01.04 | Ψυχή – Νους – Διάνοια – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

4. Ψυχή – Νοῦς – Διάνοια

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Ἡ ψυχή, ἡ προέλευση καὶ ἡ λειτουργία της ἀποτέλεσε καὶ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἔρευνας γιὰ φιλοσόφους καὶ ἄλλους ἐρευνητές, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι καὶ τὸ κύριο σημεῖο ὅπου ἑστιάζουν τὸ ἐνδιαφέρον τους ὅλες οἱ θρησκεῖες. Ἐπίσης, προκάλεσε καὶ προκαλεῖ τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων τῶν διανοούμενων ὅλων τῶν ἐποχῶν, σήμερα δὲ ἀπασχολεῖ καὶ μιὰ μερίδα τῆς ἐπιστήμης ὡς πρὸς τὴν ὕπαρξή της ἢ μή – ἐνῶ μέχρι χθές, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐπιστήμη, ἡ ἀνυπαρξία τῆς ψυχῆς ἦταν δεδομένη, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀποδείξει πειραματικὰ τὴν ὕπαρξή της.

Φυσικά, τὸ γεγονὸς καὶ μόνο ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀσχολεῖται γιὰ χιλιετίες καὶ περισσότερο μὲ τὴν ἔννοια τῆς ψυχῆς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει μιὰ μαρτυρία τῆς ὕπαρξής της καὶ κάτι ἴσως περισσότερο, ἀφοῦ οἱ μαρτυρίες τῶν αἰώνων ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ ἔχουν κάποια πραγματικὴ βάση.

Ὑπάρχει, βέβαια, καὶ ἡ ὑλιστικὴ ἄποψη ὅτι τὰ περὶ ψυχῆς εἶναι μιὰ αὐταπάτη, μιὰ φαντασίωση, ὅτι τὰ πάντα εἶναι ὕλη καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἀνύπαρκτα, ἑπομένως ἀνύπαρκτη καὶ ἡ ψυχή. Τὴν ἄποψη αὐτὴ τὴν ὑποστηρίζει μιὰ μερίδα τῆς ἐπιστήμης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ πιστεύουν στὴν ὑλιστικὴ θεωρία, ὅμως στὴν ἐποχή μας ὁλοένα καὶ χάνει ἔδαφος.

Ὡστόσο, ἀκόμα καὶ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ δέχονται τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς ὑπάρχουν διαφωνίες ὡς πρὸς τὸ εὖρος ποὺ καταλαμβάνει ἡ ὕπαρξή της. Ἄλλοι μὲν ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ καθετὶ εἶναι μιὰ λειτουργία τῆς ψυχῆς καὶ τίποτε ἄλλο, ἀγνοοῦν δὲ τὴ μορφή, ἄλλοι συνδυάζουν τὴ λειτουργία μορφῆς καὶ ψυχῆς καὶ ἄλλοι στέκονται μόνο στὸ σῶμα, στὴ μορφὴ δηλαδή, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ ζωὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μὲ μόνη τὴ δύναμη τῆς ζωῆς ποὺ τὴν ἐμψυχώνει.

Μιὰ ὁποιαδήποτε προσπάθεια νὰ δοθεῖ ἕνας ὁρισμὸς στὴ λέξη «ψυχὴ» θὰ ἦταν ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη, ἀφοῦ ἡ ψυχή, ὡς ἄυλη καὶ ἀσώματη, δὲν μπορεῖ ἀπὸ μόνη της νὰ προσδιοριστεῖ. Ἐτυμολογικὰ ἡ λέξη «ψυχὴ» παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ψύχω», ποὺ σημαίνει «φυσῶ, πνέω». Οἱ Αἰγύπτιοι θεωροῦσαν τὴν ψυχὴ μιὰ δύναμη διέπουσα τὴ ζωὴ καὶ τὴ σκέψη. Οἱ Ἰνδοὶ δέχονται ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἕνα τμῆμα τῆς παγκόσμιας ψυχῆς. Οἱ Ἕλληνες ὅτι ἦταν κάτι ποὺ προϋπῆρχε τοῦ σώματος καὶ εἰσερχόταν σὲ αὐτὸ γιὰ νὰ δώσει τὴ ζωτικὴ δύναμη κ.λπ. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ἀποδέχθηκαν40 καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας Ὠριγένης καὶ Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς [καὶ Δίδυμος ὁ Τυφλός, μεταξὺ ἄλλων], ἄποψη ὅμως ποὺ καταδικάστηκε στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης (553 μ.Χ.).41 Ὁ Πλάτωνας πίστευε ὅτι ἡ ψυχὴ περιλάμβανε τρία μέρη: τὸ λογιστικό, τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικό. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ἀποδέχθηκε καὶ ὁ Χριστιανισμός.

Σχετικὰ μὲ τὴν ψυχή, τὸν νοῦ καὶ τὴ διάνοια, οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἀναπτύσσουν μιὰ πλήρη θεωρία ποὺ εἶναι ἀπόρροια κυρίως τῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν τους. Μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων αὐτοὶ βίωσαν πράγματι καὶ μετέδωσαν σὲ ἐμᾶς, σὰν βίωμα, αὐτὴν τὴ θεία μυσταγωγία περὶ ψυχῆς. Πρόκειται γιὰ μιὰ θεωρία πού, ὅπως θὰ δοῦμε, καλύπτει ὅλες τὶς ἀνάγκες καὶ λύνει κάθε προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ. Ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ τὸν νοῦ, ἡ θεωρία αὐτὴ ξεπερνᾶ κάθε προηγούμενή της καὶ ρίχνει ἄπλετο φῶς στὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ νοῦ, τόσο στὸ πνευματικό, ὑπὲρ τὴ φύση ἐπίπεδο, ὅσο καὶ στὸ φυσικὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο. Ἡ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ ὄχι μόνο εἶναι ἀποκαλυπτική, ἀλλὰ εἶναι μιὰ καθαρὰ πατερικὴ διδασκαλία ἐντελῶς πρωτότυπη.

Ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι πτυχὴ τῆς Θείας Οὐσίας, ἀλλὰ πτυχὴ τῆς Θείας Δύναμης. Καὶ ὅπως ἡ Θεία Δύναμη ἢ Ἐνέργεια ζωοποιεῖ καὶ συνέχει τὰ πάντα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς ἐνέργειάς της ζωοποιεῖ καὶ συνέχει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα.

Ὅπως ξεχωρίζουμε τὴν Οὐσία καὶ τὴ Δύναμη ἢ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ξεχωρίζουμε καὶ τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμη ἢ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ αὐτὴ καθαυτήν, ἡ οὐσία, ἔχει τὴ δική της αὐθύπαρκτη ζωή, ἐνῶ ἡ ἐνέργειά της ζωοποιεῖ καὶ συνέχει τὸ σῶμα.

Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸ Σύμπαν μιὰ πολύμορφη ὑπόσταση καὶ θέλησε ἄλλα μὲν ὄντα νὰ ἔχουν μόνο τὸ εἶναι, ἄλλα τὸ εἶναι καὶ τὴ ζωὴ καὶ ἄλλα τὸ εἶναι, τὴ ζωὴ καὶ τὸν νοῦ.

Ἡ ψυχὴ εἶναι, ὅπως εἴπαμε, πτυχὴ τῆς Θείας Δύναμης ἢ Ἐνέργειας, ὅμως ὡς θεϊκὸ κτίσμα δὲν εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμά της, τὸ ἐνέργημα.

Ἂν ἡ ψυχὴ αὐτὴ καθαυτήν, ἡ οὐσία της, δὲν εἶχε ἐνέργεια ποὺ νὰ διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία της θὰ ἦταν ἀνυπόστατη, μιὰ ἁπλὴ σύλληψη τῆς διάνοιας. Γιατὶ χωρὶς τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει αἰσθήσεις, δὲν κινεῖται, δὲν ἔχει γνώμη, δὲν περπατᾶ κ.λπ. Ὅπως ἐνυπάρχει ἡ Δύναμη στὸ Θεῖο, ἔτσι ἐνυπάρχει, εἶναι ἔμφυτη καὶ στὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Καὶ ὅπως ὁ Θεὸς ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐνέργειά Του, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζεται καὶ ὑπάρχει ἀπὸ τὴ δική του ἐνέργεια. Ἡ Θεία Ἐνέργεια εἶναι Μία καὶ Ἑνιαία, δίνει ζωὴ στὰ ὄντα καὶ δημιουργεῖ τὶς ἄπειρες μορφές τους, στὴν πολυδιάστατη καὶ πολύπλευρη ποικιλία τους.

Αὐτὴ ἡ Ἐνέργεια ποὺ βρίσκεται μέσα μας, γύρω καὶ πέρα ἀπὸ ἐμᾶς, πνέει σὰν Πνοὴ τοῦ Ὅλου. Εἶναι παντοῦ παρούσα, σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ διαστήματος, σὲ κάθε ἄτομο ὕλης, σὲ κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα, καὶ καλεῖ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα σὲ μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴν ἐπικείμενη ὑπέρτατη ἕνωση τῶν πάντων μὲ τὸν Δημιουργό τους.

Εἶναι μιὰ παλλόμενη Δύναμη ποὺ διαπερνᾶ τὸ καθετὶ στὸ Σύμπαν καὶ ἐκδηλώνεται μὲ τὴ μορφὴ φωτὸς καὶ ἤχου. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς ζωῆς, τοῦ Λόγου, ποὺ συντηρεῖ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα. Εἶναι ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ μέσα μας καὶ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή μας. Τὸ Σύμπαν ὁλόκληρο εἶναι γεμάτο ἀπὸ τὸν ἦχο καὶ τὸ φῶς αὐτό, ποὺ μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ δοῦμε μόνο μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ἀκοὴ καὶ ὅρασή μας.

Καὶ ὅταν κανεὶς γίνεται δέκτης αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, τότε δέχεται τὴ γνώση τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γνώση δημιουργεῖ τὴν ἀπόλυτη πίστη – πίστη ποὺ βασίζεται σὲ ἄμεση ἐσωτερικὴ ἐμπειρία καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Λόγος ἀποκαθιστᾶ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο τὴ θρησκεία στὴ νόμιμη θέση της, σὰν τὸν πιὸ σημαντικὸ παράγοντα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅταν ὑπάρχει μιὰ ἀπόλυτη πίστη, βασισμένη σὲ μιὰ προσωπικὴ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία, τότε ἡ πνευματικὴ ἀναζήτηση καί, κατ’ ἐπέκταση, ἡ θρησκεία γίνεται ἡ ὑπέρτατη ἀνθρώπινη συμπεριφορά, ἡ μία καὶ μόνη ἐπιδίωξη ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει στὴ ζωὴ πραγματικὸ σκοπό, ἀξία καὶ ἔννοια.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι ἡ ψυχή, ὅπως καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἔχει πέντε αἰσθήσεις, ἔχει πέντε δυνάμεις: τὸν νοῦ, τὴ διάνοια, τὴ δόξα,42 τὴν αἴσθηση καὶ τὴ φαντασία. Ἐπιπλέον, ὅτι ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι ἄυλη, νοερὴ καὶ φωτεινή.

Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της νοερή, λογικὴ καὶ αὐθυπόστατη καί, ἐφόσον εἶναι αὐθυπόστατη, ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὴ φύση της: α) δι’ ἑαυτήν, καὶ β) καθ’ ἑαυτὴν μετὰ τοῦ σώματος. Δηλαδή, ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴ διάνοιά της, τόσο γιὰ λογαριασμό της ὅσο καὶ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸ σῶμα. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὸ «δι’ ἑαυτήν», σημαίνει τὴ λειτουργία της πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο στὸ καθαρὰ πνευματικὸ ἐπίπεδο, ἐνῶ ἡ «μετὰ τοῦ σώματος λειτουργία» ἀφορᾶ τὴ λειτουργία στὸ φυσικό, στὸ ἀνθρώπινο πεδίο.

Ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὁ μὲν νοῦς καὶ ἡ διάνοια μποροῦν νὰ λειτουργήσουν καὶ στὰ δύο ἐπίπεδα, δηλαδὴ καὶ στὸν παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα, οἱ δὲ ἄλλες δυνάμεις εἶναι προ- ορισμένες νὰ λειτουργήσουν μόνο στὸν παρόντα αἰώνα, δηλαδὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς Δημιουργίας.

Ἐξάλλου, ὅπως σημειώνουν οἱ Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος:

Ἡ ψυχὴ λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπάρχει καὶ ὑφίσταται πάντοτε ἀφότου ἔγινε –γιατὶ τέτοια τὴ δημιούργησε ὁ Θεός–, πάντοτε νοεῖ καὶ λογίζεται καὶ γνωρίζει· καὶ καθ’ ἑαυτὴν καὶ ὅταν εἶναι μαζὶ μὲ σῶμα, γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ ἀπὸ τὴ φύση της. (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι)43

Ὁπότε δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος ἡ ψυχὴ νὰ ἀλλοτριωθεῖ μετὰ τὴν ἀποχώρησή της ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔχει ἀφ’ ἑαυτῆς της τὶς δικές της δυνάμεις χωρὶς τὸ σῶμα. Ἀναγνωρίζουμε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὴ διάνοια καὶ μυσταγωγούμαστε σὲ αὐτὲς τὶς δυνάμεις καὶ κατὰ τὸν παρόντα καὶ κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα, στὶς δὲ ἄλλες δυνάμεις μόνο κατὰ τὸν παρόντα αἰώνα. Ὁ νοῦς, ἀφοῦ εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, κινεῖται καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ αὐτή, γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ ὀφθαλμός της. Ὅταν καὶ ἐφόσον ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν ψυχή, τότε γίνεται ἀπὸ ἐν δυνάμει ἐν ἐνεργείᾳ καὶ ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο.

Αὐτὴ εἶναι ἡ κυκλικὴ κίνηση, δηλαδὴ ἡ ἐπάνοδος καὶ στροφὴ καὶ ἕνωση τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ διὰ μέσου τοῦ ἑαυτοῦ του πρὸς τὸ Θεό […]. (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι)44

Ἡ ψυχή μας εἶναι μία ὀντότητα πολυδύναμη καὶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τὸ σῶμα ποὺ δημιουργήθηκε νὰ ζεῖ μαζί της. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι τὰ μέλη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανα γιὰ νὰ ἐνεργεῖ ἡ δύναμή της ἐκείνη ποὺ ὀνομάζουμε νοῦ; Ἀλλά, βέβαια, κανεὶς δὲν ὑπέθεσε ποτὲ ὅτι ἡ διάνοια εἶναι ἐγκατεστημένη στὰ νύχια […]. Ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι εἶναι μέσα μας, διαφωνοῦν ὅμως μερικοὶ ὡς πρὸς τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ μέσα μας ποὺ μεταχειρίζεται ὡς ὄργανο. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εἶναι ἐγκατεστημένη, σὰν μέσα σὲ ἀκρόπολη, στὸν ἐγκέφαλο. Ἄλλοι πάλι παραχωροῦν στὴ διάνοια σὰν ὄχημα, τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ψυχικὸ πνεῦμα ποὺ βρίσκεται καθαρότατο ἐκεῖ. Ἐμεῖς τώρα, γνωρίζομε μὲ ἀκρίβεια ὅτι τὸ λογιστικὸ βρίσκεται στὴν καρδιὰ σὰν σὲ ὄργανο, ὄχι ὅμως μέσα σ’ αὐτὴν ὅπως σὲ δοχεῖο, γιατὶ εἶναι ἀσώματο, οὔτε ἔξω, γιατὶ εἶναι ἑνωμένο μὲ αὐτήν. Καὶ τοῦτο δὲν τὸ διδαχτήκαμε ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πλάστη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ λέει στὰ Εὐαγγέλια ὅτι δὲν εἶναι τὰ εἰσερχόμενα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ τὰ ἐξερχόμενα ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο· γιατὶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν οἱ λογισμοί. Παρόμοια λέει καὶ ὁ Μέγας Μακάριος: «ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ ἡγεμόνας ὅλης τῆς ὑπάρξεως. Κι ὅταν κυριαρχήσει ἡ χάρη σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς καρδιᾶς, τότε βασιλεύει πάνω σὲ ὅλους τοὺς λογισμοὺς καὶ σ’ ὅλα τὰ μέλη. Γιατὶ ἐκεῖ εἶναι ὁ νοῦς καὶ ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς». Ἡ καρδιά μας λοιπὸν εἶναι τὸ ταμεῖο τῶν λογισμῶν καὶ τὸ πρῶτο σαρκικὸ ὄργανο τοῦ λογιστικοῦ. […] Στὸ ἡγεμονικὸ ὄργανο, στὸ θρόνο τῆς χάρης, ὅπου ὁ νοῦς καὶ ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ στὴν καρδιά. (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς)45

Γιατὶ εἶναι νοῦς, καὶ νοῦς στὸ σύνολό της ἡ ψυχή. (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης])46

Ἡ ψυχή, ἐπειδὴ εἶναι οὐσία νοερὴ καὶ λογική, καὶ νοεῖ καὶ συλλογίζεται. Ὡς δύναμη ἔχει τὸ νοῦ, ὡς κίνηση τὴ νόηση καὶ ὡς ἐνέργεια τὸ νόημα. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)47

Ἡ ψυχὴ βρίσκεται μέσα στὸ σῶμα, στὴν ψυχὴ βρίσκεται ὁ νοῦς καὶ μέσα στὸ νοῦ βρίσκεται τὸ λογικό. […] Ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τοῦ σώματος εἶναι θνητός, ἀλλὰ ἐξαιτίας τοῦ νοῦ καὶ τοῦ λογικοῦ εἶναι ἀθάνατος. […] Ἡ ὅραση τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. […] Ἡ ψυχὴ εἶναι στὸν κόσμο, γιατὶ εἶναι γεννημένη, ἐνῶ ὁ νοῦς εἶναι παραπάνω ἀπὸ τὸν κόσμο, γιατὶ εἶναι ἀγέννητος. (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας)48

Φυσᾶ [ὁ Θεὸς] […] πνοὴ ζωῆς, τὴ χάρη τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος, κι ἔτσι ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος […], δηλαδὴ μὲ ψυχὴ ζώσα, ὄχι ἁπλῶς μὲ ψυχή. Γιατὶ δὲν εἶναι ψυχὴ ἀνθρώπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πηγαίνει στὴν ψυχὴ ποὺ ζεῖ πνευματικά. (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης])49

Καὶ πῶς τὸ ἄψυχο σῶμα κατὰ διαταγὴ τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε μὲ τὴ νοερὴ καὶ λογικὴ ψυχή; Ἡ ὁποία δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα […] μὲ τὸ ἐμφύσημα, ἂν καὶ μερικοί, ἐπειδὴ ἔχουν ἄγνοια, νομίζουν ὅτι ἀπὸ τὴν ὑπερούσια θεότητα προέρχεται, πράγμα ἀδύνατο. (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)50

Γιατὶ ὁ νοῦς, ἂν καὶ ὡς δύναμη τῆς ψυχῆς κινεῖται καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ἐξουσιάζεται ἀπὸ αὐτή, εἶναι ὡστόσο καὶ ὀνομάζεται ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς, παρ’ ὅλο πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι προικισμένος καὶ μὲ κάποια δική του δύναμη φυσική, ἁπλὴ καὶ αὐτοτελή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ νοῦς βρίσκεται σὲ φυσικὲς σχέσεις μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὶς δυνάμεις της, τότε εἶναι καὶ δυνάμει νοῦς καὶ τότε καλεῖται «ψυχικὸς ἄνθρωπος». Ὅταν ὅμως ἀναλάβει τὴ δική του φυσικὴ καὶ ἁπλὴ ἀξία καὶ λαμπρότητα τῆς οὐσίας του, τὴν ἀμερὴ καὶ αὐτοτελὴ καὶ αὐτεξούσια, ὅταν δηλαδὴ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς φυσικὲς σχέσεις καὶ κινήσεις καὶ ἀξιωθεῖ, ἀπὸ δυνάμει νοῦς ποὺ εἶναι, νὰ γίνει «ἐνεργείᾳ νοῦς», ὅταν δηλαδὴ προκόψει καὶ φτάσει στὸν ὑπὲρ τὴ φύση «πνευματικὸ ἄνθρωπο» […] τότε ὁ νοῦς ξαναπαίρνει τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση καὶ τὸ διατηρεῖ σῶο, ἐπειδὴ εἶναι νοῦς· καὶ μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του χωρὶς ἄλλη μεσολάβηση ἑνώνεται νοερὰ καὶ συναναστρέφεται μὲ τὸν θεῖο Νοῦ, δηλαδὴ μὲ τὸ Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ κυκλικὴ κίνηση, δηλαδὴ ἡ ἐπάνοδος καὶ στροφὴ καὶ ἕνωση τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ διὰ μέσου τοῦ ἑαυτοῦ του πρὸς τὸ Θεό, χωρὶς κίνδυνο πλάνης καὶ σφάλματος, ἐπειδὴ εἶναι ἕνωση ἀκατάσχετη καὶ ἄμεση ποὺ ὑπερβαίνει κάθε νόηση καὶ εἶναι ὅραση ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ὅραση. (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι)51

Ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐννοοῦμε, ὅπως πολλοὶ νομίζουν ἀπὸ ἄγνοια, ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀναφέρεται στὸ σῶμα. Πρόκειται γιὰ «ὁμοιότητα» στὸν νοῦ, δηλαδὴ τὸ ἄυλο καὶ νοερὸ στοιχεῖο τῆς ψυχῆς.52

Ὅπως ἡ Θεία Φύση εἶναι ἀπερίγραπτη, ὡς ἀόριστη καὶ ἀσώματη, ἔτσι καὶ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπερίγραπτη, ἀόρατη καὶ ἀσώματη, εἰκόνα τῆς ἀθάνατης εἰκόνας τοῦ Θεοῦ.

