01.09 | Οράματα – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

9. Ὁράματα

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΦΘΑΡΤΑ – Δοκίμιο στὴν Ἀνθρώπινη Φύση

A- A A+

Εἴπαμε στὰ προηγούμενα κεφάλαια ὅτι ἡ προσέγγιση τοῦ Θείου καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ἐπαφὴ μὲ τὶς θεῖες δυνάμεις μπορεῖ νὰ γίνει μέσω τῶν ἐσωτερικῶν ἐμπειριῶν. Στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ Θεϊκὴ Δύναμη, εἴτε εἶναι ἀγάπη εἴτε ταπεινότητα εἴτε ἁρμονία κ.λπ., διοχετεύεται στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ μὲ τὴ βίωσή της χαράζεται ἀνεξίτηλα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀκολουθεῖ στὴν αἰωνιότητα.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη ἐσωτερικὴ ἐμπειρία, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἀναπτύξαμε. Διὰ τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς δίνεται εἴτε κάποιο μήνυμα εἴτε κάποια βοήθεια πνευματικὴ εἴτε ἁπλῶς μιὰ ἐνίσχυση σὲ ἐκείνους ποὺ ξεκινοῦν τὸν πνευματικὸ δρόμο. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ ἐμπειρία ποὺ κυρίως ἀφορᾶ τοὺς ἀρχάριους.

Ἀναφερόμαστε στὰ λεγόμενα ὁράματα ἢ ὁράσεις. Ὁράματα, βεβαίως, βλέπουν κυρίως οἱ ἀσκητὲς-μοναχοί, ἀλλὰ ὄχι μόνο αὐτοί. Πρόσωπα ποὺ ζοῦν καὶ κινοῦνται στὸν δικό μας κόσμο, τοῦ θορύβου, ἔβλεπαν καὶ βλέπουν τέτοια ὁράματα, μπορεῖ δὲ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι στὴν ἐποχή μας δὲν εἶναι τόσο σπάνιοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ γίνονται δέκτες τέτοιων ὁραμάτων.

Ἴσως νὰ μὴν εἶναι μακριὰ ἡ ἐποχὴ ποὺ ἄνθρωποι σὰν τὸν E. Swedenborg (1688-1772 μ.Χ.) θὰ πληθύνουν, δηλαδὴ πολλοὶ ἄνθρωποι θὰ μποροῦν νὰ ζοῦν συνειδησιακὰ σὲ δύο ἢ περισσότερους κόσμους. Μὲ πλήρη ὑπευθυνότητα ὁ γράφων δίνει τὴ μαρτυρία του, ὅτι ἔτυχε νὰ συναντήσει τέτοια ἄτομα, ποὺ σὲ ὅλα τους ἦταν φυσιολογικὰ καὶ ὑγιῆ.

Στὸ βιβλίο τοῦ D. Chopra Quantum Healing, μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τὰ συμπεράσματα ποὺ ἔβγαλε ὁ ψυχολόγος Abraham Harold Maslow τὸ 1961: «Τὰ λίγα ποὺ εἶχα διαβάσει γύρω ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἐμπειρίες συνδέονταν μὲ θρησκεῖες, μὲ ὁράματα τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Καὶ ὅπως οἱ περισσότεροι ἐπιστήμονες, τὶς πλησίασα μὲ δυσπιστία καὶ τὶς θεώρησα κουταμάρες, παραισθήσεις ἴσως ἢ καὶ ὑστερίες: σχεδὸν σίγουρα παθολογικές. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μοῦ μιλοῦσαν
γι’ αὐτὲς τὶς ἐμπειρίες δὲν ἦταν τέτοιοι ἄνθρωποι: ἦταν οἱ ὑγιέστεροι». Καὶ γράφει στὴ συνέχεια στὸ βιβλίο του ὁ D. Chopra: «Ἐπειδὴ εἶχε ἐντοπίσει αὐτὲς τὶς ἐμπειρίες σὲ λιγότερο ἀπὸ 1% τοῦ πληθυσμοῦ, ὁ Μάζλοου τὶς θεώρησε τυχαῖες στιγμὲς εὔνοιας. Πιστεύω ὅτι ἦταν ματιὲς μέσα σὲ ἕνα πεδίο ποὺ ὑποστηρίζει τὴ ζωὴ τοῦ καθενός, ἀλλὰ τὸ ὁποῖο παρέμεινε ἀσύλληπτο».72

Καὶ ἂς μὴν πᾶμε μακριά. Ὁ P. Davies, στὸ βιβλίο του God and the New Physics, γράφει: «[…] ἡ θεωρία τῶν παράλληλων συμπάντων […] διατυπώθηκε τὸ 1957 ἀπὸ τὸν Hugh Everett […]. Σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία, ὅλοι οἱ δυνατοὶ ἐναλλακτικοὶ κβαντικοὶ κόσμοι εἶναι ἐξίσου πραγματικοί, καὶ ὑφίστανται ὁ ἕνας παράλληλα μὲ τὸν ἄλλο. […] Καὶ οἱ δύο κόσμοι εἶναι ἐξίσου πραγματικοί, καὶ ὁ καθένας τους περιλαμβάνει ἀνθρώπους-παρατηρητές. Ὅμως, οἱ κάτοικοι καθενὸς κόσμου ἀντιλαμβάνονται μόνο τὸν δικό τους κλάδο τοῦ Σύμπαντος».73

Τὸ ὅραμα ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς λογικοὺς προσδιορισμούς, χρειάζεται μόνο ἀποδοχὴ καὶ παρατήρηση, μὲ τὴν ἔννοια τῆς δυνατότητας κατανόησης τοῦ ὅλου θέματος καὶ ἰδιαίτερα τῶν συμβόλων. Κάθε ἀπόπειρα ἑρμηνείας καὶ ἐπεξήγηση μέσω λογικῶν συλλογισμῶν εἶναι ἀτελέσφορη, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ φαινόμενα ἔξω ἀπὸ τὰ λογικὰ ὅρια. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ «δεῖ» σὰν ἐπιστημονικὸ ἀντικείμενο καί, ἑπομένως, δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν ἀντικείμενο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας μὲ τὴν καθιερωμένη ἔννοια τῆς λέξης. Στὸ ὅραμα πρέπει νὰ διεισδύσει κανεὶς διαισθητικά. Ἂν ἀρχίσει νὰ σκέπτεται τὸ ὅραμα, τότε χάνεται, δὲν ὑπάρχει πιά. Πρέπει τὰ ὁράματα νὰ τὰ κατανοήσουμε χωρὶς λογική, χωρὶς δισταγμό, ὄχι συνειδητά, γιατὶ τὰ ὁράματα βρίσκονται πέρα ἀπὸ τὸ βεληνεκὲς τοῦ ἐγκεφαλικοῦ νοῦ.

Στὴν προκειμένη περίπτωση θὰ ἀσχοληθοῦμε –ἀφοῦ ὁ γράφων εἶναι «κοσμικὸς»– μὲ τὰ ὁράματα τῶν διαβιούντων στὸν κόσμο καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ ὁράματα τῶν Ἁγίων μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δεχτοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι τὶς συμβουλές τους, συμβουλὲς βεβαίως ποὺ δόθηκαν γιὰ τοὺς μοναχούς, ὅμως προσιδιάζουν καὶ γιὰ τοὺς «κοσμικούς». Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὁ «κοσμικός», ἐκτὸς ἀπὸ μεμονωμένες περιπτώσεις ἀξιόπιστων μὴ ἀσκητῶν, δὲν ἔχει ἄλλη πηγὴ γιὰ νὰ προστρέξει παρὰ μόνο σὲ ἐκείνη τῶν Ἁγίων. Ἡ προσφυγὴ δὲ αὐτή, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία.

Τί ἐννοοῦμε ὅμως ὅταν λέμε ὅραμα ἢ ὅραση; Εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ προσδιορίσουμε, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸν καὶ ὅσο εἶναι δυνατὸν νὰ προσδιοριστεῖ τὸ ἀπροσδιόριστο, τὸ ἐκτὸς χώρου καὶ χρόνου φαινόμενο.

Ὅραμα, λοιπόν, μὲ τὴ γενική του ἔννοια, εἶναι μιὰ εἰκόνα, ἕνα σύμβολο, μιὰ ἀλληγορία, μιὰ ἀποτύπωση ἢ ἀνατύπωση τοῦ νοῦ ποὺ «βλέπει» κανεὶς ἢ ἀκούει ὄχι μὲ τὰ μάτια ἢ τὰ αὐτιά, δηλαδὴ μὲ τὶς αἰσθήσεις του, ἀλλὰ μὲ τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του, μὲ τὴν αἴσθηση τῆς ψυχῆς του. Οἱ ἐμπειρίες ποὺ συνδέονται μὲ τὰ ὁράματα αὐτὰ εἶναι δυσάρεστες ἢ εὐχάριστες, καὶ τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν «εὐχάριστων» καλύπτουν θέματα θρησκευτικοῦ περιεχομένου μὲ δομὴ ὑπερφυσική.

Στὶς «εὐχάριστες» ἐμπειρίες τοῦ εἴδους αὐτοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ «δεῖ» τὸ Σύμπαν γεμάτο σπινθῆρες φωτιᾶς, φῶς ποὺ ἐκπέμπεται ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, τὸν οὐρανὸ διακοσμημένο. Ἄλλοτε πάλι χρώματα ἐναλλασσόμενα σὲ ποικίλες ἁρμονικὲς παραθέσεις, χωρὶς νὰ ἀπορροφᾶ τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, καὶ στὸ ἐσωτερικό τους μιὰ φωτεινὴ θεότητα νὰ ἐκπέμπει λευκὸ φῶς. Ἄλλοτε θὰ δεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του τυλιγμένο σὲ ἕνα χρυσὸ φῶς καὶ τὸν θεὸ στὸν ὁποῖο πιστεύει μεγάλο σὰν ἕνα βουνό. Μπορεῖ νὰ ἀκούσει κανεὶς τὸν ἦχο μιᾶς μουσικῆς ἢ ἕνα βουητό, βόμβο τοῦ Σύμπαντος. Θὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ θαυμάσει κοιτάζοντας ἕνα ἐκτυφλωτικὸ φῶς σὰν τὸν ἥλιο νὰ καλύπτεται ἀπὸ σύννεφα, φῶτα καὶ πολλὲς φορὲς νὰ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτά. Κήπους ἀπὸ θαυμάσια λουλούδια, τοπία, πόλεις οὐράνιες, Ἁγίους, σοφούς. Ἡ πανσέληνος, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα θὰ σᾶς παρουσιαστοῦν μαζὶ μὲ τὰ φῶτα πάνω στοὺς τοίχους.

Μπορεῖ κανείς, τέλος, γεμάτος δέος νὰ δεῖ μπροστά του Ἀγγέλους, δισκοπότηρα, σταυροὺς καὶ ἄλλα θρησκευτικὰ σκεύη ἢ σύμβολα.

