02.10 | Θρησκευτικός Οπλισμός και Θωράκιση – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

10. Θρησκευτικὸς Ὁπλισμὸς καὶ Θωράκιση

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κατανοήσει ὅτι πάντα ἔρχεται τὸ γεγονὸς τῆς φυγῆς πρὸς τὸν κόσμο τῶν ἄυλων δυνάμεων καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὀφείλει νὰ προσπαθεῖ καὶ προσπαθώντας νὰ προχωρεῖ πρὸς τοὺς ἄφθαρτους καὶ ἀμόλυντους κόσμους, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνιμη κατοικία του.

Αὐτὸς ἐδῶ ὁ κόσμος εἶναι ἕνα τίποτα, εἶναι μιὰ σκιὰ τῆς Πραγματικότητας. Ὅταν γνωρίσουμε, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατό, τὴν Πραγματικότητα, τότε θὰ ἀντιληφθοῦμε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια.

Ὅμως γιὰ νὰ κάνουμε αὐτὴν τὴ γνωριμία πρέπει νὰ ἐμπιστευτοῦμε Αὐτὸν ἢ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ Πραγματικότητα. Πρέπει νὰ πιστέψουμε.

Μόνο ὅταν προσπαθοῦμε καὶ συγχρόνως ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸν Λόγο, μόνο τότε μπορεῖ, μὲ τὴ χάρη τοῦ Οὐρανοῦ, νὰ ἐλπίσουμε σὲ μιὰ σταθερὴ πίστη, καὶ ὄχι ἁπλῶς ὅταν συχνάζουμε στὶς ἐκκλησίες καὶ μελετᾶμε τὶς Γραφές.

Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται· καὶ ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἑβραίους 10:38)

Ὁ κάθε λοιπὸν πιστός, ποὺ θέλει νὰ λέγεται Χριστιανός, πρέπει νὰ πιστεύει κατὰ τρόπο βέβαιο καὶ σταθερό, γιατὶ ἂν ἔχει ἀμφιβολίες καὶ δισταγμοὺς δὲν εἶναι ἀρεστὸς στὸν Θεό.

Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἑβραίους 11:1)

Δηλαδή, ἡ πίστη εἶναι μιὰ οὐσίωση τῶν πραγμάτων, τῶν πραγμάτων ἐκείνων ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχουμε γνωρίσει, ἀλλὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ γνωρίσουμε. Εἶναι μιὰ ἀπόδειξη καὶ φανέρωση πραγμάτων ποὺ δὲν βλέπουμε, ἀλλὰ ἡ πίστη μᾶς κάνει νὰ τὰ βλέπουμε ὡς παρόντα.

Φυσικά, ὁ Ἀπόστολος δὲν μιλᾶ ἐδῶ γιὰ τὴν πίστη ἐκείνη στὴν ὁποία ἐντασσόμαστε μὲ τὸ βάπτισμα καὶ ἐνδεχομένως θὰ πεθάνουμε μὲ αὐτήν. Ἐννοεῖ τὴν ἀκλόνητη καὶ χωρὶς καμία ἀμφιβολία ἢ ἀμφισβήτηση πίστη ποὺ μὲ τὴ Θεία Χάρη ἀπέκτησαν ὅσοι ἀπέρριψαν καὶ ἀπορρίπτουν κάθε ἄλλη γνώση ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη ποὺ προσδίδει ἡ ἀνταύγεια τῆς Μεγάλης Πραγματικότητας στὴν ἄξια ψυχή, στὴν ψυχὴ ἐκείνη πού, ὅπως λέει ὁ θεῖος Κάλλιστος, καταβυθίστηκε χωρὶς δισταγμὸ καὶ ἀμφισβήτηση ἐξ ὁλοκλήρου μέσα στὴ θεία μέθη τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Ἐννοεῖ τὴν πίστη ἐκείνη ποὺ ἀνατέλλει μέσα στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς χάρης μὲ τὴ μαρτυρία τῆς διάνοιας καὶ στηρίζει τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ μὴν ταλαντεύεται.