Κάθε λογικὴ καὶ νοερὴ φύση ἔχει ζωὴ ποὺ δὲν ἐπιδέχεται φθορά. Ἡ ἀνθρώπινη φύση [ψυχὴ] δὲν ἔχει ζωὴ μόνο ὡς οὐσία, ἀλλὰ καί, ἀφοῦ ζωοποιεῖ τὸ σῶμα, γι’ αὐτὸ καὶ ὡς ἐνέργεια καλεῖται καὶ ζωὴ τοῦ σώματος.

Ἡ ψυχή, ὅπως εἴπαμε, δὲν ἐξελίσσεται, δὲν καλυτερεύει ἢ χειροτερεύει. Ἁπλῶς, μὲ τὶς ἐπικαθίσεις τῶν ποικίλων ἐνασχολήσεων τοῦ νοῦ μὲ τὴν ὕλη, καθαίρεται ἢ σκοτίζεται περισσότερο.

Ὅμως σταδιακὰ μπορεῖ μὲ τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τὴ φώτισή του νὰ ὑπάρξουν τρία στάδια ἢ τρεῖς ἀναβάσεις τῆς ψυχῆς. Τὸ καθαρτικό, τὸ φωτιστικὸ καὶ τὸ μυστικό.

Καθαρτικὸ εἶναι τὸ στάδιο ἐκεῖνο, ποὺ σημαίνει τὴν ἔναρξη τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Χαρακτηριστικὸ τοῦ σταδίου αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀπόθεση τῆς μορφῆς τοῦ χοϊκοῦ ἢ ψυχικοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀμφίεση τοῦ νέου ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἐξωτερικοῦ ἑαυτοῦ, τῆς μορφῆς καὶ τοῦ ὀνόματος καὶ ἡ ἀναγέννησή του ἐν πνεύματι.

Φωτιστικὸ εἶναι τὸ στάδιο ἐκείνης τῆς ψυχῆς ποὺ πρόκοψε στὸ πρῶτο στάδιο. Χαρακτηριστικὸ δὲ τοῦ σταδίου αὐτοῦ εἶναι ἡ γνώση καὶ κατανόηση τῶν ὁρατῶν καὶ νοητῶν πραγμάτων τῶν ὄντων καὶ ἔργο του ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ.

Στὸ τρίτο στάδιο εἰσέρχεται ἡ ψυχὴ ποὺ ξεπέρασε τὰ δύο προηγούμενα καὶ ὁδηγεῖται στὴν τελειότητα. Χαρακτηριστικὸ τοῦ σταδίου αὐτοῦ εἶναι ἡ προσέγγιση τοῦ φωτὸς καὶ ἡ διὰ τοῦ πνεύματος διερεύνηση τῶν Θείων. Ἔργο δὲ ἔχει ἡ ψυχὴ τὴν πλήρωση τοῦ νοῦ μὲ τοὺς λόγους τῆς Θείας Πρόνοιας, Δικαιοσύνης καὶ Ἀλήθειας, ποὺ διαλαμβάνονται στὶς παραβολὲς καὶ στοὺς σκόπιμα σκοτεινοὺς λόγους τῶν Θείων Γραφῶν. Καὶ λέμε «σκόπιμα σκοτεινοὺς λόγους», γιατὶ ἡ γνώση εἶναι ἔτσι κρυμμένη, ὥστε νὰ ἀποθαρρύνει τοὺς ἐπιπόλαιους καὶ περίεργους ἐρευνητὲς καὶ ὅσους ἀκόμη δὲν εἶναι ἕτοιμοι.53

Μέχρι τώρα ἀναπτύξαμε τὶς ἀπόψεις γιὰ τὴν ψυχή, τὶς δυνάμεις της καὶ τὸν νοῦ, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ στὸ ὑπὲρ τὴ φύση ἐπίπεδο, τὸ καθαρὰ πνευματικό. Τὴν ψυχὴ ποὺ δὲν κληρονομεῖται ἀπὸ τοὺς προγόνους, ἀλλὰ μὲ τὴ δημιουργία τῆς ζωῆς μέσω τῆς ἕνωσης τῶν στοιχείων, μιᾶς ζωῆς ποὺ ἐμπλουτίζει ἡ Θεία Πνοή. Πρέπει ὅμως νὰ προχωρήσουμε καὶ νὰ ἐξετάσουμε καὶ ἐκεῖνο τὸν νοῦ ποὺ ἐκφράζεται καὶ λειτουργεῖ στὸ φυσικὸ καὶ γήινο ἐπίπεδο μέσω τοῦ ἐγκεφάλου, καὶ νὰ καθορίσουμε τὴ σχέση του καὶ τοὺς δεσμούς του μὲ τὸν προηγούμενο νοῦ, δηλαδὴ ἐκεῖνον ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς.

Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτά, ὀφείλουμε νὰ διασαφηνίσουμε ὅτι νοῦς καὶ πνεῦμα εἶναι πράγματα διαφορετικὰ καὶ ὅτι τὸ πνεῦμα λειτουργεῖ καὶ αὐτὸ σὲ δύο ἐπίπεδα: στὸ ἀνθρώπινο ἢ φυσικὸ καὶ στὸ ὑπὲρ τὴ φύση ἢ πνευματικό. Καὶ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ ὅτι τὸ μὲν Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνοικεῖ στὴν πνευματικὰ ζώσα ψυχή, τὸ δὲ ἀνθρώπινο πνεῦμα ταυτίζεται μὲ τὴν ἔκφραση καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ νοῦ στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο.

Γιατὶ δὲν εἶναι ψυχὴ ἀνθρώπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πηγαίνει στὴν ψυχὴ ποὺ ζεῖ πνευματικά. Τὸ ἅγιο δηλαδὴ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα γίνεται πράγματι ψυχὴ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζεῖ ὅπως ἁρμόζει νὰ ζεῖ ἡ λογικὴ καὶ θεόμορφη ψυχή. Ἂν ὅμως δὲ συνυπάρχει στὴν ψυχὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἢ ἂν δυστυχῶς πέταξε ἀπὸ αὐτή, τότε χάνεται καὶ ἡ θεομορφία καὶ ἡ πρέπουσα ζωὴ τῆς λογικῆς ψυχῆς, καὶ τὴ θέση τους πῆρε ἡ κτηνώδης ἢ καὶ ἡ θηριώδης κατάσταση. (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης])54

Ἀπέστειλε ὁ Θεὸς τὸ Λόγο Του […] καὶ ὁ Λόγος ἔχει τὸ Πνεῦμα ποὺ εἶναι ἐκ φύσεως ἑνωμένο μαζί Του […]. Ἑπομένως καὶ ὅλοι ὅσοι πιστεύοντας δέχτηκαν τὸν Ἅγιο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως δέχονται καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα […] ἀόρατα καὶ ξαφνικά, σὰν πνοὴ ἀνέμου […]. (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης])55

Ἡ Ἁγία Γραφὴ πολλὲς φορὲς ὀνομάζει τὴν ψυχὴ πνεῦμα, πράγμα ποὺ ὁδήγησε μερικοὺς στὸ νὰ ὑποστηρίξουν τὸ τριμερὲς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης (πνεῦμα-ψυχὴ-σῶμα). Αὐτὸ ὅμως, ὅπως εἴπαμε, δὲν συμβαίνει, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση ἀπαρτίζεται ἀπὸ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀνάλογα δὲ μὲ τὴ ζωὴ ποὺ κάνει ἡ ψυχὴ ἐμπλουτίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ἢ ὄχι. Τὸ Πνεῦμα ἐμφανίζεται καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς καρπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε μέσω τῆς ἀπόκτησης διάφορων χαρισμάτων εἴτε μέσω τῆς ἐνέργειας τοῦ Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο. Σχετικῶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει:

Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι […]. (Πρὸς Κορινθίους Α΄ 2:14)

Δηλαδὴ ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀφιερώνει τὴν κάθε σκέψη του σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ψυχή του καὶ δὲν πιστεύει ὅτι χρειάζεται τὴν ἄνωθεν βοήθεια οὔτε δέχεται τὰ πνευματικὰ νοήματα, γιατὶ νομίζει ὅτι αὐτὰ εἶναι βλακεῖες καὶ ὑποδηλώνουν τὴν ἀγνωσία. Ψυχικός, λοιπόν, ἢ φυσικὸς ἄνθρωπος εἶναι, κατὰ τὸν Παῦλο, ἐκεῖνος ποὺ νομίζει ὅτι ὅλα γίνονται κατὰ φυσικὴ ἀκολουθία καὶ δὲν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει κάτι πάνω ἀπὸ τὴ φύση.

Ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀφιερώνει ὅλο τὸ σύνολο τῆς γνώσης του στοὺς συλλογισμοὺς τῆς ψυχῆς του καὶ δὲν θεωρεῖ πὼς χρειάζεται τὴν ἄνωθεν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, οὔτε θέλει νὰ δεχτεῖ κανένα πνευματικὸ νόημα χωρὶς περιέργεια καὶ μὲ μόνη τὴν ἁπλὴ πίστη, ἀλλὰ θεωρεῖ ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ νοήματα ποὺ δὲν ἔχουν ἀπόδειξη εἶναι ἀνοησίες. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει ψυχικό, δηλαδὴ φυσικό, τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ νομίζει πὼς ὅλα γίνονται μὲ φυσικὸ ὑπολογισμὸ καὶ μὲ φυσικὴ ἀκολουθία, καὶ ποὺ θεωρεῖ ὅτι κανένα πράγμα δὲν ὑπερβαίνει τὴ φύση. Καὶ ὁ λόγος ποὺ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος λέγεται φυσικὸς καὶ ψυχικὸς εἶναι γιατὶ ἡ ψυχή του ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὴ διεύθυνση καὶ τὴ φροντίδα τῆς φυσικῆς, σωματικῆς του ὕπαρξης. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)56

Μερικοὶ Δάσκαλοι πιστεύουν ὅτι ὁ Ἀπόστολος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ διακρίνει τριῶν εἰδῶν ἀνθρώπους: τοὺς σαρκικούς, τοὺς ψυχικοὺς καὶ τοὺς πνευματικούς. Σαρκικὸς μὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ λειτουργεῖ «παρὰ φύση» καὶ πράττει τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Ψυχικὸς δὲ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ λειτουργεῖ κατὰ τὴ φύση του καὶ οὔτε τὸ κακὸ πράττει οὔτε μὲ ἀρετὴ ἐνεργεῖ. Καὶ πνευματικὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ λειτουργεῖ πάνω ἀπὸ τὴ φύση του, καὶ θὰ ἀξιωθεῖ τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)57

Ἂς ἐπανέλθουμε ὅμως στὸν «ἀνθρώπινο» νοῦ, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ λειτουργεῖ διὰ τοῦ σώματος καὶ συγκεκριμένα διὰ τοῦ ἐγκεφάλου. Πρέπει νὰ ποῦμε εὐθὺς ἐξαρχῆς ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο διαφορετικοὶ νόες οὔτε δύο διαφορετικὲς συνειδήσεις οὔτε δύο διαφορετικὲς διάνοιες. Ὁ νοῦς εἶναι ἑνιαῖος, ὅπως καὶ ἡ διάνοια καὶ ἡ συνείδηση, ἐκφράζεται ὅμως σὲ δύο ἐπίπεδα: α) στὸ ὑπὲρ τὴ φύση, καὶ β) στὸ φυσικὸ ἢ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο.

