01.13 | Ελευθερία και Αυτοδέσμευση – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

13. Ἐλευθερία καὶ Αὐτοδέσμευση

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Τονίσαμε ἰδιαίτερα στὰ δύο προηγούμενα κεφάλαια ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ἐλεύθερη βούληση συνυπάρχουν γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι ἀντανάκλαση τῆς Θείας, τοῦ Θείου Νοῦ, καὶ ὡς ἀντανάκλαση ἀπολαμβάνει τῆς ἐλευθερίας Ἐκείνου.

Ὅμως ὀφείλουμε νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὡς περιορισμός, κατὰ κάποιον τρόπο, αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας τῆς βούλησης λειτουργεῖ ἡ ἀνθρώπινη προσωπικὴ δράση.

Κάθε σκέψη, κάθε λόγος, κάθε πράξη ἔχει ἐπιπτώσεις δεσμευτικὲς γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, οἱ ὁποῖες περιορίζουν τὴν ἐλευθερία ἐπιλογῶν καὶ πολλὲς φορὲς δημιουργοῦν ἕνα ἀναπόφευκτο προσωπικὸ πεπρωμένο.

Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ κάθε ἀνθρώπινη δράση ἔχει καὶ τὶς συνέπειές της ἢ τὴν ἀντίστοιχη ἀντίδραση γιὰ τὸ ἄτομο καὶ τὸ περιβάλλον του. Κάθε ἐνέργειά μας μᾶς ἀκολουθεῖ καί, κάποια στιγμή, ἀναπόφευκτα, θὰ ἀπολαύσουμε τοὺς γλυκοὺς ἢ πικροὺς καρπούς της. «Μάχαιραν ἔδωσες, μάχαιραν θὰ λάβεις».

Πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται. (Κατὰ Ματθαῖον 26:52)

Καὶ μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε· μὴ καταδικάζετε, καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε· ἀπολύετε, καὶ ἀπολυθήσεσθε· δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν. (Κατὰ Λουκᾶν 6:37-38)

Στὴ δέσμευση αὐτὴ πειθαρχεῖ ὅ,τι βρίσκεται στὸ γίγνεσθαι. Ὅταν ρίξουμε μιὰ πέτρα στὴ λίμνη ἢ στὴ θάλασσα ἡ πέτρα βουλιάζει, ἀλλὰ συγχρόνως δημιουργεῖ κύματα. Τὰ κύματα αὐτὰ ταξιδεύουν στὴν ἀκτὴ καί, ὅταν φτάσουν ἐκεῖ, παράγουν ἀντίδραση ἀνάλογη μὲ τὴ δύναμή τους.

Ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη δράση – ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, λόγος, πράξη. Ἡ ἐπίδρασή της διασκορπίζεται στὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ ἐπηρεάζει, ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητά της –τὴν ἔνταση ἢ τὴ σφοδρότητα– ὅ,τι συναντᾶ μπροστά της. Καὶ ἡ ἀντίδραση ποὺ δημιουργεῖται ἐπιστρέφει στὸν δράστη. Κατὰ συνέπεια, ὅ,τι καὶ ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μέχρι ἑνὸς σημείου συνιστᾶ ἀποτέλεσμα τῶν δικῶν του ἐνεργειῶν. Τὴ χαρὰ ἢ τὸν πόνο, τὴ δυστυχία ἢ τὴν εὐτυχία δὲν τὴ δημιουργοῦν ἐξωτερικοὶ παράγοντες ἀνεξάρτητοι ἀπὸ ἐμᾶς. Καὶ ἀνακύπτει τὸ ἐρώτημα: σὲ τί ἔγκειται τότε ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀφοῦ ὁρισμένα πράγματα θὰ συμβοῦν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θέλησή μας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι πράγματι ἔτσι θὰ γίνει, δηλαδὴ κάποια στιγμὴ θὰ κληθοῦμε νὰ γευτοῦμε τοὺς γλυκοὺς ἢ πικροὺς καρποὺς τῶν πράξεών μας. Ὅσα δημιουργοῦν οἱ πράξεις μας μᾶς ἀκολουθοῦν.

Ὅμως αὐτὴ ἡ αἰτιότητα μπορεῖ νὰ ξεπεραστεῖ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Χρειάζεται ὅμως: α) ἀποδοχὴ ἐκ μέρους μας κάθε ἀντιξοότητας, κάθε χτυπήματος ποὺ δεχόμαστε, καὶ β) ἀλλαγὴ πορείας. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἀπελευθέρωση μὲ τὴν ἐλεύθερη δική μας βούληση: Ὅταν θελήσουμε καὶ ἀποφασίσουμε νὰ ἐγκαταλείψουμε νοητικὰ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει, δημιουργώντας συχνὰ γύρω μας ἕναν ἀσφυκτικὸ κλοιό, καὶ νὰ στραφοῦμε στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ στὴν ἀνεύρεση τοῦ ἀπείρου, ποὺ κινεῖται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.

