03α.03 | Πνευματική Προσέγγιση – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

3. Πνευματικὴ Προσέγγιση

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – Μηνύματα Ἀγάπης
MΕΡΟΣ Α’

A- A A+

Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ βιολογικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ κυρίως ἕνα πνευματικὸ φαινόμενο. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀποτελεῖ τὴ γέφυρα ποὺ ἑνώνει τὸ Πνεῦμα μὲ τὴν Ὕλη, δύο ὄψεις τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθημερινὸς ἄνθρωπος ἀγνοεῖ ὅτι εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ τὴν ὕλη, ἀγνοεῖ ὅτι ἡ ὕλη διέπεται ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φθορᾶς, ἀδυνατεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη, νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν οὐσία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του. Κυρίως ὅμως, ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει ποιὸς ὁ λόγος τῆς ὑλικῆς καὶ παράλληλα πνευματικῆς συγκατοίκησης, ποιὸς ὁ ἀπώτερος σκοπὸς τοῦ κάθε ὑπαρκτοῦ ὑλικοπνευματικοῦ ὄντος.

Εἶναι δύσκολο ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι, πέρα ἀπὸ ἕναν κόσμο ποὺ βιώνει στὸ ὑλικὸ ἐπίπεδο, ὑφίσταται καὶ ὑπάρχει ἕνας κόσμος ἐμπλουτισμένος μὲ ἄφθαρτο κάλλος. Ὅτι, πέρα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς Γῆς, ὑπάρχουν στὴν πραγματικότητα ἄλλα ἀπαστράπτοντα φωτεινὰ ἀγαθὰ ἀπεριόριστου κάλλους, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ γνωρίσει καὶ νὰ κερδίσει ὁ ἄνθρωπος ἐφόσον δὲν ἀφυπνιστεῖ ἔγκαιρα.

Τὸ φυσικὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὁ φορέας τῆς ψυχῆς, κάνει ἔντονα αἰσθητὴ τὴν παρουσία του ὅταν κάτι δὲν πηγαίνει καλὰ σὲ αὐτὸ ἢ ὅταν δὲν ἱκανοποιεῖται ἡ μία ἢ ἡ ἄλλη ἐπιθυμία του. Αὐτὸ ποὺ κινεῖ τὸ φυσικὸ σῶμα, ἡ δύναμη δηλαδὴ ποὺ ζωοποιεῖ, εἶναι ἐνέργεια ποὺ διοχετεύεται ἀπὸ τὴν ἐμψυχούσα δύναμη, εἶναι πνοὴ ζωῆς. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε ζωώδη ψυχή, ποὺ ὑπάρχει καὶ στὰ ὀρυκτὰ καὶ στὰ φυτά, ἀλλὰ καὶ στὰ ζῶα καὶ στὸν ἄνθρωπο. Φυσικά, αὐτὸ –ἡ ἐμψυχούσα αὐτή, δηλαδή, δύναμη– δὲν ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἕνωσης τοῦ πνεύματος μὲ τὴν ἐνεργοποιημένη ὕλη. Αὐτὴ ἡ ἕνωση δημιουργεῖ ἕνα κέντρο ποὺ ὀνομάζουμε ψυχή.

Τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, γιὰ τὴν ὁποία τόσο λόγο κάνουμε στὴν ἔρευνά μας, εἶναι γνωστὸ ὅτι δὲν τὴν ἀποδέχονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Κυρίως γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ ὕπαρξή της ἀπὸ ἄτομα εὔπιστα, μὴ ἀπαραιτήτως ἀνεπτυγμένα νοητικά, ποὺ ἔχουν γαλουχηθεῖ μὲ τὶς παραδόσεις καὶ τὰ δόγματα τῆς θρησκείας. Γίνεται ὅμως ἀποδεκτὴ καὶ ἀπὸ τὴν ὁμάδα ἐκείνη τῶν ἀναζητητῶν ποὺ γνωρίζουν τὴν ψυχὴ σὰν ἕνα γεγονὸς ἀπὸ δική τους πνευματικὴ ἐμπειρία, μὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποδείξουν τὴν ὕπαρξη αὐτή, ἰδιαίτερα στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀποδέχεται μόνο ἐκεῖνο ποὺ ὁ νοῦς του μπορεῖ νὰ συλλάβει, νὰ ἀναλύσει, νὰ δοκιμάσει.

Παρατηροῦμε ἔτσι ὅτι ὁ ἀδαὴς καὶ ὁ σοφὸς συναντῶνται σὲ κοινὸ ἔδαφος, ὅπως συμβαίνει πάντοτε μὲ τὰ ἄκρα. Στὸ διάμεσο βρίσκονται ὅσοι δὲν εἶναι ὁλότελα ἀδαεῖς οὔτε σοφοί. Εἶναι ἡ μάζα «τῶν μορφωμένων» ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν γνώση, ἀλλὰ ὄχι καὶ κατανόηση καὶ ποὺ ἔχουν ἀκόμα νὰ μάθουν τὴ διαφορὰ μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ συλλάβει ὁ συγκεκριμένος ἐγκεφαλικὸς νοῦς καὶ ἐκείνου ποὺ μπορεῖ νὰ συλλάβει ὁ ἀφηρημένος νοῦς, δηλαδὴ ἡ ψυχή.

Ἡ ψυχὴ λοιπόν, ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὅπως ἔχουμε ἀναπτύξει ἀλλοῦ, ἔχει τὸ ἀπόλυτο μέρος της ποὺ εἶναι ὁ νοῦς καὶ τὸ σχετικὸ μέρος ποὺ χωρίζεται στὸ θυμικὸ ἢ συναισθηματικὸ καὶ στὸ ἐπιθυμητικό.

Αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἰδιαίτερα ἐδῶ εἶναι τὸ συναισθηματικὸ μέρος τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ τὸ συναισθηματικὸ μέρος εἶναι γιὰ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους ὁ φορέας τῆς ἐμπειρίας. Ἐλάχιστοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν σπαταλοῦν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς τους ἀποτυπώνοντας τὶς ἀντιδράσεις σὲ αὐτὸ τὸ «σῶμα». Ἡ ἀπειρία τῶν συναισθημάτων πλημμυρίζει καὶ ταλαιπωρεῖ τὸν ἄνθρωπο –σκληρότητα, ἐγωισμός, δειλία, φθόνος, ζήλια καὶ τὰ παρόμοια– ἤ, ἀντίθετα, τὸν ἐξυψώνει, ἀνάλογα μὲ τὴν ἔνταση, τὸ πάθος, τὴν εὐτέλεια ἢ τὴν ὑψηλὴ ποιότητά τους. Ἀντίθετα, ἀγάπη, θρησκευτικὴ συνείδηση, αἰσθητικὴ ἀντίληψη, ἠθικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ δύναμη δημιουργίας φωλιάζουν μέσα στὸ μέρος αὐτὸ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀνάλυση τῶν συναισθημάτων αὐτῶν δὲν θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ, θὰ ἐπαναλάβουμε μόνο ὅτι στὸ πλαίσιο τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβάνεται καὶ ὁ ἐξευγενισμὸς καὶ ἡ ἐξύψωση τῶν συναισθημάτων του, καθὼς καὶ ὁ ἀντίστοιχος περιορισμὸς καὶ ἡ ἐξαφάνιση τῶν κατωτέρων συναισθημάτων.

Αὐτό, λοιπόν, ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ ἰδιαίτερα εἶναι οἱ δύο πιὸ κοινὲς ἐκδηλώσεις τῆς δραστηριότητας τοῦ συναισθηματικοῦ ἢ συγκινησιακοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου: αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις εἶναι ὁ φόβος καὶ ἡ ἐπιθυμία γιὰ εὐτυχία.

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει γνωρίσει καὶ γνωρίζει τὸν φόβο στὶς ποικίλες μορφὲς ἐμφάνισής του. Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἐνστικτώδη φόβο τοῦ ἄγριου –ποὺ βασίζεται στὴν ἄγνοια τῶν νόμων καὶ τῶν δυνάμεων τῆς φύσης– μέχρι τὸν τρόμο γιὰ τὸ σκοτεινὸ καὶ τὸ ἄγνωστο, γιὰ νὰ καταλήξουμε στὸν φόβο τοῦ ἐκμηδενισμοῦ μὲ τὸν θάνατο. Ἀκολουθοῦν, φυσικά, οἱ φόβοι ποὺ βασανίζουν ἰδιαίτερα σήμερα τὸν ἄνθρωπο: φόβος ἀπώλειας τῆς ὑγείας ἢ τῶν χρημάτων, φόβος ἀτυχήματος, βίαιας ἐπίθεσης, ληστείας, κλοπῆς κ.λπ.

Ὁ φόβος, γενικά, ὑποβιβάζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἕνα δειλὸ καὶ τρομοκρατημένο ἄτομο ποὺ στέκει τρομαγμένο μπροστὰ στὸ ἀσύλληπτο τῶν προβλημάτων τῆς ὕπαρξης. Ὁ φόβος ἔχει τὶς ρίζες του στὴν ἴδια τὴν ὕλη, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία περιστρέφεται, καὶ ἀσφαλῶς εἶναι ἕνα κατασκεύασμα τοῦ νοῦ καὶ ἀποτέλεσμα τῆς νοητικῆς δραστηριότητας. Ὁ φόβος βρίσκεται μέσα σὲ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε κοσμικὸ κακό.

Ὁ φόβος, γενικά, γιὰ τὸν καθημερινὸ μέσο ἄνθρωπο βασίζεται:

1) Στὸν φόβο τοῦ θανάτου, ποὺ θεωρεῖται μεγάλη συμφορά, ὡς «τὸ ὕστατο τῶν δεινῶν», γιατὶ ἐπιφέρει τὴν ἐγκατάλειψη τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἀπολαμβάνει κανεὶς ὅσο ζεῖ –ἰδιαίτερα γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν συλλέξει ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθά–, τὸν ἀποχωρισμὸ ἀπὸ ἀγαπημένα πρόσωπα, τὴ στέρηση, γενικά, τῆς ζωῆς. Βασίζεται ἐπίσης στὸν τρόμο ποὺ προκαλεῖ τὸ ἄγνωστο καὶ ἀπροσδιόριστο καὶ στὴ λανθασμένη ἀντίληψη γιὰ τὴν Κόλαση καὶ τὸν Παράδεισο. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ἐπίσης ποὺ φοβοῦνται καὶ τὴ διαδικασία τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου. Φυσικά, ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος, ὑπάρχει εἴσοδος σὲ μιὰ ἄλλη, διαφορετική, πληρέστερη ζωή. Ἰδιαίτερα ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου δὲν εἶναι δυσάρεστη, παρὰ μόνο ἂν προηγεῖται τρόμος. Ἡ λυτρωτικὴ ἐπενέργεια τῆς πίστης στὸ θέμα αὐτὸ τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ πιστοῦ ἀπὸ κάθε εἶδος φόβου σχετικὰ μὲ τὸν θάνατο ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή του, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ἡ Θυσία τοῦ Ἰησοῦ ἔγινε ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀπαλλάξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ μεταθανάτια ἀγωνία.

[…] καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἑβραίους 2:15)

Ἄλλωστε, ἡ κάθοδος τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἅδη καὶ ἡ στὴ συνέχεια Ἀνάστασή Του αὐτὸ ἤθελε νὰ καταδείξει, νὰ καταδείξει δηλαδὴ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ θανάτου. Δὲν θὰ ἦταν δὲ παραδοξολογία νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μιὰ πλήρης ἀντιστοιχία μεταξὺ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου καὶ τῆς πίστης τοῦ ἀνθρώπου, μὲ δεδομένο σχεδὸν ὅτι ἡ μεταθανάτια ἀγωνία δείχνει φανερὰ τὴν ἔλλειψη πίστης.