Σημείωσε ὅτι ἡ πίστη […] εἶναι διπλή. Ἡ μία εἶναι ἡ γενικὴ πίστη ὅλων τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, στὴν ὁποία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ βαπτιστήκαμε καὶ στὴν ὁποία εἴθε νὰ πεθάνομε. Τὴν ἄλλη πίστη τὴν ἔχουν σπάνιοι, ἐκεῖνοι δηλαδὴ ποὺ μὲ τὴν ἐκπλήρωση ὅλων τῶν θεοποιῶν ἐντολῶν ἐπανῆλθαν στὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση κι ἔτσι ἀπέκτησαν μὲ τὸ φῶς τῆς θείας χάρης τὸ νὰ στηρίξουν ὅλη τους τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο· καὶ μάλιστα τόσο πολύ, ὥστε –τί μεγαλεῖο!– νὰ μὴν ἀμφιβάλλουν διόλου τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς στὰ αἰτήματά τους πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ νὰ ζητοῦν μὲ πίστη καὶ νὰ λαμβάνουν ἔτσι ἀμέσως ὅ,τι εἶναι συμφέρον, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου. Ἔτσι οἱ μακάριοι αὐτοὶ μὲ ἔργα καθαρὰ ἀπέκτησαν τὴ βέβαιη πίστη, ἐπειδὴ ἀπέρριψαν κάθε γνώση καὶ διάκριση καὶ ἀμφισβήτηση καὶ δισταγμὸ καὶ καταβυθίστηκαν ἐξ ὁλοκλήρου μέσα στὴ θεία μέθη τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης στὸ Θεὸ καὶ ὑπέστησαν τὴ θεία καὶ μακάρια ἀλλοίωση ποὺ εἶναι, κατὰ τὸν μακάριο Δαβίδ, ἔργο τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι)260

Ἡ πίστη εἶναι γνώση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ. Κι ἀφοῦ εἶναι γνώση ποὺ δὲ δέχεται ἀπόδειξη, ἄρα εἶναι μιὰ ὑπερφυσικὴ [ὑπὲρ τὴ φύση] σχέση, μὲ τὴν ὁποία ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Θεὸ μὲ τρόπο ἄγνωστο καὶ χωρὶς ἀποδείξεις σὲ μιὰ ἕνωση ποὺ ξεπερνᾶ τὴ νόηση. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)261

Ἐνυπόστατη εἶναι ἡ πίστη ὅταν εἶναι βέβαιη καὶ ἀναλλοίωτη, πράγμα ποὺ συμβαίνει μόνο ὅταν εἶναι ἀποτέλεσμα βιωματικῶν ἐμπειριῶν, ἐμπειριῶν ποὺ ἐπιφέρουν ἕναν ριζικὸ μετασχηματισμὸ σὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινὰ πιστὸς ὅταν τὰ λόγια τῶν Γραφῶν εἰσέλθουν ὁλοκληρωτικὰ μέσα του καὶ διαποτίσουν τὸν νοῦ του.

Μόνο ὅταν προσπαθεῖ κανεὶς νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸν Λόγο μπορεῖ νὰ ἐλπίζει στὴν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς ἑδραίας πίστης καὶ ὄχι μὲ τὴν ἁπλὴ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς διδασκαλίας μὲ τὴ λογική.

Ὁ ὀρθολογισμὸς εἶναι ἕνα τμῆμα τοῦ τεχνικοῦ κόσμου ποὺ κατασκεύασε ὁ ἄνθρωπος. Ἡ λογικὴ ἀνάλυση μπορεῖ νὰ βοηθήσει κάποιον καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση. Ὅμως ὁ δρόμος αὐτὸς δὲν θὰ διανυθεῖ ποτὲ ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ πίστη καὶ ἡ μέσω αὐτῆς σάρκωση καὶ βίωση τοῦ Λόγου. Γιατὶ μόνο ὅταν ὁ Λόγος σαρκωθεῖ δίνει διαρκὴ δύναμη στὴν ψυχὴ γιὰ τὴν περάτωση τοῦ δρόμου. Μόνο τότε ὁ πιστὸς θὰ μεταμορφωθεῖ ἀπὸ ὑπηρέτη σὲ υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση.

Οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; (Ἐπιστολὴ Ἰακώβου 4:4)

Ἀντίθετα μὲ τὴν ἐνυπόστατη πίστη, ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς μπορεῖ νὰ ἀλλάξει εὔκολα, νὰ μετατραπεῖ σὲ ἀπιστία, ἀπιστία ποὺ πολλὲς φορὲς ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ στὴν τέλεια ἄρνηση.

Ἡ ἐξ ἀκοῆς πίστη μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα εἴτε τῆς ἀποδοχῆς τῶν Γραφῶν εἴτε τῆς βίωσης μιᾶς συγκλονιστικῆς κατάστασης (ἑνὸς θαύματος, γιὰ παράδειγμα) εἴτε ἀποτέλεσμα ἀνταπόκρισης στὸ κάλεσμα κάποιου χαρισματικοῦ προσώπου εἴτε, τέλος, μιᾶς ἁπλῆς διανοητικῆς διεργασίας ποὺ ἐφορμᾶται ἀπὸ τὰ ὅσα κανεὶς ἀντιλαμβάνεται γύρω του ἢ ἀκούει ἢ ἔτυχε νὰ διαβάσει.

Εὔκολα, ὅμως, σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταλλαγή, εἴτε γιατὶ λησμονήθηκαν οἱ Γραφὲς εἴτε γιατὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα ἢ τὸ χαρισματικὸ πρόσωπο ἐξέλειπε εἴτε γιατὶ μιὰ ἄλλη πεποίθηση, βάσει διαφορετικῶν συλλογισμῶν, ἀντικατέστησε τὴν πρώτη.

