03α.04 | Θεμελιακός Eπαναπροσδιορισμός – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

4. Θεμελιακὸς Ἐπαναπροσδιορισμός

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – Μηνύματα Ἀγάπης
MΕΡΟΣ Α’

A- A A+

Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀπειροελάχιστο τμῆμα τοῦ ἀπέραντου ΟΛΟΥ, μὰ αὐτὸ τὸ ἀπειροελάχιστο τμῆμα ἔχει δική του ὑπόσταση, δική του ὕπαρξη, δικό του πνεῦμα. Καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἕλκεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Δημιουργοῦ του καὶ φλέγεται νὰ Τὸν γνωρίσει, φλέγεται γιὰ τὴ γνώση καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴ γνώση τοῦ Πρωτογενοῦς ἐκείνου Ὄντος ποὺ μέσα σὲ Αὐτὸ ζεῖ καὶ ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει περίοδος τῆς ἱστορίας ἢ τῆς προϊστορίας τοῦ ἀνθρώπου ποὺ οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔμειναν ἀδιάφοροι στὴν ἔρευνα αὐτή: Πολὺ γρήγορα ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι μόνο ἡ συγκεκριμένη γνώση θὰ χαλάρωνε τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης καὶ θὰ ἐλευθέρωνε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν τροχὸ τῆς καθημερινῆς πρακτικῆς ζωῆς ὅπου εἶναι δεμένος, ὅτι θὰ τὸν ἐλευθέρωνε ἀπὸ τὶς ταπεινὲς ἐπιδιώξεις, τὸν νόμο τοῦ ἰσχυρότερου, τὸ ἄγχος, τὴ βιοπάλη, τὴ ρουτίνα τοῦ σήμερα καὶ τοῦ αὔριο.

Ἡ ἀδυναμία ὅμως τοῦ ἀνθρώπου στὰ πρῶτα στάδια τῆς ζωῆς του στὴ Γῆ νὰ γνωρίσει αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε ἦταν ἔκδηλη καὶ ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ πλάνη ὁδήγησε πολλοὺς στὴ λατρεία ὄντων ἀνύπαρκτων καὶ ξένων πρὸς τὸν Δημιουργό τους. Ἀκόμα καὶ οἱ πρόγονοί μας, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, δὲν εἶχαν προχωρήσει στὸ σημεῖο αὐτὸ πέρα ἀπὸ μιὰ μορφοποίηση τῶν στοιχείων τῆς φύσης καί, στὴ συνέχεια, στὴ θεοποίηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων. Μὰ καὶ στὴν κατοπινὴ ἀκμή τους, δὲν εἶχαν προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῆς ἁρμονίας, τῆς νεανικῆς χάρης, τοῦ μέτρου καὶ τῆς ζωντανῆς γοητείας τῆς ὀμορφιᾶς.328 Ἔπρεπε νὰ ἔρθουν τὰ χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ προστεθοῦν στὴν αἰσθητικὴ ἀντίληψη τῶν Ἑλλήνων καὶ τὰ χίλια δυὸ στοιχεῖα τῆς ἠθικῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ ἐσωτερικοῦ κάλλους ποὺ συναντᾶμε τόσο ἔντονα στοὺς Βυζαντινούς· νὰ προστεθεῖ ἡ ὑψηλὴ ποιότητα ἀπὸ συναισθηματικοὺς θησαυροὺς ποὺ ἡ ἁπλὴ αἰσθητικὴ συνείδηση δὲν μπόρεσε νὰ δώσει στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἐποχή.

Ὅμως, ἀκόμη καὶ στὶς μέρες μας, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπόρεσε νὰ ὁδηγηθεῖ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ κατώφλι πρὸς τὸ ἄγνωστο καὶ μόνο λίγοι διέσχισαν τὸ πέπλο τοῦ μυστηρίου: λίγοι Ἅγιοι, λίγοι ἐπιστήμονες, λίγοι καλλιτέχνες. Ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων, αὐτῶν τουλάχιστον ποὺ ἐρευνοῦν, στέκεται στὶς παρυφὲς τῆς γνώσης.