2) Στὸν φόβο γιὰ τὸ μέλλον, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὶς ἐνστικτώδεις ψυχολογικὲς συνήθειες τῆς σκέψης, ποὺ ἔχουν τὶς ρίζες τους βαθιὰ στὴ ζωώδη φύση καὶ στὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης. Παλαιοὶ φόβοι, ἀναμνήσεις δυσάρεστες, ἐφιαλτικὲς δυστυχίες ἀνεβαίνουν συχνὰ στὴν ἐπιφάνεια ἀπὸ τὸ ὑποσυνείδητο καὶ προκαλοῦν κατάσταση φόβου καὶ ἀγωνίας, ποὺ καμία λογικὴ σκέψη δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ καθησυχάσει. Τὰ μέσα ἐνημέρωσης καὶ ἐπικοινωνίας θέτουν ἀκόμα καὶ τὸν πιὸ ἀσήμαντο ἄνθρωπο σὲ σύνδεση μὲ τραγωδίες, βάσανα καὶ πόνους τοῦ συνανθρώπου του καὶ δημιουργοῦν ἔτσι φόβο γιὰ τὸ μέλλον. Οἱ ἔγνοιες καὶ τὸ ἄγχος εἶναι ἡ γήινη μοίρα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ δὲν μποροῦν, οὔτε πρόκειται, νὰ ἀντισταθμιστοῦν ἢ νὰ κατανικηθοῦν ἀπὸ κανέναν ἄλλο παράγοντα πέρα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ φόβος γιὰ τὸ μέλλον μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα προϊὸν μιᾶς στιγμιαίας πρόγνωσης γιὰ τὸ μέλλον ἢ μιᾶς ἐπίδρασης ἀπὸ τὸ περιβάλλον, γιατὶ εἶναι ἀπολύτως δυνατὸν γιὰ ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τοὺς φόβους τῶν ἄλλων ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν ἔχει κανέναν λόγο γιὰ νὰ φοβᾶται.

3) Στὸν φόβο τοῦ φυσικοῦ πόνου καὶ τοὺς συνακόλουθους φόβους τῆς ἀνημποριᾶς τῶν γηρατειῶν, τῆς πιθανολογούμενης ἢ μὴ ἀρρώστιας κ.λπ., ποὺ λειτουργοῦν σὰν αἰτία σοβαρῶν ἀνησυχιῶν γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους, ἂν καὶ ἐλάχιστοι τὸ παραδέχονται. Κακὰ καὶ στενοχώριες ποὺ δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν ζωτικὴ σημασία ἀσκοῦν ἀγωνιώδη ἐπίδραση καὶ κάνουν δυστυχεῖς πολλοὺς ἀνθρώπους.

4) Στὸν φόβο τῆς ἀποτυχίας, ποὺ ἐπηρεάζει πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ πρὸς διάφορες κατευθύνσεις. Ὁ φόβος ὅτι μπορεῖ νὰ μὴν ἐπιτύχουν στὴ ζωή, νὰ μὴν κερδίσουν τὴν ἀγάπη τῶν προσώπων ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρουν, τὸν θαυμασμό, τὸν ἔπαινο αὐτῶν ποὺ ἀγαποῦν, ὁ φόβος τῆς περιφρόνησης κ.λπ. εἶναι ὄψεις ποὺ χρωματίζουν τὴ ζωὴ πολλῶν ἀνθρώπων.

Αὐτοὶ οἱ φόβοι ποὺ ἀναφέραμε ἐνδεικτικὰ θὰ καθηλώνουν τὸ πεπρωμένο τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ χαρακτηρίζουν τὴ ζωή του, μέχρις ὅτου ἔρθει ὁ καιρὸς ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀφυπνιστεῖ καὶ θὰ κατανοήσει τὴν ἀθάνατη κληρονομιά του, θὰ ἑδραιώσει τὴν πίστη του καὶ θὰ ἀποκτήσει τὴν ἐλευθερία του, ἀκολουθώντας αὐτὸ τὸ πεπρωμένο ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει ἐπιλέξει, τὸ πεπρωμένο τῆς βάσιμης ἐλπίδας ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σκέψη ὅτι αὐτὸ ποὺ συνέβη ἢ αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ ἦταν ἀναγκαῖο νὰ συμβεῖ, ἦταν ἁπλῶς ἡ περιπέτεια τοῦ ταξιδιοῦ, ἑνὸς ταξιδιοῦ ποὺ ἔχει πάντοτε αἴσιο τέλος.

Στὴν περίπτωση τῶν ἀνεπτυγμένων ὄντων, μετὰ τὸν θάνατο, ὑπάρχει διατήρηση τῆς συνέχειας, τοῦ εἱρμοῦ τῆς συνείδησης. Ὁ ἄνθρωπος, στὴν περίπτωση αὐτή, στὴ μεταθανάτια κατάσταση ξέρει ὅτι ὁ ἑαυτός του εἶναι ὅπως πρίν, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔχει πιὰ αἰσθήσεις γιὰ νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ φυσικὸ πεδίο. Διατηρεῖ τὴν ἐπίγνωση τῶν καταστάσεων τοῦ αἰσθήματος καὶ τῶν σκέψεων τῶν προσώπων ποὺ ἀγαπᾶ, μολονότι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα.

Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀλληλεπίδραση μπορεῖ νὰ εἶναι στενότερη μετὰ τὸν θάνατο, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ἐμπόδιο τοῦ φυσικοῦ σώματος. Πάντως, δύο πράγματα ἀντιστρατεύονται αὐτὴ τὴν ἀλληλεπίδραση: α) Ἡ θλίψη καὶ ἡ βίαιη συγκινησιακὴ ἀναστάτωση αὐτῶν ποὺ ἀφήνουμε πίσω μας, καὶ β) Ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀμηχανία τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου καθὼς στέκει ἀντιμέτωπος μὲ τὶς καινούριες συνθῆκες.

Ὅταν οἱ ἄνθρωποι πάψουν νὰ φοβοῦνται τὸν θάνατο καὶ ἑδραιώσουν μιὰ κατανόηση γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ ποὺ νὰ μὴ βασίζεται σὲ παραισθήσεις καὶ ὑστερίες, τότε θὰ φτάσουμε στὸν ὀρθὸ ἔλεγχο τῆς λειτουργίας τοῦ θανάτου. Σήμερα μερικοὶ μποροῦν νὰ ὁραματιστοῦν μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἀντὶ γιὰ δάκρυα καὶ φόβο θὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου καὶ τῆς μεταθανάτιας ζωῆς, ἔτσι ὥστε αὐτὸς καθαυτὸν ὁ θάνατος νὰ χαρακτηρίζεται φυσιολογικὴ κατάσταση καὶ σὲ καμία περίπτωση συμφορά.

