02.11 | «Εξαγοραζόμενοι τον καιρό» – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

11. «Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρό»

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

«ΕΞΑΓΟΡΑΖΟΜΕΝΟΙ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ» 267

Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγαθὸς καὶ ἡ ψυχή του ἁγνὴ καὶ ἀμετάτρεπτη κατὰ τὴ φύση της καὶ τὴν οὐσία της. Καὶ ἀφοῦ εἶναι ἀμετάτρεπτη κάνει ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή της ἐπιλέγει, εἴτε ἀγαθὸ εἴτε κακό. Ὅπως δηλαδὴ τὸ μαχαίρι δὲν μεταβάλλεται κατὰ τὴ φύση του εἴτε γιὰ τὸ καλὸ εἴτε γιὰ τὸ κακὸ τὸ χρησιμοποιοῦμε, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ καὶ πράττει ὅσα ἐκεῖνος θέλει, δὲν ξεφεύγει ὅμως ἀπὸ τὴ φύση του.

Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ δρόμου ἐναπόκειται στὴν ἀπόλυτα ἐλεύθερη βούλησή μας καὶ ἡ ἄνοδος ἢ ἡ κάθοδος τῆς ψυχῆς μας εἶναι πρόβλημα δικό μας.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ καὶ πράττει κατὰ τὴ δική του προαίρεση, κατὰ τὴ δική του ἀντίληψη καὶ γνώση –χωρὶς δηλαδὴ νὰ συμβουλεύεται ἐκεῖνον ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν καθοδηγήσει–, τόσο βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν δρόμο.

Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ δρόμου δὲν εἶναι κάτι τὸ παροδικό, τὸ πρόσκαιρο. Δὲν ἀνάγεται σὲ κάποιο χρόνο, εἶναι ἀφιέρωση τῆς ζωῆς ὁλόκληρης ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, μέχρι τὴν ὕστατη στιγμή. Δὲν ἔχει νόημα, γιὰ παράδειγμα, νὰ ἐλεήσει κανεὶς κάποιον καί, ἀντίθετα, νὰ προξενήσει κακὸ ἢ νὰ ἀδιαφορήσει γιὰ κάποιον ἄλλο. Τὰ παρακάτω λόγια τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἀναφέρονται σὲ μία μεμονωμένη ἐνέργεια οὔτε σὲ μία ἡμέρα, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή.

Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. (Κατὰ Ματθαῖον 25:35-36)

Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε ἐλεημοσύνη σὲ ἑκατὸ ἀνθρώπους καὶ ἀρνήθηκε νὰ δώσει σὲ ἄλλους, ἐνῶ μποροῦσε, δὲν πληροῖ τὴ θεϊκὴ ἐντολὴ ποὺ ἐπιτάσσει νὰ μεριμνᾶμε γιὰ τὸν πλησίον μας, ὄχι μεμονωμένα γιὰ κάποια ἄτομα ἢ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ καὶ γιὰ ὅλους.

Ἡ ἀφοσίωση τοῦ καθενός μας στὸν δρόμο τὸν πνευματικὸ κρίνεται πάντοτε ὄχι ἀπὸ ὅ,τι λέμε ἢ ὅ,τι πράττουμε, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς προσκόλλησης στὰ γήινα. Ὅσο πιὸ προσκολλημένοι εἴμαστε σὲ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλοῦμε γήινα ἀγαθά, τόσο μακρύτερα βρισκόμαστε ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια. Ὅσο ἡ ἀγάπη μας στρέφεται στὸ παιδί, στὴ σύζυγο, στοὺς φίλους, στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, στὴν ἐπιτυχία, στὴν ἀναγνώριση, τόσο ξημερώνουμε μακριὰ ἀπὸ τὸ ποθούμενο.

Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ ἐξαρτᾶμε τὴ ζωή μας ἀπὸ τὴν ἐπιδοκιμασία ἢ τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἄλλων. Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν ἐπιδοκιμασία τῶν συγγενῶν μας, τῶν φίλων μας, τοῦ περιβάλλοντός μας γενικά.

Ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων στηρίζει τὴν αὐτοαξιολόγησή της σὲ αὐτὰ ποὺ οἱ ἄλλοι σκέπτονται γιὰ αὐτοὺς ἢ μᾶλλον σὲ αὐτὰ ποὺ οἱ ἴδιοι νομίζουν ὅτι οἱ ἄλλοι λένε ἢ σκέπτονται. Πρέπει, μὲ λίγα λόγια, νὰ προσπαθήσουμε νὰ γίνουμε ζηλωτὲς τῶν ἀρετῶν, νὰ πάρουμε τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Νὰ ἀναμετρήσουμε τὸ παρελθὸν καὶ νὰ ἀναμετρηθοῦμε καὶ ἐμεῖς καί, στὴ συνέχεια, νὰ βυθίσουμε ἐρευνητικὰ τὸν νοῦ μας στὸ μέλλον καὶ νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ μακρύ, ἀτελείωτο ταξίδι ποὺ μᾶς περιμένει μέσα στὴν ἀχρονικὴ καὶ ἀτοπικὴ αἰωνιότητα.

Εἶναι καιρὸς νὰ ἐγκαταλείψουμε τὶς κατώτερες βαθμίδες ἔκφρασης. Νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ συνειδητὰ κάνει τὸ κακό, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀσυνείδητα κάνει τὸ κακό, τὸν ἄνθρωπο ποὺ γενικὰ ἀδιαφορεῖ καὶ παραμένει στὸ τέλμα, αὐτὸ τῆς ἀδιαφορίας. Πρέπει νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ κάνει τὸ καλὸ καὶ ζητᾶ ἀνταμοιβὴ καὶ νὰ ὑψωθοῦμε στὴν τελευταία βαθμίδα, ὅπου κάθε ἐνέργειά μας γίνεται χωρὶς ἰδιοτέλεια, χωρὶς ἐξωτερικὴ παρότρυνση, αὐτοπροαίρετα, αὐθόρμητα, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματική μας θέση. Ὅταν αὐτὴ ἡ ἀπόφαση μᾶς γίνει βίωμα, τότε ἡ μεταμόρφωση τοῦ κατώτερου πρὸς τὸν ἀνώτερο σταθεροποιεῖται.

Ὁ καθημερινὸς ἄνθρωπος ἄγεται καὶ φέρεται ἀπὸ τὰ ζεύγη τῶν ἀντιθέτων. Ἡ χαρὰ-λύπη, φιλία-ἐχθρότητα, συμπάθεια-ἀντιπάθεια κ.λπ. εἶναι μιὰ διαρκῆς ἐναλλαγή, μιὰ καθιερωμένη κατάσταση. Ἔτσι ἡ ζωὴ τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου κατευθύνεται ἀπὸ τὶς τυφλὲς δυνάμεις τῆς ἕλξης καὶ τῆς ἀποστροφῆς, τῆς ἀρέσκειας καὶ τῆς ἀπαρέσκειας, τοῦ «μοῦ ἀρέσει, δὲν μοῦ ἀρέσει» – πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος δὲν κατευθύνει τὶς ἐνέργειες καὶ τὶς σκέψεις του σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ μὲ τὴν ὁποία εἶναι προικισμένος, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸν κόσμο τῶν ἐπιθυμιῶν του, ἕναν κόσμο ποὺ κυρίως διέπει τὶς ἀμέσως πρὶν ἀπὸ αὐτὸν κατώτερες μορφὲς δημιουργίας τῶν ζώων καὶ τῶν φυτῶν. Ἔτσι παραμένει πάντοτε δέσμιος σὲ αὐτὸ ποὺ ἁπλῶς ἐπιθυμεῖ καὶ ἀποφεύγει αὐτὸ ποὺ ὀφείλει νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ προσπαθεῖ πάντοτε νὰ προσεγγίσει.