Ἡ λογικὴ ψυχὴ βρίσκεται στὸ μεταίχμιο τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοεροῦ φωτός. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πρώτου ἐργάζεται στὰ σωματικά, ἐνῶ μὲ τοῦ δεύτερου, τὰ ἔργα τοῦ πνεύματος. Ἀλλὰ ἐπειδὴ σκοτείνιασε μέσα της τὸ νοερὸ φῶς καὶ ἐπικράτησε τὸ αἰσθητὸ ἐξαιτίας τῆς ἀπὸ τὴν πτώση συνήθειας, ἂν δὲν ἑνωθεῖ τελείως μὲ τὸ νοερὸ στὴν προσευχή, δὲν μπορεῖ ν’ ἀτενίζει ὁλοκληρωτικὰ στὰ θεῖα. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ βρίσκεται στὸ μεταίχμιο σκότους καὶ φωτός, νὰ ζεῖ σὲ σχέση μὲ τὸ σκότος καὶ κατὰ φαντασίαν μὲ τὸ φῶς. (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος)58

Ὁ ἴδιος ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς, ἡ ἴδια ἡ διάνοια ὡς φῶς νοερό, ἄυλο καὶ ἀσώματο διαχέεται ὅπως οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, καὶ διὰ μέσου αὐτῆς τῆς διάχυσης ἐνεργεῖ καὶ λειτουργεῖ γιὰ νὰ ἀποκτήσει κάθε εἴδους ἐμπειρία καὶ συναίσθημα ποὺ προσφέρει τὸ πολύπτυχο καὶ πάντοτε διαφοροποιούμενο Σύμπαν, κάθε ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπινου πεδίου. Ὅταν ἐπιστρέψει στὴν πηγή του, θὰ συναποκομίσει τὶς ἐξαγνισμένες καὶ ἀφομοιωμένες πιὰ αὐτὲς ἐμπειρίες ποὺ ἀποκόμισε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γήινης ζωῆς του.

Ὅσο ὁ νοῦς βρίσκεται στὰ θεῖα, διατηρεῖ τὴ θεία ὁμοίωση, παραμένοντας ἀγαθὸς καὶ σπλαχνικός. Ὅταν ὅμως βρεθεῖ στὰ αἰσθητά, ἂν μὲν κατεβαίνει πρὸς αὐτὰ στὸν καιρὸ καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει, δίνοντας καὶ παίρνοντας ἐμπειρία, ἐπιστρέφει πάλι στὸν ἑαυτό του ξαναβρίσκοντας τὴν εὐρωστία του. (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος)59

Ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἄμεσα στὸ σῶμα, ἐπειδὴ ἡ συνειδητότητά του ἀνήκει σὲ διαφορετικό, ὅπως εἴπαμε, πεδίο. Μόνο διὰ τῶν ἐγκεφαλικῶν νευρικῶν κυττάρων μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει. Ὅμως ἡ δράση καὶ γενικὰ ἡ συμπεριφορὰ τῆς λειτουργίας αὐτῆς ἐναπόκειται πλέον στὸν ἐκδηλωμένο νοῦ καὶ ὄχι στὴν ἀρχικὴ πηγή του, δηλαδὴ στὸν νοῦ τῆς ψυχῆς. Εἶναι δική του ἐπιλογὴ ὁ δρόμος ποὺ θὰ ἀκολουθήσει –ἡ ἀνοδικὴ ἢ καθοδικὴ πορεία ἢ ἡ ἀδράνειά του– καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ ἐναπόκειται στὴν ἀπόλυτα ἐλεύθερη καὶ δική του βούληση καὶ ἐπιλογή. Αὐτὸς θὰ ἐπιλέξει ἂν θὰ στραφεῖ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, τὸ ζῶον, καὶ θὰ συμφύρεται μὲ αὐτὸ ἢ ἂν θὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα του.

Ἀπὸ τὴν πλευρά του, καὶ ὁ ἐγκεφαλικὸς νοῦς, αὐτὴ ἡ ἐνέργεια ἢ ἀντανάκλαση ἢ ἀκτινοβολία τοῦ νοῦ τῆς ψυχῆς, ποὺ ὅταν ἐκδηλωθεῖ, ὅπως καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἐξατομικεύεται, ἀποκτᾶ καὶ αὐτὸς πλήρη ἐλευθερία βούλησης γιὰ νὰ ρυθμίσει, κατὰ τὸ δοκοῦν, τὶς περιπλανήσεις του στὸ γήινο πεδίο. Εἶναι ὁ υἱὸς πού, αὐτεξούσιος πλέον, θὰ προσπαθήσει νὰ συλλέξει τὶς ἐμπειρίες του ἀπὸ τὸ πολύπτυχο Σύμπαν. Ἔχει τὴ δυνατότητα, πάντοτε μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ ἐπιλογή του καὶ μὲ συνεχεῖς καὶ πολλὲς φορὲς σκληρὲς προσπάθειες: α) νὰ ἐπιστρέψει στὴν πηγή του καὶ ἑνωμένος πάλι μὲ τὴν ψυχὴ νὰ προχωρήσει στὴν τελικὴ ἕνωση μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα, β) νὰ ἀφεθεῖ στὴν ἄσκοπη περιπλάνησή του, τείνοντας πότε πρὸς τὰ πάνω καὶ πότε πρὸς τὰ κάτω, ἢ γ) νὰ ἀφομοιωθεῖ ἀπὸ τὰ σωματικά, τὰ γήινα στοιχεῖα, νὰ ταυτιστεῖ μαζί τους καὶ νὰ χαθεῖ στὸ σκοτεινὸ μέρος τοῦ Σύμπαντος, στὸ πῦρ τὸ ἐξώτερο.

Ἡ μέλισσα γυρίζοντας στὰ λιβάδια, βρίσκει ἐκεῖ ἀπὸ ποῦ θὰ μαζέψει τὸ μέλι· ἡ ψυχὴ περιδιαβάζοντας τοὺς ποικίλους αἰῶνες, ἀπὸ ἐκεῖ χύνει τὴ γλυκύτητα στὴ διάνοια. (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος)60

Ἐσύ, λοιπόν, ἀφοῦ καθίσεις καὶ συγκεντρώσεις τὸ νοῦ σου, πέρασέ τον στὴν ἀναπνευστικὴ ὁδὸ ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ μύτη καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἀέρα στὴν καρδιά· καὶ ὤθησε τὸ νοῦ σου κι ἀνάγκασέ τον νὰ κατεβεῖ μαζὶ μὲ τὸν εἰσπνεόμενο ἀέρα στὴν καρδιά. Κι ὅταν εἰσέλθει ἐκεῖ, τὰ μετέπειτα δὲν θὰ εἶναι πλέον χωρὶς εὐφροσύνη καὶ χαρά. Ὅπως δηλαδὴ ἕνας ἄνδρας ποὺ ἔχει ἀπουσιάσει μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ὅταν ἐπιστρέψει, δὲν ξέρει τὶ κάνει ἀπ’ τὴ χαρά του ποὺ ἀξιώθηκε νὰ συναντήσει τὰ παιδιά του καὶ τὴ γυναίκα του, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ὅταν ἑνωθεῖ μὲ τὴν ψυχή, γεμίζει ἀπὸ ἀνείπωτη ἡδονὴ καὶ εὐφροσύνη. (Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων)61

Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐξατομικευμένη πτυχὴ τοῦ ἀπύθμενου καὶ ἀπέραντου κόσμου, μιὰ πτυχὴ τοῦ Ὅλου ποὺ παίρνει προσωρινὰ μιὰ μορφὴ καὶ ἕνα ὄνομα γιὰ νὰ ἐπιτελέσει κάποιο ἔργο καὶ νὰ συμβάλει ἔτσι στὴν ἐξέλιξη τοῦ κόσμου ποὺ τὴν περιβάλλει. Ὅλες οἱ πτυχὲς ὅμως δὲν εἶναι ὅμοιες, γιατὶ τὸ κάθε ὂν εἶναι μία διαφορετικὴ πτυχὴ τοῦ Ὅλου. Ἀλλοῦ ἡ σύνθεση εἶναι πιὸ πολύπλοκη ἢ διαφοροποιημένη καὶ ἀλλοῦ πιὸ ὁμοιογενής. Ἔτσι εἶναι καὶ δὲν πρέπει νὰ ρωτᾶμε τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν καθεμιὰ θὰ ζητηθεῖ ὁ καρπὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφέρει ἀνάλογα μὲ τὸ τί δόθηκε σὲ αὐτήν. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὄργανο μέσω τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή, διὰ τοῦ νοῦ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ, θὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο της, καὶ τὸ σῶμα, ἑπομένως, πρέπει νὰ ἔχει τὶς ἀρετὲς ἐκεῖνες ποὺ θὰ ἐπιτρέψουν στὸν νοῦ νὰ λειτουργήσει ἄρτια. Ἔτσι, τὸ φυσικὸ σῶμα μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἐξαίρετο ὄργανο ἢ μιὰ φθαρμένη ἢ κατεστραμμένη κιθάρα πάνω στὴν ὁποία, ὅπως εἶναι εὐνόητο, κανένας ὀργανοπαίκτης δὲν θὰ ἐπιτύχει τὴν ἁρμονία, ὅση προσπάθεια καὶ ἂν καταβάλλει. Ψυχὴ καὶ σῶμα, ὄντας στενὰ συνδεδεμένα, εἶναι δύο παράγοντες ποὺ συμβάλλουν στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων τους στὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου. Καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἔχουν συγκεκριμένες δυνατότητες, διαφορετικὲς ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μόνο ἡ προσπάθεια τὶς διαφοροποιεῖ, τὶς ἐπαυξάνει ἢ τὶς καταστρέφει. Ἡ ψυχή, ὁ ἐγκεφαλικὸς νοῦς καὶ τὸ σῶμα συγκροτοῦν ἕνα τρίπτυχο πολὺ συνεκτικὰ δεμένο, στὴν ἐπίγεια ζωή τους. Ἡ ψυχὴ στέλνει τὴν ἐνέργειά της καὶ δημιουργεῖ τὸν ἐξατομικευμένο ἐγκεφαλικὸ νοῦ, καὶ αὐτὸς ἐφοδιάζει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ ζωτικὰ στοιχεῖα, τὸ ἐκλογικεύει καὶ τοῦ παρέχει τὶς διανοητικὲς ἱκανότητες. Μὲ τὴ σειρά του, τὸ σῶμα γίνεται ὁ ναὸς ὅπου λειτουργεῖ ὁ νοῦς καὶ ἐνδεχομένως τὸ πνεῦμα, καὶ ὡς ἐκ τούτου ὀφείλουμε νὰ διατηροῦμε αὐτὸν τὸν φορέα καθαρὸ καὶ εὐπρεπὴ γιὰ νὰ εἶναι πάντοτε πρόσφορος γιὰ τὴ λειτουργία. Ὁ ἐξωτερικὸς περίγυρος τῆς ψυχῆς εἶναι οἱ αἰσθήσεις, ὁ χῶρος ὅπου λειτουργεῖ εἶναι ἡ διάνοια, καὶ ἀρχιερέας τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς της.

