03α.02 | Εισαγωγή – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

2. Εἰσαγωγή

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – Μηνύματα Ἀγάπης
MΕΡΟΣ Α’

A- A A+

Θὰ ἦταν σκόπιμο, πρὶν προχωρήσουμε στὴν ὁποιαδήποτε ἀνάλυση, νὰ διαχωρίσουμε κάποιες ἔννοιες καί, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νὰ ἀντιδιαστείλουμε τὸ ἐγὼ ἀπὸ τὸ Ἐγὼ καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἐγωισμό. Τέλος, νὰ διαχωρίσουμε τὸν ἐγωισμὸ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια.

Τὸ ἐγὼ ταυτίζεται μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὀνομάζει προσωπικότητα. Ἀντίθετα μὲ τὸ Ἐγώ, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο. Ἡ προσωπικότητα εἶναι τὸ προσωπεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται ἡ κάθε ἀνθρώπινη μορφὴ στὸν πλανήτη μας, συνοδευόμενο πάντοτε ἀπὸ κάποιο συγκεκριμένο ὄνομα. Αὐτὸ τὸ «προσωπεῖο», φυσικά, δὲν εἶναι παρὰ μόνο ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος, μιὰ μορφὴ δηλαδὴ καὶ ἕνα ὄνομα ποὺ δίνεται σὲ κάτι γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὅμοιό του καί, φυσικά, οὔτε ἡ μορφὴ οὔτε τὸ ὄνομα μποροῦν νὰ ὑπάρξουν χωρὶς τὴν ψυχή, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ ψυχὴ χωρὶς τὸ Πνεῦμα.

Ἡ προσωπικότητα λοιπὸν ἀντιστοιχεῖ στὸ ὑλικό μας σῶμα, δηλαδὴ σὲ αὐτὸ ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας καὶ τὸ ὁποῖο ὑπακούει στοὺς φυσικοὺς νόμους, στοὺς νόμους ποὺ ρυθμίζουν τὴ ζωή.

Ἐγωισμὸς εἶναι ἡ νοητικὴ προέκταση τοῦ ἐγώ, εἶναι δηλαδὴ ἡ ἔκφραση τῶν ὅσων ὁ καθένας μας προσδίδει ὡς χαρακτηριστικὰ στὴν προσωπικότητά του. Συγκεκριμένα, ὅταν στὴν προσωπικότητά μας, στὸ ἐγώ μας, προσδίδουμε ἱκανότητες, δυνατότητες, δυνάμεις κ.λπ. ποὺ –συγκρινόμενες μὲ τοὺς ἄλλους συνανθρώπους μας– μᾶς ἐμφανίζουν καλύτερους ἀπὸ αὐτούς, τότε ἀσφαλῶς χαρακτηριζόμαστε ὡς ἐγωιστές. Ἡ ὑπερηφάνεια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἐγὼ καὶ τὸν ἐγωισμό, δὲν ἔχει νὰ κάνει τίποτα μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Ὑπερήφανος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν δέχεται ὅτι πάνω καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸν ὑπάρχει μιὰ δύναμη ποὺ διέπει, ρυθμίζει καὶ προνοεῖ γιὰ ὅλα, μιὰ δύναμη ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει, μιὰ δύναμη ποὺ ὅσοι τὴ δέχονται, τὴ χαρακτηρίζουν μὲ τὸ ὄνομα Θεός. Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος θέλει νὰ πιστεύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι, γενικά, ὁ δημιουργὸς καὶ κύριος τῆς τύχης του, μιᾶς ζωῆς ποὺ κατὰ τὸν ἄφρονα καὶ ὑπερήφανο ἀρχίζει καὶ τερματίζεται ἐδῶ στὸν πλανήτη μας, χωρὶς καμία προέκταση.

[…] ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ. (Π.Δ., Γένεσις 3:19)

Ὁ ἄνθρωπος, στὰ πρῶτα στάδια τῆς γήινης ζωῆς του, εἶχε μιὰ πλήρη συναίσθηση τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ ἐγὼ καὶ τοῦ πνεύματος καί, φυσικά, τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἐγώ, οἱ δύο ὄψεις ἑνὸς ἑνιαίου ὅλου, ἐπιτελοῦσαν τὸ καθένα χωριστὰ ἀλλὰ μὲ σύμπνοια καὶ ἁρμονία τὸ ἔργο τους. Τὸ ἐγὼ γνώριζε ὅτι εἶναι μία πλευρὰ τοῦ πνεύματος καὶ περιοριζόταν στὴ διεκπεραίωση αὐτῶν τῶν λειτουργιῶν ποὺ ἦταν συνδεδεμένες μὲ τὴν ὑλικὴ ἔκφραση τῆς ζωῆς. Τὸ πνεῦμα, ἀντίθετα, ἐξέταζε μὲ ἠρεμία τὶς πληροφορίες ποὺ δεχόταν μέσω τῶν αἰσθήσεων ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο, ἀξιοποιοῦσε τὸ καθετὶ καὶ ἰδιαίτερα τὶς ἐμπειρίες καὶ ἀνάλογα ἔδινε τὴν κατεύθυνση στὴν ψυχὴ καὶ ἡ ψυχὴ στὸ σῶμα. Ὅλα λειτουργοῦσαν ἁρμονικὰ μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς λεγόμενης «πτώσης».