Τὸ πρόβλημα τῆς γνώσης –ποὺ εἶναι τελικὰ πρόβλημα γνώσης τοῦ ὑπάρχοντος, γνώσης τοῦ Θεοῦ– ὁδηγεῖ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἔρευνα τῶν αἰώνων τοῦ παρελθόντος καὶ στὴν ἀναζήτηση τῶν αἰτιῶν ποὺ στάθηκαν σὰν ἐμπόδιο ἀνυπέρβλητο γιὰ τὴ σωστὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου στὴ Γῆ. Καὶ ἡ ἔρευνα αὐτὴ δείχνει ὅτι καμία ἄλλη αἰτία, κανένα ἄλλο ἐμπόδιο δὲν ὑπῆρξε ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀκατανόητο ἐγωισμό του, τὴν ἀκατανόητη ἀλαζονεία καὶ ὑπερηφάνειά του.

Καὶ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν δέχτηκαν καὶ δὲν δέχονται βοήθεια, νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι δὲν ὑπῆρξε Θεία Πρόνοια, ὅτι δὲν ὑπῆρξε καθοδήγηση; Τὸ ἀντίθετο. Δὲν ὑπῆρξε περίοδος τῆς ζωῆς μας ποὺ νὰ μὴν ὑπῆρξε κάποιος καθοδηγητής, κάποιος προφήτης, κάποιος προπομπός, δὲν ὑπῆρξε περίοδος ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ ἐγκατέλειψε τὰ πλάσματά Του στὴν τύχη τους.

Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον. (Πράξεις 17:21)

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀσχολία τους, αὐτὴ εἶναι καὶ σήμερα, μετὰ ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια – πάντοτε οἱ ἁπανταχοῦ «Ἀθηναῖοι» ὑποβάλλουν τὴν ἴδια ἐρώτηση: «τί νέα, παιδιά;». Οἱ καιροὶ δὲν ἄλλαξαν. Καὶ τὸ μεγάλο νέο, τὸ μὴ ἀναμενόμενο, ἦρθε γιὰ αὐτοὺς ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς ξένου:

Διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. Ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. […] Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. (Πράξεις 17:23, 28)

«Διαβαίνοντας τοὺς δρόμους τῆς πόλης σας καὶ ἐξετάζοντας προσεκτικὰ ἐκεῖνο ποὺ λατρεύετε, βρῆκα καὶ ἕναν βωμὸ ἀφιερωμένο στὸν ἄγνωστο Θεό. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν Θεὸ ποὺ λατρεύετε ἦρθα νὰ σᾶς γνωρίσω καὶ νὰ σᾶς πῶ ὅτι ἀπὸ Αὐτὸν καὶ μέσα σὲ Αὐτὸν ζοῦμε, ὅτι ἔχουμε κάτι ἀπὸ τὴ δική Του Οὐσία, ὅπως ἀκριβῶς καὶ πρὶν ἀπὸ ἐμένα καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς δικούς σας ποιητὲς ἔχουν πεῖ».

Καὶ πρὸς στιγμὴν τὸ φῶς ποὺ ἔριξε ὁ Μεγάλος Ἀπόστολος Παῦλος φώτισε ὁλόκληρο τὸν λόφο τῆς Ἀκρόπολης, ὁλόκληρη τὴν Ἀθήνα, ἁπλώθηκε στὴν Κόρινθο, στὴ Μακεδονία, στὴ Ρώμη, σὲ ὅλο τὸν γνωστὸ κόσμο – ὄχι ὅμως γιὰ πολύ. Τὸ σκοτάδι, ἡ ἄγνοια καὶ ἡ πλάνη ἁπλώθηκαν σιγὰ-σιγὰ πάλι καὶ κάλυψαν τὸν πλανήτη μας. Καὶ δὲν σταυρώθηκε μὲν ἐκ νέου ὁ Λόγος –μιὰ ποὺ ἡ Σταύρωσή Του τώρα, λόγω τῆς Θεϊκῆς Του Ὑπόστασης, ἦταν ἀδύνατη–, ὅμως ἔγινε προσπάθεια καὶ γίνεται προσπάθεια ἀπὸ τοὺς ἑκάστοτε Φαρισαίους νὰ ἀλλοιωθεῖ ὁ Λόγος καὶ ἀλλοιώθηκε. Ἀκολούθησε αὐτὸ ποὺ εἶναι σὲ ὅλους γνωστό: στήθηκε βωμὸς σὲ ἕναν Θεὸ ἀνύπαρκτο, σὲ ἕναν Θεὸ ἐκδικητικό, τιμωρό, ἀδιάφορο, ἀπόμακρο, ἀπαιτητικό, ἕναν Θεὸ φόβητρο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα. Ἔτσι φτάσαμε στὰ σκοτεινὰ ἐκεῖνα χρόνια τοῦ Μεσαίωνα, ποὺ στὸ ὄνομα Ἐκείνου βιάσαμε, σφαγιάσαμε, ληστέψαμε καὶ κάναμε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀτιμία καὶ ἀπάτη. Ἕναν τέτοιο Θεὸ τὸν ἀρνήθηκε ὁ ἄνθρωπος καὶ καλὰ ἔκανε. Πλήρωσε, ὅμως, τὸ τίμημα τῆς ἄρνησής του καὶ τὸ πληρώνει ἀκόμη. Ὁ ἀντίποδας τῆς Ἱερῆς Ἐξέτασης, ὁ σαρκαστὴς Ὑλισμός, γκρέμισε τὰ θεμέλια, κατεδάφισε τὶς ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες καί, ἀφοῦ κατεδαφίστηκε καὶ ὁ ἴδιος, ἄφησε τὸν ἄνθρωπο πάλι νὰ διερωτᾶται καὶ νὰ ψάχνει νὰ ἀνακαλύψει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει.