Ὅταν θελήσουμε καὶ ἀποφασίσουμε, μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή μας, νὰ ὑποστηρίξουμε αὐτὸν τὸν ἑαυτὸ καὶ νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἄλλο ποὺ ἑδρεύει στὸ γήινο περίβλημά μας, τότε θὰ ξεπεραστεῖ αὐτὴ ἡ αἰτιότητα καὶ οἱ ὅποιες πράξεις ἔχουν γίνει ἀπὸ ἐμᾶς στὸ μακρινὸ παρελθόν μας θὰ χάσουν τὴ δύναμή τους καὶ ἡ ἀντίδρασή τους θὰ εἶναι ἀνεπαίσθητη γιὰ ἐμᾶς. Χρειάζεται ὅμως, ὅπως εἴπαμε, ἡ δική μας θέληση καὶ ἀπόφαση ποὺ θὰ βασίζεται στὴ δική μας ἐλεύθερη βούληση, καὶ ὄχι στὸν φόβο γιὰ τὶς συνέπειες ἢ στὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀνταμοιβή. Μιὰ τέτοια, βαθιὰ βιωμένη ἐλεύθερη βούληση εἶναι ἱκανὴ νὰ διαρρήξει καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ προσωπικοῦ μας «πεπρωμένου», τοῦ «πεπρωμένου» ποὺ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχουμε δημιουργήσει. Μὲ τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐλεύθερης βούλησής μας μποροῦμε νὰ εἴμαστε πάντοτε ἐλεύθεροι.

Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ὁμόφωνη ἀποδοχὴ τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὅπως τὴν παραθέτουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅταν σοῦ ἔρθει ἀναπάντεχος πειρασμός, μὴν κατηγορεῖς ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε, ἀλλὰ ἐξέταζε τὸ γιατί σοῦ ἦρθε, καὶ θὰ βρεῖς διόρθωση. Ἐπειδὴ εἴτε ἀπὸ ἐκεῖνον, εἴτε ἀπὸ ἄλλον, σοῦ ἔπρεπε νὰ τὸ πιεῖς τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)114

Οἱ πειρασμοὶ σὲ ἄλλους στέλνονται ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἐξάλειψη ἁμαρτημάτων ποὺ ἔχουν ἤδη γίνει, σὲ ἄλλους γιὰ ἁμαρτήματα ποὺ τώρα γίνονται, καὶ σὲ ἄλλους γιὰ νὰ τοὺς ἐμποδίσουν ἀπὸ ἁμαρτήματα ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν στὸ μέλλον. Ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πειρασμοὺς ποὺ στέλνονται γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ κάποιος, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ἰώβ. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)115

Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἀναλογίζεται τὴ θεραπευτικὴ ἐνέργεια τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ὑπομένει εὐχαρίστως τὶς σύμφορες ποὺ τοῦ ἐπέρχονται καὶ σκέφτεται ὅτι κανένας ἄλλος δὲν εἶναι αἴτιός τους παρὰ μόνον οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἀνόητος ὅμως, ἐπειδὴ δὲ γνωρίζει τὴ σοφότατη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνει καὶ τιμωρεῖται, θεωρεῖ ὡς αἰτίους τῶν συμφορῶν του ἢ τὸ Θεό, ἢ τοὺς ἀνθρώπους. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)116

Δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε νὰ ξεφύγει τὴν μέλλουσαν κρίση, ἂν δὲν ὑπομείνει ἐδῶ θεληματικοὺς κόπους ἢ ἀκούσιες θλίψεις. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)117

Ὅταν σπείρομε μὲ τὴ θέλησή μας τὰ κακὰ καὶ ἔπειτα ἀκούσια τὰ θερίζομε, πρέπει νὰ θαυμάζομε τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ μεταξὺ σπορᾶς καὶ θερισμοῦ μεσολαβεῖ καιρός, γι’ αὐτὸ ἀπιστοῦμε γιὰ τὴν ἀνταπόδοση. (Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής)118

Φυσικά, εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία ὅτι οἱ δοκιμασίες δὲν δίνονται πρὸς τιμωρία, ἀλλὰ μόνο πρὸς διόρθωση. Εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ πικρὸ φάρμακο τοῦ ἰατροῦ ποὺ πρέπει νὰ καταπιεῖ κανεὶς ἢ ὅπως ἡ χειρουργικὴ ἐπέμβαση πού, ὅσο ἐπώδυνη καὶ ἂν εἶναι, πρέπει νὰ τὴν ὑποστοῦμε, γιατὶ ἀποβλέπει στὸ δικό μας καλὸ καὶ ὄχι στοῦ ἰατροῦ.

