02.16 | Πνευματική Αναγέννηση – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

16. Πνευματικὴ Ἀναγέννηση

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Ἦν δὲ ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα αὐτῷ, ἄρχων τῶν Ἰουδαίων. Οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῥαββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ’ αὐτοῦ. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. (Κατὰ Ἰωάννην 3:1-3)

«Ἦταν κάποιος ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, Νικόδημος τὸ ὄνομά του, ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Νικόδημος ἦρθε νύχτα πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοῦ εἶπε: “Διδάσκαλε, γνωρίζουμε ὅτι ἦρθες ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀπεσταλμένος καὶ φωτισμένος διδάσκαλος. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὰ θαύματα ποὺ κάνεις ἐσὺ ἂν δὲν εἶναι ὁ Θεὸς μαζί του. Δίδαξέ με πῶς θὰ ἀπολαύσω τὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ”. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε στὸν Νικόδημο: “Σὲ διαβεβαιώνω, ὅτι ἂν κανεὶς δὲν γεννηθεῖ ἄνωθεν, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθά της”». Στὸ τέταρτο Εὐαγγέλιο, αὐτὴ τὴν ἰσχυρὴ Θεία Πνοή, γίνεται ἡ ἀποκάλυψη ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐὰν δὲν γεννηθεῖ ἄνωθεν.

Πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; (Κατὰ Ἰωάννην 3:4)

«Πῶς μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ πάλι ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἤδη ἔχει γεράσει;» Ἡ ἀπορία τοῦ Νικόδημου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὰ λόγια αὐτά, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι καὶ δική μας ἀπορία καὶ θὰ ἐξακολουθεῖ μέχρι αὐτὴ ἡ νέα γέννηση νὰ γίνει πραγματικότητα στὸν καθένα μας.

Φυσικά, ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στὸν Νικόδημο ὅτι αὐτὴ ἡ γέννηση θὰ εἶναι μιὰ πνευματικὴ γέννηση:

[…] ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. (Κατὰ Ἰωάννην 3:5)

Ὅμως ὁ Νικόδημος, ὅπως καὶ ἐμεῖς, δὲν φωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀλλὰ ἁπλῶς μετατόπισε τὸν προβληματισμό του ἀπὸ τὴ γέννηση αὐτὴ στὸν τρόπο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ.

Προφανῶς, ὁ Νικόδημος προσπάθησε μὲ κάποιο συλλογισμὸ νὰ καταλάβει τὴν ἔννοια τοῦ Λόγου, πράγμα ἀδύνατο, γιατὶ ὁ Λόγος δὲν ἐννοοῦσε μιὰ συνήθη γέννηση, ἀλλὰ μιὰ πνευματική, δὲν ἐννοοῦσε μιὰ γέννηση ποὺ θὰ συνέβαινε στὴν κοιλιὰ κάποιας γυναίκας, ἀλλὰ μιὰ γέννηση ποὺ θὰ συνέβαινε στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ γέννηση αὐτή, ἡ πνευματική, μπορεῖ νὰ συμβεῖ σὲ ὁποιονδήποτε, δηλαδὴ καὶ στὸν Ἅγιο καὶ στὸν ἁμαρτωλό –ἀφοῦ ἡ δομὴ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς εἶναι ὅμοια καὶ στοὺς δύο–, μὲ τὴ διαφορὰ βέβαια ὅτι ὁ ἁμαρτωλός, λόγω τοῦ σκότους ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ψυχή του, δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὸ φῶς. Τὸ φῶς φωτίζει μὲν τὸ σκοτάδι, ὅμως ἡ σκοτισμένη ψυχὴ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ δεχτεῖ. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ δεχτεῖ γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν φῶς καὶ σκοτάδι. Τὸ σκοτάδι ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγνωσία, τὴν ἄγνοια – ὄχι, φυσικά, τὴν ἄγνοια ἐξαιτίας ἔλλειψης γνώσεων, ἀλλὰ ἐξαιτίας γνώσεων χωρὶς ἐπίγνωση, γιατὶ μόνο μὲ τὴν ἐπίγνωση μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε αὐτὰ ποὺ εἶναι μέσα μας.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ἀντιλαμβάνεται αὐτὸ τὸ φῶς, αὐτὴν τὴ Θεία Δύναμη μέσα του, τότε ἀρχίζει νὰ κατανοεῖ τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ ξαναγεννηθεῖ καὶ τί νὰ μὴν κάνει. Ἀρχίζει, ἐπίσης, νὰ ἔχει μιὰ σωστὴ καθοδήγηση σὲ ὅλα ὅσα προηγουμένως ἀδυνατοῦσε νὰ συλλάβει.

