02.12 | Χρόνος και Αιωνιότητα – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

12. Χρόνος καὶ Αἰωνιότητα

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, στὴν καρδιά του βρίσκονται ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης, κρυμμένοι μέσα στὸ πνεῦμα.

[…] ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κολασσαεῖς 2:3)

Ἡ ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀγάπης ὁδηγεῖ μὲ βεβαιότητα στὴ γνώση καὶ τὴ σοφία Του, γιατὶ μόνο Αὐτὸς φανερώνει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔγινε δεκτικός, τοὺς κρυμμένους αὐτοὺς θησαυρούς. Ἄρα ὅλοι οἱ θησαυροὶ εἶναι κρυμμένοι μέσα στὶς καρδιές μας καὶ γίνονται φανεροί, ἀνάλογα μὲ τὴν κάθαρση τοῦ καθενός, ἀνάλογα μὲ τὴν προσπάθεια ποὺ καταβάλλει ὁ καθένας πρὸς τὴν κατεύθυνση τῶν ἀρετῶν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ θησαυροὶ ποὺ εἶναι κρυμμένοι στὸν ἀγρό, τὸν ὁποῖο ἀγρὸ θὰ μπορέσουμε νὰ ἀποκτήσουμε μόνο ὅταν πουλήσουμε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας.

Ἂν ὁ Χριστὸς κατοικεῖ στὶς καρδιές μας μὲ τὴν πίστη, κατὰ τὸ θεῖο Ἀπόστολο, καὶ ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως εἶναι κρυμμένοι μέσα σ’ Αὐτόν, ἄρα ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως εἶναι κρυμμένοι μέσα στὶς καρδιές μας. Γίνονται φανεροὶ στὴν καρδιὰ ἀνάλογα μὲ τὴν κάθαρση καθενὸς μέσω τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν. Αὐτὸς εἶναι ὁ θησαυρὸς ποὺ εἶναι κρυμμένος στὸν ἀγρὸ τῆς καρδιᾶς σου, τὸν ὁποῖο δὲ βρῆκες ἀκόμη ἐξαιτίας τῆς ἀργίας σου. Γιατὶ ἂν τὸν εἶχες βρεῖ, θὰ πουλοῦσες τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀγοράσεις αὐτὸ τὸν ἀγρό. Τώρα ἀφοῦ ἄφησες τὸν ἀγρό, περιποιεῖσαι τὰ γύρω τοῦ ἀγροῦ, στὰ ὁποῖα δὲ βρίσκεις τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)282

Ὁ δρόμος γιὰ τὴ γνώση εἶναι ἡ ἀπάρνηση. Ὁ Ἅγιος Νεῖλος (442 μ.Χ.), ὁ θαυμαστὸς αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μᾶς προτρέπει:

Πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσε στοὺς φτωχοὺς καὶ πάρε τὸ σταυρό σου καὶ ἀπαρνήσου τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ προσευχηθεῖς χωρὶς περισπασμούς. (Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής)283

Ὁ μεγάλος ἐξαγνιστής, ποὺ χωρὶς αὐτὸν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὶς ὑπερκόσμιες περιοχές, εἶναι ἡ ἀπάρνηση. Χωρὶς αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πνευματικὴ ἀνάπτυξη.

Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀποτραβιέται ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ προσπαθεῖ νὰ διεισδύσει σὲ βαθύτερους ὁρίζοντες, τότε ἀρχίζει ἡ ἀληθινὴ πνευματικὴ ἀνάπτυξη.

Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὅλη ἡ φύση ὑπάρχει γιὰ τὴν ψυχή, γιὰ νὰ μπορέσει δηλαδὴ ἡ ψυχὴ νὰ συλλέξει τὴν ἐμπειρία, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ κατανοήσει ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ μέσω αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν τὴ θεία προέλευσή της καὶ τὸν ἐπικείμενο αἰώνιο ἀποχωρισμό της ἀπὸ τὴ φύση.

Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ πρέπει νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι ὑπῆρξε πάντοτε ἕνα προϊὸν τοῦ Πνεύματος καί, κατὰ συνέπεια, εἶναι πνεῦμα καὶ αὐτὴ καὶ ὄχι ὕλη. Πρέπει ἀκόμα νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ σύζευξή της μὲ τὴν ὕλη ὑπάρχει καὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μόνο παροδικά. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κατανοήσει ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ ὅλη ἡ γνώση καὶ ὅλη ἡ ἐμπειρία ὑπάρχουν στὴν ψυχὴ καὶ ὄχι στὴ φύση. Ἡ φύση προορισμὸ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει μὲ τὴ γλυκύτητά της καὶ τὴν ἐναρμόνιση τῶν πολλαπλῶν μερῶν της τὴν αἰώνια Ἀλήθεια. Εἶναι ἁπλῶς ἕνα μέσο γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς ἐξέλιξης. Ἡ φύση δίνει ἀπὸ τὸ δικό της δυναμικό, ἀπὸ τὶς δυνάμεις καὶ τὴν ἐνέργειά της τὶς ποικίλες μορφὲς μέσω τῶν ὁποίων λειτουργεῖ ἡ Θεία Δύναμη σὲ αὐτὸν τὸν πλανήτη.

Ἀλλὰ ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Μακάριος τῆς Αἰγύπτου, ποὺ ἔζησε καὶ δίδαξε τὸν 9ο μ.Χ. αἰώνα:

Ὅπως εἶναι μεγάλα καὶ ἀπερίγραπτα τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ἔτσι χρειά- ζονται καὶ πολλοὺς κόπους καὶ ἀγῶνες, σὲ συνδυασμὸ μὲ ἐλπίδα καὶ πίστη. Καὶ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθεῖ», καὶ «Ἂν κάποιος δὲ μισήσει καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ ἀδέλφια καὶ γυναίκα καὶ παιδιά, ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου». Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι τόσο ἀνόητοι, ὥστε θέλουν νὰ ἀποκτήσουν τὴν οὐράνια βασιλεία καὶ νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ βασιλέψουν χωρὶς τέλος μαζὶ μὲ τὸ Χριστό –πράγμα μέγα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια–, χωρὶς νὰ πάψουν νὰ ζοῦνε μὲ τὰ δικά τους θελήματα καὶ νὰ ἀκολουθοῦν αὐτά, ἢ μᾶλλον ἐκεῖνον ποὺ σπέρνει αὐτὰ ποὺ εἶναι μάταια καὶ ὁλοφάνερα βλαβερά. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)284

Αὐτοὶ εἶναι ποὺ παραμένουν μέχρι τὸ τέλος ἄπτωτοι, ὅποιοι δηλαδὴ μίσησαν ὁλότελα ὅλες τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου καὶ τοὺς ἑαυτούς των, τὶς φαντασιώσεις τοῦ κόσμου καὶ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς κοσμικὲς ἀσχολίες. Γιατὶ αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ ἀπαρνηθεῖς τὸν ἑαυτό σου. Ὥστε μὲ τὴ δική του θέληση ὁ καθένας διώχνεται ἀπὸ τὴ βασιλεία, ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν προτίμησε ἀληθινὰ τοὺς κόπους καὶ δὲν ἀπαρνήθηκε τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ θέλει μαζὶ μὲ τὸ θεϊκὸ πόθο νὰ δοκιμάζει καὶ μερικὲς εὐχαριστήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ μὴν ἀφήνει τὸ θέλημά του νὰ κλίνει ἀκέραιο στὸ Θεό. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)285

Δὲν ὑπάρχει μέση ὁδός, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑπηρετεῖ δύο κυρίους.