Ζώντας τέτοιες ἐμπειρίες καὶ βλέποντας τέτοια ὁράματα θὰ αἰσθάνεστε διαδοχικὰ φόβο, δέος, μιὰ ἀπερίγραπτη εὐδαιμονία, χαρά, γαλήνη, εἰρήνη. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ παρακολουθήσετε τὸν Χριστὸ νὰ διδάσκει στὴν ἐποχή Του, μὲ τὰ πλήθη ἐκστατικὰ νὰ τὸν ἀκολουθοῦν καὶ νὰ τὸν ἀποθεώνουν. Ἄλλοτε πάλι σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ διδάσκει ἐπὶ τοῦ Ὄρους, νὰ προσεύχεται στὴ Γεσθημανή, νὰ προσάγεται στὴ συναγωγὴ κ.λπ.

Ἀντίθετα, τὰ δυσάρεστα ὁράματα ποικίλλουν ἀνάλογα μὲ τὸν ψυχισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Δαίμονες, τέρατα, ἀπειλές, ἐπαφὲς δυσάρεστες, κρότοι εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ δυσάρεστα.

Τὰ ὁράματα διακρίνονται σέ: α) διαρκείας, ὅταν ὁ ὁραματιστὴς γίνεται δέκτης τέτοιων εἰκόνων ἀνὰ πᾶσα στιγμή, ἀναγκαστικά, εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι, β) περιοδικά, ὅταν τὸ ὅραμα ἔρχεται κατὰ περιοδικὸ τρόπο, γ) ἐλεγχόμενα, ὅταν τὸ ὅραμα προκαλεῖται, καὶ δ) μὴ ἐλεγχόμενα, ὅταν ἔρχονται αἰφνίδια.

Ἐξάλλου, στὸ ὅραμα οἱ μορφὲς ἐμφανίζονται εἴτε σὰν ἕνα βάρος χωρὶς βάρος –ἄυλες μὲν πλὴν ὅμως ὁρατές, ποὺ διαπερνοῦν τὰ ἀντικείμενα καὶ τὸν χῶρο– εἴτε σὰν στιγμιαῖες εἰκόνες ποὺ χάνονται ἀμέσως σὲ μορφὲς καὶ σχήματα, κυρίως στὴν κατάσταση ὅπου βρίσκεται κανεὶς ἀμέσως μετὰ τὴν ἀφύπνιση, μεταξὺ ξύπνου καὶ ὕπνου.

Δὲν εἶναι καθόλου ἀσυνήθεις οἱ περιπτώσεις ἐμφάνισης γιγάντων τῶν ὁποίων τὰ μάτια βγάζουν φλόγες ποὺ σὲ διαπερνοῦν σὰν ἠλεκτρικὸ ρεῦμα ἢ προσώπων μὲ ἱερατικὲς στολὲς καὶ σύμβολα.

Εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ περιγραφὴ ἢ μᾶλλον ἡ ἀπόπειρα περιγραφῆς τῶν ὁραμάτων εἶναι ἐνδεικτική, γιατὶ ἡ ποικιλία τους εἶναι ἀπεριόριστη, δηλαδὴ ποικίλλουν ὅσο καὶ οἱ ὁραματιστές. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ προσφύγει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀλλὰ καὶ στὶς ἀφηγήσεις τῶν Ἀποστόλων γιὰ νὰ πάρει μιὰ ἰδέα περὶ τῆς ποικιλίας τῶν ὁραμάτων. Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ γιὰ αὐτὰ καὶ ἡ μαρτυρία του στηρίζεται σὲ ὁράματα μὲ «σύμβολα καὶ εἰκόνες»:

[…] καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζῶνην χρυσῆν· ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός […]. (Ἰωάννου, Ἀποκάλυψις 1:13-14)

Ὅπως εἴπαμε, ὅμως, ἀνάλογα εἶναι καὶ τὰ ὁράματα τῶν «κοσμικῶν», ἐπώνυμων καὶ ἀνώνυμων. Ἀναφερόμαστε πάλι ἐνδεικτικὰ στὸν Swedenborg, στὸν στρατηγὸ Γιάννη Μακρυγιάννη κ.λπ., ἀλλὰ καὶ στὸ πλῆθος τῶν ἀνωνύμων.

Στὸ βιβλίο περὶ τοῦ Swedenborg74 ἀναφέρεται ὅτι ὁ Swedenborg τὸ 1736, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν, ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ κατακλύζεται ἀπὸ τὸ ὅραμα ἑνὸς μυστηριώδους φωτός, καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴ χρονιὰ μέχρι τὸν θάνατό του ἔζησε σὲ δύο κόσμους.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ παράδοση, μὲ προεξάρχοντες τοὺς Ἡσύχιο, Νεῖλο, Διάδοχο Φωτικῆς, Πέτρο Δαμασκηνό, Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, Συμεώνα τὸν Νέο Θεολόγο, Γρηγόριο Σιναΐτη, Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ ἄλλους, δέχεται ὅτι σὲ κάθε ἀρχάριο ἀσκητὴ μπορεῖ νὰ ἐμφανιστοῦν μορφές, εἰκόνες, φαντασίες, φῶτα, κρότοι, ψίθυροι, Ἄγγελοι φωτὸς κ.λπ., ὅμως ὅλοι ἀδιακρίτως συνιστοῦν νὰ μὴν ἀποδέχονται οἱ μοναχοὶ αὐτὰ τὰ πράγματα καὶ ποτὲ νὰ μὴν τὰ ἐπιδιώκουν. Ἂν δὲ ἐμφανιστοῦν, νὰ προσπαθήσουν νὰ μὴν ἀσχολοῦνται, νὰ μὴν τὰ καλλιεργοῦν, καὶ μὲ τὴ σύντομη προσευχὴ καὶ τὴν «εὐχὴ» αὐτὰ θὰ ἀτονήσουν.

Νὰ εἶσαι πάντοτε ἕτοιμος, σὰν ἔμπειρος ἀγωνιστής· καὶ ἂν ξαφνικὰ δεῖς καμιὰ φαντασία, νὰ μὴν τρομάξεις· ἂν δεῖς μαχαίρι σηκωμένο κατεπάνω σου, εἴτε λαμπάδα ἀναμμένη νὰ κινεῖται πρὸς τὸ πρόσωπό σου, νὰ μὴν ταραχθεῖς. Καὶ ἂν δεῖς ἀκόμη καμιὰ μορφὴ ἀπαίσια καὶ αἱματοβαμμένη, νὰ μὴν ἐξασθενεῖ καὶ χάνει τὴ δύναμή της ἡ ψυχή σου. […] Κρότους καὶ χτύπους καὶ φωνὲς καὶ κακώσεις ἀπὸ τοὺς δαίμονες θὰ ἀκούσει ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει νὰ ἔχει καθαρὴ προσευχή. Ἀλλὰ δὲ θὰ πέσει, οὔτε θὰ προδώσει τὸ λογισμό του, λέγοντας στὸ Θεό: «Δὲ θὰ φοβηθῶ συμφορές, γιατὶ Ἐσὺ εἶσαι μαζί μου». (Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής)75

Ὅταν ἀκούει κανεὶς γιὰ αἴσθηση τοῦ νοῦ, νὰ μὴ νομίζει ὅτι θὰ τοῦ φανερωθεῖ μὲ ὁρατὸ τρόπο ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. […] στὴν παρούσα ζωὴ προχωροῦμε μὲ τὴν πίστη, ὄχι μὲ τὴν ὅραση. Ἂν λοιπὸν φανερωθεῖ σὲ κάποιον ἀγωνιστὴ φῶς ἢ κανένα σχῆμα φωτεινό, νὰ μὴν παραδεχτεῖ διόλου τὸ ὅραμα αὐτό. […] Τὰ ὄνειρα ποὺ φανερώνονται στὴν ψυχὴ λόγω τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἀλάθητα τεκμήρια τῆς ὑγείας της. Γι’ αὐτὸ οὔτε ἀπὸ τὸ ἕνα σχῆμα μεταβάλλονται σὲ ἄλλο, οὔτε προκαλοῦν φόβο στὴν αἴσθησή της, οὔτε γελοῦν ἢ σκυθρωπιάζουν ξαφνικά, ἀλλὰ γεμάτα ἐπιείκεια προσεγγίζουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν γεμίζουν ἀπὸ πνευματικὴ χαρά. (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς)76

Στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς πρέπει νὰ ἔχομε τὸ νοῦ ἄμορφο, ἀσχημάτιστο, ἄχρωμο, νὰ μὴ δέχεται τίποτε, εἴτε φῶς, εἴτε φωτιά, ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ὁλωσδιόλου, ἀλλὰ μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη νὰ προσηλώνομε τὴ διάνοια σ’ ἐκεῖνα ποὺ λέμε. (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)77

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ τέτοιο πράγμα, μᾶλλον ἐπιθυμεῖ νὰ δεῖ δαίμονα […]. Εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ γίνει ἐμφάνιση ἀγγέλου, ὅταν ὅμως δὲ βάζει κανεὶς διόλου κάτι τέτοιο στὸ νοῦ του, οὔτε τὸ πιστεύει, ἂν ἴσως καὶ γίνει· καὶ τότε πάλι γίνεται ἂν κανεὶς τὸ δέχεται γιὰ κοινὴ ὠφέλεια. (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός)78

Ὅπως τὸ ξύδι καὶ τὸ κρασὶ στὴν ὅραση εἶναι τὰ ἴδια, μετὰ τὴ γεύση ὅμως τὰ διακρίνει ὁ λάρυγγας, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴ νοερὴ αἴσθηση καὶ ἐνέργεια μπορεῖ νὰ διακρίνει τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος καὶ τὰ φαντάσματα τοῦ σατανᾶ. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)79

Παίρνει σῶμα ἀνθρώπου ὁ ἄπειρος καὶ ἀσώματος Κύριος ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα καὶ μικραίνει –μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς– τὸν ἑαυτό Του, ὁ μέγας καὶ ὑπερούσιος, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὰ νοερὰ κτίσματά Του, δηλαδὴ μὲ ψυχὲς Ἁγίων καὶ Ἀγγέλων, ὥστε νὰ μπορέσουν καὶ αὐτὲς νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς ἀθάνατης ζωῆς τῆς θεότητάς Του. […] μικραίνοντας τὸν ἑαυτό Του καὶ παίρνοντας σωματικὴ μορφή, ὅπως εἴπαμε· μεταμορφωνόταν καὶ φανερωνόταν σ’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦσαν, ὄχι ὅπως εἶναι ὁ Ἴδιος –γιατὶ εἶναι ἀχώρητος–, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητα καὶ τὴ δύναμή τους, γιὰ τὴν πολλὴ καὶ ἀκατανόητη ἀγάπη ποὺ εἶχε σ’ αὐτούς. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)80

