ὅσα γίνονται σήμερα. Νὰ θεωρεῖς δηλαδὴ ὅτι ἡ καρδιὰ εἶναι τάφος καὶ ἐκεῖ εἶναι θαμμένοι οἱ λογισμοὶ καὶ ὁ νοῦς, μέσα σὲ βαθὺ σκοτάδι. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος στὶς ψυχὲς ποὺ Τὸν ἐπικαλοῦνται ἀπὸ τὸν ἅδη, δηλαδὴ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, καὶ ἐκεῖ διατάζει τὸ θάνατο· «ἄφησε, τοῦ λέει, ἐλεύθερες τὶς φυλακισμένες ψυχές, οἱ ὁποῖες ζητοῦν Ἐμένα ποὺ μπορῶ νὰ τὶς σώσω». Κατόπιν, ἀφοῦ σηκώσει τὴ βαριὰ πέτρα ποὺ σκεπάζει τὴν ψυχή, ἀνοίγει τὸν τάφο καὶ ἀνασταίνει τὸν πράγματι νεκρὸ καὶ ἐλευθερώνει τὴ φυλακισμένη ψυχὴ ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ φυλακή. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)148

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα καὶ εὐδόκησε ὁ Πατέρας νὰ ἐλεήσει τὸν ἄνθρωπο περιγράφοντας τὸν ἀδυσώπητο Νόμο ὑπὸ τὴν ἰσχὺ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Λόγου, ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀνορθωθεῖ μετὰ τὴν πτώση, διὰ τῆς Παρουσίας τοῦ Λόγου ποὺ εἶναι ἀδιάλειπτος ἡ θύρα ἀνοίχτηκε καὶ διὰ τῆς χάριτος ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νὰ σπάσει τὰ δεσμά του. Ἔχοντας τὴ βοήθεια ἄνωθεν μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ψυχῆς.

Ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης […] ἔβαζε πάνω τους βαρὺ καὶ ἀβάστακτο ζυγό, χωρὶς καθόλου νὰ ἁπλώνει χέρι βοήθειας, καὶ τοῦτο γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ παρέχει τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος: «Ὁ Νόμος ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐφαρμοστεῖ, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας κ.λπ.» [Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 8:3]. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀνοίχθηκε ἡ θύρα τῆς χάρης σὲ ὅσους πίστεψαν ἀληθινά, καὶ χορηγεῖται σ’ αὐτοὺς δύναμη Θεοῦ καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)149

Ποιὰ εἶναι ἡ οἰκονομία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ; Ἡ ἐπιστροφὴ καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὸν ἑαυτό της. Ὁ Χριστὸς δηλαδὴ ἔδωσε πάλι στὴν ἀνθρώπινη φύση τὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτόπλαστου Ἀδάμ, καὶ ἀκόμη –ὢ θεϊκὴ κι ἀληθινὰ μεγάλη χάρη!– τῆς δώρισε τὴν οὐράνια κληρονομία τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ σκότους, τῆς ἔδειξε τὸ δρόμο καὶ τὴ θύρα τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅταν ἔρθει καὶ χτυπήσει, μπορεῖ νὰ μπεῖ μέσα στὴ βασιλεία. Γιατὶ λέει: «Ζητᾶτε, καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ· χτυπᾶτε, καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχτεῖ» [Κατὰ Ματθαῖον 7:7]. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)150

Μερικοὶ θέλουν νὰ μάθουν πῶς θὰ εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνων ποὺ θὰ ἀξιωθοῦν τὴν τελειότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. […] Σ’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει κανεὶς εὔστοχα μὲ ἕνα παράδειγμα: Στὴ σωματικὴ ζωή, εἶναι διπλὸς ὁ ρόλος τῆς τροφῆς. Ὁ ἕνας εἶναι γιὰ νὰ αὐξηθεῖ τὸ σῶμα καὶ ὁ ἄλλος γιὰ νὰ συντηρηθεῖ. Μέχρις ὅτου ὁλοκληρωθεῖ ἡ σωματική μας ἀναπτύξη, τρεφόμαστε γιὰ αὔξηση, ὅταν ὅμως τὸ σῶμα σταματήσει νὰ μεγαλώνει, δὲν τρέφεται πλέον γιὰ αὔξηση, ἀλλὰ γιὰ συντήρηση. Ἔτσι καὶ στὴν ψυχή, διπλὸς εἶναι ὁ ρόλος τῆς τροφῆς. Γιατὶ καθὼς προχωρεῖ, τρέφεται μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς θεωρίες, μέχρις ὅτου, ἀφοῦ περάσει ὅλα τὰ ὄντα, φτάσει τὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν φτάσει σ’ αὐτὸ σταματᾶ κάθε πρόοδος πρὸς ἀναπτύξη καὶ αὐξήση μὲ τὰ μέσα αὐτὰ καὶ τρέφεται κατὰ τρόπο ἄμεσο μὲ αὐτὸ ποὺ ὑπερβαίνει τὴ νόηση. Καὶ γι’ αὐτό, τὸ εἶδος τῆς ἄφθαρτης τροφῆς ὑπερβαίνει τὴν αὔξηση καὶ εἶναι γιὰ νὰ συντηρηθεῖ ἡ θεοειδῆς τελειότητα ποὺ δόθηκε στὴν ψυχὴ καὶ νὰ φανερωθοῦν οἱ ἄπειρες λαμπρότητες τῆς τροφῆς ἐκείνης. Μὲ αὐτὴν ἡ ψυχὴ δέχεται τὴν παντοτινὴ καὶ ἀμετάβλητη εὐδαιμονία ποὺ ἦρθε σ’ αὐτήν, καὶ γίνεται θεὸς μὲ τὴ μέθεξη τῆς θείας χάρης, παύοντας κάθε ἐνέργεια τοῦ νοῦ καὶ τῆς αἰσθήσεώς της, μαζὶ καὶ τὶς φυσικὲς ἐνέργειες τοῦ σώματος […]. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)151

Κάποιοι φιλομαθεῖς ζητοῦν νὰ μάθουν πῶς θὰ διαφέρουν μεταξύ τους τὰ αἰώνια καταλύματα καὶ ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός: κατὰ τὴν τοπικὴ ὑπόσταση, ἢ νοητῶς κατὰ τὴν ποιότητα καὶ ποσότητα ποὺ προσιδιάζουν σὲ κάθε πνευματικὸ κατάλυμα; Ἄλλοι πιστεύουν τὸ πρῶτο, ἄλλοι τὸ δεύτερο. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ γνώρισε τὶ θὰ πεῖ «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σας» καὶ τὶ θὰ πεῖ «στὸν Πατέρα μου ὑπάρχουν πολλὰ καταλύματα» θὰ παραδεχθεῖ μᾶλλον τὸ δεύτερο. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)152