«Πτώση», ὅταν λέμε, δὲν ἐννοοῦμε αὐτὸ ποὺ σημαίνει ἡ λέξη γιὰ νὰ χαρακτηρίσει μιὰ ὑλικὴ ἐκδήλωση. Ἡ πτώση εἶναι καθαρὰ πνευματικὸ φαινόμενο. Ἄρχισε ἀπὸ τὸν πρῶτο Ἀδάμ, τὸν πρῶτο σκεπτόμενο ἄνθρωπο, καὶ ἔκτοτε συνεχίζεται μέχρις ὅτου ὁ ἄνθρωπος ἀφυπνιστεῖ, ἀποκτήσει δηλαδὴ συνείδηση τῆς ταυτότητας καὶ τῆς καταγωγῆς του καὶ θελήσει νὰ ἐπαναπατριστεῖ.

Μετὰ τὴν πτώση, λοιπόν, βαθμιαῖα τὸ ἀνθρώπινο ἐγὼ ἄρχισε νὰ «ἀνεξαρτητοποιεῖται», νὰ βιώνει μιὰ ξεχωριστὴ ἔναντι τοῦ πνεύματος ζωή, καὶ μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων συνέβη τοῦτο τὸ ἐκπληκτικό: ἐπῆλθε ἕνας πλήρης διαχωρισμὸς πνεύματος καὶ ἐγώ, ὑψώθηκε ἀνάμεσά τους ἕνας διαχωριστικὸς τοῖχος, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ ἔκτοτε ὡς ξεχωριστὸ αὐθύπαρκτο ἐγώ, ἀγνοώντας καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς. Τὸ ἐγὼ λειτουργοῦσε χωρὶς τὴν ἐπίβλεψη τοῦ πνεύματος. Ἔγινε ἕνα μοναχικὸ ἐγὼ ποὺ προσδιόριζε ἐννοιολογικὰ τὸν ἑαυτό του μὲ βάση τὴ φθορά, τὴν ἀπομόνωση, τὴ θνητότητα. Ἔπαψε νὰ ἔχει τὴν εὐρύτητα ποὺ παρεῖχε σὲ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν στερήθηκε τὴ δυνατότητα, γιατὶ τοῦ ἔλλειπε ἡ ἀπαραίτητη ἐνέργεια, νὰ χρησιμοποιήσει ἐπαρκῶς τὸν νοῦ του. Kαὶ ἔτσι ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἱκανοτήτων τοῦ ἐγκεφάλου παρέμεινε ἀχρησιμοποίητο, πέραν τοῦ ὅτι καὶ τὸ χρησιμοποιούμενο μέρος ἔκανε ἐλλιπεῖς ἢ ἐσφαλμένες παρατηρήσεις, λόγω πραγματικῆς ἀδυναμίας τοῦ ἐγὼ νὰ καλύψει ὅλο τὸ φάσμα τῆς ζωῆς καὶ νὰ σχηματίσει μιὰ ἀντίληψη ποὺ νὰ προσεγγίζει τὴν πραγματικότητα.

Ἕνας νοῦς ποὺ βλέπει τὸν ἑαυτό του σὰν αὐθύπαρκτη ὕπαρξη, σαφῶς διαχωρισμένη ἀπὸ τὸ πνεῦμα, γίνεται ἕνα ὄργανο διαίρεσης. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ διαιρεῖ, νὰ ἀναλύει, νὰ διαχωρίζει, νὰ ἀνατέμνει καί, προπαντός, νὰ κατακερματίζει τὸ καθετὶ πρὸς τὸ ὁποῖο στρέφει τὴν προσοχή του.