Τὸ πρόβλημα εἶναι πῶς θὰ μπορέσει ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι, πέρα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο ποὺ βιώνει μέσω τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων του, ὑπάρχει ἕνας ἄλλος ἀπαστράπτων κόσμος, κοσμημένος μὲ ἄφθαρτο κάλλος ποὺ δὲν ὑπόκειται σὲ φθορά, ὅτι πέρα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς Γῆς ὑπάρχουν ἄλλα διαφορετικὰ καὶ ἀπεριορίστου κάλλους ἀγαθὰ ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ γνωρίσει καὶ νὰ κερδίσει ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον δὲν ἀφυπνιστεῖ ἐγκαίρως πνευματικά.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ πρώτη ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἔγινε κάτοικος τοῦ πλανήτη μας μέχρι σήμερα, ὁ ἄνθρωπος διαισθητικὰ εἶχε ἀντιληφθεῖ τὴν πέραν τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὕπαρξη ἑνὸς ἄφθαρτου καὶ ἀπείρου κάλλους κόσμου, ἀλλὰ ἐλάχιστοι μπόρεσαν νὰ βιώσουν τὸν κόσμο αὐτὸν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας τους στὴ Γῆ, ἐλάχιστοι σὲ σύγκριση μὲ τὸν συνολικὸ ἀνθρώπινο πληθυσμό. Ὑπῆρξε καὶ ὑπάρχει μεγάλη δυσκολία στὴν πρόοδο. Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀφέθηκε μόνος του, στὴν τύχη του – ποτὲ ὁ κόσμος δὲν λειτούργησε σὰν τυχαῖο κατασκεύασμα. Δέχτηκε ἐπιρροὲς καὶ ἔγιναν καὶ γίνονται πάντοτε προσπάθειες, ἀνάλογα μὲ τὴν κάθε ἱστορικὴ περίοδο, ἀνάλογα μὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς προόδου καὶ τὴ δυνατότητα κατανόησης. Στὴν ἀρχὴ ἡ μέσω τοῦ ἐκφοβισμοῦ ἀπειλή, ὕστερα ἡ ὑπόσχεση ἀνταμοιβῆς καὶ παραδείσων συνόδευσαν καὶ συνοδεύουν συχνὰ τὸν ἄνθρωπο στὴν πορεία του καὶ στὴν προσπάθεια καθορισμοῦ τῆς πορείας αὐτῆς. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος καλοῦνταν, μὲ ὁδηγὸ τὴν πίστη, στὴν ὕπαρξη τοῦ –πέραν τοῦ ὑλικοῦ κόσμου– ἄφθαρτου κόσμου. Αὐτὴ τὴν πίστη ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου τοῦ Κόσμου, στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, στὴν πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ξεκίνησε τὴν περιπέτειά του – καὶ ποὺ γρήγορα ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι, χωρὶς τὴν πίστη αὐτή, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὁδηγηθεῖ κανεὶς πουθενά, χωρὶς τὴν πίστη θὰ βασίλευε ἡ ἀβεβαιότητα, ἡ ἀποτυχία.

