01.02 | Αυτογνωσία – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

2. Αὐτογνωσία

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Ἡ αὐτογνωσία, δηλαδὴ ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ μὲ ἕναν ὁρισμὸ ἢ κάτι παρόμοιο, ἀφοῦ δὲν σημαίνει τίποτα ἢ σχεδὸν τίποτα τὸ νὰ ἀκούσει κάποιος ὅτι ὁ ἑαυτός του δὲν εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ προσωπικότητά του, ἀλλὰ κάτι βαθύτερο. Καὶ αὐτὸ τὸ τονίζουμε γιατὶ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ νομίσει ὅτι τὰ ὅσα γράφονται σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο περὶ αὐτογνωσίας ἐξαντλοῦν τὸ θέμα – ἁπλῶς τὸ θίγουν.

Τὸ βιβλίο εἶναι ἕνα βιβλίο αὐτογνωσίας στὴν ὁλότητά του, καὶ μόνο ἡ προσεκτικὴ ἀνάγνωση καὶ κατανόησή του θὰ δώσει σὲ κάποιον τὴ δυνατότητα νὰ ἀνακαλύψει, ἂν θέλει, τὴν πραγματικὴ ταυτότητά του.

Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ψυχὴ ὁ ἑαυτός μας, ὅμως γιὰ νὰ κατανοήσει τὴν ψυχὴ κανεὶς θὰ πρέπει νὰ μάθει τὴν προέλευσή της, τὴ λειτουργία της, τὴ σχέση της μὲ τὸν νοῦ, θὰ πρέπει νὰ μάθει νὰ παρατηρεῖ καὶ χίλια δυὸ ἄλλα πράγματα ποὺ ἀναπτύσσονται στὸ βιβλίο αὐτό. Ὅπως γιὰ νὰ πεῖ ὁ ἀνατόμος ὅτι γνωρίζει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὀφείλει νὰ γνωρίζει τὸ κάθε ὄργανο καὶ τὴ λειτουργία του, ἔτσι καὶ ὁ μαθητὴς τῆς ἐσωτερικῆς ἀνατομίας τοῦ ἑαυτοῦ του ὀφείλει νὰ διαθέτει τὴν ἀντίστοιχη γνώση.

Σ’ ἐκεῖνον ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του, δίνεται ἡ γνώση τῶν πάντων. (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)3

Σὲ αὐτὸν ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του δίνεται ἡ γνώση τῶν πάντων. Γιατὶ μόνο αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ὅτι ὁ ἑαυτός του εἶναι μέρος μεγέθους μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὴν Ἀλήθεια.

Γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεπεράσει αὐτὰ ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει μοναχός του, καθὼς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς καὶ ἡ κατεύθυνση ποὺ τοῦ δίνεται ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο τὸν ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο, θὰ χρειαστεῖ ὁπωσδήποτε βοήθεια – βοήθεια γιὰ νὰ καταλάβει τὸν ἑαυτό του, τὸν ὁποῖο ἔχει παραγνωρίσει καί, στὸ βάθος, δὲν τὸν παραδέχεται καὶ ὁ ἴδιος.

Ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισε νὰ σκέπτεται, κοιτάζει πάντα μπροστά, προβλέπει, θέλει νὰ ξέρει ποῦ πάει, ποιὰ κατεύθυνση θὰ ἀκολουθήσει, τὸν ἀπασχολεῖ ἀκόμα καὶ ἡ μετὰ τὸν λεγόμενο θάνατο τύχη του. Προτάθηκαν διάφορες θεωρίες, καὶ στὸ παρελθὸν παρουσιάστηκαν καὶ συνεχίζουν νὰ παρουσιάζονται διάφορες ἑρμηνεῖες, καὶ ἔτσι θὰ συνεχιστεῖ ὅσο ὑπάρχει ὁ σκεπτόμενος ἄνθρωπος. Σὲ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ συστήματα ὑπάρχει κάποια ἀλήθεια, ὑπάρχουν ὅμως καὶ πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινά.

Ἡ αὐτογνωσία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐφεῦραν, ὅπως νομίζει ὁ κόσμος, οἱ Ἰνδοὶ ἢ κάποιος ἄλλος ἀνατολικὸς λαός. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς δελφικῆς ἐντολῆς τοῦ γνῶθι σαὐτόν, τέσσερις χιλιάδες χρόνια πρίν, μέχρι τὴ διδασκαλία τοῦ Σωκράτη περὶ αὐτογνωσίας καὶ ὣς τὴν ἐποχή μας, ὅπως θὰ ἀναφερθοῦμε πιὸ κάτω, παρατηρεῖται ὁ ἴδιος ἔντονος καὶ γόνιμος προβληματισμὸς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο.

Ὁ Σωκράτης στὴν ἀπολογία του λέει:

Καὶ ὅσο ζῶ καὶ ἔχω δυνάμεις, δὲν πρόκειται νὰ σταματήσω νὰ φιλοσοφῶ καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύω καὶ νὰ κάνω ὑποδείξεις σὲ ὅποιον ἀπὸ ἐσᾶς κι ἂν συναντήσω, λέγοντας τὰ συνηθισμένα μου, «Καλέ μου ἄνθρωπε, […] δὲν ντρέπεσαι νὰ φροντίζεις γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀποκτήσεις ὅσο γίνεται περισσότερα χρήματα, καὶ δὲν ἐπιμελεῖσαι οὔτε φροντίζεις γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴν τιμή σου, γιὰ τὴν πνευματικὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ψυχή σου, πῶς νὰ κάνεις ὅσο γίνεται καλύτερη;» […] Δὲν κάνω τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς συμβουλεύω, νέους καὶ γέρους τὸ ἴδιο, νὰ μὴν φροντίζετε πρῶτα τὸ σῶμα σας ἢ γιὰ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ψυχή σας, πῶς δηλαδὴ νὰ τὴν κάνετε ὅσο γίνεται καλύτερη.4

Ἡ προσπάθεια ποὺ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς συμπολίτες του ὁ Σωκράτης ἦταν φιλοσοφικῆς καὶ διανοητικῆς φύσης, ἂν καὶ δὲν ἔλειπε καὶ τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο. Ὁ μεγάλος φιλόσοφος ὑπογράμμιζε ἰδιαίτερα ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἄγνοια, ἀλλὰ ἡ ἄγνοια ὅτι ἔχεις ἄγνοια. Πρόβλημα ποὺ παραμένει μέχρι σήμερα τὸ ἴδιο, ἀφοῦ ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὅλοι σχεδὸν ἐπιβραβεύουν τὸν ἑαυτό τους, δηλαδὴ ἐπιβραβεύουν τὴν ἄγνοιά τους.

Ὁ Σωκράτης προσπαθεῖ νὰ πείσει ὅτι πρέπει νὰ προηγεῖται «ἡ γνώση τοῦ τί» καὶ νὰ ἀκολουθεῖ «ἡ γνώση τοῦ πῶς». Πράγματα ὅπως ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δόξα δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός μας καί, συνεπῶς, τὸ νὰ αὐξάνουμε αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα, πράγμα ποὺ πολλοὶ δέχονται ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθοὺς σκοποὺς τῆς ζωῆς, δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι φροντίζουμε τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ἡ τέχνη τῆς ἐπιμέλειας τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι κάτι ἄλλο. Πρέπει πρῶτα νὰ μάθει κανεὶς τὴ φύση καὶ τὸν σκοπὸ ὁποιουδήποτε πράγματος γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸ διορθώσει ἢ νὰ τὸ φροντίσει κατάλληλα. Ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε μιὰ τέχνη γιὰ τὴ βελτίωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, πρὶν καταλάβουμε πρῶτα τί εἴμαστε.

Πῶς ὅμως θὰ φτάσουμε σὲ αὐτὴν τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας; Δὲν εἶναι καὶ τόσο δύσκολο ὅσο ἀρχικὰ φαίνεται, μόνο ποὺ χρειάζεται προσοχὴ καὶ ὁπωσδήποτε καλὴ πρόθεση, ἐπιθυμία δηλαδὴ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του. Ἂς κάνουμε μιὰ σκέψη, ἂς σκεφτοῦμε τὸν χρήστη καὶ τὸ πράγμα ποὺ χρησιμοποιεῖ. Ἄλλο πράγμα εἶναι ὁ μουσικὸς ἄλλο τὸ ὄργανό του, ἄλλο πράγμα ὁ σφαγέας καὶ ἄλλο τὸ μαχαίρι του. Ἔτσι, ὅταν πρόκειται γιὰ τὸν ἄνθρωπο, θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε ὅτι τὸ σῶμα του εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ κινεῖ τὸ σῶμα αὐτό, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ψυχή.

Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει ὅτι μὲ ὅλους ἐμᾶς ὡς ὄργανα, ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ τὴν πράξη καὶ τὴ θεωρία, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση, τὴ νίκη καὶ τὴ σοφία, τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀλήθεια, χωρὶς ἐμεῖς νὰ προσφέρομε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καλή μας προαίρεση. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)5

Κατὰ συνέπεια, ὅταν μιλᾶμε γιὰ αὐτογνωσία στὴν οὐσία μιλᾶμε γιὰ τὴ γνώση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πέραν αὐτῆς, μιλᾶμε γιὰ τὴ γνώση τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ αἰτιατοῦ. Τὸ νὰ γνωρίζεις τὸν ἑαυτό σου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, σημαίνει κυρίως ὅτι ξέρεις πὼς αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς προόρισε ὡς κυρίαρχο στοιχεῖο γιὰ ἐσένα εἶναι ἡ ψυχὴ καὶ ὄχι τὸ σῶμα. Προσοχὴ ὅμως, ἡ ὁποιαδήποτε ἔρευνα γιὰ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ προϋποθέτει τὸν ἀγωνιστὴ καὶ τὸν ἀθλοθέτη, προϋποθέτει, δηλαδή, δύο παράγοντες: α) τὴν προσωπική μας προαίρεση καὶ τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὴ γνώση αὐτή, καὶ β) τὴν ἀποδοχὴ ὅτι πέραν τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, καὶ πέραν αὐτῆς ἢ μαζὶ μὲ αὐτήν, ὁ Δημιουργός της. Χωρὶς αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις κάθε προσπάθεια εἶναι καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία.