Σήμερα ὑπάρχουν συσσωρευμένες μαρτυρίες γιὰ τὴ μεταθανάτια κατάσταση, ὑπάρχει ἀκόμα σὰν ἔνδειξη ἡ ἐσωτερικὴ διαβεβαίωση τῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ καὶ σὰν ἰδέα βρίσκεται στὴ διάνοια ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Στὸ ἐγγὺς μέλλον ἡ ἔνδειξη θὰ παραχωρήσει τὴ θέση της στὴν ἀπόδειξη. Στὸ μεταξύ, ἂς καλλιεργήσουμε μιὰ καινούρια στάση γιὰ τὸν θάνατο. Ἂς πάψουμε νὰ νομίζουμε ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τὸ ὕστατο τῶν δεινῶν καὶ ἂς πιστέψουμε ἐπιτέλους ὅτι καὶ οἱ ζωντανοὶ καὶ οἱ πεθαμένοι ἀποτελοῦν μιὰ συνάρτηση, μιὰ διαδικασία τοῦ κοσμικοῦ γίγνεσθαι καὶ τίποτε ἀπὸ ὅ,τι ὑπῆρξε δὲν παύει νὰ ὑπάρχει πραγματικά.

Στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο, στὴ Γῆ καὶ στὸν Οὐρανὸ ποτὲ δὲν θὰ εἴμαστε μόνοι. Θὰ ἔχουμε πάντοτε τὴ συντροφιὰ τῶν ὄντων καὶ τῶν πραγμάτων ποὺ ἔχουν μερίδιο στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατό μας, ὅπως ἐμεῖς ἔχουμε μερίδιο στὸν δικό τους θάνατο καὶ στὴ δική τους ζωή. Ὅπως ἐμεῖς συμμετέχουμε σὲ αὐτὰ πνευματικὰ καὶ βιολογικά, ἔτσι καὶ ἐκεῖνα συμμετέχουν σὲ ἐμᾶς, καὶ ὅπως ἐμεῖς τὰ ἀναζητοῦμε, ἔτσι καὶ ἐκεῖνα μᾶς ἀναζητοῦν.

Ὅταν περάσουμε ἀπὸ τὴ ζωὴ πρὸς τὸν θάνατο, θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε νὰ μὴν κουβαλᾶμε μαζί μας ἐπιθυμίες γιὰ γήινα πράγματα, νὰ μὴν ἔχουμε καμία ἐξάρτηση ἀπὸ τίποτα τὸ ὑλικό, γιατὶ τότε ἡ Γῆ σὰν μαγνήτης θὰ μᾶς τραβήξει ξανὰ καὶ ξανὰ κοντά της – μέχρι τὴν τελικὴ ἀπελευθέρωσή μας, ποὺ θὰ τὴν πετύχουμε μόνο μὲ τὴ δική μας ἐλεύθερη βούληση. Καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀπελευθερώσει εἶναι ἡ Ἀλήθεια.

[…] γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς. (Κατὰ Ἰωάννην 8:32)

«Θὰ μάθετε τὴν Ἀλήθεια καὶ θὰ ἐλευθερωθεῖτε». Καὶ ἡ μεγάλη γνώση εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ ἀπελευθερωτικὸς μοχλός. Πάντα ἡ ἀγάπη τείνει στὸν Θεό, γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός.

ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ, ΧΑΡΑ, ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ

Ἂς ξεχωρίσουμε πρῶτα τὶς ἔννοιες:

Ἡ ΕΥΤΥΧΙΑ ἔχει ὡς βάση συγκινήσεις ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν ἱκανοποίηση τῆς προσωπικότητας, εἶναι δηλαδὴ μιὰ ἀντίδραση τῆς προσωπικότητας.

Ἡ ΧΑΡΑ εἶναι μιὰ ἰδιότητα ποὺ ἀγγίζει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ δὲν ἔχει νὰ κάνει τίποτα μὲ τὴν ἱκανοποίηση ποὺ νιώθουν οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις ἀπὸ τὶς διάφορες ἀπολαύσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς, δὲν ἔχει τίποτα νὰ κάνει μὲ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ πάθους, τῆς σφοδρῆς ἐπιθυμίας κ.λπ. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς συγκίνηση ἐπενεργεῖ εὐεργετικὰ στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, τὴν ἐξαγνίζει μὲ τὴ σχετικὴ ἐμπειρία ποὺ βιώνει, ἐμπειρία ποὺ χαράζεται ἀνεξίτηλα στὴν ἀνθρώπινη ψυχή.

Οἱ σωστὰ βιωμένες ἐμπειρίες ἐπενεργοῦν στὸν ἄνθρωπο καὶ ἐπιφέρουν τὴν ἀνάπτυξή του. Ἀνάπτυξη καὶ ἐμπειρία πρέπει πάντοτε νὰ συνδέονται μεταξύ τους, γιατὶ ἡ μία ἐπιφέρει τὴν ἄλλη.

Ὅταν κανεὶς βιώνει καὶ ἀξιολογεῖ σωστὰ μιὰ ἐμπειρία, προωθεῖ μιὰ παράλληλη ἀνάπτυξη τῆς συνείδησης.324 Καὶ ἡ ἀνάπτυξη αὐτὴ συνεπιφέρει διαρκεῖς ἀλλαγὲς στὴν ἀντίληψη, καθὼς καὶ ἕναν ἀναπόφευκτο σταθερὸ ἀναπροσανατολισμὸ σὲ μιὰ κατάσταση ἐπίγνωσης ποὺ ὁδηγεῖ ἀναγκαστικὰ σὲ μιὰ καινούρια ἐμπειρία καινούριων φαινομένων, νέων καταστάσεων τῆς ὕπαρξης καὶ ἄγνωστων ἕως τώρα συνθηκῶν. Ἡ πραγμάτωση εἶναι ὁ ἀντικειμενικὸς σκοπὸς καὶ ὁ σκοπὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποτὲ στατικός. Διαρκῶς πρέπει νὰ προσαρμόζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ καινούριες συνθῆκες, μαθαίνοντας διαρκῶς νὰ ζοῦμε μέσα σὲ αὐτὲς καὶ ὕστερα ἀπὸ καιρὸ νὰ τὶς ἀφήνουμε νὰ σβήνουν καὶ νὰ φεύγουν γιὰ νὰ δώσουν τόπο μὲ τὴ σειρά τους σὲ καινούριες συνθῆκες, ὥσπου ἡ συνείδηση νὰ στερεοποιηθεῖ, νὰ ἔρθει τὸ ἐπιθυμητὸ τέλος, ἡ ἔξοδος δηλαδὴ ἀπὸ τὸ πλέγμα αὐτὸ τῶν ἐμπειριῶν, ἕνα τέρμα σὰν δικαίωση σὲ μιὰ ζωὴ ποὺ διανύθηκε ἄξια, δὲν πῆγε δηλαδὴ χαμένη.