Ὁ Ὅσιος Θεόληπτος τῆς Φιλαδελφείας (1250-1326 μ.Χ.), ὁ βαθυστόχαστος αὐτὸς θεολόγος, μᾶς βεβαιώνει ὅτι:

Ἐκεῖνος ποὺ ξεπερνᾶ τὴ ρευστὴ [δηλαδὴ τὴ φθαρτὴ] φύση τῶν παρόντων καὶ παραβλέπει τὴν ἐπιθυμία τῶν προσκαίρων, δὲ βλέπει κάτω, δὲν ἐπιθυμεῖ τὰ ὡραῖα τῆς γῆς· ἀλλὰ τοῦ ἀνοίγονται τὰ ἄνω θεάματα καὶ κατοπτεύει τὰ κάλλη τῶν οὐρανῶν καὶ τὴ μακαριότητα τῶν ἀμόλυντων πραγμάτων. (Ὅσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας)262

Ὅσο περισσότερο ὁ νοῦς κατανοεῖ τὴν ἀνάγκη γιὰ τὴ στροφὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐρανό, τόσο δέχεται τὸν ζυγὸ τοῦ Λόγου καὶ γίνεται ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ.

Ὁ δρόμος πρὸς τὸν Οὐρανὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ξεφεύγουμε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν φόβων ποὺ αὐτὰ δημιουργοῦν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ξαναγεννιόμαστε πνευματικὰ καὶ ἐγκαταλείπουμε τὸ καταπιεστικὸ ἐγώ μας, ὅσο τὸ ἐγὼ αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ δέσμευση καὶ ὄχι στὴν ἀπελευθέρωση.

Ἡ πίστη εἶναι πράξη καὶ ὄχι λόγια. Τὰ λόγια, ὅσο καλὰ καὶ ὡραῖα καὶ ἂν εἶναι, δὲν κάνουν τὴν πίστη. Ἡ ἀπάντηση γιὰ τὸ ἐὰν ὑπάρχει κάτι, στὸ ὁποῖο πιστεύουμε, θὰ δοθεῖ σὲ ἐμᾶς μόνο ἀπὸ τὴν καρδιά μας, γιατὶ ὀφείλουμε νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἂν ὑπάρχει Θεός, Αὐτὸς ὑπάρχει μόνο μέσα στὴν καρδιά μας.

Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἀνέλυσαν τὸν νοῦ τους καὶ ἐρεύνησαν τὴν καρδιά τους καὶ διαπίστωσαν ὅτι μέσα ἐκεῖ ἐνοικεῖ ὁ Θεός, μόνο αὐτοὶ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ μᾶς πληροφορήσουν καὶ ἐνδεχομένως νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα ὄμορφο ὄνειρο πού, ὅταν τὸ οὐσιοποιήσουμε, θὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕναν ὄμορφο δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στοὺς οὐράνιους σταθμούς.

Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν πνευματικὸ δρόμο πρῶτα ἀπ’ ὅλα, εἴτε γιατὶ κατόπιν συλλογισμῶν καὶ παρατηρήσεων φτάνουμε στὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου αὐτοῦ, ὅπως μπορεῖ νὰ συμβεῖ σὲ ὅλους μας, εἴτε γιατὶ ἀπὸ ἐσωτερικὴ παρόρμηση –ἐμπλουτισμένη, φυσικά, ἀπὸ τὴ Χάρη–, μπαίνουμε στὸν δρόμο αὐτόν, ὅπως μπορεῖ νὰ συμβεῖ σὲ λίγους. Τότε καὶ μόνο τότε, ὅταν δηλαδὴ καὶ ἐμεῖς ἐπιχειρήσουμε τὴ στροφὴ πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό μας καὶ ἀναλύσουμε τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ μας, τότε καὶ μόνο τότε θὰ πιστέψουμε, ὄχι πρίν.

Ἡ πίστη καὶ κατ’ ἐπέκταση ἡ θρησκεία δὲν βρίσκεται μέσα στὰ βιβλία καὶ στὶς ἐκκλησίες. Εἶναι ζήτημα ἀτομικῆς πραγματικῆς ἀντίληψης. Μόνο ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὴ Δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ψυχή του μπορεῖ νὰ εἶναι θρησκευόμενος. Θρῆσκος δὲν γίνεται κανεὶς μὲ τὴν ἁπλὴ διανοητικὴ συγκατάβαση.

Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κατανοήσει καὶ θὰ βιώσει τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας θὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει τὴν τελειότητα, γιατὶ ἡ πίστη ἀρχίζει μέσα μας μόνο ὅταν ἀνατείλει τὸ Φῶς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πραγμάτωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας.

