02.09 | Αυτοπροσδιορισμός – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

9. Αὐτοπροσδιορισμός

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος καὶ τὴν ὁποιαδήποτε πρόοδό του εἶναι ἀναγκαῖο, ὅπως ἔχουμε πεῖ, νὰ προηγηθεῖ ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ, στὴ συνέχεια ἡ γνώση γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ καί, τέλος, ἡ γνώση πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό, δηλαδὴ ἡ γνώση ἐκείνη ποὺ θὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀνακάλυψη τοῦ ἀπέραντου γίγνεσθαι, ὁρατοῦ καὶ νοητοῦ.

Ὑπάρχει μιὰ ἀλληλεξάρτηση μεταξὺ αὐτῶν τῶν γνώσεων, ἀφοῦ εἶναι διαπιστωμένο ὅτι χωρὶς καὶ τὶς τρεῖς αὐτὲς κατηγορίες, μὲ τὴν κλίμακα ποὺ εἴπαμε, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει δυνατότητα προόδου. Εἶναι ἀδύνατο, μὲ λίγα λόγια, νὰ μελετήσει κανεὶς τὸ Σύμπαν χωρὶς νὰ μελετήσει τὸν ἄνθρωπο ἤ, ἀντίστροφα, νὰ μελετήσει τὸν ἄνθρωπο χωρὶς νὰ μελετήσει τὸ Σύμπαν. Ὅλα πρέπει νὰ βαδίζουν παράλληλα ἤ, καλύτερα, τὸ ἕνα νὰ ἀκολουθεῖ τὸ ἄλλο.

Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Νοῦς, ἔπλασε τὸν κόσμο καὶ ἔκτοτε μεριμνᾶ γιὰ τὴ συντήρηση, τὴ συνοχὴ καὶ τὴν ἐνδυνάμωση τῶν κτισμάτων Του. Προίκησε, ὅπως εἴπαμε, ὅλα τὰ ὄντα μὲ ζωὴ καὶ ἰδιαίτερα τὸν ἄνθρωπο μὲ νοῦ, ποὺ εἶναι εἰκόνα δική Του, μὲ τὴ νοερὴ ψυχή.

Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Νοῦς καὶ ἀπείρως πέρα ἀπὸ τὰ κτίσματά Του, τὰ ὁποῖα μὲ σοφία δημιούργησε, γεννᾶ χωρὶς μεταβολή Του τὸν Λόγο γιὰ τὴ συντήρηση τῶν κτισμάτων, καὶ στέλνει γιὰ τὴν ἐνδυνάμωσή τους, ὅπως ἔχει γραφεῖ, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα· ὁ Ἴδιος ὅμως εἶναι καὶ ἔξω καὶ μέσα στὸ σύμπαν. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι μέτοχος τῆς θείας Του φύσεως καὶ εἶναι εἰκόνα Του κατὰ τὸ νοητὸ στοιχεῖο του, δηλαδὴ τὴ νοερὴ καὶ ἀσώματη καὶ ἀθάνατη ψυχή, ἔχοντας τὸ νοῦ ποὺ γεννᾶ φυσικῶς τὸ λόγο ἀπὸ τὴν οὐσία του, κι ἀπὸ τὰ ὁποῖα συντηρεῖται ὅλη ἡ δύναμη τοῦ σώματος, εἶναι καὶ ἔξω καὶ μέσα στὴν ὕλη καὶ στὰ ὁρατά. Καὶ ὅπως ὁ Πλάστης Του εἶναι ἀχώριστος ἀπὸ τὶς Ὑποστάσεις Του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Λόγο καὶ τὸ Πνεῦμα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴν ψυχή, εἶναι ἀχώριστος ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὸ λόγο, ἀφοῦ ἀποτελοῦν μιὰ φύση καὶ οὐσία, ποὺ δὲν περιορίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)254

