05.02 | Εισαγωγή – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

2. Εἰσαγωγή

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΒΗΜΑΤΑ – Ἀπὸ τὰ Ἄστρα

A- A A+

Μὲ τὴ σκέψη ὅτι γιὰ τὴν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ἀλλὰ καὶ τῶν προηγούμενων τεσσάρων, θὰ βοηθήσουμε τὸν ἀναγνώστη στὸν σχηματισμὸ μιᾶς σωστῆς θεώρησης τῶν κειμένων, παραθέτουμε τὴν εἰσαγωγὴ αὐτή.

Καὶ στὰ πέντε βιβλία ποὺ ἔχουν μέχρι σήμερα ἐκδοθεῖ κυριαρχεῖ ἡ σκέψη ὅτι ἀπὸ τὸ κατώτατο μέχρι τὸ ἀνώτατο ἔμβιο ὂν πρέπει νὰ καταβάλλεται μία μόνο προσπάθεια – ἐκείνη τῆς ἐξέλιξης, τόσο τῶν μορφῶν ὅσο, καὶ κυρίως, τῆς ψυχῆς ποὺ ἐνοικεῖ μέσα στὶς μορφὲς αὐτές. Καὶ στὰ μὲν κατώτερα βασίλεια ἡ ἐξέλιξη ἀνάγεται στὸ ἔνστικτο καὶ στὴ μορφή, στὸν δὲ ἄνθρωπο στὴ μορφή, στὸ συναίσθημα καὶ στὴ νόηση.

Ἡ ἐξέλιξη ὅμως αὐτή, καθόσον ἀφορᾶ μὲν τὶς κατώτερες μορφὲς ζωῆς –δηλαδὴ φυτά, ζῶα– ἀνακόπτεται ἀπὸ τὴ σκληρὴ καὶ βάρβαρη συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἔναντι αὐτῶν, στὸν δὲ ἄνθρωπο ἀναστέλλεται ἢ παραλύει ἐντελῶς. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει τὸν ἑαυτό του ὡς αὐτοφαινόμενο, αὐθύπαρκτο καὶ ξεχωριστὸ ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο καί, προπαντός, αὐθύπαρκτο καὶ αὐτεξούσιο ἔναντι ἐκείνης τῆς Ὑπερδύναμης ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι ἀποκάλεσαν καὶ ἀποκαλοῦν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ἔχει ὡς συνέπεια κάθε ἀνθρώπινη προσπάθεια νὰ ἀπορροφᾶται γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση καὶ μόνο τῆς μορφῆς πρὸς τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσβλέπει καὶ ἀποβλέπει ὡς τὸν μόνο ἄξονα γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο κινεῖται, ἀγνοώντας μονίμως τὸν ἔνοικο αὐτῆς τῆς μορφῆς καὶ ἀδιαφορώντας πλήρως γιὰ τὶς διαθέσεις καὶ τὶς διαμαρτυρίες αὐτοῦ τοῦ ἐνοίκου. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση βρίσκεται στὴ διάθεση τῆς ὑλικῆς μορφῆς, τὴν ὁποία τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ ὑποχρεώθηκαν νὰ λάβουν. Ἡ ἀνθρώπινη ἐλεύθερη βούληση καταπνίγεται ἀπὸ τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς συνήθειες ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος στὴ μακρόχρονη πορεία του. Ἀπουσίᾳ ἀντιστάσεως, καταλαμβάνει τὸν ἄνθρωπο ὁ αὐτοματισμός. Ἡ καθημερινὴ ζωὴ ἐναντιώνεται στὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἰδανικά της. Τὸ γράμμα «σκοτώνει τὸ πνεῦμα» καὶ ὁ σφοδρότερος ἐνθουσιασμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν πρόκειται νὰ ἐξωτερικευτεῖ σὲ δράση, παγώνει πρὸ τοῦ ψυχροῦ ὑπολογισμοῦ τοῦ συμφέροντος καὶ τῆς ματαιότητας.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅλα τὰ ἔμβια ὄντα ἀναστέλλουν τὴν ἐξέλιξή τους, περιοριζόμενα στὴ μορφή τους καὶ στὴν κάλυψη ἢ μᾶλλον στὴν ὑπερκάλυψη τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἀναγκῶν ἢ –προκειμένου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους– στὴν ἱκανοποίηση, ἐπιπλέον, τῆς ματαιοδοξίας τους ἢ στὴν καταβύθισή τους στὸν κόσμο τῶν ψευδαισθήσεων.

