01.12 | Ελευθερία και Ελεύθερη Βούληση – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

12. Ἐλευθερία καὶ Ἐλεύθερη Βούληση

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Ἐρχόμαστε στὸν κόσμο γιὰ νὰ πολεμήσουμε, σὰν σὲ πεδίο μάχης. Ἐρχόμαστε γιὰ νὰ παλέψουμε, ὅπως μποροῦμε, καὶ νὰ διανοίξουμε ἕνα μονοπάτι ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν πλατιὰ λεωφόρο.

Στὴν περίοδο τῆς νεότητας ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα, ὁ κόσμος εἶναι ἕνα ὅραμα. Ὅσο ὅμως διαβαίνει ὁ χρόνος, τὸ ἐμπόδιο στέκεται σὰν τοῖχος μπροστά μας. Οἱ αἰσθήσεις τραβοῦν τὴν ψυχὴ πρὸς τὴν ὕλη. Ἀποζητᾶμε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν εὐτυχία ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει. Οὔτε οἱ προσωπικές μας ἐμπειρίες οὔτε οἱ ἐμπειρίες τῶν ἄλλων μᾶς διδάσκουν. Σὰν ἔντομα ποὺ ἕλκονται ἀπὸ τὸ φῶς, ἑλκόμαστε ἀπὸ τὶς αἰσθησιακὲς ἀπολαύσεις ἐλπίζοντας νὰ βροῦμε κάποια ἱκανοποίηση. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν νοῦ μας. Ἀναζητᾶμε νὰ ἀποκαλύψουμε τὸ μυστήριο τοῦ Σύμπαντος, προχωροῦμε μερικὰ βήματα καὶ ἀπογοητευόμαστε ποὺ δὲν μπορεῖ ὁ νοῦς νὰ ὑπερπηδήσει τὰ ἐμπόδια.

Ὁ καθένας μας νομίζει ὅτι εἶναι ἐλεύθερος καὶ μόνο ὅταν δοῦμε μπροστά μας τὸ ἀδιέξοδο καταλαβαίνουμε ὅτι εἴμαστε σκλάβοι, δέσμιοι, δοῦλοι τῆς φύσης καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὸν νοῦ.

Μὰ δὲν ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια καμία ἐλπίδα;

Ἡ μόνη ἐλπίδα μας εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας μας ἀπὸ τὰ καταλυτικὰ δεσμά. Καὶ ἡ ἐλευθερία αὐτὴ εἶναι τὸ κέρδος μας, τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεκτίμητο κέρδος τῆς προσπάθειάς μας νὰ γνωρίσουμε τὴν Ἀλήθεια. Βέβαια, αὐτὴ ἡ ἀλήθεια διδάχτηκε καὶ διδάσκεται στὰ πέρατα τοῦ κόσμου, ὅμως κανείς, ἢ πολλοὶ λίγοι, δὲν τὴν πιστεύει, καὶ αὐτὸ γιατὶ ἂν δὲν ζήσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὶς ἀνάλογες ἐμπειρίες, δὲν μποροῦμε νὰ πιστέψουμε. Πρέπει ὅμως νὰ διευκρινίσουμε ὅτι, ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἐλευθερία, ἐννοοῦμε τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι τὴν ἐλευθερία κίνησης ἢ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχουν ὁρισμένοι ὅτι ἐλευθερία σημαίνει νὰ μὴν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τίποτα καὶ ἀπὸ κανέναν. Ἡ ἐλευθερία εἶναι μιὰ ἀβίαστη συνέπεια ποὺ ἐπέρχεται στὸν ἄνθρωπο σὰν ἀνταπόκριση σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ κλήση. Ἡ κλήση αὐτὴ ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ ἀρχὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας, χωρὶς φόβο, χωρὶς τὴν αἴσθηση τῆς αὐτο-σπουδαιότητας. Στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας ἐνοικεῖ τὸ Θεῖο, ποὺ ἀπὸ μόνο του παρέχει τὴν προτροπὴ καὶ τὴν ἐπιδοκιμασία, ὥστε κάθε ἄλλη ἐπιδιωκόμενη ἐπιδοκιμασία ἢ ἀποδοκιμασία νὰ εἶναι βλαπτική.