Αὐτὰ τὰ δεσμὰ τὸν ἀκολουθοῦν καὶ λειτουργοῦν σὲ μιὰ ἀλληλοδιαδοχή τους σὰν αἴτιο καὶ αἰτιατὸ καλῶν καὶ κακῶν πράξεων ποὺ τὸν δένουν γερὰ στὴ Γῆ καὶ διαιωνίζουν τὸ δράμα του, τὸν καθιστοῦν μοιραῖο, ὑποκείμενο σὲ ἕνα ἀδυσώπητο προσωπικὸ πεπρωμένο, σκλάβο τῶν ἔργων του, τῶν πράξεών του καὶ δέσμιο τῶν φαινομένων τοῦ σχετικοῦ κόσμου.

Ἂς τὸ συνειδητοποιήσουμε αὐτὸ καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ προτάξουμε τὴ λογικὴ πάντοτε στὶς ἐνέργειές μας, ἐμπλουτισμένη φυσικὰ καὶ μὲ τὸ συναίσθημα σὰν βοηθητικὸ στοιχεῖο – καὶ αὐτὸ μέχρι νὰ γίνουμε πραγματικὰ ἐλεύθεροι καὶ ὁδηγός μας νὰ γίνει πλέον κάτι πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὴ λογική, ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Ἡ ἀποδέσμευση ὁδηγεῖ στὸν Οὐράνιο Kόσμο. Ἐδῶ στὴ Γῆ θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης, γιατὶ μόνο σὲ τούτη τὴ Γῆ μποροῦν οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων νὰ κάνουν ἔργα ποὺ θὰ φέρνουν καινούρια ἀποτελέσματα.

Μόνο στὸν Οὐράνιο Kόσμο μποροῦμε νὰ δρέψουμε τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων μας, τῶν ἔργων ποὺ πραγματοποιήσαμε ὡς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Ἐκεῖ, στὸν Οὐράνιο Kόσμο, λάμπει μόνο τὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τοῦ Ἀπόλυτου Ὄντος ποὺ φωτίζει, ὅπως ὁ ὁρατὸς ἥλιος, ὅλους ἀδιακρίτως, ὅμως ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητα τοῦ καθενός, δεκτικότητα ποὺ ἀπέκτησε ἐδῶ στὴ Γῆ. Ἐκεῖ, στὸν Οὐράνιο Kόσμο, ὑπάρχει τὸ ἀσύλληπτο στὸν ἀνθρώπινο νοῦ, αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐπίτευγμα τελειότητας, ἁρμονίας καὶ Θεϊκῆς Σοφίας καὶ ποὺ δὲν ἔχει νὰ κάνει τίποτα μὲ τὸ γήινο, τίποτα μὲ αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε, τίποτα μὲ αὐτὸ ποὺ ἡ λογική μας μπορεῖ νὰ συλλάβει.

Ὁ ὁσιώτατος Νικήτας Στηθάτος (1005-1090 μ.Χ.), ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γράφει σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ αὐτὰ ποὺ γράφει εἶναι ἐπίκαιρα σὰν νὰ γράφτηκαν γιὰ ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους:

Τρεῖς καταστάσεις τοῦ βίου ὑπάρχουν: ἡ σαρκική, ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ πνευματική. Ἡ κάθε μία ἀπ’ αὐτὲς ἔχει ἀντίστοιχη διάθεση ζωῆς ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἄλλη. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)268

Ἡ σαρκικὴ κατάσταση τοῦ βίου, καταγίνεται ὁλωσδιόλου στὶς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς αὐτῆς, καὶ δὲν ἔχει κανένα κοινὸ μὲ τὴν ψυχικὴ ἢ τὴν πνευματικὴ κατάσταση, οὔτε καὶ θέλει νὰ ἀποκτήσει. Ἡ ψυχικὴ εἶναι στὸ μεταίχμιο κακίας καὶ ἀρετῆς, καὶ ἀποβλέπει μόνο στὴν φροντίδα καὶ εὐρωστία τοῦ σώματος, καὶ στὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἀποφεύγει ἐξίσου καὶ τοὺς κόπους τῆς ἀρετῆς καὶ τὶς πράξεις τῆς σάρκας, καὶ δὲν κλίνει οὔτε στὴν ἀρετὴ οὔτε στὴν κακία λόγω τῆς ἀντιθέσεώς τους. Στὴν μὲν ἀρετὴ γιατὶ εἶναι σκληρὴ καὶ κοπιαστική, στὴν δὲ κακία, γιὰ νὰ μὴ χάσει τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων. Ἡ πνευματικὴ ὅμως κατάσταση τοῦ βίου, οὔτε θέλει νὰ ἔχει, οὔτε καταγίνεται μὲ αὐτὰ τὰ δύο κακά, ἀλλὰ εἶναι τελείως ἐλεύθερη καὶ ἀπὸ τὴ μία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κατάσταση. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)269

Ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν σαρκικὰ καὶ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς σάρκας [τὶς ἐπιθυμίες τῶν παντοειδῶν ἀπολαύσεων] καὶ εἶναι ὁλότελα σάρκες, δὲν μποροῦν νὰ ἀρέσουν στὸ Θεό. [«Οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται» (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 8:8)]. Εἶναι σκοτεινοὶ στὰ φρονήματα καὶ τελείως ἀμέτοχοι τῶν ἀκτίνων τοῦ θείου φωτός […]. Ἐπειδὴ εἶναι ἀνάπηρες [ἀνενεργὲς] οἱ αἰσθήσεις τῶν ψυχῶν τους, δὲν μποροῦν νὰ ἀνυψωθοῦν πρὸς τὰ νοητὰ κάλλη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς ὄντος ἀληθινῆς ζωῆς καὶ νὰ ὑψωθοῦν πάνω ἀπὸ τὴν ταπεινότητα τῶν ὁρατῶν. Ἀλλὰ σὰν νὰ ἔγιναν κατὰ κάποιο τρόπο κτήνη, διατηρώντας μόνο τὴν αἴσθηση τοῦ κόσμου, δεσμεύουν τὸ ἀξίωμα τοῦ λογικοῦ στὰ αἰσθητὰ καὶ ἀνθρώπινα πράγματα. Καὶ ἀφιερώνουν ὅλες τὶς δυνάμεις τους γιὰ τὰ ὁρατὰ καὶ μάχονται γι’ αὐτὰ μεταξύ τους, ὥστε κάποτε δίνουν γι’ αὐτὰ καὶ τὴ ζωή τους. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)270

Ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν ψυχικά, καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάζονται ψυχικοί, εἶναι μισοανόητοι καὶ σὰν νὰ ἔχουν παράλυτα μέλη. Δὲν προθυμοποιοῦνται ποτὲ νὰ κοπιάσουν γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀποφεύγουν τὶς ἀξιοκατάκριτες πράξεις γιὰ νὰ ἔχουν τιμὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὑποδουλωμένοι στὴ φιλαυτία [ἀγάπη τοῦ ἐξωτερικοῦ ἑαυτοῦ τους], ἡ ὁποία τρέφει ὅλα τὰ πάθη, δὲν παραλείπουν καμιὰ φροντίδα γιὰ τὴν ὑγεία καὶ ἀπόλαυση τῆς σάρκας. Ἀποφεύγουν κάθε θλίψη καὶ κόπο καὶ κακοπάθεια γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς, καὶ περιποιοῦνται πέρα ἀπ’ ὅτι πρέπει τὸ πολέμιο σῶμα. Ζώντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ νοῦς τους γίνεται ὁλωσδιόλου γῆ, καθὼς παχύνεται ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ δὲν μποροῦν νὰ δεχτοῦν τὰ νοητὰ καὶ θεῖα πράγματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ψυχὴ ἁρπάζεται ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ περιφέρεται στοὺς νοητοὺς οὐρανούς. Αὐτὸ τὸ παθαίνουν γιατὶ κατέχονται ἀκόμη ἀπὸ τὸ ὑλιστικὸ πνεῦμα, καθὼς ἀγαποῦν τὴ ζωή τους καὶ προκρίνουν νὰ κάνουν τὰ θελήματά τους. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι ἄδειοι ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἀμέτοχοι καὶ τῶν χαρισμάτων Του. […] Ὅλα σ’ αὐτοὺς εἶναι γεμάτα ἔπαρση καὶ ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν ἀπὸ μόνοι τους νὰ ἐμβαθύνουν στὰ βάθη τοῦ Πνεύματος. Γιατὶ δὲν ἔχουν κανένα φῶς μέσα τους ποὺ νὰ φωτίζει τὸ νοῦ τους νὰ καταλαβαίνει τὶς Γραφές, ἀλλὰ καὶ οὔτε ἀνέχονται νὰ τὰ ἀκοῦνε ἀπὸ ἄλλους. Δικαιολογημένα λοιπὸν γι’ αὐτοὺς ὁ Ἀπόστολος ἀποφάνθηκε: «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται» (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 2:14). [«Ὁ μὴ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος δὲν δέχεται αὐτὰ ποὺ διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ γιὰ αὐτὸν εἶναι ἀνοησία καὶ ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζει ὅτι ὁ Νόμος εἶναι Πνευματικὸς καί, ἑπομένως, κατανοεῖται μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος»]. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)271

Ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν ἐναρμονισμένοι μὲ τὸ Πνεῦμα καὶ ἔχοντας ἀναλάβει ἀποκλειστικὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, εἶναι εὐάρεστοι στὸ Θεό […]. Γιατὶ πάντοτε μὲ τοὺς κόπους τους καθαρίζουν τὶς ψυχές τους […]. Μὲ τὴν ἀπάρνηση τῶν [προσωπικῶν] θελημάτων τους, ἀποδεσμεύουν τὶς ψυχές τους ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς κλίσεις τοῦ σώματος [τὴν ἐμπάθεια καὶ τὴν πλάνη] καὶ ἑνώνονται ὁλόκληροι μὲ μόνο τὸ Πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ εὔλογα [δίκαια], ὄχι μόνον ἀναγνωρίζονται ὡς πνευματικοί, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλους ἔτσι ὀνομάζονται. Αὐτοί, φτάνοντας σὲ ἀπάθεια καὶ ἀγάπη, παίρνουν φτερὰ γιὰ τὴ θεωρία τῆς κτίσεως, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δέχονται τὴ γνώση τῶν ὄντων μὲ σοφία, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη στὸ Θεὸ καὶ δίνεται μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ ἀνέβηκαν πάνω ἀπὸ τὴν ταπεινότητα τοῦ σώματος. Ἀφοῦ λοιπὸν ξεπεράσουν τὴν αἴσθηση τοῦ κόσμου καὶ φτάσουν μὲ φωτισμένη διάνοια στὰ ὑπὲρ τὴν αἴσθηση, ἀποκτοῦν δύναμη λόγου καὶ ἀπευθύνουν στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ πολὺ πλῆθος τῶν πιστῶν λόγους ἀγαθοὺς ἀπὸ καθαρὴ καρδιά. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)272

Σύντομος ὁ βίος, ἀπέραντοι οἱ μέλλοντες αἰῶνες, καὶ λίγο τὸ διάστημα τῆς παρούσας ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος, τὸ μεγάλο καὶ μικρὸ αὐτὸ ζῶο, ποὺ τοῦ δόθηκε τὸ σύντομο αὐτὸ διάστημα, εἶναι ἀδύνατος. Ὁ καιρὸς λοιπὸν εἶναι σύντομος, ὁ ἄνθρωπος ἀδύνατος, καὶ τὸ βραβεῖο ποὺ δίνεται ὡς μισθὸς ἀγώνων, εἶναι μεγάλο, ἔχει πάρα πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ κινδυνεύει μέσα σὲ μιὰ βραχύτατη ζωή. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)273

Ἂς διαρρήξουμε λοιπὸν αὐτὰ τὰ δεσμὰ μὲ τὴν ὕλη. Ἂς ἀπεγκλωβίσουμε τὴν πάντοτε ἐλεύθερη ψυχή μας ἀπὸ αὐτὰ τὰ καταναγκαστικὰ ἔργα, γιατὶ μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος περάσει διαδοχικὰ τὴν κλίμακα τῆς ἀνόδου καὶ ὁδηγηθεῖ στὴν κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, τότε μόνο μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὴν τελειότητα.

Ἂς διαρρήξουμε τοὺς πολλαπλοὺς δεσμούς μας. Ἂς μειώσουμε τοὺς κρίκους τῆς ἁλυσίδας ποὺ μᾶς δένει μὲ τὸ καθετί.

Ἔχουμε γίνει σκλάβοι ὄχι μόνο τοῦ μικροῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλὰ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ περίγυρου, σκλάβοι τῶν ἄλλων, σκλάβοι τῶν συνηθειῶν μας, τῆς κοινωνικῆς ἠθικῆς, τῆς μάζας, τῆς κοινῆς γνώμης. Ἔχουμε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα μᾶς ἐπιβάλλονται ἀπὸ ἄλλους. Ἔτσι δὲν ζοῦμε τὴ δική μας ἀνεξάρτητη ζωὴ οὔτε ἀκοῦμε τὴ δική μας ἐσωτερικὴ φωνή – ζοῦμε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους.

Ἡ ἐσφαλμένη πεποίθηση ὅτι ὅταν γεμίσουμε τὴ ζωή μας μὲ ἀσήμαντα πράγματα, πρόσωπα καὶ γεγονότα θὰ ἔχουμε ἐκπληρώσει τὸν ἀντικειμενικό μας σκοπὸ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ λάθος δρόμο. Κανένας ἄνθρωπος, καμία ποσότητα ὑλικῶν ἀγαθῶν δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει στὴν καρδιὰ αὐτὸ ποὺ λαχταρᾶ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ κενὸ ποὺ νιώθουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν συσσωρεύσει πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ περιβάλλονται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δῆθεν τοὺς ἀγαποῦν – γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἄνθρωποι νιώθουν πνευματικὸ κενό, παρόλο ποὺ τὰ ὡραῖα σπίτια τους εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἀγαθά. Προσπαθοῦν δὲ νὰ καλύψουν τὸ κενὸ αὐτὸ μὲ τὴ συσσώρευση νέων ἀγαθῶν, νέων δεσμεύσεων, νέων σχέσεων.

Ἂς προσπαθήσουμε νὰ μὴν ταυτιζόμαστε μὲ τίποτα. Ἂς κρατήσουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας μακριά. Ὁ πόνος καὶ ἡ χαρά, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια εἶναι ἀναγκαῖες συνθῆκες τοῦ κόσμου τούτου, ὅμως δὲν ἀνήκουν στὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ φύση μας εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ δυστυχία, πέρα ἀπὸ τὶς ἀντιθέσεις, πέρα ἀπὸ κάθε ἀντικείμενο τῶν αἰσθήσεων.

Δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε σκλάβοι τοῦ λεγόμενου καθήκοντος. Αὐτὴ ἡ ἐσφαλμένη ἀντίληψη τοῦ καθήκοντος εἶναι αἰτία μεγάλης δυστυχίας. Τὸ καθῆκον μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια γίνεται ἀρρώστια, γίνεται δηλητήριο ποὺ διαβρώνει μέρα μὲ τὴ μέρα τὴ ζωή μας. Ἂς κοιτάξουμε νὰ ἐπωφεληθοῦμε ἀπὸ τὰ οὐσιαστικὰ στοιχεῖα ποὺ διαθέτουμε καὶ ἂς μὴν ξοδευόμαστε στὴ ματαιότητα τῆς καθημερινῆς ρουτίνας, δηλαδὴ σὲ σκέψεις, λόγια ἢ πράξεις ποὺ δὲν ἔχουν οὔτε χθὲς οὔτε αὔριο. Ἂς παραμερίσουμε ὅλες τὶς ἄσκοπες ἐνασχολήσεις ποὺ γίνονται γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὸν τύπο τῆς στιγμῆς, ποὺ ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν τὴν ἴδια χρονικὴ στιγμή. Τύπος, γιὰ παράδειγμα, εἶναι τὸ νὰ ξεσκονίζουμε τὸ αὐτοκίνητό μας μὲ τὶς ὧρες, τύπος ὁ ἄσκοπος καλλωπισμὸς κάποιας ἡλικιωμένης γυναίκας. Τύπος εἶναι νὰ ἀφιερώνουμε τὸν χρόνο μας στὸ ντύσιμο, στὴν ἐμφάνισή μας κ.λπ. Ἐπίσης, τύπος εἶναι τὸ νὰ χάνεις τὴν ἐνεργητικότητά σου γιὰ τὴν ἑτοιμασία ἑνὸς γεύματος ποὺ θὰ καταναλωθεῖ καὶ θὰ ξεχαστεῖ ἀμέσως. Τύπος, τέλος, εἶναι ἡ ἀφιέρωση ὑπερβολικοῦ χρόνου γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ σώματος (μὲ ἀσκήσεις κ.λπ.), ἀφοῦ εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα γρήγορα θὰ φθαρεῖ καὶ θὰ ἀποσυντεθεῖ. Δὲν ὑποστηρίζω ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὰ κάνουμε ὅλα αὐτά, ἁπλῶς ὑποστηρίζω ὅτι πρέπει νὰ γίνονται στὶς σωστὲς διαστάσεις. Γιατὶ, σὲ τελευταία ἀνάλυση, οὐσία εἶναι ὁ ἑαυτός μας, ὄχι στὴν ἐξωτερική του ὄψη ἀλλὰ στὴν ἐσωτερική του διάρθρωση καί, ἑπομένως, μόνο αὐτὸν τὸν ἑαυτὸ θὰ πρέπει νὰ φροντίζουμε.

Κοιτάξτε τὸν καθημερινὸ ἄνθρωπο, αὐτὸν τὸν δυστυχισμένο σκλάβο τοῦ κακῶς ἐννοούμενου καθήκοντος. Ἐργάζεται, φροντίζει, ἂν εἶναι ἄντρας γιὰ τὸ σπίτι, ἂν εἶναι γυναίκα γιὰ τὸ φαγητό, τὰ παιδιά, τοὺς γονεῖς, τὰ ἐγγόνια, μιὰ ἀτελείωτη ἁλυσίδα. Δὲν μένει χρόνος ὄχι μόνο νὰ σκεφτεῖ, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ πλυθεῖ πολλὲς φορές, οὔτε τὸν ὕπνο δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει. Τὸ βράδυ σκεπτόμαστε τὴ δουλειὰ τῆς ἑπομένης καὶ τὴν ἑπομένη ἀδυνατοῦμε νὰ σκεφτοῦμε ὁτιδήποτε. Αὐτὴ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ζωὴ σκλάβου, μιὰ ζωὴ ποὺ προσιδιάζει περισσότερο σὲ ἕνα ζῶο ποὺ κάποια στιγμὴ πεθαίνει φορτωμένο στὸν δρόμο.

Πρὸς Θεοῦ, ἂς σπάσουμε αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες, ἂς ἐλευθερωθοῦμε. Ἂς ἐξακολουθήσουμε νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνουμε γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν ἑαυτό μας, καὶ ἀκόμα περισσότερα καὶ πάντοτε μὲ ἀγάπη καὶ προθυμία γιὰ ὁποιονδήποτε μᾶς ἔχει ἀνάγκη, γιὰ ὁποιονδήποτε μᾶς καλεῖ. Ὅμως σταθεῖτε ἁπλοὶ παρατηρητές, σταθεῖτε στὴν ἄκρη, μὴ δεσμεύεστε μὲ κανέναν. Μὴν ταυτίζετε τὴ σκλαβιά, τὴ δουλεία μὲ τὸ καθῆκον καί, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἀποδεσμευθεῖτε ἀπὸ καθετὶ ποὺ δὲν εἶναι ἀναγκαῖο, ἀπὸ καθετὶ ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μόνο του ἢ ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὀφείλει νὰ κάνει αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο προσφέρεστε. Ὅμως σὲ κάθε περίπτωση ὁ νοῦς πρέπει νὰ παραμείνει ἐλεύθερος καὶ στὸ τέλος τῆς κάθε ἐργασίας νὰ μὴ σκέπτεστε τί συνέβη ἢ τί θὰ συμβεῖ αὔριο. Μείνετε γαλήνιοι καὶ ἤρεμοι, ἀναπαυθεῖτε στὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ἡ ἱκανοποίηση ὅτι κοπιάσατε γιὰ κάποιον σωστά, χωρὶς ὑπερβολές.

Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σὰν ἐσᾶς καὶ σὰν ἐμένα νομίζουν τὸν ἑαυτό τους σπουδαῖο, ὅμως ὅλοι γερνᾶμε, ὅλοι πεθαίνουμε καὶ σὲ λίγο χρόνο ὅλοι μᾶς λησμονοῦν.

Ἂς ἀποκτήσουμε λοιπὸν ἕναν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς, καὶ ὀρθὸς τρόπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ἕναν σκοπὸ ἄξιο λόγου ὕπαρξης καὶ ἕνας λόγος ὕπαρξης εἶναι ἄξιος ὅταν ἐκπληρώνει ἕναν ἀνώτερο σκοπό. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔρχεται στὴ ζωὴ γιὰ νὰ ἐκπληρώσει μιὰ σημαντικὴ λειτουργία, δηλαδὴ νὰ συμβάλει στὴ διατήρηση ἢ στὴ διάσωση τῆς ἁρμονίας τοῦ Σύμπαντος. Αὐτὸς καθαυτὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο καὶ ἀπὸ πλάνη θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του πολλὲς φορὲς αὐτοσκοπό. Πρέπει νὰ θεωροῦμε τὸν κόσμο ἕνα Σύμπαν τὸ ὁποῖο ἔχει δημιουργηθεῖ ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ὑπηρετήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς.

Μὲ ὁτιδήποτε καὶ ἂν ἀσχολεῖται ὁ ἄνθρωπος καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἡλικία, μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματα, ὀφείλει νὰ δημιουργεῖ γύρω του μιὰ χαρούμενη ἀτμόσφαιρα, ἐνδίδοντας στὶς ἐπιλεγμένες συντροφιές, στὴ φιλία, στὴν ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων, στὴν πνευματικὴ εὐτυχία, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἔνιωθε ὅταν ἦταν δεκαοκτὼ χρονῶν274 – ἐπιδιώκοντας, μὲ λίγα λόγια, πάντοτε τὴν ἄσκηση τοῦ σώματος καὶ προπαντὸς τῆς ψυχῆς του.

Ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ γάμου, τὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε κανεὶς σὰν θεσμὸ νὰ τὸν ἐπικροτήσει, τόσο ἀπὸ πλευρᾶς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀμοιβαιότητα, τὴ στοργὴ καὶ τὴν αὐταπάρνηση ποὺ πολλὲς φορὲς περικλείει στὶς καλές του μορφές.

Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀταίριαστο καὶ ἀφύσικο στὸν γάμο δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θεσμός, ἀλλὰ ἡ τροπὴ ποὺ [δύναται νὰ] παίρνει ἡ ζωὴ στὴ διάρκειά του, μιὰ τροπὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πρώιμο ἐσωτερικὸ γήρασμα.275 Μέσα σὲ λίγους μόνο μῆνες ὁ γάμος, ὅπως λογαριάζεται ἀκόμη καὶ σήμερα στὸν τόπο μας, εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐπιφέρει τέτοια ψυχικὴ φθορὰ καὶ μαρασμό, ὅσο δὲν θὰ ἐπιτύγχαναν δεκαετίες.

Δὲν παίζει ρόλο ἡ ἡλικία, τὴ μεγάλη ἐπιρροὴ τὴν ἀσκεῖ ἡ νοοτροπία, ἡ ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὅτι καὶ ὁ γάμος εἶναι αὐτοσκοπός – εἶναι, λένε, ἕνα τέρμα, ἕνας τελευταῖος σταθμὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θυσιάζεται καὶ παραμερίζει γιὰ νὰ δώσει τὸ προβάδισμα στὰ παιδιά του, χωρὶς ὅμως ὁ ἴδιος νὰ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀνάλογες ἐμπειρίες. Ἡ κοινωνικὴ σκοπιμότητα ἀπαιτεῖ αὐτὴν τὴ θυσία. «Ὑπομονή», σκέπτεται ὁ καθημερινὸς ἄνθρωπος, «σὲ δεκαπέντε, εἴκοσι χρόνια θὰ ξαναβρῶ στὴν ὄψη τῶν παιδιῶν μου τὴ χαμένη ἐσωτερικὴ νιότη μου.276 Ἂς εἶναι τὰ παιδιά μου καλὰ καὶ εὐτυχισμένα καὶ ἐμεῖς εἴμαστε εὐχαριστημένοι ἔστω καὶ μὲ ἕνα πιάτο φαγητό». Καὶ τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν καὶ μὲ τὴ σειρά τους σκέπτονται τὸ ἴδιο, στεροῦνται δηλαδὴ καὶ αὐτὰ μὲ τὸν ἴδιο ἀκατανόητο τρόπο τὴ ζωὴ γιὰ νὰ παραχωρήσουν τὴ θέση τους στὰ παιδιὰ τὰ δικά τους. Ἔτσι δημιουργεῖται ἕνας φαῦλος κύκλος, μέχρις ὅτου βρεθεῖ κάποιος νὰ τὸν σπάσει καὶ νὰ διεκδικήσει τὴ δική του ζωή, γιὰ νὰ δεχτεῖ ὅμως τὸν καταιγισμὸ τῶν ἐπιθέσεων καὶ τὴν περιφρόνηση ἀπὸ τὸ περιβάλλον του. Καὶ αὐτό, βέβαια, ὅταν γλιτώσουμε ἀπὸ τὶς συνέπειες ποὺ ἔχει ἡ βίαιη καταστολὴ τῶν δίκαιων καὶ ἠθικῶν ἐπιθυμιῶν μας,277 ὅταν γλιτώσουμε ἀπὸ τὴν πλήξη, τὴν κακοτροπιά, τὴ βουβὴ ἐπανάσταση καὶ τὸν ὑποσυνείδητο καταλογισμὸ εὐθύνης τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον, ὅταν γλιτώσουμε ἀπὸ τὴ φαγωμάρα γιὰ ἀσήμαντες ἀφορμὲς καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες δίχως αἰτία τραγωδίες.

Μιὰ ἀνθρώπινη συμβίωση ἀνάμεσα σὲ διαφορετικὰ φύλα, κάτω ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου, πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι εἶναι καθαρὰ ζήτημα τύχης, καὶ ἡ τύχη συντρέχει μόνο ὅταν συντρέχουν καὶ οἱ προϋποθέσεις καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη γιὰ τὴ δημιουργία ἑνὸς ψυχικοῦ δεσμοῦ. Τὸ τίμημα ποὺ πληρώνουμε γιὰ ἕναν γάμο ποὺ δὲν μᾶς ἐξασφαλίζει τίποτα εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ δώσουμε μεγάλη προσοχὴ στὴ στιγμὴ ποὺ θὰ θελήσουμε νὰ στερήσουμε τὴ ζωή μας ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες ἐκεῖνες ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἐξέλιξή μας.

Πρέπει νὰ ἀρχίσουμε νὰ σκεπτόμαστε διαφορετικά. Ναί, ἂς ἀπολαύσουμε τὴ θαλπωρή, τὴν ἀγάπη, τὸν ἔρωτα, τὴν τρυφερότητα μὲ τὸν ἢ τὴ σύντροφό μας. Ἂς θυσιάσουμε καὶ γιὰ ἐκεῖνον, ἀλλὰ προπαντὸς γιὰ τὰ παιδιά μας, ἕνα μέρος τῆς ζωῆς μας. Ὅμως ἂς μὴν εἶναι τίποτα ὁλοκληρωτικό. Ἂς ἀφήσουμε περιθώρια γιὰ καινούριους ἐνθουσιασμούς, ἂς προσπαθήσουμε καὶ ἂς προσπαθοῦμε πάντοτε νὰ προσεγγίζουμε τοὺς πλημμυρισμένους ἀπὸ φῶς καινούριους ὁρίζοντες. Ἂς μὴν ἐγκαταλείψουμε τὴν προσπάθεια, εἴτε ἀπὸ κοινοῦ εἴτε χωριστά, γιὰ καινούριες φιλίες, καινούριους δεσμούς, καινούριες ἐμπειρίες. Ἂς κρατήσουμε ἀνοιχτὰ τὰ μάτια μας, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, ἀκόμη καὶ ἕως τὰ βαθιὰ γεράματα, ἂν εἴμαστε ἄξιοι καὶ ἱκανοί. Ἂς γίνουμε ἱκανοὶ πάντοτε δέκτες γιὰ τὶς χρυσαφένιες φευγαλέες ἀνταύγειες τῆς Μεγάλης Πραγματικότητας. Καὶ ἐννοοῦμε ὡς ἀνταύγειες τὶς πνευματικὲς ἐκεῖνες ἀναλαμπὲς ποὺ σὲ κάποιες στιγμὲς τῆς ζωῆς μας, ὅταν προσπαθοῦμε, δεχόμαστε ἀπὸ τὴν Ὀντολογικὴ Πραγματικότητα. Ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς πού, ὅταν ἔρχονται, πλουτίζουν τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο καὶ σιγὰ-σιγὰ πνευματοποιοῦν τὸ φθαρτὸ μέρος τῆς ψυχῆς μας καὶ τὸ καθιστοῦν ἱκανὸ νὰ ἀνέλθει στοὺς θεϊκοὺς χώρους, νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀθανασία.

Κάθε εὐγενικὴ ἀνθρώπινη προσπάθεια, κάθε πόνος ἀπὸ ἀληθινὴ βαθιὰ ἀγάπη, κάθε θυσία μικρὴ ἢ μεγάλη, κάθε πράξη ἀλτρουισμοῦ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέει βαθύτατο σεβασμὸ καὶ ἱερὴ συγκίνηση. Ἡ θυσία τοῦ Κόδρου, ἡ ἡρωικὴ στάση τοῦ Ἀχιλλέα, τῆς Ἀντιγόνης, ἡ θυσία τοῦ πολεμιστῆ γιὰ τὴν πατρίδα του, ἡ θυσία τοῦ ἰδεολόγου γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε ἰδέα του, ἡ θυσία τῆς μητέρας γιὰ τὸ παιδὶ κ.λπ. πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν σεβασμὸ καὶ ἱερὴ συγκίνηση, ὅμοια μὲ ἐκείνη τὴν ἱερὴ συγκίνηση ποὺ νιώθουμε ὅταν προσκυνᾶμε τοὺς Ἁγίους, ὅμοια μὲ ἐκείνη τὴ συγκίνηση ποὺ νιώθουμε ὅταν βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα σπάνιο ἔργο τέχνης, ὅμοια μὲ ἐκείνη τὴ συγκίνηση ποὺ νιώθουμε καὶ πρέπει νὰ νιώθουμε ὅταν βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ὁποιοδήποτε ἀξιόλογο προϊὸν τοῦ πνεύματος.