Ἡ φύση δὲν ἔχει οὔτε τοὺς λόγους ὅσων εἶναι ὑπὲρ τὴ φύση, οὔτε τοὺς νόμους τῶν παρὰ τὴ φύση. Ὑπὲρ τὴ φύση ἐννοῶ τὴ θεία καὶ ἀσύλληπτη ἡδονή, τὴν ὁποία ἐκ φύσεως δίνει ὁ Θεός, ὅταν ἑνώνεται κατὰ χάρη μὲ τοὺς ἀξίους. Παρὰ τὴ φύση ἐννοῶ τὴν ἀπερίγραπτη ὀδύνη, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς ἡδονῆς αὐτῆς, τὴν ὁποία ἐκ φύσεως συνηθίζει νὰ δίνει ὁ Θεός, ὅταν ἑνώνεται παρὰ τὴ χάρη μὲ τοὺς ἀναξίους. Γιατὶ ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὴν ποιότητα τῆς διαθέσεως καθενός, καθὼς ἑνώνεται μὲ ὅλους ὅπως γνωρίζει Αὐτός, δίνει στὸν καθένα τὴν αἴσθηση ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς ὁ καθένας ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ὑποδεχτεῖ Ἐκεῖνον ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ ἑνωθεῖ μὲ ὅλους κατὰ τὸ τέλος τῶν αἰώνων. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)153

Ὁ Θεός, μὲ τὴν ἀπειροδύναμη βούληση τῆς ἀγαθότητάς Του, θὰ μαζέψει ὅλους, καὶ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, καλοὺς καὶ κακούς. Ὅλοι ὅμως αὐτοὶ δὲ θὰ ἔχουν ἴση μέθεξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀνάμεσα ἀπ’ ὅλους χωρὶς διάκριση, ἀλλὰ ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητά του. […] Ἐκεῖνοι ποὺ φύλαξαν τὴν προαίρεσή τους ἰσόνομη σὲ ὅλα μὲ τὴ φύση καὶ τὴν ἔκαναν ἐνεργητικὰ δεκτικὴ τῶν λόγων τῆς φύσεως σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς μακαριότητας […] θὰ ἔχουν πλήρη μέθεξη τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ […]. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ σὲ ὅλα ἔκαναν τὴν προαίρεσή τους ἀνισόνομη πρὸς τὴ φύση καὶ τὴν ἔδειξαν κατὰ τὴν ἐνέργειά της νὰ διασκορπίζει τοὺς λόγους τῆς φύσεως […] θὰ ξεπέσουν ὁλότελα ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα […]. Γιατὶ ὁ Θεὸς θὰ παρουσιαστεῖ καὶ θὰ μαζέψει ὅλους γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν αἰώνια ὕπαρξη. Γιὰ τὴν αἰώνια ὅμως μακαριότητα θὰ μαζέψει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο μόνο τοὺς ἁγίους, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους […]. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)154

Ὅπως πολλὰ λυχνάρια, ἐνῶ ἀνάφθηκαν μὲ τὸ ἴδιο λάδι καὶ τὴν ἴδια φωτιά, δὲν βγάζουν τὸ ἴδιο φῶς, ἔτσι καὶ τὰ χαρίσματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ διάφορα κατορθώματα, ἔχουν διαφορετικὴ λάμψη τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος. Ἢ ὅπως σὲ μιὰ πόλη ὅπου εἶναι πολλοὶ καὶ τρῶνε τὸ ἴδιο ψωμὶ καὶ πίνουν τὸ ἴδιο νερό, ἄλλοι εἶναι ἄνδρες, ἄλλοι νήπια, ἄλλοι παιδιὰ καὶ ἄλλοι γέροντες, καὶ ἔχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές· ἢ ὅπως τὸ σιτάρι ποὺ εἶναι σπαρμένο στὸ ἴδιο χωράφι, δίνει διαφορετικὰ στάχυα, ὡστόσο μαζεύεται στὸ ἴδιο ἁλώνι καὶ ἀποθηκεύεται στὴν ἴδια ἀποθήκη, ἔτσι κατὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θὰ εἶναι καὶ ἡ διαφορὰ τῆς δόξας ἐκείνων ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν, οἱ ὁποῖοι θὰ δοξάζονται καὶ θὰ γνωρίζονται ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία τῶν κατορθωμάτων τους καὶ ἀνάλογα μὲ τὴ μέθεξη τοῦ θείου Πνεύματος ποὺ θὰ ἔχει ἤδη κατοικήσει ἀπὸ ἐδῶ σ’ αὐτούς. Καὶ αὐτὸ σημαίνει τό: «Ἀστέρι ἀπὸ ἀστέρι διαφέρει στὴ λάμψη» [Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 15:41]. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)155

Ὅταν καὶ αὐτὴ ἡ ψυχὴ καταξιωθεῖ νὰ γίνει πνεῦμα, ἐπειδὴ ἑνώθηκε μὲ τὸ πνεῦμα, τότε γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος πνεῦμα, ὅλος χαρά, ὅλος ἀνάπαυση, ὅλος ἀγαλλίαση, ὅλος ἀγάπη, ὅλος εὐσπλαχνία, ὅλος ἀγαθότητα καὶ καλωσύνη. Καὶ κατὰ κάποιο τρόπο καταπίνεται μέσα στὶς ἀρετὲς τῆς δυνάμεως τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος, σὰν μιὰ πέτρα στὴν ἄβυσσο τῆς θάλασσας ποὺ περιβάλλεται ὅλη ἀπὸ νερό. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)156

Ἀπὸ ὅσα σημειώνονται πιὸ πάνω περὶ τοῦ θανάτου καὶ τῆς τύχης τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο, συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὸ σῶμα, δηλαδὴ μετὰ τὸν λεγόμενο θάνατο, ἐπιζεῖ καὶ λειτουργεῖ κατὰ τρόπο ὥστε νὰ συνδυάσει αὐτὰ ποὺ βίωσε στὸ σύνολο τοῦ χωροχρόνου. Συνήθως ἀντιμετωπίζει τὰ λάθη της μὲ τὸ οὐδέτερο βλέμμα τοῦ ψυχροῦ παρατηρητῆ. Ὅ,τι δὲν μπόρεσε νὰ καταλάβει στὴν ἐπίγεια ζωὴ προσπαθεῖ νὰ τὸ καταλάβει παρατηρώντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὶς ἀνθρώπινες καταστάσεις στὴ Γῆ.