Ὅπως τὸ θεῖο εἶναι τρισυπόστατο, προσκυνούμενο ὡς Πατέρας, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔτσι καὶ ἡ πλασμένη ἀπὸ Αὐτὸ εἰκόνα, ὁ ἄνθρωπος, διακρίνεται σὲ τρία μέρη, προσκυνώντας μὲ ψυχή, νοῦ καὶ λόγο τὸ Θεό […]. Ὅπως λοιπὸν οἱ Ὑποστάσεις στὸ Θεὸ εἶναι κατὰ φύση συναιώνιες καὶ ὁμοούσιες, ἔτσι καὶ αὐτὰ τὰ τρία μέρη στὴν εἰκόνα Του εἶναι σύμφυτα καὶ ὁμοούσια. Ἀπὸ αὐτὰ γίνεται ἔκδηλο σὲ ἐμᾶς τὸ «κατ’ εἰκόνα», καὶ μέσω αὐτῶν εἶμαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ εἶμαι ζυμωμένος καὶ μὲ τὸν πηλὸ καὶ μὲ τὴν εἰκόνα. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)255

Ἡ λογικὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ξέχωρα ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ ἔχει (νοῦ, διάνοια, γνώμη, φαντασία καὶ αἴσθηση) μερίζεται σὲ λογικό, παθητικὸ καὶ ἐπιθυμητικό.

Ἡ ψυχὴ […] ἔχει πέντε δυνάμεις, τὸ νοῦ, τὴ διάνοια, τὴ δόξα (γνώμη), τὴ φαντασία καὶ τὴν αἴσθηση, ὅπως καὶ τὸ σῶμα ἔχει τὶς πέντε αἰσθήσεις […]. (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι)256

Ἡ λογικὴ ψυχὴ μερίζεται σὲ τρία καὶ διακρίνεται κατὰ τὴ θεωρία σὲ δύο, τὸ λογικὸ καὶ τὸ παθητικό. Τὸ λογικό της μέρος, καθὼς εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Πλάστη της, εἶναι ἀνεμπόδιστο, ἀόρατο καὶ ἀπεριόριστο [δηλαδὴ ἀνεξάρτητο] ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, γιατὶ εἶναι καὶ ἔξω καὶ μέσα ἀπ’ αὐτές. Μὲ αὐτὸ ἡ ψυχὴ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὶς νοερὲς καὶ θεῖες δυνάμεις, καὶ μὲ τὴν ἱερὴ γνώση τῶν ὄντων ἀνατρέχει κατὰ φύση στὸ Θεὸ σὰν σὲ Πρωτότυπο, καὶ ἀπολαμβάνει τὴ θεϊκή Του φύση. Τὸ παθητικὸ [συναισθηματικὸ] μέρος της κατακερματίζεται στὶς αἰσθήσεις καὶ ὑπόκειται στὰ πάθη καὶ στὶς ἀνέσεις. Μὲ αὐτὸ ἡ ψυχὴ συγκοινωνεῖ μὲ τὴν αἰσθητική, θρεπτικὴ καὶ αὐξητικὴ φύση, αἰσθάνεται τὸν ἀέρα, τὸ κρύο καὶ τὴ ζέστη καὶ τὶς τροφὲς γιὰ συντήρηση, ζωή, αὔξηση καὶ ὑγεία. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦτο μεταβάλλεται μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ ἄλλοτε ἐπιθυμεῖ ἄλογες ἐπιθυμίες, βγαίνοντας ἀπὸ τὴ φυσική του κίνηση, ἐνῶ ἄλλοτε παροξύνεται καὶ παρασύρεται ἀπὸ ἄλογο θυμό· ἀκόμα προκαλεῖ πείνα, δίψα, λύπη, πόνο καὶ διάχυση, καθὼς εὐχαριστεῖται στὶς ἀνέσεις, ἐνῶ στὶς θλίψεις μαζεύεται. Γι’ αὐτὸ καὶ εὔλογα λέγεται παθητικὸ μέρος, γιατὶ ὑποφέρει ἀπὸ τὰ πάθη. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)257

Τὸ ἐπιθυμητικὸ ἀνταποκρίνεται στὸ ὑλικὸ σῶμα, στὶς ἐνστικτώδεις λειτουργίες θρέψης, ἀναπαραγωγῆς κ.λπ.