Ὅλες οἱ θρησκεῖες –καὶ ὄχι μόνο– κηρύττουν τὴν ἐλευθερία ὡς μοναδικὴ διέξοδο. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου τὴν ἀδυναμία του νὰ βρεῖ μιὰ διέξοδο στὸ ἀδιέξοδο ποὺ δημιουργεῖ κάθε τρόπος ζωῆς. Ἀνεξάρτητα μὲ τὸ τί πιστεύουν ἢ λένε οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα μὲ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπέκτησαν, τὶς ἱκανοποιημένες ἢ ἀνικανοποίητες ἐπιθυμίες τους, εἶναι δυστυχεῖς στὴ μεγαλύτερη διάρκεια τῆς ζωῆς τους καὶ θὰ εἶναι πάντοτε, ἐφόσον ἐξακολουθοῦν καὶ θέλουν νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν ἀνεπίγνωστα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ὀδύνης.

Δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε τὴν τελικὴ φάση γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ πορεία ποὺ ἀκολουθοῦμε πρὸς τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, πρὸς τὴν ὕλη, εἶναι λανθασμένη. Ἂς σκεφτοῦμε, ἂς κλείσουμε τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιὰ καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ συλλάβουμε τὴ φωνὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα μας καὶ μᾶς καλεῖ σὲ ἕναν κόσμο ἐλεύθερο γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας, ποὺ πράγματι εἶναι ἐλεύθερος, καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε ἐκεῖ ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει – στὴν ἠρεμία, στὴ γαλήνη.

Ὁ βαθύτατα κρυμμένος καὶ λησμονημένος ἑαυτός μας εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὸ ἄπειρο ἤ, μᾶλλον, εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνα ἀπειροελάχιστο τοῦ ἀπύθμενου καὶ ἄπειρου κόσμου, καὶ ὡς τέτοιος εἶναι ἱκανός, ὅταν τὸν ἀνακαλύψουμε, νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπιθυμητὴ λύση. Ἀνακαλύπτοντας τὸν ἑαυτό μας, θὰ ἀνακαλύψουμε ἀμέσως καὶ τὴ διασύνδεσή του μὲ τὸ ΟΛΟ. Ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη αὐτὴ θὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ἀπελευθέρωσή μας καί, μέσω αὐτῆς, στὴν Ἀλήθεια. Ἡ Ἀλήθεια πάντα μᾶς καλεῖ, ἔχουμε μιὰ πρόσκληση διαρκείας, ἀρκεῖ νὰ ἀποδεχθοῦμε:

Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. (Κατὰ Ματθαῖον 11:28)

Ἡ Ἀλήθεια ὑπάρχει. Τὸ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὴ δοῦμε ὡς κοινοὶ ἄνθρωποι εἶναι μιὰ πραγματικότητα. Τὸ ὅτι ὅμως μποροῦν νὰ τὴ δοῦν μερικοὶ κάτω ἀπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις εἶναι καὶ αὐτὸ μιὰ πραγματικότητα. Μὲ τὴ δική μας θέληση καὶ ἐλεύθερη βούληση ἂν ἀρνηθοῦμε τὴν ὕλη, στὸ μέτρο τοῦ ἐφικτοῦ καὶ στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας, θὰ ἔρθει αὐτόματα ἡ Ἀλήθεια.

Αὐτὸ τὸ ἀναγκαῖο γιὰ τὸν καθένα μας δέσιμο μὲ τὴν ὕλη δὲν πρέπει νὰ εἶναι στὴ σκέψη μας, ἀλλὰ μόνο στὸ σῶμα μας.