Μόνο ὅσοι προσπαθήσουν καὶ διαβοῦν τὴ στενὴ πύλη, μόνο αὐτοὶ θὰ μπορέσουν νὰ μποῦν στὴν πλατιὰ λεωφόρο ποὺ ἀκολουθοῦν ὅσοι ἔχουν ἤδη προηγηθεῖ μέσω τῆς ἐνδοσκόπησης καὶ τοῦ ἐμπλουτισμοῦ τῆς ψυχῆς τους ἀπὸ τὴ Θεία Δύναμη. Μόνο αὐτοὶ θὰ διαβοῦν τὸν κόσμο τῶν ἀντιθέσεων καὶ θὰ περάσουν στὴν αἰώνια γαλήνη, πέρα ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη, τὸ κέρδος καὶ τὴ ζημία, τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν ἀνηθικότητα, ἐκεῖ ὅπου παραμένει ἀναλλοίωτη καὶ ἀναφαίρετη ἡ μακαριότητα. Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ μακαριότητα – ποὺ ὑπάρχει!

Ὅμως πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ πέρασμα αὐτὸ τῆς στενῆς πύλης, τὸ τόσο ἀναγκαῖο γιὰ τὸ γήινο ταξίδι μας, εἶναι δύσκολο, φέρνει πόνο, γιατὶ προϋποθέτει τὴν ἀπάρνηση καὶ τὴ θυσία. Ἀπάρνηση τοῦ μικροῦ γήινου ἑαυτοῦ μας ποὺ τόσο πολὺ ἀγαπήσαμε καὶ ποὺ τόσο πολλὰ στηρίξαμε σὲ αὐτόν. Πρέπει νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὶς ἰδέες μας, τὶς ἀντιλήψεις μας, τὶς πεποιθήσεις μας καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶναι λανθασμένο, καὶ τότε θὰ ἀρχίσει ἡ Ἀλήθεια νὰ μᾶς ἀποκαλύπτεται. Καὶ αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ κάνουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως.

Δὲν ὑπάρχουν διαφορὲς ποιοτικὲς ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο. Δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μποροῦν καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν μποροῦν. Οἱ ἐμφανιζόμενες διαφορὲς δὲν εἶναι διαφορὲς εἴδους, ἀλλὰ διαφορὲς βαθμοῦ. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ οὐσία του, ἐκεῖνο ποὺ δωρήθηκε σὰν ἐξατομικευμένη ὑπόσταση ἀπὸ τὸν Θεό, δωρήθηκε ἁγνό.

Στὴν κάθοδό τους στὸ γήινο ἐπίπεδο, ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι ὅμοιες. Οἱ διαφορὲς ποὺ ἐμφανίζονται μεταγενέστερα ὀφείλονται στὸν τρόπο τῆς ἔκφρασης, στὸν τρόπο τῆς διαβίωσης ἐδῶ στὴ Γῆ. Ὅσο περισσότερο ἕλκεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ γήινο πεδίο, τόσο πιὸ ἀνίκανη εἶναι νὰ ἐκφραστεῖ.

Ὁ Ἰησοῦς σαρκώθηκε καὶ γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸς ἀπὸ τοὺς πολλούς, μίλησε τὴ δική μας γλώσσα. Ὁ Λόγος συμπεριλήφθηκε στὶς Γραφὲς γιὰ νὰ μπορέσει, μέσω αὐτοῦ, ἡ σάρκα νὰ γίνει πνεῦμα.

Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κατανοήσει ὅτι οἱ Γραφὲς δὲν εἶναι ἰδέες ποὺ ἐμπνεύστηκε ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἡ Βούληση τοῦ Κυρίου, ἐκεῖνος ποὺ θὰ κατανοήσει ὅτι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε Γνώση ἀναφέρεται μόνο στὶς Γραφές, ἐκεῖνος ποὺ θὰ κατανοήσει τὸ πνεῦμα τῶν Γραφῶν καὶ δὲν θὰ σταθεῖ στὸ ἀδυσώπητο καὶ πολλὲς φορὲς φονικὸ –ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος– γράμμα τους, αὐτὸς θὰ γνωρίσει τὴ Θεϊκὴ Δύναμη μέσω τῆς συμπόνιας καὶ τῆς Ἀγάπης Ἐκείνου. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας.

Αὐτὸς ἐδῶ ὁ κόσμος εἶναι ἕνα ὄνειρο, μιὰ σκιὰ τῆς Μεγάλης Πραγματικότητας. Πρέπει κάποτε νὰ γνωρίσουμε αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀνταύγειά της, τὴν ἀντανάκλασή της μέσα στὴν ψυχή μας. Αὐτὸ ὅμως θὰ συμβεῖ μόνο ὅταν ἀρνηθοῦμε τὸν μικρὸ ἑαυτό μας, ὅταν περάσουμε τὴ στενὴ πύλη, ὅταν κατανοήσουμε τὴν οὐσία, τὸ πνεῦμα τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας. Μέχρι τότε δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε καμία στιγμὴ εὔνοιας, κανένα πεπρωμένο ἐλπίδας.