Ἡ συγκίνηση ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ ἀγγίζει τὴν ψυχή του καὶ δὲν ἱκανοποιεῖ ἁπλῶς τὶς αἰσθήσεις του εἶναι ἡ «τροφὴ τῆς ψυχῆς». Καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἁπλὸ καὶ πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὴ χαρὰ αὐτήν. Ὁ κόσμος εἶναι ἀπίστευτα ὄμορφα πλασμένος, γεμάτος θαύματα, γεμάτος γοητεία. Ἡ ζωὴ πραγματικὰ εἶναι ἕνα θεῖο δῶρο.

Ποιὸς φταίει ἂν ἐμεῖς μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια κλείνουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας; Ποιὸς φταίει στοὺς ταξιδιῶτες ἂν καταφρονοῦν τὰ τοπία μὲ τὴ σπάνια ὀμορφιὰ καὶ τὶς παραμυθένιες πόλεις καὶ προσπερνοῦν μὲ γυρισμένες τὶς πλάτες,325 ποιὸς φταίει σὲ ἐκείνους ποὺ ἀγνοοῦν τὸ ἄρωμα τοῦ λουλουδιοῦ, τὴ ζεστὴ ἀνθρώπινη ἐπαφή, τὴ συντροφικότητα καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ τὰ περιβάλλει ὅλα;

Οἱ καθημερινὲς πνευματοκτόνες ἀσχολίες, ἡ ρουτίνα τοῦ σήμερα καὶ τοῦ αὔριο, ἡ ἐγωιστικὴ καὶ μικρόχαρη δίψα γιὰ κέρδος, ὁ μάταιος ἀγώνας γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐπικράτηση, ὁ παντοτινὸς φόβος ἑνὸς μελλούμενου κακοῦ, οἱ ἔχθρες, οἱ ἔγνοιες, οἱ στερήσεις, ὁλόκληρη ἡ κοινωνικὴ τραγωδία καὶ ἡ οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἀναρχία, καταλήγουν νὰ τοξινώσουν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἀθεράπευτα τὸν ψυχικό μας κόσμο, νὰ τὸν κάνουν ἀτροφικὸ καὶ σιγὰ-σιγὰ νὰ τὸν ἀχρηστεύσουν.326

Ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι ἡ καθημερινή σας ἀσχολία, ἂς μὴ σᾶς ἐμποδίσει νὰ «ζεῖτε». Στὸ πλαίσιο τῆς ἀσχολίας αὐτῆς καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, ἀφῆστε περιθώρια γιὰ τὴ χαρὰ τῆς φύσης, τῶν ταξιδιῶν, τῆς ἀγάπης, τῆς μουσικῆς, τῆς φιλίας. Ἀπολαῦστε τὴ μεγάλη εὐτυχία, τὴ μεγάλη χαρὰ νὰ ἐργαστεῖτε πάνω σὲ κάτι ποὺ ποθεῖ ἡ ψυχή σας καὶ δὲν ἱκανοποιεῖ ἁπλῶς τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεών σας. Κάνετε τὸ καλὸ δίχως κανεὶς νὰ σᾶς βιάζει, κάνετέ το ἐπειδὴ ἐσεῖς τὸ ἐπιθυμεῖτε. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος ἐμπλουτίζεται μὲ πράγματα ποὺ ἐξυψώνουν καὶ ὀμορφαίνουν τὴ ζωή. Καὶ αὐτὸς ὁ ἐμπλουτισμὸς τονώνει τὴ διάνοια, ἀναπτύσσει τὴ νόηση, ἐξευγενίζει τὸ συναίσθημα καί, γενικά, καλυτερεύει κάθε σφαίρα τοῦ ψυχικοῦ βίου καὶ μᾶς κάνει ὁλοένα καὶ πιὸ ἱκανούς, πιὸ δεκτικούς, πιὸ πρόσφορους γιὰ νὰ δεχτοῦμε τὰ μυστικὰ ποὺ κρύβουν οἱ αἰώνιες ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες. Καὶ ὅσο ψηλότερα ἀνεβαίνουμε στὸν πνευματικὸ κόσμο, ὅσο πιὸ συχνὰ βιώνουμε καὶ ἀξιολογοῦμε τὶς ἐμπειρίες αὐτές, τόσο πιὸ καθαρὰ βλέπουμε τὴ ζωή, τόσο πιὸ φυσικὰ τὴ χαιρόμαστε καὶ τὴν ἀπολαμβάνουμε. Καὶ ἔτσι, ἄξια ὅταν ζοῦμε, ἔρχεται ἡ εὐλογημένη στιγμὴ ποὺ ἡ δίψα μας γιὰ τὸ καθετὶ κατασιγάζει, ἡ ἀνάγκη γιὰ τὴ βίωση τῆς ὁποιασδήποτε ἐμπειρίας ἔχει ἱκανοποιηθεῖ καὶ εἴμαστε ἁπλὰ εὐτυχεῖς ποὺ ζήσαμε ὅλα ὅσα ζήσαμε. Τότε δὲν ἐπιθυμοῦμε παρὰ μόνο τὴν ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ κάθε εἴδους ἐξάρτηση, ἀπὸ κάθε εἴδους ὑλικὴ ἀπολαβή, καὶ τὸ πέρασμά μας στὸν αἰώνιο ἐκτὸς χώρου καὶ χρόνου κόσμο, μὲ μοναδικὸ ἐφόδιο αὐτὲς τὶς ἐμπειρίες καὶ τὴν ἀπεριόριστη χαρὰ ὅτι παίξαμε ἱκανοποιητικὰ τὸν ρόλο μας καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν ρόλο αὐτὸν διδαχτήκαμε αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ διδαχτοῦμε.