Ὅταν προσεγγίσουμε τὴν Ἀλήθεια, τότε θὰ ἔχουμε τὴν ἐλευθερία μας. Τὸ τέρμα τῆς ζωῆς εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ σὲ αὐτὸ φτάνει κανεὶς μὲ τὴν ἀπόλυτη ἀπόσπαση ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ τὶς ἀνάγκες ποὺ δημιουργεῖ αὐτή.

[…] γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς. (Κατὰ Ἰωάννην 8:32)

Εἶναι ἡ Ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε καὶ δὲν ξέρουμε πῶς νὰ τὸ ὀνομάσουμε.

Ὅλα εἶναι ἕνα. Ὁ χῶρος εἶναι τὸ ἄπειρο ποὺ ἔχει ἤ, μᾶλλον, ὅπου ἐμπεριέχονται τὰ πάντα – καὶ τὸ ἄυλο καὶ τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο. Μέσα σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο εἶναι ὅλη ἡ Ἀλήθεια. Ὅλα εἶναι ἕνα. Μέσα στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει ἕνα μέρος τῆς Ἀλήθειας, ἕνα μέρος τῆς Θείας Ἁρμονίας. Ἡ ὕλη τὸ κρατᾶ φυλακισμένο καὶ ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ξεπεράσει τὴν ὕλη γιὰ νὰ τὸ ἀπελευθερώσει. Τὸ πνεῦμα (νοῦς) εἶναι ἕνα μέρος τῆς ὕλης ἂν τὸ θεωρήσουμε λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, συγχρόνως ὅμως εἶναι καὶ τὸ ἐργαλεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει τὸν διαχωρισμὸ τῶν στοιχείων ποὺ ἔχουν ἐγκλωβιστεῖ μαζί.

Τὸ Σύμπαν δὲν εἶναι τυχαῖο, εἶναι ὁ χῶρος τῆς Ἀλήθειας καὶ δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ κανέναν. Ἁπλῶς ὑπάρχει.

Ὁ ἴδιος ἀνέλαβε τὴ δημιουργία τῶν θείων ἐμβίων ὄντων· τὴ γέννηση ὅμως τῶν θνητῶν τὴν ἀνέθεσε στοὺς ἀπογόνους του. Καὶ αὐτοί, μιμούμενοι τὸ ἔργο του, παρέλαβαν τὴν ἀθάνατη ἀρχὴ καὶ τὴν ἐγκατέστησαν στὸ θνητὸ περίβλημα ποὺ ἔπλασαν γι’ αὐτήν· τῆς προσέδωσαν ὡς ὄχημα ὅλο τὸ σῶμα καὶ μέσα του θεμελίωσαν καὶ ἕνα δεύτερο εἶδος ψυχῆς, τὴ θνητή. Ἡ θνητὴ ψυχὴ στεγάζει τὰ φοβερὰ καὶ ἀναγκαῖα πάθη […].109

Στὴν ἀρχὴ ἦταν τὸ χάος. Μετὰ ἡ Γῆ ἄρχισε νὰ διαμορφώνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς Θείας Ἁρμονίας τοῦ Σύμπαντος. Γιὰ τὴν Ἀλήθεια ξέρουμε τὴ λέξη, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸ νόημα, δηλαδὴ τὴν οὐσία, τὴν ὁποία μόνο ὑποψιαζόμαστε καὶ τὴ φανταζόμαστε μέσα στὸ δικό μας περιορισμένο λογικὸ πλαίσιο. Ἡ Ἀλήθεια διασπάστηκε ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴν Οὐσία καὶ ἔγινε ὕλη. Γιατὶ ἡ Ἀλήθεια, γιὰ νὰ ὑπάρξει, πρέπει νὰ ἐπαληθευτεῖ.

Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἰκόνα ποὺ δὲν ἀναφέρεται στὴν ὑλικὴ μορφή Του –γιατὶ ὑλικὴ μορφὴ δὲν ἔχει ὁ Θεός–, ἀλλὰ στὸν Θεῖο Νοῦ, ἀντανάκλαση τοῦ Ὁποίου εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Καὶ ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀντανάκλαση τοῦ Θείου Νοῦ, ἐξυπακούεται ὅτι ἔχει καὶ τὴν ἐλευθερία ἔκφρασης, κίνησης καὶ ἐπιλογῆς τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου δρόμου.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀναγκαία συνέπεια γιὰ αὐτὸ τὸ λογικὰ σκεπτόμενο ὄν. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς κάνει νὰ διαφέρουμε ἀπὸ τὶς ἄλλες μορφὲς Δημιουργίας, ἀπὸ τὰ ὀρυκτά, τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦταν προικισμένος μὲ τὴ διάνοια, δὲν θὰ διέφερε σὲ τίποτε ἀπὸ τὸ ζῶο, γιατὶ οὔτε οἱ αἰσθήσεις τοῦ ζώου οὔτε τίποτε ἄλλο ὑπολείπεται τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ λογικό, καμία ἐξέλιξη, καμία φυσικὴ ἐπιλογὴ δὲν θὰ ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐπιφέρει τὸν διαχωρισμό.

Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸ μοιραῖο, τὸ πεπρωμένο, τὴ μοιρολατρεία, τὴν πίστη, δηλαδή, ὅτι ὅλα τὰ γεγονότα τοῦ μέλλοντος εἶναι προκαθορισμένα, ἔξω ἀπὸ τὸν ἔλεγχό μας. Τὸ πεπρωμένο, τὸ μοιραῖο ὀφείλουμε νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀνήκει στὶς κατώτερες μορφὲς Δημιουργίας. Νοῦς καὶ μοιρολατρεία εἶναι δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πράγματα. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ ζωὴ καί, κατὰ συνέπεια, ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι κάτι τὸ τυχαῖο. Τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅλα διέπονται, κατευθύνονται καὶ συνέχονται ἀπὸ τὸν Θεῖο Νοῦ, τὸν Θεό.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὰ ζῶα. Ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ κατανοεῖ, νὰ ἀντιλαμβάνεται εὐρύτερα τὸ φάσμα τῆς ζωῆς, νὰ βιώνει τὶς ἀξίες τῆς ζωῆς καὶ νὰ ἐνεργεῖ αὐτόνομα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἐλευθερία τῆς βούλησης, δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία τῆς δράσης. Ἀντίθετα, οἱ δραστηριότητες τῶν ζώων διέπονται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ἀκολουθοῦν πάντοτε ἕνα προκαθορισμένο πρότυπο.

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸν βαθμὸ ἐξέλιξης τοῦ ἀτόμου. Ἀνάλογα μὲ τὸν τρόπο ποὺ σκέπτεται κανεὶς καὶ αἰσθάνεται, προσεγγίζει τὴ δέσμευση ἢ τὴν ἐλευθερία. Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι στὴν κατώτερη νοητικὴ κλίμακα, ἔχει τὴν ἴδια ἐλευθερία ποὺ ἔχουν καὶ τὰ ζῶα, ὅσο ἀνέρχεται ὅμως τὴν κλίμακα τόσο ἀπελευθερώνεται. Ἔχει διαπιστωθεῖ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται στὴν κατώτερη κλίμακα διανόησης προσεγγίζουν περισσότερο τὸ ζῶο παρὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται στὴν ἀνώτερη κλίμακα.