Τίποτε ἀπὸ ὅ,τι βιώσαμε καὶ ἐπενδύσαμε πνευματικὰ δὲν χάθηκε, δὲν πῆγε χαμένο. Αὐτὴ ἡ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν παιδικῶν μας χρόνων γιὰ ὁτιδήποτε, αὐτὸ τὸ λαχτάρισμα τῆς καρδιᾶς στὰ πρῶτα ἐρωτικὰ σκιρτήματα, οἱ βαθιὲς καὶ ἀλησμόνητες φιλίες, ὁ μονόπλευρος ἐρωτικὸς πόνος, ὁ πόνος τῆς πληγωμένης ἀγάπης. Καὶ ἀκόμα, μεγαλώνοντας, ἡ κάθε μικρὴ καὶ μεγάλη θυσία γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἡ σκληρὴ βιοπάλη, ἡ ἀνέχεια, ὁ μόχθος τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων κ.λπ., ὅλα ἐφόσον βιώθηκαν σωστὰ μᾶς ἀκολουθοῦν σὲ τούτη τὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ στὴν ἄλλη ποὺ θὰ τὴ διαδεχτεῖ. Ἂς χαροῦμε λοιπὸν ξανὰ καὶ ξανὰ μέχρι τὸ τέλος, τώρα καὶ πάντοτε, αὐτὸ ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ἂς δεχτοῦμε τὸν ἱερὸ πόνο σὰν ἐξιλασμό, σὰν δοκιμασία, σὰν μιὰ πρόγευση τῆς
αἰωνιότητας.
278 Μὲ μόνη διαφορὰ ὅτι θὰ πρέπει ὅ,τι κάνουμε, ὅ,τι ἐπιδιώκουμε, ὅ,τι προσφέρουμε νὰ γίνεται αὐθόρμητα, χωρὶς ἰδιοτέλεια, χωρὶς ὑπολογισμό, χωρὶς προσμονὴ ἀνταπόδοσης καὶ τοῦ ἐλαχίστου. Τότε καὶ μόνο τότε, ὅταν ἀποκτήσουμε αὐτὲς τὶς θεσπέσιες ἐμπειρίες καὶ ἀφοῦ τὶς ἀξιολογήσουμε, τὶς μεταφέρουμε ἀπρόσωπα, ἀχρονικὰ καὶ ἀτοπικὰ στὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό μας, θὰ μπορέσουμε νὰ τὶς πνευματοποιήσουμε καὶ νὰ βιώσουμε μαζί τους, ὡς ἄυλες πνευματικὲς ὀντότητες, τὴν ἐποχὴ τοῦ γυρισμοῦ μας στὴν οὐράνια πατρίδα μας.

Ἂς ἀκούσουμε ὅμως τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σχετικὰ μὲ τὰ ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω. Ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνή του καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὴν κατανοήσουμε:

[…] ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἐφεσίους 5:16)

Τὸ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ καιρὸς ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐξαγοράσουμε, ἂς τὸ ἀκούσουμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου (1000 μ.Χ.), τοῦ μέγιστου αὐτοῦ διδασκάλου τῆς μυστικῆς θεολογίας:

Καιρὸς πραγματείας [φιλοσοφικῆς ἀνάπτυξης καὶ διαπραγμάτευσης] κάθε ἀνθρώπου, εἶναι οὗτος ὁ καιρὸς τῆς παρούσης ζωῆς. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι φανερόν, πῶς εἶναι πονηραὶ εἰς ἐκείνους ὁποῦ δὲν τὰς μεταχειρίζονται καλῶς, καὶ καθὼς πρέπει. Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν ὁποῦ πολιτεύεται εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν μὲ σωφροσύνην, καὶ δικαιοσύνην, καὶ φρονιμάδα, καὶ ὁποῦ ὑποφέρει ἀνδρείως, καὶ μὲ ὑπομονὴν τῆς ψυχῆς του ὅλα τὰ κοπιαστικά, καὶ λυπηρὰ τῶν πειρασμῶν, καὶ θλίψεων ὁποῦ τοῦ ἀκολουθοῦν ἀπὸ τοὺς ὁρατούς, καὶ ἀοράτους ἐχθρούς· ὁ τοιοῦτος ἐξαγοράζει τὸν καιρὸν φρονίμως, καὶ πραγματεύεται ἐναντίον εἰς τὰς πονηρὰς ἡμέρας τῆς παρούσης ζωῆς. […] ἐξαγοράζει τὸν καιρὸν εἰς μίαν στιγμήν, τὸν ὁποῖον πολλοὶ δὲν δύνανται νὰ τὸν εὕρουν, οὔτε νὰ τὸν λάβουν, οὔτε νὰ τὸν κερδήσουν, καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ νηστεύουν, καὶ ἀγρυπνοῦν, καὶ χαμαικοιτοῦν, καὶ κάμνουν καὶ ἄλλους ἀγῶνας, καὶ κόπους εἰς χρόνους πολλούς, διατὶ ἐκεῖνος ὅπου δὲν ἰξεύρει νὰ πραγματευθῇ τοιουτοτρόπως, χάνει τὸν καιρὸν τῆς σωτηρίας του. […] Τὸ λοιπὸν ὅσοι ὑπομένουν θλίψεις, καὶ πειρασμοὺς εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, μὲ θεάρεστον σκοπόν, ἐκεῖνοι ἐξαγοράζουν τὰ αἰώνια ἀγαθά, καὶ τὴν ἀτελεύτητον εὐφροσύνην. […] Ἂς ἐξαγοράσωμεν τὴν φρόνησιν τῆς ψυχῆς μας μὲ τὴν καταφρόνησιν τῶν φαινομένων, καὶ προσκαίρων πραγμάτων τῆς παρούσης ζωῆς, καὶ μὲ τὴν μελέτην καὶ ἐργασίαν τῶν πνευματικῶν, καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν […]. Ἂς ἐξαγοράσωμεν τὴν δικαιοσύνην ἡμῶν (διὰ μέσου τῆς ὁποίας γινόμεθα οἰκεῖοι πρὸς τὸν Θεὸν) μὲ κάθε εὐσέβειαν καὶ διάκρισιν, καὶ ἂς διακρίνωμεν τὸ δίκαιον ἀπὸ τὸ ἄδικον καὶ ἂς προτιμοῦμεν τὴν ἀρετὴν ἀπὸ τὴν κακίαν […]. Ἂς ἐξαγοράσωμεν τὴν ἀνδρείαν τῶν ψυχῶν μας μὲ πολλὴν ὑπομονὴν πειρασμῶν […]. Ἂς ἐξαγοράσωμεν τὴν σωφροσύνην τοῦ σώματός μας, μὲ κάθε ἐγκράτειαν, καὶ ταπείνωσιν. (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)279