Κάθε συνάντηση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι ἢ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἐμπειρία. Καὶ ὅταν λέμε ἐμπειρία δὲν ἐννοοῦμε αὐτὴ καθαυτὴν τὴ συνάντηση, ἀλλὰ τὰ συναισθήματα ποὺ μποροῦν νὰ δημιουργηθοῦν ἐξαιτίας της. Κάθε συνάντηση πρέπει, γιὰ νὰ ἀποτελέσει μιὰ σωστή, ὁλοκληρωμένη ἐμπειρία, νὰ «κλείνει» κανονικά, δηλαδὴ νὰ ὁλοκληρώνεται μὲ αὐθόρμητη διάχυση ἀγάπης καὶ εἰλικρινὴ διάθεση προσφορᾶς. Ἂν δὲν κλείσει ἔτσι ὁ κύκλος, τότε θὰ ὑπάρξει ἀνάγκη νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ μιὰ ἐπανάληψη ξανὰ καὶ ξανὰ μέχρι νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ ἡ ἐμπειρία, καὶ νὰ καταγραφεῖ τὸ συναίσθημα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσφορᾶς στὴν ψυχή μας. Γιατὶ, στὴν πραγματικότητα, αὐτὸ τὸ συναίσθημα εἶναι ποὺ καταγράφεται καὶ αὐτὴ ἡ καταγραφὴ γίνεται μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ διατηρεῖται στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι ἡ ἐμπειρία ποὺ ἡ ψυχὴ ἀποκομίζει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς περιπλάνησής της στὴ Γῆ γιὰ νὰ τὴ μετουσιώσει τελικὰ μὲ τὴ μεταφορά της στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο κ.λπ. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὀφείλουμε νὰ κατανοήσουμε ὅτι, ὅταν λόγου χάρη δίνουμε σὲ κάποιον φτωχὸ ἐλεημοσύνη σὲ χρήματα, ἐνδύματα ἢ τροφή, δὲν μετροῦν καί, ἑπομένως, δὲν καταγράφονται τὰ χρήματα, τὰ ἐνδύματα ἢ ἡ τροφή, ἀλλὰ τὸ συναίσθημα, ἡ χαρὰ ποὺ βιώνουμε κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς προσφορᾶς. Ἕνα συναίσθημα, ὅμως, βιώνεται μόνο ὅταν αὐτὸ ποὺ προσφέρουμε τὸ προσφέρουμε αὐθόρμητα, χωρὶς ἰδιοτέλεια ἢ σκέψη ἀνταπόδοσης καὶ πάντοτε μὲ ἀγάπη.

[…] ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι. Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 12:8-9)

Αὐτὰ τὰ συναισθήματα, αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ποὺ «γεμίζουν» τὴν αἰώνια πλευρά μας, αὐτὰ μᾶς συνοδεύουν στὴ μετέπειτα ζωή μας, αὐτὰ δίνουν τὴ σφραγίδα τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ὡραίου. Οἱ πράξεις μας, οἱ ὁποιεσδήποτε πράξεις μας, δὲν ἀποτελοῦν παρὰ μόνο τὴ δυνατότητα γιὰ νὰ βιωθεῖ τὸ συναίσθημα, δυνατότητα ποὺ δὲν θὰ πραγματοποιηθεῖ ποτὲ ἂν δὲν τὶς συνοδεύει ἡ ἀπεριόριστη, χωρὶς ἰδιοτέλεια καὶ ἐπιθυμία ἀνταμοιβῆς ἀγάπη.

Πέραν τῆς εὐτυχίας, πέραν τῆς χαρᾶς βρίσκεται ἡ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ. Εὐδαιμονία εἶναι ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ Πνεύματος. Γιὰ τὸν καθημερινὸ ἄνθρωπο ἡ εὐδαιμονία εἶναι μιὰ μάταιη ἀναζήτηση, γιατὶ γιὰ τὴν ἐπίτευξή της ἀπαιτεῖται νὰ προσεγγίσει ἡ ψυχὴ τὸν Πατέρα καὶ ὁ προσωπικὸς ἑαυτὸς νὰ ἀποτελέσει ἕνα μὲ τὴν ψυχή.

Ἡ εὐδαιμονία, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴ μακαριότητα, εἶναι κάτι πού, ὅταν ἀποκτηθεῖ –σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν εὐτυχία– δὲν μεταβάλλεται, γιατὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ κανέναν ἐξωτερικὸ παράγοντα.

Ἡ εὐτυχία ἔρχεται ὅταν ἡ προσωπικότητα συναντᾶ τὶς συνθῆκες ἐκεῖνες ποὺ τὴν ἱκανοποιοῦν στὸ ἕνα ἢ στὸ ἄλλο μέρος τῆς κατώτερης φύσης της. Ἡ εὐτυχία ἔρχεται ὅταν ὑπάρχει ἡ αἴσθηση τῆς ἱκανοποίησης ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό μας περιβάλλον, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς περιστοιχίζουν καὶ γενικὰ ἀπὸ τὶς ἐπαφές, φυσικὲς ἢ νοητικές, ποὺ ἔχουμε μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο.