Ἡ δυνατότητα γιὰ τὴν κατανόηση ἔχει δοθεῖ σὲ κάθε ἄνθρωπο, κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὶς προϋποθέσεις καὶ τὴν ἐλπίδα νὰ γνωρίσει τὰ θαυμαστὰ τοῦ Κόσμου, τοῦ πραγματικοῦ Κόσμου, τοῦ πέραν τῆς ὕλης. Ὁ Κόσμος αὐτὸς δὲν πλάστηκε παρὰ μόνο γιὰ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός, δηλαδή, τὰ δῶρα Του σὲ καμία περίπτωση δὲν τὰ προόρισε γιὰ δική Του χρήση, γιὰ δική Του ἀπόλαυση. Ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προσπαθήσει νὰ ἀναζητήσει τὴν Ἀλήθεια μὲ πίστη καὶ ἀγάπη καὶ ἐμπιστοσύνη. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀγωνιστεῖ καὶ νὰ νικήσει καί, ἐφόσον νικήσει, ἐφόσον ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς δεσμεύσεις τῆς ὕλης καὶ ἀντιληφθεῖ καὶ βιώσει τὴν ὑπεργήινη προέλευσή του, εἶναι βέβαιο ὅτι πλέον θὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ὁ Οὐρανός, ἕνας Οὐρανὸς καλός, γενναιόδωρος, ἀλτρουιστής, παρηγορητής, συνοδοιπόρος τῆς γήινης καὶ τῆς μετέπειτα πορείας του.

Ἂν ἀκολουθήσουμε αὐτὴ τὴν πορεία, γρήγορα θὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ Κύριος τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς εἶναι μόνο Ἀγάπη, ἕνας δίκαιος δικαστής. Ἂς Τὸν ἀγαπήσουμε λοιπόν, ἂς Τὸν λατρέψουμε ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο ἀπὸ ἀγάπη, ὄχι ἀπὸ τὸν φόβο τῆς τιμωρίας. Ἂς Τὸν ἀγαπήσουμε καὶ ἂς Τὸν λατρέψουμε ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο, ὄχι ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια τῆς μελλοντικῆς ἀμοιβῆς, τῆς μελλοντικῆς ἀπολαβῆς τῶν ἐπουράνιων δώρων.

Ἀγάπη καὶ μόνο ἀγάπη.

Ἐκείνη πάντα ἀκτινοβολεῖ.

Ἐκείνη ἀποφασίζει γιὰ ἐμᾶς.

Ἐκείνη ὁρίζει τὰ ἀόριστα.

Ἐκείνη ὁδηγεῖ στὸ Θαῦμα.

Ἐκεῖνος ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ μᾶς ἀγαπᾶ, ποτὲ δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε. Γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν κατανόησή μας, ἀκόμη καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωσή Του, μᾶς ἔδωσε σπέρματα ἀληθείας μέσω τῶν προφητῶν, τῶν φιλοσόφων, τῶν ποιητῶν –μὲ τὴ σάρκωσή Του δέ, μᾶς ἀποκάλυψε τὴν Ἀλήθεια.

Ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὑπέρτατος νόμος, ἡ πιὸ περιεκτικὴ ἐντολή. Ὅποιος μαθαίνει νὰ ἀγαπᾶ μαθαίνει νὰ ζεῖ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ χυμὸς τῆς ζωῆς, ἕνας χυμὸς ποὺ ρέει ἀνεμπόδιστα, ὅπως τὸ αἷμα κυκλοφορεῖ στὶς φλέβες. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀρετή, εἶναι ἀνάγκη, εἶναι τρόπος ζωῆς. Ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ πρὸς ὅλα, ἀλλὰ προπαντὸς πρὸς τὸν Δημιουργό μας. Ἀγάπη πρὸς τοὺς φίλους μας, πρὸς τοὺς γνωστούς μας, πρὸς τὸν ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ προπαντὸς πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας.

Εὐλογημένοι ὅσοι ἔδωσαν ἀγάπη σὲ αὐτοὺς ποὺ τοὺς πόνεσαν. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ σοφία καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου.

Εὐλογημένοι ὅσοι ἔκλαψαν γιὰ τὸν πόνο τοῦ ἄλλου καὶ ὑπερευλογημένοι ὅσοι ἔκλαψαν γιὰ τὸν πόνο τοῦ ἐχθροῦ τους.