Οἱ ἄνθρωποι λησμονοῦν σὲ μόνιμη βάση ὅτι ἡ μορφὴ δὲν ἔχει καμία μονιμότητα, ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὸν φορέα τῆς οὐσίας καὶ γεννήθηκε γιὰ νὰ ὑπάρξει ὅσο εἶναι ἀναγκαῖο ὄχι γιὰ αὐτὴ τὴν ἴδια, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση καὶ μόνο τοῦ πνεύματος ποὺ ἐνοικεῖ σὲ αὐτήν, ὅσο εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὸ πνεῦμα.

Διαρκῶς ἐμφανίζεται μιὰ ἀντίφαση, μιὰ ἀντιπαράθεση μεταξὺ Πνεύματος καὶ μορφῆς. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ, ἐνῶ ἡ ζωὴ ποὺ «διακινεῖται» μέσω τῶν ἔμβιων ὄντων ἐπιθυμεῖ νὰ δράσει καὶ νὰ ἐξελιχθεῖ ὅσο γίνεται πληρέστερα καὶ γρηγορότερα, ἡ μορφὴ ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸ κάθε εἶδος προτιμᾶ νὰ ἀναλίσκει κάθε προσπάθεια ἀποβλέποντας μόνο στὴν ἐξυπηρέτηση τῆς δικῆς της ἄνεσης.

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἀντίληψη ἐπικρατεῖ, αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἔχει ἐπιλεγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος λησμόνησε, ὅπως φαίνεται, αὐτὸ ποὺ στὴν πραγματικότητα συμβαίνει, λησμόνησε δηλαδὴ ὅτι ἡ «ζωὴ» ξεχύθηκε σὰν ἕνα πλατὺ ρεῦμα συνειδητότητας καὶ εἰσχώρησε ἐντὸς τῆς ὕλης, σὰν ἕνα ρεῦμα προικισμένο μὲ τεράστια, ἀπεριόριστη δύναμη. Ξεχύθηκε καὶ παρέσυρε τὴν ὕλη πρὸς τὴν ὀργάνωση.

Ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, ζευγμένη στὸν ζυγὸ τῆς ὕλης, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ δράσει, νὰ ζήσει τὴ ζωή, νὰ γνωρίσει τὴν πραγματικότητα διὰ τῶν ἐμπειριῶν. Ἕνα εὐεργετικὸ κύμα τὴν περιλούζει καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ κύμα ἀντλεῖ τὴ δύναμη νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἐξελίσσεται.

Στὸν ὠκεανὸ αὐτὸν τῆς ζωῆς εἴμαστε ὅλοι καταβυθισμένοι καὶ ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τείνει σὲ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ συγχωνευθοῦμε ἐκ νέου μὲ τὸ Ολο, ἀφοῦ «ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν». Σὲ αὐτὰ ποὺ πιὸ πάνω παραθέσαμε μὲ ἁπλὰ λόγια συγκλίνουν, σύμφωνα μὲ τὴ συγκριτική μας ἔρευνα, ὅλες οἱ ὑγιεῖς φιλοσοφίες, ὅλες οἱ γνωστὲς θρησκεῖες, ὅπως φυσικὰ καὶ ἡ δική μας Ὀρθόδοξη πίστη.