Ὁ τύπος τοῦ «Χριστιανοῦ» αὐτοῦ ποὺ νομίζει ὅτι ἐξιλεώνεται μὲ λίγη νηστεία, μὲ λίγη προσευχή, μὲ λίγη ἐλεημοσύνη, μὲ κάποιο κερὶ καὶ λιβάνι, καὶ νιώθει εὐχαριστημένος καὶ ἱκανοποιημένος βρίσκεται σὲ μεγάλη πλάνη. Γιατὶ ὅσο κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του τὰ ὑπάρχοντά του, ὅσο ἐπιθυμεῖ νὰ γίνεται αὐτὸ ποὺ θέλει, ὅσο προβάλλει τὸ ἐγώ του, βρίσκεται μπροστὰ σὲ ἀδιαπέραστο τοῖχο ποὺ ἐμποδίζει κάθε πρόσβαση σὲ ἐκείνους τοὺς νοητοὺς τόπους, ὅπου δὲν ὑπάρχει ὀδύνη, δὲν ὑπάρχει φθορά, δὲν ὑπάρχει θάνατος, ἀλλὰ μόνο ὑπέρτατη χαρὰ καὶ μακαριότητα.

Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος Μακάριος:

Ὅ,τι ἀγάπησε κανεὶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτὸ καὶ βαραίνει τὴ διάνοιά του καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὴ σύρει πρὸς τὰ κάτω καὶ τὴν πιέζει καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἀνασηκωθεῖ. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)286

Ὁ ἀγώνας ὁ πνευματικὸς ἀπαιτεῖ ὅλη τὴν ἀγάπη «ἐξ ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης διανοίας, ἐξ ὅλης δυνάμεως». Δὲν ὑπάρχει κανένα περιθώριο γιὰ ἐξατομικευμένη ἀγάπη πρὸς κανέναν συγκεκριμένο ἄνθρωπο, πρὸς κανένα συγκεκριμένο πράγμα. Κάθε ἐπιθυμία πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶναι καὶ ἕνα πρόσθετο ἐμπόδιο, ἕνα δέσιμο, μιὰ προσκόλληση ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐλεύθερη δίοδο. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ πάψουμε νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους ἢ τὸ καθετὶ ποὺ ὁ Θεὸς δημιούργησε. Ἁπλῶς ἡ ἀγάπη μας πρέπει νὰ ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους καὶ πρὸς ὅλα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ μορφὴ καὶ τὸ ὄνομα ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶμε, ὅποιος καὶ ἐὰν εἶναι αὐτός. Θὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ὑμνοῦμε τὴ Δύναμη ποὺ διέπει τὰ πάντα καὶ προνοεῖ γιὰ τὰ πάντα καὶ συγχρόνως ἡ ἐνέργειά μας νὰ ἐκπέμπεται πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ νὰ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, ὅπως μᾶς ἀγκαλιάζει ὁ Θεός.

Καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολή. Καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι. (Κατὰ Μᾶρκον 12:30-31)

Ὅσο ζοῦμε πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τίποτα δὲν μᾶς ἀνήκει, τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ ἐξουσιάζουμε ὡς ἀπόλυτοι κύριοι. Τὸ καθετὶ ἀνήκει στὸν Δημιουργό του καὶ ὅ,τι βρίσκεται στὰ χέρια μας πρέπει νὰ θεωροῦμε ὅτι ἀνήκει σὲ Ἐκεῖνον καὶ ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἁπλοὶ διαχειριστὲς καί, ὅπως κάθε διαχειριστής, θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὴ διαχείρισή μας.

Ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ θεϊκὴ προσταγὴ νὰ ἀπαρνηθοῦμε καθετὶ γήινο, νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ἔχει τὴν ἔννοια νὰ πάψουμε νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας σὰν μέσο γιὰ νὰ δεχτεῖ κάποια καινούρια ἐμπειρία ἤ, ἀντίθετα, νὰ πάψουμε νὰ ἀποδεχόμαστε τὶς πολυποίκιλες ἐμπειρίες ποὺ προσφέρει ὁ πλανήτης μας στὰ διάφορα ἐπίπεδά του.

Πρέπει νὰ μετέχουμε στὴ ζωή, νὰ βιώνουμε ὅλες τὶς ἐμπειρίες, εὐχάριστες ἢ δυσάρεστες, γιατὶ μέσω αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν θὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας.

Ὅμως αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ σὲ καμία περίπτωση δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐμπαθής. Σὲ καμία περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ἀπασχολεῖ τὸν νοῦ μας πέραν τοῦ χρόνου ποὺ εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἔργου ἢ τῆς ἀσχολίας ἢ τῆς ἀπόλαυσης, ἂν θέλετε.

Ὁ νοῦς θὰ πρέπει νὰ εἶναι διαρκῶς προσκολλημένος στὸν ἀγώνα, στὴν προσπάθεια. Ὁτιδήποτε καὶ ἂν κάνουμε, ὁποιαδήποτε ἀσχολία καὶ ἂν ἔχουμε, ὁ νοῦς θὰ πρέπει νὰ ἐπανέρχεται ἀμέσως στὴν ἑστία του καὶ νὰ εἶναι χαρούμενος γι’ αὐτό, ὅπως κάθε ἄνθρωπος ποὺ μετὰ τὸν μόχθο τῆς ἡμέρας ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ. Αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ πεῖ ἡ παραβολὴ τῶν παρθένων.

Οἱ πέντε παρθένες ποὺ ἔμειναν ἄγρυπνες καὶ ποὺ πῆραν στὰ δοχεῖα τῆς καρδιᾶς τους τὸ ξένο πρὸς τὴ φύση τους λάδι, δηλαδὴ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, μπόρεσαν νὰ μποῦν μαζὶ μὲ τὸν Νυμφίο στὸν νυμφώνα. Οἱ ἄλλες, οἱ μωρές, οἱ κακές, ποὺ ἔμειναν στοὺς ὅρους τῆς δικῆς τους φύσεως, δὲν ἔμειναν ἄγρυπνες, οὔτε φρόντισαν νὰ ἀποκτήσουν τὸ λάδι αὐτὸ τῆς ἀγαλλιάσεως [δηλαδὴ τὴ Θεία Χάρη] μέσα στὶς καρδιές τους ὅσο ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή, ἀλλὰ κατὰ κάποιο τρόπο ἀποκοιμήθηκαν ἀπὸ ἀμέλεια καὶ χαυνότητα καὶ ἀπὸ οἴηση γιὰ τὶς ἀρετές τους. Γι’ αὐτὸ καὶ κλείστηκε γι’ αὐτὲς ὁ νυμφώνας τῆς βασιλείας. […] Οἱ πέντε αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ἡ φρόνηση, ἡ γνώση, ἡ διάκριση, ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ ἔλεος, ἂν δεχθοῦν τὴν οὐράνια χάρη καὶ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ Πνεύματος, τότε θὰ εἶναι πράγματι «φρόνιμες παρθένες». Ἂν ὅμως ἐγκαταλειφθοῦν στὰ ὅρια τῆς δικῆς τους φύσεως, τότε εἶναι πράγματι μωρὲς καὶ τέκνα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ὀργῆς [καὶ θὰ ἀκολουθήσουν τὴν τύχη τῶν ἄλλων]. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)287