Ἂν ἀκούσεις τὸν Προφήτη νὰ λέει· «Εἶδα τὸν Κύριο νὰ κάθεται σὲ θρόνο», μὴ νομίσεις ὅτι εἶδε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία εἰκόνα Του συγκαταβατική· κι αὐτήν, πιὸ ἀμυδρὰ ἀπ’ ὅτι τὴ βλέπουν οἱ οὐράνιες Δυνάμεις. (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς)81

[…] ποτὲ νὰ μὴν παραδεχθεῖς ὅ,τι κι ἂν δεῖς αἰσθητὸ ἢ νοερό, ἐξωτερικὰ ἢ ἐσωτερικά, ἀκόμα κι ὀπτασία Χριστοῦ, ἢ δῆθεν Ἀγγέλου, ἢ μορφὴ Ἁγίου, ἢ νὰ φαντάζεσαι φῶς μὲ τὸ νοῦ σου ἢ νὰ δίνεις σ’ αὐτὸν σχῆμα. Γιατὶ κι ὁ ἴδιος ὁ νοῦς ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του τὴ δύναμη τῆς φαντασίας καὶ εὔκολα μπορεῖ νὰ σχηματίζει τὶς μορφὲς ὅσων ἐπιθυμεῖ, σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸν προσέχουν ἀκόμα μὲ ἀκρίβεια, καὶ προκαλεῖ βλάβη καὶ στὸν ἑαυτό του. […] Γι’ αὐτὸ πρόσεχε μὴ συγκατατεθεῖς καὶ πιστέψεις ἀμέσως κάτι τί, ἂς εἶναι καὶ ἀγαθό, προτοῦ τὸ ἐξετάσεις πολὺ καὶ ρωτήσεις τοὺς ἔμπειρους, γιὰ νὰ μὴ βλαφθεῖς. […] Δὲν πρέπει ὅμως ὅλους νὰ τοὺς ἐρωτᾶ, παρὰ ἕνα, ποὺ νὰ τοῦ ἔχουν ἐμπιστευθεῖ τὴν καθοδήγηση καὶ ἄλλων. […] Ὁ καθένας ἔχει δική του γνώση καὶ διάκριση, φυσικὴ ἢ πρακτικὴ ἢ ἀπὸ μάθηση, δὲν ἔχουν ὅμως ὅλοι τὴ διάκριση τοῦ Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε ὁ σοφὸς Σειράχ: «Οἱ φίλοι σου, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ εἰρηνεύεις, νὰ εἶναι πολλοί, οἱ σύμβουλοί σου ὅμως ἕνας στοὺς χίλιους» [Π.Δ., Σοφία Σειρὰχ 6:6]. Καὶ δὲν εἶναι μικρὸς ὁ ἀγώνας νὰ βρεῖς ὁδηγὸ ποὺ δὲν πλανᾶται καὶ στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματα. Ὁ ἀπλανὴς ὁδηγὸς φαίνεται ἀπὸ τὸ ἂν ἡ ζωή του καὶ ἡ φρόνησή του συμφωνεῖ μὲ τὶς μαρτυρίες τῶν θείων Γραφῶν κι ἂν εἶναι μετριόφρων. (Ἅγιος Γρηγόριος Σιναΐτης)82

Καὶ καθὼς ἐκεῖνος ποὺ εἶναι μέσα στὴ σκοτεινὴ φυλακή, μέσα στὰ πολλὰ χρόνια ποὺ μένει ἐκεῖ μέσα, ἂν ἴσως κατὰ τύχη ἀνοιχθεῖ καμιὰ τρύπα πάνω στὴ σκεπὴ τῆς φυλακῆς καὶ ξαφνικὰ δεῖ λίγο, ἀπὸ ὅσο εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς τρύπας, τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ ποὺ ποτέ του δὲν τὸ εἶδε […] αὐτὸς ἔρχεται σὲ ἔκσταση. […] μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ προκόπτει λίγο-λίγο στὰ νοητὰ καὶ συνεχίζει νὰ βλέπει τὸ νοητὸ φῶς […]. Ἔτσι στοχάσου πὼς γίνεται καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ λίγο πρὶν βγῆκε ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος καὶ ἔγινε ὅλος ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ φαίνονται, καὶ ὑπέθεσε μὲ τὸ νοῦ σου ὅτι ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι μία σκοτεινότατη καὶ ἀφώτιστη φυλακή […]. Καὶ συλλογίσου ὅτι ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ λίγο φῶς εἶναι τὸ τρισυπόστατο ἐκεῖνο φῶς ποὺ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ κάθε φῶς καὶ ἀπὸ κάθε λόγο καὶ ἔννοια, τὸ ἀνεκλάλητο καὶ ἄφραστο καὶ ἀπρόσιτο. Καὶ ὅτι ἐκεῖνα ποὺ εἶναι σὲ ἐκεῖνο τὸ φῶς εἶναι ἀόρατα, ἀγνώριστα καὶ ἀνερμήνευτα σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὴ φυλακὴ τοῦ κόσμου αὐτοῦ. […] Ἀλλὰ ὅταν καταρχὴν φυλᾶμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ μετανοοῦμε καὶ ποθοῦμε καὶ ταπεινωνόμαστε κ.λπ., τότε ἀνοίγεται καὶ σὲ μᾶς κάτι σὰν μία μικρὴ τρύπα σὲ αὐτὴν τὴ σκεπὴ ποὺ βλέπουμε στὸν οὐρανό, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν τρύπα βλέπουμε τὸ ἄυλο καὶ νοερὸ ἐκεῖνο φῶς, ποὺ εἶναι ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ ὁποῖο μόλις τὸ δεῖ ἡ ψυχὴ μένει ἐντελῶς ἐκστατική, ἐκπλήσσεται ὁλόκληρη βλέποντας θαῦμα καινούριο, θαῦμα παράδοξο. Ἀλλὰ νὰ ξέρεις ὅτι αὐτὴ ἡ θεωρία εἶναι ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀρχάριοι στὴν ἄσκηση καὶ ποὺ μόλις πρὶν λίγο μπῆκαν στοὺς ἀγῶνες τῶν ἀρετῶν. Ἀλλὰ ὅμως ἀφοῦ περάσει πολὺ καιρὸ ὁ ἄνθρωπος σὲ ἐκείνη τὴ θεωρία τοῦ λίγου φωτός, […] τότε ἀνοίγεται σὲ αὐτὸν ἢ ὁ οὐρανὸς ἢ ὁ ὀφθαλμὸς τῆς καρδίας του […]. Καὶ ἔτσι εἰσχωρεῖ στὴν κατοικία τῆς ψυχῆς του, δηλαδὴ στὸ κορμί του, ἐκεῖνο τὸ θαυμαστὸ καὶ ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ τὸν φωτίζει σύμμετρα, ὅσο δηλαδὴ χωράει ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔτσι ὅταν πάλι περάσει πολὺς καιρὸς […] βλέπει καὶ κατανοεῖ καὶ διδάσκεται θαύματα πάνω σὲ θαύματα καὶ μυστήρια πάνω σὲ μυστήρια καὶ θεωρίες πάνω σὲ θεωρίες. Τὰ ὁποῖα, ἂν θελήσει κάποιος νὰ τὰ γράψει, δὲν θὰ τοῦ φθάσει οὔτε τὸ χαρτὶ οὔτε τὸ μελάνι. (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)83

Καὶ γενικά, καθὼς θέλει ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔτσι παρηγορεῖ τοὺς δούλους Του· καθὼς ταιριάζει στὸν καθένα, ἔτσι τοῦ δίνει τὴ χάρη Του. Καὶ τοῦτο ποὺ λέω μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ κανεὶς φανερὰ στοὺς Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τόσες θεωρίες καὶ οἱ ἄνθρωποι τοὺς περίπαιζαν καὶ τοὺς εἶχαν γιὰ πλανεμένους καὶ μεθυσμένους. […] Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τώρα οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ ἀξιώνονται νὰ βλέπουν διάφορες θεωρίες, τὶς ὁποῖες μερικοὶ δὲν τὶς πιστεύουν, μήτε τὶς δέχονται μὲ κανένα τρόπο γιὰ ἀληθινές, ἀλλὰ τὶς ἔχουν γιὰ πλάνη κι ἐκείνους ποὺ τὶς βλέπουν τοὺς ἔχουν γιὰ πλανεμένους. Καὶ σὲ τοῦτο θαυμάζω πολὺ καὶ ἀπορῶ, πῶς πωρώθηκαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι καί, σὰν τυφλοὶ στὴν ψυχή, δὲν πιστεύουν ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἀψευδὴς Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἰωὴλ ὑποσχέθηκε νὰ δώσει στοὺς πιστούς, λέγοντας ὅτι «θὰ χύσω ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματός μου σὲ κάθε πιστό […]». Τὴ χάρη αὐτὴ ὁ Κύριός μας τὴν ἔδωσε καὶ τὴ δίνει καὶ τώρα καὶ θὰ τὴ δίνει ὣς τὴ συντέλεια, κατὰ τὴν ὑπόσχεσή Του, σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς δούλους Του. Ὅταν λοιπὸν ἡ χάρη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρθει σὲ κανένα, δὲν τοῦ δείχνει τὰ συνηθισμένα, μήτε τὰ αἰσθητὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶδε ποτέ του μήτε τὰ φαντάστηκε· καὶ τότε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου διδάσκεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μυστήρια ὑψηλὰ καὶ ἀπόκρυφα […].