Ἡ δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὴ γνώση τοῦ «ὑπάρχοντος» πέραν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου πάντα θέρμαινε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, πάντα ὑπῆρξε ἀντικείμενο ἔρευνας τοῦ ἀνθρώπινου λογισμοῦ. Ἡ ἐπὶ αἰῶνες ἀνθρώπινη ἱστορία προβάλλει χίλιες δυὸ διαφορετικὲς διδασκαλίες καὶ ἐκδοχὲς καὶ κοσμοθεωρίες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς οἱ ἐκδοχὲς αὐτὲς γιὰ τὰ μεγάλα ὀντολογικὰ προβλήματα δὲν συμφωνοῦν. Ὁ καθένας προβάλλει τὴ δική του ὑποκειμενικὴ σκέψη μὲ τὴν ἀξίωση νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἀλήθεια, ὡς ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια… Ἰνδοί, Αἰγύπτιοι, Ἀσσύριοι, Ἕλληνες – προσωκρατικοὶ καὶ κλασικοὶ καὶ οἱ ἄλλοι, τῶν Ἑλληνιστικῶν χρόνων καὶ τῆς μετέπειτα ρωμαϊκῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς νεότερης ἱστορίας. Μονιστές, διαρχικοί, ὑλιστές, ρεαλιστές, ἰδεοκράτες, ὅλοι ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴ δίψα γιὰ καθολικὴ γνώση, πάσχισαν νὰ δώσουν στὸν ἄνθρωπο λύση στὰ πανάρχαια προβλήματα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, τοῦ Θεοῦ, τῆς ζωῆς, τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους τῶν ὄντων κ.λπ. Ἄλλοι θρησκευόμενοι, ἄλλοι ἄπιστοι, ἄλλοι θετικιστὲς καὶ ἄλλοι δογματικοί, εἶχαν ὑποστηρίξει δύο διαφορετικὲς ἀπόψεις: α) οἱ μὲν ὑποστήριξαν ὅτι ἡ πορεία τοῦ κόσμου συντελεῖται ἀπὸ αἴτια ἀποκλειστικὰ μηχανικὰ καὶ εἶναι, σὲ τελευταία ἀνάλυση, μιὰ ἄλογη ροὴ πραγμάτων καὶ περιστατικῶν μὲ «τυχαία» ἔκβαση,365 καὶ β) οἱ δὲ ὑποστήριξαν ὅτι ὁ κόσμος εἶναι τὸ προϊὸν «Δημιουργίας» ἀπὸ τὴν Ἀνώτατη Βούληση ποὺ διέπει, ρυθμίζει, μεριμνᾶ καὶ φροντίζει γιὰ τὸν κόσμο αὐτὸν ποὺ διέπεται ἀπὸ μιὰ ἀνώτερη σκοπιμότητα, τὴν ὁποία ὅμως ἡ φτωχή μας ἀντίληψη δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει. Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς δεύτερης ἐκδοχῆς εἶναι ἐνταγμένες καὶ ὅλες περίπου οἱ θρησκεῖες, ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀποτελοῦν τὸ καταφύγιο ὅλων ἐκείνων ποὺ προσκολλῶνται σὲ αὐτές, λόγω τῆς ἀδυναμίας τους νὰ εἰσχωρήσουν σὲ μιὰ προσωπικὴ ἔρευνα καὶ νὰ γνωρίζουν ἐξ ἰδίων τὸ ζητούμενο.

Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρωπότητα ρίχνεται φῶς πάνω στὰ ὀντολογικὰ προβλήματα. Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συστηματοποιώντας τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, διδάσκει στὸ σύγγραμμά του Ὑπὲρ τῶν Ἱερῶς Ἠσυχαζόντων, γύρω ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα, ὅτι ἡ γνώση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Δύναμής Του εἶναι ἐφικτὴ στὴν ἀνθρώπινη διάνοια, μὲ τρόπο ὁλοφάνερο καὶ ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὶς παλιὲς διδασκαλίες. Καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ γνώση, ποὺ δὲν ἀποτελεῖ γνώση τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ, χαρίζει τελειωτικὰ στὸν ἄνθρωπο τὴ λύτρωση, δίνοντας τέλος στὴ μεταφυσικὴ ἀγωνία καὶ στὴν προαιώνια μοίρα τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀμφιβολίας.366

Ὅμως ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Παλαμᾶ ἀγνοήθηκε, θάφτηκε, ὅπως θάφτηκαν καὶ ἀγνοήθηκαν καὶ οἱ διδασκαλίες τῶν μετέπειτα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ἰδιαίτερα ἡ Δύση οὐδέποτε ἀποδέχθηκε τὴν ἄποψη τοῦ Παλαμᾶ καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ διαμάχη μεταξὺ τοῦ δυτικοῦ καὶ ἀνατολικοῦ κόσμου πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα.