Τὸ λογικὸ (διανοητικὸ) μέρος τῆς ψυχῆς ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀπόλυτο τμῆμα της, τὸ ἄφθαρτο, τὸ δὲ παθητικὸ (συναισθηματικὸ) καὶ ἐπιθυμητικό, ἀποτελεῖ τὸ σχετικό, φθαρτὸ μέρος. Μὲ τὸ παθητικὸ καὶ ἐπιθυμητικὸ εἶναι προικισμένες καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ζώων, μὲ μόνο δὲ τὸ ἐπιθυμητικὸ τὰ φυτά. Φυσικά, στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ συναισθηματικό, μπορεῖ νὰ ὑπερτερεῖ ἐκείνου τῶν ζώων, ὅταν ἔχει ἐκλεπτυνθεῖ καὶ προσφέρει ἀνώτερα, ὑψηλὰ συναισθήματα. Μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ εἶναι στὴν ἴδια ἢ χειρότερη κατάσταση, ὅταν γιὰ παράδειγμα δημιουργοῦνται συναισθήματα μίσους, ἰδιαίτερης σκληρότητας, ἱκανοποίησης ἐπιθυμιῶν πέραν τῶν ἀναγκαίων κ.λπ. καί, γενικά, ὅταν λείπει ὁποιοδήποτε μέτρο. Ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι βρίσκονται σὲ κατάσταση χειρότερη ἀπὸ ἐκείνη τῶν ζώων καὶ ζῶα σὲ κατάσταση καλύτερη ἀπὸ ἐκείνη κάποιων ἀνθρώπων.

Ὅταν ἐγκαταλείπουμε τὸν ἄυλο κόσμο καὶ ἐρχόμαστε ἐδῶ στὴ Γῆ γιὰ νὰ ἀρχίσουμε τὴν περιπλάνησή μας στοὺς αἰῶνες γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς μας, ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους μᾶς συνοδεύουν καὶ τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς: λογικό, παθητικό, ἐπιθυμητικό. Ὁ κάθε ἄνθρωπος, δηλαδή, γεννιέται μὲ τὴ δυνατότητα αὐτήν. Ὅμως κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ μας στεκόμαστε περισσότερο ἢ λιγότερο στὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο μέρος ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση προχωροῦμε, φτάνουμε στὰ ὅρια τῶν δυνατοτήτων μας καὶ κάποιες εὐλογημένες στιγμὲς λειτουργοῦμε καὶ μὲ τὴ διαίσθηση. Ἔτσι σχηματίζονται οἱ κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ὡς κέντρο βάρους τὸ ἐπιθυμητικὸ εἶναι ὁ καθαρὰ ὑλιστικὸς τύπος ποὺ κύριο μέλημα ἔχει τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος, εἴτε αὐτὲς ἀνάγονται στὴν τροφὴ εἴτε στὴν ἀναπαραγωγὴ εἴτε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ὡς κέντρο βάρους τὸ παθητικὸ-συναισθηματικὸ διέπεται ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ προσβλέπει στὴν ἱκανοποίηση αὐτῶν τῶν ἐπιθυμιῶν του.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ὡς κέντρο βάρους τὸ λογικό, εἶναι ὁ λεγόμενος διανοητικὸς τύπος, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ποὺ οἱ διανοητικὲς λειτουργίες του ἐπικρατοῦν ἔναντι τῶν συναισθηματικῶν καὶ ἐνστικτωδῶν λειτουργιῶν.

Δὲν χρειάζεται νὰ σκεφτεῖ κανεὶς πολὺ γιὰ νὰ καταλάβει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἐξέλιξη περνᾶ ἀπὸ τὶς τρεῖς διαδοχικὲς αὐτὲς καταστάσεις, τὴ φυσική, τὴ συναισθηματικὴ καὶ τὴ διανοητική, γιὰ νὰ καταλήξει, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, στὴν τέταρτη – τὴ διαισθητική, ποὺ εἶναι μιὰ καθαρὰ πνευματικὴ κατάσταση.

Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς εἶναι ἐξελίξιμες στὴ λειτουργία τους στὸ γήινο συνειδησιακὸ ἐπίπεδο. Στὴν πραγματικότητα, ὅλη ἡ ἐξελικτικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στὴν προσπάθεια ἀνάπτυξης καὶ ἐξισορρόπησης αὐτῶν τῶν ἱκανοτήτων, καὶ αὐτὴ ἡ ἀνάπτυξη θὰ συντελέσει ὥστε κάποια στιγμὴ νὰ φωτιστοῦν ὅλα ἀπὸ τὴ διαίσθηση. Ὅταν μόνο ἡ μία ἢ οἱ δύο ἀπὸ αὐτὲς τὶς λειτουργίες εἶναι δραστηριοποιημένες, τότε ὑπάρχει ἔλλειψη ἰσορροπίας.

Πρέπει, βέβαια, νὰ προτάξουμε τὴ λογική, τὸ ἀθάνατο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς, ὅμως καὶ ἡ λογικὴ θὰ πρέπει νὰ λειτουργεῖ λαμβάνοντας ὑπόψη καὶ τὸ συναίσθημα καὶ τὶς φυσικὲς ἐπιθυμίες, ἀλλιῶς θὰ καταλήξει σὲ λανθασμένα συμπεράσματα. Ἀντίθετα, ἂν τὸ συναίσθημα ἀγνοεῖ τὴ λογική, τότε θὰ ὁδηγήσει σίγουρα τὸν ἄνθρωπο στὸν ἐγωισμὸ καὶ θὰ τὸν καταστήσει θύμα τῶν ἐπιθυμιῶν του. Καὶ ἐάν, ἀλίμονο, τὸ ἐπιθυμητικὸ λειτουργεῖ χωρὶς τὸ λογικὸ καὶ τὸ συναισθηματικό, τότε σύντομα θὰ ὑποβιβάσει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη σὲ ἐκείνη τοῦ κτήνους.

Ἡ ἀνάγκη αὐτῆς τῆς ἰσόρροπης ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀνάπτυξης τῶν λειτουργιῶν αὐτῶν τῆς ψυχῆς δὲν δημιουργεῖται μόνο ἀπὸ μεταφυσικὲς ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαία καὶ γιὰ τὴ διαβίωσή μας καὶ τὴν ἀνταπόκρισή μας στὶς ἀπαιτήσεις τῆς πρακτικῆς ζωῆς. Ἀλήθεια, τί σημασία θὰ ἔχει νὰ προτρέπεις κάποιον σὲ περισυλλογή, ἐγκράτεια, προσευχή, ὅταν αὐτὸς ὁ κάποιος δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐλέγξει τὰ συναισθήματά του, νὰ συγκρατήσει τὶς ἐπιθυμίες του κ.λπ.; Εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη νὰ ἐπιτευχθεῖ μιὰ ἰσορροπία μεταξὺ τῆς λογικῆς, τοῦ συναισθήματος καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν, φυσικὰ μὲ προεξάρχουσα πάντοτε τὴ λογικὴ ὡς ρυθμιστὴ τῆς ἀπὸ κοινοῦ λειτουργίας τῶν ψυχικῶν αὐτῶν λειτουργιῶν.

Ὁ ἄνθρωπος, σὲ σχέση μὲ τὴ διαβίωσή του στὴν ὁποιαδήποτε κοινωνία καὶ τὴ ρύθμιση τῶν σχέσεών του μὲ τοὺς συνανθρώπους του, δὲν ἔχει ἀπόλυτη ἐλευθερία κίνησης. Κανείς μας δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι. Ὅλοι δεχόμαστε περιορισμοὺς ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες. Ὅμως ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐσωτερική μας ἐλευθερία δὲν ἔχουμε κανέναν περιορισμὸ ἢ δέσμευση. Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἢ νὰ γίνουμε σκλάβοι τοῦ κατώτερου ἑαυτοῦ μας, σκλάβοι τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν καὶ ἐπιθυμιῶν μας, ἢ ὑπηρέτες τοῦ ἀνώτερου ἑαυτοῦ μας καὶ νὰ ὑπακούσουμε στὴ φωνὴ ἐκείνη ποὺ ἔρχεται σὰν ἀρωγὸς ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μας. Αὐτὴ ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς κατώτερης φύσης ὁδηγεῖ ἀπὸ μόνη της τὸν ἄνθρωπο στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ τοῦ δείχνει πόσο ἀπατηλὴ εἶναι ἡ πρόσκαιρη ἱκανοποίηση ποὺ νιώθει ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του. Μὲ λίγα λόγια, εἶναι ἀνάρμοστο γιὰ τὸν σκεπτόμενο ἄνθρωπο νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ γίνεται σκλάβος τῶν ὀρέξεων ποὺ δὲν εἶναι φυσικὲς καὶ καταστρέφουν τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἁρμονία τῆς ζωῆς του.