Αὐτὴ ἡ «ἐγωιστικὴ» χρήση τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, τοῦ ἐγκεφαλικοῦ νοῦ, ὑπῆρξε καταστροφική, δημιούργησε στὴν ἀνθρωπότητα σκέψεις, εἰκόνες, δομὲς προσωπικῆς ταυτότητας, καὶ τελικὰ οἱ πολιτισμοὶ ποὺ δημιουργήθηκαν βασίστηκαν στὴν ψευδαίσθηση πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεμελιωδῶς διαχωρισμένος ἀπὸ τὴν πηγή του, θεμελιωδῶς διαχωρισμένος ἀπὸ τὴν Ὕπαρξη ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀναδυθεῖ καὶ αὐτὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ Δημιουργία. Λησμόνησε ὅτι μόνο τὸ πνεῦμα ἔχει τὴν ἀπαραίτητη δύναμη καὶ νοημοσύνη γιὰ νὰ χρησιμοποιήσει σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση τὸν ἐγκεφαλικὸ νοῦ. Λησμόνησε ὅτι μόνο ὅταν ὁ ἐγκεφαλικὸς νοῦς ἔχει τὴν πληρότητα ποὺ δίνει τὸ πνεῦμα γίνεται ὄργανο ἑνότητας, ἁρμονίας, συνεργασίας, δημιουργίας καὶ κατανόησης. Γίνεται ἕνα ὄργανο, ἕνα κανάλι μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἡ συμπαντικὴ ἐπίγνωση μπορεῖ νὰ περάσει στὸν φυσικὸ κόσμο.

Αὐτὴ ἡ ἀπομόνωση τοῦ ἐγὼ ἀπὸ τὸ πνεῦμα, αὐτὴ ἡ στέρηση τῶν δυνατοτήτων ποὺ παρεῖχε τὸ πνεῦμα στὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ὁδήγησε ἀκόμα στὴν ὑπερβολή, στὴν προδιάθεση στὸν φόβο, στὴ φθορά, στὴ θνητότητα, γιατὶ τὸ ἐγὼ μὲ τὴν «ἐγωιστικὴ» σκέψη βλέπει τὸν διαχωρισμὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει, φαντάζεται πὼς ὁ ἄνθρωπος, τὰ φυτά, τὰ ζῶα, ἀκόμα καὶ ὁ ἴδιος ὁ κόσμος ὑπάρχουν σὲ μιὰ κατάσταση τέλειου διαχωρισμοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων ὑπῆρξε καταστροφικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸ περιβάλλον καὶ γιὰ τὶς ἄλλες μορφὲς ζωῆς ποὺ μοιράζονται τὸν πλανήτη μας. Ἔσπειρε τὴ διχόνοια, τὸ μίσος, τὴν ἀδιαφορία καὶ αἰῶνες τώρα ἡ ἀνθρωπότητα εἰσπράττει αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τοῦ διαχωρισμοῦ, τοὺς πικροὺς καρποὺς τῶν πολέμων, τῆς βίας, τῆς ἐκμετάλλευσης κ.λπ.

Αὐτὴ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ πλαστὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη σχηματίσαμε ὅλοι μας καὶ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη κληροδοτήσαμε στὰ παιδιά μας. Ἔτσι ἄρχισε καὶ συνεχίζεται ὁ ἐξωτερικὸς προσανατολισμὸς τὸν ὁποῖο ὑιοθετοῦν ὅλοι: γονεῖς, δάσκαλοι, παιδεία. Σὲ αὐτὸν τὸν προσανατολισμὸ παραμένουν οἱ ἄνθρωποι, κατὰ κανόνα, γιὰ ὅλη τὴ ζωή τους, δίνοντας ἐλάχιστη ἢ καθόλου ἀξία στὴν ἐσωτερικὴ φωνὴ τοῦ πνεύματος.

Καὶ ἐνῶ τὰ παιδιὰ ἔρχονται στὸν κόσμο ἔχοντας μιὰ πηγαία, ἐνστικτώδη ἀντίληψη, τὸ σύστημα (γονεῖς, δάσκαλοι, παιδεία) ἀντί νὰ διευρύνει καὶ νὰ σταθεροποιεῖ τὴν ἀντίληψη αὐτή, τὴ διαστρεβλώνει.

Οἱ νέοι διδάσκονται νὰ ὑποκρίνονται, νὰ ψεύδονται, νὰ φοβοῦνται νὰ ἐκφραστοῦν αὐθόρμητα καὶ εἰλικρινά, διδάσκονται ὅτι ἐνδεχομένως εἶναι κακοὶ καὶ ὁπωσδήποτε ζοῦν μέσα στὴν ἁμαρτία.323 Κανεὶς δὲν τοὺς λέει ὅτι τὸ Σύμπαν περικλείει μέσα του ἕνα ὑπέροχο φωτεινὸ Ὄν. Ἕνα Ὂν ποὺ ἔχει τὴ δημιουργικὴ δύναμη τῆς αἰωνιότητας καὶ ὅλη τὴν ὑπέροχη ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.