Ἡ διανόηση στὸν τόπο μας ἔχει ἀποσυντεθεῖ καὶ συχνὰ ἐξαντλεῖται στὴ μίμηση τῆς ἐγκεφαλικῆς ἀνησυχίας τῶν Δυτικῶν, ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ ἐπιλύσουν τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου ἁπλουστεύοντάς τα, θεωρώντας τα, δηλαδή, ἀνύπαρκτα σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία τοῦ κυνικοῦ ὑλισμοῦ ποὺ ἀκολουθοῦν ἐνσυνείδητα ἢ ἀσυνείδητα. Ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦν νὰ ἐπιλύσουν τὰ προβλήματα αὐτὰ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τοῦ τόπου καὶ τὴν πλούσια σὲ περιεχόμενο πατερικὴ διδασκαλία, αὐτὸν τὸν μοναδικὸ ἀλλὰ ξεχασμένο θησαυρό.

Οἱ θεολόγοι μας καὶ οἱ κληρικοί, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἀναζητοῦν τὴν Ἀλήθεια, ὑποβιβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο στὸ ἐπίπεδο τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας καὶ θεωροῦν, ἢ τουλάχιστον διδάσκουν, ὅτι ὁ ἠθικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἐκπληρώνει τὸ πρὸς τὴν «κοινωνία» καθῆκον του, εἶναι ὁ ἰδανικὸς Χριστιανός. Οἱ πλεῖστοι τῶν θεολόγων μας, ἀλλὰ καὶ πλεῖστοι ἐκ τῶν «ἱεραρχῶν» μας ἀντλοῦν τὴ γνώση τους ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ καὶ ὀρθολογιστικὴ Δύση. Ἔτσι ἐμφανίζονται μὲ μιὰ ἀκαδημαϊκὴ παιδεία στείρα, δηλαδὴ μὲ μιὰ πολυμάθεια στὸ πεδίο τῆς Θεολογίας χωρὶς ὅμως πίστη, καὶ πολλὲς φορὲς ἐμφανίζονται νὰ ἀγνοοῦν πλήρως καὶ Αὐτὸν ἀκόμα τὸν Θεό.

Οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια. Πολλοὶ ἀγαποῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ συχνὰ ἐπιχειροῦν νὰ ὑποβιβάσουν τὸ Εὐαγγέλιο στὸ ἐπίπεδο μιᾶς ἠθικῆς διδασκαλίας. Λησμονοῦν τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι μόνο αὐτοὶ ποὺ τηροῦν τὸν λόγο Του γνωρίζουν ἀπὸ ποῦ αὐτὴ προέρχεται: ἀπὸ ἄνθρωπο ἢ ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα [«ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ» (Κατὰ Ἰωάννην 7:17)]; Γιὰ νὰ γεμίσουμε ἀληθινὰ ἀπὸ τὴ θεοποιὸ δύναμη τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου, εἶναι ἀνάγκη νὰ κοπιάσουμε πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι γιὰ τὴν ἀπόκτηση πρακτικῶν ἢ ἐπιστημονικῶν γνώσεων. Οὔτε ἡ ἀνάγνωση πολλῶν βιβλίων, οὔτε ἡ ἐξοικείωση μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἄλλων θρησκειῶν, οὔτε ἡ μελέτη τῶν διαφόρων θεολογικῶν συστημάτων καὶ τὰ παρόμοια θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό: τὴ σωτηρία διὰ τῆς γνώσεως «τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ», καὶ τοῦ ἀπεσταλμένου Του Ἰησοῦ Χριστοῦ [«αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Κατὰ Ἰωάννην 17:3)]. Ἡ πολύχρονη πείρα τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ἀπέδειξε μὲ πειστικότητα ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει κάποιος εὐρεία πολυμάθεια στὸ πεδίο τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας, χωρὶς νὰ ἔχει ζῶσα πίστη, δηλαδὴ νὰ ἀγνοεῖ τελείως τὸν Θεό. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἡ θεολογία ἀποβαίνει διανοητικὴ ἐνασχόληση, ὅπως π.χ. ἡ νομικὴ ἐπιστήμη. Ὅπως αὐτὴ διαφέρει σὲ κάθε χώρα, ἔτσι καὶ ἡ θεολογία διαφοροποιεῖται ἀνάμεσα στὶς πολλὲς καὶ διάφορες ὁμολογίες. Ἡ γνώση μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς Ἄνωθεν Ἀποκαλύψεως. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)367