Στόχος τῆς διδασκαλίας ἀλλὰ καὶ τῆς προτροπῆς καὶ παραίνεσης κάθε θρησκείας εἶναι νὰ προετοιμάσει τὸν δρόμο γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ περιορίσει τὸν αἰσθησιασμὸ καὶ τὸν ἐγωισμὸ γιὰ νὰ καταστήσει κατάλληλη τὴν ψυχή του νὰ δεχτεῖ τὴν εἰσροὴ τοῦ Δημιουργικοῦ Λόγου μὲ τὴ μορφὴ τῆς πνευματικῆς δύναμης. Ἐπιτυγχάνοντας αὐτὸν τὸν στόχο, αὐτόματα ὁ ἄνθρωπος ἐπιτυγχάνει καὶ μιὰ ἰσόρροπη καὶ ὑγιεινὴ φυσικὴ κατάσταση, γιατὶ καὶ τὸ σῶμα ἐπηρεάζει τὴν ψυχικὴ κατάσταση, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχικὴ κατάσταση τὸ σῶμα. Ὁπωσδήποτε ὅμως ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ξεπεράσει τὰ πάθη του, νὰ ἐλέγχει τὶς ἐπιθυμίες του καὶ νὰ ἀναπτύξει τὶς νοητικές του δυνάμεις, ὥσπου νὰ μπορέσει νὰ ἀσκήσει ἕναν πλήρη ἔλεγχο καὶ στὴν κατεύθυνση τοῦ νοῦ του.

Διατήρηση συνηθειῶν ὅπως τὸ κάπνισμα, ἡ χρήση ἀλκοόλ, ναρκωτικῶν καὶ ἡ λαιμαργία εἶναι σίγουρα σημάδια ἔλλειψης αὐτοελέγχου καὶ ἰσορροπίας, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ συμπτώματα φθορᾶς καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ παραβιάζει τοὺς κανόνες τῆς ὑγιεινῆς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός του θὰ κληθεῖ τελικὰ ἀπὸ τὴ φύση νὰ ὑποστεῖ τὶς συνέπειες.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἐξαιτίας τοῦ λανθασμένου διαιτολογίου του, γεμίζει τὸ σῶμα του μὲ τοξικὲς οὐσίες καὶ οἱ οὐσίες αὐτὲς δημιουργοῦν νοσηρὲς ὀρέξεις καὶ διαρκεῖς ἐπιθυμίες. Ὅμως ὁ φυσιολογικὸς ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τὸ φαγητό του, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τρώει μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φάει καὶ δὲν καταναλώνει περισσότερο φαγητὸ ἀπὸ ὅσο χρειάζεται τὸ σῶμα γιὰ νὰ λειτουργήσει κανονικά.

Γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ κάθε ἔμβιο ὄν, οἱ αἰσθήσεις, τὸ συναίσθημα καὶ ἡ νόηση εἶναι ὅπλα μέσα στὴ φύση, συνάμα ὅμως εἶναι καὶ φραγμός.