Κατὰ τὴν τελικὴ δὲ φάση, δηλαδὴ μετὰ τὴν κρίση, ἡ ψυχὴ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπίγεια ζωὴ ποὺ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή της εἶχε ἐπιλέξει, δέχεται ἢ στερεῖται τὴ Θεία Παρουσία, δηλαδὴ εἴτε δέχεται τὸ Ἄκτιστο ἐκεῖνο Φῶς ποὺ εὐφραίνει καὶ ἀγαλλιάζει εἴτε τὸ στερεῖται καὶ ὑποφέρει μακριὰ ἀπὸ αὐτό, μὲ ποικίλες ἐνδιάμεσες καταστάσεις πρὸς τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη κατεύθυνση. Ἡ ψυχὴ διατηρεῖ πάντοτε τὴν ἐξατομίκευσή της καὶ στὴν ἐνδιάμεση καὶ στὴν τελικὴ φάση. Φυσικά, εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸ «δέχεται» ἢ «στερεῖται» ἀνάγεται σὲ καθαρὰ πνευματικὲς ὑποκειμενικὲς καταστάσεις, ἀφοῦ καὶ ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση εἶναι ἐντός μας – πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ καθαρὰ πνευματικὴ κατάσταση, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἢ ζοῦμε στὴ μακαριότητα ἢ ζοῦμε στὴ δυστυχία.

Πουθενὰ μὰ πουθενὰ δὲν θὰ συναντήσει κανεὶς στὶς μεταθανάτιες καταστάσεις παραδείσους καὶ κολάσεις διαφορετικῆς ὑφῆς. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὁπότε οὔτε καὶ οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν ἐμπειρία τοῦ ψυχροῦ ἢ τοῦ θερμοῦ. Οὔτε φωτιὲς οὔτε πίσσες οὔτε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἡ ἀνθρώπινη εἰδωλολατρικὴ παράδοση δημιούργησε καὶ διατηρεῖ. Ἡ κόλαση τοῦ Δάντη εἶναι καθαρὴ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τοῦ συγγραφέα, μιὰ λογοτεχνικὴ ἐπινόηση καὶ τίποτε ἄλλο. Καὶ αὐτὸ διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ὅσων εἰπώθηκαν πιὸ πάνω, ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ξένη σὲ μιὰ τέτοια σκληρότητα καί, φυσικά, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ποτὲ ἕνας Θεὸς ποὺ θὰ δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους νὰ συγχωροῦν ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς τους ἐνῶ ἐκεῖνος θὰ καταδίκαζε στὴν αἰώνια κόλαση τὰ ἴδια τὰ παιδιά Του.

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ λέει:

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ πιστεύω ὅτι ἡ «αἰώνια κόλαση» δὲν ἔγκειται στὸ ὅτι στὸν ἅδη σκοτεινὲς ὑπάρξεις θὰ μᾶς βασανίζουν μέσα στὴ φωτιά, ἀλλὰ στὸ ὅτι θὰ ἀποδειχθοῦμε ἀνάξιοι νὰ εἰσέλθουμε στὴν Ἁγία Βασιλεία τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)157

Στὴν ἔσχατη τελείωσή της κάθε ὑπόσταση θὰ λάβει τὸ ὁριστικὸ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα ὄνομα, γνωστὸ μόνο στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ θὰ φέρει τὸ ὄνομα αὐτό [«καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον, ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων» (Ἰωάννου, Ἀποκάλυψις 2:17)]. Γι’ αὐτό, καὶ μολονότι ἡ ζωὴ ὅλων τῶν σεσωσμένων θὰ εἶναι μία, ὅπως Μία εἶναι ἡ Βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδος [«ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς», «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν», «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Κατὰ Ἰωάννην 17:11, 21-22)], ἡ ὑποστατικὴ ὡστόσο ἀρχὴ θὰ παραμείνει στὸν καθένα ἀναλλοίωτη. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)158

Ἀναθαρρῆστε, λοιπόν, «θαρσεῖτε», «νενίκηκεν» ὁ Χριστὸς τὸν κόσμο, δηλαδὴ τὶς ἀνάγκες τῆς ὕλης καὶ τὸν θάνατο, ἄρα μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο, ἀφοῦ Ἐκεῖνος μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἰδιότητά Του καὶ σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν θάνατος. Θάνατος εἶναι ἡ ἀδράνεια καὶ ἡ παρὰ φύση λειτουργία τῆς ψυχῆς, καὶ αἰωνιότητα τὸ ἀντίθετο. Ἐδῶ στὴ Γῆ ζοῦμε τὸν θάνατο καὶ ἐδῶ στὴ Γῆ θὰ βιώσουμε τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μας.

Πάνω ἀπ’ ὅλα, ὅμως, καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη συμπεριφορά, ὑπάρχει τὸ ἔλεός Του. Δὲν θὰ συντρίψει τὴν πεσμένη ψυχή. Τὶς ψυχὲς ποὺ τὸ φῶς τους πλησιάζει νὰ σβήσει δὲν θὰ τὶς ἐγκαταλείψει ἕως ὅτου ἐπικρατήσει ὁ Νόμος στὶς καρδιὲς ὅλων.

Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν. (Κατὰ Ματθαῖον 12:20)

 


128 Μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ. Βουλοίμην κ᾿ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ᾿ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν (Ὁμήρου, Ὀδύσσεια, μτφρ. Ν. Καζαντζάκης – Ι. Θ. Κακριδῆς. Θεσσαλονίκη: Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν. Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2015, ραψωδία λ΄:488-491).

129 [63b] […] εἰ μὲν μὴ ᾤμην ἥξειν πρῶτον μὲν παρὰ θεοὺς ἄλλους σοφούς τε καὶ ἀγαθούς, ἔπειτα καὶ παρ᾿ ἀνθρώπους τετελευτηκότας ἀμείνους τῶν ἐνθάδε, ἠδίκουν ἂν οὐκ ἀγανακτῶν τῷ θανάτῳ. Νῦν δὲ εὖ ἴστε ὅτι παρ᾿ [63c] ἄνδρας τε ἐλπίζω ἀφίξεσθαι ἀγαθούς, καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἂν πάνυ διισχυρισαίμην, ὅτι μέντοι παρὰ θεοὺς δεσπότας πάνυ ἀγαθοὺς ἥξειν, εὖ ἴστε ὅτι, εἴπερ τι ἄλλο τῶν τοιούτων, διισχυρισαίμην ἂν καὶ τοῦτο. Ὥστε διὰ ταῦτα οὐχ ὁμοίως ἀγανακτῶ, ἀλλ᾿ εὔελπίς εἰμι εἶναί τι τοῖς τετελευτηκόσι, καί, ὥσπερ γε καὶ πάλαι λέγεται, πολὺ ἄμεινον τοῖς ἀγαθοῖς ἢ τοῖς κακοῖς (Πλάτωνος, Φαίδων, ὅ.π.).