Ὅλα τὰ ὁρατὰ γιὰ νὰ εὐπρεπιστοῦν χρειάζονται μιὰ ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση. Ἡ γῆ, γιὰ παράδειγμα, ἂν μείνει ἀκαλλιέργητη καὶ ἂν δὲν ἔρθουν οἱ βροχὲς καὶ τὰ λιπάσματα, δὲν ἀποδίδει καρπούς. Ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ μόνη της, χωρὶς τὴ θεία βοήθεια, δὲν μπορεῖ νὰ παρουσιάσει τίποτα τὸ πνευματικό, τὸ ἰδιαίτερο. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποδώσει ἀπὸ μόνη της καρποὺς ἂν ὁ πνευματικὸς γεωργὸς τῆς ψυχῆς, ὁ δημιουργικὸς Λόγος, δὲν τὴν ἐμπλουτίσει καὶ τὴν καταστήσει ἱκανὴ νὰ ἀποδώσει τοὺς καρποὺς καὶ νὰ λάμψει μὲ τὸ δικό της φῶς.

Εἶναι μάταιη, χωρὶς ἀποτέλεσμα, κάθε ἀνθρώπινη προσπάθεια χωρὶς τὴν προσφυγὴ σὲ αὐτὴν τὴ Δύναμη ποὺ διέπει τὸν κόσμο, τὸν κατευθύνει, προνοεῖ γιὰ αὐτόν. Εἶναι μάταιη κάθε προσπάθεια ἂν αὐτὴ ἡ Δύναμη, ποὺ ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε Θεό, δὲν ρίξει τὸ Φῶς της νὰ μᾶς φωτίσει.

Ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν πληρότητα τῆς ψυχῆς μας, γιὰ τὴν πνευματοποίησή της.

Στὸν ἄνθρωπο ποὺ γεύθηκε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ ἔλαβε γνώση ἐδῶ στὴ Γῆ αὐτοῦ τοῦ ἐπουράνιου πλούτου δίνεται τώρα δύναμη καὶ γνώση, ὅση ἔχει ὁ λογικὸς ποιμένας ἀπὸ τὰ ἄλογα ποὺ βόσκει.

Πρέπει νὰ ξεχάσουμε αὐτὸ ποὺ συνέβη χθὲς καὶ νὰ ἀδιαφορήσουμε γιὰ αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ αὔριο στὸν ἐξωτερικὸ φυσικὸ κόσμο. Πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ὁριστικὰ ἀπὸ κάθε δεσμὸ μὲ τὴν ὕλη. Πρέπει τὴ ζωή μας νὰ μὴν τὴ ρυθμίζει τὸ χθὲς ἢ τὸ αὔριο, νὰ μὴν ἐπιδροῦν οἱ κάθε εἴδους σχέσεις ποὺ ἔτυχε νὰ συνάψουμε στὸ παρελθὸν μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἢ μὲ τὰ πράγματα, καλὲς ἢ κακές. Ἂς ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λέμε καλὰ ἢ κακὰ παιδικὰ χρόνια, δύσκολη ἢ εὔκολη ζωή. Ἂς ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνάμνηση καλὴ ἢ κακὴ καὶ ἂς ἀφιερωθοῦμε στὸ τώρα, γιατὶ τὸ τώρα εἶναι ζωή, τὸ τώρα μετρᾶ. Τί σημασία ἔχει ἂν ὑπῆρξες φτωχὸς ἢ πλούσιος, ὡραῖος ἢ ἄσχημος, δυνατὸς ἢ ἀδύνατος, εὐτυχὴς ἢ δυστυχής, καλὸς ἢ κακός; Αὐτὸ ποὺ μετρᾶ εἶναι τὸ τί εἶσαι τώρα. Καθετὶ ποὺ συνέβη ἔχει πεθάνει καὶ καθετὶ ποὺ θὰ συμβεῖ ἴσως νὰ μὴν ἔχει καμία ἀξία γιὰ ἐμᾶς, ὅταν θὰ συμβεῖ.

Ἂς κρατήσουμε μόνο αὐτὸ ποὺ μπορέσαμε νὰ ἀποκομίσουμε ἀπὸ τὴν πείρα διὰ τῶν ἐμπειριῶν σὰν ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν δραστηριοτήτων μας καὶ ἂς προσηλωθοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα, ὅπως προσηλώνεται ὁ λογιστὴς στὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἰσολογισμοῦ. Καὶ αὐτοὺς τοὺς καρπούς, αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα, ἂς τὸ κρατήσουμε ἀπρόσωπα, ἀχρονικά, γιὰ νὰ μᾶς χρησιμεύσει στὴν ἐξέλιξή μας.

Ὅταν σημάνει ἡ ὥρα μας καὶ κληθοῦμε, ἂς ἀποδεχθοῦμε τὴν κλήση, γιατὶ ἡ κλήση αὐτὴ ἀπευθύνεται σὲ κάτι ποὺ ἤδη ὑπάρχει μέσα μας, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. Στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας ἐνοικεῖ ὁ Θεός, ποὺ ἑλκύει καὶ προτρέπει καὶ ἐπιδοκιμάζει, ὥστε κάθε εἴδους ἀποδοκιμασία ἢ ἐπιδοκιμασία ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο νὰ εἶναι περιττὴ καὶ βλαπτική.

Ὅποιος φτάσει σὲ αὐτὸ τὸ βάθος καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀντλεῖ τὴ γνώση του βρίσκεται στὴν πηγὴ τῆς γνώσης, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος, καὶ μιλᾶ καὶ πράττει σὰν πραγματικὴ αὐθεντία.

Οἱ ἄνθρωποι ἐρευνοῦν τὸ παρελθόν, προσπαθοῦν νὰ προμαντεύσουν τὸ μέλλον καὶ διαρκῶς προσηλώνονται σὲ αὐτὴν τὴ διάσταση τοῦ χρόνου. Ὅσο ὅμως εἶναι κανεὶς προσκολλημένος στὸ παρελθὸν θὰ ζεῖ μὲ τὸ παρελθὸν καὶ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὸ παρόν, μὲ τὸ αἰώνιο καὶ δημιουργικὸ Τώρα, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή.

Ὅσο εἴμαστε προσκολλημένοι σὲ ἀπόψεις, στὸ κοινωνικό, οἰκονομικὸ κ.λπ. κατεστημένο, τόσο στεροῦμε τὴ δυνατότητα στὸν ἑαυτό μας γιὰ πρόοδο, γιὰ πρόοδο ποὺ φέρνει τὴν ἀπελευθέρωση.

Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ μέλλον θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ σὰν προσδιοριστικὸς παράγοντας τοῦ παρόντος, τὸ ἀντίθετο – τὸ παρὸν καὶ μόνο τὸ παρὸν θὰ εἶναι ὁ προσδιοριστικὸς παράγοντας τοῦ μέλλοντος. Ἂς ἀναχθοῦμε στὸ παρελθὸν ἢ ἂς προσπαθήσουμε νὰ βυθιστοῦμε στὸ μέλλον ἐρευνητικά, ἀπρόσωπα, ἀχρονικὰ καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἀντλήσουμε μόνο ἐμπειρία ἀπὸ τὰ περασμένα.