Συναντᾶ κανεὶς σήμερα πλῆθος ἀνθρώπων, μικρῶν καὶ μεγάλων, πλούσιων καὶ φτωχῶν, μορφωμένων καὶ ἀμόρφωτων, πιστῶν καὶ ἄπιστων, ἀλλὰ κυρίως εὔπιστων, οἱ ὁποῖοι καταφεύγουν στὰ ποικιλώνυμα κέντρα καὶ ὀργανώσεις «αὐτογνωσίας» πού, σύμφωνα μὲ πρόσφατη ἔρευνα, ὑπερβαίνουν στὸν τόπο μας τὰ πεντακόσια. Καταφεύγουν σὲ αὐτὰ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ καλύψουν τὸ κενὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα τους, νὰ καλύψουν τὴν ἀνία, τὴν πλήξη, τὴν ἔλλειψη προσαρμογῆς πρὸς τὰ συμβαίνοντα, πρὸς τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς: χωρισμοί, θάνατοι, ἀνικανοποίητες ἐρωτικὲς ἀναζητήσεις, γῆρας, ἀρρώστια καὶ τόσα ἄλλα. Νὰ ἐπουλώσουν τραυματικὲς ἐμπειρίες, πρόσφατες καὶ παλιές. Τὸν ψυχικὸ κλονισμό, τὴν ἀπογοήτευση, τὴ μελαγχολία. Μάταια ὅμως. Χρόνια καὶ χρόνια φοιτοῦν ἄνθρωποι σὲ τέτοια κέντρα καὶ χρόνια καὶ χρόνια ματαιοπονοῦν, τὰ προβλήματά τους παραμένουν ἄλυτα, τίποτα δὲν μποροῦν νὰ ἀλλάξουν στὸν ἑαυτό τους. Τοὺς ἀκούει κανεὶς νὰ μιλοῦν γιὰ «αὐτογνωσία καὶ αὐτοσυγκέντρωση» καὶ σοῦ δίνουν τὴν ἐντύπωση ἑνὸς μιμητικοῦ ζώου ποὺ μιμεῖται ἢ προσπαθεῖ νὰ μιμηθεῖ κάτι, χωρὶς νὰ γνωρίζει τί ἀκριβῶς.

Δὲν πρόκειται περὶ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν αἱρέσεων, ὅπως λανθασμένα ἀποκαλοῦνται ἀπὸ κάποιους ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ὁ αἱρετικός, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ πρέπει νὰ ἀποδίδεται, σημαίνει ἕναν Χριστιανὸ μὲ παρέκκλιση ἀπὸ τὸ δόγμα. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνωρίζουν τί πιστεύουν, ἂν πιστεύουν κάτι. Ἁπλῶς, οὔτε τὸν Χριστιανισμὸ οὔτε τὸν Βουδισμὸ οὔτε τὸν Ἰνδουισμὸ γνώρισαν ποτέ, γιατὶ ποτέ τους δὲν ἔτυχαν μιᾶς κάποιας θρησκευτικῆς παιδείας. Πρόκειται γιὰ καλόπιστους στὴν πλειονότητά τους ἀνθρώπους, ποὺ ζητοῦν μιὰ διέξοδο ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο ἔχει φτάσει ἡ ζωή τους. Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει μιὰ κατάλληλα προσαρμοσμένη στὰ σημερινὰ δεδομένα Ἐκκλησία, μὲ ἐκδόσεις πατερικῶν καὶ ἄλλων κειμένων, μὲ ὁμιλίες καὶ σὲ χώρους ποὺ δὲν εἶναι καθαρὰ θρησκευτικοὶ τόποι λατρείας, μὲ ἐνημέρωση καί, προπαντός, μὲ θρησκευτικὴ παιδεία σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, μὲ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κράτους. Σήμερα στὸν ἑλληνικὸ χῶρο σπάνια θὰ συναντήσεις ἄνθρωπο νὰ ἔχει διαβάσει, ἔστω καὶ ἀπὸ περιέργεια, κάτι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ ἢ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Τὸ θεωρεῖ ὑποτιμητικό, ἀφελές, παιδαριῶδες. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ σταματήσει νὰ παίζει ρόλο κατασταλτικὸ καὶ νὰ λειτουργήσει μὲ πρόνοια. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ὁμολογουμένως ἐξαιρετικὴ προσπάθεια ποὺ ἔκανε καὶ κάνει στὸν τομέα αὐτὸν ὁ φωτεινὸς αὐτὸς φάρος ποὺ λέγεται Ἅγιον Ὄρος, δὲν ἀρκοῦν οἱ φιλότιμες προσπάθειες μερικῶν φιλότιμων καὶ εὐγενῶν ἐκδοτῶν.

Πρέπει νὰ ἔρθουν στὸ φῶς τὰ κείμενα ἐκεῖνα ποὺ ὄχι μόνο ἀναφέρονται καὶ προσφέρουν στοὺς ἀναζητητὲς αὐτὸ ποὺ ζητοῦν στὰ «κέντρα αὐτογνωσίας καὶ διαλογισμοῦ», ἀλλὰ καὶ τὸ διδάσκουν μὲ τὸν σωστὸ καὶ ὀρθόδοξο τρόπο. Τὸ φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἡ πατερικὴ διδασκαλία εἶναι ἱκανὸ νὰ φωτίσει ὄχι μόνο τὶς ἀνάγκες ἐκείνων, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Μποροῦν νὰ φωτίσουν καὶ φωτίζουν στὴν αἰωνιότητα – τὸν ἄνθρωπο, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωῆς του.

Μὲ τὴν αὐτογνωσία, ὅπως προαναφέραμε, ἀσχολεῖται ἡ πατερικὴ διδασκαλία. Σὲ μιὰ παράδοση αἰώνων, ἐσωτερικὲς καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες θεμελιώνουν τὶς ἀπόψεις αὐτὲς καὶ ἀποτελοῦν ἕνα νέο Εὐαγγέλιο, ποὺ βαδίζει στὰ χνάρια, βεβαίως, τοῦ Εὐαγγελίου, στὰ χνάρια πάντα τοῦ Θείου Λόγου.

Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει διαρκῶς στὸ ἐσωτερικό του, εἶναι φρόνιμος καὶ ἐγκρατής· καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀσχολεῖται μὲ πνευματικὲς θεωρίες καὶ θεολογεῖ καὶ προσεύχεται. (Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος)6

Μὴν ἀφιερώνεις ὅλη σου τὴν ἐπιμέλεια στὸ σῶμα· ὅρισέ του τὴν ἄσκηση ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει καὶ στρέψε ὅλο τὸ νοῦ σου πρὸς τὸ ἐσωτερικό σου. […] Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι στραμμένος ἀκατάπαυστα στὸ ἐσωτερικό του, εἶναι ἐγκρατής, μακρόθυμος, εὐεργετικός, ταπεινός. […] Κανένα ἀπὸ ὅσα μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ χρήση δὲν καταργεῖ ἡ Γραφή, ἀλλὰ καταδικάζει τὴν ἀμετρία καὶ διορθώνει τὴν ἀλόγιστη χρήση. Γιὰ παράδειγμα· δὲν ἐμποδίζει νὰ τρώει κανένας, οὔτε νὰ κάνει παιδιά, οὔτε νὰ ἔχει χρήματα καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ σωστά. Ἐμποδίζει τὴ γαστριμαργία, τὴν πορνεία κτλ. Οὔτε καὶ νὰ τὰ σκέφτεται κανεὶς ἐμποδίζει ἡ Γραφή, γιατὶ γι’ αὐτὸ ἔγιναν, ἀλλὰ ἐμποδίζει νὰ τὰ σκέφτεται κανεὶς μὲ πάθος. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)7

Ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦν τὸν Κύριο, δὲν πρέπει νὰ Τὸν ζητοῦν ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ μέσα τους, μὲ τὴν ἔμπρακτη πίστη. […] Ἐκεῖνος ποὺ ἔμαθε νὰ ἀνοίγει […] μὲ πράξη καὶ θεωρία τὰ πηγάδια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσεως ποὺ εἶναι μέσα του, θὰ βρεῖ μέσα του τὸ Χριστό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς […]: «Πίνε νερὸ ἀπὸ τὰ δικά σου δοχεῖα καὶ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῶν πηγαδιῶν σου»· τὸ ὁποῖο ἂν κάνομε, θὰ βροῦμε ὅτι μέσα μας εἶναι οἱ θησαυροί της. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)8

Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ζητᾶ τὸ Χριστό, […] δὲν πρέπει νὰ Τὸν ζητᾶ ἔξω, ἀλλὰ μέσα του […]. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι μέσα σας». Γιατὶ δὲν εἶναι μακριὰ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, οὔτε ἔξω, ἀλλὰ μέσα μας […]. (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)9

Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 3:16)10

Μὲ δόξα ποὺ ἀπὸ τώρα ἀξιώνονται νὰ ἔχουν στὸν ἔσω ἄνθρωπο οἱ πιστὲς ψυχὲς τῶν Ἁγίων. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)11

Ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ θεῖος λόγος «Ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ τοὺς περισπασμοὺς καὶ μάθετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός», τὸ γνωρίζουν καὶ στὴν πράξη ὅσοι θέλουν. Εἶναι συμφέρον λοιπὸν σ’ ἐκεῖνον ποὺ μιὰ γιὰ πάντα ἀπαρνήθηκε τὴν πολυτάραχη καὶ φοβερὴ ματαιότητα τοῦ βίου, νὰ στρέφεται στὸν ἑαυτό του μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἡσυχία καὶ νὰ ζητᾶ νὰ γνωρίσει καλὰ τὸ Θεὸ μέσα του, ἀφοῦ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας. Ὅταν κανεὶς κάνει ἔτσι, μόλις καὶ μὲ πάροδο πολλῶν ἐτῶν θὰ μπορέσει νὰ ἐξαλείψει ἀπὸ τὴν ψυχή του τὰ σημάδια τῆς κακίας καί, ἀφοῦ ἐπανεύρει τὸ ἀρχικὸ κάλλος, νὰ τὸ παρουσιάσει καθαρὸ στὸ Θεὸ ποὺ τοῦ τὸ ἔδωσε. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)12