130 Ἀλλὰ γὰρ ἐπῆλθέ μοι στενάξαι πικρόν, ποῦ μὲν ὁ Χριστὸς ἡμᾶς ἀνήγαγε, ποῦ δὲ ἑαυτοὺς κατηγάγομεν […]. Εἰπὲ γάρ μοι, τί βούλονται αἱ λαμπάδες αἱ φαιδραί; […] Τί δὲ οἱ ὕμνοι; Οὐχὶ τὸν Θεὸν δοξάζομεν, καὶ εὐχαριστοῦμεν ὅτι λοιπὸν ἐστεφάνωσε τὸν ἀπελθόντα, ὅτι τῶν πόνων ἀπήλλαξεν, ὅτι τῆς δειλίας ἐκβαλὼν ἔχει παρ’ ἑαυτῷ; […] Διὰ τί οὖν, εἰπέ μοι, ὅταν ἀποδημῇ, καὶ ἀποδημίαν μακράν, οὐ τὰ αὐτὰ ποιεῖς;» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «Πρὸς Ἑβραίους Ὁμιλία Δ΄», στὸ Ἑλληνικὴ Πατρολογία, ἐπιμ. J.-P. Migne, τόμ. 67, Ἀθήνα: Κέντρο Πατερικῶν Ἐκδόσεων, 1997, σσ. 42-43:46ε΄). [Ἀπόδοση τοῦ Συγγραφέα καὶ τοῦ Ἐπιμελητῆ]

131 Ἀλλ’ ὅλους αὐτοὺς ἀπολήψεσθαι τὴν Χριστοειδῆ λῆξιν εἰδότες, ὅταν ἐπὶ τὸ πέρας ἔλθωσι τοῦ τῇδε βίου, τὴν εἰς ἀφθαρσίαν αὐτῶν ὁδόν, ὡς ἐγγυτέραν ἤδη γεγενημένην, ἐμφανέστερον ὁρῶσι, καὶ τὰς δωρεὰς τῆς θεαρχίας ὑμνοῦσι, καὶ θείας ἡδονῆς ἀποπληροῦνται, τὴν ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴν οὐκέτι δεδοικότες, ἀλλ’ εὖ εἰδότες, ὅτι τὰ κτηθέντα καλὰ βεβαίως καὶ αἰωνίως ἕξουσιν (Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Συγγράμματα, ὅ.π., Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Κεφ. Ζ΄, Ἀρ. 1, «Περὶ τῶν ἐπὶ τοῖς κεκοιμημένοις τελουμένων», §ΙΙ, σσ. 152-153, δίγλωσση ἔκδοση).

132 Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε καταδίκασε τὸν Ὠριγένη ὡς ὑποστηρικτὴ τῆς μετενσάρκωσης, ἀλλὰ ὡς ὑποστηρικτὴ ἄλλων «κακοδοξιῶν», συναφῶν καὶ μή. Ἂν καὶ ἔγραψε χιλιάδες συγγράμματα, διασώζονται ἐλάχιστα καὶ ἐντὸς αὐτῶν ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο ὑποψίες γιὰ νόθευση κάποιων ἀπόψεών του. Τελικά, τόσο οἱ ὑπέρμαχοι ὅσο καὶ οἱ ἀρνητὲς τῆς θεωρίας αὐτῆς χρησιμοποιοῦν κάποια –ἐνίοτε τὰ ἴδια!– ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα σωσμένα σχετικὰ χωρία τοῦ ἴδιου, τῆς Βίβλου καὶ τῶν πατερικῶν κειμένων προκειμένου νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ὅποια ἄποψή τους. [Σ.τ.Ε.]

133 Οἱ ἔννοιες «μετεμψύχωση», «μετενσάρκωση» καὶ «μετενσωμάτωση» δὲν εἶναι ταυτόσημες παρὰ τὴν κατὰ καιροὺς καὶ κατὰ τόπους χρήση τους ὡς ταυτόσημων. Ὡστόσο, ἂν καὶ οἱ ὅροι «ψυχή», «σάρκα», «σῶμα» προφανῶς διαφέρουν, ἔχουν ὅμως πολλὲς παραπλήσιες σημασίες, ποὺ ἐνίοτε διεισδύουν ἡ μία στὴν ἄλλη. Τὰ ἐπιχειρήματα στὶς διαφωνίες ὣς καὶ διαμάχες μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ ἀρνητῶν ὅλων αὐτῶν τῶν θεωριῶν εἶναι συνήθως ἄστοχα, δεδομένης τῆς ἀνομοιογένειας μεταξὺ τῶν διατυπώσεων ποὺ ἔχουν ἐκφραστεῖ. Στὸ παρὸν ἔργο χρησιμοποιοῦνται σὲ μικρὸ βαθμὸ οἱ λέξεις «ἀνακύκλωση» καὶ «βιοτικοὶ κύκλοι». Οἱ σχετιζόμενες πληροφορίες, ποὺ ἀποκαλύπτονται σταδιακὰ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔργου, ἀναδεικνύουν σαφεῖς καὶ οὐσιώδεις διαφορὲς ἀπὸ τὶς περισσότερες ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διατυπωμένες θεωρίες, παρὰ τὴν ὅποια κοινή τους βάση. [Σ.τ.Ε.]

134 Ζωή ἐστιν ἡ ἕνωσις καὶ συνάφεια τοῦ νοὸς καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος· ὁ δὲ θάνατός ἐστιν οὐκ ἀπώλεια τῶν συναφθέντων, ἀλλὰ διάλυσις τῆς γνώσεως αὐτῶν· τῷ γὰρ Θεῷ πάντα σῴζεται καὶ μετὰ τὴν διάλυσιν (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 17:ϟγ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Συμβουλὲς… σὲ 170 κεφάλαια», σ. 42:93.

135 Κατὰ γὰρ τὴν ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα τῆς διαθέσεως, ὁ Θεός, τοῖς πᾶσιν ἑνούμενος, ὡς οἶδεν αὐτός, τὴν αἴσθησιν ἑκάστῳ παρέχεται, καθώς ἐστιν ἕκαστος ὑφ’ ἑαυτοῦ διαπεπλασμένος, πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ παντὸς πᾶσιν ἑνωθησομένου κατὰ τὸ πέρας τῶν αἰώνων (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 151:κ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «ΣΤ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 212:20.