Ὡστόσο, ὅταν ἀφήσουμε πίσω μας τὴν ἱκανοποίηση τῆς προσωπικότητας καὶ συναντήσουμε τὴ χαρὰ ποὺ ἐπιφέρουν οἱ συνθῆκες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν καλύτερη ἔκφραση τῆς ψυχῆς, τόσο τῆς δικῆς μας ὅσο καὶ τῶν ἄλλων, τότε διαβαίνουμε τὴν ὁδὸ καὶ προχωροῦμε στοὺς χώρους ὅπου ἐνδιατρίβουν οἱ εὐδαίμονες. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι κυρίως ἡ προσφορὰ χαρᾶς στοὺς ἄλλους εἶναι τὸ σημαντικότερο, εἴτε πρόκειται γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα ὑλικῆς προσφορᾶς κάποιου ἀγαθοῦ εἴτε κάποιας συγκινησιακῆς κατάστασης ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει καὶ μόνο ἡ παρουσία μας εἴτε ἡ ἐπίτευξη ἑνὸς πνευματικοῦ ἢ διανοητικοῦ ἀποτελέσματος. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν μας εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ νιώθουμε γιατὶ ἡ συμπεριφορά μας ὑπῆρξε ἀνιδιοτελής, ἀφίλαυτη καὶ ὄχι κτητική. Αὐτὴ ἡ χαρά, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ συγκίνηση, καταγράφεται στὴν αἰώνια ψυχή μας καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ καὶ σὲ αὐτὴν καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ ποὺ θὰ ἐπακολουθήσει.

Ἡ εὐτυχία τῆς νεότητας ἢ ἡ ἐγωιστικὴ ἱκανοποίηση τοῦ ἐγωιστικὰ ἀπομονωμένου προσώπου δὲν πρέπει σὲ καμία περίπτωση νὰ συγχέεται μὲ τὴ χαρὰ γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε.

Πολλοὶ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι εἶναι εὐτυχισμένοι, γιατὶ δὲν γνωρίζουν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ πραγματικὴ εὐτυχία. Νομίζουν ὅτι εἶναι εὐτυχισμένοι γιατὶ ἔχουν καλὴ ὑγεία, χρήματα, ἐπιδοκιμασία ἀπὸ τὸ περιβάλλον τους. Ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ εἴδους, στερημένοι ἀπὸ τὴν πραγματικὴ χαρά, ἀρκοῦνται στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀπαιτήσεων τῆς προσωπικότητας –ποὺ εἶναι καθαρὰ ἀπαιτήσεις τῆς ὕλης– καὶ ἐκεῖ σταματοῦν. Σταματοῦν ἀπολαμβάνοντας, γιὰ παράδειγμα, ἕνα καλὸ γεῦμα καὶ δὲν σκέπτονται παρὰ μόνο τὸ ἑπόμενο γεῦμα, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀγαπημένοι φίλοι μας, τὰ ἀνεύθυνα ζῶα. Ἄλλοι πάλι νομίζουν ὅτι εἶναι εὐτυχισμένοι ἐπειδὴ κλείνουν τὰ μάτια τους καὶ αὐτοϋπνωτίζονται, ζώντας μὲ ψευδαισθήσεις, μὲ αὐταπάτες, μὲ νοσηρὲς φαντασιώσεις.

Ἔτσι, τὸ ἀσυνείδητο ψέμα γεμίζει τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι γνωρίζουν ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ πράγματα χωρὶς νὰ ἔχουν ἀσχοληθεῖ ποτὲ μὲ τίποτα πέραν ἐκείνων τῶν θελγήτρων καὶ ἐνδιαφερόντων ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή, ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ ἀκεραιότητα, ὁ πλοῦτος, οἱ ἀπολαύσεις, ἡ ἀσφάλεια, ἡ ματαιοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φήμη κ.λπ. Νομίζουν ὅτι γνωρίζουν τὴν ὕπαρξη ἢ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, τὴ μέλλουσα ζωή, τὸ σύμπαν, τὴν καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου καί, γενικά, τὸ καθετί. Σχολιάζουν καὶ ἀπορρίπτουν κείμενα πού, ἂν μή τι ἄλλο, ἔχει καταξιώσει ὁ χρόνος, χωρὶς ποτὲ νὰ «ἔχουν λάβει γνώση» τοῦ περιεχομένου τῶν κειμένων αὐτῶν. Ὑπολογίζεται ὅτι, μεταξὺ τῶν «μορφωμένων» Ἑλλήνων, οὔτε ἕνας στοὺς χίλιους δὲν ἔχει διαβάσει –ὄχι μελετήσει– τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ ὅτι ἡ μοναδικὴ σχεδὸν ἐπαφὴ τοῦ νεοέλληνα μὲ τὸν πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας ἐξαντλεῖται σὲ κάποια ἐπίσκεψη στὴν Ἀκρόπολη μὲ τὸ σχολεῖο στὰ παιδικά του χρόνια ἢ σὲ μιὰ εὐκαιριακὴ ἐπίσκεψη ἐξαιτίας κάποιου ἄλλου γεγονότος, ἄσχετου πρὸς τὴν ἐπιθυμία του. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη γιὰ τὴ γνώση, οἱ ἄνθρωποι καταλήγουν νὰ μὴν ξέρουν τίποτα καὶ προπαντὸς δὲν γνωρίζουν ὅτι δὲν ξέρουν, δὲν γνωρίζουν καὶ δὲν θέλουν νὰ γνωρίζουν οὔτε τὸν ἑαυτό τους. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ καθένας μιλᾶ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ οὔτε μπορεῖ νὰ γνωρίζει, σὰν νὰ τὰ γνώριζε καὶ σὰν νὰ μποροῦσε νὰ τὰ γνωρίζει.

Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ προχωρήσουμε, νὰ ξεπεράσουμε αὐτὴν τὴ ζωὴ τῆς ἄγνοιας ποὺ περιορίζεται στὰ ἐνδιαφέροντα καὶ στὰ θέλγητρα ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή, καὶ νὰ ἐμπλουτίσουμε τὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ ἐνδιαφέροντα ποὺ θὰ πηγάζουν ἀπὸ ἰδέες ποὺ θὰ προέρχονται ἀπὸ διάφορες διδασκαλίες, γιὰ παράδειγμα ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, τὴν ἐπιστήμη, τὴ θρησκεία, τὴν τέχνη κ.λπ.