Ὁ ἐξατομικευμένος ἐγκεφαλικὸς νοῦς, ὅπως ἀντιλαμβάνεται κανείς, λειτουργεῖ σὰν παρατηρητὴς καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ρόλος του. Ὅσο πιὸ πολὺ ταυτίζεται μὲ τὰ παρατηρούμενα, τόσο πιὸ πολὺ ξεστρατίζει ἀπὸ τὸν δρόμο του καὶ δυσκολεύει τὴν ἐπιστροφή του.

Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου ἔχει ἐδῶ μιὰ θαυμάσια ἐφαρμογή. Ὁ ἐξατομικευμένος ἐγκεφαλικὸς νοῦς εἶναι ὁ ἄσωτος υἱός, ὁ παρασυρμένος στὶς ἀπολαύσεις, καὶ στὴν ἐπιστροφή του γίνεται καὶ θὰ γίνεται πάντοτε μεγάλη ἑορτή. Ὅταν ὁ νοῦς ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν περιπλάνησή του στὴν ψυχὴ καὶ ἑνώνεται μαζί της, τότε ἀπολαμβάνει τὴ θαλπωρὴ ἐκείνη ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ οἰκογενειάρχης πού, μετὰ ἀπὸ πολύχρονο ταξίδι ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του, στὴν ἀγκαλιὰ τῶν συγγενῶν του.

Μακάριος ὅποιος καταλάβει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Μακάριος ὅποιος ἀρχίσει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὑπερμακάριος, ὅμως, ὅποιος πράγματι ἐπιστρέψει.

Γνωρίζουμε τὴ δυσκολία τῆς ἀλλαγῆς. Γνωρίζουμε τὴ δυσκολία τοῦ δρόμου. Γνωρίζουμε, τέλος, ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ὅπως τὸν φτιάξαμε στὴν πορεία μας, μὲ αὐτὰ ποὺ πιστέψαμε ἢ πιστεύουμε. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀλλάξουμε παρὰ μόνο πολὺ ἀργὰ καὶ μόνο ὅταν τὸ θελήσει ὁ ἴδιος. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ὑπερβοῦμε μὲ μιὰ προσπάθεια τῆς θέλησης, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν παραμερίσουμε στιγμιαῖα οὔτε νὰ ἀγνοήσουμε τὶς ἀτέλειές του. Εἶναι ὁ δικός μας νοῦς, γιὰ τὴ δική μας χρήση, καὶ μόνο μέσω αὐτοῦ καὶ ἀπὸ αὐτὸν μποροῦμε νὰ βρεθοῦμε στὰ ἔγκατα τῆς Γῆς ἢ ψηλὰ στὸν Οὐρανό.

Κάθε ἐρέθισμα μέσω τῶν αἰσθήσεων δημιουργεῖ τὴν ἀντίστοιχη ἐντύπωση. Ὁ νοῦς μᾶς παρουσιάζει τὶς εἰκόνες, ἕναν συνδυασμὸ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀντικειμένου. Ὅμως ὅσα μᾶς δίνει εἶναι οἱ σκιὲς τῶν σκιῶν. Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀσκηθεῖ ἢ ἀσκοῦνται στὸν ἔλεγχο τοῦ νοῦ μποροῦν νὰ προσεγγίσουν τὴν πραγματικότητα.

Ὡστόσο πάντοτε ὑπάρχει ἡ διέξοδος. Κάθε στιγμὴ ποὺ μᾶς δίνεται στὴ ζωὴ μᾶς δίνεται ἀκριβῶς γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀλλάξουμε πορεία, νὰ κατευθυνθοῦμε στὸ ἐσωτερικό, στὸ πραγματικό μας σπίτι. Ὅλοι μποροῦν, ὅλοι εἶναι κεκλημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἀναμένονται πάντοτε, καὶ ἡ κλήση εἶναι διαρκείας. Μόνο ἀποδοχὴ χρειάζεται.

Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. (Κατὰ Ματθαῖον 7:7)

Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ. (Ἰωάννου, Ἀποκάλυψις 3:20)

Ἂς τὸ ἐπαναλάβουμε: ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ζωῆς ὁ νοῦς, ὁ ἐξατομικευμένος ἐγκεφαλικὸς νοῦς, εἶναι ἡ ἐνέργεια, ἡ ἀντανάκλαση τοῦ ἐσώτερου ἑαυτοῦ μας, δηλαδὴ τοῦ νοῦ τῆς ψυχῆς, εἶναι μιὰ ἀντανάκλαση τοῦ ἑαυτοῦ μας ὡς γνώστη. Ἐνῶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ σώματος, δηλαδὴ τῆς γήινης ὕπαρξης, ὁ ἐσώτερος ἑαυτὸς εἶναι ἡ συνειδητότητά μας, αὐτὸ ποὺ ἐπιτρέπει στὸ ἄτομο νὰ γίνει συνειδητό: νὰ συνειδητοποιήσει τὰ γήινα καὶ πεπερασμένα ὅρια τῆς ὕπαρξής του, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν πλευρὰ ἐκείνη τοῦ Σύμπαντος ποὺ τὴν περιβάλλει, καὶ μέσα στὸν χρόνο νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει συνείδηση ὅλων τῶν σημείων τοῦ Σύμπαντος.

Ἔχει λοιπὸν καὶ ὁ ἐγκεφαλικὸς νοῦς διφυὴ χαρακτήρα, γιατὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ καθαυτήν, δηλαδὴ νὰ ἐπενεργεῖ γιὰ λογαριασμὸ τῆς ψυχῆς, κατάγεται ἀπὸ ἕναν διαφορετικὸ κόσμο καὶ ἁρμονία καί, ἑπομένως, ἀκολουθεῖ τὴν τύχη τῆς ψυχῆς, ὁπότε καὶ αὐτὸς εἶναι ἀθάνατος. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴ λειτουργία του σὲ σχέση μὲ τὸ σῶμα, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀνήκει στὸ ὑλικὸ σῶμα τῆς μορφῆς, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ βιώσει μόνος του καί, ἑπομένως, ὑπόκειται στὴ θνητότητα καὶ στὴ φθορὰ τοῦ σώματος, ὁπότε μαζὶ μὲ τὴν ἀπώλεια τοῦ σώματος χάνονται καὶ οἱ σκέψεις καὶ οἱ συλλογισμοὶ καὶ οἱ μνῆμες.

Ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς εἶναι αἰώνιος στὴν οὐσία του καὶ στὴ φύση του, ἀναζητᾶ ὅμως τὴν ἐμπειρία τῶν γήινων πραγμάτων μέσω τοῦ σώματος διὰ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ νοῦ, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐφαρμόσει στὴν πράξη τοὺς καρποὺς τῆς ἀφηρημένης ἐμπειρίας καὶ νὰ καταλήξει κάποτε σὲ μιὰ ζωὴ μακάρια, μιὰ διάνοια ἐκπληκτική.

Ἀντίθετα, ὁ ἐγκεφαλικὸς νοῦς μαζὶ μὲ τὸ σῶμα ἀποτελοῦν τὸν ἐξατομικευμένο ἑαυτό, τὸν προσωπικὸ ἑαυτὸ ἤ, ἂν θέλετε, τὴν προσωπικότητα ποὺ προβάλλεται. Ἡ προσωπικότητα αὐτὴ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὶς ἄλλες προσωπικότητες, δελεάζεται ἀπὸ τὸν διαχωρισμὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἑνότητα πίσω ἀπὸ καθετὶ ποὺ αἰσθάνεται. Παρασύρεται ἀπὸ τὴ ζωντάνια τῆς ὑλικῆς ζωῆς, ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴ δομὴ τῶν σωματικῶν συγκινήσεων, τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ προσκολλᾶται στὴν ὕλη τυφλωμένα, βουβὴ ἀπὸ τὸν θόρυβο, πρόθυμα λησμονώντας τὴν ἁγνὴ καὶ γαλήνια δόξα ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε – καί, ἀντὶ τελικὰ νὰ βρεῖ γαλήνη, διαμελίζεται.

Τὰ δεσμὰ ποὺ συνδέουν τὸν ἐξατομικευμένο ἐγκεφαλικὸ νοῦ μὲ τὴ Γῆ εἶναι σχεδὸν ἀκατάλυτα: οἱ φιλοδοξίες, ἡ ἐπιθυμία γιὰ κοινωνικὴ καὶ διανοητικὴ δόξα. Ὅσο πορευόμαστε ἐδῶ στὴ Γῆ μὲ κίνητρο τὴν ἰδιοτέλεια, τὴν ἐγωιστικὴ ἀγάπη, τὴν προσπάθεια τῆς αὐτοαναγνώρισης, ὅσο παραμένει στὴν καρδιά μας ἡ ἐπιθυμία τῆς διαφοροποίησης ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τόσο εἴμαστε καὶ θὰ παραμείνουμε δεμένοι μὲ τὴ Γῆ. Ὅταν ὅμως ὁ ἐξατομικευμένος αὐτὸς ἐγκεφαλικὸς νοῦς διαχωριστεῖ, ἔστω καὶ προσωρινά, ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὶς δεσμεύσεις του, τότε γίνεται ὁδηγὸς ἀνώτερων διανοητικῶν ἱκανοτήτων καὶ ἀποτελεῖ τὸ ὄργανο τῆς ἐλεύθερης θέλησης τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται ἱκανότερος – καὶ τότε μόνο μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὶς ἀκτινοβολίες τοῦ νοῦ τῆς ψυχῆς, τοῦ ἀνώτερου ἑαυτοῦ μας, οἱ ὁποῖες διοχετεύονται στὸν ἐγκέφαλο καὶ ἐκδηλώνονται, στὴ συνέχεια, στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Τότε μόνο καθίσταται δυνατὸ νὰ ἐμφανιστοῦν οἱ μεγαλοφυΐες, οἱ διάνοιες ἐκεῖνες ποὺ πλούτισαν καὶ πλουτίζουν τὸν ἄνθρωπο γενικά, προσφέροντας τὶς ἀγαθοεργίες τους, εἴτε Ἅγιοι εἶναι εἴτε ἐπιστήμονες εἴτε καλλιτέχνες.

Νομίζω ὅτι ἤδη δώσαμε μιὰ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ὡς ζωντανῆς ψυχῆς ποὺ λειτουργεῖ μέσα ἀπὸ κάποιο μηχανισμό, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αἰθέριο, ἄυλο καὶ ἀσώματο καὶ ἑστιάζεται στὴν ψυχὴ καὶ στὶς δυνάμεις της, καὶ ἕνα ἄλλο βρίσκεται στὸ πυκνὸ φυσικὸ βασίλειο τῆς ὕλης.