136 Τὰς ψυχὰς ἐκείνων ὁποῦ πιστεύουν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν μεγάλην, καὶ φοβερὰν θυσίαν, τὰς ἀνασταίνει ὁ Θεὸς εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Καὶ σημεῖον τῆς ἀναστάσεως εἶναι, ὅτι εἰς κάθε ψυχὴν χριστιανοῦ δίδει τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὡσὰν μίαν ἄλλην ψυχήν. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ τοιαύτη ψυχὴ τοῦ χριστιανοῦ λέγεται πιστή, διατὶ ἐμπιστεύθη, καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιον Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή […] (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Τὰ Εὑρισκόμενα, ὅ.π., Λόγος 1ος, γ΄, σ. 31). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

137 […] μετὰ τῶν ἑστώτων καὶ οὐ ῥεόντων ἐσόμεθα φῶτα μικρά, φῶς τὸ μέγα περιχορεύοντες (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, Λόγος ιη΄, «Ἐπιτάφιος εἰς τὸν πατέρα», στὸ Ἑλληνικὴ Πατρολογία, ἐπιμ. J.-P. Migne, τόμ. 35, Ἀθήνα: Κέντρο Πατερικῶν Ἐκδόσεων, 2003, σ. 1041:ΜΒ΄). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

138 Ὥστε τῆς μὲν φθαρτῆς ταύτης ζωῆς, τοὺς ἀρραβῶνας, καὶ τὰς ἀρχὰς ἐλάβομεν ἐν τῷ πρώτῳ Ἀδάμ· τῆς δὲ μελλούσης ἀφθαρσίας τοὺς ἀρραβῶνας, ἐλάβομεν ἤδη ἐν τῷ Χριστῷ, καὶ ὕστερον θέλομεν λάβομεν ταύτην πραγματικῶς καὶ πληρέστατα (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Παύλου τοῦ θείου καὶ ἐνδόξου Ἀποστόλου αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί, τόμ. Α΄, ὅ.π., σ. 386:ΙΕ΄,45). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

139 Ἄρρητος καὶ ἀνέκφραστος ἡδονὴ τῆς ἐν πληροφορίᾳ χωριζομένης ψυχῆς τοῦ σώματος καὶ ἀπεκδυομένης τοῦτο, ὥσπερ ἱμάτιον. Τῇ γὰρ τῶν ἐλπιζομένων ἤδη ἐπιτυχίᾳ, ἀποτίθεται τοῦτο ἀλύπως, χωροῦσα μετ’ εἰρήνης, πρὸς τὸν ὑψόθεν ἥκοντα φαιδρόν τε καὶ ἱλαρὸν Ἄγγελον, καὶ ἀνεμποδίστως διαπερῶσα σὺν αὐτῷ τὸν ἀέρα, μηδ’ ὅλως παραβλαπτομένη ἀπὸ τῶν τῆς πονηρίας πνευμάτων, ἀλλ’ ἀνιοῦσα ἐν χαρᾷ μετὰ θάρσους καὶ φωνῶν εὐχαριστηρίων, ἕως εἰς προσκύνησιν καταντήσῃ τοῦ ποιητοῦ, κἀκεῖθεν δέξηται τὴν ἀπόφασιν μετὰ τῶν ὁμοίων καταταγῆναι καὶ ἰσομέτρων τῇ ἀρετῇ, μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. […] ἀλλ’ ὑπερέβη τὸ μέτρον τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητος, ὡς κοινὸν ὕπνον τὸν θάνατον ἐκδεχόμενος, ἡδέως παραπέμποντα πρὸς τὰ ἐλπιζόμενα (Ὅσιος Θεόγνωστος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σσ. 267:ξα΄, 269:ξθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Περὶ πράξεως καὶ θεωρίας καὶ περὶ ἱερωσύνης», σσ. 340:61, 342:69.

140 [63e] Ἀλλ᾿ ὑμῖν δὴ τοῖς δικασταῖς βούλομαι ἤδη τὸν λόγον ἀποδοῦναι, ὥς μοι φαίνεται εἰκότως ἀνὴρ τῷ ὄντι ἐν φιλοσοφίᾳ διατρίψας τὸν βίον θαρρεῖν μέλλων [64a] ἀποθανεῖσθαι καὶ εὔελπις εἶναι ἐκεῖ μέγιστα οἴσεσθαι ἀγαθὰ ἐπειδὰν τελευτήσῃ. […] [64c] Ἡγούμεθά τι τὸν θάνατον εἶναι; […] Ἆρα μὴ ἄλλο τι ἢ τὴν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος ἀπαλλαγήν; […] [65e] Ἆρ᾿ οὖν ἐκεῖνος ἂν τοῦτο ποιήσειεν καθαρώτατα ὅστις ὅτι μάλιστα αὐτῇ τῇ διανοίᾳ ἴοι ἐφ᾿ ἕκαστον, μήτε τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῖσθαι μήτε τινὰ ἄλλην [66a] αἴσθησιν, ἐφέλκων μηδεμίαν μετὰ τοῦ λογισμοῦ […] τοῦ σώματος, ὡς ταράττοντος καὶ οὐκ ἐῶντος τὴν ψυχὴν κτήσασθαι ἀλήθειάν τε καὶ φρόνησιν, ὅταν κοινωνῇ; […] [66b] Κινδυνεύει τοι ὥσπερ ἀτραπός τις ἐκφέρειν ἡμᾶς μετὰ τοῦ λόγου ἐν τῇ σκέψει, ὅτι, ἕως ἂν τὸ σῶμα ἔχωμεν καὶ συμπεφυρμένη ᾖ ἡμῶν ἡ ψυχὴ μετὰ τοιούτου κακοῦ, οὐ μή ποτε κτησώμεθα ἱκανῶς οὗ ἐπιθυμοῦμεν· φαμὲν δὲ τοῦτο εἶναι τὸ ἀληθές. Μυρίας μὲν γὰρ ἡμῖν ἀσχολίας παρέχει τὸ σῶμα διὰ τὴν ἀναγκαίαν [66c] τροφήν, ἔτι δέ, ἄν τινες νόσοι προσπέσωσιν, ἐμποδίζουσιν ἡμῶν τὴν τοῦ ὄντος θήραν. Ἐρώτων δὲ καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων καὶ εἰδώλων παντοδαπῶν καὶ φλυαρίας ἐμπίμπλησιν ἡμᾶς πολλῆς, ὥστε, τὸ λεγόμενον ὡς ἀληθῶς, τῷ ὄντι ὑπ᾿ αὐτοῦ οὐδὲ φρονῆσαι ἡμῖν ἐγγίγνεται οὐδέποτε οὐδέν. […] [66d] Ἀλλὰ τῷ ὄντι ἡμῖν δέδεικται ὅτι, εἰ μέλλομέν ποτε καθαρῶς τι εἴσεσθαι, [66e] ἀπαλλακτέον αὐτοῦ καὶ αὐτῇ τῇ ψυχῇ θεατέον αὐτὰ τὰ πράγματα. […] [67a] Καὶ οὕτω μὲν καθαροὶ ἀπαλλαττόμενοι τῆς τοῦ σώματος ἀφροσύνης, ὡς τὸ εἰκὸς μετὰ τοιούτων τε ἐσόμεθα καὶ γνωσόμεθα δι᾿ ἡμῶν [67b] αὐτῶν πᾶν τὸ εἰλικρινές. Τοῦτο δ᾿ ἐστὶν ἴσως τὸ ἀληθές· […] [67d] Οὐκοῦν τοῦτό γε θάνατος ὀνομάζεται, λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος;» (Πλάτωνος, Φαίδων, ὅ.π.)