Εἶναι ὅμως γνωστὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, στὸ ἄκουσμα καὶ μόνο τῆς ἐντολῆς νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, τρομάζει, φοβᾶται πάρα πολὺ μήπως χάσει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει ἀτομικότητά του. Ὁλόκληρος ὁ σύγχρονος Χριστιανισμὸς εἶναι δομημένος σὲ αὐτὴ τὴν ἀτομικότητα καὶ στὴ βαθύτατη πίστη ὅτι καὶ μετὰ τὸν θάνατο αὐτὴ ἡ ἀτομικότητα θὰ διασωθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει στὴ Γῆ, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ σημερινὸ σῶμα του θὰ γίνει κάτοικος τῶν παραδείσων γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἴδια ἀκριβῶς ζωὴ ποὺ ζεῖ τώρα. Εἶναι, ἑπομένως, σχεδὸν ἀδύνατο νὰ τηρηθεῖ σήμερα ἡ ἐντολὴ τῆς ἀπάρνησης τοῦ ἑαυτοῦ μας, καὶ ἔτσι γίνεται καὶ ἀδύνατη ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀπάρνηση δὲν γίνεται τίποτα.

Ὁ Ὅσιος Θεόγνωστος –ποὺ τὰ ἴχνη του στὴ Γῆ χάνονται στὰ βάθη τῶν αἰώνων, ὅμως εἶναι ἐμφανῆ στὸν Οὐρανό–, λέει:

Τότε νὰ νομίζεις ὅτι ἔχεις ἀληθινὴ ἀρετή, ὅταν καταφρονήσεις τελείως ὅλα τὰ ἐπίγεια, καὶ ἔχεις πάντοτε ἕτοιμη τὴν καρδιά σου μὲ καθαρὴ συνείδηση νὰ μεταβεῖς στὸν Κύριο. […] Ἂν ἐπιθυμεῖς νὰ ἀξιωθεῖς τὴ νοερὴ θεϊκὴ θέα καὶ φανέρωση, ἀκολούθησε πρωτύτερα τὸν εἰρηνικὸ καὶ ἥσυχο βίο. Καὶ ἀφοῦ ἡσυχάσεις, γνώρισε τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ Θεό. (Ὅσιος Θεόγνωστος)263

Ἀπόρροια τῆς ἀπάρνησης τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς αὐτοπροσφορᾶς εἶναι ἡ πρὸς τὸν Θεὸ εἰλικρινὴς ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, ἡ βαθύτατη ἀνιδιοτελὴς πίστη, μιὰ πίστη ποὺ εἶναι μόνο προσφορὰ καὶ δὲν γνωρίζει τὴν ἀνταπόδοση – γιατὶ αὐτὴ ἡ πίστη δὲν ἐπιδέχεται καμία συναλλαγή, κανένα παζάρεμα.

Ὅταν ὁ πιστὸς αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Θεό, ἂν πραγματικὰ Τὸν ἀγαπᾶ, δὲν πρέπει νὰ ζητᾶ τίποτα ἔναντι τῆς ἀγάπης του.

Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν [καὶ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ θὰ σᾶς δοθοῦν]. (Κατὰ Ματθαῖον 6:33)

Ὅσο ὑπάρχει στὴ σκέψη μας ἡ ἰδέα τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνταπόδοση τῆς πίστης μας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἀγάπη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει διάθεση προσφορᾶς καὶ ἀφοσίωσης.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦν νὰ τοὺς χαρίζει εὔνοιες, νὰ τοὺς χαρίζει ὑγεία, μακροημέρευση, πλούτη κ.λπ. δὲν εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι πιστοὶ ἂν δὲν ἔρθουν αὐτὲς οἱ εὔνοιες. Ὁ Θεός, ὡς Παντογνώστης, γνωρίζει τὶς ἀνάγκες τοῦ καθενός μας καὶ τὶς ἱκανοποιεῖ ὅταν πρέπει νὰ ἱκανοποιηθοῦν καὶ μόνο στὸ μέτρο ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἱκανοποιοῦν οἱ γονεῖς –αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ παιδαγωγήσουν σωστὰ– τὶς ἐπιθυμίες τῶν παιδιῶν τους. Αὐτὴ ἡ ἀπατηλὴ καὶ ἄκρως ἐγωιστικὴ ἀντίληψη –ὅτι «ὁ Θεὸς ἐμένα μὲ ἀκούει, μοῦ δίνει ὑγεία» κ.λπ.– πρέπει νὰ ἐκλείψει, γιατὶ ὁ Θεὸς ὅλους τοὺς ἀκούει, ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ, καὶ ὅμως θέλει, γιὰ τὴ σωστὴ διαπαιδαγώγησή τους νὰ ὑπάρχουν καὶ ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀρρώστια καὶ οἱ πόλεμοι. Ὁ καθένας βιώνει καὶ πρέπει νὰ βιώσει τὴν παρούσα στιγμή, ἀνάλογα μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει πράξει στὸ παρελθόν. Ἔτσι, ἡ ἀνισότητα, ἡ ἀδικία, ἡ βία κ.λπ. θὰ ὑπάρχουν ὅσο ὑπάρχει αὐτὸς ὁ κόσμος καὶ κανεὶς δὲν πρέπει νὰ ἔχει διαφορετικὴ ἀντίληψη ἢ νὰ θέλει νὰ ἀποτελέσει ἐξαίρεση ἀπὸ τὸν Νόμο.

