01.17 | Η Ζωή μετά τον «Θάνατο» – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

17. Ἡ Ζωὴ μετὰ τὸν «Θάνατο»

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προσθήκης αὐτῆς159 προέκυψε ἀπὸ δύο λόγους: α) ἀπὸ τὸ ἀμέριστο ἐνδιαφέρον ὅλων ὅσοι λαμβάνουν μέρος στὶς διάφορες πνευματικὲς συγκεντρώσεις, καὶ β) ἀπὸ τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό, σύγχυση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη κάθε εἴδους θρησκευτικῆς παιδείας καὶ ὑπεύθυνης διαφώτισης.

Θὰ προσπαθήσουμε λοιπὸν νὰ ἀπαντήσουμε σὲ αὐτοὺς τοὺς προβληματισμοὺς σχετικὰ μὲ τὸν ἀποκαλούμενο Ενδιαμεσο Κοσμο ἢ Μέση Κατάσταση Νεκρῶν ἢ Ἐνδιάμεσα Πεδία Προπαρασκευῆς. Βέβαια, στὰ βιβλία ποὺ θέσαμε στὴ διάθεσή σας ὁπωσδήποτε περιέχονται ἀπαντήσεις σὲ αὐτὸν τὸν προβληματισμὸ καὶ γι’ αὐτὸ καὶ τὰ βιβλία αὐτὰ λήφθηκαν ὡς μία ἀπὸ τὶς πηγὲς ἔρευνας. Ὅμως οἱ ἀπαντήσεις τῶν βιβλίων μας εἶναι περιληπτικὲς καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἡ ἔρευνα αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἀντικείμενο αὐτῶν τῶν βιβλίων.

Στὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀπαντήσει ὅτι τὸ Σύμπαν ἁπλῶς περικλείει πολλαπλὰ ἐπίπεδα ζωῆς. Στὸ κάθε ἐπίπεδο συμβαίνει κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ὅ,τι συμβαίνει στὸ ἀμέσως προηγούμενο, καὶ κάθε ἔμβιο ὄν, μὲ προεξάρχοντα τὸν ἄνθρωπο, εἶναι προορισμένο, ἂν τὸ ἐπιθυμεῖ, νὰ διασχίσει ὅλους αὐτοὺς τοὺς κόσμους μέχρις ὅτου τὸ «ἀθάνατο πνεῦμα ἀνταμώσει τὸν φιλόξενο καὶ ζεστὸ Πυρήνα καὶ αἰσθανθεῖ μὲ πρωτότυπο αἰσθαντικὸ τρόπο τὴ γλυκύτατη θαλπωρή Του, μιὰ θαλπωρὴ ὁλοκληρωτικῆς ἄφεσης στὰ Ευδαίμονα Πεδία».

Μιὰ ἐκτενέστερη ὅμως ἀνάλυση, μιὰ ἀνάλυση ποὺ προκύπτει ἀπὸ ἔρευνα κυρίως τῶν Γραφῶν καὶ ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες καταξιωμένων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἐμπειρίες τοῦ γράφοντος, κρίθηκε ἀπαραίτητη.

Τὸ τί ἔχει λεχθεῖ καὶ τὸ τί λέγεται σὰν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ὁ καθένας μας τὸ γνωρίζει. Ἡ φαντασία μας, ἐμπλουτισμένη ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ ἀγνώστου, τὴ μεταθανάτια ἀγωνία, τὶς ὑποθετικὲς ἢ μὴ τύψεις συνείδησης κ.λπ., μᾶς ὁδηγεῖ πότε σὲ ἀκατονόμαστες κολάσεις καὶ πότε σὲ τρυφηλοὺς παραδείσους.

Οἱ παραδόσεις ποὺ εἶναι σχεδὸν κοινὲς σὲ ὅλη τὴν πολιτισμένη καὶ μὴ ἀνθρωπότητα πιθανῶς νὰ δείχνουν κάποιο δρόμο ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ ψυχή, ὅμως αὐτὲς τὶς παραδόσεις δὲν τὶς ἀκολουθοῦμε, δὲν τὶς ἀποδεχόμαστε καὶ δὲν ἀποτελοῦν παρὰ τὸ «τυπικὸ» ποὺ συνοδεύει τὸν νεκρὸ μετὰ τὴν ἀναχώρησή του γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα, μέχρι δηλαδὴ ἡ καθημερινότητα νὰ ἐπισκιάσει τὴ μνήμη του.

Ἡ πλατωνικὴ φιλοσοφία θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἕναν δείκτη πρὸς μιὰ σωστὴ κατεύθυνση, ὅμως αὐτὸν τὸν δείκτη τόσο οἱ σύγχρονοι τοῦ Πλάτωνα ὅσο καὶ οἱ μεταγενέστεροί του ποτὲ δὲν τὸν ἀκολούθησαν.

Καὶ ἡ θρησκεία; Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ συναντήσουμε τὴν Kόλαση καὶ τὸν Παράδεισο νὰ ἐναλλάσσονται καὶ νὰ ἀποτελοῦν τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη ἐκδοχή.

Ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πανάγαθος γιὰ τοὺς ἀγαπημένους του Ἰσραηλίτες καὶ τρομερὸς καὶ ἀδυσώπητος γιὰ τοὺς ἄλλους, τιμωρεῖ, καταστρέφει, ἐκδικεῖται, ἀμείβει, ἀνταποδίδει κ.λπ. Ἀντίθετα, ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Ἀγάπης, εἶναι ὁ ἴδιος Ἀγάπη, δὲν ἀπειλεῖ, δὲν ζητᾶ ἐκδίκηση, δὲν ἀμείβει, δὲν ἀνταποδίδει, ἁπλῶς ἁπλώνει τὸ «χέρι» Του καὶ μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά του –καλοὺς καὶ κακούς, ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναμάρτητους, σοφοὺς καὶ ἀδαεῖς– καὶ μᾶς ὑπόσχεται, ἂν Τὸν ἀκολουθήσουμε, τὴν ποθητὴ ἀνάπαυση, τὴν ποθητὴ εἰρήνη, ἀρκεῖ νὰ νικήσουμε τὸν «κόσμο».

[Ὁ Θεὸς] ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι […]. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Τιμόθεον Α΄ 2:4)

Bέβαια, ὑπάρχει καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ Κόλαση καὶ ὁ Παράδεισος ποὺ ὑπαινίσσεται ἡ παραβολὴ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, ὅπως ὑπάρχουν καὶ τὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος σχετικὰ μὲ τὴν Κόλαση. Τόσο ὅμως στὴν παραβολὴ τοῦ Λαζάρου ὅσο καὶ στὰ ἀναφερόμενα ἀπὸ τὸν Ματθαῖο ὀφείλουμε νὰ προσδώσουμε μιὰ διαφορετικὴ σημασία ἀπὸ τὰ ὅσα οἱ λέξεις ἐκφράζουν καὶ νὰ κατανοήσουμε ὅτι καὶ στὶς δύο αὐτὲς περιπτώσεις ὁ Λόγος δὲν ἀπέβλεπε σὲ κάποιες καταστάσεις ποὺ θὰ βίωνε ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὸν θάνατό του, ἀλλὰ στὰ βιώματα ἐκεῖνα ποὺ θὰ μᾶς ἀκολουθήσουν στὸν ἄχρονο καὶ αἰώνιο κόσμο καὶ τὰ ὁποῖα βιώματα θὰ μᾶς συνοδεύουν καὶ θὰ δημιουργοῦν ἀνάλογα τὶς νοητικὲς καταστάσεις τῆς Κόλασης ἢ τοῦ Παραδείσου.

Ὁ Θεὸς τῆς Ἀγάπης, ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς προστάζει νὰ συγχωροῦμε καὶ τὸν ἐχθρό μας σὲ ὁποιαδήποτε περίπτωση καὶ ἀπεριόριστα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ συγχωρήσει ἐμᾶς γιὰ ὁτιδήποτε καὶ ἂν πράξουμε – ἂν τὸ ἐπιθυμοῦμε.

Ἡ Ἀλήθεια μᾶς δόθηκε καὶ μᾶς δίνεται κεκαλυμμένη – καὶ μᾶς δίνεται ἔτσι, διότι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὴν ἀποκαλύψουμε. Αὐτὴν ὅμως τὴν Ἀλήθεια, τὴ μία καὶ μοναδική, τὴ σφετεριστήκαμε καὶ ὁ καθένας ἔπλασε τὴ δική του ἀλήθεια. Ἔτσι οἱ Γραφὲς παρερμηνεύτηκαν. Σκόπιμα ἢ μὴ τοὺς ἀποδόθηκαν νοήματα τελείως ξένα πρὸς αὐτὲς καὶ τελικὰ ἐπικράτησαν οἱ γνωστὲς μεσαιωνικὲς ἀντιλήψεις περὶ κολάσεων καὶ παραδείσων. Ὁ Παράδεισος ἔγινε τελικὰ ὁ τόπος ποὺ θὰ ὑποδεχόταν μιὰ περιορισμένη κάστα ἀνθρώπων, ἡ δὲ Κόλαση στὸν μεταγενέστερο μεσαιωνικὸ Χριστιανισμὸ –ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα– ἔφτασε σὲ τέτοιο σημεῖο θλιβερῆς ὑπερβολῆς, ὥστε μόνο μιὰ ζωὴ εἰδικῆς ἁγιοσύνης θὰ ἔσωζε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κάθοδό του στοὺς φοβεροὺς ἐκείνους τόπους ὅπου θὰ τιμωροῦνται στὴν αἰωνιότητα οἱ ἀνθρώπινες ψυχές, ἔστω καὶ γιὰ μία μόνο παράβασή τους.

Φρικτὲς παρερμηνεῖες τῶν ἱερῶν κειμένων ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ μὴ παράγοντες –προθέσεις ἐκδίκησης, τιμωρίας κ.λπ. ποὺ ἀποδίδονται στὸν Θεὸ τῆς Ἀγάπης– στὸ ὅραμα τοῦ Ἰωάννου, ἕνα ὅραμα ποὺ δὲν περικλείει τίποτε ἄλλο, κατὰ τοὺς ἀνίδεους ἑρμηνευτές του, ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὴν ἐκδίκηση.

Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου ἰδιαίτερα, ὡς ὅραμα, δὲν μπορεῖ νὰ τύχει κάποιας ἑρμηνείας ἀπὸ ὁποιονδήποτε μὴ ὁραματιστὴ καί, ἰδιαίτερα, ἀπὸ ὁραματιστὴ ποὺ νὰ μὴν τοῦ δόθηκε ἡ χάρη νὰ ἀποκαλύψει τὴν κρυπτόμενη στὴν Ἀποκάλυψη ἀλήθεια.