Ἡ ψυχή, στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση, μετακινεῖται βαθμιαῖα καὶ ἀρχίζει νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν κόσμο, πράγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παρὰ μόνο μὲ τὴ φώτιση τοῦ Λόγου. Τίποτα πλέον δὲν ἔχει ἐνδιαφέρον παρὰ μόνο ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν Θεό. Ἑλκύει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἑλκόμενος ἀποκτᾶ σιγὰ-σιγὰ τὴν τάση νὰ πράττει τὸ καλό, χωρὶς κὰν νὰ γνωρίζει ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία του. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐσωτερικὴ παρόρμηση ποὺ δὲν ὀφείλεται σὲ καμία ἐξωτερικὴ ἐπιρροὴ ἢ προτροπή. Μὲ τὸν χρόνο ἀναταράσσεται ἡ ψυχὴ καὶ ἀποκτᾶ ὅλο καὶ περισσότερη κατανόηση, μέχρι νὰ ἀποκοπεῖ τελείως ἀπὸ κάθε γήινη διεκδίκηση, ἀπὸ κάθε γήινη ἐπιθυμία καί, τελικά, νὰ προσεγγίσει αὐτὸ ποὺ λέμε Ἀλήθεια, δηλαδὴ τὴν ἄλλη Πραγματικότητα. Εἶναι γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι ἀναζήτησαν καὶ ἀναζητοῦν τὴν Ἀλήθεια, πλὴν δὲν μπόρεσαν νὰ τὴ βροῦν – καὶ ἡ αἰτία ἦταν καὶ θὰ εἶναι πάντοτε τὸ γεγονὸς ὅτι ἔστρεψαν τὴν προσοχή τους στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, εἴτε γιατὶ δὲν εἶχαν σκεφτεῖ ὅτι ἡ Ἀλήθεια εἶναι κρυμμένη μέσα μας εἴτε γιατὶ δὲν θέλησαν νὰ τὸ ἀποδεχθοῦν.

Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις […]. (Κατὰ Ἰωάννην 3:8)

Ὅμως γιὰ νὰ δεχτεῖ κανεὶς τὴ Θεία Εὐλογία μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Λόγου ποὺ πνέει πρὸς κάθε κατεύθυνση, ὅπως καὶ γιὰ νὰ ἀκούσει τὴ φωνή Του, θὰ πρέπει νὰ σπεύσει νὰ ἐνταχθεῖ στὸ ποίμνιο ἐκείνων ποὺ ἐπιθυμοῦν συνειδητὰ νὰ δεχτοῦν τὸ φῶς καὶ νὰ ἀκούσουν τὴ βοή του. Ὅσοι παραμείνουν ἐκτὸς ποιμνίου εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὸ ἐπίπεδο ὕπαρξης ποὺ ζοῦν καὶ δὲν κάνουν καμία προσπάθεια νὰ προσεγγίσουν τὴν Ἀλήθεια.

Φυσικά, ὁ Λόγος, τὸ Πνεῦμα, ἔγινε σάρκα γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς ὅλοι ἀπὸ σάρκα νὰ γίνουμε πνεῦμα, νὰ ξαναγεννηθοῦμε, νὰ γίνουμε οὐράνιοι, αἰώνιοι κάτοικοι τοῦ Οὐρανοῦ, τοῦ ἄυλου κόσμου στὸν ὁποῖο ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ βρεθοῦμε. Γι’ αὐτό, ὅσο εἴμαστε στὴ Γῆ, στὸν γήινο χῶρο, ὀφείλουμε νὰ κάνουμε πάντοτε τὸν ἀγώνα μας, δηλαδὴ τὴν προσπάθεια ἀνύψωσης στὸν πνευματικὸ κόσμο, ἔτσι ὥστε ἡ ἰδιαίτερη στιγμὴ ποὺ θὰ καθορίσει τὴν ἀναχώρησή μας νὰ εἶναι γεμάτη φῶς καὶ ἐλπίδα γιὰ ἄνοδο στὰ θεϊκὰ σύμπαντα.

Ὅταν εὐτυχήσει κάποιος καὶ δεχτεῖ τὸ Θεῖο Φῶς καὶ ξαναγεννηθεῖ ἐν πνεύματι, ὅταν πάρει τὴν κλήση γιὰ τὸ ταξίδι στὸ κοσμικὸ ἄπειρο, ἂς ἀπαρνηθεῖ ἕνα μέρος τοῦ μικροῦ ἑαυτοῦ του, ὅσο τὸ μέρος αὐτὸ εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἄνοδο στοὺς ἄφθαρτους κόσμους, στὶς θεϊκὲς σφαῖρες.

Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι. (Κατὰ Λουκᾶν 9:23)

Ὁ Ἰησοῦς μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὴ μορφὴ καὶ τὸ ὄνομα καὶ νὰ πάψουμε νὰ ὑπάρχουμε γιὰ ὁτιδήποτε καὶ γιὰ ὁποιονδήποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό μας, μέχρις ὅτου καὶ αὐτὸν τὸν ἀφιερώσουμε στὸν Θεό.