Γνώρισε τὸν ἑαυτό σου. Αὐτὸ εἶναι ἡ ὄντως ἀληθινὴ ταπείνωση, ποὺ διδάσκει τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ συντρίβει τὴν καρδιά. Καὶ νὰ ἐργάζεσαι γι’ αὐτὸ τὸ πράγμα καὶ νὰ τὸ φυλάγεις. Ἂν ὅμως δὲ γνώρισες ἀκόμη τὸν ἑαυτό σου, τότε οὔτε τί εἶναι ταπείνωση γνωρίζεις, οὔτε ἄρχισες τὴν ἀληθινὴ πνευματικὴ ἐργασία καὶ φύλαξη. Γιατὶ τὸ νὰ γνωρίσεις καλὰ τὸν ἑαυτό σου εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἐργασίας τῶν ἀρετῶν. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)13

Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὴν καθαρότητά του ἔφτασε στὴ γνώση τῶν ὄντων, αὐτὸς γνώρισε τὸν ἑαυτό του σύμφωνα μὲ τὸ ρητὸ «γνῶθι σαυτόν». Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν ἔφτασε ἀκόμη στὴ γνώση τῶν λόγων τῆς κτίσεως καὶ τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων, γνώρισε βέβαια τὰ γύρω ἀπ’ αὐτὸν καὶ τὰ ἔξω ἀπ’ αὐτόν, δὲ γνώρισε ὅμως διόλου τὸν ἑαυτό του. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)14

Ἄλλο εἶμαι ἐγὼ καὶ ἄλλο τὰ σχετιζόμενα μ’ ἐμένα· ἄλλο ἐπίσης εἶναι τὰ σχετιζόμενα μ’ ἐμένα, κι ἄλλο τὰ γύρω ἀπὸ μένα· κι ἀπὸ αὐτά, ἄλλο εἶναι τὰ ἔξω ἀπὸ μένα. Ἐγὼ εἶμαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φαίνεται σὲ ψυχὴ νοερὴ καὶ ἀθάνατη καὶ λογική, ἐπειδὴ ἔχω τὸ νοῦ πατέρα τοῦ λόγου, ἀδιαίρετο ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ ὁμοούσιο μ’ αὐτήν. Τὰ σχετιζόμενα μ’ ἐμένα εἶναι οἱ ἔμφυτες ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου νὰ βασιλεύει καὶ νὰ ἄρχει στὴν κτίση, νὰ εἶναι λογικὸς καὶ αὐτεξούσιος. Τὰ γύρω ἀπὸ μένα εἶναι ὅσα μπορῶ νὰ διαλέξω μὲ τὴν προαίρεσή μου: τὸ νὰ εἶμαι γεωργός, ἢ ἔμπορος, ἢ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων, ἢ φιλόσοφος. Τὰ ἔξω ἀπὸ μένα εἶναι ὅσα ἀναφέρονται στὶς κοινωνικὲς τιμὲς καὶ στὴν κατὰ κόσμον εὐγένεια, ὅπως εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, ἡ τιμή, ἡ εὐημερία, τὰ μεγάλα ἀξιώματα, ἢ ἀντιθέτως ἡ φτώχεια, ἡ ἀδοξία, ἡ ἀτιμία, ἡ δυστυχία. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)15

Ἐκεῖνος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του, τερμάτισε ὅλα τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα του καὶ μπῆκε στὸν ἅγιο τόπο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὴ νοερὴ ἐργασία τοῦ Πνεύματος καὶ στὸ θεϊκὸ λιμάνι τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς ταπεινώσεως. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν ἔφτασε νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του διὰ μέσου τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς γνώσεως, βαδίζει ἀκόμη στὴ ζωή του μὲ μόχθο καὶ ἱδρώτα. Αὐτὸ ὑπαινίσσεται ὁ Δαβὶδ ὅταν λέει: «Αὐτὸν τὸν κόπο ἀντιμετωπίζω, ὥστε νὰ μπῶ στὸν ἅγιο τόπο τοῦ Θεοῦ». (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)16

Ὅταν γνωρίσει κανεὶς καλὰ τὸν ἑαυτό του –καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαιτεῖται μεγάλη ἐξωτερικὴ προσοχὴ καὶ ἀποχὴ ἀπὸ τὰ κοσμικὰ πράγματα καὶ ἐξέταση τῆς συνειδήσεως–, τότε ξαφνικὰ ἔρχεται ὑπέρλογα στὴν ψυχὴ καὶ κάποια θεία ταπείνωση. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)17

Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτύχομε μὲ ἄλλο τρόπο τὴ συμφιλίωση καὶ τὴν οἰκείωσή μας μὲ τὸ Θεό, ἂν πρῶτα δὲν ἐπανέλθομε, ἢ καλύτερα δὲν εἰσέλθομε στοὺς ἑαυτούς μας, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς. (Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων)18

Ἀγωνίσου νὰ εἰσέλθεις στὸ θάλαμο ποὺ βρίσκεται μέσα σου, καὶ θὰ δεῖς τὸν οὐράνιο θάλαμο. Γιατὶ καὶ τοῦτος κι ἐκεῖνος εἶναι ἕνας, καὶ ἀπὸ μία εἴσοδο τοὺς βλέπεις καὶ τοὺς δύο. Ἡ σκάλα τῆς βασιλείας ἐκεῖνης εἶναι κρυμμένη μέσα σου, δηλαδὴ μέσα στὴν ψυχή σου. (Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων)19

Ἐσύ, λοιπόν, ἀφοῦ καθίσεις καὶ συγκεντρώσεις τὸ νοῦ σου, πέρασέ τον στὴν ἀναπνευστικὴ ὁδὸ ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ μύτη καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἀέρα στὴν καρδιά· καὶ ὤθησε τὸ νοῦ σου κι ἀνάγκασέ τον νὰ κατεβεῖ μαζὶ μὲ τὸν εἰσπνεόμενο ἀέρα στὴν καρδιά. Κι ὅταν εἰσέλθει ἐκεῖ, τὰ μετέπειτα δὲν θὰ εἶναι πλέον χωρὶς εὐφροσύνη καὶ χαρά. Ὅπως δηλαδὴ ἕνας ἄνδρας ποὺ ἔχει ἀπουσιάσει μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ὅταν ἐπιστρέψει, δὲν ξέρει τὶ κάνει ἀπ’ τὴ χαρά του ποὺ ἀξιώθηκε νὰ συναντήσει τὰ παιδιά του καὶ τὴ γυναίκα του, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ὅταν ἑνωθεῖ μὲ τὴν ψυχή, γεμίζει ἀπὸ ἀνείπωτη ἡδονὴ καὶ εὐφροσύνη. (Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων)20

Ἑπομένως κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ εἶναι, προτοῦ νὰ μάθει κανένα ἄλλο, ἀνάγκη εἶναι νὰ διδάσκεται καὶ νὰ μαθαίνει τὸ νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τί εἶναι καὶ τί εἶναι καὶ σὲ τί ἔχει νὰ καταλήξει. […] Εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη νὰ διδάσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος καὶ νὰ μαθαίνει τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλαδὴ τὸ νὰ φροντίζει τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ δύναται νὰ ταπεινοφρονεῖ. Διότι ἡ ταπείνωση εἶναι κυρίως φρονιμάδα. […] Διότι ὁ Παντοδύναμος Θεὸς ἐκεῖνον ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, πὼς εἶναι τὸ τίποτα, παρόλο ποὺ θέλει νὰ τὸν σώσει, δὲν μπορεῖ. […] Λοιπόν, δὲν χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νὰ δώσει ἄλλο τίποτα ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ψυχήν του, παρὰ τὸ νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι τὸ τίποτα. (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)21

Ἀλλὰ ὦ πατέρες, καὶ ἀδελφοί μου, παρακαλῶ ἂς ἀγωνιστοῦμε μὲ κάθε τρόπο ὁ καθένας μας νὰ γνωρίσουμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε κάποια φορὰ νὰ γνωρίσουμε ἀπὸ τὰ δικά μας καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ὑψηλότερα ἀπὸ ἐμᾶς. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνώρισε πρωτύτερα τὸν ἑαυτό του […] αὐτὸς εἶναι ἀδύνατο νὰ γνωρίσει κανένα ἀπὸ τὰ πνευματικά […]. (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)22

[σ. 292] Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὑποστατικὸ πνεῦμα ἀνήκει στὴν αἰώνια ὀντολογία. […] Στὰ ὅρια τῆς γήινης πραγματικότητος τὸ ὑποστατικό μας πνεῦμα ἔχει ὡς προορισμὸ νὰ ὑπερβεῖ τὸ τεῖχος τοῦ χρόνου καὶ νὰ διαρρήξει τὰ δεσμὰ τοῦ χώρου. […] [σ. 300] Εἴμαστε κτίσματα· ὡς κτίσματα φέρουμε μέσα μας τὴν ὑποστατικὴ ἀρχὴ δυνάμει, ὄχι ἐνεργείᾳ. Δὲν εἶμαι τὸ πρωταρχικὸ Ὄν, ἀλλὰ ἡ κτιστὴ εἰκόνα Του. […] [σ. 301] Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ὁ ἄνθρωπος-Υπόσταση εἶναι ἐπίσης πνεῦμα. Καὶ τὸ πνεῦμα αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀφηρημένο, τὸ ἀνεξάρτητο, γιατὶ ἔχει τὴ δική του φύση. Στὸ γήινο ἐπίπεδο παίρνει συγκεκριμένη μορφὴ μὲ τὴ σάρκα, μὲ τὴν ὁποία ἀποκτᾶ τὴν πρώτη του ἐμπειρία τοῦ εἶναι. […] [σ. 307] Στὸν κόσμο αὐτὸ ἡ ζῶσα πείρα τῆς ὑποστάσεως σπάνια δίδεται στοὺς ἀνθρώπους. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)23

Στὸν κόσμο ὅμως ὁ ἄνθρωπος σπάνια λαμβάνει πείρα τῆς ἐν δυνάμει κρυμμένης ὑπόστασης μέσα του.