Ἡ ψυχὴ εἶναι πάντοτε ἡ μεγάλη πραγματικότητα, ἡ ἔκφραση τῆς μίας καὶ μοναδικῆς ζωῆς ποὺ εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ δύο στοιχεῖα: τὸ ἄυλο καὶ τὸ ὑλικό. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐπιδρᾶ στὸ σῶμα, ἐκείνη ποὺ τὸ ἐξελίσσει. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κυρίως μιὰ ζωντανὴ ψυχή. Ὅποιος ἀρνεῖται νὰ ἀρχίσει νὰ ἐπεξηγεῖ τὴν ψυχὴ πρὶν βεβαιωθεῖ ὅτι ἄγγιξε τὴν τελική της φύση, βρίσκεται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀρνεῖται νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἠλεκτρικὴ ἐνέργεια στὴν πρακτική της ἐφαρμογὴ ἂν δὲν ἀποκτήσει μιὰ πλήρη καὶ ἀλάνθαστη γνώση γιὰ τὴ θεωρία τοῦ ἠλεκτρισμοῦ.

Ἡ ψυχὴ ἐμπεριέχει ἕνα μέρος τῆς Ἀλήθειας, τῆς Θείας Ἁρμονίας. Τὸ μέρος ὅμως αὐτὸ εἶναι συσκοτισμένο καὶ παραμορφωμένο ἀπὸ παρερμηνεῖες τῆς γνώσης καὶ ἀπὸ ὑλικὲς ἐμπειρίες καί, κατὰ συνέπεια, δὲν ἔχει πρόσβαση ἢ μᾶλλον τὸ χωρίζει ἕνα παραπέτασμα ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ πηγή του, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ἁρμονία. Ἡ ψυχή, ἑπομένως, στὸ ἀπόλυτό της μέρος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἁρμονική, εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἁρμονία. Τώρα ὅμως ἔχει συσκοτιστεῖ, γιατὶ στὴν περιπλάνησή της ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ φύση της, τὴν ὁποία μάλιστα δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ συλλάβει. Αὐτὸ τὸ παραπέτασμα εἶναι ποὺ τὴν ἐμποδίζει. Ἡ ψυχὴ ἔρχεται στὸν κόσμο μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ διώξει αὐτὸ τὸ παραπέτασμα.

Σκεφτεῖτε το σὰν ἕνα ποτήρι νερὸ μέσα στὸ ὁποῖο ἔχει πέσει ἄλλο τόσο μελάνι καὶ βοῦρκος. Τὸ μεῖγμα δὲν ἔχει τίποτα πιὰ νὰ κάνει μὲ τὸ νερό. Ἔτσι, ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει ἀναμειχθεῖ μὲ εὐχαριστήσεις καὶ αἰσθήσεις κάθε εἴδους ἔχει νοθευτεῖ καὶ δὲν ἔχει πιὰ ἄμεση σχέση ἢ σύνδεση μὲ τὴν Ἀλήθεια.

Ἑπομένως, ἡ ψυχὴ δὲν γίνεται ἁρμονικὴ διὰ τῆς ἐπεξεργασίας ποὺ τῆς κάνουμε μέσω τῶν ἐμπειριῶν, ἁπλῶς καθαίρεται, καθαρίζει. Οἱ ἀνθρώπινες ἐμπειρίες τὴ νοθεύουν περισσότερο ὅταν τὸ ἄτομο δὲν χρησιμοποιεῖ τὶς ἐμπειρίες αὐτὲς γιὰ νὰ διυλίσει τὰ λασπόνερα, ἀλλὰ τὶς συσσωρεύει ὡς «πείρα» καὶ «ἐξυπνάδα» ἢ «ὡς γνώση τῆς ζωῆς».

Πρέπει πάντοτε νὰ ἐξετάζουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, νὰ μὴν παραμένουμε στὴν ἐπιφάνεια, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς καταπιέζει, τὸ ἐξωτερικό μας ἐγώ. Ἡ ἀλήθεια δὲν μαθαίνεται ὅσο παρεμβάλλεται τὸ ἐγώ. Αὐτὸ τὸ ἐγὼ πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ καὶ ὀφείλουμε νὰ ἀγνοήσουμε τὶς γνώσεις ποὺ συνδέονται μὲ αὐτό. Οἱ γνώσεις εἶναι τὸ μέσο γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ κανεὶς τὸ ἐγώ. Δὲν εἶναι ὅμως σὲ καμία περίπτωση τὸ μέσο γιὰ νὰ τὸ ἐμπλουτίσουμε κάνοντάς το ἰσχυρότερο, καὶ ἔτσι νὰ γίνουμε ὑπηρέτες του.

Καὶ ἀφοῦ μιλήσαμε γιὰ τὴν ψυχή, τὸν νοῦ καὶ τὴ διάνοια, θὰ πρέπει νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν εἰκόνα μὲ κάποιο ἄλλο στοιχεῖο, ποὺ συνυπάρχει μὲ τὸν νοῦ. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο εἶναι ὁ λόγος.62 Στὸ ἀνθρώπινο συνειδησιακὸ ἐπίπεδο ὁ λόγος ἐμφανίζεται:

1) Σὰν ἐκδήλωση σωματική, τελείως ἐξωτερική, ποὺ κινεῖται μὲν ἀπὸ τὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ, πλὴν δὲν σχηματοποιεῖται μέσα στὸν νοῦ αὐτόν. Εἶναι κάθε ἀνθρώπινη ἐξωτερικὴ ἔκφραση ποὺ ἀποτελεῖ προϊὸν μιᾶς στιγμῆς τελείως ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, εἶναι ἕνα εἶδος αὐτοματισμοῦ. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ψελλίζουν τὰ χείλη τῶν μικρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀπερίσκεπτων μεγάλων, χωρὶς προηγούμενη ἀνάλογη διεργασία στὸν νοῦ. Εἶναι ὁ συνήθης ἀνεύθυνος λόγος τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου.

2) Σὰν ἐκδήλωση ἐνδιάθετη, δηλαδὴ ἔκφραση ποὺ μορφοποιεῖται στὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ καὶ ἐκφράζεται εἴτε διὰ τοῦ προφορικοῦ εἴτε διὰ τοῦ γραπτοῦ λόγου εἴτε διὰ τῶν καλλιτεχνικῶν δημιουργημάτων. Εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι ἀποκαλοῦμε διανοητικὴ λειτουργία.

3) Ὁ λόγος ἐμφανίζεται ὡς ἔκφραση τῆς διάνοιας. Αὐτὸς ὁ λόγος ὑπάρχει ἐν δυνάμει ἔμφυτος στὸν νοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴ δημιουργία της. Εἶναι ὁ λόγος-γνώση, ποὺ συνυπάρχει μὲ τὸν νοῦ τῆς ψυχῆς. Ὁ λόγος αὐτὸς ἐκφράζεται σπάνια καὶ τότε μόνο, ὅταν τὸ ἀνθρώπινο ἐγὼ λειτουργεῖ καὶ χρησιμεύει γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι γιὰ τὴ δέσμευσή του. Τότε ἐμφανίζεται πάνω στὴ Γῆ ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ Δημόκριτου, τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Νεύτωνα, τοῦ Ἀινστάιν, τοῦ Σαίξπηρ, τοῦ Μπετόβεν καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, τότε μόνο ἐμφανίζεται στὸν γραπτὸ ἢ προφορικὸ λόγο ἢ σὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ τέχνης, γιὰ νὰ ἐκφραστοῦν τὰ ἔργα τέχνης τοῦ Ραφαήλ, Μικελάντζελο, τοῦ Ροντὲν κ.λπ. καὶ ὄχι τὰ παντὸς εἴδους πρόσκαιρα καλλιτεχνήματα ποὺ μᾶς περιτριγυρίζουν.

Ἄμεσα προκύπτει ἀπὸ τὴν πιὸ πάνω παράθεση γιὰ τὸν λόγο, ὅτι τὸ πνεῦμα δὲν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐνυπάρχει στὸν ἐξωτερικὸ λόγο, ὅσο πνευματῶδες καὶ ἂν ἐμφανίζεται. Οὔτε καὶ αὐτὸ ποὺ ἐνυπάρχει στὸ ἐνδιάθετο, γιατὶ καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἁπλὴ κίνηση τοῦ νοῦ. Τὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ συνυπάρχει μόνο μὲ τὴ διάνοια τῆς ψυχῆς. Αὐτό, βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα ταυτίζονται. Ὅταν ἡ ψυχὴ ἕλκεται ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ δὲν στρέφει τὸ ἐνδιαφέρον της πρὸς τὰ ἄνω, διατηρεῖ ἀνενεργὸ τὸν πνευματικὸ πλοῦτο ποὺ ἐν δυνάμει ὑπάρχει σὲ αὐτήν, καὶ ἔτσι ἔχουμε τὸν ψυχικὸ ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλήσαμε ἤδη στὴν ἀρχὴ τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ καὶ ὁ ὁποῖος διαφέρει ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο.

Ὁ ἀφυπνισμένος ἄνθρωπος, αὐτὸς ποὺ ἔχει ξαναγεννηθεῖ «ἐν πυρὶ καὶ πνεύματι», εἶναι ὁ πνευματικός. Καὶ προσοχή, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀναγκαῖα ὁ διανοούμενος ἢ τὸ ἀντίθετο. Ἡ διανόηση ἀντιστοιχεῖ στὴ λογικὴ πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ στὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ.

 


40 Ἀποδοχὴ τῆς ἄποψης ἑνὸς ἀτόμου δὲν συνεπάγεται ἀποδοχὴ κάθε λεπτομέρειας γύρω ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ οὔτε καὶ συναποδοχὴ ὅλων τῶν ὑπόλοιπων ἀπόψεων τοῦ ἴδιου ἀτόμου. Τὸ ἀλάθητο δὲν τὸ ἀποδεχόμαστε γιὰ κανέναν ἄνθρωπο – εἰδικὰ οἱ Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι αὐτὸ τὸ διακηρύσσουμε! Θὰ ἦταν ἐπισφαλὲς ὁ ἐνδεδειγμένος σεβασμὸς στοὺς θεολόγους Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας –καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴ μορφὴ τοῦ ὅποιου συγγραφικοῦ τους ἔργου μᾶς παραδίδεται– νὰ ἀποτελεῖ παγιωμένο κριτήριο «δογματικῆς» ἀπόρριψης κάθε ψήγματος διαφορετικῆς ἢ συμπληρωματικῆς θεώρησης – ἂν μή τι ἄλλο, ὅταν αὐτὴ ἡ ἄποψη ἔχει διατυπωθεῖ κατὰ καιροὺς καὶ κατὰ τόπους, μὲ διαφορετικὲς μορφές, ὅλες ἀτελεῖς ἀλλὰ καὶ ὅλες ἐξ ὁρισμοῦ δυνάμενες νὰ ὁλοκληρωθοῦν μὲ τὴ δυναμικὴ τῆς γνώσης, προϊόντος τοῦ χρόνου. Ὅσο γιὰ τὸ θεωρούμενο ἀλάθητο ἐκ τῆς οἰκουμενικότητας τῶν συνόδων, πρόκειται γιὰ μιὰ παραδοχὴ ποὺ συχνὰ προβάλλεται, ἀλλὰ δὲν ἐπιβεβαιώνεται κὰν ἀπὸ ἐμβριθὴ ἱστορικὴ μελέτη πολλῶν διασωσμένων ἱστορικῶν ἀρχείων, πρακτικῶν καὶ συγγραμμάτων, δεδομένου ὅτι μιὰ τέτοια μελέτη μεταξὺ ἄλλων ἀναδεικνύει σαφεῖς –καὶ ἐνδεχομένως ἀπαραίτητες!– πολιτικὲς παρεμβάσεις καὶ σκοπιμότητες. [Σ.τ.Ε.]