Σὰν σὲ παρένθεση, πρέπει νὰ ποῦμε ἐδῶ ὅτι οἱ μεγάλες σχολὲς σκέψης καὶ κατεύθυνσης ἰδεῶν, δηλαδὴ τὸ σύστημα τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν ὅπως ἦταν γνωστὸ παλαιότερα, προορίζονται νὰ σβήσουν, γιατὶ ἔχουν ἐκπληρώσει πιὰ τὸν προορισμό τους. Ὁ προορισμὸς ἦταν ἡ διατύπωση ἰδεῶν ἀναφορικὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ σχέση Του μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀναφορικὰ μὲ τὸ Θεῖο, τὴν ἐσχατολογία καὶ τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες ποὺ εἶναι συναφεῖς μὲ αὐτά. Οἱ σύγχρονες σχολὲς τῶν ἀνώτατων ἱδρυμάτων, τουλάχιστον στὸν τόπο μας, διδάσκουν πράγματα πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δίδαξαν οἱ παλαιότεροι, πράγματα ἄσχετα μὲ κάθε γνήσια φιλοσοφικὴ ἐνασχόληση. Ἔτσι, τὴ θέση τῶν σχολῶν αὐτῶν θὰ πάρουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀληθινὰ θὰ εἶναι κοσμολόγοι. Οἱ Νόμοι καὶ ἡ φύση τοῦ Μεγάλου Ἐκείνου Ὄντος, «ἐν ᾯ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», θὰ μελετηθοῦν προσεκτικὰ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἐπιστήμης, μιᾶς ἐπιστήμης ποὺ ἤδη ρίχνει τὸ φῶς της γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς πλούτιζαν μέχρι τώρα οἱ ἀσκητές, οἱ Ἅγιοι, οἱ μεγάλοι καλλιτέχνες, αὐτὸ τὸ φῶς τῆς ὑπέρτατης ἀλλὰ καὶ μοναδικῆς Γνώσης.

Ἂς προχωρήσουμε λοιπόν, γιατὶ, ἂν ἕνας ἄνθρωπος τελεῖ μόνο κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν θελγήτρων καὶ τῶν ἐνδιαφερόντων ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑλικὴ ζωή, τότε δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ συμβεῖ τίποτα, ἡ δυνατότητά του γιὰ ἀνάπτυξη ἐλαττώνεται μὲ κάθε χρόνο τῆς ζωῆς του καί, σὲ μιὰ ὁρισμένη ἡλικία –κάποτε ἐντελῶς νεαρή–, ἐξαφανίζεται τελείως, πεθαίνει ἐνῶ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ σωματικά – εἶναι δηλαδὴ ζωντανὸς σπόρος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βλαστήσει, νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ δώσει καρπό.

Κλείνοντας τὸ κεφάλαιο, θὰ θέλαμε νὰ διευκρινίσουμε ὅτι σὲ καμία περίπτωση δὲν καταδικάζουμε τὴ ΖΩΗ καί, φυσικά, δὲν ἐπικροτοῦμε τὸν θάνατο. Θὰ ἦταν φρικτὴ παρανόηση ἐὰν τὸ ἐκλαμβάνατε μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια. Ἁπλὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ διαπραγματευθοῦμε τὸ ὅλο ζήτημα μὲ μιὰ διαφορετική, καθαρῶς πνευματική, προσέγγιση τοῦ πνευματικοῦ γίγνεσθαι, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὸ «ὑλικὸ γίγνεσθαι» τοῦ γήινου πεδίου.

Ὁ κόσμος ποὺ ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε «ζωὴ» ἔχει περιορισμένο καὶ πεπερασμένο –ὁριακὸ– κύτταρο, καὶ ὁ κόσμος ποὺ ἀποκαλοῦμε «θάνατο» ἔχει τὸ κύτταρο τῆς αἰωνιότητας στὸ συμπαντικὸ γίγνεσθαι.

Ὁ βιολογικὸς θάνατος τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀποτελεῖ τὸ τέρμα, ἀλλὰ τὴν ἔναρξη ἑνὸς νέου, κατεξοχὴν ἀναβαθμιστικοῦ σταδίου, πέρα ἀπὸ τὰ γήινα ἐπίπεδα, πέρα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης.

Μήπως εἶναι ἡ ἀλήθεια στὸν θάνατο
κι ἡ ζωὴ μήπως κρύβει τὴν πλάνη;
Ὅ,τι λένε πὼς ζεῖ μήπως πέθανε
κι εἶναι ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνει;

(Εὐριπίδης)327

Αὐτὸ τὸ δικαίωμα τῆς ἀναγωγῆς ἀποτελεῖ ἀναφαίρετο δικαίωμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο.

Δὲν ὑπάρχει καταδίκη τῆς ἐλεύθερης ψυχῆς σὲ ἰσόβια δεσμά. Αὐτὴ ἡ καταδίκη ὑπάρχει μόνο σὲ κανόνες ποὺ θέσπισαν μεσαιωνικὲς διάνοιες.

Ἡ ἐλπίδα ἀκολουθεῖ τὴν ψυχὴ καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο –δηλαδὴ τὴν ἐξαφάνιση τῆς ὑλικῆς ὑπόστασης– καὶ αὐτὴ ἡ ἐλπίδα δὲν θὰ διαψευστεῖ ποτὲ γιὰ ὅσους προσπάθησαν, γιὰ ὅσους ἀναζήτησαν τὴν Ἀλήθεια, ἔστω καὶ ἂν στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὴν προσεγγίσουν.


324 «Ἡ ἐνσυνείδητη πρόσληψη τῶν δεδομένων τῆς πραγματικότητας ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ εἶναι συνάρτηση τῆς κατα-νόησης (κατὰ-τὸν-νοῦ πρόσληψης) τῆς πραγματικότητας […]» (Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Ὀντολογία τοῦ προσώπου, ὅ.π., Κεφ. Δ΄, «Ἡ πρόταση τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου», §3.1.2.1, σ. 38). [Σ.τ.Ε.]

325 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 365.

326 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 365.

327 […] τίς δ᾿ οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται; (Πλάτωνος, Γοργίας, 492e:10-11 στὸ Platonis Dialogi secundum Thrasylli Tetralogias Dispositi, ex recognitione Caroli Friderici Hermanni, Vol VI [Editio Stereotypa], Lipsiae: B.G. Teubner, 1907, Reprinted Photographically by D. Papadimas, Athens, 1977, σ. 317). [Ἀπόδοση τοῦ Συγγραφέα]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