[σ. 312] Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς ἔχει ἀτομιστικὸ χαρακτήρα. Ὁ ἀτομισμὸς καλλιεργεῖται στοὺς ἀνθρώπους σὲ ὅλες τὶς ἐμπαθεῖς ἐκδηλώσεις του. Ἐμφανέστερα διαπιστώνεται αὐτὸ στὸν τομέα τῆς τέχνης. Δοξάζονται οἱ μεγαλοφυΐες, οἱ πρωτότυποι δημιουργοὶ τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου ἔργου. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐκτιμᾶται ἡ πρωτοτυπία, ἡ ἀτομικότητα τοῦ καλλιτέχνη. Ἡ κοινωνία μας οἰκοδομεῖται πάνω στὴ βάση τῆς ἀρχῆς αὐτῆς. Ἡ μαζοποίηση τῶν ἀτόμων εἶναι κατ’ οὐσίαν μιὰ κατάσταση πτώσεως, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ τραγικό της ἀδιέξοδο. Ἡ “κουλτούρα” τῆς πτώσεως ὁδηγεῖ σὲ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεό: ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν ἀμαύρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα του, ὑποβιβάζεται. […] [σ. 316] Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴ φύση μας, καὶ ἑπομένως Αὐτὸς μόνο γνωρίζει τὰ ὅρια τῶν δυνατοτήτων της. Κάθε ὑπόσταση τίθεται μέσα σὲ ἕνα δεδομένο φυσικὸ περιβάλλον, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ γνωρίζουμε ὅπως θὰ ἔπρεπε. Αὐτὸ προοδευτικὰ μᾶς ἀποκαλύπτεται καὶ ἀποβαίνει περιεχόμενο τῆς ὑποστάσεως, ἡ ὁποία κλήθηκε γιὰ ὁλοκληρωτικὴ κατοχὴ τῆς φύσεως αὐτῆς. […] [σ. 317] Ἡ φύση μας, παρόλο ποὺ εἶναι δική μας, συγκρούεται μὲ τὴν ὑποστατική μας ἀρχή, ὅταν αὐτὴ ἀγωνίζεται νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, [ὥστε] νὰ θεραπευθεῖ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ὑπάρξεως [“ὅταν αὕτη ἀγωνίζηται διὰ τῆς τηρήσεως τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν νὰ θεραπευθῆ εἰς ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ὑπάρξεως”, ἀπὸ ἀρχικὴ ἔκδοση βιβλίου, 1992], δηλαδὴ νὰ ἀποκαταστήσει τὴ φύση μας στὴν πλήρη “ἀκεραιότητά” της ποὺ διασπάσθηκε μὲ τὴν πτώση. […] [σ. 319] Ὁ Ἄνθρωπος-Ὑπόσταση ἐκδηλώνεται μὲ τὴ λειτουργία τῆς αὐτοσυνειδησίας, τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ, ὅπως καὶ μὲ τὴν ἱκανότητά του νὰ γνωρίζει ὄχι μόνο τὸν κόσμο τῶν κτιστῶν πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ Θεῖο Εἶναι, δηλαδὴ τὸν Ἴδιο τὸν Δημιουργό. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)24

Γιὰ νὰ ἐπιτύχει κάθε προσπάθεια ἀναγνώρισης τοῦ ἑαυτοῦ μας, θὰ πρέπει πρῶτα νὰ εἶναι κανεὶς εἰλικρινὴς μὲ τὸν ἑαυτό του. Ὕστερα θὰ πρέπει νὰ μὴν ἔχει τὸν φόβο τῶν ἄλλων, ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ τὸν θεωροῦν ὅπως αὐτὸς θέλει, ἀλλὰ νὰ θέλει νὰ τὸν δοῦν ἔτσι ὅπως πραγματικὰ εἶναι, γιατὶ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πιὸ σωστὸ καὶ τὸ πραγματικὰ ὡραῖο. Ἔπειτα θὰ πρέπει νὰ ἔχει τὸ κουράγιο νὰ ἀναγνωρίσει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ ὄχι ὅπως θὰ ἤθελε νὰ φαίνεται, ἀλλὰ ὅπως εἶναι. Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ τὴν εἰλικρίνειά μας. Πρῶτα πρέπει νὰ πάρει κανεὶς τὸ σωστὸ μονοπάτι, καὶ αὐτὸ θὰ τὸν ὁδηγήσει ἴσια στὸν στόχο. Καὶ τὸ σωστὸ μονοπάτι εἶναι αὐτὸ τῆς αὐτογνωσίας καὶ ὕστερα ἐκεῖνο τῆς γνώσης. Ἂν δὲν ξεκαθαρίσουμε τὶς σχέσεις μας μέσα στὸν κόσμο καὶ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας, μπαίνουμε σὲ ἀδιέξοδα ποὺ μᾶς κλέβουν πολύτιμο χρόνο – καὶ πρέπει νὰ προστεθεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει μάθει νὰ ἐννοεῖ τὸν χρόνο ὡς τὸ μοιραῖο στοιχεῖο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.

Ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἀναφέρονται, ὅπως εἶναι εὐνόητο, στὴν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ὅμως ἡ προσωπικότητα, ποὺ καλύπτεται κάτω ἀπὸ μία μορφὴ καὶ ἕνα συγκεκριμένο ὄνομα, δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός μας, γιατὶ τόσο ἡ μορφή, ὅσο καὶ τὸ ὄνομα εἶναι κάτι ποὺ δίνεται σὲ ἕνα ἀντικείμενο, ἐνῶ ὁ ἑαυτός μας ὑπάρχει ἀνεξαρτήτως ὀνόματος ἢ μορφῆς. Ὁ ἑαυτὸς εἶναι κάτι ποὺ ἐπιδέχεται πολλὰ ὀνόματα, ἀλλὰ δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ αὐτά.

Ἡ προσωπικότητά μας, λοιπόν, ἀντιστοιχεῖ στὸ ὑλικό μας σῶμα –δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας–, καὶ αὐτὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα, ὅπως καὶ τὰ ὀνόματα, ὑπακούουν στοὺς κανόνες τῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ προσωπικότητα ταυτίζεται μὲ τὸ προσωπικό μας «ἐγώ», τὸν ἐξωτερικὸ ἑαυτό μας. Εἶναι ἕνα πλάσμα τοῦ νοῦ καὶ τῆς φαντασίας, ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴ μνήμη καὶ τὸ κοινωνικὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦμε.

Πέραν ὅμως τοῦ σώματός μας ὑπάρχει καὶ ἡ οὐσία μας, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀποκαλέσουμε, ἂν θέλουμε, ψυχή. Αὐτὴ ἡ οὐσία ἢ ψυχή, ἂν θέλετε, κατὰ τὸ ἀπόλυτο μέρος της δὲν εἶναι κληρονομητή. Ἀμέσως μόλις δημιουργηθεῖ ἡ ζωὴ μὲ τὴν ἕνωση τῶν δύο στοιχείων, τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ τοῦ θηλυκοῦ, ἐμπλουτίζεται ἀπὸ τὴν Πνοὴ τοῦ Ὅλου μὲ τὴ νοερὴ ψυχή, τῆς ὁποίας τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ εἶναι ὁ νοῦς, ἐκεῖνος ὁ νοῦς ποὺ εἶναι μιὰ νοερὴ ὕλη, φωτεινὴ εἰκόνα τοῦ Θείου Νοῦ, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς, ὁ νοερός, εἶναι ἡ οὐσία μας καὶ ὁ πραγματικὸς ἑαυτός μας.

Αὐτὸν τὸν ἑαυτό, δηλαδὴ τὴν ψυχή μας, πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε στὸ ἀπόλυτό της μέρος, καὶ ὅταν συμβεῖ αὐτό, ἀλλὰ μόνο τότε, θὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε ὅτι βρήκαμε τὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ ΟΛΟ. Γιατὶ τὸ Ἐγὼ καὶ τὸ Ὅλο, τὸ Ἐγὼ καὶ ὁ Θεὸς βρίσκονται σὲ ἀπόλυτη ἐξάρτηση – ἤ, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν Θεό.

Αὐτὸς ὁ ἑαυτὸς εἶναι αἰώνιος καὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἂν σὲ αὐτὴ τὴν αἰώνια ζωή του θὰ εἶναι εὐδαίμων ἢ δυστυχής, ἂν θὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου ἢ θὰ κατοικοεδρεύει στὴν Κόλαση. Τὸ σῶμα μας καὶ ἡ προσωπικότητά μας εἶναι προσωρινά, ποτὲ πρὶν δὲν ὑπῆρξαν καὶ ποτὲ δὲν θὰ ξαναϋπάρξουν. Καὶ ὅταν μιλᾶμε γιὰ παραδείσους ἢ κολάσεις, φυσικὰ δὲν ἐννοοῦμε οὔτε κήπους οὔτε φωτιές, οὔτε ποταμοὺς καὶ δέντρα οὔτε καζάνια καὶ πίσσες, γιατὶ ὁ μὲν Παράδεισος εἶναι τὸ αἰώνια Ἄκτιστο Φῶς, τὶς ἐκλάμψεις τοῦ ὁποίου θὰ δέχονται ὅσοι καταστήσουν ἄξιο τὸν ἑαυτό τους, ἡ δὲ Κόλαση εἶναι τὸ σκοτάδι, ἡ ἀπουσία, δηλαδή, τοῦ Θείου Φωτὸς καὶ ἡ ἔκτοτε δυστυχία τῆς ἀνάξιας ψυχῆς. Ὁ Παράδεισος εἶναι ἡ ἐπίγνωση τοῦ φωτός, καὶ Κόλαση ἡ στέρησή του.

Ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι ἄσκοπο σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση, πέραν τοῦ ἐμπλουτισμοῦ της μὲ τὴ νοερὴ ψυχή, ἐμπλουτίζεται καὶ μὲ τὴ λεγόμενη Ὑποστατικὴ Ἀρχή, δηλαδὴ τὸν σπινθήρα ἐκεῖνο ἀπὸ τὸ Αἰώνιο, τὸ Θεῖο Πνεῦμα. Ἡ ὑποστατικὴ αὐτὴ ἀρχὴ βρίσκεται πάντοτε «δυνάμει» στὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση καὶ ἀπὸ τὴν ἀπόλυτα ἐλεύθερη βούλησή μας ἐξαρτᾶται ἂν θὰ ἐνεργοποιήσουμε ἢ ὄχι τὴν ἐν δυνάμει ὑποστατικὴ ἀρχή μας. Μπορεῖ, βέβαια, αὐτὸ νὰ τὸ ἐπιτυγχάνουν λίγοι ἄνθρωποι, ὅμως γιὰ ὅλους εἶναι δυνατόν.

Εἴμαστε κτίσματα· ὡς κτίσματα φέρουμε μέσα μας τὴν ὑποστατικὴ ἀρχὴ δυνάμει, ὄχι ἐνεργείᾳ. Δὲν εἶμαι τὸ πρωταρχικὸ Ὄν, ἀλλὰ ἡ κτιστὴ εἰκόνα Του. Καλοῦμαι μὲ τὴν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν νὰ ἐνεργοποιήσω, νὰ πραγματοποιήσω μέσα μου τὴν ὑποστατικὴ ὁμοίωσή μου μὲ τὸ Θεό· νὰ γίνω ὑπόσταση, ὑπερβαίνοντας τὸν περιορισμὸ τοῦ ἀτόμου, ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ κληρονομήσει τὴ Θεία μορφὴ ὕπαρξεως. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)25

Ἂς προσπαθήσουμε, λοιπόν, νὰ δοῦμε καὶ νὰ βιώσουμε ἀργότερα αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, ἂς ἀνακαλύψουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ θαυμαστοῦ Συμεῶνος:

Παρακαλῶ ἂς ἀγωνιστοῦμε μὲ κάθε τρόπο ὁ καθένας μας νὰ γνωρίσουμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε κάποια φορὰ νὰ γνωρίσουμε ἀπὸ τὰ δικά μας καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ὑψηλότερα ἀπὸ ἐμᾶς. (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)26

Νὰ καταλάβουμε μιὰ γιὰ πάντα ὅτι δὲν εἴμαστε ἕνα σῶμα ποὺ ἔχει ψυχή, ἀλλὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ ἔχει σῶμα, ἕνας νοῦς κατ’ εἰκόνα τοῦ Θείου Νοῦ. Ἂς κάνουμε ὅ,τι πρέπει γιὰ νὰ καθαρίσουμε αὐτὴ τὴν ψυχή, αὐτὸν τὸν νοῦ, καὶ ἂς περιορίσουμε τὶς φροντίδες μας γιὰ τὸ σῶμα μας στὸ μέτρο ἐκεῖνο ποὺ τοῦ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ νὰ ζήσει τὴν πρόσκαιρη ζωή του. Ἂς ὑπερισχύσει ἡ λογικὴ τῆς φροντίδας, δηλαδή, γιὰ τὸ αἰώνιο, καὶ ὄχι γιὰ τὸ πρόσκαιρο.

Σίγουρα, ὅμως, κάποιος ἢ κάποιοι ἀναγνώστες θὰ ἀναρωτηθοῦν ἢ μᾶλλον θὰ ρωτήσουν: «Μὰ ποιὸς θὰ μὲ πείσει ὅτι ἔχω καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα καὶ δὲν εἶμαι μόνο ἐκεῖνο ποὺ βλέπω, ποὺ ἀκούω ἢ ἀκουμπῶ;». Εἴπαμε πιὸ πάνω ὅτι αὐτὸς ποὺ ξεκινᾶ τὸν δρόμο τῆς αὐτογνωσίας πρέπει νὰ ἀποδεχθεῖ δύο πράγματα: α) νὰ συμβάλλει μὲ τὴ δική του θέληση γιὰ αὐτὴν τὴ γνώση, καὶ β) νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καί, πέραν αὐτῆς, τὴν ὕπαρξη τοῦ Δημιουργοῦ της. Καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε ὅτι χωρὶς αὐτὲς τὶς δύο προϋποθέσεις, ἂς μὴν ξεκινήσει κανείς, γιατὶ θὰ εἶναι μάταιη κάθε προσπάθεια. Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ ἀποφύγω μιὰ τέτοια ἀπάντηση. Θὰ συμβούλευα τὸν ἀναγνώστη, λοιπόν, νὰ προσπαθήσει σκεπτόμενος νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἔχει τὴν ἱκανότητα μιᾶς τέτοιας παραδοχῆς. Ἂν δὲν τὸν βοηθήσει ὅμως ἡ δική του σκέψη, ἂς προχωρήσει σὲ μιὰ ἔρευνα καὶ ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας, μιὰ ἔρευνα μέσω τῶν κατάλληλων βιβλίων ἢ Γραφῶν ἢ μέσω μιᾶς διδασκαλίας στὴν ὁποία θὰ μυηθεῖ ἀπὸ κάποιον εἰδήμονα. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό, ἂς δεχτεῖ τὶς παραδόσεις τῆς ἀνθρώπινης κληρονομιᾶς καὶ πάνω σὲ αὐτὲς ἂς κάνει τὸ ταξίδι του, μὲ κάποιους κινδύνους κλυδωνισμῶν, βέβαια. Ὁ ἄνθρωπος, χιλιάδες χρόνια τώρα, ζεῖ καὶ ἐπιβιώνει μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς θείας προέλευσής της. Μέχρις ὅτου λοιπὸν πειστεῖ κάποιος περὶ τοῦ ἀντιθέτου, ἂς ἀκολουθήσει τὴν παράδοση. Δὲν γκρεμίζουμε τὸ σπίτι μας πρὶν νὰ χτίσουμε τὸ καινούριο. Μὴ στέκεστε μόνο σὲ αὐτὸ ποὺ βλέπετε, ποὺ ἀκοῦτε, ποὺ ἀκουμπᾶτε. Μέσα μας, γύρω μας καὶ πέρα ἀπὸ ἐμᾶς ὑπάρχει ὁ ἀόρατος κόσμος, ὁ νοητός. Προσπαθῆστε νὰ τὸν ἀνακαλύψετε. Καθαρίστε τὴν ψυχή σας. Tὰ ἄστρα ποὺ σκεπάζουν τὸν οὐρανὸ δὲν τὰ βλέπουμε, καὶ ὅμως τὰ ἄστρα ὑπάρχουν. Ποιὸς μπορεῖ νὰ δεῖ τὰ ἑκατομμύρια μικρόβια ποὺ ὑπάρχουν σὲ μία σταγόνα νεροῦ; Καὶ ὅμως τὰ μικρόβια ὑπάρχουν, πράγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνει ἡ ἐπιστήμη. Ποιὸς μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν ἐνέργεια ποὺ εἶναι διάχυτη στὸ σύμπαν, αὐτὴ τὴν τεράστια, ἀνυπολόγιστη δύναμη; Καὶ ὅμως ἡ ἐπιστήμη μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὑπάρχει. Ποιὸς μπορεῖ νὰ δεῖ ὅτι ἡ Γῆ εἶναι στρογγυλὴ καὶ ὅτι κινεῖται, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν καὶ ἐμεῖς; Καὶ ὅμως ἡ ἐπιστήμη τὸ βεβαιώνει.

Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. (Κατὰ Ἰωάννην 20:29)

Μακάριοι οἱ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες, ἀλλὰ ὑπερμακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Προσέξτε τὰ λόγια τοῦ Σωκράτη, θαυμάστε τὴ διορατικότητα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καὶ σκεφτεῖτε ὅτι μπορεῖ νὰ μὴ σκέπτεστε ἐσεῖς καλύτερα ἀπὸ αὐτόν:

Ἔχω λοιπὸν σχηματίσει τὴν πεποίθησιν […] ὅτι πρῶτον μέν, ἐὰν ἡ Γῆ εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τοῦ κόσμου καὶ εἶναι στρογγύλη, οὔτε τοῦ ἀέρος ἔχει καθόλου ἀνάγκην διὰ νὰ μὴν πέσῃ, οὔτε ἔχει καμμίαν ἄλλην τοιαύτην ἀνάγκην· ἀλλὰ ἀρκεῖ διὰ νὰ τὴν κρατῇ σταθερὰν ἡ ὁμοιογένεια τοῦ κόσμου πρὸς πᾶσαν διεύθυνσιν καὶ ἡ ἰσορροπία τῆς ἰδίας τῆς γῆς […]. Ἐκεῖ ἐπάνω λοιπὸν ἡ γῆ ἔχει τοιαῦτα χρώματα καὶ μάλιστα πολὺ λαμπρότερα καὶ καθαρώτερα ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ· ἀλλοῦ μὲν εἶναι καταπόρφυρος καὶ θαυμαστὸν τὸ κάλλος της, ἀλλοῦ δὲ χρυσοειδὴς καὶ ἀλλοῦ πάλιν κατάλευκη, λευκοτέρα ἀπὸ τὸν γῦψον ἢ τὴν χιόνα. […] Διότι […] ἐὰν ἀποκτήσῃ πτέρυγας καὶ πετάξῃ ὑψηλά, […] κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον θὰ ἔβλεπε κανεὶς καὶ τὰ ἐκεῖ· καὶ ἐὰν ἡ φύση μας ἦτο ἱκανὴ νὰ βαστάξῃ ἕνα τέτοιο θέαμα, θὰ ἐσχημάτιζε τὴν ἀντίληψιν ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθινὸς οὐρανὸς καὶ τὸ ἀληθινὸν φῶς καὶ ἡ ἀληθινὴ γῆ.27

Σκεφτεῖτε ἀκόμα ὅτι ὁ συνάνθρωπός μας, μὲ μόνη τὴ σκέψη του καὶ τὴν ἔρευνα, ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ γνωρίζει γιὰ τὴ Γῆ αὐτὸ ποὺ ἡ ἐπιστήμη ἀποκάλυψε δύο χιλιάδες χρόνια ἀργότερα καὶ αὐτὸ ποὺ ὁ ἀνθρώπινος ὀφθαλμὸς δὲν μπορεῖ γυμνὸς νὰ δεῖ ποτέ. Καὶ τέλος, σκεφτεῖτε πὼς ὁ Σωκράτης γνώριζε ὅτι ἡ ἀτμόσφαιρα ἐκεῖ πάνω εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξει κανένας ἄνθρωπος.