Ἄλλα εἶναι τὰ σημάδια τῆς πλάνης κι ἄλλα τῆς χάρης. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πλάνης, ὅταν πλησιάσει τὸν ἄνθρωπο, τοῦ συγχύζει τὸ νοῦ καὶ τὸν ἀγριεύει, κάνει τὴν καρδιὰ σκληρὴ καὶ τὴ σκοτίζει, προξενεῖ δειλία καὶ φόβο καὶ ὑπερηφάνεια, τοῦ ἀγριεύει τὰ μάτια, ταράζει τὸ μυαλό, προκαλεῖ ἀνατριχίλα σὲ ὅλο τὸ σῶμα, τοῦ δείχνει κατὰ φαντασίαν στὰ μάτια φῶς ὄχι λαμπρὸ καὶ καθαρό, ἀλλὰ κόκκινο […] καὶ τελικὰ βγαίνει ὁλότελα ἀπὸ τὰ λογικά του καὶ φτάνει σὲ τέλεια ἀπώλεια. Ἀλλὰ τὰ σημεῖα τῆς χάρης εἶναι αὐτά· ὅταν πάει στὸν ἄνθρωπο ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τοῦ συνάγει τὸ νοῦ καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ ταπεινός· τοῦ φέρνει τὴν ἐνθύμηση τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτημάτων του καὶ τῆς μέλλουσας κρίσεως καὶ τῆς αἰώνιας κολάσεως […]· καὶ ὅσο πλησιάζει στὸν ἄνθρωπο, τόσο τοῦ ἡμερεύει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν παρηγορεῖ διὰ μέσου τῶν ἁγίων παθῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἄπειρης φιλανθρωπίας Του. Καὶ προξενεῖ στὸ νοῦ ὑψηλὲς καὶ ἀληθινὲς θεωρίες· γιὰ τὴν ἀκατανόητη δύναμη τοῦ Θεοῦ, πῶς μ’ ἕνα λόγο ἔφερε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μὴ ὂν στὸ εἶναι· γιὰ τὴν ἄπειρή Του δύναμη ποὺ συγκρατεῖ καὶ κυβερνᾶ τὰ πάντα κι ἔχει τὴν πρόνοια ὅλων· γιὰ τὸ ἀκατανόητο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ ἀνεξιχνίαστο πέλαγος τῆς θείας οὐσίας κ.λπ.. (Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καψοκαλύβης)84

Ἔχοντας τὴν πρόθεση νὰ προσεγγίσω κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μου τὴν περιγραφὴ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θείου Φωτός, θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ ἀναφερθῶ ἐν συντομίᾳ προκαταταρτικὰ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μορφὲς τῶν φωτεινῶν ἐμφανίσεων, ποὺ γνώρισα ἀπὸ τὴν πείρα μου. Στὰ χρόνια τῆς ὥριμης νεότητός μου συνέβαινε κάποτε, σὲ κατάσταση ἔντονου στοχασμοῦ γύρω ἀπὸ τὰ μυστήρια τοῦ Εἶναι, νὰ αἰσθάνομαι, «νὰ βλέπω» τὴ διανοητική μου ἐνέργεια ὅμοια μὲ φῶς. Ὁ κόσμος τῶν νοερῶν διαλογισμῶν ἔχει ἕναν ἰδιάζοντα ἀκτινοβόλο χαρακτήρα. Ἄλλωστε, καὶ ὁ νοῦς μας δὲν εἶναι «εἰκόνα τοῦ Νοὸς τοῦ Πρώτου», ποὺ εἶναι Φῶς; Ὅταν ἡ διάνοια συγκεντρωθεῖ στὰ μεταφυσικὰ προβλήματα, εἶναι δυνατὸν νὰ χάσει τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ ὑλικοῦ χώρου, νὰ ὑπερβεῖ, τρόπον τινά, τὰ ὅρια αὐτά. Βρισκόμενος σὲ τέτοια ἀκριβῶς κατάσταση εἶδα τὸν νοῦ μου ὡς φῶς. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ κατάσταση εἶναι κατὰ φύση προσιτὴ στὸν ἄνθρωπο. Ἀργότερα διαπίστωσα ὅτι ἡ κατάσταση αὐτὴ ποὺ περιέγραψα διακρίνεται ποιοτικὰ ἀπὸ ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται μέσα στὸ Ἄκτιστο Φῶς, ἐκείνη ἡ κατάσταση ἡ ὁποία εἶναι «ἕνωση ἐν τῷ εἶναι». (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)85

Μοῦ δόθηκε νὰ βιώσω διάφορα εἴδη φωτὸς καὶ φώτων: τὸ «φῶς» τῆς καλλιτεχνικῆς ἐμπνεύσεως, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τοῦ ὁρατοῦ κόσμου· τὸ «φῶς» τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, ποὺ ἀνάγεται σὲ μυστικὴ θεωρία· ἂς προσθέσουμε ἐδῶ καὶ τὸ «φῶς» τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, ποὺ ἔχει πάντοτε καὶ ἀναπόφευκτα σχετικὴ ἀξία. Ἔχω ἐπίσης ὑποστεῖ πειρασμοὺς ἀπὸ φωτοειδεῖς ἐνέργειες ἐναντίων πνευμάτων […]. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)86

Τὸ οὐράνιο Φῶς δὲν ὑπόκειται στὸν ἔλεγχο τῶν αἰσθήσεων, εἶναι ἄλλο, ἀσύλληπτο κατὰ τὴ φύση του, ἔρχεται μὲ τρόπο ἀκαθόριστο γιὰ μᾶς. Τὸ Εἶναι ἄλλων διαστάσεων διαπερνᾶ τὸ περίβλημα τοῦ γήινου σώματος καὶ γεμίζει τὴν κτιστή μας φύση μὲ ἄκτιστη ἐνέργεια. Μᾶς μεταδίδει τὴν ἐπίγνωση τοῦ ὑπερκόσμιου Ὄντος, ὄχι μὲ ὀπτικὲς ἢ αἰσθητὲς ἀλλὰ μὲ πνευματικὲς ὁράσεις. Ἡ περιγραφὴ τῶν ὁράσεων αὐτῶν διατυπώνεται μὲ διάφορους τρόπους ἀνάλογα πάντοτε μὲ τὸν χαρακτήρα ἢ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου τοῦ προσώπου ἐκείνου στὸ ὁποῖο ἔχουν δοθεῖ. Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς περιγραφῆς, ὅποιος εἶχε τὴν ἐμπειρίαν τῶν Ἄνωθεν ἐπισκέψεων θὰ καταλάβει περὶ τίνος πρόκειται καὶ θὰ ἀναγνωρίσει τὴν πραγματικότητα ποὺ κρύβεται πίσω τους. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)87

Οἱ ποικίλες ἐμφανίσεις τοῦ Φωτός, ἁπλοῦ κατὰ τὴν αἰώνια φύση του, διαφέρουν σὲ ἔνταση καὶ μορφή. Καθένας ἀντιλαμβάνεται τοὺς ἁγιότατους αὐτοὺς λόγους κατὰ τὸ μέτρο τῆς πραγματικῆς του πείρας. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)88

Πέραν ὅμως τῶν ὁραμάτων ποὺ ἐμφανίζονται στοὺς «ἀτελεῖς» πρὸς βοήθεια πνευματική, γιὰ τὰ ὁποῖα ἰσχύουν τὰ ἀνώτερα, σὲ μορφὴ ὁράματος μπορεῖ καὶ ὁ τέλειος νὰ δεῖ τὴν κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς φῶς.

Ὅταν ὁ νοῦς ξεντυθεῖ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ ντυθεῖ τὸν ἄνθρωπο τῆς χάρης, τότε θὰ δεῖ καὶ τὴν κατάστασή του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς ὅμοια μὲ σάπφειρο ἢ μὲ οὐράνιο χρῶμα. (Εὐάγριος ὁ Ποντικός)89

Τέλος, στοὺς τέλειους προσιδιάζει τὸ ὑπέρτατο ὅραμα τοῦ Ἄκτιστου Φωτός, στὸ ὁποῖο θὰ ἀναφερθοῦμε ἁπλῶς μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ Ὑπὲρ τῶν Ἱερῶς Ἠσυχαζόντων καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιου Σαχάρωφ Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι.

Εἴπαμε πιὸ πάνω ὅτι τὰ ὁράματα τοῦ πρώτου εἴδους ἐμφανίζονται κατὰ κανόνα στοὺς ἀρχάριους, στοὺς εἰσαγωγικοὺς ἀσκητές. Ὅμως πολλοὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἀσκητισμό, ἀφοῦ τὸ ὅραμα ἐμφανίστηκε σὲ αὐτοὺς πρὶν ἀπὸ τὴν ὅποια ἀναχώρησή τους. Στοὺς λεγόμενους «κοσμικοὺς» τὰ ὁράματα ἐμφανίζονται σὲ τόσο μεγάλη ποικιλία ἀνθρώπων, ὥστε δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξάγει ἕνα συμπέρασμα ἀσφαλὲς περὶ τῶν προϋποθέσεων καὶ τῶν κριτηρίων αὐτῆς τῆς προτίμησης. Αὐτὸ ποὺ εἶναι σίγουρο καὶ ἀσφαλὲς εἶναι ὅτι, δεχόμενος τὶς ἄνωθεν αὐτὲς ἐπισκέψεις, βρίσκεται κανεὶς σὲ μιὰ ἰδιόμορφη κατάσταση, ἡ ὁποία ποικίλλει ἀνάλογα μὲ τὴν ἔνταση τῆς πίστης του καὶ τὸ νοητικό του ἐπίπεδο, ὅλοι δὲ ἀνεξαιρέτως κυριαρχοῦνται ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερο θρησκευτικὸ συναίσθημα ἀκολουθούμενο ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸ δέος τοῦ ἀγνώστου. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὁράματος ἀποτελεῖ μιὰ κρίσιμη καμπὴ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου: κρίσιμη γιατὶ, ἂν μὲν εἶναι ἤδη στὸν πνευματικὸ δρόμο, πρέπει νὰ ἐντείνει τὶς προσπάθειές του, ἂν ὅμως δὲν ἔχει ξεκινήσει ἀκόμη, πρέπει νὰ τὸ ἐπιχειρήσει.

Καὶ ἐδῶ εἶναι ὁ κίνδυνος καὶ τὸ πρόβλημα. Κίνδυνος γιατὶ ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν ἀντιληφθεῖ κανεὶς αὐτὴ τὴν ἀνάγκη καὶ τὸ πρόβλημα ἢ γιατὶ ἀκόμα καὶ ὅταν τὴν ἀντιληφθεῖ, εἶναι δύσκολο νὰ συναντήσει ὁδηγὸ ἔμπειρο στὸ ταξίδι του αὐτό. Οἱ Πατέρες δίνουν μιὰ συμβουλὴ γιὰ ὅλους: «Μὴν ἐμπιστεύεστε τὸν ἑαυτό σας, συμβουλευτεῖτε πολλὲς φορὲς καὶ πάντοτε ἔμπειρο διδάσκαλο, ἀλλιῶς ἀκολουθῆστε τὶς Γραφές, δηλαδὴ μὴ δέχεστε τίποτα ποὺ δὲν εἶναι σύμφωνο ἢ δὲν σᾶς ὁδηγεῖ στὸν Θεῖο Λόγο». Ὅμως ποῦ εἶναι ὁ διδάσκαλος, ποῦ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θείου Λόγου; Φυσικά, ὑπάρχει πάντοτε ἡ Θεία Πρόνοια, ποὺ αὐτὴν οὕτως ἢ ἄλλως ἐμπιστευόμαστε.

Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὅρισε πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου, ὁδηγεῖ τὸν καθένα, εἴτε δίκαιο, εἴτε ἄδικο, μὲ τὸν τρόπο ποὺ θέλει, στὸ τέλος τῆς ζωῆς ποὺ τοῦ ἁρμόζει. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)90

Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει ὅτι μὲ ὅλους ἐμᾶς ὡς ὄργανα, ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ τὴν πράξη καὶ τὴ θεωρία, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση, τὴ νίκη καὶ τὴ σοφία, τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀλήθεια, χωρὶς ἐμεῖς νὰ προσφέρομε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καλή μας προαίρεση. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)91

Ὑπάρχουν μερικὲς ψυχὲς ποὺ γνωρίζουν τὸν Θεὸ χωρὶς νὰ ἀσκήσουν κανέναν πνευματικὸ ἀγώνα, γεννιοῦνται τέλειες. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν τὸν Θεὸ μὲ ἀγώνα πνευματικὸ πολλῶν εἰδῶν, μετὰ ἀπὸ ἔρευνα καὶ ἀναζήτηση. Ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη.