Εἶναι καιρὸς νὰ πάψουμε νὰ θυσιάζουμε στὸν βωμὸ αὐτοῦ τοῦ ἀσφυκτικοῦ ἐγὼ τὴν ἱερὴ σοφία ποὺ ὑψώνεται μαζὶ μὲ κάθε χτύπο τῆς καρδιᾶς μας. Ἂς ἀφήσουμε τὸν νοῦ μας νὰ χαλαρώσει μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση καὶ νὰ ἀνοιχτεῖ μέχρι νὰ γίνει ἕνας βωμός, ὅπου θὰ λειτουργεῖ ὡς ἀρχιερέας τὸ πνεῦμα. Ἀλλὰ προπαντός, ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ αὔριο ἂς ἀκούσουμε προσεκτικὰ τί ἔχουν νὰ ποῦν τὰ παιδιὰ ποὺ ἔρχονται στὸν κόσμο καὶ ἂς ἀφήσουμε τὰ παιδιὰ αὐτὰ νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ δὲν μπορέσαμε ἢ δὲν θελήσαμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.

Εἶναι καιρὸς νὰ ἀφήσουμε τοὺς νέους νὰ ἐκφραστοῦν, νὰ βοηθήσουμε νὰ ἀπεγκλωβιστοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς ἀποπνιχτικὲς αἴθουσες τῶν σημερινῶν σχολείων, ποὺ τὰ θάβουν κάτω ἀπὸ ὄγκους στοιχείων ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν χωρὶς τὸ φῶς τοῦ πνεύματος. Αὐτὲς οἱ ἀτελείωτες δοκιμασίες τοῦ νέου ποὺ διαρκοῦν ὅσο περίπου καὶ ἡ σημαντικὴ ζωή του καὶ ποὺ ἔρχονται μὲ τὴ μορφὴ τῶν ἐξετάσεων (ἀπὸ πέντε ἕως εἴκοσι πέντε ἐτῶν), αὐτὲς οἱ φρικαλέες δοκιμασίες ποὺ στεροῦν ἀπὸ τοὺς νέους κάθε δυνατότητα γιὰ σχηματισμὸ σωστῶν ἐμπειριῶν καὶ ποὺ εἶναι χωρὶς κανένα ἀντίκρισμα –ἀφοῦ οἱ νέοι οὔτε διαπαιδαγωγοῦνται οὔτε τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους μποροῦν νὰ ἐξασφαλίσουν– πρέπει νὰ πάρουν τέλος.

Ἁπλά, ἂς δώσουμε στὰ παιδιὰ τὶς δυνατότητες νὰ μάθουν, νὰ ἐκφραστοῦν μὲ τρόπο ποὺ νὰ ἔχει νόημα γιὰ αὐτὰ καὶ γιὰ τὸν κόσμο γύρω τους. Ἂς τοὺς δώσουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφράσουν μὲ πληρότητα τὸν Ἑαυτό τους, τὸν μεγάλο Ἑαυτό τους, αὐτὸν ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ ἐγὼ καὶ ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε λησμονήσει.

Εἶναι καιρὸς νὰ πληροφορηθοῦν ὅλοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ξεχωριστὴ ἐκδήλωση στὸ σύνολο τῆς Δημιουργίας καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ δημιουργία, στὴ φυσικὴ καὶ πνευματική της ὑφή, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ ἕνα ἑνιαῖο ἀδιάσπαστο σύνολο. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἀρχίσει νὰ κατανοεῖ ὅτι μέσα σὲ ὅλα τὰ πράγματα καὶ σὲ ὅλα τὰ πλάσματα ἐνοικεῖ τὸ Πνεῦμα καὶ ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ἡ πνοὴ καὶ τὸ φῶς εἶναι μιὰ συνάρτηση, μιὰ ἑνότητα πνευματικὴ μὲ ὑλικὴ ἔκφραση. Ὅλα ὅσα ὑπῆρξαν καὶ ὅσα θὰ ὑπάρξουν ἀνήκουν στὸν ἄπειρο κόσμο τοῦ
Σύμπαντος. Ὅλοι οἱ κόσμοι, ὁρατοὶ καὶ ἀόρατοι, ὅσα γεννήθηκαν καὶ ὅσα θὰ γεννηθοῦν, ὅλα χωρὶς νὰ ἐξαιρεθεῖ οὔτε ἕνας κόκκος ἄμμου. Καὶ ἀκόμα, νὰ ἀρχίσει νὰ κατανοεῖ ὅτι ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος συνέχει, φροντίζει, προνοεῖ γιὰ ὅλα καὶ γιὰ ὅλους.

Ἐν Αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν. (Πράξεις 17:28)

 


323 Πρβ. Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 318. [Σ.τ.Ε.]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