Ὁ 19ος αἰώνας εἶχε διακηρύξει μὲ πεποίθηση τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ ἐκδοχή, ὅτι τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ὁ νοῦς, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μόνο ποὺ στοχάζεται. Καθετὶ ἄλλο στὸ ἀπέραντο σύμπαν, εἴτε ἔμψυχο εἴτε ἄψυχο, εἶναι πάντα ἀντικείμενο, ποτὲ ὑποκείμενο. Ἂν ὄχι οἱ αἰσθήσεις, τουλάχιστον ὁ νοῦς λογίζεται ὡς ἡ ἀσφαλέστερη βάση γιὰ τὴ γνώση τῆς πραγματικότητας. Ὅμως σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ὅσα ὑπάρχουν στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο δὲν μεταφέρονται ἔτσι ἁπλὰ στὸν δέκτη-ἄνθρωπο οὔτε στὶς αἰσθήσεις του, ὅπως εἶχαν πεῖ οἱ ἐμπειριστές, οὔτε κὰν στὴ νόηση.258 Αὐτὴ ἡ δῆθεν ἐπιστημονικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς καταδείχθηκε ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἐπιστήμη ὅτι δὲν εἶναι ὀρθή, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν συλλαμβάνει τὸ ὀντολογικὰ ὑποστατό, δὲν προσεγγίζει ὀντολογικὰ τὴ σωστὴ γνώση αὐτοῦ ποὺ πραγματικὰ ὑπάρχει.259

Οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ νόηση εἶναι πεπερασμένες, ὁριακὲς καί, ἐξαιτίας αὐτοῦ, εἶναι ἀτελεῖς. Ἔτσι, κάθε εἰκόνα, καθετὶ ποὺ ὑπάρχει δὲν περνᾶ στὴν οὐσία του, στὴν ὀντολογική του μορφή, ἀλλὰ προσαρμόζεται στὶς δυνατότητες σύλληψης τοῦ ἀνθρώπου-δέκτη, δυνατότητες ποὺ ποικίλλουν, φυσικά, ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο. Οἱ γνωστικὲς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου συλλαμβάνουν μόνο τὰ ἐπιφαινόμενα. Ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων δὲν συλλαμβάνεται οὔτε μὲ τὶς αἰσθήσεις οὔτε μὲ τὴ νόηση.

Τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὴν οὐσία τῶν ὄντων δὲν μποροῦμε ποτὲ μὲ ὁδηγοὺς τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴ νόηση νὰ τὰ γνωρίσουμε στὴν ἀληθινὴ ὀντολογική τους ὑπόσταση. Φυσικά, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν ἐκλέπτυνση τῶν αἰσθήσεων, τὴν ἀνάπτυξη τῆς νόησης καὶ τὸ ξεπέρασμα τῶν ὁρίων ποὺ ἔχουν τεθεῖ στὸν νοῦ, δηλαδὴ ἀκόμα καὶ ὅταν θὰ γίνουμε διαισθητικοί, αὐτὸ ποὺ θὰ γνωρίσουμε θὰ εἶναι ἕνα μέρος, ἕνα μικρὸ ἐλάχιστο μέρος τοῦ ὅλου, μιὰ μικρὴ πρόγευση τῆς Ἀλήθειας, ἱκανὴ ὡστόσο νὰ συγκρατεῖ καὶ ὁδηγεῖ.

Ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· […] Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι […]. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 13:9, 12)

Τὰ συναισθήματα, ὅπως καὶ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν αἰσθήσεων καὶ νὰ λειτουργήσουν μόνο ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς λογικῆς. Ὁ εὐερέθιστος, ἀνώριμος ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὡριμάσει, νὰ βρεῖ τὴν ἰσορροπία του πρὶν ἐπιχειρήσει ὁποιαδήποτε πρόσβαση πρὸς τὴν πνευματικὴ ζωή. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὰ συναισθήματά του βρίσκονται σὲ κατάσταση ἀνωριμότητας καὶ προσβάλλεται εὔκολα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα, αὐτὸς ποὺ νιώθει πικρία γιὰ ὅ,τι συνέβη ἢ συμβαίνει, μίσος, κακία, μνησικακία, αὐτὸς ποὺ ξεσπᾶ σὲ θυμοὺς καὶ ἐπιδίδεται σὲ ἀπολαύσεις γιατὶ ἔτσι τοῦ ἀρέσει, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει βῆμα πρὸς τὰ μπρός – χρειάζεται πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ ἀποκτήσει τὴν αὐτοκυριαρχία του, τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ εἶναι προτιμότερο νὰ στραφεῖ στὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, σωματικῶν καὶ ψυχικῶν, καὶ μετὰ νὰ γίνει ζηλωτὴς τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν.