Ἡ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία τοῦ ὁράματος μπορεῖ νὰ ἐννοηθεῖ ἀπὸ τὸν ἀρχάριο ὡς ἕνα μικρὸ φῶς, ἕνα κερὶ ποὺ ἀνάβει κανεὶς σὲ μιὰ πολὺ σκοτεινὴ αἴθουσα. Ὅμως πρέπει κανεὶς νὰ γνωρίζει ὅτι θὰ χρειαστοῦν χιλιάδες κεριὰ ἀκόμα γιὰ νὰ φωτιστεῖ ἡ αἴθουσα αὐτή. Ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα ποὺ ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῶν ὁραμάτων –ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα, φυσικά, ποὺ εἶναι ἀποκυήματα τῆς φαντασίας ἢ παρεμβολὲς τῶν ἀντίθετων δυνάμεων καὶ ὑλοποιοῦνται διὰ τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ καὶ ἰδιαίτερα τῆς φαντασίας– ὑπάρχουν γύρω μας, δηλαδὴ εἶναι διάχυτα σὲ ὅλο τὸ Σύμπαν. Ἁπλῶς στὶς δυνατότητες τοῦ ὑλικοῦ συστήματος δὲν προβλέπεται ἡ σύλληψή τους ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸ ὁρατὸ ὑλικὸ πεδίο.

Ὅταν ὅμως κάποιος ἄνθρωπος φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο προόδου ὥστε νὰ ἀντιλαμβάνεται ἢ νὰ ἀναγνωρίζει ἢ νὰ κατανοεῖ αὐτὸ ποὺ παρατηρεῖ, ὄχι στὴ μορφή του ἀλλὰ στὴν οὐσία του, τότε ἀνασηκώνεται τὸ παραπέτασμα καὶ μπορεῖ κανεὶς μέσω τοῦ ὁράματος νὰ δεῖ κάτι γιὰ μικρὸ ἢ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Βέβαια, ὀφείλουμε νὰ γνωρίζουμε ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ἢ ἀναγνώριση ἢ κατανόηση τῶν πραγμάτων θὰ πρέπει νὰ προέρχεται ἀπὸ δική μας βιωματικὴ ἐμπειρία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ἄλλων ποὺ προσλαμβάνεται μέσω πληροφοριῶν ἢ μέσω βιβλίων κ.λπ., παρ’ ὅτι καὶ ἡ τελευταία, σὰν ἕνα μικρό, ἐλάχιστο βῆμα, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸ ὅραμα.

Ὅμως, στὴ δεύτερη αὐτὴ περίπτωση θὰ χρειαστεῖ κανεὶς ἀκόμα περισσότερη δουλειὰ γιὰ νὰ περάσει στὸ ἑπόμενο ἐπίπεδο, ἐφόσον, βέβαια, δὲν ἑρμηνεύσει λανθασμένα αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβη θεωρώντας ὅτι εἶναι τὸ τελειωτικό.

Ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁράματος ὑπάρχουν μέσα μας ἢ γύρω μας καὶ μᾶς διαπερνοῦν. Ἁπλῶς τὰ βλέπουν μόνο οἱ δεκτικοί, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ εἴπαμε. Αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ τὸ ὅραμα, μὲ τὴν ἔννοια κάποιου ἢ κάποιων φωτεινῶν σημείων κ.λπ., εἶναι ὑπερφυσικὸ μὲν γιὰ τὸν ὁραματιστή, φυσικὸ ὅμως γιὰ τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται. Εἶναι μιὰ διάχυτη ὑλοποιημένη ἐνέργεια. Εἶναι κάτι ποὺ ὑπάρχει καὶ κυκλοφορεῖ καὶ διαχέεται γύρω καὶ μέσα σὲ ὅλα τὰ ὄντα παντοῦ καὶ πάντα στὸν πλανήτη μας καὶ στοὺς ἄλλους πλανῆτες, ὅπως καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἄπειρο. Ἁπλῶς δὲν τὸ βλέπει ὅλος ὁ κόσμος, αὐτοὶ δὲ ποὺ τὸ βλέπουν παρατηροῦν μόνο μιὰ ὑλοποιημένη μορφὴ προσαρμοσμένη πρὸς τὰ ὄργανα τῆς αἴσθησής τους. Ὅταν λέμε δὲ ὅτι τὸ «βλέπει», σημαίνει ὅτι τὸ ἄτομο ἄρχισε νὰ ξεπερνᾶ τὴν καθαρὰ περιορισμένη ὑλικὴ ὑπόστασή του, ποὺ ὑπόκειται στοὺς περιορισμοὺς τῶν αἰσθήσεων. Σημαίνει ἀκόμα ὅτι τὸ ξεπέρασμα ἄρχισε ἀπὸ τὸν νοῦ, δηλαδὴ ὁ νοῦς του κατάλαβε ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς τὸ πᾶν, δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἐργαλεῖο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο μέσω τῆς μόρφωσης ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ διάβασμα φτάνει στὸ σημεῖο νὰ βλέπει καὶ νὰ γνωρίζει, ἀλλὰ καὶ νὰ προσδιορίζει τὰ πάντα.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει κάπως νὰ μὴν ἐπαφίεται ἀπόλυτα στὴ λογικὴ τῶν πραγμάτων ποὺ ἔχει μάθει καὶ ἔχει ἐναποθηκεύσει στὴ μνήμη του –ἡ ὁποία μνήμη βρίσκεται, φυσικά, στὸν ἐγκέφαλο–, ἀρχίζει καὶ νὰ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια, δηλαδὴ τὰ σύνορα τοῦ κόσμου ποὺ περικλείεται μέσα στὸ παραπέτασμα τῶν πραγμάτων ποὺ ἀντιλαμβάνεται μέσω τῶν αἰσθήσεων. Οἱ ἐπιπτώσεις αὐτῶν τῶν ὁραμάτων εἶναι ὅτι: α) ἀρχίζει κανεὶς νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του σὲ σχέση μὲ τὸ Σύμπαν ποὺ τὸν περιβάλλει, ἄρα καταλαβαίνει ὅτι ὑπάρχουν πράγματα ἰσχυρὰ καὶ τέλεια πέρα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτόν, καὶ β) συνειδητοποιεῖ ὅτι τὰ πράγματα αὐτὰ μπορεῖ νὰ τὰ ὑλοποιήσει, νὰ τὰ καταστήσει ἀντιληπτά. Καὶ ἀναρωτιέται ἂν μπορεῖ νὰ τὰ «δημιουργήσει». Προσοχὴ ὅμως ἐδῶ: Ἂν κάποιος παρανοήσει τὸ φαινόμενο καὶ νομίσει ὅτι τὸ δημιουργεῖ ὁ ἴδιος, τότε αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι ὀλέθριο γιὰ αὐτόν. Ἀντίθετα, ἂν καταλάβει τὴ σωστὴ ἔννοια τοῦ φαινομένου καὶ σκεφτεῖ ὅτι ὑπάρχει ἕνα Σύμπαν ἀπύθμενο καὶ ἀπαράμιλλης συνθετότητας καὶ ἁρμονίας, τοῦ ὁποίου αὐτὸς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπειροελάχιστο κομματάκι –μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάποια μέρη του, κάποιες στιγμὲς κυκλοφοροῦν καὶ μέσα του–, τότε ὁδηγεῖται πρὸς τὴ σωστὴ κατεύθυνση καὶ σίγουρα θὰ βρεῖ σιγὰ-σιγὰ τὴν ἀπάντηση στὴν Ἀλήθεια. Ἂν ὅμως ἐννοήσει κάποιος –παρανοώντας τὸ φαινόμενο– ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ «ἐγώ» του ἀποκτᾶ ἐξαιρετικὲς καὶ μοναδικὲς δυνάμεις ποὺ τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ δημιουργεῖ ὁ ἴδιος τέτοια φαινόμενα καὶ νὰ θριαμβεύει πάνω σὲ ἄλλα ἄτομα, τὸ «δῶρο» αὐτὸ θὰ γίνει γιὰ αὐτὸν ἐφιάλτης, διότι τὸν ἀπομακρύνει τελείως ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς Ἀλήθειας καὶ τὸν μεταστρέφει σὲ ἕναν ὑπέρτατο ζωώδη ἐγωισμό.

Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ φαινομένου τοῦ ὁράματος εἶναι πολὺ σημαντικὸ διότι συνιστᾶ ἕνα πρῶτο μεγάλο βῆμα, δὲν εἶναι ὅμως ἕνα βῆμα τοῦ ὁραματιζόμενου πρὸς τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἕνα βῆμα πρὸς τὸν Κόσμο πέρα ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ἐγώ, τὸν κόσμο τοῦ ὁποίου ὁ καθένας μας –δηλαδὴ τὸ ὄνομα καὶ ἡ μορφὴ καὶ ἡ γνώση ποὺ συνδέεται μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα καὶ τὴ μορφὴ– δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀπειροελάχιστη μικρὴ κουκκίδα.

Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀνησυχεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τέτοιων φαινομένων, ἂν καὶ ἐφόσον προσπαθήσει νὰ ἀναλύσει τὸ περιεχόμενο τῶν ὅσων βλέπει. Στὸ σύνολό τους τὰ φαινόμενα εἶναι μιὰ διαδικασία καταστροφῆς τῆς ὑπερτροφικῆς μορφῆς καὶ τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τὸν «ἄλλο ἑαυτό». Ὅταν τὸ ἀντιληφθεῖ κανείς, τότε θὰ ἡσυχάσει. Ἀντίθετα, ἂν δὲν προσπαθήσει κανεὶς μὲ ψυχραιμία νὰ «ξεπεράσει» τὰ φαινόμενα, τότε θὰ ἔχει μὲ τὸν χρόνο δυσάρεστες συνέπειες. Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει κανεὶς νὰ συνειδητοποιήσει αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλιῶς θὰ ἀκολουθήσουν οἱ συνέπειες. Ὅταν μᾶς συμβαίνει κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι πιὸ μεγάλο ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, δὲν μποροῦμε πάντα νὰ τὸ σηκώσουμε στοὺς ὤμους μας, γιατὶ, ὅσο δυνατὸς καὶ νὰ εἶναι κανείς, αὐτὸ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ αὐτόν, πολὺ πιὸ δυνατὸ ἀπὸ ὅσο φαίνεται. Ἡ θνητὴ –ἄρα ὄχι τόσο δυνατὴ– φύση τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ συνθλιβεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ «βάρος χωρὶς βαρύτητα», διότι μπορεῖ στὴν ἀρχὴ νὰ εἶναι εὔκολο, ἀλλὰ ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς συσσωρεύεται ἡ ἔνταση καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν εἶναι καμωμένο γιὰ αὐτήν. Ἂν, ὅπως εἴπαμε, «δεῖ» τὸ φαινόμενο κανεὶς ὡς μιὰ ἀρχή, ὡς μιὰ παρότρυνση, ὡς μιὰ «κλήση» γιὰ ἕνα σοβαρὸ ξεκίνημα στὸν πνευματικὸ δρόμο, τότε δὲν ἔχει –μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ– νὰ φοβηθεῖ τίποτα. Τὸ πεπερασμένο (ὁριακὸ) ἀνθρώπινο νευρικὸ σύστημα δὲν εἶναι φτιαγμένο γιὰ νὰ ἀντιλαμβάνεται αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ φαινόμενα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ φυσικὴ ἄμυνα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν «βλέπει» καὶ δὲν «ἀκούει» αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει στὸ σύμπαν, εἴτε εἶναι φῶς εἴτε θόρυβος, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς μποροῦμε νὰ διατηροῦμε τὶς αἰσθήσεις –τὴν ἀκοή, τὴν ὅραση– καὶ δὲν διαρρηγνύεται τὸ νευρικό μας σύστημα καὶ ὅλος ὁ ὀργανισμός. Ἀκόμα καὶ τὸ ρεῦμα ποὺ διαπερνᾶ τὸν ὁραματιζόμενο πάμπολες φορὲς –ἄλλοτε ἁπαλὸ σὰν αὔρα καὶ ἄλλοτε ἰσχυρὸ σὰν ἠλεκτρικὴ δόνηση– δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ Πνοὴ τοῦ «Ὅλου» μέσα μας. Ὅμως αὐτὴ ἡ πνοή, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶναι στὰ μέτρα τοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπινου δυναμικοῦ, καὶ γι’ αὐτό, ἂν δὲν πορευτοῦμε σωστὰ μὲ ὁδηγὸ πάντοτε τὸν Δημιουργικὸ Λόγο, ὅπως μᾶς δόθηκε στὶς Γραφές, κινδυνεύουμε ἀπὸ τὰ φαινόμενα αὐτά, ποὺ μποροῦν νὰ συντρίψουν τὸ ἀνθρώπινο περίβλημά μας.

Ὅλα εἶναι ἕνα ἐλάχιστο, ἀπειροελάχιστο κομματάκι τοῦ Σύμπαντος ἢ τῆς Ἀλήθειας, τόσο μικρὸ ὅσο καὶ ὁ ἦχος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ ἕνας κουφὸς μὲ μόλις 1% ποσοστὸ ἀκοῆς. Αὐτὸ τὸ κομματάκι δὲν εἶναι κὰν ἡ εἰκόνα, ἀλλὰ ἡ ἀντανάκλαση τῆς εἰκόνας τοῦ Σύμπαντος ἢ τῆς Ἀλήθειας. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μιὰ ἀντανάκλαση μόνο, τὸ βλέπουμε συμβολικὰ μὲ τὴ δική μας «μετάφραση». Ὁ συμβολισμὸς αὐτὸς ἀνταποκρίνεται στὶς προσδοκίες τοῦ κάθε ὁραματιστῆ, αὐτὲς τὶς προσδοκίες ποὺ δὲν βγαίνουν συνειδητὰ στὴν ἐπιφάνεια. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, κάποιος βλέπει στὸ ὅραμά του ἕνα λιοντάρι, αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ δύναμη εἶναι στὸ ὑποσυνείδητό του τὸ πιὸ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θείου. Ἂν κάποιος ἄλλος βλέπει ἄλλα πράγματα, ἡ ἐξήγηση εἶναι ὅτι τὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντός του καὶ τοῦ μυστικοῦ κόσμου τοῦ ὑποσυνείδητού του διαφέρει. Καμιὰ φορὰ εἶναι δυνατὸν δύο διαφορετικὰ ἄτομα νὰ βλέπουν τὶς ἴδιες φιγοῦρες. Ὅμως δὲν ἔχει τόσο σημασία ἡ φιγούρα αὐτὴ καθαυτήν, ὅσο ἡ σημασία ποὺ ἐμεῖς τῆς δίνουμε στὸν συνειδητὸ καὶ ὑποσυνείδητό μας κόσμο. Εἶναι, παραδείγματος χάρη, ὅπως δύο ἄνθρωποι ποὺ βλέπουν τὸ ἴδιο ἔργο στὸ θέατρο ἢ τὴν ἴδια σκηνὴ στὸν δρόμο, καὶ ὅμως ὁ καθένας τὰ ἀντιλαμβάνεται διαφορετικά. Ἡ μορφή, ἑπομένως, μπορεῖ νὰ μοιάζει στὴ φόρμα της, διότι εἶναι τὸ πιὸ κοντινὸ μονοπάτι ἢ ὅραμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅμως ὁ συμβολισμὸς ἀλλάζει τελείως.

Μία ἀκόμα ἐξήγηση γιὰ τὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων κ.λπ. ποὺ βλέπει κανεὶς στὸ ὅραμά του: ἡ μορφὴ συμβολίζει ἐκεῖνο ποὺ ὁ ὁραματιζόμενος ἀντιλαμβάνεται ὡς ἅγιο καὶ ἱερό. Γι’ αὐτὸ δίνεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὸ Θεῖο ἀνθρωπομορφικὰ καὶ τοῦ προσδίδει ἰδιότητες ἀνθρωπομορφικές – γιὰ παράδειγμα τὴν ἰδιότητα νὰ τιμωρεῖ, νὰ ἐλέγχει, νὰ κρίνει τὶς πράξεις καὶ τὶς σκέψεις.

Εἶναι μιὰ συγκατάβαση τοῦ ἀόρατου, ἄυλου, ἀνέκφραστου, εἶναι μιὰ συγκατάβαση τῆς ἄπειρης ἀγαθότητάς Του.

Παίρνει σῶμα ἀνθρώπου ὁ ἄπειρος καὶ ἀσώματος Κύριος ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα καὶ μικραίνει –μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς– τὸν ἑαυτό Του, ὁ μέγας καὶ ὑπερούσιος, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὰ νοερὰ κτίσματά Του, δηλαδὴ μὲ ψυχὲς Ἁγίων καὶ Ἀγγέλων, ὥστε νὰ μπορέσουν καὶ αὐτὲς νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς ἀθάνατης ζωῆς τῆς θεότητάς Του. […] μικραίνοντας τὸν ἑαυτό Του καὶ παίρνοντας σωματικὴ μορφή, ὅπως εἴπαμε· μεταμορφωνόταν καὶ φανερωνόταν σ’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦσαν, ὄχι ὅπως εἶναι ὁ Ἴδιος –γιατὶ εἶναι ἀχώρητος–, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητα καὶ τὴ δύναμή τους, γιὰ τὴν πολλὴ καὶ ἀκατανόητη ἀγάπη ποὺ εἶχε σ’ αὐτούς. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)92

Τὸ ὅραμα δὲν εἶναι ἡ μέση οὔτε τὸ τέλος τοῦ κόσμου τοῦ θαυμαστοῦ, εἶναι ἡ παρότρυνση γιὰ τὴν πορεία μέσα στὸν κόσμο τοῦ ἀπείρου, εἶναι τὸ πρῶτο μικρὸ φῶς στὸ βαθὺ σκοτάδι, εἶναι τὸ πρῶτο κερὶ ποὺ φωτίζει τὴν ἀπέραντη σκοτεινὴ αἴθουσα.

Αὐτὴν τὴ σημαντικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς δίνεται, καλούμαστε νὰ ἀλλάξουμε πορεία, νὰ ἀκολουθήσουμε ἄλλο δρόμο, τὸν δρόμο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργικοῦ Λόγου, μέσω τοῦ ὁποίου θὰ διέλθουμε τὴ στενὴ πύλη καὶ θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ πλατιὰ λεωφόρο. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ μοναδικὸς δρόμος, ὁ ἀλάνθαστος.

Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς. (Κατὰ Ἰωάννην 8:12)

Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. (Κατὰ Ἰωάννην 11:25)

Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. (Κατὰ Ἰωάννην 14:6)

Πρέπει νὰ ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ἔχει χαράξει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὁ Δημιουργικὸς Λόγος δὲν εἶναι ὅσο μοναχικὸς φαίνεται. Ἀγαθοποιὰ πνεύματα ἔρχονται νὰ μᾶς βοηθήσουν, φιλικὲς σκέψεις μᾶς συντροφεύουν, παράξενα ἀόρατα χέρια βγαίνουν ἀπὸ τὸ σκοτάδι νὰ μᾶς στηρίξουν, ἀγγελικὲς μορφὲς μᾶς ὁδηγοῦν καί, ἂν προσέξουμε, θὰ νιώσουμε φωνὲς ποὺ μόλις ἀκούγονται, ποὺ βγαίνουν μέσα ἀπὸ τὴ ζοφερὴ σιγὴ καὶ μᾶς μιλοῦν σιγὰ γιὰ δικαιοσύνη καὶ ἀνάπαυση.

Ἡ μέλισσα γυρίζοντας στὰ λιβάδια, βρίσκει ἀπὸ ποῦ θὰ μαζέψει τὸ μέλι· ἡ ψυχὴ περιδιαβάζοντας τοὺς ποικίλους αἰῶνες, ἀπὸ ἐκεῖ χύνει τὴ γλυκύτητα στὴ διάνοια. (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος)93

 


72 Chopra, Deepak, Κβαντικὴ Θεραπεία, μτφρ. Ν. Γαρουφαλιᾶς, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἀσημάκης, 1991, «Τὸ μυστήριο τοῦ κενοῦ», σ. 151.

73 Davies, Paul, Θεὸς καὶ Μοντέρνα Φυσική, μτφρ. Θ. Τσουκαλαδάκης, Ν. Γούναρης, Α. Μάμαλης, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Κάτοπτρο, 22009, «Ὁ κβαντικὸς παράγοντας», σ. 189.

74 Swedenborg, Emanuel, Τὸ βιβλίο τῶν ὀνείρων, μτφρ. Μ. Μέλμπεργκ, Ἀθήνα: Κέδρος, 1992, σ. 42. Μὲ βάση τὴ βιογραφία τοῦ Swedenborg καὶ τὰ γραφόμενα ἀπὸ τὸν ἴδιο, προκύπτει ὅτι κυρίως μετὰ ἀπὸ τὶς 6-7 Ἀπριλίου 1744 ἀναγεννήθηκε πνευματικά (Emanuel Swedenborg’s Journal of dreams and spiritual experiences in the year seventeen hundred and forty-four, μτφρ. C. Th. Odhner. The Academy Book Room: Pennsylvania, 1918). [Σ.τ.Ε.]