Εὐλογημένοι ὅσοι ἔδωσαν στὸν ἔχοντα ἀνάγκη καὶ οἱ ἴδιοι στερήθηκαν, ὑπερευλογημένοι ὅμως ὅσοι ἔδωσαν στὸν ἐχθρό τους.

Εὐλογημένοι ὅσοι ἦρθαν στὴ Γῆ μὲ πόνο καὶ δάκρυα, ὅσοι ἔζησαν μὲ πόνο καὶ δάκρυα, γιατὶ τὰ δάκρυά τους ἀποφάσισαν γιὰ αὐτούς.

Εὐλογημένοι ὅσοι ἔπαψαν νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ δική τους σωτηρία καὶ ἔφτασαν στὸν στίβο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, ὑπερευλογημένοι ὅμως ὅσοι ἐργάζονται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἐχθρῶν τους.

Εὐλογημένοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀνεβαίνουν τὸν δικό τους Γολγοθᾶ δοξάζοντας τὸν Θεό.

Εὐλογημένοι ὅσοι ἐξαπατήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ ὑπερευαισθησία.

Πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια ἀπὸ ἐκείνη τὴν εὐλογημένη στιγμὴ ποὺ ὁ Λόγος, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο σαρκώθηκε, ἔγινε δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ Πνεῦμα γιὰ νὰ βοηθήσει ἐμᾶς, τὴ σάρκα, νὰ γίνουμε πνεῦμα. Πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος κήρυξε τὴν ἀγάπη, τὴ χαρμόσυνη εἴδηση. Πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀναζητοῦμε βρίσκεται μέσα μας καὶ ὅτι τὸν Παράδεισο αὐτὸ μποροῦμε ὅλοι νὰ τὸν γευτοῦμε, ἂν προσπαθήσουμε.

Ἐκεῖνος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι ἀνάμεσα σὲ Αὐτὸν καὶ σὲ ἐμᾶς δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο μιὰ σχέση ἀμπέλου καὶ κλήματος, ὅτι δηλαδὴ τίποτα δὲν μᾶς χωρίζει καὶ ὅτι ὅλα ὅσα βρίσκονται ἀνάμεσα σὲ ἐμᾶς καὶ σὲ Ἐκεῖνον μποροῦν νὰ ἐξουδετερωθοῦν. Ἀρκεῖ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀρκεῖ νὰ θελήσουμε νὰ γνωρίσουμε τὸν ἔσω ἄνθρωπο, νὰ γνωρίσουμε ὅτι μέσα μας ὑπάρχει ἕνα κέντρο ὕπαρξης ποὺ δὲν ὑπόκειται στὶς δεσμεύσεις τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, ὅτι μέσα μας ὑπάρχει ἡ αἰωνιότητα, ἡ ἀφθαρσία.

Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου· ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι ὁ καθοριστικὸς παράγοντας τῆς ἐξελικτικῆς μας πορείας, ὁ καθοριστικὸς παράγοντας τῆς δυνατότητας προσέγγισης τῶν ἐπουρανίων καὶ τῆς ἀπόλαυσης τῶν ὑπεσχημένων.

Αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς θὰ πρέπει νὰ γίνει ἀντικείμενο προβληματισμοῦ καὶ ἔρευνας ἀπὸ τὸν κάθε ἄνθρωπο σὲ σημεῖο τέτοιο ποὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἀναζήτηση, νὰ φτάσει στὸ στάδιο τῆς ἀποδοχῆς τοῦ συγκεκριμένου τρόπου ζωῆς του ὡς κατάλληλου. Μόνο αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς θὰ διευκολύνει σημαντικὰ τὴ μελέτη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς πορείας της στὸ γήινο ἐπίπεδο.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑπεύθυνος ἐρευνητὴς τῆς ὕπαρξής του στὸν γήινο χῶρο, τόσο ἀποκτᾶ τὴν πολυπόθητη ὡριμότητα, σὰν φυσικὴ συνέπεια μιᾶς μακροχρόνιας προσπάθειας καὶ ἐπίπονου ἀγώνα, ἀλλὰ καὶ δικαίωσης τοῦ πόθου τῆς ἐξερεύνησης.