Ἐξάλλου, ἡ φυσικὴ ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν συντέλεσε καὶ συντελεῖ στὴ διαμόρφωση μόνο τῆς μορφῆς, σὲ τέτοιο σημεῖο μάλιστα, ὥστε κάθε μορφὴ δημιουργίας νὰ μπορεῖ, μὲ τὴν καθοδήγηση τῆς Θείας Οὐσίας ποὺ ἔχει μέσα της, νὰ συντελεῖ στὴν πρόοδο καὶ ἐξέλιξη τοῦ συνόλου τοῦ Σύμπαντος.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο ἢ κανένα ἄλλο ζῶο οὔτε ἀποτελεῖ μιὰ ἐξελικτικὴ μορφὴ κάποιας ἄλλης μορφῆς τῆς Δημιουργίας. Ἡ κάθε ὕπαρξη, τὸ κάθε ἔμβιο ἢ ἄβιο ὂν ἔχει τὸν δικό του προορισμό. Ἡ ἐξέλιξη εἶναι μιὰ πραγματικότητα, ὅπως περίπου τὴ διατύπωσε ὁ Δαρβίνος, ἀλλὰ ἡ Θεία Δημιουργία στὸ σύνολό της εἶναι ἕνα ἀκόμα πολὺ σημαντικότερο γεγονός. Τὰ δύο αὐτὰ βαδίζουν παράλληλα ἀλλὰ καὶ συναντῶνται, γιὰ νὰ τεθεῖ τὸ πρῶτο στὴ διάθεση τοῦ δεύτερου ὅπως εἶναι προγραμματισμένο.

Ὁ ἄνθρωπος, ἀφότου ἀναμείχθηκε μὲ τὴν ὕλη καὶ ἡ ψυχὴ περιβλήθηκε τὸ ὑλικὸ σῶμα ὡς φορέα της, ἀπέκτησε καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ φροντίζει αὐτὸ τὸ σῶμα. Νὰ ἀντιμετωπίζει τὴν πείνα του, τὴ δίψα του, νὰ καταπολεμᾶ τὸ κρύο καὶ τὴ ζέστη καὶ νὰ ἀναπαύει τὸ σῶμα, ὅταν χρειάζεται. Καὶ κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ παραβλέψει. Γι’ αὐτό, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς ὕλης, τὴν ἀπαλλαγὴ τὴν ἀνάγουμε στὸν νοῦ καὶ ἐννοοῦμε τὸν περιορισμὸ τῆς κάλυψης τῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος στὰ ἀναγκαῖα. Ἡ τέλεια ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀνάγκες δὲν ἀναφέρεται στὸν γήινο χῶρο, ἐδῶ ὑπάρχει μόνο μιὰ σταδιακὰ αὐξανόμενη ἀπελευθέρωση.

Ὅλες οἱ φροντίδες τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ σῶμα του γίνονται εἴτε τὸ θέλει εἴτε δὲν τὸ θέλει, γιατὶ εἶναι μιὰ ἀνάγκη, ὅμως κάθε ὑπέρβαση τῆς ἀνάγκης αὐτῆς, εἴτε ἀφορᾶ τὴν τροφὴ εἴτε τὸ ποτὸ εἴτε τὸν ὕπνο κ.λπ., ἐξαρτᾶται πάντοτε ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ αὐτεξούσιο λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀνάγεται: α) στὸν περιορισμὸ τῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος στὸ ἀναγκαῖο, καὶ β) στὸν νοῦ καὶ στὴν κατεύθυνση ἢ στὴν πορεία ποὺ θὰ χαράξουμε στὴν ἐπίγεια ζωή μας. Ἡ καθήλωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη, τὶς ἄλογες ἐπιθυμίες, τὶς πολυσχιδεῖς ἐξαρτήσεις κ.λπ. εἶναι προϊὸν τῆς δικῆς μας ἐπιλογῆς, τῆς δικῆς μας ἐλεύθερης βούλησης.

Ὅμως, ὅποιος κυριαρχεῖται ἀπὸ τέτοια πάθη καὶ ἐξαρτήσεις, ἂν καὶ ἔχει τὸ αὐτεξούσιο ἔχει σπεύσει νὰ τὸ παραχωρήσει, ἔχει σπεύσει νὰ χάσει τὴν ἐλευθερία του.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα ὁριακὸ σημεῖο, πέρα ἀπὸ τὸ ὁποῖο –καὶ μόνο ἀφοῦ τὸ διαβοῦμε– θὰ μπορέσουμε νὰ ἀνακτήσουμε τὴν ἐλευθερία μας καὶ ἐλεύθεροι πιὰ νὰ δημιουργήσουμε τὸ δικό μας πεπρωμένο.