Ὅταν ὁ θνητὸς ἀναμετρᾶ τὸ παρελθὸν καὶ βυθίζεται ἐρευνητικὰ στὸ μέλλον, πῶς νὰ μὴν πάρει τὴν τρανὴ ἀπόφαση νὰ στρέψει τὸ βλέμμα του ψηλὰ καὶ μὲ τὴν ἀτσαλένια θέληση νὰ γίνει ζηλωτὴς τῶν ἀρετῶν;288

Ἡ ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν χρονικῶν διαστημάτων εἶναι ἐπιφαινόμενη. Ἡ ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα τοῦ χρόνου μᾶς διαφεύγει. Μπορεῖ αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε ἐμεῖς σὰν χθὲς-σήμερα-αὔριο, αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε σὰν ξεχωριστὸ νὰ μὴν εἶναι κατὰ βάθος παρὰ ἕνα παντοτινὸ καὶ αἰώνιο παρόν. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν χῶρο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νὰ συλλάβει ὅ,τι ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν τρισδιάστατο χῶρο. Ὑπάρχουν ὅμως πραγματικότητες ποὺ δὲν βρίσκονται σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο. Τὰ περασμένα μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἐντελῶς περασμένα, ὅσο φαίνονται σὲ ἐμᾶς. Κατὰ βάθος, στὸ τέλος, τίποτα δὲν χάνεται καὶ τίποτε ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε δὲν ὑπῆρξε μάταιο. Τὴ ματαιότητα, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ πρόσκαιρου, τὴν περιέχουν μόνο οἱ γήινες ἐπιδιώξεις μας. Ἀκόμα καὶ ὅ,τι ὀνειρευτήκαμε, ὅ,τι ἐπιθυμήσαμε, ὅ,τι μᾶς ἔφερε χαρὰ καὶ πόνο εἶναι φυλαγμένο στὶς ψυχές μας.

Ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ περνᾶμε καὶ ὄχι τὰ χρονικὰ διαστήματα. Ἐμεῖς, τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα μὲ τὴ στενὴ βιολογικὴ μοίρα, ἐρχόμαστε καὶ φεύγουμε. Ὁ χρόνος δὲν ἀλλοιώνεται, δὲν περνᾶ, μένει σταθερὰ ἐκεῖ ποὺ εἶναι. Ἡ ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ ἡ πραγματικότητα μιᾶς ἐξαίσιας πορείας πνευματικοῦ βίου εἶναι ὁλότελα διαφορετικὲς ἀπὸ ὅ,τι μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀντιληφθοῦμε καὶ νὰ συλλάβουμε οἱ ἱκανότητες τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ μας.

Ἀκόμα καὶ ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ εἶναι ἐντελῶς αὐθαίρετη καί, φυσικά, ἀφορᾶ μόνο τὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καὶ τὶς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου-δέκτη. Τὰ ὅρια ποὺ ἔχουμε χαράξει μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ εἶναι καθαρὰ ὑποκειμενικά, ὄχι ἀντικειμενικά. Αὐτὸ ποὺ γιὰ ἐμᾶς εἶναι σήμερα ὑπερφυσικό, αὔριο μπορεῖ νὰ γίνει καὶ θὰ γίνει φυσικό. Ὅμως αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε ὑπερφυσικὸ εἶναι φυσικότατο γιὰ τὴν Ὑπερδύναμη ποὺ διέπει καὶ ρυθμίζει ὄχι μόνο τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ ἀπέραντο Σύμπαν. Βαθμιαῖα ὅμως, ὅσο γινόμαστε πιὸ δεκτικοί, τόσο μᾶς ἀποκαλύπτονται καὶ τὰ μυστικὰ ποὺ σήμερα ἀποκαλοῦμε μεταφυσικά.

Ἡ βαθμίδα ποὺ κατέχει ὁ ἄνθρωπος ἀνάμεσα στὰ μυριάδες γένη καὶ εἴδη εἶναι ἀρκετὰ ὑψηλή.289 Ὅμως πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς Δημιουργίας μόνο στὸν δικό μας πλανήτη. Ὅπως ὁ πολιτισμός μας ἀπὸ γεωκεντρικὸς ἔγινε κατ’ ἀνάγκη ἡλιοκεντρικός, σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἐπιστήμης, ἢ πιὸ σωστά, κοσμοκεντρικός, ἔτσι θὰ πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ προχωρήσουμε καὶ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν ἐγωκεντρικὴ-ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ἀνθρωπομορφικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἐνταχθοῦμε στὴν ἰδέα τοῦ ἄπειρου καὶ ἀπέραντου Σύμπαντος, μέρος τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ καὶ ὁ πλανήτης μας, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς – ἔστω καὶ ἀπειροελάχιστα.

Ἡ ψυχὴ ὑπῆρχε καὶ θὰ ὑπάρχει πάντα. Τὸ σῶμα ὑπάρχει μόνο σήμερα, θὰ χαθεῖ αὔριο καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ ταυτίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸ σῶμα, θὰ χαθοῦν μαζί του. Ὄχι ὅμως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ταυτίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν ψυχή, γιατὶ αὐτοὶ συμμετέχουν στὴν αἰώνια ὕπαρξή της.

Μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ κόσμου δὲν ὑπάρχουν χρονικὲς διακρίσεις, δὲν ὑπάρχει κὰν χρόνος. Ὑπάρχει μόνο τὸ αἰώνιο καὶ διαρκὲς τώρα. Τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον ὑποτάσσονται στὴν παρούσα στιγμή, στὴ στιγμὴ τοῦ ἀπόλυτου παρόντος, ὅπου ἡ ζωὴ ἀποκτᾶ τὸ πραγματικό της νόημα, δηλαδὴ κινεῖται ἀδιάκοπα μαζὶ μὲ τὸ ἀνεξάντλητο περιεχόμενό της.

Στὸν πνευματικὸ κόσμο, στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο, ὁ χρόνος δὲν ἔχει σημασία, γιατὶ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴ διαδοχὴ τῶν σκέψεων καὶ ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιὰ ἰδέα ποὺ ἔχει ἐπιβληθεῖ. Ὅταν ὅμως κανεὶς ἀνατρέχει στὴν πηγὴ τῆς ἰδέας αὐτῆς, τότε ἀπελευθερώνεται – ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν καταδυνάστευση τοῦ χρόνου, τὴν καταδυνάστευση τοῦ παρελθόντος καὶ τοὺς προβληματισμοὺς τοῦ μέλλοντος.

Πρέπει ὅσοι ἀναζητοῦν τὴν πραγματικότητα νὰ ξεχάσουν τὸν χρόνο καὶ τὰ χρονικὰ διαστήματα, νὰ ξεχάσουν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον καὶ νὰ στρέψουν τὴν προσοχή τους στὸ ἀτοπικὸ καὶ ἀχρονικὸ ἄπειρο, γιατὶ ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση τους.