Ἂς ἐργαζόμαστε ἀκατάπαυστα, ἂς προσφέρουμε τὶς ὑπηρεσίες μας ὅπου τὸ καθῆκον μᾶς καλεῖ, ὅμως ἂς μὴ δεσμευόμαστε ἀπὸ τὴν ἐργασία μας. Ἂς ἀπαρνηθοῦμε κάθε δεσμὸ μὲ αὐτήν, κάθε προσδοκία καὶ ἂς προσπαθήσουμε καθημερινά, μετὰ τὸ πέρας τῶν ὁποιωνδήποτε ἀσχολιῶν μας, νὰ ἀφοσιωνόμαστε στὸν ἑαυτό μας, στὴν πρόοδό του, στὴν ἐξέλιξή του, στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας του.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἐγκαταλείψει κανεὶς τὸν κόσμο, ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνουμε ὀφείλουμε νὰ τὸ κάνουμε χωρὶς τὴν προσδοκία ἀποτελέσματος ἤ, ἂν θέλετε, αὐτὸ ποὺ κάνουμε νὰ τὸ ἀφιερώνουμε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ γίνει τὸ θέλημά Του. Δὲν χρειάζεται, ἀλλὰ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀποχωρήσουμε ἀπὸ τὸν κόσμο. Γιατὶ ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς μερικὰ προνομιούχα πλάσματα ποὺ ἀποχωροῦν καὶ ἀποσύρονται στὴ σιωπὴ τῶν μοναστηριῶν ἢ τῶν ἐρήμων, ἐμεῖς οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ γνωρίσουμε τὸν κόσμο διὰ τῶν ἐμπειριῶν, δυσάρεστων ἢ εὐχάριστων – γιατὶ μόνο μέσω τῶν ἐμπειριῶν, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναπτύξει,280 θὰ γνωρίσουμε τὸ ἀνθρώπινο γίγνεσθαι σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά του, μέσω τῶν ἐμπειριῶν θὰ προσεγγίσουμε τὸ Θεῖο, δηλαδὴ τὸ Ὑπέρτατο, καὶ μέσω τῶν ἐμπειριῶν θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἐλευθερία μας.

Γιὰ αὐτὸν ποὺ πιστεύει στὸν Θεό, ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν πίστη του εἶναι νὰ ἀφιερώσει σὲ Αὐτὸν ὅ,τι καὶ ἂν κάνει, ὅ,τι καὶ ἂν αἰσθάνεται, νὰ σκέπτεται πάντοτε ὅτι ἀνήκει σὲ Ἐκεῖνον281 καί, ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀπασχολεῖ ὁ ἔπαινος ἢ ἡ ἀνταμοιβὴ ἤ, ἀντίθετα, νὰ τὸν θλίβει ἡ συκοφαντία, ὁ φθόνος καὶ ἡ ἀχαριστία.

Ἀντὶ τῶν «θυσιῶν», τῶν νηστειῶν καὶ τῶν διάφορων ἀφιερωμάτων, ἂς ἐκτελέσουμε τὴ μεγάλη θυσία, τὴ θυσία τοῦ μικροῦ ἑαυτοῦ μας. Ἂς ἀπαρνηθοῦμε τὸν φαινομενικὸ ἑαυτό μας καὶ ἂς γίνεται αὐτὸ καθημερινὰ μέρα καὶ νύχτα, ὥσπου νὰ μᾶς γίνει βίωμα, ὥσπου νὰ ὑπακούσει ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας σὲ αὐτὴ τὴν ἀπάρνηση, ὥσπου κάθε μόριο τοῦ φθαρτοῦ καὶ ἄφθαρτου ἑαυτοῦ μας νὰ προσκολληθεῖ σὲ Ἐκεῖνον, ἀφήνοντας πίσω κάθε προσκόλληση στὸ γήινο περιβάλλον μας.

Ἂν βασιζόμαστε μόνο στὸν ἑαυτό μας, μόνο στὴ δική μας προσπάθεια, ἡ ἀνάπτυξη εἶναι δύσκολη, γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια, ὅσο ἔντονη καὶ ἂν εἶναι, δὲν παύει νὰ ἔχει τὶς ἀτέλειές της.

Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τὸ ἐγώ του καὶ αὐτοπροσφέρεται στὸν Θεό, ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνει τὸ βάρος νὰ ἀνυψώσει τὴν ψυχὴ σταθερὰ σὲ Αὐτόν.

Γιὰ νὰ φτάσει κανεὶς στὸν Θεὸ δὲν χρειάζονται ἀναγκαστικὰ ἀγῶνες, στερήσεις καὶ βασανιστικὲς προσπάθειες ἀσκητικῆς ζωῆς. Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι ὁλόψυχη, εἰλικρινὴς καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση καὶ ἀπεριόριστη συγκέντρωση ὅλων τῶν ἐνεργειῶν τοῦ φθαρτοῦ καὶ ἄφθαρτου ἑαυτοῦ μας στὸν Θεό.

Ἡ συνεχὴς καὶ σταθερὴ αὐτοεγκατάλειψη καὶ ἀπαρασάλευτη προσήλωση ἀνυψώνει βαθμιαῖα τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ συναίσθημα τῆς πολλαπλότητας στὸ βίωμα τῆς ἑνότητας. Ἕνα βίωμα ποὺ ἀπὸ μόνο του ἐξηγεῖ καὶ δικαιολογεῖ τὶς φαινομενικὲς ἀντιφάσεις τοῦ σχετικοῦ κόσμου καὶ συμβιβάζει τὶς ἀντινομίες τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀδικίας, τοῦ πεπρωμένου καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησης, τῆς δυστυχίας καὶ τῆς εὐτυχίας. Συσχετίζει καὶ ἑνοποιεῖ τὴν πολυμορφία τοῦ κόσμου. Βλέποντας τὸν Θεὸ στὰ πάντα, ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία καὶ ὑποτάσσεται στὴ Θεία Βούληση. Ἔτσι καὶ τὸ πιὸ φοβερὸ πράγμα στὸν κόσμο παύει νὰ εἶναι τρομακτικό.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βιώνει αὐτὴ τὴν ἑνότητα κατανοεῖ ὅτι ὁ κόσμος εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς πολλαπλὲς ἀντιθέσεις καὶ ἀντινομίες, πέρα ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὴ χαρά, τὴ λύπη, τὴ ζωή, τὸν θάνατο κ.λπ.


267 Ὁ τίτλος τοῦ παρόντος κεφαλαίου ἐκ τοῦ εὐαγγελικοῦ […] ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἐφεσίους 5:16). [Σ.τ.Ε.]

268 Τρεῖς οἶδεν ὁ λόγος καταστάσεις τοῦ βίου· σαρκικήν, ψυχικὴν καὶ πνευματικήν· τούτων ἑκάστη τὴν οἰκείαν ἔχει διάθεσιν τῆς ζωῆς διακεκριμένην πρὸς ἑαυτὴν καὶ τῶν ἄλλων ἀνόμοιον (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 298:γ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 80:3.

269 Ἡ σαρκικὴ τοῦ βίου κατάστασις, ὅλη καθόλου πρὸς ἡδονὰς καὶ ἀπολαύσεις τῆς παρούσης ζωῆς καταγίνεται· μηδὲν ἢ ἀπὸ τῆς ψυχικῆς καταστάσεως, ἢ ἀπὸ τῆς πνευματικῆς πρὸς ἑαυτὴν ἔχουσα, ἢ κἂν ὅλως βουλομένη προσκτήσασθαι. Ἡ δὲ ψυχική, μεθόριός τις οὖσα κακίας καὶ ἀρετῆς, πρὸς τὴν τοῦ σώματος ἐπιμέλειαν καὶ ῥῶσιν ὁρᾷ, καὶ πρὸς τὸν ἔπαινον τῶν ἀνθρώπων· ἐπίσης τούς τε πόνους ἀποσειομένη τῆς ἀρετῆς, καὶ τὰς πράξεις φεύγουσα τῆς σαρκός· μὴ προσκειμένη κακίᾳ, ἢ ἀρετῇ διὰ τὰς ἐν αὐταῖς ἀντιθέτους αἰτίας· ἀρετῇ μέν, διὰ τὸ τραχὺ ταύτης ὁμοῦ καὶ ἐπίπονον· κακίᾳ δέ, διὰ τὸ μὴ προσαπολέσαι τοὺς τῶν ἀνθρώπων ἐπαίνους. Ἡ δὲ πνευματικὴ τοῦ βίου κατάστασις, τούτων μὲν οὐδὲν οὔτε ἔχειν αἱρεῖται, οὔτε πρὸς οὕτω κακὰ καταγίνεσθαι τὰ ἀμφότερα· ἀλλ’ ὅλη δι’ ὅλου ἐλεύθερός ἐστι ταύτης, κἀκείνης (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 298:δ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 80:4.