Εἶναι ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἡ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δέσμευση τῆς δικῆς μας βούλησης πρὸς τὴ Θεία Βούληση ποὺ ὑπέρκειται ὅλων. Αὐτὴ ἡ –πάντοτε μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή μας– δέσμευση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ἀνώτατης Θείας Βούλησης θὰ σημάνει καὶ τὴν ἔναρξη τῆς ἐλεύθερης πλέον, ἀνοδικῆς πορείας μας.

Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. (Κατὰ Ματθαῖον 11:28)

Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ […] γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς. […] πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. […] Ἐὰν οὖν ὁ Υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε. (Κατὰ Ἰωάννην 8:31-32, 34, 36)

Αὐτὰ εἶπε ὁ Κύριος, ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος λέει:

Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 7:24)

Οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Β΄ 3:17)

Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ἐλεύθερος ὀφείλει νὰ στραφεῖ καὶ νὰ ἀντλήσει τὶς δυνάμεις του ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Κόσμο. Νὰ βαδίσει σταθερά, αὐτοπροαίρετα, μὲ τὴ δική του ἐλεύθερη βούληση καὶ νὰ ἐναποθέσει τὶς ἐλπίδες του καὶ τὴν ἐλεύθερη βούλησή του στὰ πόδια τοῦ Κυρίου. Καὶ στὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς ὡριμότητας, νὰ ἀφεθεῖ ὁλοσχερῶς στὴ Βούλησή Του γιὰ νὰ γίνει τὸ θέλημά Του «ὡς ἐν Οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς Γῆς».

Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει ὅτι μὲ ὅλους ἐμᾶς ὡς ὄργανα, ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ τὴν πράξη καὶ τὴ θεωρία, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση, τὴ νίκη καὶ τὴ σοφία, τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀλήθεια, χωρὶς ἐμεῖς νὰ προσφέρομε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καλή μας προαίρεση. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)110

Καὶ τελικὰ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπαληθεύσει τὸ λεχθέν:

Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὅρισε πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου, ὁδηγεῖ τὸν καθένα, εἴτε δίκαιο, εἴτε ἄδικο, μὲ τὸν τρόπο ποὺ θέλει, στὸ τέλος τῆς ζωῆς ποὺ τοῦ ἁρμόζει. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)111

Μᾶς διδάσκει ὁ Ἁγιορείτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ:

[σ. 175] Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὡς εἰκόνα τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, δημιουργημένο ἀπὸ Αὐτὸν μὲ ἀκατάληπτο τρόπο, γεννιέται, κατὰ κάποιον τρόπο, μέσα στὸ ὑλικό μας σῶμα, ἐνῶ τὸ ἴδιο κατὰ τὴ φύση του ὑπερβαίνει τὴν κοσμικὴ ὕλη. […] [σ. 176] Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος πίστεψε στὴ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ διαμένει στὴ σφαίρα τοῦ λόγου Του, ἀνήκει σὲ ἐπίπεδο ἄλλων διαστάσεων: Ἡ ἐλευθερία αὐτὴ δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ κανέναν ἄλλο ἐκ τῶν ἔξω. […] Ἡ ἐλευθερία αὐτή, τῆς ὁποίας ἡ ἐμπειρία δίδεται στὸν χριστιανό, ἀνήκει στὴν ἐνυπάρχουσα στὸν ἄνθρωπο προσωπικὴ ἀρχή. Τὰ δύο αὐτά, τὸ Πρόσωπο καὶ ἡ ἐλευθερία, εἶναι ἀρρήκτως ἑνωμένα. […]
[σ. 177] Πράγματι, εἴμαστε ἐλεύθεροι, ὄχι ὅμως σὲ ἀπόλυτο βαθμό, ὅπως εἶναι ἐλεύθερος μόνο ὁ Θεός. […] Μπροστά μας ὀρθώνεται τὸ γεγονὸς τοῦ Πρώτου Ὄντος καθ’ Ἑαυτό –τοῦ Θεοῦ–, ἐκτὸς τοῦ Ὁποίου τίποτε αὐθύπαρκτο δὲν ὑπάρχει. Ἀπόκειται σὲ μᾶς νὰ ἐπιλέξουμε ἢ τὴν υἱοθεσία μας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα μας ἢ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ Αὐτὸν στὸ σκόταδι τῆς ἀνυπαρξίας. Τίποτε τὸ ἐνδιάμεσο δὲν ὑπάρχει. Ὁ χριστιανὸς ἔχει τὸ προνόμιο νὰ ἔχει τὴν τόλμη νὰ πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὸ Θεῖο Εἶναι. Αὐτὸ δὲν μᾶς ἀνήκει, οὔτε ἔχουμε δυνάμεις νὰ τὸ δημιουργήσουμε, διότι εἴμαστε κτίσματα. Τὸ Εἶναι αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς δοθεῖ μόνο ὡς καθαρὴ δωρεὰ τῆς Πατρικῆς ἀγάπης. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)112