Μοναδικὴ ἐξαίρεση στὸ τέλμα αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ λειτουργεῖ ὡς «φάρος σωτηρίας» καί, φυσικά, κάποιοι ἄλλοι ἅγιοι ἄνθρωποι μὲ τὸ ἱερατικὸ σχῆμα, ποὺ ὅμως ἀποτελοῦν μεμονωμένες περιπτώσεις καὶ δὲν ἐπηρεάζουν τὸ σύνολο.

Ὁ θρησκευτικὸς βίος ἔχει ὀργανικὰ καὶ μὲ πλήρη ἐπίγνωση ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς ἡσυχαστικῆς πνευματικότητας. Ὁ δὲ ἐκκλησιαστικὸς βίος, ποὺ ἔχει σχεδὸν ὑποταχθεῖ στὴ γραφειοκρατικὴ ὀργάνωση, στὶς κοινωνικὲς σκοπιμότητες καὶ στὴν ἐπιδερμικὴ ἠθικολογία βρίσκεται στὸ σημεῖο μεταξὺ τοῦ τίποτα καὶ τοῦ δογματικοῦ φανατισμοῦ. Ὁ κατώτερος κλῆρος, ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴ στενότητα τῆς ἀντίληψής του, μετατράπηκε σὲ διοικητικὸ ὄργανο, ἀμειβόμενο ἀπὸ τὴν πολιτεία καὶ διοικούμενο ἀπὸ τὸν «Ἐπίσκοπο». Οἱ ἀνώτεροι κληρικοί, ποὺ διακρίνονται καὶ δίνουν μάχες γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ αὐτὸ ποὺ τὰ ἐκφράζει, δηλαδὴ τὸ χρῆμα, ἀμείβονται καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν πολιτεία, πλὴν διατηροῦν καὶ τὶς «νόμιμες ἀπολαβές τους», τὰ «δικαιώματά τους», ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι πριγκηπικά.

Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ δίνει ἀπαντήσεις στὰ ὀντολογικὰ προβλήματα, ἔχει λησμονήσει αὐτὴ τὴν ἀποστολή της καὶ περιορίζεται σὲ κοινωνικὲς σκοπιμότητες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔχει δημιουργηθεῖ ἕνα χάσμα τεράστιο ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στοὺς διανοούμενους, ποὺ ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ χρεοκοπία τῶν θεολόγων καὶ τοῦ κλήρου χωρὶς νὰ κάνουν καμία προσπάθεια γιὰ νὰ μετατοπίσουν τὶς ἀναζητήσεις τους στοὺς ἐλεύθερους χώρους τῶν πηγῶν, ὅπου ἡ ἀλήθεια, ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ πίστη βρίσκονται ἐνσαρκωμένες σὲ μορφὲς ζωῆς τελείως διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ προβάλλουν ὡς πρότυπο ἡ Θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία.368

Καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ προστίθενται καὶ τὰ λεγόμενα μέσα ἐνημέρωσης, ὅπου ἀνίδεοι ἄνθρωποι θίγουν καίρια θρησκευτικὰ θέματα καὶ «προσπαθοῦν» νὰ διεγείρουν τὸ ἀκροαματικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ «φιλοθεάμονος κοινοῦ» – τοῦ κοινοῦ ἐκείνου ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ τρέφεται μὲ τὸν παλιὸ ἐκεῖνο τύπο τῶν «ἄρτων καὶ θεαμάτων», ὅσο ὀδυνηρὸ καὶ ἂν εἶναι αὐτό, ὅσο καὶ ἂν ὑποβιβάζει ὄχι μόνο αὐτὸ τὸ κοινό, ἀλλὰ κυρίως αὐτοὺς ποὺ ἐμφανίζονται ὡς τιμητὲς τῶν πάντων, εἴτε αὐτοὶ εἶναι ποὺ κατευθύνουν τὰ κανάλια εἴτε ἁπλοὶ δημοσιογράφοι εἴτε ἐκεῖνοι ποὺ ἁπλῶς συμμετέχουν σὲ τέτοιες ἐκπομπές. Αὐτὸς εἶναι ἕνας λόγος ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ποὺ ἐπέβαλαν τὴν ἔκδοση καὶ τὴν κυκλοφορία τῶν ἀνὰ χεῖρας βιβλίων, ποὺ ἔχουν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὴν ἀποστολὴ νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν προσπάθειά του νὰ ἀπαντήσει στὰ ὑπαρξιακά του προβλήματα.

Ἂν κάποιος θελήσει σήμερα στὸν τόπο μας νὰ ψάξει γιὰ λύσεις καὶ νὰ ἀναθεωρήσει, ἐνδεχομένως, τὰ ὅσα ἔχει μέχρι σήμερα ἐνστερνιστεῖ, τότε θὰ βρεθεῖ μέσα σὲ ἕνα τραγικὸ κενό, περιβαλλόμενο ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ κατεστημένο τοῦ τόπου καὶ τὴν παγερὴ ἀδιαφορία τῆς πολιτείας καὶ τῶν πνευματικῶν της ἐκπροσώπων.369

Ὁπωσδήποτε ἡ ἐπίσημη θρησκευτικὴ ζωὴ τῆς χώρας μας, ὅπως ἐμφανίζεται σήμερα ἀνάμεσα σὲ ἔριδες καὶ διαξιφισμούς, δὲν ἀφήνει περιθώρια νὰ ὑποθέσει κανεὶς ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση αὐτή, ὑπάρχει δυνατότητα γιὰ νὰ δοθοῦν ἀπὸ μέρους της λύσεις σὲ ἀνθρώπινα προβλήματα.

Τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ παραποιεῖται μὲ παιδαριώδεις ἀντιλήψεις περὶ Θεοῦ. Ἔτσι ἐμφανίζεται ἕνας Θεὸς τρομοκράτης, σαδιστής, ποὺ διψᾶ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς δικαιοσύνης του καὶ τιμωρεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴν πιὸ μικρὴ παράβασή του στὴν αἰώνια «Κόλαση».370 Ὁ ἄνθρωπος, μὲ λίγα λόγια, ἐδῶ στὸν τόπο μας, ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος συντηρεῖται μὲ τὴ βαθύτατη ἀγνωσία καὶ ζεῖ, ὅταν θρησκεύεται, κάτω ἀπὸ τὸν φόβο ἑνὸς Θεοῦ τιμωροῦ καὶ ὄχι ἑνὸς Θεοῦ Ἀγάπης, ὄχι ἑνὸς Θεοῦ ποὺ εἶπε τὸ «ἑβδομηντακοντάκις ἑπτά».

Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; Ἕως ἑπτάκις; Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ᾿ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. (Κατὰ Ματθαῖον 18:21-22)

Μὲ τὸ παρόν, ἰδιαίτερα, βιβλίο μᾶς δίνεται μιὰ καινούρια δυνατότητα γνώσης, μιὰ νέα «ἐμπειρία», γιατὶ ἀνοίγονται μπροστά μας ἀπέραντοι ὁρίζοντες στὴν ὀντολογία. Φυσικά, δὲν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ «ὑπερανθρώπου»,371 ὅμως ἐμπρὸς στὸν σημερινὸ τύπο τοῦ στενὰ συμφεροντολόγου ἀνθρώπου θὰ ξεπηδήσει ὁ Νέος Ἄνθρωπος, ὁ μελλοντικὸς «φωτισμένος νοῦς».