41 Ἡ Ἐνδημούσα Σύνοδος τῆς Κωνσταντινούπολης (543 μ.Χ.) ἦταν αὐτὴ ποὺ καταδίκασε ἐκεῖνες μόνο τὶς «κακοδοξίες» ποὺ ἀποδόθηκαν στὸν Ὠριγένη οἱ ὁποῖες ἀναφέρονταν στὴν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, στὴν ἀποκατάσταση τῶν πάντων καὶ στὸ Χριστολογικὸ δόγμα. Ἡ καταδίκη αὐτὴ ἐπικυρώθηκε ἀργότερα, κατὰ ἢ ἀμέσως μετὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (553 μ.Χ.) ποὺ συγκαλέστηκε γιὰ τὴν ἐπίλυση ἄλλου μὴ σχετιζόμενου θεολογικοῦ ζητήματος. [Σ.τ.Ε.]

42 «[…] παράγωγο τοῦ ρήματος δοκέω-ῶ […]: νομίζω, ἔχω τὴ γνώμη […] τὴν δόκησιν: τὴ γνώμη, ποὺ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ ἁπλὸ ἐννόημα (τὸ προϊὸν τῆς νόησης). Ἡ δόξα-γνώμη εἶναι τὸ προϊὸν τῆς νόησης καὶ τῆς κρίσης, προϋποθέτει γιὰ τὴ συγκρότησή της τόσο τὴ νοητικὴ σύλληψη ὅσο καὶ κριτικὴ ἀποτίμηση, τὴν παρέμβαση μιᾶς κριτικῆς ἀπόφανσης – ἡ δόξα-γνώμη εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλευθερίας, περίπου συνώνυμη μὲ τὴν ἐπιλεγμένη ἄποψη-θέση-πεποίθηση» (Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Ἐνθάδε – Ἐπέκεινα, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 2016, «Ἑρμηνευτικὴ ἀπόπειρα πρώτη», σ. 11). Ἡ ἔννοια δόξα-γνώμη διαφέρει ἀπὸ μιὰ ἄλλη: τὴ δόξα-φανέρωση. [Σ.τ.Ε.]

43 Ἡ ψυχὴ οὖν, ἀεί τε οὖσα ἀφ’ οὗ γέγονε καὶ ὑφισταμένη διὰ τὸν οὕτως αὐτὴν δημιουργήσαντα Θεόν, ἀεὶ νοεῖ καὶ λογίζεται καὶ γινώσκει· καὶ καθ’ ἑαυτὴν καὶ μετὰ σώματος δι’ ἑαυτὴν καὶ τὴν ἑαυτῆς φύσιν (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 264:ξθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Οἱ πέντε δυνάμεις τῆς ψυχῆς», σ. 92:69.

44 Αὕτη δέ ἐστιν ἡ ἐργασία ἡ κατὰ κύκλον κίνησις, δηλονότι ἡ πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἑαυτοῦ ἐπάνοδος καὶ στροφὴ καὶ ἕνωσις, καὶ ἡ δι’ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεόν […] (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 266:ο΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Περισσότερα γιὰ τὸ νοῦ», σ. 94:70.

45 Ἐπεὶ δὲ καὶ ἕν ἐστι πολυδύναμον πρᾶγμα ἡ καθ’ ἡμᾶς ψυχή, χρῆται δ’ ὡς ὀργάνῳ τῷ ζῆν κατ’ αὐτὴν πεφυκότι σώματι, τίσιν ὡς ὀργάνοις χρωμένη ἐνεργεῖ ἡ δύναμις αὐτῆς· αὕτη, ἣν καλοῦμεν νοῦν· ἀλλὰ γὰρ οὐδείς ποθ’ ὑπενόησεν, οὔτ’ ἐπὶ τοῖς ὄνυξιν […] εἶναι τὴν διάνοιαν. Ἐντὸς δ’ ἡμῖν ἐνεῖναι, πᾶσιν αὕτη συνδοκεῖ. Διηνέχθησαν δέ τινες, τίνι πρώτῳ ὡς ὀργάνῳ χρῆται τῶν ἐντός. Οἱ μὲν γάρ, ὡς ἐπ’ ἀκροπόλει τινί, τῷ ἐγκεφάλῳ ταύτην ἐνιδρύουσιν. Οἱ δέ, τῆς καρδίας τὸ μεσαίτατον καὶ τὸ κατ’ αὐτὸ τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος ἀπειλικρινημένον, ὄχημα διδόασιν αὐτῇ. Ἡμεῖς δὲ καὶ αὐτοί, εἰ καὶ μήτε ἔνδον ὡς ἐν ἀγγείῳ, καὶ γὰρ ἀσώματον, μητ’ ἔξω, καὶ γὰρ συνημμένον· ἀλλ’ ἐν τῇ καρδίᾳ, ὡς ἐν ὀργάνῳ, τὸ λογιστικὸν ἡμῶν εἶναι ἐπιστάμεθα ἀκριβῶς· οὐ παρ’ ἀνθρώπου τοῦτο διδαχθέντες, ἀλλὰ παρ’ αὐτοῦ τοῦ πλάσαντος τὸν ἄνθρωπον ὅς φησιν ἐν Εὐαγγελίοις, ὅπως οὐ τὰ εἰσερχόμενα, ἀλλὰ τὰ ἐξερχόμενα διὰ τοῦ στόματος κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον· ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται, φησίν, οἱ λογισμοί. Ταῦτ’ ἄρα καὶ ὁ μέγας Μακάριος· ἡ καρδία, φησίν, ἡγεμονεύει ὅλου τοῦ ὀργάνου· καὶ ἐπὰν κατάσχῃ τὰς νομὰς τῆς καρδίας ἡ χάρις, βασιλεύει ὅλων τῶν λογισμῶν καὶ τῶν μελῶν. Ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὁ νοῦς καὶ πάντες οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς. Οὐκοῦν ἡ καρδία ἡμῶν ἐστι τὸ τοῦ λογισμοῦ ταμεῖον. Καὶ πρῶτον σαρκικὸν ὄργανον λογιστικόν. […] Ἐν τῷ ἡγεμονικῷ ὀργάνῳ, ἐν τῷ τῆς χάριτος θρόνῳ, ὅπου ὁ νοῦς καὶ οἱ λογισμοὶ πάντες τῆς ψυχῆς, ἐν τῇ καρδίᾳ δηλαδή (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 125). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», σ. 281.

46 Νοῦς γάρ ἐστι, καὶ τὸ ὅλον νοῦς ἡ ψυχή (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης], στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [1963], σ. 20:λδ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Περὶ τῆς ἑνώσεως μὲ τὸ Θεό…», σ. 235:34.

47 Ἡ ψυχή, οὐσία νοερά τε καὶ λογικὴ ὑπάρχουσα, καὶ νοεῖ καὶ λογίζεται· δύναμιν μὲν ἔχουσα τὸν νοῦν· κίνησιν δὲ τὴν νόησιν· ἐνέργειαν δὲ τὸ νόημα (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 182:πα΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Ζ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 247:81.

48 Ἡ μὲν ψυχή ἐστιν ἐν τῷ σώματι, ἐν δὲ τῇ ψυχῇ ἐστιν ὁ νοῦς· ἐν δὲ τῷ νῷ ἐστιν ὁ λόγος. […] Διὰ μὲν τὸ σῶμα, ὁ ἄνθρωπος θνητός· διὰ δὲ τὸν νοῦν καὶ τὸν λόγον ἀθάνατος. […] Τῆς δὲ ψυχῆς ἡ ὅρασις, ὁ νοῦς ἐστι. […] Ψυχή, ἐν τῷ κόσμῳ ὡς γεννητή. Νοῦς δὲ καὶ ὑπὲρ τὸν κόσμον, ὡς ἀγέννητος (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σσ. 18-20:ϟη΄, ρζ΄, ριη΄, 22:ρλστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Συμβουλὲς… σὲ 170 κεφάλαια», σσ. 43-45:98, 107, 118, 48:136.

49 Ἐμφυσᾷ μὲν [ὁ Θεὸς] […] πνοὴν ζωῆς, τὴν χάριν τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος, καὶ οὕτως ἐγένετο ἄνθρωπος τέλειος […] εἰς γὰρ ψυχὴν ζῶσαν ἐγένετο, καὶ οὐκ εἰς ψυχήν· οὐ γὰρ ψυχὴ ἀνθρώπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἰς ψυχὴν ζῶσαν πνευματικῶς (Πατριάρχης Κάλλιστος [Ἀγγελικούδης], στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 302:ιστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Ἡ Πνευματικὴ Δωρεά», σ. 136:16.

50 Τὸ ἄψυχον σῶμα τῇ τοῦ Θεοῦ κελεύσει ἀναμὶξ ἐγένετο τῇ νοερᾷ καὶ λογικῇ ψυχῇ, ἥτις ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐδημιουργήθη […] διὰ τοῦ ἐμφυσήματος· εἰ καί τινες ταῦτα ἀγνοοῦσιν, δοκοῦντες ὅτι ἐκ τῆς ὑπερουσίου Θεότητός ἐστιν, ὅπερ ἀμήχανον (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 54). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Βιβλ. Α΄, Ἕκτη Γνώση», σ. 121.