141 [80e] Ἐὰν μὲν καθαρὰ ἀπαλλάττηται […] [81a] οὐκοῦν οὕτω μὲν ἔχουσα εἰς τὸ ὅμοιον αὐτῇ τὸ ἀιδὲς ἀπέρχεται, τὸ θεῖόν τε καὶ ἀθάνατον καὶ φρόνιμον, οἷ ἀφικομένῃ ὑπάρχει αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι, πλάνης καὶ ἀνοίας καὶ φόβων καὶ ἀγρίων ἐρώτων καὶ τῶν ἄλλων κακῶν τῶν ἀνθρωπείων ἀπηλλαγμένῃ, ὥσπερ δὲ λέγεται κατὰ τῶν μεμυημένων, ὡς ἀληθῶς τὸν λοιπὸν χρόνον μετὰ θεῶν διάγουσα […]. [81b] Ἐὰν δέ γε οἶμαι μεμιασμένη καὶ ἀκάθαρτος τοῦ σώματος ἀπαλλάττηται, ἅτε τῷ σώματι ἀεὶ συνοῦσα καὶ τοῦτο θεραπεύουσα καὶ ἐρῶσα καὶ γοητευομένη ὑπ᾿ αὐτοῦ ὑπό τε τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ἡδονῶν, ὥστε μηδὲν ἄλλο δοκεῖν εἶναι ἀληθὲς ἀλλ᾿ ἢ τὸ σωματοειδές, οὗ τις ἂν ἅψαιτο καὶ ἴδοι καὶ πίοι καὶ φάγοι καὶ πρὸς τὰ ἀφροδίσια χρήσαιτο, τὸ δὲ τοῖς ὄμμασι σκοτῶδες καὶ ἀιδές, νοητὸν δὲ καὶ φιλοσοφίᾳ αἱρετόν, τοῦτο δὲ εἰθισμένη μισεῖν τε καὶ τρέμειν καὶ φεύγειν, οὕτω δὴ ἔχουσαν οἴει ψυχὴν αὐτὴν καθ᾿ αὑτὴν [81c] εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι; […] Ἀλλὰ διειλημμένην […] ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς, […] ὃ δὴ καὶ ἔχουσα ἡ τοιαύτη ψυχὴ βαρύνεταί τε καὶ ἕλκεται πάλιν εἰς τὸν ὁρατὸν τόπον φόβῳ τοῦ ἀιδοῦς τε καὶ Ἅιδου […] (Πλάτωνος, Φαίδων, ὅ.π.).

142 [108a] Ἡ μὲν οὖν κοσμία τε καὶ φρόνιμος ψυχὴ ἕπεταί τε καὶ οὐκ ἀγνοεῖ τὰ παρόντα· ἡ δ᾿ ἐπιθυμητικῶς τοῦ σώματος ἔχουσα, ὅπερ ἐν τῷ ἔμπροσθεν εἶπον, περὶ ἐκεῖνο πολὺν [108b] χρόνον ἐπτοημένη καὶ περὶ τὸν ὁρατὸν τόπον, πολλὰ ἀντιτείνασα καὶ πολλὰ παθοῦσα βίᾳ καὶ μόγις ὑπὸ τοῦ προστεταγμένου δαίμονος οἴχεται ἀγομένη. Ἀφικομένην δὲ ὅθιπερ αἱ ἄλλαι, τὴν μὲν ἀκάθαρτον καί τι πεποιηκυῖαν τοιοῦτον, […] ἢ ἄλλ᾿ ἄττα τοιαῦτα εἰργασμένην ἃ τούτων ἀδελφά τε καὶ ἀδελφῶν ψυχῶν ἔργα τυγχάνει ὄντα, ταύτην μὲν ἅπας φεύγει τε καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ οὔτε ξυνέμπορος οὔτε ἡγεμὼν ἐθέλει γίγνεσθαι· αὐτὴ [108c] δὲ πλανᾶται ἐν πάσῃ ἐχομένη ἀπορίᾳ, ἕως ἂν δή τινες χρόνοι γένωνται, ὧν ἐλθόντων ὑπ᾿ ἀνάγκης φέρεται εἰς τὴν αὐτῇ πρέπουσαν οἴκησιν. Ἡ δὲ καθαρῶς τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθοῦσα, καὶ ξυνεμπόρων καὶ ἡγεμόνων θεῶν τυχοῦσα, ᾤκησεν τὸν αὐτῇ ἑκάστη τόπον προσήκοντα (Πλάτωνος, Φαίδων, ὅ.π.).

143 [29d] Ὥστε περὶ τούτων τὸν εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν (Πλάτωνος, Τίμαιος, ὅ.π.).

144 [30b] Οὕτως οὖν δὴ κατὰ λόγον τὸν εἰκότα δεῖ λέγειν τόνδε τὸν κόσμον ζῷον ἔμψυχον ἔννουν τε τῇ ἀληθείᾳ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ γενέσθαι πρόνοιαν (Πλάτωνος, Τίμαιος, ὅ.π.).

145 [33c] Αὐτὸ γὰρ ἑαυτῷ τροφὴν τὴν ἑαυτοῦ φθίσιν παρέχον […] [33d] ἐκ τέχνης γέγονεν (Πλάτωνος, Τίμαιος, ὅ.π.).

146 [114c] Ἀλλὰ τούτων δὴ ἕνεκα χρὴ ὧν διεληλύθαμεν […] πᾶν ποιεῖν ὥστε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν τῷ βίῳ μετασχεῖν· καλὸν γὰρ τὸ ἆθλον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγάλη. [114d] […] τοῦτο καὶ πρέπειν μοι δοκεῖ καὶ ἄξιον κινδυνεῦσαι οἰομένῳ οὕτως ἔχειν (Πλάτωνος, Φαίδων, ὅ.π.).