Ὁ Ἅγιος Νεῖλος μᾶς λέει ἐπίσης ὅτι οὐ τὸ γινόμενον πράγμα ἔστι τὸ ζητούμενον, ἀλλὰ τὸ δι’ οὗ γίνεται,119 δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτὸ ποὺ ἔγινε, ἀλλὰ τὸ γιατί ἔγινε.

Ἂν ὁ ἄνθρωπος γνωρίσει τὸν ἑαυτό του καὶ συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ ἑαυτός του εἶναι κάτι αἰώνιο, ἀκατάλυτο καὶ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῶν ἄλλων ποὺ στρέφονται ἐναντίον του, θὰ μπορέσει νὰ συνειδητοποιήσει πὼς μόνο ὅ,τι σκέπτεται, λέει ἢ κάνει ὁ ἴδιος ἔχει σημασία γιὰ αὐτόν.

Οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος […]. (Κατὰ Ματθαῖον 15:11)

Ὅταν ὑποφέρει κανεὶς ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, δὲν πρέπει νὰ νομίζει ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἡ αἰτία τῆς συμφορᾶς του, ἀλλὰ νὰ γνωρίζει ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι κρυμμένο στὴν ψυχή του ἕλκει, ὅπως ὁ μαγνήτης τὸ σίδερο, τὴν ἐμπάθεια τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

Ὅπως αὐτοὶ ποὺ ταξιδεύουν στὴ θάλασσα ὅταν ὑποφέρουν δὲν ὑποφέρουν ἀπὸ τὴ φύση τῆς θάλασσας ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δική τους εὐπαθὴ κατάσταση, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ὑφίσταται κάτι κακό, δὲν πρέπει νὰ νομίζει ὅτι αὐτὸ τοῦ συνέβη ἀπὸ ἄλλη αἰτία ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶναι κρυμμένη μέσα του.

Ὅλα τὰ ἀτιμωτικὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν, εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπους, εἴτε ἀπὸ δαίμονες, συμβαίνουν σύμφωνα μὲ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ κατ’ οἰκονομίαν, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ τὸ μάταιο φρόνημα τῶν ψυχῶν μας. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)120

Ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Πρὸς Γαλάτας 6:7), ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ἐπιβεβαίωσαν τὸν νόμο τῆς ἀνταπόδοσης, τὸν ἀμετάτρεπτο νόμο τοῦ αἰτίου καὶ αἰτιατοῦ ποὺ κυβερνᾶ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ τὴν ὁδηγεῖ πρὸς τὸν πνευματικό της δρόμο.

Ἂν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του μὲ βάση τὸ κατὰ πόσο «συμμετέχει» στὴ δημιουργία τους, τότε δὲν θὰ ὑπάρχει πιὰ δοκιμασία, δὲν θὰ ὑπάρχει πόνος, δὲν θὰ ὑπάρχει συμφορὰ γιὰ αὐτόν. Ἂς παραιτηθοῦμε ἀπὸ τὴν προσκόλλησή μας σὲ αὐτὸν τὸν μικρὸ κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει, αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθησιακῶν ἀπολαύσεων, ἂς ἐλευθερώσουμε τὸν νοῦ μας ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ τὶς φαντασιώσεις καὶ ἀμέσως θὰ ἐλευθερωθοῦμε, θὰ φύγουμε ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ νόμου, ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς αἰτιότητας. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε καὶ μὲ τὴν ἁπλὴ λογικὴ καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία, γιατὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεμιτὴ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καταστήσει ἱκανὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεφύγει ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τὸν ὑποχρεώνει νὰ περιστρέφεται διαρκῶς γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο.

Ἡ φύση εἶναι πέρα ἀπὸ τὴ δυστυχία καὶ τὴν εὐτυχία, πέρα ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων. Ὅσο ἐξακολουθοῦμε νὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε αὐτὸ ποὺ κάνουμε, θὰ εἴμαστε πάντοτε δυστυχισμένοι. Ὅσο ταυτίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸν ρόλο ποὺ μᾶς δόθηκε, θὰ εἴμαστε δυστυχεῖς. Ὅσο νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ὁ ἰατρός, ὁ δικηγόρος, ὁ δικαστὴς καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο εἶναι ἡ ἀσχολία μας, διαρκῶς θὰ χάνουμε.