Ὁ ἄνθρωπος φαινομενικὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀπρόσωπο ὄν. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ψυχὴ κάθε ψυχῆς καὶ ὅλης τῆς φύσης. Ἡ ψυχή, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ σχέση της μὲ τὸν Θεό, εἶναι οὐσιαστικὰ ἁγνὴ καὶ τέλεια. Ἡ πραγματικὴ φύση τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ μακαριότητα καὶ ἡ δύναμη καὶ ὄχι ἡ δυστυχία καὶ ἡ ἀδυναμία.

Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου δὲν τείνει στὴν ἀνάπτυξη, στὴν ἐξέλιξη τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ μόνο στὴν κάθαρση. Στὴν κάθαρση ἀπὸ τὴ σκόνη καὶ τὴ θολούρα ποὺ ἀφήσαμε νὰ ἐπικαθίσει πάνω της στὴν αἰώνια πορεία της. Αὐτὴν τὴ σκόνη καὶ θολούρα ποὺ ἐξαφανίζει τὴ διαφάνειά της καὶ ἐμποδίζει τὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται. Ἡ ψυχὴ ἔχει Θεία προέλευση καὶ ἡ θειότητα εἶναι ἡ φύση μας. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἕνα μὲ τὴν ἐλευθερία, ἕνα μὲ τὴν ὕπαρξη, ἕνα μὲ τὴ γνώση. Καὶ ἐλευθερία σημαίνει ἀνεξαρτησία ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἐξωτερικὸ παράγοντα, συνεπῶς τίποτα ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει πάνω της σὰν αἰτία. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ξεκινοῦν ὅλες οἱ μεγάλες ἰδέες ποὺ ἔχουμε. Ἀλλὰ ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴ φύση της, τότε ἀκολουθεῖ, φυσικά, τὸ συμπέρασμα πὼς τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐπηρεάσει καὶ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει νὰ πεθάνει.

Ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀθανασία καὶ ἡ μακαριότητα τῆς ψυχῆς ἔχουν νόημα μόνο ἂν αὐτὴ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν νόμο τῆς αἰτιότητας.