Ἀλλὰ ἂς φύγουμε ἀπὸ τὸν Σωκράτη καὶ ἂς στρέψουμε τὸν νοῦ μας σὲ ἐκείνους ποὺ ἄντλησαν τὴ γνώση ὄχι ἀπὸ βιβλία καὶ ἔρευνες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ Θεία Φώτιση. Ἂς πᾶμε σὲ ἐκείνους ποὺ χωρὶς καμία παιδεία, χωρὶς καμία ἐκπαίδευση, μέσα σὲ σπηλιὲς συνηθέστερα, στὴν ἀφιλόξενη ἔρημο, ἔζησαν καὶ καλλιέργησαν μαργαριτάρια ποὺ σήμερα μπορεῖ καθένας μας νὰ θαυμάσει.

Οἱ ἄνθρωποι λέγονται λογικοὶ καταχρηστικά. […] Ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐννόησε τί εἶναι τὸ σῶμα, ὅτι δηλαδὴ εἶναι φθαρτὸ καὶ λιγόχρονο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἐννοεῖ καὶ τὴν ψυχὴ ὅτι ἔχει θεϊκὴ καταγωγή, ὅτι εἶναι ἀθάνατη καὶ πνοὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι γιὰ δοκιμασία καὶ θέωση συνδέθηκε μὲ τὸ σῶμα. (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας)28

Ζωὴ εἶναι ἡ ἕνωση καὶ σχέση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι καταστροφὴ αὐτῶν ποὺ ἑνώθηκαν, ἀλλὰ διάλυση τῆς γνώσεώς τους. Γιατὶ μέσα στὸ Θεὸ διατηροῦνται ὅλα καὶ μετὰ τὴ διάλυσή τους. (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας)29

Ἡ ψυχή, ἐπειδὴ εἶναι οὐσία νοερὴ καὶ λογική, καὶ νοεῖ καὶ συλλογίζεται. Ὡς δύναμη ἔχει τὸ νοῦ, ὡς κίνηση τὴ νόηση καὶ ὡς ἐνέργεια τὸ νόημα. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)30

Ἡ ψυχὴ λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπάρχει καὶ ὑφίσταται πάντοτε ἀφότου ἔγινε –γιατὶ τέτοια τὴ δημιούργησε ὁ Θεός–, πάντοτε νοεῖ καὶ λογίζεται καὶ γνωρίζει· καὶ καθ’ ἑαυτὴν καὶ ὅταν εἶναι μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ ἀπὸ τὴ φύση της. (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι)31

Φυσᾶ [ὁ Θεὸς] […] πνοὴ ζωῆς, τὴ χάρη τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος, κι ἔτσι ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος […], δηλαδὴ μὲ ψυχὴ ζώσα, ὄχι ἁπλῶς μὲ ψυχή. Γιατὶ δὲν εἶναι ψυχὴ ἀνθρώπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πηγαίνει στὴν ψυχὴ ποὺ ζεῖ πνευματικά. (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης])32

Ἡ ψυχὴ εἶναι λογικὴ καὶ ἡ φύση της εἶναι γεμάτη ἀπὸ φῶς νοερό. (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης])33

Φυσικά, μὲ τὰ ὅσα παρατέθηκαν πιὸ πάνω γιὰ τὴν ψυχὴ δὲν ἐννοοῦμε ὅτι καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτὸ τὸ ὄργανο, ὁ φορέας τῆς ψυχῆς, εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ παραγνωρίσουμε ἤ, καὶ πολὺ περισσότερο, νὰ ἐγκαταλείψουμε στὴν τύχη του ὡς κάτι τὸ ἀνάξιο λόγου. Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι μὲν τὸ ὄργανο τῆς ψυχῆς, ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦμε ὅτι χωρὶς τὸ ὄργανο αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ παίξει ὁ ὀργανοπαίκτης, δηλαδὴ δὲν μπορεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ χωρὶς τὸ σῶμα καὶ τὶς δυνάμεις του, οἱ ὁποῖες ἐκφράζονται μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις, νὰ ἐκφράζεται στὸ γήινο ἐπίπεδο. Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι κάτι κακό, διότι μέσω αὐτοῦ, διὰ τῶν ἐμπειριῶν, ὁ ἄνθρωπος ἐξελίσσεται συνήθως διδασκόμενος καὶ κατ’ ἐξαίρεση διδάσκων, φωτίζοντας τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ πρέπει, ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὸ σῶμα του, ὄχι ὅμως μόνο γιὰ λόγους αἰσθητικῆς καὶ ὑγιεινῆς, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι καὶ νὰ παραμένει κατάλληλο πάντοτε γιὰ νὰ λειτουργεῖ ὡς ὄργανο μέσω τοῦ ὁποίου ἐκφράζεται ἡ ψυχή. Ἡ ζωὴ λοιπὸν εἶναι ἕνα ἀγαθό, μιὰ δωρεὰ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ οὕτως ἢ ἄλλως πεπτωκὼς ἄνθρωπος νὰ ἀνανήψει, νὰ λυτρωθεῖ, νὰ ἐλευθερωθεῖ καὶ νὰ κερδίσει ὄχι ἁπλῶς τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ τὴ μακάρια αἰώνια ζωή. Εἶναι στὶς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ σπάνια δύναμη καὶ εὐχέρεια ποὺ ἔχει μὲ τὴν κατάλληλη χρήση τῆς ἐλεύθερης βούλησής του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἢ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ λεγόμενου θανάτου, καὶ μπορεῖ νὰ χαίρεται ὅσο ζεῖ καὶ νὰ προσπαθεῖ – καὶ ἀνθίζει καὶ καρποφορεῖ ὅταν ζεῖ καὶ ἐξελίσσεται. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ χαίρεται περισσότερο ὅταν, ἐλεύθερος πιά, ἐγκαταλείπει αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ὀδύνης ποὺ ἔχει μόνο γέννηση, συντήρηση καὶ θάνατο, καὶ μεταβαίνει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Αἰωνίου – ὄχι βέβαια σὰν μιὰ σταγόνα νερὸ ποὺ διαλύεται στὸν ὠκεανὸ τοῦ Σύμπαντος, ἀλλὰ σὰν μιὰ ἐξατομικευμένη οὐσία –ψυχὴ– ποὺ μεταβαίνει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Αἰωνίου καὶ ἐκεῖ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει σὲ ἑνότητα μὲ Αὐτό.

 


3 Ὁ γνοὺς ἑαυτόν, δίδοται αὐτῷ ἡ γνῶσις τῶν πάντων (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960],
σ. 14). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Βιβλ. Α΄, Προοίμιο», σ. 78.

4 [29d] Καὶ ἕωσπερ ἂν ἐμπνέω καὶ οἷός τε ὦ, οὐ μὴ παύσωμαι φιλοσοφῶν καὶ ὑμῖν παρακελευόμενός τε καὶ ἐνδεικνύμενος ὅτῳ ἂν ἀεὶ ἐντυγχάνω ὑμῶν, λέγων οἷαπερ εἴωθα, ὅτι «ὦ ἄριστε ἀνδρῶν […] χρημάτων μὲν οὐκ αἰσχύνῃ ἐπιμελούμενος ὅπως σοι ἔσται ὡς πλεῖστα, [29e] καὶ δόξης καὶ τιμῆς, φρονήσεως δὲ καὶ ἀληθείας καὶ τῆς ψυχῆς ὅπως ὡς βελτίστη ἔσται οὐκ ἐπιμελῇ οὐδὲ φροντίζεις;» […] [30a] Οὐδὲν γὰρ ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πείθων ὑμῶν καὶ νεωτέρους καὶ πρεσβυτέρους μήτε σωμάτων [30b] ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων πρότερον μηδὲ οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψυχῆς ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

5 Μακάριος ὁ ἐν ἀληθείᾳ εἰδώς, ὅτι πᾶσαν ἐν ἡμῖν ὡς ὀργάνοις ὁ Θεὸς ἐπιτελεῖ πρᾶξιν καὶ θεωρίαν, ἀρετήν τε καὶ γνῶσιν, καὶ νίκην καὶ σοφίαν, καὶ ἀγαθότητα καὶ ἀλήθειαν, μηδὲν ἡμῶν συνεισφερόντων τὸ σύνολον, πλὴν τῆς θελούσης τὰ καλὰ διαθέσεως (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 131:κη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Ε΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 191:28.

6 Ὁ ἀδιαλείπτως περὶ τὰ ἔνδον τὰς διατριβὰς ποιούμενος, σωφρονεῖ· οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ θεωρεῖ καὶ θεολογεῖ καὶ προσεύχεται (Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 152:ξη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Πρὸς τὸν Θεόδουλο, Λόγος… σὲ 203 κεφάλαια», σ. 192:68.