Ὁ ἀδιάφορος πνευματικὰ ἄνθρωπος, ὁ μαλθακός, αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του αὐτάρκη καὶ εἶναι ἱκανοποιημένος μὲ αὐτὸ ποὺ βιώνει στὸν ὑλικὸ κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιβραβεύει τὸν ἑαυτό του καὶ ἀρκεῖται μόνο στὶς δικές του δυνάμεις, εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει νὰ πετύχει ἀνώτερους πνευματικοὺς στόχους, ἀφοῦ τοῦ λείπει κάθε διάθεση ἔρευνας, τοῦ λείπει ἡ ἀγωνιστικότητα στὸν συγκεκριμένο πνευματικὸ τομέα καὶ τοῦ ἀρκεῖ ὁ χῶρος ὅπου ζεῖ καὶ κινεῖται, χωρὶς ἰδιαίτερη ἐπιθυμία νὰ προχωρήσει στὴν ἔρευνα τῆς οὐσίας.

Βέβαια, εἶναι γνωστὸ ὅτι εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ πειστεῖ κάποιος γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τὸν ἀγγίζουν καί, κατὰ συνέπεια, δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν. Καὶ αὐτὴ ἡ δυσκολία εἶναι ἀνυπέρβλητη ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρὶς πίστη, γιατὶ ἡ πίστη καὶ μόνο ἡ πίστη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀναταράσσει τὰ γαλήνια ὕδατα τοῦ πνευματικοῦ ὕπνου καὶ ἐρεθίζει θετικὰ τὴν ἀνθρώπινη νόηση. Εἶναι ἡ πίστη ὁ μοχλὸς ἀνύψωσης, ὁ ἕλικας ποὺ βοηθᾶ τὴν ψυχὴ νὰ ἀπογειωθεῖ στὰ ὕψη, στοὺς καταγάλανους αἰθέρες. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὸ καὶ ἀπὸ τὸν πνευματικὰ ἀδιάφορο ἄνθρωπο, ὅταν σκεφτεῖ ὅτι γενικὰ στὴ ζωή του τίποτα δὲν πέτυχε ἢ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ πετύχει ἂν δὲν πιστέψει πρῶτα σὲ αὐτό, ἂν δὲν πιστέψει στὴν ἐπιτυχία.

Στὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε ἀφύπνισή του, πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἡ ἔρευνα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὅταν λέμε ἔρευνα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐννοοῦμε τὴ γνώση τῆς δομῆς καὶ τῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπινου σώματος καί, κυρίως, τοῦ τρόπου σχηματισμοῦ τῆς ἀντίληψης καί, γενικά, τὴ γνώση ὅλων τῶν παραγόντων καὶ τῶν δυνατοτήτων ποὺ ἐνυπάρχουν στὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση καὶ ποὺ μποροῦν νὰ βοηθήσουν στὴ νοητικὴ ἀνάπτυξη – στὴν ἐξελικτική του διαδικασία. Αὐτὰ πρέπει νὰ ἐρευνηθοῦν γενικὰ καὶ στὴ συνέχεια εἰδικά, ὥστε νὰ καταστεῖ σαφὴς ὁ προσδιορισμὸς τῆς προσωπικότητας τοῦ ἐρευνητῆ καί, μὲ γνώμονα τὸν προσδιορισμὸ αὐτὸν καὶ τὴν ἀξιολόγησή του, νὰ προχωρήσουμε στὴ διορθωτικὴ διαδικασία. Ἡ ἔρευνα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στὴ συνέχεια, πρέπει νὰ ἐπεκταθεῖ στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, στὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ στὶς καταστάσεις ποὺ βιώνει ὁ ἄνθρωπος σὰν ὑλικοπνευματικὴ ὕπαρξη, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὰ συναισθήματα.

Ἀφοῦ ἐρευνηθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀκολουθεῖ σὰν φυσικὴ συνέπεια ὁ διακαὴς πλέον πόθος τῆς ἔρευνας τοῦ Θείου καὶ τῆς ἐκδήλωσής του σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε Σύμπαν, ἐνῶ προσδιορίζεται καὶ ὁ ρόλος τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν Δημιουργό του.