Γνωρίζουμε ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ Νέου Ἀνθρώπου δὲν θὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς τεχνολογικῆς προόδου οὔτε τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐγκεφάλων. Ἂν ὁ ἄνθρωπος κατορθώσει νὰ ξεπεράσει τὰ προβλήματά του, αὐτὸ θὰ τὸ κατορθώσει μόνο μὲ τὴν ἐσωτερική του καλλιέργεια, μιὰ καλλιέργεια ποὺ θὰ τὸν πλουτίσει μὲ νέες ὑψηλὲς ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες καὶ θὰ τὸν καταστήσει ἱκανὸ νὰ βιώσει μιὰ ἀνώτερη ἐσωτερικὴ ζωή.372

Τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα τοῦ 19ου αἰώνα ἔχει διαβρώσει ὁλοκληρωτικὰ τὸν δυτικὸ κόσμο καὶ ἰδιαίτερα τοὺς διανοούμενους καὶ τοὺς ἔχει ἐμποτίσει μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ πολιτισμὸς εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, σὰν νὰ μὴν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἕνα μέρος, μιὰ προέκταση τῆς φύσης. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ποὺ ἐνστερνίστηκε καὶ ὁ Νεοέλληνας, διδάσκει ὅτι ὁλόκληρος ὁ πολιτισμὸς στὸ σύνολό του εἶναι ἔργο τῶν ἀνθρώπινων κοινωνιῶν, προβολὴ τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Τὰ ἔργα τῆς μεγάλης τέχνης, οἱ ὑψηλὲς αἰσθητικὲς ἀξίες, ἡ ποίηση, οἱ ἐπιστῆμες, τὰ εὐγενικὰ συναισθήματα, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, τὰ μεγάλα ἰδεώδη, ὅλα μὰ ὅλα εἶπαν ὅτι εἶναι δημιουργήματα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος.373

Ὁ Νέος ὅμως Ἄνθρωπος, αὐτὸς ποὺ προβάλλει στὸν ἐπερχόμενο 21ο αἰώνα, θὰ γνωρίσει τὸ ἀντίθετο. Θὰ γνωρίσει ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ἀξίες ποὺ προαναφέρθηκαν σὲ τίποτα δὲν θὰ εἶχαν νὰ ζημιωθοῦν καὶ ἂν ἀκόμα ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε ἐμφανιστεῖ στὴ Γῆ.

Στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες, στὸν ἄνθρωπο δηλαδή, χρωστᾶμε ὄχι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ μόνο τὶς γνωστὲς σὲ ἐμᾶς πραγματοποιήσεις – τὶς μορφές, τὶς ἐπιτεύξεις, κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔγινε ἐφικτὸ νὰ ἐξωτερικευτοῦν ἐδῶ στὴ Γῆ ὅλες οἱ πανανθρώπινες ἀξίες. Θὰ γνωρίσει ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμα ἡ δική μας σφαίρα δὲν εἶχε ὑπάρξει, καὶ ἂν ἀκόμα δὲν ὑπῆρχαν οἱ γαλαξίες τοῦ δικοῦ μας κόσμου, οἱ ὑψηλὲς ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ σίγουρα θὰ ἐκδηλώνονταν κάπου «ἀλλοῦ», ὑπὸ διαφορετικές, ἴσως, ἀλλὰ ἀντίστοιχες συνθῆκες – σὲ κάποιον ἄλλον πλανήτη, σὲ κάποιον ἄλλον, ἄγνωστό μας κόσμο.374