75 Παρασκευάζου ὡς ἔμπειρος ἀγωνιστής, κἂν ἀθρόως ἴδῃς φαντασίαν, μὴ κλονεῖσθαι· κἂν ῥομφαίαν κατὰ σοῦ ἐσπασμένην ἢ λαμπάδα κατατρέχουσάν σου τὴν ὄψιν, μὴ ταράττεσθαι· κἂν μορφήν τινα ἀηδῆ καὶ αἱματώδη μηδόλως καταπίπτειν τὴν ψυχήν. […] Ψόφους μὲν καὶ κτύπους καὶ φωνὰς καὶ αἰκισμοὺς ἐκ δαιμόνων ἀκούσεται, ὁ καθαρᾶς ἐπιμελούμενος προσευχῆς· ἀλλ’ οὐ συμπεσεῖται, οὐδὲ προδώσει τὸν λογισμόν, λέγων πρὸς τὸν Θεόν· οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ (Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σσ. 184:ϟβ΄, 185:ϟζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Περὶ Προσευχῆς 153 κεφάλαια», σσ. 228:92, 229:97.

76 Μηδεὶς ἀκούων αἴσθησιν νοός, ὁρατῶς αὐτῷ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ ὀφθῆναι ἐλπιζέτω. […] νῦν διὰ πίστεως καὶ οὐ διὰ εἴδους […] περιπατοῦμεν. Ἐὰν οὖν ὀφθῇ τινι τῶν ἀγωνιζομένων, ἢ φῶς, ἢ σχῆμά τι πυροειδὲς ἢ φωνή, μηδαμῶς καταδεξάσθω τὸ τοιοῦτον ὅραμα. […] Οἱ ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ ἐμφαινόμενοι τῇ ψυχῇ ὄνειροι, ὑγιαινούσης ψυχῆς πώς εἰσιν ἀπλανεῖς κατήγοροι. Διόπερ οὔτε ἀπὸ ἑτέρου σχήματος εἰς ἕτερόν τι σχῆμα μεταβάλλονται, οὔτε μὴν πτοοῦσι τὴν αἴσθησιν […] τῇ ψυχῇ προσεγγίζουσι, πνευματικῆς αὐτὴν καταγεμίζοντες θυμηδίας (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σσ. 245:λστ΄, 246:λζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Λόγος Ἀσκητικὸς… σὲ 100 κεφάλαια»,  σσ. 295:36, 296:37.

77 Κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς ὀφείλομεν ἔχειν τὸν νοῦν ἀνείδεον, ἀσχημάτιστον, ἄχροον, μηδόλως δεχόμενόν τι, εἴτε φῶς, εἴτε πῦρ, ἢ ἕτερόν τι τὸ παράπαν, ἀλλ’ ἐν τοῖς λεγομένοις ῥήμασι μόνοις ὀφείλομεν πάσῃ δυνάμει κλείειν τὴν διάνοιαν (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 11). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Βιβλ. Α΄, Προοίμιο», σ. 75.

78 Διά τοι τοῦτο καὶ ὁ τινὸς τοιούτου ἐπιθυμῶν, δαίμονα μᾶλλον ἐπιποθεῖ ἰδεῖν […]. Μᾶλλον δὲ ὅταν τις οὐδ’ ὅλως τὰ τοιαῦτα λογίζεται, οὐδὲ πιστεύει κἂν καὶ γίνεται ἴσως, τότε γίνεται, ἐὰν δέχηται πρὸς ὠφέλειαν τοῦ κοινοῦ (Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 144). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Βιβλ. Β΄, Λόγος ν΄»,  σ. 217.

79 Ὥσπερ γὰρ ὄξος καὶ οἶνος κατὰ μὲν τὴν φύσιν ἕν, κατὰ δὲ τὴν γεῦσιν ὁ λάρυγξ ἑκάστου κρίνει τὸ ἴδιον· οὕτω δὴ καὶ ψυχὴ ἐξ αὐτῆς γε τῆς νοερᾶς αἰσθήσεως καὶ τῆς ἐνεργείας δύναται κρίνειν τά τε τοῦ Πνεύματος χαρίσματα καὶ τὰ τοῦ ἀλλοτρίου φαντάσματα (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 188:με΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑπομονῆς καὶ διακρίσεως», σ. 166:45.

80 […] σωματοποιεῖ ἑαυτὸν ὁ ἄπειρος καὶ ἀσώματος Κύριος διὰ χρηστότητα ἄπειρον καὶ σμικρύνει, ὡς ἄν τις φαίη, ὁ μέγας καὶ ὑπερούσιος τοῦ δυνηθῆναι τοῖς νοεροῖς αὐτοῦ κτίσμασι συγκραθῆναι, ψυχαῖς ἁγίων, φημί, καὶ Ἀγγέλων, ἵνα δυναταὶ γένοιντο καὶ αὗται ζωῆς ἀθανάτου τῆς ἑαυτοῦ θεότητος μετασχεῖν. […] σμικρύνων ἑαυτὸν καὶ σωματοποιῶν, ὥσπερ εἴρηται, μεταμορφούμενός τε καὶ ὀπτανόμενος τούτοις τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν, οὐ καθόσον αὐτός ἐστιν, ἀχώρητος γάρ, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐκείνων χώρησίν τε καὶ δύναμιν διὰ τὴν πολλὴν καὶ ἀπερινόητον, ἣν ἔσχεν πρὸς αὐτούς, ἀγάπην (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σσ. 198: ξζ΄, 199:ξθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑψώσεως τοῦ νοῦ», σσ. 276:67, 277:69.

81 Κἂν […] εἴδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου, μὴ τοῦτο ὑποπτεύσῃς, ὅτι τὴν οὐσίαν εἶδεν ἐκείνην, ἀλλὰ τὴν συγκατάβασιν· καὶ ταύτην δὲ ἀμυδρότερον ἤπερ αἱ ἄνω δυνάμεις (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σσ. 161-162:οζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «150 κεφάλαια», σ. 322:77.

82 Πρόσεχε καλὰ νὰ μὴ δεχθῇς ποτέ σου ὅ,τι πρᾶγμα καὶ ἂν ἰδῇς, ἢ αἰσθητὸν ἢ νοητόν, ἢ ἀπ’ ἔξω φανῇ, ἢ ἀπὸ μέσα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, μήτε νὰ φαντάζεσαι μὲ τὸν νοῦν σου καὶ νὰ τυπώνῃς σχῆμα ἢ μορφὴν καὶ εἰκόνα Χριστοῦ, ἢ Ἀγγέλου ἢ Ἁγίου καὶ νὰ σοῦ φαίνεται πὼς βλέπεις παρόμοια, διατὶ καὶ αὐτὸς ὁ νοῦς φυσικὰ ἀπὸ λόγου του ἔχει τὸ φανταστικὸν καὶ εὔκολα φαντάζεται ἐκεῖνα ὁποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ προξενεῖ μεγάλην βλάβην εἰς ἐκείνους ὁποὺ δὲν προσέχουν καλά. […] Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει εὔκολα νὰ πιστεύῃς κάθε πρᾶγμα, καὶ ἂς εἶναι καὶ καλόν, καὶ νὰ τὸ δέχεσαι πρὸ τοῦ νὰ ἐξετάσῃς καλὰ τὸ πρᾶγμα καὶ νὰ ἐρωτήσῃς τοὺς ἐμπείρους διὰ νὰ μὴ βλαφθῇς. […] Πλὴν δὲν πρέπει νὰ ἐρωτᾷ περὶ τούτου κάθε ἕναν ὁποὺ εὕρῃ, ἀλλὰ μόνον ἕνα ἐνάρετον ἄνθρωπον καὶ πνευματικὸν ἔμπειρον ὁποὺ νὰ ἔχῃ εἰς τὴν ἐπίσκεψίν του καὶ ἄλλους ἀδερφοὺς καὶ νὰ εἶναι εἰς τὰ τοιαῦτα ἔμπειρος καὶ προκομμένος. […] Καὶ δὲν εἶναι ὀλίγος κόπος νὰ ἐπιτύχῃ τινὰς τέτοιον ἄνθρωπον διακριτικὸν […] καὶ νὰ τὸν ἔχῃ ὁδηγόν του πνευματικόν. Καὶ τὸ σημάδι πὼς δὲν πλανᾶται δὲν εἶναι ἄλλο, πάρεξ ἀνίσως καὶ ὅ,τι λέγῃ καὶ ὅ,τι κάνῃ καὶ ὅ,τι φρονῇ ἔχει μαρτυρίαν εἰς κάθε τί ἀπὸ τὴν θείαν Γραφήν (Ἅγιος Γρηγόριος Σιναΐτης, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [1963], σσ. 99, 100). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Περὶ πλάνης καὶ διαφόρων ζητημάτων», σσ. 236-237.

83 Καὶ καθὼς ἐκεῖνος ὅπου εἶναι μέσα εἰς τὴν σκοτεινὴν φυλακήν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς πολλοὺς χρόνους ὅπου κάμῃ ἐκεῖ μέσα, ἀνίσως κατὰ τύχην, ἀνοιχθῇ καμμία τρύπα ἐπάνω εἰς τὴν σκέπην τῆς φυλακῆς, καὶ ἔξαφνα ἰδῇ ὀλίγον, καὶ ὅσον εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς τρύπας, τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ, ὁποῦ ποτέ του δὲν τὸ εἶδε […] αὐτὸς ἔρχεται εἰς ἔκστασιν. […] τοιουτοτρόπως καὶ ἡ ψυχὴ ἐκείνη ὁποῦ προκόπτει κατ’ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὰ νοητά, καὶ συνεχίζει νὰ βλέπῃ τὸ νοητὸν φῶς […]. Ἔτζι στοχάσου, πὼς γίνεται καὶ εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁποῦ ὀλίγον προτήτερα εὐγῆκεν ἀπὸ τὰς ἀνάγκας τοῦ σώματος, καὶ ἔγινεν ὅλος ἔξω ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον, καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ φαινόμενα πράγματα, καὶ ὑπόθεσε μὲ τὸν νοῦν σου, πὼς ὅλος ἐτοῦτος ὁ κόσμος εἶναι μία σκοτεινοτάτη, καὶ ἀφεγγὴς φυλακή […]. Καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὀλίγον φῶς συλλογίσου, ὅτι εἶναι τὸ τρισυπόστατον ἐκεῖνο φῶς, ὁποῦ εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ κάθε φῶς, καὶ ἀπὸ κάθε λόγον, καὶ ἔννοιαν, τὸ ἀνεκλάλητον, τὸ ἄφραστον καὶ ἀπρόσιτον. Καὶ ὅτι ἐκεῖνα ὁποῦ εἶναι εἰς ἐκεῖνο τὸ φῶς εἶναι ἀόρατα, ἀγνώριστα, καὶ ἀνερμήνευτα εἰς ὅλους ἐκείνους ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ κόσμου τούτου. […] Ἀλλὰ ὅταν ζητῶμεν ἐν πρώτοις νὰ φυλάττωμεν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μετανοοῦμεν, νὰ ποθοῦμεν, νὰ ταπεινώμεθα κτλ. τότε ἀνοίγεται καὶ εἰς ἡμᾶς, ὡσὰν μία τρύπα μικρὰ εἰς ταύτην τὴν ὁρωμένην σκέπην τοῦ οὐρανοῦ, καὶ διὰ μέσου τῆς τρύπας ἐκείνης δείχνεται παραμικρὸν τὸ ἄϋλον ἐκεῖνο, καὶ νοερὸν φῶς, ὅπου εἶναι ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ ὁποῖον εὐθὺς ὁποῦ τὸ ἰδῇ ἡ ψυχή, μένει ὅλη διόλου ἐκστατική· ὅλη ἐκπλήττεται, βλέπουσα θαῦμα καινούριον, θαῦμα παράδοξον. […] Καὶ τούτη ἡ θεωρία ἴξευρε ὅτι εἶναι τῶν ἀρχαρίων εἰς τὴν ἄσκησιν, καὶ ἐκείνων ὁποῦ πρὸ ὀλίγου ἐμβῆκαν εἰς τοὺς ἀγῶνας τῶν ἀρετῶν. Ἀμὴ ἀφ’ οὗ πολυκαιρίσῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν θεωρίαν ἐκείνου τοῦ ὀλίγου φωτός, […] τότε ἀνοίγεται εἰς αὐτόν, ἢ ὁ οὐρανός, ἢ ὁ ὀφθαλμὸς τῆς καρδίας του […]. Καὶ ἔτζι ἐμβαίνει μέσα εἰς τὴν κατοικίαν τῆς ψυχῆς του, ἤγουν εἰς τὸ κορμί του, ἐκεῖνο τὸ θαυμαστόν, καὶ ὑπέρλαμπρον φῶς, καὶ φωτίζει αὐτὸν σύμμετρα, ὅσον δηλαδὴ χωρεῖ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, καὶ ἔτζι πάλι ὡσὰν πολυκαιρίσῃ […] βλέπει καὶ νοεῖ, καὶ διδάσκεται θαύματα ἐπάνω εἰς θαύματα, καὶ μυστήρια ἐπάνω εἰς μυστήρια, καὶ θεωρίας ἐπάνω εἰς θεωρίας. Τὰ ὁποῖα ἂν θελήσῃ νὰ τὰ γράψει τινάς, οὔτε χαρτὶ θέλει τὸν φθάσει, οὔτε μέλανι (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Τὰ Εὑρισκόμενα, ὅ.π., Λόγος 45ος, ι΄, σσ. 231-232). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