7 Μὴ ὅλην τὴν σχολήν σου περὶ τὴν σάρκα ἔχε, ἀλλὰ ὅρισον αὐτῇ τὴν κατὰ δύναμιν ἄσκησιν καὶ ὅλον τὸν νοῦν σου περὶ τὰ ἔνδον τρέψον. […] Ὁ ἀδιαλείπτως περὶ τὰ ἔνδον τὰς διατριβὰς ποιούμενος, σωφρονεῖ, μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ταπεινοφρονεῖ. […] Οὐδὲν τῶν ἐκ Θεοῦ εἰς χρῆσιν ἡμῖν δοθέντων, ἀναιρεῖ ἡ Γραφή· ἀλλὰ τὴν ἀμετρίαν κολάζει καὶ τὴν ἀλογιστίαν διορθοῦται· οἷον, οὐ κωλύει ἐσθίειν· οὐδὲ παιδοποιεῖν· οὐδὲ χρήματα ἔχειν καὶ ὀρθῶς διοικεῖν· ἀλλὰ κωλύει γαστριμαργεῖν, πορνεύειν, καὶ τὰ ἑξῆς· ἀλλ’ οὐδὲ τὸ νοεῖν ταῦτα κωλύει, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ γεγόνασιν· ἀλλὰ τὸ ἐμπαθῶς νοεῖν (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 47:ξγ΄-ξδ΄, ξστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Δ΄ ἑκατοντάδα περὶ Ἀγάπης», σ. 97:63-64, 66.

8 Οὔκ ἔξω τῶν ζητούντων χρὴ ζητεῖσθε τὸν Κύριο, ἀλλ’ ἐν ἑαυτοῖς διὰ τῆς ἐν ἔργοις πίστεως […]. Ὁ μαθὼν ὀρύσσειν […] διὰ πράξεως καὶ θεωρίας τὰ ἐν αὐτῷ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσεως φρέατα, τὸν Χριστὸν ἔνδον εὑρήσει, τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς […]. Πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς· ὅπερ ποιοῦντες, εὑρήσομεν ἔνδον ἡμῶν ὄντας τοὺς αὐτῆς θησαυρούς (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σσ. 76:λε΄, 77:μ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σσ. 131:35, 132:40.

9 Ὅτι ὁ ζητῶν τὸν Χριστὸν […] οὐκ ὀφείλει ζητεῖν αὐτὸν ἔξωθεν, ἀλλ’ ἐν ἑαυτῷ […]. Ἰδοὺ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν. Οὐ γὰρ μακρὰν ὑπάρχει […] οὐδὲ ἔξωθεν, ἀλλ’ ἐντός (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 47). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Βιβλ. Α΄, Ἡ Τέταρτη Θεωρία», σ. 113.

10 [Προσθήκη τοῦ Ἐπιμελητῆ]

11 Ἧν δόξαν ἀπὸ τοῦ νῦν ἐν τῷ ἔσω ἀνθρώπῳ αἱ πισταὶ τῶν ἁγίων ἔχειν καταξιοῦνται ψυχαί (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 196:ξβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑψώσεως τοῦ νοῦ», σ. 274:62.

12 Σχολάσατε καὶ γνῶτε, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός· τοῦ θείου λόγου τοῦτο φωνή, καὶ πρακτικῶς τοῖς γινομένοις ἐπιγινώσκεται. Συμφέρον οὖν ἐστι τῷ ἅπαξ ἀποταξαμένῳ τῇ πολυταράχῳ τοῦ βίου καὶ δεινῇ ματαιότητι, διὰ προσοχῆς πολλῆς ἑαυτὸν καὶ ἡσυχίας, τῶν ἔσω πραγμάτων, ἐπιμελῶς ἐπισκέπτεσθαι καὶ τὸν Θεὸν ἐν ἑαυτῷ ζητεῖν ἐπιγνῶναι, ἐντὸς ἡμῶν οὔσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ. Μόλις γὰρ ἂν οὕτω ποιῶν τις διὰ πολλῶν περιόδων τοῦ χρόνου, τοὺς τύπους τῆς κακίας ἀποξέσαι τῆς ψυχῆς δυνηθείη καὶ τὸ ἀρχαῖον κάλλος τῷ δόντι καθαρῶς ἀνασώσασθαι (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 300:η΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 82:8.

13 Γνῶθι σαὐτόν· καὶ τοῦτό ἐστιν ἡ ἀληθινὴ τῷ ὄντι ταπείνωσις, ἡ ταπεινοφρονεῖν ἐκδιδάσκουσα, ἡ συντρίβουσα τὴν καρδίαν· καὶ αὐτὸ τοῦτο ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν. Εἰ δὲ μήπω ἔγνως σαυτόν, οὔτε τί ἐστι ταπείνωσις οἶδας, οὔτε ἥψω τῆς ἀληθοῦς ἐργασίας καὶ φυλακῆς. Τὸ γὰρ ἑαυτὸν ἐπιγνῶναι, τέλος τῆς τῶν ἀρετῶν ἐργασίας (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 306:λε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 89:35.

14 Ὁ ἐκ καθαρότητος εἰς γνῶσιν τῶν ὄντων ἐλάσας, ἔγνω ἑαυτόν, κατὰ τὸ εἰρημένον, γνῶθι σαυτόν. Ὁ δὲ μήπω εἰς γνῶσιν πεφθακὼς αὐτῶν τε τῶν λόγων τῆς κτίσεως καὶ τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ἔγνω μὲν τὰ περὶ αὐτὸν καὶ τὰ ἐκτὸς αὐτοῦ, ἑαυτὸν δὲ οὐδαμῶς (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 306:λστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 89:36.

15 Οὐκ εἴ τι ἐγώ, τοῦτο πάντως καὶ τὰ κατ’ ἐμέ· οὐδὲ εἴ τι τὰ κατ’ ἐμέ, τοῦτο καὶ τὰ περὶ ἐμέ· οὐδὲ εἴ τι τὰ περὶ ἐμέ, τοῦτο καὶ τὰ ἐκτὸς ἐμοῦ· ἀλλ’ ἄλλο ταῦτα καὶ ἄλλο ἐκεῖνα καὶ ἄλλο τὰ ἄλλα. Ἐγὼ μὲν γὰρ εἰκών εἰμι Θεοῦ, ἐν ψυχῇ νοερᾷ τε καὶ ἀθανάτῳ καὶ λογικῇ θεωρούμενος, ὡς νοῦν ἔχων τοῦ λόγου πατέρα, καὶ τῆς ψυχῆς ἀδιαίρετόν τε καὶ ὁμοούσιον· τὰ δέ γε κατ’ ἐμέ, τὸ βασιλικόν ἐστι, τὸ ἀρχικόν, τὸ λογικόν τε καὶ αὐτεξούσιον· τὰ δὲ περὶ ἐμέ, ὅσα ἐκ προαιρέσεως αἱρετέα· τὸ γεωργὸν εἶναι ἢ ἔμπορον ἢ μαθηματικὸν ἢ φιλόσοφον· τὰ δὲ ἐκτὸς ἐμοῦ, ὅσα τε περὶ τὸ φιλότιμον τοῦ βίου καὶ τὴν κάτω εὐγένειαν, πλοῦτος, δόξα, τιμή, εὐημερία καὶ ὕψος ἀξιωμάτων, ἢ τὸ ἀνάπαλιν, πενία, ἀδοξία, ἀτιμία, καὶ δυστυχία (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 306:λζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 89:37.

16 Πᾶς ὁ ἑαυτὸν ἐπιγνούς, κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ τῶν κατὰ Θεὸν καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ, τὴν νοερὰν τοῦ Πνεύματος λειτουργίαν καὶ εἰς λιμένα θεῖον τῆς ἀπαθείας καὶ ταπεινώσεως. Ὁ δὲ μήπω ἑαυτὸν διὰ ταπεινοφροσύνης καὶ γνώσεως ἐπιγνούς, ἐν μόχθῳ ἔτι καὶ ἱδρῶτι κατὰ τὸν βίον πορεύεται. Τοῦτο γὰρ καὶ Δαβὶδ αἰνιττόμενος ἔλεγε· τοῦτο κόπος ἐστὶν ἐνώπιόν μου, ἕως οὗ εἰσέλθω εἰς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 307:λη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 89:38.

17 Ὁπόταν ἐπιγνῷ τις ἑαυτόν, τοῦτο δὲ πολλῆς δεῖται τῆς ἔξωθεν φυλακῆς καὶ τῆς ἀπὸ τῶν κοσμικῶν πραγμάτων σχολῆς καὶ αὐτῆς τῆς τοῦ συνειδότος ἐρεύνης, αὐτίκα καὶ θεία τις αἰφνίδιον τῇ ψυχῇ ταπείνωσις ὑπὲρ λόγον ἐπιδημεῖ […] (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 307:λθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 89:39.

18 Οὐ γάρ ἐστι τὴν πρὸς Θεὸν καταλλαγὴν καὶ οἰκείωσιν ἄλλως ἡμᾶς ἐντυχεῖν εἰμὴ πρότερον πρὸς ἑαυτούς, ὅσον τὸ ἐφ’ ἡμῖν, ἐπανέλθωμεν, ἢ μᾶλλον εἰσέλθωμεν (Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 18). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Λόγος γιὰ νήψη καὶ φύλαξη καρδιᾶς», σ. 161.

19 Σπούδασον εἰσελθεῖν εἰς τὸ ταμιεῖον σου τὸ ἔνδοθέν σου, καὶ ὄψει τὸ ταμιεῖον τὸ οὐράνιον. Ἓν γάρ ἐστι τοῦτο κἀκεῖνο καὶ ἐν μιᾷ εἰσόδῳ θεωρεῖς ἀμφότερα. Ἡ κλίμαξ τῆς βασιλείας ἐκεῖνης, ἔνδοθέν σού ἐστι κεκρυμμένη, ἤγουν ἐν τῇ ψυχῇ σου (Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 25). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Λόγος γιὰ νήψη καὶ φύλαξη καρδιᾶς», σ. 170.