Ἐκεῖνο ποὺ προέχει στὴ λατρεία τοῦ Θείου εἶναι ἡ εἰλικρίνεια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καί, προπαντός, ἡ ἀνάγκη μας νὰ δώσουμε τὴν ἀγάπη μας χωρὶς ἰδιοτέλεια, χωρὶς τὴν προσμονὴ τῆς ἀνταμοιβῆς. Ὀφείλουμε νὰ λατρεύουμε τὸν Δημιουργό μας ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ φθαρτοῦ καὶ ἄφθαρτου ἑαυτοῦ μας, ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη, ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὄχι γιατὶ εἴμαστε Χριστιανοὶ ἢ γιατὶ ἀνήκουμε σὲ κάποια ἄλλη θρησκεία ἢ αἵρεση. Δὲν ὠφελεῖ δηλαδὴ τὸ δόγμα, ὁ τύπος κάποιας λατρείας, τὰ λόγια, οἱ τυπικὲς προσευχὲς κ.λπ.

Ἀπέριττα καὶ ἁπλὰ ἀγαπῶ τὸν Θεό, εὐγνωμονῶ τὸν Πλάστη μου, δοξάζω τὸ εὐλογημένο Ὄνομά Του, γιατὶ εἶμαι παιδί Του καὶ ὄχι γιατὶ εἶμαι Χριστιανός.

Ὅλη ἡ Γῆ, ὅλη ἡ Πλάση, λογικὴ καὶ ἄλογη, ὑμνεῖ τὸ Ὄνομά Του καί, κατὰ συνέπεια, ὁ καθένας μπορεῖ καὶ πρέπει, σὲ ὁποιαδήποτε γωνιὰ τῆς Γῆς, νὰ οἰκοδομήσει τὸν μεγαλύτερο ἀχειροποίητο Ναὸ καὶ νὰ πεῖ ἁπλὰ «εὐχαριστῶ». Ὅπως ὁ καθένας τὸ ἐπιθυμεῖ, ὅπως ὁ καθένας τὸ ἀποφασίσει, ἂς τὸ ἐπιχειρήσει κατὰ τὴ δική του βούληση εἴτε μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ἱερέα καὶ τῶν ψαλτῶν εἴτε μὲ τὴ συνοδεία τῶν λουλουδιῶν καὶ τῆς μουσικῆς εἴτε τῶν πουλιῶν, τῶν ζώων, τοῦ ἥλιου, τῆς βροχῆς. Εἶναι θέμα προσωπικῆς ἐπιλογῆς καὶ πάντοτε θέμα καθαρὰ προσωπικὸ τοῦ κάθε πλάσματος ὁ τρόπος ποὺ θὰ ὑμνήσει καὶ θὰ δοξάσει τὸν Δημιουργό του ἀλλά, κυρίως, καὶ ὁ τρόπος ποὺ θὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη του σὲ Αὐτόν. Ἡ κάθε προσπάθεια, ὅμως, πρέπει νὰ εἶναι προϊὸν πεποίθησης ἑνὸς ἀτόμου ὥριμου, ἔντιμου, ἔξυπνου, ποὺ εἶναι ἀνοιχτὸ καὶ βλέπει τὰ πράγματα καθαρὰ καὶ δὲν παγιδεύεται στὰ σκοτάδια τῆς ἄγνοιας ἢ τῆς θρησκοληψίας. Ὁ Θεὸς ἔχει ἀποφασίσει γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα πρὶν ἀπὸ κάθε θρησκεία, πρὶν ἀπὸ κάθε δόγμα, καὶ καμία θρησκεία, κανένα δόγμα δὲν μπορεῖ νὰ «ἀποφασίσει» γιὰ τὸν Θεό.

Διανύσαμε εἴκοσι αἰῶνες ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ παγκόσμια διακήρυξη τῆς ἀγάπης, καὶ μέσα στοὺς αἰῶνες αὐτοὺς μόνο ἀγάπη δὲν βίωσε ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἀνθρωπότητα ἀκολούθησε δρόμους σκολιούς, δρόμους σκοτεινούς, δρόμους παρανόησης καὶ παραφροσύνης. Ἐν ὀνόματι Ἐκείνου ποὺ δίδαξε τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος Ἀγάπη καὶ Φῶς, βιώσαμε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ μίσος, ζήσαμε κάτω ἀπὸ φοβίες καὶ φόβους ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς. Δεχτήκαμε καὶ ἀρνηθήκαμε τὰ πάντα γιὰ νὰ καταλήξουμε τελικὰ στὴν ἄρνηση, στὴν ἄρνηση ὄχι μόνο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Λησμονήσαμε ὁλωσδιόλου ὅτι ἀποτελοῦμε μέρη ἑνὸς ἑνιαίου συνόλου, μέρη ἑνὸς κόσμου ποὺ διέπεται, συνέχεται καὶ προνοεῖται ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, ἕναν Δημιουργὸ ποὺ εἶναι Ἀγάπη καὶ δείχνει ἀγάπη στὰ πλάσματά Του. Ἀντ’ αὐτοῦ ἐμεῖς, ὅσοι δὲν ξεχάσαμε ἢ δὲν ἀγνοήσαμε ἐντελῶς τὴν ὕπαρξή Του, ἐννοήσαμε ἕναν Δημιουργὸ ποὺ ἀγαπᾶ προνομιακὰ μόνο ἐκείνους ποὺ τυπικὰ τὸν λατρεύουν καὶ ἀντίθετα μισεῖ καὶ συνθλίβει ὅλους τοὺς ἄλλους.