Ὅσο πιὸ γρήγορα ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀνυψώσουμε καὶ νὰ ἐκλεπτύνουμε τὰ συναισθήματά μας, τόσο πιὸ γρήγορα θὰ βαδίσουμε πρὸς τὴν ἀπελευθέρωσή μας. Ὅσο περισσότερο συνειδητοποιήσουμε τὰ δικά μας σφάλματα, τὶς δικές μας ἀτέλειες, τὰ δικά μας λάθη, τόσο καλύτερη θὰ εἶναι ἡ ζωή μας σὲ σχέση μὲ τὴ χθεσινή.

Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐξουσιάζουμε τοὺς ἄλλους, ἀκόμα καὶ νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ τοὺς βελτιώσουμε. Ὅλο τὸν χρόνο μας, τὸν δυναμισμὸ τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ τὸν ἀφιερώσουμε μόνο στὴν ἀλλαγὴ καὶ βελτίωση τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 14:12)

Πρέπει ἀκόμα νὰ ἐκλαμβάνουμε τὰ λάθη καὶ τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, τόσο γενικὰ ὅσο καὶ εἰδικὰ ὅταν μᾶς ἀφοροῦν, σὰν μιὰ πρόκληση, σὰν μιὰ εὐκαιρία ἄσκησης τῶν δικῶν μας ἀρετῶν, τῶν δικῶν μας δυνατοτήτων. Καὶ ὅσο πιὸ δυνατὴ εἶναι αὐτὴ ἡ πρόκληση, ὅσο πιὸ ἐνοχλητική, τόσο περισσότερο θὰ ἀντιδροῦμε χαμογελώντας. Αὐτό, φυσικά, δὲν σημαίνει νὰ προκαλοῦμε τὶς προκλήσεις. Θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε χώρους, καταστάσεις καὶ πρόσωπα ποὺ ἐνδεχομένως ἢ ἀποδεδειγμένα μποροῦν νὰ διεγείρουν τὴν κατώτερη φύση μας. Κάθε διαφορά, διαφωνία, δυσαρμονία ποὺ ἀνακύπτει στὴν καθημερινή μας ζωὴ πρέπει νὰ περιοριστεῖ στὴν πλευρὰ τοῦ ἄλλου, γιατὶ μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ διασφαλίσουμε τὴν πλήρη μας κυριαρχία ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν συναισθημάτων μας.

Τὰ ἀνθρώπινα αἰσθήματα καὶ συναισθήματα δὲν πρέπει νὰ ἐκμηδενιστοῦν, ἀλλὰ νὰ ἀνυψωθοῦν, νὰ ἐξευγενιστοῦν, νὰ καθοδηγηθοῦν. Ἡ συναισθηματικὴ ζωή μας πρέπει νὰ χαλιναγωγηθεῖ ἀπὸ τὴ λογικὴ σκέψη. Τὰ αἰσθήματα καὶ τὰ συναισθήματα πρέπει νὰ παραμείνουν ἐκλεπτυσμένα, ἐξαγνισμένα, ἐξευγενισμένα. Πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὰ βαθύτερα καὶ εἰλικρινέστερα συναισθήματά μας καὶ σιγὰ-σιγὰ νὰ τὰ ἀφιερώσουμε στὴ λατρεία ὄχι μόνο τῶν προσώπων ποὺ ἀγαπᾶμε, ἀλλὰ κυρίως στὸ Ἀνώτατο Πρόσωπο, στὸ ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ στραφοῦμε στὴν κρίσιμη καμπὴ τῆς ζωῆς μας.

Πρέπει νὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε παρορμητικοί. Εἶναι λάθος αὐτὸ ποὺ πιστεύει ὁ πολὺς κόσμος, ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε ἀνεξέλεγκτα αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀρέσει καὶ νὰ ἀποφεύγουμε αὐτὸ ποὺ δὲν μᾶς ἀρέσει. Καὶ οἱ δύο κατευθύνσεις πρέπει νὰ ἐλέγχονται ἀπὸ τὴ λογική. Εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ «μοῦ ἀρέσει, δὲν μοῦ ἀρέσει» καὶ νὰ προεκτείνουμε τὶς δραστηριότητές μας καὶ σὲ χώρους ποὺ δὲν εἶναι τῆς ἀρεσκείας μας ἢ νὰ πάψουμε νὰ ἐνδιαφερόμαστε γιὰ πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ ἁπλῶς μᾶς ἀρέσουν. Πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἡ λογικὴ σκέψη, καὶ τὸ συναίσθημα νὰ λειτουργήσει ἀπὸ κοινοῦ μὲ αὐτήν.