Ὁπωσδήποτε, ὅμως, θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι καὶ στὴν Ἀποκάλυψη ὁ Θεὸς εἶναι ἡ Ἄρχουσα Δύναμη, δύναμη ποὺ κατευθύνει τὶς βουλὲς τῶν πλασμάτων μὲ τὴ Δική Της Θέληση καί, κατὰ συνέπεια, αὐτὴν τὴ Δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ὑπερβεῖ καμία ἀντίθετη δύναμη –ὅπως ἐκείνη τοῦ «θηρίου»– καὶ νὰ «σφραγίσει» τοὺς ἀνθρώπους, ἐὰν καὶ ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ ἡ Θεία Βούληση δὲν τὸ ἀνέχεται.

Μιὰ περιπλανημένη πίστη, ἀνάμεικτη μὲ δεισιδαιμονία, τόσο τοῦ παρελθόντος ὅσο καὶ τοῦ παρόντος, ἔχουν δημιουργήσει ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀπὸ φαντάσματα νοητικὰ ὅσον ἀφορᾶ τὸ ὑπερπέραν, ὥστε νὰ εἶναι πλέον ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν τὴ σύγχυση καὶ τὶς αὐθαίρετες φανταστικὲς καταστάσεις.

Ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε περίοδο τῆς ἱστορίας του ἔχει λάβει αὐθεντικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴ μεταθανάτια ζωή, τόσο πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωση τοῦ Κυρίου ὅσο καὶ μετά – κυρίως, ὅμως, οἱ αὐθεντικὲς πληροφορίες δόθηκαν στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, τόσο ἀπὸ τὸν ἴδιο ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους Του καί, ἰδιαίτερα, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Αὐθεντικὲς πληροφορίες ἐπίσης μᾶς δίνει ἡ πατερικὴ διδασκαλία. Ὅλες αὐτὲς οἱ πηγὲς γνώσης μᾶς ὁδηγοῦν ἐκεῖ ποὺ ὁ ἐγκεφαλικὸς νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει. Γι’ αὐτό, μέχρις ὅτου ὑπερβοῦμε τὶς δυνατότητες τοῦ νοῦ μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ στηριχτοῦμε σὲ αὐτὲς τὶς πηγές, σὲ αὐτὲς τὶς μαρτυρίες – μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ καὶ ἐμεῖς θὰ βιώσουμε κάτι ἀνάλογο.

Ἐγκαταλείποντας ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα ἀπελευθερώνεται καὶ φεύγει ἀπὸ τὴ δέσμευση τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Βρίσκεται ξαφνικὰ στὸν λεγόμενο «ἐνδιάμεσο κόσμο». Ἐνδιάμεσος κόσμος εἶναι ἡ κατάσταση ποὺ βιώνει ἡ ψυχὴ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο, μέχρις ὅτου, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐξέλιξή της, ἀνέλθει σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα ἢ ἐπιστρέψει στὴ Γῆ γιὰ περαιτέρω βελτίωση ἢ ὁδηγηθεῖ σὲ ἐπίπεδα ὅπου δὲν ὑπάρχει δυνατότητα ἐξέλιξης. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο θὰ συμβεῖ ὅταν, σὲ ἀκραῖες περιπτώσεις, κλείσουν οἱ βιολογικοὶ κύκλοι καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει δηλώσει τὴν πρόθεσή του γιὰ μετάνοια.

Οἱ ψυχὲς μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὰ σώματα ζοῦν σὲ ἕνα κλίμα τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ζοῦσαν. Ἡ παρούσα ζωὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς θέατρο, στὸ ὁποῖο κάθε ἄνθρωπος παίζει καὶ ἕναν ρόλο. Ὅταν τελειώσει ἡ θεατρικὴ παράσταση, οἱ ἠθοποιοὶ ἀποβάλλουν τὰ προσωπεῖα καὶ τὶς στολὲς ποὺ χρησιμοποίησαν καὶ ἐμφανίζονται αὐτοὶ ἀκριβῶς ποὺ εἶναι. Ἡ ψυχὴ παραμένει χωρὶς ὄνομα, χωρὶς μορφή, μιὰ ὀντότητα ἄυλη, ἀόρατη στὰ ἀνθρώπινα μάτια.

Μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο ἡ ψυχὴ μεταβαίνει στὸν ἐνδιάμεσο κόσμο, μεταβαίνει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν (Κατὰ Ἰωάννην 5:24).

Ἡ ψυχὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ καὶ νὰ ὑπάρχει σὲ διαφορετικὸ ἀπὸ συνειδησιακῆς ἄποψης κόσμο, ἕναν κόσμο ποὺ δὲν προσδιορίζεται τοπικὰ καὶ χρονικά.

Τὸ πῶς εἶναι αὐτὸς ὁ κόσμος θὰ τὸ ἀναλύσουμε ἀμέσως παρακάτω. Αὐτὸν τὸν κόσμο θὰ τὸν συναντήσουμε ὅταν διασχίσουμε ἐπιτυχῶς τοὺς ἀναρίθμητους φανταστικοὺς κόσμους τοὺς ὁποίους δημιουργοῦν οἱ ἐνέργειες τῶν ἐξαρτήσεών μας καί, ἀφοῦ τὸν διασχίσουμε, θὰ ὁδηγηθοῦμε στὸν οὐσιαστικὸ χῶρο, τὸν χῶρο τοῦ προορισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.

Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τώρα ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς γήινης ζωῆς, κουβαλᾶ μαζί της ὅλα ὅσα εἶχε ἐπὶ τῆς Γῆς, ὅλα ὅσα εἶχαν δημιουργήσει ἐξαρτήσεις, δεσμεύσεις – ἐνῶ ἀντίθετα ἐγκαταλείπει ὅ,τι εἶχε πλέον στὴν ἔνσαρκη ζωή της ἀπαρνηθεῖ.

Ὁ βιολογικὸς θάνατος τῶν ὄντων τὰ ὁδηγεῖ σὲ διάφορα ἀναβαθμιστικὰ στάδια, πέρα ἀπὸ τὰ γήινα ἐπίπεδα.

Ἐγκαταλείποντας τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης, μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ ὑλικοῦ σώματος ἡ ψυχὴ ἀλλάζει ἀντιληπτικότητα καὶ δύναται νὰ ἀναβαθμιστεῖ –κατὰ τὶς δυνάμεις της– στὰ εὐσπλαχνικὰ ἀναγωγικὰ σύμπαντα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συνυπάρξει μὲ τοὺς κόσμους τῆς τελειότητας.

Αὐτὸ τὸ δικαίωμα ἀναγωγῆς ἀποτελεῖ ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς κάθε ψυχῆς καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο.

Δὲν ὑπάρχει καταδίκη τῆς ἐλεύθερης ψυχῆς σὲ ἰσόβια δεσμὰ μὲ κανόνες ποὺ θέσπισαν μεσαιωνικὲς διάνοιες.

Ὅσοι –ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸ χῶρο καὶ μὴ– ἀναφερόμενοι στὴν Κόλαση, στὴ θεϊκὴ ἐκδίκηση, σὲ θηρία κ.λπ. ἑρμηνεύουν τὴν Αποκαλυψη σὰν ἀποκάλυψη κόλασης καὶ παραφροσύνης, ἁπλῶς ὁμιλοῦν καὶ ἐκφράζουν τὶς καθαρὰ ὑποκειμενικές τους ἀπόψεις, ἀπόψεις ποὺ δὲν βρίσκουν ἔρεισμα παρὰ μόνο στὸν σκοτισμένο ἀπὸ τὴν πλάνη νοῦ τους. Σὲ αὐτὲς τὶς ἀπειλὲς πρέπει νὰ τεθεῖ τέρμα καὶ ὀφείλουμε ὅλοι νὰ καταλάβουμε ὅτι οὐδεὶς σφραγίζεται χωρὶς τὴ Βούληση τοῦ Κυρίου καὶ οὐδεὶς ἰσχυρότερος τοῦ Κυρίου.

Ἂς τεθεῖ, λοιπόν, τέρμα σὲ αὐτὲς τὶς δεισιδαιμονίες, γιατὶ ἡ χεὶρ τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννου ἕνα μόνο ἀποκάλυψε, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι μόνο Ἀγάπη.

Μετὰ τὸν θάνατο ἡ ἐλπίδα ἀκολουθεῖ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα χρήζει καλλιέργειας γιὰ ὅσους ἀπέρχονται ἢ θὰ ἀπέλθουν ἀκολουθούμενοι ἀπὸ τὶς ἐξαρτήσεις τους. Θὰ εὐλογηθοῦν καὶ οἱ ἀποχωροῦντες μὲ μέρος τῶν ὑλικῶν φορτίων καί, ἐφόσον μὲ τὴν ἐλεύθερη διάνοιά τους ἀποζητήσουν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό –ἔστω καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους–, θὰ δοθεῖ σὲ αὐτοὺς ἡ εὐλογία καὶ ἡ ἀγάπη.

Μόνο μὲ αὐτὴ τὴν ἀποζήτηση καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Οὐρανοῦ μπορεῖ ἡ ψυχὴ νὰ ὁδηγηθεῖ ὑψηλότερα στὴ μακρὰ ἀνοδικὴ πορεία, μέχρις ὅτου κάποτε μπορέσει νὰ εἰσέλθει στὸ ἐσώτατο Βασίλειο τοῦ Φωτός, στὸ βασίλειο τῆς ἀπόλυτης, χωρὶς ὅρια, μακαριότητας.

Ὅλα ὅμως ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἔζησε κάποιος στὴ Γῆ καὶ ἀπὸ τὸν μικρὸ ἢ μεγάλο βαθμὸ τελειοποίησης ποὺ μπόρεσε νὰ πετύχει.

Ὁ θάνατος εἶναι ἀναμφισβήτητα ἕνα γεγονὸς ποὺ θὰ συμβεῖ κάποια μέρα ἀναπότρεπτα σὲ ὅλους μας. Καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ μετὰ θὰ συμβεῖ ἀνεξάρτητα ἂν ἐμεῖς πιστεύουμε στὴ μεταθανάτια ζωὴ ἢ ὄχι.

Στὴ μεταθανάτια κατάσταση ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ «βασίλεια» ἀγωνίας, ἀπόγνωσης, τύψεων, καὶ ἀπὸ τὰ βασίλεια αὐτὰ θὰ διέλθουν ἀνεξαιρέτως ὅλοι ὅσοι δὲν ἐκπλήρωσαν ἐδῶ στὴ Γῆ τὸν Νόμο ποὺ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀγαποῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν συνάνθρωπό τους.