Ὁ ἄνθρωπος στὴν ὀδυνηρὴ –ὡστόσο μεγαλειώδη– πορεία του περιορίστηκε στὸ νὰ «ἀποκαλύπτει» τὴν ἤδη ὑπάρχουσα Ἀλήθεια καὶ ποτὲ δὲν δημιούργησε ἐκεῖνος στὴ μακραίωνη ἱστορία του αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες.375 Ἔτσι, μὲ τὴ σκέψη αὐτή, ἡ Ἀμερικὴ δὲν «ἀνακαλύφθηκε» ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἁπλῶς ὁ Κολόμβος ἀποκάλυψε τὴν ἤδη ὑπάρχουσα ἤπειρο. Ὁ Νεύτωνας ἀποκάλυψε τὴν ἤδη ὑπάρχουσα βαρύτητα, ὁ Ἀινστάιν τὴν ἤδη ὑπάρχουσα σχετικότητα καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἡ Ἀλήθεια ὑπάρχει ἀναλλοίωτη καὶ μεγαλειώδης. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἔρχεται ὁ κατάλληλος χρόνος, ὅταν δηλαδὴ εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουμε κάποιες πτυχὲς τῆς Ἀλήθειας, τότε, μὲ τὴ Θεία Βούληση πάντοτε, τὴν «ἀποκαλύπτουμε» –δὲν τὴν ἀνακαλύπτουμε– μέσω τῆς ἐπιστήμης, μέσω τῶν φωτισμένων ἀνθρώπων, μέσω τῶν Ἁγίων καὶ τῶν ἡρώων. Καί, φυσικά, τίποτε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε Ἀλήθεια δὲν πρόκειται νὰ μείνει κρυφὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅλα μὰ ὅλα θὰ τοῦ ἀποκαλυφθοῦν, ὅταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶναι διανοητικὰ ἕτοιμος καὶ πρόσφορος γιὰ νὰ τὰ δεχτεῖ.

Στὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλίο, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διδαχὲς καὶ τὶς παραινέσεις ποὺ διαλαμβάνει περιέχον- ται ἀκριβῶς τέτοιες ἀποκαλύψεις τῆς Ἀλήθειας καί, κυρίως, ἀποκαλύπτεται ὄχι μόνο ὅτι θὰ ἀναβαθμιστεῖ ὁ πλανήτης μας, ποὺ φθίνει καὶ ὁδηγεῖται στὴν καταστροφή, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος –ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μοναδικὴ αἰτία τῆς δυσμενοῦς καὶ καταστρεπτικῆς πορείας τοῦ πλανήτη καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου– θὰ βοηθηθεῖ γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμὸ τῆς ὕλης καὶ τῶν προβλημάτων ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα.

Στὶς ἐρχόμενες δεκαετίες, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ πέμπτο βιβλίο, ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ φιλοξενεῖ ἡ Γῆ θὰ εἶναι ἕνας Νέος Ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ζεῖ καὶ θὰ εὐτυχεῖ στὸν πλανήτη ἐν εἰρήνη καὶ θὰ ἀπολαμβάνει τὴ θαλπωρὴ τῆς ζωῆς, συντροφευόμενος πάντοτε ἀπὸ τὴν Πνοὴ τοῦ Δημιουργοῦ του, στὸν Ὁποῖο θὰ ἀποβλέπει πάντοτε καὶ ἀπὸ τὸν Ὁποῖο θὰ ἀντλεῖ δύναμη καὶ χαρά, μακριὰ ἀπὸ κάθε ἀρνητικὴ διάθεση.

 


365 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 223.

366 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 224.

367 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Ἡ Ὑποστατικὴ Ἀρχή», σ. 308.

368 Βλ. Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Τὸ Προνόμιο τῆς Ἀπελπισίας, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Γρηγόρη, 1983, «Οἱ “γέροντες” καὶ ἡ “διανόηση”», σσ. 72-73.

369 Βλ. Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Τὸ Προνόμιο τῆς Ἀπελπισίας, ὅ.π., «Παρεπόμενα», σ. 93.

370 Βλ. Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Τὸ Προνόμιο τῆς Ἀπελπισίας, ὅ.π., «Ὁ ἔρως τοῦ Νυμφίου», σ. 176.

371 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 248.

372 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 248.

373 Πρβ. Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 250. [Σ.τ.Ε.]

374 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 250.

375 Πρβ. Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σσ. 374, 674. [Σ.τ.Ε.]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