Ὁ Θεὸς δὲν ἀντιμετωπίζει τὴ ζωή μας ὅπως ἐμεῖς –μὲ τὸ πρίσμα τῆς προσωρινότητας–, γιατὶ γιὰ Ἐκεῖνον δὲν ὑπάρχει θάνατος, δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς κανένας. Ὑπάρχει μόνο ἡ αἰωνιότητα καὶ μόνο σὲ αὐτὴν ἀποβλέπει, καὶ προτρέπει καὶ ἐμᾶς νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἀποβλέπουμε σὲ αὐτήν. Ὅταν συνειδητοποιήσουμε καὶ πιστέψουμε ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὴ Γῆ εἶναι παροδική, ἕνα σχολεῖο ὅπου ἤρθαμε νὰ διδαχτοῦμε κάτι ποὺ θὰ τὸ πάρουμε μαζί μας στὴν αἰωνιότητα, τότε δὲν θὰ διερωτώμαστε γιατὶ ὑπάρχει ἡ ἀρρώστια, ὁ θάνατος, ἡ φτώχεια καὶ οἱ τόσες ἄλλες δυστυχίες. Γιατὶ αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ δυστυχίες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴ σωστὴ ἀντίληψη τῆς θεώρησης τοῦ κόσμου, καὶ αὐτὴ ἡ ἀντίληψη θὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ ἐγὼ καὶ τοῦ «δικοῦ μου» καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ ἐμεῖς καὶ στὰ «δικά μας», δηλαδὴ στὴν ἑνότητα.

Ἡ σχέση μὲ τὸν Θεὸ πρέπει νὰ εἶναι σχέση ἀγάπης καὶ ὄχι φόβου, σχέση σεβασμοῦ, ὑποταγῆς καί, προπαντός, ἀφοσίωσης. Ὁ φόβος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὰ ἀρχικὰ στάδια τῆς πίστης εἶναι ὑπαρκτός, πρέπει νὰ ἐγκαταλείπεται. Ὅσο ὑπάρχει φόβος στὴν καρδιά μας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη καταλύει τὸν φόβο. Μὲ λίγα λόγια, αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ δὲν πρέπει νὰ τὸν φοβᾶται. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὁ φίλος μας, ὁ δάσκαλός μας καὶ ἔτσι πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾶμε.

Κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα κλείνει μέσα του τὴ δυνατότητα νὰ ἀφυπνιστεῖ, νὰ ἀποκτήσει ἐσωτερικὴ ὅραση, νὰ ἀποκτήσει τὴ δυνατότητα νὰ προσεγγίσει τὴ Μεγάλη Πραγματικότητα, τὴν Ἀλήθεια.

Κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σπάσει τὸν κλοιὸ τῆς ὕλης, νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν προσήλωση στὸ ἐγώ μας. Ὁ καθένας μπορεῖ νὰ βιώσει αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ καὶ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ τέλμα καὶ τὴν ἀδιαφορία, ἀπὸ τὶς ψευδαισθήσεις, τὴν πλάνη καὶ ὅποια ἄλλη προσκόλληση δημιουργεῖ ἡ προσήλωσή μας στὴ μορφὴ καὶ στὸ ὄνομά μας.

Ἡ πραγμάτωση αὐτῆς τῆς δυνατότητας θὰ σημαίνει ταυτόχρονα καὶ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὸν φυσικὸ στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ πραγμάτωση θὰ μᾶς ἐπιτρέψει κάποτε νὰ διανύσουμε τὸν δρόμο καὶ νὰ φτάσουμε στὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ. Νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ πραγματικό μας σπίτι καὶ νὰ ξαναγίνουμε αὐτὸ ποὺ πάντα ἤμασταν. Θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ ἀρχικὸ κάλλος, θριαμβευτικά, προσκομίζοντες καὶ τὶς ἀφομοιωμένες πνευματικὰ ἐμπειρίες ποὺ ἀποκτήσαμε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ μας.

Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴ φύση της, ποὺ εἶναι θεία, ἕλκεται πρὸς τὸν νοητὸ Ἥλιο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ στενὰ συνδεδεμένα μὲ τὴν ὕλη καὶ χωρὶς λογικὴ φυτὰ στρέφονται συνεχῶς πρὸς τὸν ὁρατὸ ἥλιο γιὰ νὰ ἀντλήσουν τὴν ἀναγκαία ἐνέργεια γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἕλκεται καὶ στρέφεται πρὸς τὸ Θεῖο Φῶς, γιατὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει νὰ πνευματοποιήσει τὸ φθαρτὸ μέρος της, τὸ παθητικό, καὶ στὴ συνέχεια νὰ βιώσει τὴν ἄνοδο στὶς ὑψηλότερες κορυφές.

Ἡ πραγμάτωση τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μετασχηματισμοῦ δηλαδὴ τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου σὲ πνευματικό, ἐπιφέρει ὄχι μόνο μιὰ ἀλλαγὴ στὸν νοῦ, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν κοινὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τοῦ σώματος.

Τὸ σῶμα ὑφίσταται μιὰ λεπτὴ καὶ πλήρη ἀλλαγή, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὴ στὸν νοῦ ἡ κατανόηση τῶν διαφορετικῶν συλλήψεων ποὺ δέχεται μετὰ τὸν μετασχηματισμό, οἱ ὁποῖες ἔχουν τὴν πηγή τους στὴν ἐσωτερικὴ ἐπεξεργασία, ποὺ στὴν περίπτωση αὐτὴ γίνεται στὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Φυσικά, αὐτὴ ἡ διεργασία θὰ σημαίνει καὶ τὴν ἀνταπόκριση, τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεϊκὴ κλήση.

Γι’ αὐτὸ ἡ χάρη σ’ ἐκείνους ποὺ προκόβουν στὴν πνευματικὴ γνώση, εὐφραίνει τὸ σῶμα τους μέσω τῆς αἰσθήσεως τοῦ νοῦ μὲ ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση. (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς)264

Αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ παλιὸς ἄνθρωπος τῆς ἐμπάθειας καὶ τῆς πλάνης ἐγκαταλείπει τὸ παλιὸ περίβλημά του καὶ ἐνδύεται τὸ Φῶς καὶ τὴν Ἀλήθεια. Ἐνδύεται τὸ ἔνδυμα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου καὶ γεννιέται μέσα του μιὰ νέα ὕπαρξη, ἕνας καινούριος νοῦς, ὅπως ἀκριβῶς βεβαιώνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Νικόδημο ὅτι θὰ συμβεῖ.

Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ξεπερνᾶ κάποιος τὴν ὑλικὴ δυάδα, δηλαδὴ τὴ φύση τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τὴ μορφή, καὶ εἰσέρχεται στὴ μονάδα, ἐγκαταλείποντας μὲ τὴν ὑπέρβαση τὴ δύναμη τῆς νόησης.

Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔχει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο νόηση, δὲν βγῆκε ἀκόμα ἀπὸ τὴν δυάδα· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τὴν ἄφησε ὁλότελα, μπῆκε ὁπωσδήποτε στὴ μονάδα, ἐγκαταλείποντας μὲ τὴν ὑπέρβαση τὴ δύναμη τῆς νοήσεως. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)265

Κανεὶς δὲ θὰ φτάσει στὴ θεωρία τῆς θεότητας, ἡ ὁποία νοεῖται ὡς Τριάδα, ἂν δὲν ξεπεράσει τὴν ὑλικὴ δυάδα [δηλαδὴ τὸν αἰσθητὸ κόσμο ὡς συγκείμενο ἀπὸ ὕλη καὶ μορφὴ] καὶ τὴ γειτονικὴ σ’ αὐτὴν μονάδα· ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ αὐτὴν θὰ πάει πιὸ ψηλά, ἂν δὲν κάνει τὸ νοῦ του μονάδα μέσα στὰ νοούμενα. (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος)266