270 Οἱ σαρκικῶς ζῶντες καὶ πολὺ τὸ τῆς σαρκὸς φρόνημα ἐπικείμενον ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες, σάρκες αὐτόχρημα ὄντες, οὐ δύνανται ἀρέσαι Θεῷ. Σκοτεινοὶ γάρ εἰσι τοῖς φρονήμασι καὶ τῶν ἀκτίνων τοῦ θείου φωτὸς πάντων ἀμέτοχοι […]. Πηροὶ δὲ τὰς αἰσθήσεις ὄντες τῶν ἰδίων ψυχῶν, οὐ δύνανται πρὸς τὰ νοητὰ κάλλη τοῦ Θεοῦ ἀνανεῦσαι καὶ τὸ φῶς ἰδεῖν τῆς ἀληθινῆς τῷ ὄντι ζωῆς, καὶ ὑπεράνω γενέσθαι τῶν ὁρωμένων τῆς ταπεινώσεως· ἀλλ’ οἷον ἀποκτηνωθέντες καὶ αἴσθησις γεγονότες τοῦ κόσμου, τοῖς αἰσθητοῖς καὶ ἀνθρωπίνοις πράγμασι, τὸ τοῦ λόγου δεσμοῦσιν ἀξίωμα· καὶ τὸν ἀγῶνα πάντα πρὸς τὰ ὁρώμενα καὶ φθειρόμενα ἔχουσιν, ἀλλήλοις διὰ ταῦτα μαχόμενοι καὶ ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἔσθ’ ὅτε καὶ τὰς ἰδίας ψυχὰς τιθέντες (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 299:ε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 80:5.

271 Οἱ ψυχικῶς ζῶντες, καὶ διὰ τοῦτο καλούμενοι ψυχικοί, ἡμίμωροί τινες καὶ ὡς παρειμένοι τὰ μέλη τυγχάνωσι, μήτε πονέσαι ποτὲ ὑπὲρ ἀρετῆς καὶ ἐντολῆς Θεοῦ προθυμούμενοι, καὶ τὰς ἐπιψόγους πράξεις διὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων δόξαν ἐκφεύγοντες· φιλαυτίᾳ δὲ τῇ τροφῷ τῶν ὀλεθρίων παθῶν κατακρατούμενοι, πάσης θεραπείας, διὰ τὴν ὑγείαν καὶ ἀπόλαυσιν τῆς σαρκός, ἀντιποιοῦνται· καὶ πᾶσαν θλῖψιν καὶ πάντα πόνον καὶ πᾶσαν κακοπάθειαν ὑπὲρ ἀρετῆς, ἀποσείονται, τὸ πολέμιον πέρα τοῦ δέοντος ἐπιθάλποντες σῶμα. Οὕτω δὲ βίου καὶ ἀγωγῆς ἔχοντες, ἀπογεοῦνται τὸν νοῦν, τοῖς πάθεσι παχυνθέντα καὶ ἀπαράδεκτοί εἰσι τῶν νοητῶν καὶ θείων πραγμάτων, ὑφ’ ὧν ἡ ψυχὴ τῆς ὕλης ἁρπάζεται καὶ ὅλη πρὸς νοητοὺς ἐμπεριπολεῖ οὐρανούς. […] Ἔνθεν τοι καὶ ἐμβαθύνειν εἰς τὰ βάθη τοῦ πνεύματος οἴκοθεν δυνάμεως ἀποροῦσιν. Οὐδὲν γάρ ἐστι ἐν αὐτοῖς τὸ ὁδηγοῦν φῶς καὶ διανοῖγον τὸν νοῦν εἰς τὸ συνιέναι τὰς Γραφάς· ἀλλὰ γὰρ οὐδὲ ἄλλων διηγουμένων ἀκοῦσαι ταῦτα ἀνέχονται. Εἰκότως οὖν καὶ περὶ τῶν τοιούτων ὁ Ἀπόστολος ἀπεφήνατο· ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος, μωρία γὰρ αὐτῷ εἰσί, καὶ οὐκ οἶδεν, ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστι καὶ πνευματικῶς ἀνακρίνεται (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 299:στ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 81:6.

272 Οἱ πνεύματι στοιχοῦντες καὶ τὴν πνευματικὴν ἐπανῃρημένοι δι’ ὅλου ζωήν, εὐάρεστοί εἰσι τῷ Θεῷ […]. Ἀεὶ γὰρ πόνοις ἑαυτῶν καθαίρουσι τὰς ψυχὰς καὶ τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου τηροῦσι […]. Τῇ ἀπαρνήσει τῶν θελημάτων χωρίζουσι τὰς ἰδίας ψυχὰς ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος προσπαθείας, καὶ ὅλοι μόνου τοῦ πνεύματος γίνονται. Διὸ καὶ πνευματικοὶ οὐ μόνον γνωρίζονται, ἀλλὰ καὶ καλοῦνται παρὰ πάντων εἰκότως. Οὗτοι πρὸς ἀπάθειαν καὶ ἀγάπην ἐρχόμενοι, πρὸς θεωρίαν πτεροῦνται τῆς κτίσεως· καὶ τὴν γνῶσιν ἐκεῖθεν τῶν ὄντων διὰ σοφίας λαμβάνουσι, τῆς ἀποκεκρυμμένης Θεῷ καὶ μόνοις διδομένης τοῖς ὑπαράνω γινομένοις τῆς τοῦ σώματος ταπεινώσεως. Τοίνυν καὶ πᾶσαν τὴν αἴσθησιν τοῦ κόσμου διαπεράσαντες καὶ διανοίᾳ πεφωτισμένη εἰς τὰ ὑπὲρ αἴσθησιν γεγονότες, τρανοῦνται τὸν λόγον καὶ μέσῳ Ἐκκλησίας Θεοῦ καὶ συναγωγῆς πολλῆς τῶν πιστῶν, λόγους ἀγαθοὺς ἐκ καθαρᾶς καρδίας ἐρεύγονται (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 300:ζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 81:7.

273 Βραχὺς ὁ βίος, μακρὸς ὁ μέλλον αἰών, καὶ ὀλίγον τὸ διάστημα τῆς παρούσης ζωῆς. Ἄνθρωπος δὲ τὸ μέγα καὶ βραχὺ τοῦτο ζῷον, ᾧ στενὸς ὁ παρὼν ἐδόθη καιρός, ἀσθενής· καὶ ὁ μέν, στενός, ὁ δέ, ἀσθενής· τὸ δὲ προκείμενον ἆθλον, εἰς ἐπάθλων ἀντιμισθίαν, μέγα· μυρίους ἔχον τοὺς σκόλωπας καὶ εἰς βραχυτάτην κινδυνεῦον ζωήν (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 301:ιγ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Β΄ ἑκατοντάδα φυσικῶν κεφαλαίων», σ. 83:13.

274 Πρβ. Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σσ. 367, 368. [Σ.τ.Ε.]

275 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 329.

276 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 329.

277 Πρβ. Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 315. [Σ.τ.Ε.]

278 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 337.

279 Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Τὰ Εὑρισκόμενα, ὅ.π., Λόγος 34ος, β΄, σσ. 164-166.

280 Βλ. Βιβλίο Α΄, Ἄφθαρτα, «Ἐμπειρίες».

281 «Τὸ πνεῦμα μου, ἡ ψυχή μου, καταμαρτυρεῖ μαζὶ μὲ τὸ δικό Του Πνεῦμα ὅτι ἀνήκω σὲ Αὐτόν» (Ε. Παπαδογιάννης).

ΚΕΦΑΛΑΙΑ