Τὸ παρόν, τὸ ἀχρονικὸ παρόν, εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἠρεμία, εἶναι μία στιγμὴ ποὺ δὲν ἔχει ὅρια, δὲν ἀρχίζει, δὲν τελειώνει, μία στιγμὴ ποὺ ἀνήκει στὴν αἰωνιότητα.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ κατανοήσει ὅτι οἱ ἔννοιες «παρόν», «παρελθὸν» καὶ «μέλλον», οἱ ἔννοιες «χρόνος», «μήνας», «ἡμέρα» κ.λπ. ἀναφέρονται μόνο στὴ συμβατικὴ ἀντίληψη τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου –μιὰ ἀντίληψη, δηλαδή, ποὺ δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν πραγματικότητα– θὰ ἔχει ἐπιτελέσει ἕναν θρίαμβο πάνω στὸν ἑαυτό του, ἕναν θρίαμβο τοῦ πνεύματος πάνω στὴν ὕλη.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βαδίζει τὸν πνευματικὸ δρόμο ἀνακαλύπτει πώς, ἐνῶ τὸ σῶμα του ἐνεργεῖ δραστήρια μέσα στὸν συμβατικὸ χρόνο, ἡ ψυχή του παραμένει στὴν αἰωνιότητα.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προχωρεῖ ὣς τὸ τέλος στὴν ἀναζήτηση ξεφεύγει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ χρόνου, γίνεται κάτοχος τοῦ μέλλοντος καί, ἀφοῦ ἔχει ἀνέβει τὸ σκαλοπάτι τοῦ παρελθόντος, κατανοεῖ ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἐπανέλθει. Ἀνακαλύπτει στὸ ἀχρονικὸ παρὸν τὴν αἰωνιότητα, τὴ λυτρωτικὴ ἀπελευθέρωση. Ἀνακαλύπτει τὴν εὐτυχία ποὺ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐξωτερικὰ αἴτια, τὴν ἀγάπη ποὺ δὲν ἀπευθύνεται σὲ κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Ἀνακαλύπτει αὐτὴ τὴν πτυχὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τὴ βιώνει χωρὶς νὰ τὸ σκέπτεται. Ἤδη μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔχει ἀναχωρήσει καὶ βρίσκεται στὶς παρυφὲς τῆς «χώρας» ἀπὸ ὅπου οἱ ἄνθρωποι ξεκίνησαν καὶ ὅπου ἐξακολουθοῦν νὰ ἀνήκουν.

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ κατανοεῖ ὅτι ὁλόκληρος ὁ πλανήτης, ὁλόκληρο τὸ ἀπέραντο καὶ ἀπύθμενο Σύμπαν εἶναι εἰκόνα δική Του. Τὰ μεγαλειώδη φυσικὰ τοπία προμηνύουν τὴν ὑπερμεγαλειώδη θεϊκὴ ὀμορφιά. Οἱ θάλασσες, τὰ ποτάμια, οἱ πηγὲς θυμίζουν τὴ Δύναμή Του καὶ ὁ οὐρανὸς τὸ Μεγαλεῖο Του. Ὅλα ἀνήκουν σὲ Ἐκεῖνον καὶ ὅλα μιλοῦν γιὰ Ἐκεῖνον.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποσυνδέσει τὴ ζωὴ καὶ τὰ γεγονότα ποὺ βιώνει στὸν συμβατικὸ χρόνο, τὰ ἀποσυνδέσει δηλαδὴ ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἀπὸ τὸ χρονικὸ παρὸν καὶ ἀπὸ τὸ μέλλον, τότε θὰ ἀνακαλύψει ὅτι δὲν ὑπάρχει διαφορὰ ἂν τὰ γεγονότα αὐτὰ συνέβησαν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, στὴ Ρώμη ἢ ἂν συμβαίνουν ἢ θὰ συμβοῦν στὴν Ἀμερική. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποσυνδέσει τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε ἀνακαλύπτει ἔκπληκτος ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἂν ἔζησε πρὶν ἢ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἰησοῦ, καὶ μένει ἔκπληκτος γιατὶ κατανοεῖ ὅτι μία ζωή, ἕνα γεγονὸς ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἔχει τὴν ἴδια σημασία, δίνει ἢ μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἴδια εὐχάριστη ἢ δυσάρεστη ἐμπειρία, ὁποτεδήποτε καὶ ὁπουδήποτε καὶ ἂν συνέβη. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὑπήρξαμε ὅλοι μας στὸν καιρὸ τοῦ Χριστοῦ, στὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν, στοὺς πολέμους, στὶς καταστροφές, στὶς πλημμύρες, ἀλλὰ καὶ στὶς εὐτυχισμένες στιγμὲς τῆς ἀνθρωπότητας. Ὑπήρξαμε ὅλοι σὲ κάθε χαρά, σὲ κάθε λύπη καὶ βιώσαμε ἄπειρες φορὲς γεγονότα καὶ καταστάσεις ποὺ μὲ ὅμοιο τρόπο βιώνουμε καὶ τώρα καὶ θὰ βιώνουμε πάντοτε ὅσο ὑπάρχουμε ἐδῶ στὸν πλανήτη ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.

Ὁ βαθυστόχαστος θεολόγος τῆς Φιλαδελφείας Θεόληπτος (1250-1322 μ.Χ.) μᾶς διδάσκει:

Ἐκεῖνος ποὺ ξεπερνᾶ τὴ ρευστὴ [δηλαδὴ τὴ φθαρτὴ] φύση τῶν παρόντων καὶ παραβλέπει τὴν ἐπιθυμία τῶν προσκαίρων, δὲ βλέπει κάτω, δὲν ἐπιθυμεῖ τὰ ὡραῖα τῆς γῆς· ἀλλὰ τοῦ ἀνοίγονται τὰ ἄνω θεάματα καὶ κατοπτεύει τὰ κάλλη τῶν οὐρανῶν καὶ τὴ μακαριότητα τῶν ἀμόλυντων πραγμάτων. (Ὅσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας)290

Ὅταν ἀξιωθεῖ ἡ ψυχὴ νὰ ἀνακαλύψει αὐτὴ τὴν ὑπερκόσμια οὐράνια σκάλα καὶ ἀρχίσει νὰ ἀνεβαίνει, τότε κατανοεῖ τὴ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου αὐτὸς ὁ λόγος.

Ὅπως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς μάτια ἢ γλώσσα, αὐτιὰ καὶ πόδια, νὰ βλέπει κανεὶς ἢ νὰ μιλάει, ἢ νὰ ἀκούει ἢ νὰ περπατᾶ, ἔτσι ἐπίσης εἶναι ἀδύνατο χωρὶς τὸ Θεὸ καὶ τὴ θεία ἐνέργεια νὰ γίνει κανεὶς κοινωνὸς τῶν θείων μυστηρίων καὶ νὰ γνωρίσει τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ ἀποκτήσει τὸν πλοῦτο τοῦ Πνεύματος. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)291

Ἕνας ποὺ κατέχεται ἀπὸ κάποια μακρὰ ἀσθένεια, ὅταν δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ δεχθεῖ τροφὴ καὶ νερό, ἀπελπίζεται, καὶ αὐτὸ εἶναι σημάδι θανάτου καὶ τὸν κλαῖνε οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι του. Ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἄγγελοι, λυποῦνται πολὺ καὶ θρηνοῦν τὶς ψυχὲς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ προσλάβουν τὴν ἐπουράνια τροφή. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)292

Ἂς σπεύσουμε λοιπὸν ὅσο ἀκόμη εἴμαστε ἐδῶ στὴ Γῆ καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ γίνουμε δεκτικοὶ κατὰ τὸν νοῦ γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ὑπεσχημένα. Ἂς προσπαθήσουμε, καὶ ὅταν σημάνει ἡ ὥρα ἂς μὴν ὀλιγωρήσουμε, ἀλλὰ ἂς σπεύσουμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν κλήση καὶ ἂς προετοιμαστοῦμε γιὰ τὴν οὐράνια πανδαισία.