Ἡ σταύρωση πρέπει νὰ εἶναι ὁ κύριος στόχος καί, ὅταν λέμε σταύρωση, ἐννοοῦμε τὴν ἀπάρνηση κάθε γήινης ἐπιθυμίας, κάθε ἐπιδίωξης, κάθε διεκδίκησης – καὶ ὁ θάνατος πρέπει νὰ εἶναι ὁ τελικὸς σκοπός. Καὶ ὅταν λέμε θάνατο, θὰ πρέπει νὰ ἐννοοῦμε τὸν ἐνταφιασμὸ ὅλων τῶν σκέψεών μας ἐκτὸς ἐκείνων ποὺ ἀνάγονται στὸν θεῖο χῶρο, ὥστε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ ἀναστηθεῖ. Ἂς ἀκολουθήσουμε αὐτὸν τὸν δρόμο. Ἂς ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀνεβοῦμε τὸν δικό μας Γολγοθᾶ κρατώντας οἱ ἴδιοι τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου μας, ποὺ ἐπάνω του θὰ πρέπει νὰ εἶναι χαραγμένα τὰ σημάδια τῆς δοκιμασίας μας.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος προτιμᾶ τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς, τὸν θάνατο ἀπὸ τὴ ζωή, τὴν πλάνη ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τόσο θὰ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Μόνο ὅταν ἀρχίζεις τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ἀρχίζεις νὰ ζεῖς. Μόνο ὅταν ἔχεις τὴ δύναμη νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν ἐπίμονη προσκόλληση στοὺς φόβους καὶ στὶς ἐπιθυμίες ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὕλη, ἀπελευθερώνεσαι ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἐπιφανειακὴ ὕπαρξη. Τότε μόνο θὰ ἀνέβουμε τὸ ἐπίπεδο ποὺ εἶναι προορισμένο γιὰ κάθε ἔμβιο ὂν ποὺ ὀνομάζεται ἄνθρωπος. Τότε μόνο θὰ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα –καὶ ποτὲ ἄλλοτε ἐδῶ στὴ Γῆ–, νὰ ἀκούσουμε τὴν οὐράνια μουσικὴ ποὺ ἐκπέμπει μαζὶ μὲ τὸ φῶς ὁ Λόγος καὶ νὰ ἀντικρίσουμε τοὺς ἄφθαρτους καὶ ἄχραντους κόσμους, ποὺ εἶναι ἡ μόνιμη μελλοντικὴ κατοικία μας.

Εἶναι θέμα δικῆς μας ἐπιλογῆς. Σὲ ἐμᾶς ἐναπόκειται, στὴ δική μας ἐλεύθερη βούληση, ἂν θὰ δεχτοῦμε τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο, τὸ φῶς ἢ τὸ σκοτάδι, τὸν θάνατο ἢ τὴν αἰωνιότητα, ἂν θὰ θελήσουμε νὰ παρακάμψουμε τὴν πεπατημένη ὁδὸ καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ ἐκεῖνο τὸν κόσμο ποὺ ὑπαινίσσεται ὁ Κύριος, σὲ ἐκεῖνο τὸν κόσμο ποὺ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γνώρισαν –ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο– ἐκεῖνοι ποὺ ἀπαρνήθηκαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ὁποίους θὰ γνωρίζουν στὸ ἑξῆς ὅσοι τοὺς μιμοῦνται.

Πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητες γιὰ αὐτοαναγνώριση καὶ αὐτοεξέλιξη εἶναι ἀπεριόριστες καὶ οἱ δυνατότητες αὐτὲς εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναπτυχθοῦν, ὥστε νὰ συναντήσουν κάποτε τὶς τεράστιες δυνάμεις ποὺ θὰ μᾶς καθελκύσουν στὸ ἀτελείωτο ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς.

Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει. (Κατὰ Ἰωάννην 12:24)

Ὁ κόκκος τοῦ σίτου τῆς παραβολῆς ὑπονοεῖ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἔχει πεῖ ἀλλοῦ ἐκτενέστερα. Ὑπονοεῖ τὴν ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ. Ἐδῶ ὡς ἑαυτὸς ἐκλαμβάνεται ὁ ἐξωτερικὸς ἐπιφανειακὸς ἑαυτός μας, ἡ προσωπικότητα ποὺ ἔχουμε ἀποκτήσει στὴ διάρκεια τοῦ βίου μας – σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό μας, ποὺ εἶναι ἡ ψυχή. Αὐτὴ τὴν προσωπικότητα πρέπει νὰ ἀπαρνηθοῦμε, αὐτὴν καὶ ὅ,τι συνδέεται μὲ αὐτήν, κάθε ἐπιθυμία, κάθε δεσμό. Κανεὶς δὲν ὑποστηρίζει ὅτι εἶναι εὔκολο πράγμα. Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο τὸ νὰ ἀποβάλλει κάποιος αὐτὸ τὸ φορτίο, φορτίο αἰώνων, εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο. Πρέπει νὰ ἀποβάλουμε τὰ βάρη αὐτά, ὅπως ἀποβάλλουμε ἕνα φορτίο ποὺ ἐπιβαρύνει καὶ καθιστᾶ ἐπικίνδυνη τὴν πλεύση, ὁπότε ἀναγκαστικὰ ἀπορρίπτεται.

Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μισήσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ καὶ μὲ τὰ ὁποῖα συνδέθηκε. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ πεθαίνει κανεὶς κάθε ἡμέρα. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἐνταφιάζει κανεὶς αὐτὸ ποὺ πίστεψε καὶ στηρίχτηκε πάνω του, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεφύγει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀποδοκιμασία ἢ ἐπιδοκιμασία τῶν ἄλλων. Ὑπάρχει πόνος καὶ δυσκολία σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια. Εἶναι ἡ στενότητα τῆς ὁδοῦ, ἡ στενὴ πύλη ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ διαβοῦμε ἐὰν καὶ ἐφόσον δὲν ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ὅλα τὰ φορτία μας. Ἡ βεβαιότητα ὅμως ὅτι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ ἑαυτό μας εἶναι ἡ μόνη δίοδος, ἡ μόνη ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πλατιὰ λεωφόρο, δίνει κουράγιο σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια. Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ φορτίο αὐτὸ εἶναι μιὰ προσπάθεια ποὺ ἔχει πολλὲς βαθμίδες καὶ ποὺ μόνο σταδιακὰ μποροῦμε νὰ τὶς ἀνέλθουμε. Αὐτὴ τὴν προσπάθεια πρέπει νὰ τὴν ἐπιχειρήσουμε μόνοι μας, εἶναι προσωπικό μας ζήτημα – εἴμαστε οἱ ἀθλητὲς ποὺ ἀφοῦ διανύσουμε ἐπιτυχῶς τὸν δρόμο θὰ στεφανωθοῦμε, ὅμως τὸν δρόμο θὰ τὸν διανύσουμε μόνοι μας, στηριζόμενοι πάντοτε στὶς δικές μας δυνάμεις καὶ ἀποβλέποντας στὴ Θεία Χάρη, ποὺ πάντοτε μᾶς περιβάλλει καὶ πάντοτε μᾶς εὐλογεῖ καὶ μᾶς συντρέχει σὲ κάθε τέτοια προσπάθειά μας.

Ἡ δυσκολία τοῦ δρόμου, ἡ δυσκολία νὰ περάσουμε τὴ στενὴ πύλη ἁπαλύνεται καὶ τελικὰ παρακάμπτεται ὅταν σκεφτοῦμε ὅτι τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καλούμαστε νὰ ἐγκαταλείψουμε δὲν μᾶς δικαίωσε ποτέ. Οὔτε οἱ ἔρωτες καὶ οἱ φιλίες οὔτε ἡ κοινωνικὴ ἐπιτυχία καὶ προβολὴ οὔτε τὸ χρῆμα καὶ ἡ δύναμη ποὺ ἀποκτᾶ μέσω αὐτοῦ κανεὶς δικαίωσαν ποτὲ τὴν ὕπαρξη κάποιου συνανθρώπου μας. Ὅλες οἱ πρόσκαιρες εὐχαριστήσεις ποὺ νιώσαμε ὅταν πετύχαμε κάτι ἀπὸ ὅλα τὰ πιὸ πάνω μετατράπηκαν σὲ θλίψη, σὲ ὀδύνη, γρήγορα μπῆκαν στὸν δρόμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς λησμονιᾶς. Ὅ,τι χθὲς ὑπῆρξε γιὰ ἐμᾶς καίριο, ἀπόλυτα ἐπιθυμητό, μᾶς εἶναι σήμερα ἀδιάφορο. Ἡ δυσκολία τοῦ δρόμου ἁπαλύνεται ὅταν σκεφτοῦμε γιατὶ ἐπιθυμήσαμε ὅλα ὅσα ἀναφέραμε, γιατὶ πιστέψαμε σὲ κάποιον ἄλλον, γιατὶ στηριχτήκαμε μὲ ἀγωνία στὸ ἄλλο φύλο, γιατὶ ἔπρεπε νὰ ζήσουμε τὶς διάφορες καταστάσεις ποὺ ἔτυχε νὰ φανταστεῖ ὁ νοῦς μας. Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ πραγματικὸς ἑαυτός μας, ἡ ψυχή μας, δὲν χρειάστηκε τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ὅλα ἦταν φοβίες, ἐπιθυμίες, ἀπαιτήσεις τοῦ ἐξωτερικοῦ ἑαυτοῦ μας, αὐτῆς τῆς ἐπίπλαστης κατασκευῆς τοῦ νοῦ – καὶ ἐνῶ ὁ ἐξωτερικός μας ἑαυτὸς δημιουργήθηκε γιὰ νὰ μᾶς χρησιμεύσει στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς μας, καταλήξαμε νὰ πιστεύουμε ὅτι αὐτὸς ὁ ἑαυτός, ὁ ἐπιφανειακός, εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δεχόμαστε αὐτὲς τὶς ἀπογοητεύσεις, βρισκόμαστε σὲ αὐτὰ τὰ φοβερὰ ἀδιέξοδα ποὺ ἐμποδίζουν τὸν δρόμο μας. Μάθαμε νὰ ταυτίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸν ρόλο ποὺ ἤρθαμε νὰ παίξουμε καὶ ἔτσι μείναμε στὸ σκοτάδι, στὴν ἄγνοια καὶ λησμονήσαμε τὸ φῶς, ποὺ εἶναι ἡ οὐσία μας.

Πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α΄ 5:5)

Φῶς δὲ ἐδῶ ἐννοεῖ ὁ Μεγάλος Ἀπόστολος τὴ γνώση, δηλαδὴ τὴν ἐν ἐπιγνώσει διαβίωση, καὶ σκότος τὴν ἄγνοια, τὴν ἄγνοια γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ὑπάρχει, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει καί, προπαντός, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ συμβεῖ. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουμε ἀπὸ τὸ πρῶτο στάδιο τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν ἀφύπνισή μας. Πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ φῶς, ἡ δύναμη, ὑπάρχει μέσα μας –εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς δώρησε ὁ Δημιουργὸς– καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ φῶς δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀφήσουμε νὰ σβήσει ποτέ, γιατὶ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ, μᾶς κατευθύνει καὶ μᾶς συντροφεύει σὲ κάθε ἐκδήλωσή μας. Εἶναι ἐκεῖνο τὸ φῶς ποὺ ὁ ἀψευδὴς Θεῖος Λόγος μᾶς βεβαιώνει ὅτι μὲ τὴ Θεία Πρόνοια καὶ Οἰκονομία δὲν θὰ σβηστεῖ μέχρις ὅτου κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ μπορέσει νὰ ἀνορθωθεῖ, μὲ τὴ δική της προσπάθεια καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν. (Κατὰ Ματθαῖον 12:20)

Καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαί, ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα, […] ὅτι ἤρατε τὴν κλεῖδα τῆς γνώσεως. (Κατὰ Λουκᾶν 11:46, 52)

Ἀλίμονο, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐσφαλμένες του ἀντιλήψεις ἐπιβάρυνε τὸν ἑαυτό του μὲ φορτία δυσβάστακτα, ποὺ ἐμποδίζουν τὴν πρὸς τὰ ἄνω πορεία του. Ἀλίμονο, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος στερεῖται τὸ κλειδὶ τῆς γνώσης, ἀγνοεῖ δηλαδὴ τὸν τρόπο νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ σύγχυση καὶ τὴν ἀγωνία ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ὁ τρόπος ζωῆς του, μιᾶς ζωῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα.

Αὐτὸ τὸ κλειδὶ λοιπὸν πρὸς τὴ γνώση, αὐτὸ τὸ κλειδὶ ποὺ θὰ ἐπιτρέψει νὰ ξεφορτωθοῦμε τὸ περιττὸ φορτίο, ἂς τὸ ἀναζητήσουμε. Ἂς γίνει ἀληθινὸς σύντροφος τῆς ψυχῆς μας ὁ ἑαυτός μας, ἂς στρέψουμε τὸν νοῦ μας στὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό μας, γιατὶ αὐτὴ ἡ στροφὴ εἶναι καὶ ἡ μοναδικὴ σωτηρία. Εἶναι ὁ δρόμος τοῦ στοχασμοῦ, τῆς ἐκπαίδευσης καὶ ἀνάπτυξης τῶν πνευματικῶν δυνάμεών μας – δυνάμεων ποὺ βρίσκονται μέσα μας δυνητικὰ καὶ θὰ παραμένουν ἐν δυνάμει μέχρις ὅτου τὶς ἐνεργοποιήσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ τὴν προσπάθειά μας. Στὸν ἑαυτό μας βρίσκεται τὸ παντοτινό, τὸ αἰώνιο, στὸν ἑαυτό μας ἐνοικεῖ ὁ Θεός. Μὲ αὐτὴν τὴ στροφὴ καὶ τὴν καινούρια ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωὴ θὰ βιώσουμε πράγματα ποὺ δὲν εἴχαμε βιώσει ποτὲ ἄλλοτε.

Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ πλησιάζουμε τοὺς ἄλλους ἀπὸ ἰδιοτέλεια, ἀπὸ ὑπολογισμό. Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ στηριζόμαστε στοὺς ἄλλους γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο ἢ γιὰ ὁποιαδήποτε δῆθεν ἀνάγκη ὑλικῆς ἢ ἠθικῆς κάλυψης. Πρέπει νὰ δοῦμε τὸν ἢ τὴ σύζυγο, τὸν φίλο, τὸν συγγενή, τὸν συνεργάτη καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλο μόνο μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη, καὶ τότε μόνο θὰ εἶναι εὔκολο νὰ τὸν ἀγαπήσουμε καὶ νὰ ἀγαπηθοῦμε ἀπὸ αὐτόν.