260 Σημείωσαι δέ, ὅτι ἡ πίστις, […] διπλῆ ἐστιν· ἡ μέν, καθόλου πάντων τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, εἰς ἣν ἀρχῆθέν τε βεβαπτίσμεθα καὶ ᾗ τελευταῖον συναπέλθοιμεν· ἡ δέ, σπανίων, κἀκείνων, τῶν διὰ τῆς τῶν θεοποιῶν πασῶν ἐντολῶν ἐκπληρώσεως, εἰς τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν ἐπαναδεδραμηκότων καὶ οὕτω πεπλουτηκότων τῷ τῆς χάριτος θείῳ φωτί, ἅπασαν τὴν ἑαυτῶν ἐλπίδα ἐπιστηρίξαι πρὸς Κύριον· καὶ τοσοῦτον, ὢ τῆς ἀξίας, ὡς μηδαμῶς, κατά γε τὸ κυριακὸν λόγιον, διακρίνεσθαι τούτους ἐν καιρῷ προσευχῆς εἰς τὰ πρὸς Θεὸν αἰτήματα, ἀλλὰ μετὰ πίστεως ζητεῖν καὶ οὕτω λαμβάνειν ἐκ τοῦ προχείρου τὰ συμφέροντα· καθὸ καὶ τὸ ἐξ ἔργων εἰλικρινῶν βεβαιόπιστον οἱ μακάριοι προσεκτήσαντο, ὡς πᾶσαν γνῶσιν καὶ διάκρισιν καὶ δισταγμὸν καὶ φροντίδα ἀφ’ ἑαυτῶν ῥίψαντες καὶ ὅλοι ὅλως τῇ θείᾳ μέθῃ τῆς πρὸς Θεὸν πίστεως καὶ ἐλπίδος καὶ ἀγάπης καταβαπτισθέντες καὶ γοῦν ἀλλοιωθέντες τὴν κρείττω καὶ μακαρίαν τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου, κατὰ τὸν θεῖον Δαβίδ, ἀλλοίωσιν (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 213: ιστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Ἡ πίστη εἶναι διπλή», σ. 37:16.

261 Ἡ πίστις ἀναπόδεικτος γνῶσίς ἐστιν· εἰ δὲ γνῶσίς ἐστιν ἀναπόδεικτος, ἄρα σχέσις ἐστὶν ὑπὲρ φύσιν ἡ πίστις, δι’ ἧς ἀγνώστως, ἀλλ’ οὐκ ἀποδεικτικῶς, ἑνούμεθα τῷ Θεῷ κατὰ τὴν ὑπὲρ νόησιν ἕνωσιν (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 111:ιβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Δ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 170:12.

262 Ὁ τὴν ῥοώδη τῶν παρόντων φύσιν ὑπερβαίνων καὶ τὴν ἐπιθυμίαν τῶν παρερχομένων παρατρέχων, οὐ βλέπει ἐπὶ τὰ κάτω, οὐκ ἐπιποθεῖ τὰ ὡραῖα τῆς γῆς· ἀλλὰ τὰς ἄνω ὁράσεις ἀνοιγομένας ἔχει καὶ τὰ ἐν οὐρανοῖς κατοπτεύει κάλλη καὶ τὴν τῶν ἀκηράτων κατασκοπεύει μακαριότητα (Ὅσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 15:η΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Κεφάλαια», σ. 157:8.

263 Τότε νόμιζε ἀληθῆ ἔχειν ἀρετήν, ὅταν πάντων τῶν ἐπὶ γῆς τελείως καταφρονήσῃς, ἑτοίμην ἔχων τὴν καρδίαν διὰ καθαρᾶς συνειδήσεως πάντοτε τοῦ ἐκδημῆσαι πρὸς Κύριον. […] Ἐπιθυμῶν θέας ἀξιωθῆναι θείας καὶ ἐμφανείας κατὰ διάνοιαν, εἰρηνικὸν καὶ ἡσύχιον πρότερον ἄσπασαι βίον· καὶ σχολάσας, γνῶθι καὶ σαυτόν, καὶ Θεόν (Ὅσιος Θεόγνωστος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σσ. 255:α΄, 256:ζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Περὶ πράξεως καὶ θεωρίας καὶ περὶ ἱερωσύνης», σσ. 327:1, 328:7.

264 Ὅθεν ἡ μὲν χάρις διὰ τῆς τοῦ νοὸς αἰσθήσεως, τὸ σῶμα εἰς ἀγαλλίασιν ἄρρητον ἐπὶ τῶν προκοπτόντων τῇ γνώσει κατευφραίνει (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 260:οθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Λόγος Ἀσκητικὸς… σὲ 100 κεφάλαια», σ. 311:79.

265 Ὁ τοίνυν καθοτιοῦν νόησιν ἔχων, οὔπω τῆς δυάδος ἐξῆλθεν· ὁ δὲ ταύτην πάμπαν ἀπολιπών, γέγονε ποσῶς ἐν τῇ μονάδι, τὴν τοῦ νοεῖν ὑπεροχικῶς ἀποθέμενος δύναμιν (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 65:πβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Α΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σσ. 118-119:82.

266 Τῆς ἐν Τριάδι νοουμένης Θεότητος, οὐδεὶς ἐν θεωρίᾳ ὀφθήσεται, ὑλικῆς δυάδος, καὶ τῆς γείτονος μονάδος ἄνωθεν μὴ ὀφθείς, οὐδὲ ταύτης γενήσεται ὑψηλότερος, μὴ μοναδικὸν τὸν ἑαυτοῦ ἐν νοουμένοις ἐργασάμενος νοῦν (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1958], σ. 310:ρζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Πρακτικὰ καὶ θεωρητικὰ κεφάλαια», σ. 55:107.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