Ἡ ἀγάπη ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Νόμος δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴ συναισθηματικὴ ἀδυναμία καὶ τὴ συγκινησιακὴ ὑπερβολή, ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀπαιτεῖ τὴ βαθύτερη καὶ πλέον ἐνεργητικὴ ἀποδοχὴ τοῦ αἰώνιου ἑαυτοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ὅλης Δημιουργίας.

Μιὰ ζωὴ ἀφιερωμένη στὴν οὐσιαστικὴ ἐκπλήρωση τῶν καθηκόντων μας, μιὰ συμπόνια πρὸς ὅλα τὰ ζωντανὰ πλάσματα, μιὰ ζωὴ καλοσύνης καὶ ἀκεραιότητας, μιὰ ζωὴ ἀνάμεικτη μὲ πόνους, μὲ χαρές, μὲ ἐλπίδες, μὲ ἀπογοητεύσεις, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ δημιουργοῦν τὶς ἀναρίθμητες ἐμπειρίες – καί, μέσω τῶν ἐμπειριῶν, τὴ γνώση. Αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι πάντοτε ἡ καλύτερη ποὺ μπορεῖ νὰ ζήσει κανείς.

Ὁτιδήποτε σκέπτεται, ἐκφράζει ἢ ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ Γῆ, θὰ ἔχει τὴν ἄμεση ἐπίδρασή του στὴ μεταθανάτια ζωή.

Οἱ καρποὶ κάθε πράξης ποὺ ὁ ἄνθρωπος κάνει στὴ ζωή του, κάθε σκέψης, κάθε ἔκφρασης, παραμένουν καὶ διαρκοῦν πολὺ πέραν τῆς φυσικῆς του ὑπόστασης.

Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε, ἐμεῖς καὶ μόνο ἐμεῖς εἴμαστε οἱ δημιουργοὶ τῆς μελλοντικῆς μας μοίρας.

Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ξεφεύγουν ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς ποὺ θέτουν οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις σχετικὰ μὲ τὴ δυνατότητα ἀντίληψης θὰ διακρίνουν ὅλο καὶ περισσότερο τὴν Ἑνότητα ποὺ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα καὶ μέσα στὴν ὁποία ἔχει τὶς ρίζες του ὁ πνευματικὸς ἑαυτός μας.

Τὸ νὰ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ ἀγαπᾶς τοὺς μόχθους καὶ τὶς θλίψεις αὐτῆς τῆς ζωῆς. Τὸ νὰ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶς τὴ Γῆ καὶ ὁτιδήποτε ὑπάρχει πάνω σὲ αὐτήν, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως εἶναι, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ ποὺ εἶναι δὲν ἀνταποκρίνεται στὶς δικές σου προδιαγραφές. Τὸ νὰ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ ἀποδέχεσαι μὲ χαρὰ τὰ βάρη καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ σοῦ δόθηκαν στὸ μακρὺ ἀνηφορικὸ ὁδοιπορικό, γιατὶ αὐτὰ θὰ σὲ ὁδηγήσουν τελικὰ ἔξω ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴ σύγχυση, θὰ σὲ ὁδηγήσουν στὸν ἀληθινὸ Θεό.

Τονίσαμε τὴ μεγάλη σπουδαιότητα ποὺ ἔχει ἡ τωρινὴ ζωὴ ὡς μέσο προετοιμασίας τῆς ἄλλης ζωῆς. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζεῖ κανεὶς κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἐνοχῶν καὶ τῶν τύψεων. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ζεῖ κανεὶς μὲ τὸν μόνιμο φόβο τῆς «ἁμαρτωλῆς» φύσης του καὶ τῆς βεβαρημένης κληρονομιᾶς ἀπὸ τὸ δῆθεν προπατορικὸ ἁμάρτημα. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ζεῖ κανεὶς σὰν ἐκεῖνες τὶς καρδιὲς ποὺ ζοῦν μὲ τὸν φόβο τῆς κάθε ἁμαρτίας. Πάνω ἀπ’ ὅλα, πρέπει νὰ μετέχουμε στὴ ζωὴ ἐνεργὰ καὶ νὰ συλλέγουμε ἀπὸ αὐτὴν –ὅπως ἡ μέλισσα συλλέγει τὸ μέλι– τὶς ἐμπειρίες καί, μέσω τῶν ἐμπειριῶν, τὴ γνώση.

Ἰδιαίτερα σημαντικὸ εἶναι νὰ τιμᾶμε ἐκείνους ποὺ ἀγαπήσαμε στὴ θνητή μας ζωὴ καὶ οἱ ὁποῖοι πέρασαν ἤδη στὴν ἄλλη πλευρά, γιατὶ ὅλοι τους ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν, μόνο ποὺ ἡ τωρινὴ κατάστασή μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐρχόμαστε σὲ ἐπαφὴ μαζί τους.

Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς θέσεις μας εἶναι ὅτι ἡ μετάβαση σὲ μιὰ νέα κατάσταση, ὅπως εἶναι ἡ μεταθανάτια κατάσταση, δὲν συνεπάγεται ἀλλαγὴ τοῦ εἶναι καὶ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου μετριέται ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ στὴ μεταθανάτια ζωή του ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ ἀπὸ ἔντονες ἐπιθυμίες ποὺ σχετίζονται μὲ ὑλικὴ ἄνεση, μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ποτοῦ, τῆς τροφῆς καὶ τῆς καθαρὰ σωματικῆς ἀπόλαυσης τοῦ ἔρωτα θὰ ὑποφέρει ἀφάνταστα, γιατὶ δὲν θὰ ὑπάρχει καμία δυνατότητα γιὰ τὴν ἱκανοποίηση αὐτῶν τῶν ἐπιθυμιῶν. Γιὰ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ σημαίνει ἀπολύτως τίποτα τὸ ὅτι στὴ νέα του ζωὴ ἔχει ἀπείρως μεγαλύτερες δυνατότητες, γιατὶ κάθε στιγμὴ θὰ ἀποζητᾶ τὴν παλιά του ζωή.