Ἂς σταματήσουμε νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ βροῦμε τὴ λύση, τὸ κλειδί, σὲ κάτι ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅταν τὸ ἐπιτύχουμε αὐτό, τότε θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς ἐπιθυμητῆς ἀλλαγῆς. Τότε θὰ ἀγαπᾶμε τοὺς πάντες καὶ δὲν θὰ χρειαζόμαστε κανέναν συγκεκριμένα, θὰ ἀγαπᾶμε τὰ πάντα καὶ δὲν θὰ διεκδικοῦμε τίποτε ἀπὸ κανέναν.

Κάθε προσπάθεια ἀναζήτησης τῆς Ἀλήθειας θὰ προσκρούει πάντοτε στὴν τάση ποὺ ἔχουμε κληρονομήσει νὰ στηρίζουμε ἐλπίδες σὲ ἄλλους, νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἐπιδοκιμασία καὶ νὰ φοβόμαστε τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἄλλων. Σὲ κάθε ἄνθρωπο εἶναι βαθιὰ ριζωμένη ἡ πεποίθηση ὅτι καθετὶ ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν εὐνοϊκὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων ποὺ τὸν ἀφοροῦν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκονομικὴ κατάσταση, τὸ ἐπάγγελμα καί, προπαντός, οἱ σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, μὲ τοὺς φίλους, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς συντρόφους, ἐρωτικοὺς καὶ μή. Ἔτσι, ὅταν ἕνας τουλάχιστον ἀπὸ τοὺς παράγοντες αὐτοὺς δὲν πάει καλά, τότε νιώθουμε δυστυχεῖς, προδομένοι, ἐγκαταλελειμμένοι.

Ὅλοι, προπαντὸς στὰ πρῶτα στάδια τῆς ζωῆς μας, ἀναζητοῦμε τὸν σύντροφό μας – εἴτε μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτικοῦ συντρόφου ἢ συζύγου εἴτε ἁπλῶς μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς συνοδοιπόρου, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο σκεπτόμαστε νὰ διανύσουμε τὴν ἀπόσταση ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴ ζωὴ μέχρι τὸν λεγόμενο θάνατο. Καὶ περιμένουμε πάντοτε νὰ βροῦμε τὰ πάντα σὲ αὐτόν. Πολλοὶ λίγοι, ὅμως, καὶ αὐτοὶ παροδικά, ἐπιτυγχάνουν κάτι τέτοιο. Συνήθως στὸν πρῶτο τυχόντα, στὸν πρῶτο ποὺ θὰ συναντήσουμε προσδίδουμε ἐκεῖνες τὶς ἰδιότητες ποὺ θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ ἔχει γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει τὴν ἀσφάλεια, τὴν εὐτυχία, τὴν ἀπόλαυση καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο ἔχουμε προσδιορίσει στὸν νοῦ μας σὰν ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιὰ τὴν πορεία μας. Ἔτσι, ἀκολουθοῦν οἱ ἀπογοητεύσεις, οἱ πικρίες, τὰ δάκρυα καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ συναισθήματα ποὺ ὁδηγοῦν τὴ ζωή μας στὴ φθορὰ καὶ στὴν ἀπέραντη ὀδύνη. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα –καὶ αὐτὴ ἡ ὥρα ἔρχεται πάντοτε– ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἢ ἡ κατάσταση ὅπου στηρίξαμε τὶς ἐλπίδες μας διαφοροποιεῖται καὶ παύει νὰ μᾶς προσφέρει αὐτὸ ποὺ νομίσαμε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς προσφέρει, τότε ἀκολουθεῖ τὸ κενό, ἡ θλιβερὴ σιωπή, δημιουργεῖται ἡ ψευδαίσθηση ὅτι ὅλα πῆγαν χαμένα, ὅτι ἡ ζωή μας καταστράφηκε. Αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ ἔτσι θὰ συμβαίνει πάντοτε, ὅσο ὁ ἄνθρωπος θὰ πιστεύει ὅτι τὸ κλειδὶ τῆς ἀπελευθέρωσής του, τὸ κλειδὶ τῆς «εὐτυχίας» του βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτόν, ὅσο θὰ πιστεύει ὅτι ἡ ὕπαρξή του ὅλη ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πρόσωπο κάποιου φίλου, κάποιας φίλης, ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ κάποια κατάσταση κ.λπ.