147 Ἄλλως τε καὶ τοῦτο ἐννοῆσαι χρή, τὸ διττὴν εἶναι τὴν τῶν θεολόγων παράδοσιν, τὴν μὲν ἀπόῤῥητον καὶ μυστικήν, τὴν δὲ ἐμφανῆ καὶ γνωριμοτέραν· […] καὶ συμπέπλεκται τῷ ῥητῷ τὸ ἄῤῥητον. Καὶ τὸ μὲν πείθει καὶ καταδεῖται τῶν λεγομένων τὴν ἀλήθειαν, τὸ δὲ δρᾷ καὶ ἐνιδρύει τῷ Θεῷ ταῖς ἀδιδάκτοις μυσταγιωγίαις (Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Ἐπιστολὴ Θ΄, §1, «Τίτῳ Ἱεράρχῃ», στὸ Ἑλληνικὴ Πατρολογία, ἐπιμ. J.-P. Migne, τόμ. 3, Ἀθήνα: Κέντρο Πατερικῶν Ἐκδόσεων, 1998, σ. 1105:D). [Σ.τ.Ε.]

148 Ὅταν ἀκούσῃς, ὅτι περ κατελθὼν ὁ Χριστὸς εἰς ᾅδου, τὰς κατόχους ἐκεῖ ψυχὰς ἀνερρύσατο, μὴ μακρὰν εἶναι ταῦτα καὶ τῶν νῦν τελουμένων νόμιζε. Οἴου μοι γὰρ μνημεῖον εἶναι τὴν καρδίαν, κἀκεῖ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὸν νοῦν κατωρύχθαι βαρεῖ σκότει κατειλημμένους· ἔρχεται τοιγαροῦν ὁ Κύριος εἰς τὰς ἐν ᾅδου ἐπιβοωμένας αὐτὸν ψυχάς, εἰς τὸ βάθος δηλαδὴ τῆς καρδίας, κἀκεῖ τῷ θανάτῳ ἐγκελευόμενος, ἀνάπεμπε, λέγει, τὰς ἐγκεκλεισμένας ψυχάς, τὰς ἐμὲ τὸν ῥύσασθαι δυνάμενον ἐκζητούσας· εἶτα τὸν βαρὺν λίθον διάρας, τὸν τῇ ψυχῇ ἐπικείμενον, τόν τε τάφον ἀνοίγει καὶ τὸν ἐν ἀληθείᾳ νεκρὸν ἀνιστᾷ καὶ τῆς ἀφεγγοῦς φυλακῆς τὴν ἐγκεκλεισμένην ψυχὴν ἀπαλλάττει (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 219:ριστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ἐλευθερίας τοῦ νοῦ», σ. 299:116.

149 Ὁ μὲν γὰρ νόμος […] βαρὺν αὐτοῖς καὶ δυσφόρητον ἐπιτιθεὶς τὸν ζυγὸν καὶ μηδεμίαν εἰδὼς ὀρέγειν βοήθειαν, τοῦτο δὲ παρὰ τὸ μὴ δυνατῶς ἔχειν τὴν τοῦ πνεύματος δύναμιν παρέχειν· «τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί» [Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 8:3]· ἀπὸ δὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας ἡ θύρα τῆς χάριτος τοῖς ἐν ἀληθείᾳ πιστεύσασι διηνοίχθη, δύναμίς τε Θεοῦ καὶ ἐνέργεια Πνεύματος Ἁγίου αὐτοῖς χορηγεῖται (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 222:ρκζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ἐλευθερίας τοῦ νοῦ», σ. 302:127.

150 Τίς ἡ οἰκονομία τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας; ἡ τῆς ἡμῶν φύσεως πρὸς ἑαυτὴν ἐπάνοδος καὶ ἀποκατάστασις. Ἀπέδωκε γὰρ τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τὸ τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδὰμ ἀξίωμα, πρὸς δέ, καὶ κληρονομίαν αὐτῇ οὐρανίαν, ὢ θείας καὶ μεγάλης τῷ ὄντι χάριτος! τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος ἐδωρήσατο, ἐξαγαγών τε αὐτὴν ἐκ τῆς φυλακῆς τοῦ σκότους, ὁδὸν ζωῆς καὶ θύραν ἐπέδειξε, δι’ ἧς ἐλθόντι, καὶ ἐφ’ ἧς κρούσαντι, δυνατὸν ἐντὸς γενέσθαι τῆς Βασιλείας. Αἰτεῖτε γάρ, φησίν, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 234:ρν΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ἐλευθερίας τοῦ νοῦ», σ. 314:150.

151 Ζητοῦσί τινες πῶς ἔσται τῶν ἀξιουμένων τῆς ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ τελειότητος ἡ κατάστασις. […] Πρὸς δὴ τοῦτο στοχαστικῶς ἐρεῖ τις, ὅτι καθάπερ ἐπὶ τῆς σωματικῆς ζωῆς διττός ἐστιν ὁ τῆς τροφῆς λόγος· ὁ μὲν πρὸς αὔξησιν, ὁ δὲ πρὸς συντήρησιν τῶν τρεφομένων· μέχρι γὰρ φθάσωμεν τὸ τέλειον τῆς σωματικῆς ἡλικίας, τρεφόμεθα πρὸς αὔξησιν· ἐπειδὰν δὲ τὸ σῶμα στῇ τῆς εἰς μέγεθος ἐπιδόσεως οὐκ ἔτι τρέφεται πρὸς αὔξησιν ἀλλὰ πρὸς συντήρησιν· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς διττὸς ὁ τῆς τροφῆς λόγος. Τρέφεται γὰρ προκόπτουσα ταῖς ἀρεταῖς καὶ τοῖς θεωρήμασι, μέχρις οὗ διαβᾶσα τὰ ὄντα πάντα, φθάσῃ τὸ μέτρον τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ· ἐν ᾧ γινομένη πάσης τῆς πρὸς ἐπίδοσίν τε καὶ αὔξησιν διὰ τῶν μέσων ἵσταται προκοπῆς, ἀμέσως τρεφομένη τὸ ὑπὲρ νόησιν· καὶ διὰ τοῦτο τυχὸν ὑπὲρ αὔξησιν τῆς ἀφθάρτου τροφῆς τὸ εἶδος πρὸς συντήρησιν τῆς δοθείσης αὐτῇ θεοειδοῦς τελειότητος καὶ ἔκφανσιν τῶν τῆς τροφῆς ἐκείνης ἀπείρων ἀγλαϊῶν, καθ’ ἣν τὸ ἀεὶ εὖ ὡσαύτως εἶναι ἐνδημῆσαν αὐτῇ δεχομένη, γίνεται Θεὸς τῇ μεθέξει τῆς θεϊκῆς χάριτος· πασῶν τῶν κατὰ νοῦν τε καὶ αἴσθησιν αὐτή τε παυσαμένη […] (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 87:πη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 143:88.