Ὅ,τι ἀποτελεῖ τὸ σωματικὸ πάθος γιὰ τὸ σῶμα ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἀχαλίνωτη φαντασία γιὰ τὸν νοῦ, γιατὶ καὶ ὁ νοῦς εἶναι γνώμονας τῆς στάθμης τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι.

Στὸν ἄυλο κόσμο, ὁ ὁποῖος δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν ὕλη, ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ περνᾶ ὁλόκληρο τὸν «χρόνο του» μέσα σὲ συνθῆκες δημιουργημένες ἀπὸ τὴ δική του φαντασία, παίζοντας ἐκεῖ φανταστικοὺς ρόλους, χωρὶς ἄλλη διακοπὴ πέρα ἀπὸ αὐτὴν ποὺ θὰ τοῦ προκαλοῦν οἱ ἐξίσου φανταστικοὶ φόβοι καὶ τρόμοι ποὺ θὰ προέρχονται ἀπὸ ἄλλες περιοχὲς τοῦ νοῦ – ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στὰ ἐφιαλτικὰ ὄνειρά μας, μὲ μόνη τὴ διαφορὰ ὅτι ἐκεῖ δὲν θὰ μπορεῖ τίποτα νὰ διακόψει τὸ ὄνειρο. Τέτοιες καταστάσεις θὰ ἐξαρτῶνται, φυσικά, ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες, τοὺς πόθους καὶ τοὺς φόβους ποὺ εἶχε ὁ ἄνθρωπος ὅσο ζοῦσε, ἐφόσον βέβαια αὐτοὶ οἱ πόθοι τὸν ἀκολουθοῦν καὶ στὴ μεταθανάτια ζωή.

Τὰ πάντα, λοιπόν, ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἐλεύθερη βούλησή του. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ αὐτὲς τὶς φανταστικὲς νοητικὲς κολάσεις καὶ ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ τὶς ἀποφύγει μὲ τὴν κατάλληλη προετοιμασία γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς μεταθανάτιας ζωῆς.

Μὲ αὐτὴ τὴν προετοιμασία ὁ θάνατος λειτουργεῖ ὡς σημαντικὸ γεγονὸς σημαντικῆς καὶ συνειδητῆς πορείας γνώσης, λειτουργεῖ ὡς ἐμπειρία συγκλονισμοῦ, ἀφοῦ ἡ ἀθάνατη ψυχὴ μπορεῖ νὰ ἀνταμώσει τὸν φιλόξενο καὶ ζεστὸ Πυρήνα καὶ νὰ αἰσθανθεῖ μὲ πρωτότυπο καὶ αἰσθαντικὸ τρόπο τὴ γλυκύτατη θαλπωρή Του. Γιατὶ ὁ θάνατος, ἀκριβῶς ὅπως ἀφαιρεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῶν ὑλικῶν ὀρέξεων τὴ δυνατότητα τῆς ἱκανοποίησης, ἔτσι δίνει στοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀνιδιοτελεῖς καὶ εὐγενεῖς παρορμήσεις τὴ δυνατότητα γιὰ ἀπίστευτες εὐκαιρίες νὰ ἱκανοποιήσουν αὐτοὺς τοὺς εὐγενεῖς πόθους τους. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ λαχταρᾶ τὴ γνώση καὶ ποὺ χάριν τῆς γνώσης θὰ μποροῦσε νὰ ἀπεμπολήσει τὶς προσωπικές του ἐπιθυμίες καὶ ἀδυναμίες, θὰ μπορέσει στὴ μετὰ θάνατον ζωή του νὰ κατανοήσει, μὲ ἄμεση ἀντίληψη, τὴ λειτουργία τῶν φυσικῶν νόμων, τὴ δομή του, τὴ φύση τοῦ μαγνητισμοῦ, τοῦ ἤχου, τῆς μουσικῆς κ.λπ. Θὰ μπορέσει νὰ ἐπεκτείνει τὴν εὐαισθησία του γιὰ νὰ καταλάβει τὴ σημασία τῆς Δημιουργίας, γενικά.

Ἑπομένως, στὸ ἑπόμενο συνειδησιακὸ ἐπίπεδο οἱ δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς περιορίζονται ἀπὸ τὶς ἐξαρτήσεις ποὺ κουβαλᾶμε μαζί μας καί, κυρίως, ἀπὸ τὴν ἀχαλίνωτη φαντασία ποὺ συσκοτίζει τὴν πραγματικὴ κατάσταση.