Ὅταν μιλᾶμε γιὰ κλήση δὲν ἐννοοῦμε, φυσικά, ὅτι ὁ ἐκεῖνος ποὺ τὴ δέχεται ἀκούει κάποια φωνὴ νὰ τὸν καλεῖ ἢ κάτι παρόμοιο, ἐννοοῦμε μιὰ διεργασία, ἕνα ἐρέθισμα ποὺ συνέβη καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συμβαίνει καθημερινὰ στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, τὴν ψυχή. Αὐτὴ ἡ διεργασία εἶναι μιὰ ἕλξη ἀπὸ μιὰ δύναμη, μιὰ δυνατὴ παρόρμηση νὰ ἐνεργήσεις σύμφωνα μὲ τὶς ὕψιστες ἠθικὲς ἀρχές, μιὰ παρόρμηση ὅμως ποὺ δὲν ὀφείλεται σὲ κανένα ἐξωτερικὸ αἴτιο. Ἕλκεται κανεὶς ἀπὸ τὴ Δύναμη, ἀπὸ τὸ Φῶς ποὺ εἶναι ὁ Θεός, καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀναπαραγάγει πρὸς τὰ ἔξω μὲ τὴ μορφὴ ὁποιασδήποτε πράξης, λόγου ἢ σκέψης αὐτὸ ποὺ ἐσωτερικὰ βιώνει. Θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιάσει κανεὶς τὸ συναίσθημα αὐτὸ μὲ ἐκεῖνο ποὺ νιώθει ὁ ὁποιοσδήποτε διανοητικὸς ἐργάτης τοῦ λόγου –καλλιτέχνης, λογοτέχνης κ.λπ.–, τὴν ἔμπνευση δηλαδή, μόνο ποὺ στὴν περίπτωση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐρεθίσματος τὸ ἐρέθισμα δὲν τὸ βιώνει ὁ νοῦς ἀλλὰ ἡ ψυχή, ποὺ μέσω τοῦ νοῦ τὸ διοχετεύει στὶς αἰσθήσεις καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο εἶναι. Θὰ μποροῦσε νὰ προσθέσει κανεὶς ὅτι αὐτὸ τὸ ἐρέθισμα ὄχι μόνο προαναγγέλλει τὴν κλήση, ἀλλὰ καὶ προμηνύει τὴν ἐσωτερικὴ ἐμπειρία γιὰ τὴν ὁποία ἔχουμε μιλήσει ἐκτενῶς.293

Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα: «Ποιὸς ἢ ποιοὶ εἶναι οἱ δέκτες τῆς κλήσης αὐτῆς;». Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ ἀπαντήσουμε ὅτι ἡ κλήση ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους, μικροὺς ἢ μεγάλους, δίκαιους ἢ ἄδικους. Ὅπως ὁ ὁρατὸς ἥλιος σκορπίζει τὸ φῶς του παντοῦ, πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ φωτίζει τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, ἔτσι καὶ ὁ νοητὸς ἥλιος, ποὺ εἶναι ὁ θεῖος δημιουργικὸς Λόγος, πνέει παντοῦ καὶ «τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις». Γιὰ νὰ ἀκουστεῖ ὅμως ἡ φωνὴ αὐτὴ πρέπει νὰ ἔχει κανεὶς προηγουμένως γίνει δεκτικὸς κατὰ τὸν νοῦ, ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιτρέψει αὐτὸς ὁ νοῦς τὴ δίοδο τοῦ Φωτός. Καὶ δεκτικοὶ γίνονται μόνο ὅσοι ἔχουν ἀποσύρει τὸ ἐνδιαφέρον τους ἀπὸ ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα καὶ ἔχουν στρέψει τὴν προσοχή τους στὸν ἐσωτερικό τους κόσμο, πράγμα πού, ὅπως εἴπαμε, ἀπαιτεῖ μεγάλη προσπάθεια καὶ ἀρκετὸ πόνο. Χωρὶς ὅμως τὴν προσπάθεια αὐτὴ δὲν γίνεται τίποτα. Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐκβιάζεται.

Ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν. (Κατὰ Ματθαῖον 11:12)

Ἴσως ὅμως θὰ ὑπάρξουν κάποιος ἢ κάποιοι ποὺ θὰ σκεφτοῦν ὅτι, ἐνῶ προσπάθησαν ἢ προσπαθοῦν, δὲν ἀντιλήφθηκαν τίποτε ἀπολύτως. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὅταν προσπαθοῦμε ἔχουμε πάντοτε ἀποτελέσματα, καὶ καμία μὰ καμία προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μάταιη. Σκεφτεῖτε τὴ σταγόνα τοῦ νεροῦ, πόσες ἑκατοντάδες χρόνια χρειάζεται γιὰ νὰ δημιουργήσει στὸ ἔδαφος τοῦ σπηλαίου ἕναν σταλαγμίτη ὕψους μόλις ἑνὸς χιλιοστομέτρου. Σκεφτεῖτε τὸ σκοινί, πόσες χιλιάδες τῶν χιλιάδων φορὲς χρειάζεται γιὰ νὰ κάνει ἐμφανῆ τὰ ἴχνη ὑπὸ τύπο αὐλακιοῦ στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ. Στὴν Ἁγία Σοφία, στὴν Κωνσταντινούπολη –καὶ ἴσως καὶ κάπου ἀλλοῦ–, στὴν κύρια εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας ὑπάρχει ἕνα κοίλωμα πολὺ ἐμφανὲς στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ποὺ στεκόταν ὁ φρουρὸς γιὰ νὰ ἀποδώσει τιμὲς στὸν βασιλιά. Σκεφτεῖτε πόσες ἑκατοντάδες χρόνια χρειάστηκαν γιὰ νὰ γίνει ἐμφανὲς τὸ κοίλωμα αὐτό. Ἀκόμα, στὴν Πάτμο, στὸ σπήλαιο τοῦ Ἀγαπημένου τοῦ Ἰησοῦ μαθητῆ, ὑπάρχει τὸ ἀποτύπωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ Ἰωάννου στὸν σκληρὸ βράχο, ἀποτύπωμα ποὺ χρειάστηκε περίπου μισὸ αἰώνα γιὰ νὰ γίνει ἐμφανές. Σὲ ὅλες ὅμως τὶς πιὸ πάνω περιπτώσεις, γιὰ ἑκατοντάδες χρόνια κανένα ἴχνος δὲν ὑπῆρξε πουθενά, καὶ ὅμως ἡ προσπάθεια εἶχε ἀποφέρει τὰ ἀποτελέσματά της – μόνο ποὺ δὲν ἦταν ἀκόμη ἐμφανῆ.

Ὁ Λόγος τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ σὲ βρεῖ ἕτοιμο θὰ δράσει, θὰ σὲ κατακλύσει, καὶ ὅπως τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἥλιου διαχέεται καὶ καλύπτει κάθε ἐπιφάνεια, θὰ καλύψει καὶ Ἐκεῖνος τὴν ἐπιφάνεια ἢ μᾶλλον τὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου.