152 Ζητοῦσί τινες τῶν φιλομαθῶν, κατὰ ποῖον ἔσται τρόπον ἡ τῶν αἰωνίων μονῶν τε καὶ ἐπαγγελιῶν διαφορά. Πότερον, καθ’ ὑπόστασιν τοπικὴν ἢ κατ’ ἐπίνοιαν τῆς ἰδιαζούσης καθ’ ἑκάστην μονὴν πνευματικὴν ποιότητός τε καὶ ποσότητος; Καὶ τοῖς μὲν δοκεῖ τὸ πρῶτον· τοῖς δὲ τὸ δεύτερον. Ὁ δὲ γνοὺς τί τό, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι· καὶ τί τό, πολλαὶ μοναὶ παρὰ τῷ Πατρί, τοῦ δευτέρου μᾶλλον γενήσεται (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 87:πθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 143:89.

153 Οὐκ ἔχει ἡ φύσις τῶν ὑπὲρ φύσιν τοὺς λόγους, ὥσπερ οὐδὲ τῶν παρὰ φύσιν τοὺς νόμους. Ὑπὲρ φύσιν δὲ λέγω τὴν θείαν καὶ ἀνεννόητον ἡδονήν, ἣν ποιεῖν πέφυκεν ὁ Θεὸς φύσει, κατὰ χάριν τοῖς ἀξίοις ἑνούμενος· παρὰ φύσιν δέ, τὴν κατὰ στέρησιν ταύτης συνισταμένην ἀνεκλάλητον ὀδύνην, ἣν ποιεῖν εἴωθεν ὁ Θεὸς φύσει, παρὰ τὴν χάριν τοῖς ἀναξίοις ἑνούμενος. Κατὰ γὰρ τὴν ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα τῆς διαθέσεως, ὁ Θεός, τοῖς πᾶσιν ἑνούμενος, ὡς οἶδεν αὐτός, τὴν αἴσθησιν ἑκάστῳ παρέχεται, καθώς ἐστιν ἕκαστος ὑφ’ ἑαυτοῦ διαπεπλασμένος, πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ παντὸς πᾶσιν ἑνωθησομένου κατὰ τὸ πέρας τῶν αἰώνων (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 151:κ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «ΣΤ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 212:20.

154 Ὁ μὲν Θεός, κατὰ μίαν ἀπειροδύναμον τῆς ἀγαθότητος βούλησιν, πάντας συνέξει, καὶ Ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ἀγαθούς τε καὶ πονηρούς. Οὗτοι δὲ πάντες οὐκ ἴσως μεθέξουσι Θεοῦ, τοῦ διὰ πάντων ἀσχέτως χωρίσαντος, ἀλλ’ ἀναλόγως ἑαυτοῖς. Οἱ μὲν τῇ φύσει φυλάξαντες διὰ πάντων ἰσονομοῦσαν τὴν γνώμην καὶ τῶν τῆς φύσεως λόγων κατ’ ἐνέργειαν δεκτικὴν αὐτὴν καταστήσαντες καθ’ ὅλον τὸν τοῦ εὖ εἶναι λόγον, […] ὅλως μεθέξουσι τῆς ἀγαθότητος […] Οἱ δὲ τῇ φύσει ποιήσαντες ἀνισονομοῦσαν διὰ πάντων τὴν γνώμην καὶ τῶν τῆς φύσεως λόγων κατὰ τὴν ἐνέργειαν σκεδαστικὴν αὐτὴν ἀποδείξαντες καθ’ ὅλον τὸν τοῦ εὖ εἶναι λόγον, […] ὅλης ἐκπεσοῦνται τῆς ἀγαθότητος […] Κατὰ γὰρ τὸ εἶναι καὶ ἀεὶ εἶναι, πάντας συνέξει παρὼν ὁ Θεός· κατὰ δὲ τὸ ἀεὶ εὖ εἶναι, μόνους ἰδιοτρόπως τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους τε καὶ ἀνθρώπους […] (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σσ. 158-159: νγ΄-νε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «ΣΤ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σσ. 220-221:53-55.

155 Ὥσπερ τινὲς λαμπάδες πολλαί, ἑνὶ ἐλαίῳ καὶ ἑνὶ ἀναφθεῖσαι πυρί, οὐκ ἴσῳ τῷ μέτρῳ πολλάκις τὴν τοῦ πυρὸς αὐγὴν ἀφιᾶσιν, οὕτω καὶ τὰ χαρίσματα, τὰ ἐκ διαφόρων κατορθωμάτων, διάφορον ἔχει καὶ τὴν αὐγὴν τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος· ἢ ὥσπερ ἐν πόλει πολλῶν ὄντων καὶ τὴν αὐτὴν οἰκούντων, ἑνί τε ἄρτῳ καὶ ἑνὶ χρωμένων ὕδατι, οἱ μὲν αὐτῶν ἄνδρες, οἱ δὲ νήπιοι, οἱ δὲ παῖδές εἰσιν, οἱ δὲ γέροντες, καὶ πολὺ τὸ παραλλάτον ἐν αὐτοῖς καὶ διάφορον· ἢ ὥσπερ σῖτος ἐν μιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ χώρᾳ κατεσπαρμένος, διαφόρους δήπου καὶ τοὺς στάχυας ἀναδίδωσιν· […] οὕτως οἴου μοι κἂν τῇ τῶν νεκρῶν ἀναστάσει διαφορὰν δόξῃς τῶν ἀνισταμένων δοξάζεσθαι καὶ γνωρίζεσθαι κατὰ τὴν ἀξίαν τῶν κατορθωμάτων· κατὰ τὴν μετουσίαν τοῦ ἐντεῦθεν ἤδη ἐνῳκηκότος αὐτοῖς θείου Πνεύματος. Καὶ τοῦτο εἶναι τό, ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 187:μβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑπομονῆς καὶ διακρίσεως», σ. 264:42.

156 Αὐτή γε ἡ ψυχὴ καταξιωθείη πνεῦμα γενέσθαι ὡς συγκραθεῖσα τῷ πνεύματι, τότε ὅλον φῶς, ὅλον πνεῦμα, ὅλον χαρά, ὅλον ἀνάπαυσις, ὅλον ἀγαλλίασις, ὅλον ἀγάπη, ὅλον σπλάγχνα, ὅλον ἀγαθότης καὶ χρηστότης γίνεται· καὶ οἱονεὶ καταπέποται εἰς τὰς ἀρετὰς τῆς δυνάμεως τοῦ ἀγαθοῦ πνεύματος, ὡς ἐν ἀβύσσῳ θαλάσσης λίθος ὕδατι πανταχόθεν περιεχόμενος (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 208:ϟ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ἀγάπης», σ. 287:90.

157 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Σαλευόμενοι στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀσαλεύτου», σ. 93.

158 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ προνόμιο τοῦ γνῶναι τὴν ὁδόν», σ. 133.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