51 Κἂν γὰρ καὶ καθὸ δύναμις ὢν ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς καὶ ὑπ’ αὐτῆς κινῆται καὶ ἄρχηταί πως, ἀλλ’ οὖν γε καὶ ὀφθαλμὸς αὐτῆς ἐστί τε καὶ ὀνομάζεται· καί γε ἰδίαν τινὰ δύναμιν φυσικὴν ἁπλῆν καὶ αὐτοτελῆ, ὡς εἴπομεν, πλουτεῖ. Διά τοι τοῦτο καὶ ὁπηνίκα κατὰ φύσιν σχετικῶς πρός τε τὴν ψυχὴν καὶ τὰς αὐτῆς δυνάμεις διατελεῖ διακείμενος, τότε δὴ καὶ δυνάμει νοῦς ἐστίν· ὅπερ καὶ ψυχικὸς ἄνθρωπος κέκληται. Ὁπόταν δὲ τὴν ἰδίαν φυσικὴν καὶ ἁπλῆν οὐσιώδη ἀναλάβῃ ἀξίαν καὶ φαιδρότητα τὴν ἀμερῆ καὶ αὐτοτελῆ καὶ αὐτοδέσποτον· ἤγουν ἀπαλλαγῇ τῶν τε σωματικῶν καὶ ψυχικῶν φυσικῶν σχέσεων καὶ κινήσεων καὶ ἀπὸ τοῦ δυνάμει νοῦς εἶναι εἰς τὸ ἐνεργείᾳ νοῦς γενέσθαι ἀξιωθῇ, ἤτοι εἰς τὸν ὑπὲρ φύσιν καὶ πνευματικὸν προκόψῃ ἄνθρωπον […] καὶ οὕτω γοῦν καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ ὁ νοῦς ἀναλαμβάνει καὶ ἀποσώζει, νοῦς ὤν· καὶ δι’ ἑαυτοῦ ἀμέσως νοερῶς τῷ θείῳ νῷ, δηλαδὴ τῷ Θεῷ, ἑνούμενός τε καὶ συγγινόμενος. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ ἐργασία ἡ κατὰ κύκλον κίνησις, δηλονότι ἡ πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἑαυτοῦ ἐπάνοδος καὶ στροφὴ καὶ ἕνωσις, καὶ ἡ δι’ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεόν, ἥτις καὶ μόνη τῷ ὄντι πέφυκεν ἀπλανὴς καὶ ἄπταιστος, ὡς ἄσχετος οὖσα καὶ ἄμεσος καὶ ὑπὲρ νόησιν ἕνωσις καὶ ὑπὲρ ὅρασιν ὅρασις (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σσ. 265-266:ο΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Περισσότερα γιὰ τὸ νοῦ», σσ. 93-94:70.

52 Ἄλλωστε, καὶ ὁ νοῦς μας δὲν εἶναι «εἰκόνα τοῦ Νοὸς τοῦ Πρώτου» […]; (Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ ἄκτιστο Φῶς», σ. 242). [Σ.τ.Ε.]

53 «Στὰ κείμενα τῶν θεολόγων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας συχνὰ οἱ ἔννοιες ἀλληλοαναιροῦνται νοηματικὰ γιὰ νὰ γίνει δυνατὴ ἡ ὑπέρβαση κάθε σχηματοποίησης τοῦ περιεχομένου τους». (Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 152016, «Ἡ ἀποφατικὴ γνώση», σ. 43). [Σ.τ.Ε.]

54 Οὐ γὰρ ψυχὴ ἀνθρώπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἰς ψυχὴν ζῶσαν πνευματικῶς· ψυχὴ γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ τὸ ζωοποιὸν γίνεται ἀληθῶς τῇ ψυχῇ, ζώσῃ ᾗ χρὴ ζῆν λογικὴν καὶ θεοειδῆ ψυχήν· μὴ συνὸν δὲ τῇ ψυχῇ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα, ἢ δυστυχῶς ἀποπτάν, καὶ τὸ θεοειδὲς ὄλλυται καὶ λογικῇ ψυχῇ πρέπον τῆς ζωῆς, τὸ κτηνῶδες δὲ ἢ καὶ τὸ θηριῶδες δεινῶς ἀντεισῆκται (Πατριάρχης Κάλλιστος [Ἀγγελικούδης], στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 302:ιστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Ἡ Πνευματικὴ Δωρεά», σ. 136:16.

55 Ὁ Θεὸς ἐξαπέστειλε τὸν Λόγον αὐτοῦ […]. Ὁ δὲ Λόγος φέρει τὸ Πνεῦμα συμπαρομαρτοῦν πεφυκότως αὐτῷ […]. Ἑπομένως καὶ γιγνομένως ξύμπασι διὰ πίστεως δεξαμένης τὸν τοῦ Θεοῦ Ἅγιον Λόγον, αὐτίκα δέχεσθαι γίγνεται καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ Ἅγιον Πνεῦμα […] ἀόρατα ἄφνω δίκην πνοῆς […] (Πατριάρχης Κάλλιστος [Ἀγγελικούδης], στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σσ. 302-303:ιστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Ἡ Πνευματικὴ Δωρεά», σ. 137:16.

56 Ψυχικὸς ἄνθρωπος, εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ δίδει ὅλον τὸ πᾶν τῆς γνώσεως εἰς τοὺς συλλογισμοὺς τῆς ψυχῆς του, καὶ δὲν νομίζει πῶς χρειάζεται τὴν ἄνωθεν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, μηδὲ θέλει νὰ δεχθῇ ἀπεριέργως μὲ μόνην τὴν ἁπλῆν πίστιν κᾀνένα πνευματικὸν νόημα, ἀλλὰ νομίζει πῶς εἶναι μωρία, καὶ ἀγνωσία ὅλα ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ νοήματα, ὁποῦ δὲν ἔχουν ἀπόδειξιν· ὅθεν ὁ Παῦλος ψυχικόν, ἤγουν φυσικὸν ἄνθρωπον ὀνομάζει ἐκεῖνον, ὁποῦ νομίζει πῶς ὅλα γίνονται μὲ φυσικὸν λογαριασμόν, καὶ ἀκολουθίαν, καὶ δὲν φρονεῖ πῶς εἶναι ὑπὲρ τὴν φύσιν κᾀνένα πρᾶγμα. Λέγεται δὲ οὗτος φυσικός, καὶ ψυχικός, διὰ τὶ ἡ ψυχή του καταγίνεται εἰς μόνην τὴν κυβέρνησιν καὶ οἰκονομίαν τῆς φύσεως (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Παύλου τοῦ θείου καὶ ἐνδόξου Ἀποστόλου αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί, τόμ. Α΄, «Ἑρμηνεία εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους [Ἐπιστολή]», παρὰ Νικολάῳ Γλυκεῖ τῷ ἐξ Ἰωαννίνων, 1819, σσ. 216-217:Β΄,14). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

57 Μερικοὶ Διδάσκαλοι θέλουσιν, ὅτι τριῶν λογιῶν ἀνθρώπους διακρίνει ὁ Ἀπόστολος μὲ τὰ λόγια ταῦτα, σαρκικούς, ψυχικούς, καὶ πνευματικούς· καὶ σαρκικὸς μὲν εἶναι ἐκεῖνος, ὁποῦ εὑρίσκεται εἰς τὸ παρὰ φύσιν, καὶ ἐργάζεται τὸ κακὸν καὶ τὴν ἁμαρτίαν· ψυχικὸς δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ὁποῦ εὑρίσκεται εἰς τὸ κατὰ φύσιν, καὶ μήτε τὸ κακὸν ἐργάζεται, μήτε τὴν ἀρετήν· πνευματικὸς δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ὁποῦ εὑρίσκεται εἰς τὸ ὑπὲρ φύσιν, καὶ ἀξιωθῇ τῶν τοῦ πνεύματος χαρισμάτων, καὶ διοικεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Παύλου τοῦ θείου καὶ ἐνδόξου Ἀποστόλου αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί, τόμ. Α΄, ὅ.π., σσ. 216-217:Β΄,14, ὑποσημ. 2). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

58 Τοῦ αἰσθητοῦ τε καὶ νοεροῦ φωτὸς ἡ λογικὴ ἐν μεθορίῳ κειμένη ψυχή, διὰ μὲν τούτου καὶ πράττειν τὰ τοῦ σώματος ἐπετράπη· δι’ ἐκείνου δέ, τὰ τοῦ Πνεύματος· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἠμαυρώθη μὲν αὐτῇ ἐκεῖνο, ἐτρανώθη δὲ τοῦτο, διὰ τὴν ἀρχῆθεν συνήθειαν, εἰμὴ ὅλως μετὰ τοῦ νοεροῦ ἐν τῇ εὐχῇ γένηται, ὁλικῶς τοῖς θείοις ἐνατενίζειν οὐ δύναται. Ἀνάγκη δὲ εἶναι αὐτὴν ἐν μεταιχμίῳ σκότους καὶ φωτός, κατὰ σχέσιν μὲν τούτου, κατὰ δὲ φαντασίαν ἐκείνου ἀναστρεφομένην (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 296:π΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Γνωμικὸ Ἀνθολόγιο», σ. 39:80.

59 Ἐν τοῖς θείοις ἕως ὑπάρχει ὁ νοῦς, σῴζει τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, ἀγαθός τε καὶ συμπαθὴς εὑρισκόμενος. Ἐν δὲ τοῖς κατ’ αἴσθησιν γεγονώς, εἰ μὲν εὐκαίρως καὶ προσηκόντως κατέρχεται, πεῖραν διδοὺς καὶ λαμβάνων, εὐρωστῶν αὖθις, πρὸς ἑαυτὸν ἐπανέρχεται (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 301:ιη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Γνωστικὰ κεφάλαια», σ. 45:18.

60 Μέλιττα μὲν λειμῶνας περινοστοῦσα, ἐκεῖθεν τῷ μέλιτι τὰς ἀφορμὰς προσπορίζεται· ψυχὴ δὲ αἰῶνας περινοστοῦσα ποικίλους, αὐτόθεν τὸν γλυκασμὸν τῇ διανοίᾳ ἐνίησιν (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 301:κβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Γνωστικὰ κεφάλαια», σ. 45:22.

61 Σὺ οὖν, καθίσας καὶ συναγαγών σου τὸν νοῦν, εἰσάγαγε αὐτόν, τὸν νοῦν δηλαδή, εἰς τῆς ῥινὸς τὴν ὁδὸν ἔνθα τὸ πνεῦμα εἰς τὴν καρδίαν εἰσέρχεται, καὶ ὤθισαι αὐτὸν καὶ παραβίασαι συγκατελθεῖν μετὰ τοῦ εἰσπνεομένου πνεύματος εἰς τὴν καρδίαν· εἰσελθόντος δὲ ἐκεῖσε οὐκέτι ἀνεύφραντα, οὐδὲ ἄχαρι γενήσεται τὰ μετὰ ταῦτα· ἀλλ’ ὥσπερ ἀνήρ τις τοῦ ἑαυτοῦ οἴκου ἀπόδημος, ἐπὰν ἐπιστρέψῃ οὐκ ἔχει ὅ,τι καὶ γένηται ἀπὸ τῆς χαρᾶς, ὅτι κατηξιώθη τοῖς τέκνοις καὶ τῇ γυναικὶ ἐντυχεῖν· οὕτω καὶ ὁ νοῦς, ἐπὰν μετὰ τῆς ψυχῆς ἑνωθῇ, ἄρρητον ἡδονὴν καὶ εὐφροσύνην ἐμπίπλαται (Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 27). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Λόγος γιὰ νήψη καὶ φύλαξη καρδιᾶς», σ. 170.

62 «Λόγο ὀνομάζουμε κάθε γεγονὸς φανέρωσης ἑνὸς ὑπαρκτοῦ ἢ συμβάντος ἢ νοήματος, ἀνάδυσής του στὸν ὁρίζοντα τῆς ἀνθρώπινης ἀντιληπτικότητας. Ὀνομάζουμε λόγο τὸ γεγονὸς τοῦ ἐνεργούμενου φαίνεσθαι, τοῦ εἰς φῶς ἔρχεσθαι» (Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Ὀντολογία τοῦ προσώπου, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 2016, Κεφ. Δ΄, «Ἡ πρόταση τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου», §3, σ. 36). [Σ.τ.Ε.]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