Μόνο ὅταν κατανοήσουμε ὅτι ὁ δρόμος εἶναι μοναχικὸς καὶ ὅτι τὸ πρόσωπο ἢ ἡ κατάσταση στὴν ὁποία στηρίξαμε τὶς ἐλπίδες μας δὲν ὑπάρχει μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὴ ζητήσαμε, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἔννοια τῆς συμπαράστασης, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀμοιβαίας κατανόησης, μόνο ὅταν κατανοήσουμε ὅτι ἡ «εὐτυχία» μας ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἀπὸ τὴν προσπάθεια ποὺ κάνουμε πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, τότε μόνο θὰ πάψουμε νὰ ἀναζητοῦμε, νὰ ψάχνουμε γιὰ «ἀγάπη», ἐκτίμηση, ἐπιδοκιμασία, τότε θὰ ἀνακαλύψουμε αὐτὸ ποὺ μάταια ζητᾶμε στὸν ἐξωτερικὸ περίγυρο – καὶ τότε τὸν ἄλλο ἄνθρωπο θὰ τὸν βλέπουμε σὰν μιὰ ἀντανάκλαση δική μας, θὰ τὸν ἀγαπᾶμε ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς κτητικότητα, χωρὶς πάθος, θὰ τὸν ἀγαπᾶμε ἁπλὰ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη, μὲ τρυφερότητα καὶ μὲ συμπαράσταση γιὰ τὴν προσπάθεια γιὰ αὐτὴν τὴ ζωὴ καὶ γιὰ ἐκείνη ποὺ θὰ ἀκολουθήσει. Καὶ ἀκόμα θὰ τὸν ἀγαπᾶμε μὲ τὰ πολλὰ ἢ λίγα ἐλαττώματά του, γιατὶ ἔτσι μᾶς ἀγαπᾶ καὶ ἐμᾶς ὁ Θεός, ἀκριβῶς ὅπως εἴμαστε, ζητᾶ μόνο νὰ μὴν παραμένουμε στάσιμοι, νὰ ἀλλάζουμε πάντοτε, πάντοτε πρὸς τὸ καλύτερο.

Μὲ ὅλα ὅσα εἴπαμε παραπάνω γιὰ τὴν ἀπάρνηση δὲν σημαίνει ὅτι διδάσκουμε τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴ ζωή, τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸν κόσμο. Τὸ ἀντίθετο, ἔχουμε πεῖ καὶ ἀλλοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιώσει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γίγνεσθαι, ὅλες τὶς καταστάσεις –τὴν ἀγάπη, τὸν ἔρωτα, τὴν οἰκογένεια, τὸν δεσμό, τὴ φιλία κ.λπ.–, ὀφείλει ὅμως νὰ τὶς βιώσει σωστά, μὲ ἐπίγνωση καὶ συναίσθηση, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀντιληφθεῖ τὸν λόγο, τὴν αἰτία τοῦ κάθε βιώματος, καὶ ὄχι μόνο νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀνάλογες ἐμπειρίες, ἀλλὰ κάποια στιγμὴ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῶν πραγμάτων, νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ πλέγμα τῶν πράξεων καὶ ἤρεμα, ἀχρονικά, ἀτοπικὰ καὶ ἀπρόσωπα νὰ πνευματοποιήσει τὶς ἐμπειρίες αὐτὲς καὶ νὰ ὠφεληθεῖ τὰ μέγιστα.

Φυσικά, σὲ καμία περίπτωση δὲν πρέπει νὰ συγχέουμε τὴν ἀγάπη στὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε πιὸ πάνω μὲ τὸ πάθος. Ἡ ἀγάπη διαφέρει ἀπὸ τὸ πάθος ὅσο ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ. Ἡ ἀγάπη ἐξυψώνει, τὸ πάθος τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἔκφραση ψυχῆς, τὸ πάθος εἶναι πρόσκαιρη ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἀγάπη εἶναι παντοτινή, τὸ πάθος εἶναι φευγαλέο. Ἡ ἀγάπη εἶναι οὐράνιο αἴσθημα καὶ συνεπιφέρει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ πάθος, ἀντίθετα, εἶναι ἡ ἀγοραία προσφορὰ ἢ ζήτηση ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγει κάθε λογικὸς ἄνθρωπος.

Βέβαια, οἱ ἄνθρωποι συγχέουν τὴ στιγμιαία εὐχαρίστηση ποὺ φέρνει ἡ ἱκανοποίηση κάποιας αἴσθησης μὲ τὴν πραγματικὴ εὐτυχία, μετέπειτα ὅμως –καὶ πολὺ γρήγορα, μάλιστα– ἀντιλαμβάνονται καὶ διαπιστώνουν μὲ πικρία ὅτι αὐτὴ ἡ στιγμὴ τῆς ἀπόλαυσης δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ τὴν εὐτυχία – γιατὶ ὄχι μόνο τίποτα δὲν ἄλλαξε στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ ἀλκοόλ, μὲ τὰ ναρκωτικά, τὸ κάπνισμα, τὴ σεξουαλικὴ ἐπαφὴ ποὺ γίνεται γιὰ τὴν ἱκανοποίηση καὶ μόνο, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Μιὰ βαθιὰ λύπη καταλαμβάνει αὐτὸν τὸν «ξεφαντωτὴ» ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱκανοποίηση, μιὰ βαθιὰ πικρία ποὺ ἔχει τὶς ρίζες της στὶς στιγμὲς ποὺ προηγήθηκαν τῆς ἱκανοποίησης καὶ στὶς ἑπόμενες –τὶς στιγμὲς ποὺ ὀνομάζουμε στιγμὲς «εὐθύνης»–, γιατὶ ὅλα αὐτὰ ἀκολουθοῦν τὸν ἄνθρωπο εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι καὶ συσσωρεύονται καὶ σχηματίζουν ὠκεανοὺς ἀξεπέραστους, ὠκεανοὺς δυστυχίας.

Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ νιώσει τὴν εὐτυχία ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν πάντοτε παρόντα φόβο τῆς φθορᾶς, τῆς ἀρρώστιας, τῶν γηρατειῶν, μὲ τὸν φόβο τῆς ἀβεβαιότητας, τῆς ἀνέχειας, τοῦ κατατρεγμοῦ καί, τέλος, μὲ τὸν φόβο τόσο τοῦ δικοῦ του θανάτου, ὅσο καὶ τῶν ἀγαπημένων του προσώπων; Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει εὐτυχία, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κὰν ἠρεμία, γαλήνη, γιατὶ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ βρίσκονται στὴν ἀντίπερα ὄχθη, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει τὸ θεϊκὸ Φῶς, ἡ Θεία Πνοή. Ἐκεῖ πρέπει νὰ τὰ ἀναζητήσουμε καὶ μόνο προκαταβολικὰ καὶ ἐν μέρει νὰ τὰ γευτοῦμε ἐδῶ στὴ Γῆ.

Ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση εἶναι μιὰ χημικὴ μεταστοιχείωση τῆς δομῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ λεπτὲς φυσιολογικὲς καὶ χημικὲς ἀλλαγές, ποὺ ἀναγνωρίζονται ἐξωτερικὰ ἀπὸ ἐκπαιδευμένα εὐαίσθητα μάτια.

Ἂν καταφέρουμε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ Θεῖο ποὺ κουβαλᾶμε μέσα μας καὶ στὴ συνέχεια ἀναγεννηθοῦμε, τότε θὰ ἔχουμε βρεῖ τὸ μέσο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σύζευξη μὲ τὴν ὕλη καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ παραμείνουμε, ἀκόμα καὶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς δυσαρμονίας, γαλήνιοι καὶ εἰρηνικοί.

Ἡ Ἀλήθεια καί, φυσικά, ἡ κατανόησή της δὲν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει κανεὶς νὰ ἀποδεχθεῖ στὰ τυφλά. Ἡ Ἀλήθεια βιώνεται καὶ γίνεται ἀντιληπτὴ ἄμεσα μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ἐμπειρία. Προ-
παντός, ὅμως, ἡ Ἀλήθεια χρειάζεται προετοιμασία.

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποθέσει ὅτι ὁ πνευματικὰ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος στὴ γήινη πορεία του χρειάζεται αὐτὴ τὴν προετοιμασία ὡς προετοιμασία τοῦ δρόμου γιὰ τὴν ἐπερχόμενη ἀλλαγή, ὥστε ὅταν ἐπακολουθήσει αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ μὲ τὸν λεγόμενο θάνατο ἐκεῖνος νὰ εἶναι ἀρκετὰ προετοιμασμένος γιὰ νὰ δεχτεῖ τὰ φωτοβόλα καὶ ἠχηρὰ ρεύματα τοῦ Λόγου, μέσω τῶν ὁποίων θὰ διεισδύσει στοὺς μυστικοὺς ἄφθαρτους καὶ ἀμόλυντους κόσμους.

Αὐτὸ ποὺ λέγεται, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴ μεταθανάτια ζωή, ἔχει προφανῶς αὐτὴ τὴν ἔννοια καὶ αὐτὴ τὴν ἀξία.

Ὅμως ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει κανεὶς τὸν αἰσθητὸ ἥλιο χωρὶς κίνδυνο νὰ διαλυθεῖ ἀπὸ τὴ θερμότητά του, ἔτσι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πλησιάσει τὸν ἀπείρως φωτεινότερο νοητὸ ἥλιο χωρὶς τὴν κατάλληλη προετοιμασία. Καὶ ὅσο καταλληλότερη ἡ προετοιμασία, τόσο καὶ τὸ πλησίασμα θὰ εἶναι ἐγγύτερο – χωρὶς ὅμως νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ προσεγγίσει ἐντελῶς αὐτὸ τὸ φοβερὸ Θεῖο Φῶς.

Μερικοὶ πολλὲς φορὲς ἔχουν τὴν αἴσθηση, μιὰ αἴσθηση ψυχῆς, ὅτι ἐδῶ στὴ Γῆ προετοιμάζονται νοητικὰ γιὰ ἕναν τέτοιο διαφορετικὸ κόσμο. Καθοδηγοῦνται γιὰ νὰ ἀντέξουν τὸ δυνατὸ φῶς τοῦ ἀληθινοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ μυσταγωγία προκαλεῖ πολλὲς φορὲς πόνο, φόβο καὶ ταραχή – ποτὲ ὅμως πανικό, γιατὶ αὐτὸ θὰ καθιστοῦσε ἀνέφικτη τὴν προσπάθεια τῆς προετοιμασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