Ὁ Θεὸς ἔχει μόνιμα ἁπλωμένο τὸ χέρι Του καὶ ἀποζητᾶ τὸ δικό μας γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ στοργὴ στὸν δρόμο ποὺ πάντοτε ἐρευνοῦσε ἡ ψυχή μας. Ὁ καιρὸς εἶναι κατάλληλος γιὰ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὶς ἀμφιβολίες μας, τοὺς φόβους μας, τὶς φοβίες μας. Ὁ καιρὸς εἶναι κατάλληλος γιὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε ὄχι μόνο τὶς δωρεὲς ποὺ περιέχει αὐτὴ καθαυτὴν ἡ ζωή, ἀλλὰ κυρίως τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ Ἐκεῖνος προόρισε γιὰ ἐμᾶς ὅταν εὐδόκησε νὰ ἔρθει κοντά μας καὶ μὲ τὴ δική μας γλώσσα νὰ μᾶς πληροφορήσει, νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης, νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν φόβο καί, προπαντός, ἀπὸ τὴ μεταθανάτια ἀγωνία.

Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον. (Κατὰ Ἰωάννην 16:33)

«Αὐτὰ σᾶς εἶπα γιὰ νὰ ἔχετε εἰρήνη, ὅταν κοινωνεῖτε μὲ τὸν Λόγο Μου. Ὅσο ζεῖτε θὰ ἔχετε θλίψη. Ὅμως ἔχετε θάρρος, ὅπως ἐγὼ ἔχω νικήσει τὴν ὕλη, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μου, ἔτσι καὶ ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ κάνετε τὸ ἴδιο καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖτε».

Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο καὶ νὰ ἑδραιώσουμε μιὰ διαφορετικὴ κατανόηση γιὰ τὴ μετὰ τὸν θάνατο ζωή, μιὰ κατανόηση ποὺ νὰ μὴ βασίζεται σὲ παραισθήσεις καὶ ὑστερίες. Πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι, ὅσο ὁ ἔξω ἄνθρωπος διαφθείρεται τόσο ὁ ἐσωτερικὸς ἀνακαινοῦται, ὅπως ἀκριβῶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Καὶ ἀκόμα πρέπει νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ὅπως συνεχίζει νὰ λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, ὅταν φθαρεῖ τελείως τὸ σῶμα μας, τότε θὰ βροῦμε κατάλυμα θεϊκό, σπίτι ἀχειροποίητο, αἰώνιο στοὺς Οὐρανούς:

[…] οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Β΄ 5:1)

Καὶ στὸ μεταξύ, μέχρι νὰ ἔρθει ἡ ὕστατη αὐτὴ στιγμή, ἂς ἀκούσουμε τὴ συμβουλὴ τοῦ ἐνορατικὰ σοφοῦ βασιλιά, ἂς ἀκούσουμε τὸν Ἐκκλησιαστὴ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ μὲ τὰ λόγια:

Kαὶ μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου […] ἕως ὅτου μὴ ἀνατραπῇ τὸ σχοινίον τοῦ ἀργυρίου, καὶ συντριβῇ τὸ ἀνθέμιον τοῦ χρυσίου […] καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό. (Π.Δ., Ἐκκλησιαστὴς 12:1, 6-7)

Δηλαδή, νὰ θυμηθοῦμε τὸν Θεὸ ὅσο ζοῦμε, πρὶν κοπεῖ τὸ νῆμα τῆς ζωῆς –ἡ ἀργυρὴ κλωστὴ– καὶ συντριβεῖ ἡ ψυχή μας (τὸ ἀνθέμιο τοῦ χρυσοῦ).

 


328 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 658.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