Τὸ ἐγὼ καὶ ἡ κτητικότητα εἶναι ἡ δυστυχία, γιατὶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς κτήσης συνδέεται ὁ ἐγωισμὸς καὶ ὁ ἐγωισμὸς φέρνει πάντοτε δυστυχία. Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, ἀλλὰ νὰ μὴ θέλουμε τίποτα δικό μας. Μὴ λέτε ποτὲ «δικό μου» γιὰ ὁτιδήποτε. Νὰ μὴ λέτε τὸ σπίτι μου, τὸ παιδί μου, τὸ αὐτοκίνητό μου κ.λπ. Τίποτα δὲν εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση δικό μας, τὸ καθετὶ ἀνήκει στὸν δημιουργό του καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων. Εἴμαστε ξένοι, περαστικοὶ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἡ μόνιμη κατοικία μας εἶναι στὸν Οὐρανό. Ἂν τὸ καταλάβουμε αὐτό, εἴμαστε ἐλεύθεροι.

Κοιτᾶτε τὸν κύκνο μέσα στὸ νερό: τὸ νερὸ δὲν τὸν ἀγγίζει ὥστε νὰ τὸν διαποτίσει. Ἔτσι πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς μέσα στὸν κόσμο. Ὅπως ἡ μέλισσα ποὺ περιφέρεται στὰ λιβάδια καὶ συλλέγει τὸ μέλι, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ στὴν περιπλάνησή της ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τοὺς ποικίλους συλλέγει τὶς ἐμπειρίες γιὰ νὰ τὶς προσκομίσει στὸ τέλος στὴν κυψέλη ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὰ ὄντα ἐκεῖνο τὸν καιρό.

 


114 Ὅταν σοι ἔλθῃ ἐξ ἀπροσδοκήτου πειρασμός, μὴ τὸν δι’ οὗ αἰτιῶ, ἀλλὰ τὸ διὰ τί ζήτει, καὶ εὑρίσκεις διόρθωσιν. Ἐπεί, εἴτε δι’ ἐκείνου, εἴτε δι’ ἄλλου, πιεῖν εἶχες τῶν τοῦ Θεοῦ κριμάτων τὸ ἀψίνθιον (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 20:μβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Ἀγάπης», σ. 66:42.

115 Αἱ ἐπιφοραὶ τῶν πειρασμῶν, τοῖς μέν, πρὸς ἤδη γεγονότων ἁμαρτημάτων ἀναίρεσιν· τοῖς δέ, πρὸς νῦν ἐνεργουμένων· ἄλλοις πρὸς μελλόντων ἐνεργεῖσθαι ἀνακοπὴν ἐπάγονται, δίχα τῶν πρὸς δοκιμὴν ἐπισυμβαινόντων, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἰώβ (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 20:με΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Ἀγάπης», σ. 67:45.

116 Ὁ μὲν ἐχέφρων, τῶν θείων κριμάτων τὴν ἰατρείαν ἀναλογιζόμενος, εὐχαρίστως φέρει τὰς διὰ τούτων ἐπισυμβαινούσας αὐτῷ συμφοράς, μηδένα ἄλλον τούτων αἴτιον, ἢ τὰς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας λογιζόμενος. Ὁ δὲ ἄφρων, τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγνοῶν σοφωτάτην πρόνοιαν, ἁμαρτάνων καὶ παιδευόμενος, ἢ τὸν Θεὸν ἢ τοὺς ἀνθρώπους τῶν ἑαυτοῦ κακῶν αἰτίους λογίζεται (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 20:μστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Ἀγάπης», σ. 67:46.

117 Οὐκ ἔστιν ἁμαρτήσαντα ἐκφυγεῖν τὴν μέλλουσαν κρίσιν, ἄνευ ἑκουσίων ἐνταῦθα πόνων ἢ ἀκουσίων ἐπιφορῶν (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 23:ξστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Ἀγάπης», σ. 70:66.

118 Ἑκουσίως τὰ φαῦλα σπείροντες καὶ ἀκουσίως ταῦτα θερίζοντες, τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ θαυμάζειν ὀφείλομεν. Ἐπειδὴ καιρός τις ἀναμέσον σπόρου καὶ θέρους διώρισται, τούτου χάριν ἀπιστοῦμεν περὶ τὴν ἀνταπόδοσιν (Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], 103:ριζ΄-ριη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «200 κεφάλαια περὶ πνευματικοῦ νόμου», σ. 137:117-118.

119 Ἡ ἀκριβὴς πηγὴ τοῦ συγκεκριμένου χωρίου δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἐντοπιστεῖ. [Σ.τ.Ε.]

120 Πάντα τὰ πρὸς ἀτιμίαν ἡμῖν συμβαίνοντα, εἴτε ἐξ ἀνθρώπων, εἴτε ἐκ δαιμόνων, κρίσει δικαίᾳ Θεοῦ, κατ’ οἰκονομίαν ἐπισυμβαίνουσι πρὸς ταπείνωσιν τοῦ ματαίου φυσήματος τῶν ψυχῶν ἡμῶν (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 285:νε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Α΄ ἑκατοντάδα πρακτικῶν κεφαλαίων», σ. 66:55.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