84 Καθὼς θέλει ὁ Παράκλητος, ἤγουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἔτζι παρηγορεῖ τοὺς δούλους του· καθὼς πρέπει εἰς τὸν κάθε ἕνα, ἔτζι τοῦ δίδει καὶ τὴν χάριν του. Καὶ τοῦτο ὁποὺ λέγω, ἠμπορεῖ νὰ τὸ ἰδῇ τινας φανερὰ εἰς τοὺς Προφήτας καὶ Ἀποστόλους, ὁποὺ ἠξιώθησαν νὰ ἰδοῦν τόσας θεωρίας· ἀγκαλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοὺς ἐπερίπαιζαν καὶ τοὺς εἶχαν διὰ πλανημένους καὶ μεθυσμένους. […] Τοιουτοτρόπως καὶ τώρα οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ ἀξιώνονται νὰ βλέπουν θεωρίας διαφόρους, τὰς ὁποίας μερικοὶ δὲν ταῖς πιστεύουν, μήτε ταῖς δέχονται κατ’ οὐδένα τρόπον πὼς εἶναι ἀληθιναῖς, ἀλλὰ ταῖς ἔχουν διὰ πλάνην καὶ ἐκείνους ὁποὺ ταῖς βλέπουν τοὺς ἔχουν διὰ πλανεμένους. Καὶ θαυμάζω πολλὰ εἰς τοῦτο καὶ ἀπορῶ, τί λογῆς οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἐπωρώθηκαν καί, ὡσὰν τυφλοὶ εἰς τὴν ψυχήν, δὲν πιστεύουν ἐκεῖνο ὁποὺ ὑποσχέθη ὁ ἀψευδὴς Θεός, μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου Ἰωήλ, πὼς ἔχει νὰ τὸ δώσῃ εἰς τοὺς πιστούς· ἐκεῖ ὁποὺ λέγει, ὅτι θέλω χύσῃ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ πνεύματός μου εἰς κάθε πιστὸν […] τὴν ὁποίαν χάριν τὴν ἔδωκεν ὁ Κύριός μας καὶ τὴν δίδει καὶ τώρα καὶ θέλει τὴν δίδῃ καὶ ἕως τῆς συντελείας, κατὰ τὴν ὑπόσχεσίν του, εἰς ὅλους τοὺς πιστοὺς δούλους του. Λοιπόν, ὅταν ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔλθῃ εἰς κανένα, δὲν τοῦ δείχνει τὰ συνηθισμένα, μήτε τὰ αἰσθητὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ τοῦ δείχνει ἐκεῖνα ὁποὺ δὲν τὰ εἶδε ποτέ του, μήτε τὰ ἐφαντάσθη· καὶ τότε ὁ νοῦς ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου διδάσκεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μυστήρια ὑψηλὰ καὶ ἀπόκρυφα […].

Ἄλλα εἶναι τὰ σημάδια τῆς πλάνης καὶ ἄλλα τῆς χάριτος· διατὶ τὸ πονηρὸν Πνεῦμα τῆς πλάνης ὅταν πλησιάσει εἰς τὸν ἄνθρωπον, τοῦ συγχύζει τὸν νοῦν καὶ τὸν ἀγριώνει· κάνει τὴν καρδίαν σκληρὰν καὶ τὴν σκοτίζει· προξενεῖ δειλίαν καὶ φόβον καὶ ὑπερηφάνειαν· τοῦ ἀγριεύει τὰ μάτια· ταράττει τὸ μυαλόν· τοῦ ἀνατριχιάζει ὅλον τὸ κορμί· τοῦ δείχνει κατὰ φαντασίαν εἰς τὰ μάτια φῶς ὄχι λαμπρὸν καὶ παστρικόν, ἀλλὰ κόκκινον […] καὶ τέλος πάντων εὐγαίνει παντάπασιν ἀπὸ τὰς φρένας του καὶ ἔρχεται εἰς τελείαν ἀπώλειαν […]. Ἀλλὰ τὰ σημεῖα τῆς χάριτος εἶναι αὐτά· ὅταν ὑπάγῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τοῦ μαζώνει τὸν νοῦν καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ ταπεινός· τοῦ φέρνει τὴν ἐνθύμησιν τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτημάτων του καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως […]· καὶ ὅσον πλησιάζει εἰς τὸν ἄνθρωπον, τόσον τὸν ἡμερώνει εἰς τὴν ψυχὴν καὶ τὴν παρηγορεῖ διὰ μέσου τῶν ἁγίων παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀπείρου φιλανθρωπίας του· καὶ προξενεῖ εἰς τὸν νοῦν ὑψηλαῖς καὶ ἀληθιναῖς θεωρίαις· α΄ διὰ τὴν ἀκατανόητον δύναμιν τοῦ Θεοῦ, πῶς μὲ ἕνα λόγον ἐδημιούργησεν ὅλα τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μὴ ὂν εἰς τὸ εἶναι· β΄ διὰ τὴν ἄπειρόν του δύναμιν, ὁποὺ συγκρατεῖ καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα καὶ ἔχει ὅλων τὴν πρόνοιαν· γ΄ διὰ τὸ ἀκατανόητον τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ διὰ τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος τῆς θείας οὐσίας (Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καψοκαλύβης, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [1963], σσ. 105-107). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Ἀπόσπασμα βίου…», σσ. 311-313.

85 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ ἄκτιστο Φῶς», σ. 242.

86 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ ἄκτιστο Φῶς», σ. 243.

87 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ ἄκτιστο Φῶς», σ. 250.

88 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ ἄκτιστο Φῶς», σσ. 289-290.

89 Ὅταν ὁ νοῦς τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποδυσάμενος, τὸν ἐκ τῆς χάριτος ἐνδύσηται, τότε καὶ τὴν ἑαυτοῦ κατάστασιν ὄψεται κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς, σαπφείρῳ ἢ οὐρανίῳ χρώματι παρεμφερῆ (Μοναχὸς Εὐάγριος ὁ Ποντικός, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 54:ιη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισμῶν», σ. 83:18.

90 ᾯ τρόπῳ βούλεται ὁ τὴν ἑκάστου διορίσας ζωὴν πρὸ τῶν αἰώνων Θεός, ἕκαστον πρὸς τὸ οἰκεῖον τῆς ζωῆς ἄγει τέλος, εἴτε δίκαιον, εἴτε ἄδικον (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 113:κβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Δ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 171:22.

91 Μακάριος ὁ ἐν ἀληθείᾳ εἰδώς, ὅτι πᾶσαν ἐν ἡμῖν ὡς ὀργάνοις ὁ Θεὸς ἐπιτελεῖ πρᾶξιν καὶ θεωρίαν, ἀρετήν τε καὶ γνῶσιν, καὶ νίκην καὶ σοφίαν, καὶ ἀγαθότητα καὶ ἀλήθειαν, μηδὲν ἡμῶν συνεισφερόντων τὸ σύνολον, πλὴν τῆς θελούσης τὰ καλὰ διαθέσεως (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 131:κη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Ε΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 191:28.

92 […] σωματοποιεῖ ἑαυτὸν ὁ ἄπειρος καὶ ἀσώματος Κύριος διὰ χρηστότητα ἄπειρον καὶ σμικρύνει, ὡς ἄν τις φαίη, ὁ μέγας καὶ ὑπερούσιος τοῦ δυνηθῆναι τοῖς νοεροῖς αὐτοῦ κτίσμασι συγκραθῆναι, ψυχαῖς ἁγίων, φημί, καὶ Ἀγγέλων, ἵνα δυναταὶ γένοιντο καὶ αὗται ζωῆς ἀθανάτου τῆς ἑαυτοῦ θεότητος μετασχεῖν. […] σμικρύνων ἑαυτὸν καὶ σωματοποιῶν, ὥσπερ εἴρηται, μεταμορφούμενός τε καὶ ὀπτανόμενος τούτοις τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν, οὐ καθόσον αὐτός ἐστιν, ἀχώρητος γάρ, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐκείνων χώρησίν τε καὶ δύναμιν διὰ τὴν πολλὴν καὶ ἀπερινόητον, ἣν ἔσχεν πρὸς αὐτούς, ἀγάπην (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σσ. 198:ξζ΄, 199:ξθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑψώσεως τοῦ νοῦ», σσ. 276:67, 277:69.

93 Μέλιττα μὲν λειμῶνας περινοστοῦσα, ἐκεῖθεν τῷ μέλιτι τὰς ἀφορμὰς προσπορίζεται· ψυχὴ δὲ αἰῶνας περινοστοῦσα ποικίλους, αὐτόθεν τὸν γλυκασμὸν τῇ διανοίᾳ ἐνίησιν (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 301:κβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Γνωστικὰ κεφάλαια», σ. 45:22.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