Ὁ Θεὸς τίποτε δὲν τοῦ ἐπιβάλλει [τοῦ ἀνθρώπου] διὰ τῆς βίας, οὔτε τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, ὡς πρὸς Πατέρα. Ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο «καθώς ἐστιν», ἐπιτρέποντας σὲ αὐτὸν νὰ ἀντιδράσει ἐλεύθερα. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει ἀκόμη καὶ τὴ Θεία αἰτιοκρατία τοῦ Ὠριγένη, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Θεία ἀγαθότητα θὰ βρεῖ τρόπους νὰ σώσει τοὺς πάντες, χωρὶς νὰ παραβιάσει τὴν ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)113

Δὲν εἴμαστε ὑπόδουλοι, ἁπλῶς πουλᾶμε τὴν ἐλευθερία μας καὶ γινόμαστε δοῦλοι ἐπιθυμιῶν καὶ ἐξαρτήσεων. Καὶ νὰ τὸ λέει κανεὶς ἀκόμα εἶναι λάθος. Μὴν πεῖτε ποτέ: «Εἶμαι ἀδύναμος, εἶμαι ὑπόδουλος», γιατὶ καρφώνετε μιὰ πρόσθετη ἁλυσίδα γύρω σας. Νὰ μὴν τὸ λέτε, νὰ μὴν τὸ σκέπτεστε.

Ἡ ἐπίκτητη ἀδυναμία εἶναι ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ. Ὑποφέρουμε ἐπειδὴ γινόμαστε ἀδύναμοι. Ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀδυναμία δὲν ὑπάρχει οὔτε φθορὰ οὔτε θλίψη οὔτε θάνατος.

Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ τέρμα εἶναι νὰ λέμε στὸν ἑαυτό μας καὶ στοὺς ἄλλους πὼς εἴμαστε θεῖοι. Καὶ ὅσο ἐξακολουθοῦμε νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε, τόσο ἔρχεται ἡ δύναμη. Ἡ αὐταπάτη θὰ διαλύεται ὅσο τὸ φῶς γίνεται πιὸ λαμπερό. Τὰ στρώματα τῆς ἄγνοιας θὰ διαλυθοῦν τὸ ἕνα ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ θὰ ἔρθει ἔπειτα μιὰ μέρα ποὺ τὸ καθετὶ θὰ ἔχει ἐξαφανιστεῖ καὶ ὅπου μόνο τὸ φῶς θὰ διαλάμπει.

 


109 [69c] καὶ τῶν μὲν θείων αὐτὸς γίγνεται δημιουργός, τῶν δὲ θνητῶν τὴν γένεσιν τοῖς ἑαυτοῦ γεννήμασιν δημιουργεῖν προσέταξεν. Οἱ δὲ μιμούμενοι, παραλαβόντες ἀρχὴν ψυχῆς ἀθάνατον, τὸ μετὰ τοῦτο θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν ὄχημά τε πᾶν τὸ σῶμα ἔδοσαν ἄλλο τε εἶδος ἐν αὐτῷ ψυχῆς προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν, δεινὰ καὶ ἀναγκαῖα ἐν ἑαυτῷ [69d] παθήματα ἔχον […] (Πλάτωνος, Τίμαιος, εἰσαγ.-μτφρ.-σχόλια Β. Κάλφας, Ἀθήνα: Πόλις, 1995).

110 Μακάριος ὁ ἐν ἀληθείᾳ εἰδώς, ὅτι πᾶσαν ἐν ἡμῖν ὡς ὀργάνοις ὁ Θεὸς ἐπιτελεῖ πρᾶξιν καὶ θεωρίαν, ἀρετήν τε καὶ γνῶσιν, καὶ νίκην καὶ σοφίαν, καὶ ἀγαθότητα καὶ ἀλήθειαν, μηδὲν ἡμῶν συνεισφερόντων τὸ σύνολον, πλὴν τῆς θελούσης τὰ καλὰ διαθέσεως (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 131:κη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Ε΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 191:28.

111 ᾯ τρόπῳ βούλεται ὁ τὴν ἑκάστου διορίσας ζωὴν πρὸ τῶν αἰώνων Θεός, ἕκαστον πρὸς τὸ οἰκεῖον τῆς ζωῆς ἄγει τέλος, εἴτε δίκαιον, εἴτε ἄδικον (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 113:κβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Δ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 171:22.

112 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Πνευματικὴ Ἐλευθερία», σσ. 175-177.

113 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Πνευματικὴ Ἐλευθερία», σ. 176.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