Αὐτὴ ἡ ἀχαλίνωτη φαντασία εἶναι ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ νὰ μπεῖ στὶς ἄπειρες μορφὲς ποὺ ἀνοίγονται τώρα, ὅμοια ὅπως ἐδῶ στὴ Γῆ ἐμποδίζεται ὁ ἄνθρωπος νὰ χρησιμοποιήσει τὶς ἀμέτρητες δυνατότητες ποὺ τοῦ παρουσιάζονται καὶ ἀνοίγονται μπροστά του ἀπὸ καθαρὰ ὑποκειμενικά, ἀνύπαρκτα στὴν πραγματικότητα, ἐμπόδια. Καὶ μπορεῖ στὴ ζωὴ στὴ Γῆ νὰ ὑπάρχουν πράγματι ἀνασταλτικὰ ἐμπόδια, ὅπως ἡ ἔσχατη ἔνδεια, ἡ ἀρρώστια, ἡ σωματικὴ μειονεξία, ἡ ἐλαττωμένη νοητικὴ ἀντίληψη κ.λπ., στὸν ἄλλο ὅμως κόσμο κανένα πραγματικὸ ἐμπόδιο δὲν ὑπάρχει. Ὅλα, μὰ ὅλα, ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ τί πιστεύει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ὑποθέτουν ὅτι ὁ θάνατος θὰ τερματίσει γιὰ πάντα τὴ συνειδητή τους ζωή, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τῆς θνητῆς μορφῆς, δὲν ἔχουν παρὰ νὰ περιμένουν νὰ πεθάνουν, γιατὶ τότε θὰ μπορέσουν νὰ ἀναθεωρήσουν τὸ τρομερό τους λάθος μὲ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀνέτοιμος, ἀπροετοίμαστος καὶ ποὺ νομίζει ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνα συνονθύλευμα ὀστῶν καὶ ἱστῶν, θὰ ζήσει σὲ ἕνα σκιῶδες ὁμοίωμα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, βασανιζόμενος ἀπὸ τὴν ἀνικανότητά του νὰ ἱκανοποιήσει αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἱκανοποιηθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ἑκατομμύριά του καὶ στηρίζει σὲ αὐτὰ τὴν ἀσφάλειά του, θὰ συνεχίσει νὰ συσσωρεύει φανταστικὰ πλούτη καὶ νὰ ἀσκεῖ φανταστικὴ δύναμη, φορτωμένος διαρκῶς μὲ φροντίδες τῆς διατήρησης τοῦ πλούτου ποὺ δὲν κατέχει πιά. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ταυτίστηκε μὲ τὴν ἐργασία του καὶ λησμόνησε ὅτι ἡ ἐργασία αὐτὴ ἔπρεπε νὰ λειτουργεῖ σὰν μέσο καὶ ὄχι σὰν αὐτοσκοπός, ὁ ἄνθρωπος γενικὰ ποὺ ταυτίστηκε μὲ τὸ καθετί, μὲ τὸν κάθε ρόλο ποὺ ἔπαιξε, θὰ βιώσει ἀνάλογους φανταστικοὺς καὶ βασανιστικοὺς κόσμους.

Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ ὁλόκληρο τὸ εἶναι του πίστευε στὸν Θεό, ποὺ μποροῦσε νὰ ξεχάσει τὴν προσωπική του ὕπαρξη μέσα σὲ αὐτὴ τὴν πίστη του, μπορεῖ νὰ Ζήσει πραγματικὰ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψει ποτέ, ὅποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ συνθῆκες ποὺ θὰ βιώσει μετέπειτα.

Νομίζω πὼς ἔγινε ἀντιληπτὸ ἤδη ὅτι αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο δὲν εἶναι παρὰ μόνο μιὰ ἀλλαγὴ τῆς ἀντιληπτικότητας – ἀντὶ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος νὰ βιώνει τὸν κόσμο μέσω τῶν αἰσθήσεων, τώρα τὸν ἴδιο κόσμο τὸν βιώνει μέσω τῶν αἰσθήσεων τῆς ψυχῆς.

Ὁ τρόπος τῆς ἀντίληψης εἶναι ὅμοιος σὲ ὅλα τὰ βασίλεια τῆς πνευματικῆς ὕπαρξης, ἀπὸ τὴν κατώτερη σφαίρα μέχρι τὴν ἀνώτατη. Ἐκεῖνο ποὺ διαφέρει εἶναι μόνο οἱ μορφὲς ποὺ γίνονται ἀντιληπτὲς καὶ ἡ φωτεινότητα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἐξατομικευμένη συνειδητότητα βιώνει αὐτὸ ποὺ συλλαμβάνει. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι τὸ «ὑπερπέραν» δὲν εἶναι ἕνας ἐντελῶς διαφορετικὸς κόσμος ποὺ προκύπτει ἀπὸ μιὰ ξεχωριστὴ αἰτία, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς καινούριας ἀνώτερης ἀντίληψης.

Στὴ μεταθανάτια ζωὴ θὰ δημιουργήσει ὁ καθένας μας τὸν δικό του κόσμο πνευματικῆς ἀντίληψης μὲ τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, ὅπως ἀκριβῶς τὸν δημιουργοῦμε ἐδῶ στὴ Γῆ μὲ τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος.

Τὸ τί θὰ ἔπρεπε κανεὶς νὰ κάνει γιὰ μιὰ σωστὴ προετοιμασία καὶ τὸ τί θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποφύγει, τὸ διδάσκει ἡ θρησκεία τοῦ καθενός μας καὶ ὅλες οἱ θρησκεῖες. Μὲ λίγα λόγια, ὡς προετοιμασία θεωροῦν τὸν προσανατολισμὸ τῶν συναισθημάτων, τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τοῦ νοῦ πρὸς μία κατεύθυνση γιὰ ὁλόκληρη τὴ διάρκεια τῆς ἔνσαρκης ζωῆς. Ἡ κατεύθυνση αὐτὴ εἶναι, ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, ὁ Θεὸς καὶ ἡ σωστὴ λατρεία Του.