Θὰ πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ἀκόμα ὅτι αὐτὴ ἡ δεκτικότητα γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε δὲν ἀνάγεται στὸ σῶμα ἢ στὶς αἰσθήσεις ἀλλὰ στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, καὶ συγκεκριμένα στὸν ἀνθρώπινο ἐσωτερικὸ νοῦ.

Αὐτὴ ἡ κλήση γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ταυτίζεται κατὰ κάποιον τρόπο μὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἢ μᾶλλον ἀποτελεῖ τὸ προοίμιό της, μοιάζει μὲ τὴ φυσικὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ, ποὺ ὅταν ἡ ὑλικὴ δομὴ εἶναι ἕτοιμη στὴ μήτρα τῆς μητέρας, ὁ Λόγος ἐγχύει μέσα στὸ σῶμα τὸ ζωντανὸ πνεῦμα του, ποὺ εἶναι ἡ ψυχή. Εἶναι, δηλαδή, κάτι ποὺ γίνεται αὐτόματα. Ἑτοιμότητα καὶ ἔγχυση. Ἀκριβῶς ὅταν ὁ νοῦς εἶναι ἕτοιμος, αὐτόματα ὁ δημιουργικὸς Λόγος, χωρὶς δισταγμὸ καὶ καθυστέρηση, εἰσέρχεται στὴν ψυχή. Δὲν χρειάζεται ὁ ἀναζητητὴς νὰ τὸν ἀναζητήσει, ὁ Λόγος περιμένει στὴν εἴσοδο τῆς ψυχῆς του. Στέκεται ἐκεῖ περιμένοντας νὰ Τοῦ ἀνοίξεις, περιμένοντας ὅποιον εἶναι ἕτοιμος. Στέκεται ἐκεῖ καὶ περιμένει, μᾶς νοσταλγεῖ χιλιάδες φορὲς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς νοσταλγοῦμε Αὐτόν.

Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ. (Ἰωάννου, Ἀποκάλυψις 3:20)

«Ἐδῶ στέκομαι ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα καὶ κρούω. Ἐὰν κανεὶς ἀκούσει τὴ φωνή μου καὶ ἀνοίξει τὴ θύρα τῆς ψυχῆς του, θὰ γίνω ἕνα μὲ αὐτόν, θὰ φᾶμε, θὰ γευτοῦμε μαζὶ τὸ δεῖπνο καὶ θὰ ἀπολαύσουμε ἀμοιβαῖα τὴν ἀγαλλίαση καὶ τὴν εὐφροσύνη τῆς μακαρίας ζωῆς».294

Ὅταν σημάνει ἡ ὥρα μας, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμποδίσει. Ἀντίθετα, ὅλα μᾶς ὁδηγοῦν πρὸς τὴ σωστὴ κατεύθυνση, τὴν κατεύθυνση τοῦ ἄφθαρτου κόσμου, ὅπου ἔχει «τὴν κατοικία» Του Ἐκεῖνος. Τὰ πάντα γίνονται Θεὸς καὶ ἀρχίζεις νὰ ἀντιλαμβάνεσαι αὐτὸ ποὺ ἀρχίζει νὰ ψελλίζει ἡ ψυχή σου: «Τὸ πνεῦμα μου, ἡ ψυχή μου, καταμαρτυρεῖ μαζὶ μὲ τὸ δικό Του Πνεῦμα ὅτι ἀνήκω σὲ Αὐτόν». Ἐκεῖνοι ποὺ ἀποζητοῦν μὲ κόπο τὴ γνώση καὶ δὲν τὴν πετυχαίνουν, ἀποτυγχάνουν ἢ ἀπὸ ἀπιστία ἢ ἀπὸ τὴν τάση ποὺ ἔχουν νὰ ἐπιδιώκουν τὴ γνώση ὄχι γιὰ νὰ προσεγγίσουν τὸ Θεῖο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερηφανεύονται στοὺς ἄλλους ὅτι γνωρίζουν αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο, γιὰ ἐπίδειξη.

Ἂς ξεκινήσουμε λοιπόν, ἂς ξεχάσουμε τὰ πρὶν καὶ τὰ μετὰ γιὰ νὰ παραμείνουμε στὸ αἰώνιο Τώρα, ποὺ καὶ αὐτὸ θὰ πρέπει βαθμιαῖα νὰ τὸ ἀποδώσουμε μὲ ἀγάπη εἰλικρινὴ καὶ μὲ εὐχαρίστηση στὸν Θεό. Νομίζουμε ὅτι εἴμαστε οἱ σπουδαῖοι, οἱ δυνατοί, οἱ νοήμονες ἤ, ἀντίθετα, οἱ ἀσήμαντοι, οἱ ἀδύνατοι, οἱ βλάκες, καὶ ξεχνᾶμε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ θυμόμαστε πάντοτε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δίποδο ζῶο. Ἔχει τὴ λογική. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἄλλες μορφὲς δημιουργίας, ἔχει ἕνα μοναδικὸ πεπρωμένο, νὰ μπορεῖ νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ἐκτιμᾶ τὶς καταστάσεις, τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀλήθεια, τὴν ἁρμονία. Νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι δημιουργικὸς καὶ πάντοτε ἐξελισσόμενος. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐλεύθερη, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε φόβο, κάθε ἀνασφάλεια κ.λπ. Τὸ σῶμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ φοβᾶται, θλίβεται, ἐπιθυμεῖ. Ὅλη ἡ δύναμη, ὅλη ἡ νοημοσύνη μας βρίσκεται μέσα μας, μέσα στὴν αἰώνια, ἀχρονικὴ καὶ ἀτοπικὴ ψυχή μας – μέσα μας ὑπάρχει ἡ αἰωνιότητα.

 


282 Εἰ ὁ Χριστὸς ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν κατοικεῖ διὰ τῆς πίστεως, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον, πάντες δὲ οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἐν αὐτῷ εἰσιν ἀπόκρυφοι· πάντες ἄρα οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν εἰσιν ἀπόκρυφοι· φανεροῦνται δὲ τῇ καρδίᾳ, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἑκάστου, διὰ τῶν ἐντολῶν, καθάρσεως. Οὗτός ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ κεκρυμμένος τῆς καρδίας σου, ὃν οὔπω εὗρες διὰ τὴν ἀργίαν· εἰ γὰρ εὗρες, ἄρα ἂν πέπρακας πάντα καὶ ἐκτήσω τὸν ἀγρὸν τοῦτον· νῦν δὲ τὸν ἀγρὸν ἀφείς, τὰ περὶ τὸν ἀγρὸν περιέπεις, ἐν οἷς οὐδὲν ἄλλο εὑρίσκεται πλὴν ἀκανθῶν καὶ τριβόλων (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 48:ο΄-οα΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Δ΄ ἑκατοντάδα περὶ Ἀγάπης», σ. 98:70-71.

283 Ἀπελθὼν πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ λαβὼν τὸν σταυρόν, ἀπάρνησαι ἑαυτόν, ἵνα δυνηθῇς ἀπερισπάστως προσεύξασθαι (Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 178:ιζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Περὶ Προσευχῆς 153 κεφάλαια», σ. 221:17.