20 Σὺ οὖν, καθίσας καὶ συναγαγών σου τὸν νοῦν, εἰσάγαγε αὐτόν, τὸν νοῦν δηλαδή, εἰς τῆς ῥινὸς τὴν ὁδὸν ἔνθα τὸ πνεῦμα εἰς τὴν καρδίαν εἰσέρχεται, καὶ ὤθισαι αὐτὸν καὶ παραβίασαι συγκατελθεῖν μετὰ τοῦ εἰσπνεομένου πνεύματος εἰς τὴν καρδίαν· εἰσελθόντος δὲ ἐκεῖσε οὐκέτι ἀνεύφραντα, οὐδὲ ἄχαρι γενήσεται τὰ μετὰ ταῦτα· ἀλλ’ ὥσπερ ἀνήρ τις τοῦ ἑαυτοῦ οἴκου ἀπόδημος, ἐπὰν ἐπιστρέψῃ οὐκ ἔχει ὅ,τι καὶ γένηται ἀπὸ τῆς χαρᾶς, ὅτι κατηξιώθη τοῖς τέκνοις καὶ τῇ γυναικὶ ἐντυχεῖν· οὕτω καὶ ὁ νοῦς, ἐπὰν μετὰ τῆς ψυχῆς ἑνωθῇ, ἄρρητον ἡδονὴν καὶ εὐφροσύνην ἐμπίπλαται (Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 27). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Λόγος γιὰ νήψη καὶ φύλαξη καρδιᾶς», σ. 170.

21 Ὅθεν κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ μικρὸν παιδὶ ὁποῦ εἶναι, πρὸ τοῦ νὰ μάθῃ κᾀνένα ἄλλο, ἀνάγκη εἶναι νὰ διδάσκεται, καὶ νὰ μανθάνῃ τὸ νὰ γνωρίζῃ τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ τί εἶναι, καὶ τί εἶναι, καὶ εἰς τί ἔχει νὰ καταντήσῃ. […] Λοιπὸν ἀνάγκη εἶναι νὰ διδάσκεται καὶ νὰ μαθαίνῃ κάθε ἄνθρωπος τὴν ἑαυτοῦ ἐπίγνωσιν, ἤγουν τὸ νὰ γνωρίζῃ τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ δύναται νὰ ταπεινοφρονῇ. Ὅτι ἡ ταπείνωσις εἶναι κυρίως φρονιμάδα. […] Ὅτι ὁ Παντοδύναμος Θεός, ἐκεῖνον ὁποῦ δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, πῶς εἶναι τὸ οὐδέν, καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ θέλει νὰ τὸν σώσῃ, δὲν δύναται. […] Τὸ λοιπὸν δὲν χρειάζεται νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος ἄλλο τίποτε ἀντάλλαγμα διὰ τὴν ψυχήν του, πάρεξ τὸ νὰ γνωρίζῃ τὸν ἑαυτόν του, πῶς εἶναι τὸ οὐδέν (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Τὰ Εὑρισκόμενα, μτφρ. Διον. Ζαγοραίου, Ἐν Σύρῳ: Ἐκ τῆς τυπογραφείας Ν. Δαμιανοῦ, 1886, Λόγος 31ος, β΄, γ΄, δ΄, σσ. 155-156). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

22 Ἀλλ’ ὦ πατέρες, καὶ ἀδελφοί μου, παρακαλῶ ἂς ἀγωνισθοῦμεν μὲ κάθε τρόπον ὁ κάθε ἕνας μας νὰ γνωρίσωμεν πρῶτον τὸν ἑαυτόν μας, διὰ νὰ δυνηθοῦμεν καμμίαν φορὰν νὰ γνωρίσωμεν ἀπὸ τὰ καθ’ ἡμᾶς καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ εἶναι ὑψηλότερα ἀπὸ ἡμᾶς. Διατὶ ἐκεῖνος ὁποῦ δὲν ἐγνώρισε προτήτερα τὸν ἑαυτόν του […] ὁ τοιοῦτος ἀδύνατον εἶναι νὰ γνωρίσῃ κᾀνένα ἀπὸ τὰ πνευματικά […] (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Τὰ Εὑρισκόμενα, ὅ.π., Λόγος 80ός, ζ΄, σ. 444). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

23 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, μτφρ. ἀπὸ τὰ ρωσικὰ Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία, μτγλ. τῆς Γ΄ ἔκδοσης στὴ δημοτική, Ἔσσεξ Ἀγγλίας: Ἱερὰ Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, 2014 (ΣΤ΄ ἔκδοση), «Ἡ Ὑποστατικὴ Ἀρχή», σσ. 292, 300, 301, 307.

24 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Ἡ Ὑποστατικὴ Ἀρχή», σσ. 312, 316, 317, 319.

25 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Ἡ Ὑποστατικὴ Ἀρχή», σ. 300.

26 […] παρακαλῶ ἂς ἀγωνισθοῦμεν μὲ κάθε τρόπον ὁ κάθε ἕνας μας νὰ γνωρίσωμεν πρῶτον τὸν ἑαυτόν μας, διὰ νὰ δυνηθοῦμεν καμμίαν φορὰν νὰ γνωρίσωμεν ἀπὸ τὰ καθ’ ἡμᾶς καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ εἶναι ὑψηλότερα ἀπὸ ἡμᾶς (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Τὰ Εὑρισκόμενα, ὅ.π., Λόγος 80ός, ζ΄, σ. 444). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

27 [108e] Πέπεισμαι τοίνυν, […], ἐγὼ ὡς πρῶτον μέν, εἰ ἔστιν ἐν μέσῳ τῷ οὐρανῷ περιφερὴς οὖσα, μηδὲν αὐτῇ δεῖν μήτε [109a] ἀέρος πρὸς τὸ μὴ πεσεῖν, μήτε ἄλλης ἀνάγκης μηδεμιᾶς τοιαύτης· ἀλλὰ ἱκανὴν εἶναι αὐτὴν ἴσχειν τὴν ὁμοιότητα τοῦ οὐρανοῦ αὐτοῦ ἑαυτῷ πάντῃ καὶ τῆς γῆς αὐτῆς τὴν ἰσοῤῥοπίαν […]. [110c] Ἐκεῖ δὲ πᾶσαν τὴν γῆν ἐκ τοιούτων εἶναι, καὶ πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων καὶ καθαρωτέρων ἢ τούτων· τὴν μὲν γὰρ ἁλουργῆ εἶναι καὶ θαυμαστὴν τὸ κάλλος, τὴν δὲ χρυσοειδῆ, τὴν δέ, ὅση λευκή, γύψου ἢ χιόνος λευκοτέραν […]. [109e] Ἐπεί, εἴ τις […] πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο, […] οὕτως ἄν τινα καὶ τὰ ἐκεῖ κατιδεῖν· καὶ εἰ ἡ φύσις ἱκανὴ εἴη ἀνασχέσθαι θεωροῦσα, γνῶναι ἂν ὅτι ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀληθῶς οὐρανὸς καὶ τὸ ἀληθινὸν φῶς [110a] καὶ ἡ ὡς ἀληθῶς γῆ (Πλάτωνος, Φαίδων, εἰσαγ.-μτφρ.-σημ. Εὐ. Παπανοῦτσος, Ἀθήνα: Ἐκδοτικὸς Οἶκος Ι. & Π. Ζαχαρόπουλου, 1939).

28 Ἄνθρωποι λογικοὶ καταχρηστικῶς λέγονται. […] Ἄνθρωπός ἐστιν ὁ τὸ σῶμα νοήσας τί ἐστιν· ὅτι φθαρτόν ἐστι καὶ ὀλιγοχρόνιον. Ὁ γὰρ τοιοῦτος καὶ τὴν ψυχὴν νοεῖ, ὅτι θεία ἐστὶ καὶ ἀθάνατος καὶ ἐμφύσημα Θεοῦ ὑπάρχουσα, εἰς δοκιμὴν καὶ ἀποθέωσιν συνεδέθη τῷ σώματι (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σσ. 4:α΄, 21:ρκδ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Συμβουλὲς… σὲ 170 κεφάλαια», σσ. 28:1, 46:124.

29 Ζωή ἐστιν ἡ ἕνωσις καὶ συνάφεια τοῦ νοὸς καὶ τῆς ψυχῆς, καὶ τοῦ σώματος· ὁ δὲ θάνατός ἐστιν, οὐκ ἀπώλεια τῶν συναφθέντων, ἀλλὰ διάλυσις τῆς γνώσεως αὐτῶν· τῷ γὰρ Θεῷ πάντα σῴζεται καὶ μετὰ τὴν διάλυσιν (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 17:ϟγ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Συμβουλὲς… σὲ 170 κεφάλαια», σ. 42:93.

30 Ἡ ψυχή, οὐσία νοερά τε καὶ λογικὴ ὑπάρχουσα, καὶ νοεῖ καὶ λογίζεται· δύναμιν μὲν ἔχουσα τὸν νοῦν· κίνησιν δὲ τὴν νόησιν· ἐνέργειαν δὲ τὸ νόημα (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 182: πα΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Ζ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 247:81.

31 Ἡ ψυχὴ οὖν, ἀεί τε οὖσα ἀφ’ οὗ γέγονε καὶ ὑφισταμένη διὰ τὸν οὕτως αὐτὴν δημιουργήσαντα Θεόν, ἀεὶ νοεῖ καὶ λογίζεται καὶ γινώσκει· καὶ καθ’ ἑαυτὴν καὶ μετὰ σώματος δι’ ἑαυτὴν καὶ τὴν ἑαυτῆς φύσιν (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 264:ξθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Οἱ πέντε δυνάμεις τῆς ψυχῆς», σ. 92:69.

32 Ἐμφυσᾷ μὲν [ὁ Θεὸς] […] πνοὴν ζωῆς, τὴν χάριν τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος, καὶ οὕτως ἐγένετο ἄνθρωπος τέλειος […] εἰς γὰρ ψυχὴν ζῶσαν ἐγένετο, καὶ οὐκ εἰς ψυχήν· οὐ γὰρ ψυχὴ ἀνθρώπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἰς ψυχὴν ζῶσαν πνευματικῶς (Πατριάρχης Κάλλιστος [Ἀγγελικούδης], στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 302:ιστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Ἡ Πνευματικὴ Δωρεά», σ. 136:16.

33 Ἡ δὲ ψυχὴ λογική τέ ἐστι καὶ ἡ φύσις αὐτῆς ἔμπλεως φωτὸς νοεροῦ (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης], στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 19:λδ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Περὶ τῆς ἑνώσεως μὲ τὸ Θεό…», σ. 235:34.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