Ὁ προσανατολισμὸς αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι σταθερὸς καὶ μόνιμος, προπαντὸς ὅμως δὲν πρέπει νὰ εἶναι περιστασιακός. Οἱ «πιστοὶ» ἐκεῖνοι τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα καὶ τῶν μεγάλων ἑορτῶν μὲ κανέναν τρόπο δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν λάτρεις τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς πρέπει νὰ λατρεύεται καθημερινὰ συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως καὶ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, προπαντὸς ὁ νοῦς, νὰ εἶναι διαρκῶς στραμμένος πρὸς τὸν Οὐρανό.

Σκιαγραφήσαμε, σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις μας, τὴν κατάσταση ἐκείνη ποὺ βιώνει ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ μετὰ τὴν ἀποχώρησή της ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ θέμα ὅμως δὲν ἐξαντλήθηκε. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ μετὰ τὸν ἐνδιάμεσο κόσμο τύχη τῆς ψυχῆς, ἀναφερόμαστε στὸ κεφάλαιο «Ὁ Πέραν τῶν Ὁρατῶν Πραγμάτων» στὸ Τρίτο Βιβλίο – Μηνύματα Ἀγάπης, ὅπου ὑπάρχει μιὰ σχεδὸν πλήρης περιγραφὴ τῆς κατάστασης τῆς ψυχῆς ποὺ διέσχισε τὸν κόσμο τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸν ἐνδιάμεσο δηλαδὴ κόσμο, καὶ καταξιώθηκε ἐπάξια νὰ συνυπάρχει μὲ τὸ Ὑπέρτατο Φῶς. Συμπλήρωμα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ ἀποτελεῖ τὸ κεφάλαιο τοῦ τέταρτου βιβλίου, Οἱ Καρποὶ τοῦ Ὄντος, μὲ τὸν τίτλο «Τὸ Ὂν ἐν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ», ὅπου καὶ σᾶς προτρέπω νὰ προστρέξετε γιὰ νὰ ἔχετε μιὰ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα γιὰ τὴ μεταθανάτια ζωή.

Θὰ ἀποτελοῦσε παράλειψη ἂν δὲν ἔλεγα ἀκόμα ὅτι, ὅπως ὁ δικός μας ὁρατὸς κόσμος συνέχεται, προνοεῖται καὶ γενικὰ κατευθύνεται ἀπὸ τὴν ἀνωτάτη Ὑπερδύναμη, δηλαδὴ τὸν Θεό, ἔτσι καὶ ὁ ἀόρατος κόσμος τὸν ὁποῖο σκιαγραφήσαμε συνέχεται καὶ καθοδηγεῖται πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἴδια Ὑπερδύναμη ποὺ δρᾶ ὑπὸ τὴν Αἰγίδα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προΐσταται μιᾶς ἱεραρχίας καταξιωμένων πλασμάτων (Ἁγίων, σοφῶν, ἡρώων κ.λπ.) – ἡ ὁποία ἱεραρχία, ὑπακούοντας στὴν Ἀνώτατη Θεία Βούληση, δρᾶ διὰ τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἄλλων Οὐράνιων Δυνάμεων, ποὺ ὅλες ἀνεξαιρέτως ἔχουν ὑποταχθεῖ στὴ Βούληση τοῦ Χριστοῦ.

Τέλος, θὰ πρέπει νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι τὰ ὅσα ἐκτέθηκαν πιὸ πάνω εἶναι ἕνα κράμα ἔρευνας, πεποιθήσεων καὶ προσωπικῶν ἐμπειριῶν τοῦ γράφοντος. Τεκμηρίωση τῶν ὅσων γράφτηκαν, ὅπως εἶναι εὐνόητο, δὲν ὑπάρχει, γιατὶ οὔτε ἡ βαθύτατη πίστη οὔτε οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν ποτέ. Ἡ δική σας ὅμως ψυχή, ὄχι ὁ ἐγκεφαλικός σας νοῦς, μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὰ πράγματα αὐτὰ ἔτσι ποὺ ὁ καθένας σας νὰ ἔχει τὴ δική του ἀπόδειξη καὶ τὰ δικά του πιστεύω γιὰ τὴν ἐδῶ καὶ τὴν ἐκεῖ ζωή.

 


159 Στὴν ἀρχικὴ ἔκδοση τῶν ὀκτὼ βιβλίων ἀπὸ τὸν Ε. Παπαδογιάννη, τὸ κεφάλαιο αὐτὸ ἀποτέλεσε «προσθήκη» τοῦ συγγραφέα στὸ τέλος τοῦ ἕβδομου βιβλίου, Ἕβδομη Ἀναγγελία. Ἡ «ἀναγκαιότητα τῆς προσθήκης αὐτῆς», ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν συγγραφέα, δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ἐπεξήγησης τοῦ κειμένου ποὺ προηγεῖται στὸ ἕβδομο βιβλίο, ἀλλὰ ἀπὸ συγκυρίες ποὺ τὸν προέτρεψαν στὴ συγγραφή του. Ἀπὸ ἄποψη νοήματος καὶ συνέχειας τοῦ ἔργου, θεωρῶ πιὸ κατάλληλη τὴν παράθεση τοῦ συγκεκριμένου κεφαλαίου στὴ θέση αὐτή. [Σ.τ.Ε.]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