284 Ὥσπερ μεγάλα δηλαδὴ καὶ ἀνεκδιήγητα τὰ παρὰ Θεοῦ ἐπηγγελμένα πεφύκασιν ἀγαθά, οὕτω καὶ πολλῶν δεῖται πόνων τε καὶ ἀγώνων τῶν μετ’ ἐλπίδος καὶ πίστεως. Καὶ δῆλον ἐντεῦθεν· εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. Καὶ πάλιν· ἐὰν μή τις μισήσῃ πατέρα καὶ μητέρα καὶ ἀδελφοὺς καὶ γυναῖκα καὶ τέκνα, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής. Οἱ πλεῖστοι δὲ τῶν ἀνθρώπων οὕτως ἔχουσιν ἀνοήτως, ὡς τῆς βασιλείας ἐπιτυχεῖν βούλεσθαι καὶ τῆς αἰωνίου κληρονομῆσαι ζωῆς καὶ Χριστῷ διὰ τέλους συμβασιλεῦσαι, τὸ μέγα τοῦτο καὶ ὑπὲρ ἔννοιαν, τοῖς ἰδίοις ζῶντες θελήμασι καὶ τούτοις ἀκολουθοῦντες· μᾶλλον δὲ τῷ ἐνσπείροντι τὰ μάταια ταῦτα καὶ φανερῶς βλαβερά (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 192:νδ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑπομονῆς καὶ διακρίσεως», σ. 270:54.

285 Οὗτοί εἰσιν οἱ μέχρι τέλους ἄπτωτοι διερχόμενοι, οἱ τὰς τοῦ κόσμου πάσας ἐπιθυμίας, καὶ ἑαυτούς, μετεωρισμούς τε τούτου καὶ ἡδονὰς καὶ τὰς πρὸς αὐτὸν ἀσχολίας τὸ παράπαν μισήσαντες· τοῦτο γάρ ἐστι, τὸ ἀπαρνήσασθαι ἑαυτόν. Ὥστε ἰδίῳ θελήματι ἕκαστος τῆς βασιλείας ἐκβάλλεται· τῷ μὴ ἐξ ἀληθείας ἑλέσθαι τοὺς πόνους καὶ ἑαυτὸν ἀπαρνήσασθαι, ἀλλὰ ἐθέλειν ἔτι πρὸς ἐκείνῳ τῷ θεϊκῷ πόθῳ καί τισι τοῦ αἰῶνος τούτου συνήδεσθαι καὶ μὴ τὴν ῥοπὴν ὅλην τοῦ ἰδίου θελήματος τῷ Θεῷ διδόναι (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 192:νε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑπομονῆς καὶ διακρίσεως», σ. 270:55.

286 Ὅπερ τις ἐφίλησε τοῦ παρόντος κόσμου, τοῦτο δὴ καὶ βαρύνει τὴν ἐκείνου διάνοιαν καὶ οἱονεὶ κάτω καθέλκει καὶ συνωθεῖ καὶ ἀνακῦψαι αὐτὴν οὐκ ἀνίησι (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 193:νζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑπομονῆς καὶ διακρίσεως», σ. 271:57.

287 Αἱ νήψασαι πέντε παρθένοι ἐκεῖναι καὶ τὸ ξένον τῆς ἑαυτῶν φύσεως ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις παραλαβοῦσαι τῆς καρδίας, τοῦτο δέ ἐστιν ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, ἐδυνήθησαν εἰς τὸν νυμφῶνα συνεισελθεῖν τῷ νυμφίῳ. Αἱ ἄλλαι δὲ αἱ μωραί, αἱ κακαί, αἱ τῇ ἰδίᾳ φύσει ἐναπομείνασαι, οὐκ ἔνηψαν, οὐδὲ κατὰ σπουδῆς ἔσχον τὸ τοιόνδε τῆς ἀγγαλιάσεως ἔλαιον εἰς τὰς ἑαυτῶν καρδίας, ἔτι ἐν σαρκὶ οὖσαι, παραλαβεῖν· ἀλλ’ οἱονεὶ ἀφύπνωσαν, δι’ ἀμέλειάν τε καὶ χαυνότητα καὶ δικαιοσύνης οἴησιν· παρ’ ὃ καὶ ὁ νυμφὼν αὐταῖς ἀπεκλείσθη τῆς βασιλείας. […] Αἱ γὰρ πέντε τῆς ψυχῆς αἰσθήσεις σύνεσις, γνῶσις, διάκρισις, ὑπομονή, ἔλεος, ἂν τὴν ἄνωθεν χάριν καὶ τὸν ἁγιασμὸν τοῦ Πνεύματος δέξωνται, καὶ φρόνιμοι τῇ ἀληθείᾳ παρθένοι ἔσονται· εἰ δὲ τῇ φύσει τῇ ἑαυτῶν ἐγκαταληφθεῖεν, μωραὶ τῷ ὄντι εὑρίσκονται καὶ τέκνα οὖσαι τοῦ κόσμου δείκνυνται καὶ ὀργῆς (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 197:ξε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑψώσεως τοῦ νοῦ», σ. 275:65.

288 Ἡ ἀκριβὴς πηγὴ τοῦ συγκεκριμένου χωρίου δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἐντοπιστεῖ. [Σ.τ.Ε.]

289 Πρβ. Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 254. [Σ.τ.Ε.]

290 Ὁ τὴν ῥοώδη τῶν παρόντων φύσιν ὑπερβαίνων καὶ τὴν ἐπιθυμίαν τῶν παρερχομένων παρατρέχων, οὐ βλέπει ἐπὶ τὰ κάτω, οὐκ ἐπιποθεῖ τὰ ὡραῖα τῆς γῆς· ἀλλὰ τὰς ἄνω ὁράσεις ἀνοιγομένας ἔχει καὶ τὰ ἐν οὐρανοῖς κατοπτεύει κάλλη καὶ τὴν τῶν ἀκηράτων κατασκοπεύει μακαριότητα (Ὅσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 15:η΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Κεφάλαια», σ. 157:8.

291 Ὥσπερ ἀμήχανον ὀφθαλμῶν ἄνευ καὶ γλώττης, ὤτων τε καὶ ποδῶν, βλέπειν ἢ λαλεῖν ἢ ἀκούειν ὅλως ἢ περιπατεῖν· οὕτως ἐπίσης ἀδύνατον ἄνευ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐκεῖθεν διαδιδομένης ἐνεργείας, μυστηρίων κοινωνῆσαι θείων καὶ εἰδέναι Θεοῦ σοφίαν ἢ κατὰ Πνεῦμα πλουτεῖν (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 202:οζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑψώσεως τοῦ νοῦ», σ. 281:77.

292 Ὥσπερ ἐπὶ τῶν νόσῳ τινὶ καὶ ἀσθενείᾳ κατειλημμένων, ἐπειδὰν μηκέτι τὸ σῶμα δυνατὸν ᾖ τροφῆς καὶ πόσεως μετασχεῖν, εἰς ἀπόγνωσιν τοῦτο συνωθεῖ καὶ θανάτου τεκμήριον γίνεται καὶ θρηνοῦντάς τε ἐπὶ τούτῳ καὶ φίλους ἔχει καὶ τοὺς προσήκοντας, οὕτω δὴ καὶ Θεὸς καὶ Ἄγγελοι, ψυχὰς τὰς μὴ τροφῇ τῇ ἐπουρανίῳ χρήσασθαι δυναμένας, διὰ πολλῆς λύπης καὶ θρήνων ποιοῦνται (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 201:ογ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑψώσεως τοῦ νοῦ», σ. 279:73.

293 Βλ. Βιβλίο Α΄, Ἄφθαρτα, «Ἐμπειρίες».

294 [Ἀπόδοση τοῦ Συγγραφέα]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