Δὲν πρέπει ποτὲ κάποιος νὰ λέει «μοῦ ἀρέσει νὰ καπνίζω», «μοῦ ἀρέσει νὰ πίνω», «μοῦ ἀρέσει ὁ τάδε ἢ ὁ τάδε», πρέπει νὰ σκέπτεται καὶ νὰ διερευνᾶ καὶ νὰ διερωτᾶται γιατὶ τοῦ ἀρέσει τὸ κάπνισμα, τὸ ποτὸ κ.λπ., νὰ ζυγιάζει τὰ τυχὸν ὑπὲρ καὶ τὰ τυχὸν κατὰ καὶ νὰ ἀποφασίζει σύμφωνα μὲ τὸ προσωπικό του συμφέρον, συμφέρον ποὺ ἀνάγεται, φυσικά, στὴν καλὴ κατάσταση τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς του.

Στὸ πλαίσιο τῆς προσπάθειας ἀφύπνισής μας, τῆς ἐπίγνωσης δηλαδὴ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ἀκόμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ περιορίζεται στὴν ἱκανοποίηση τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν του δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει καμία σωστὴ ἐμπειρία καί, ἑπομένως, καμία σωστὴ γνώση. Ὅ,τι μαθαίνει τὸ μαθαίνει σὰν ζῶο ποὺ προσπαθεῖ νὰ μιμηθεῖ κάτι ποὺ δὲν καταλαβαίνει. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ αἰσθήματα καὶ τὰ συναισθήματά του, ἀπὸ τὶς τυφλὲς προτιμήσεις του, περιορίζει ἀσυναίσθητα τὸ πεδίο τῶν γνώσεών του σὲ ἐκεῖνο μόνο ποὺ τοῦ ἀρέσει, γιατὶ ἀποστρέφεται καθετὶ ποὺ δὲν τοῦ ἀρέσει. Αὐτὴ εἶναι μιὰ περιορισμένη, ἐλλιπὴς γνώση ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πουθενά. Ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτὸς ποὺ στηρίζεται μόνο στὴ λογική του, στὴν ὑποκειμενική του ἀντίληψη, μπορεῖ νὰ προκόψει.

Μόνο ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ καὶ παρακάμπτει αὐτὰ τὰ ἐμπόδια ποὺ τὸν περιορίζουν μπορεῖ νὰ ἐλπίζει. Μπορεῖ νὰ ἐλπίζει ὅτι κάποια μέρα ὁ περιορισμένος –ἀπὸ ἄποψη τόπου καὶ χρόνου– νοῦς του θὰ ξεπεράσει τὰ ὅριά του καὶ μὲ τὴ διαίσθηση θὰ διεισδύσει στὸν ἄγνωστο καὶ θαυμαστὸ κόσμο.

Καὶ ἡ λογικὴ καὶ τὸ συναίσθημα, ἀλλὰ προπαντὸς ἡ ἄμεση ἱκανοποίηση τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν μας δὲν πρέπει νὰ ἀποτελοῦν φραγμὸ στὴν πρόοδό μας – καὶ δὲν θὰ ἀποτελοῦν φραγμὸ μόνο ὅταν κατορθώσουμε τὴ σύμμετρη καὶ ἁρμονικὴ λειτουργία τους, μὲ πλοηγὸ τὴ λογικὴ καὶ συνεπιβάτες τὸ συναίσθημα καὶ τὶς ἐνστικτώδεις ἀνάγκες μας.

Μιὰ μονομερὴς ἐνίσχυση τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν, χωρὶς τὸ συναίσθημα, μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἕναν πολιτισμὸ τεχνολογικὰ πανίσχυρο καὶ μὲ μιὰ ἔξοχη πρόοδο στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ στὶς τεχνικὲς ἐφαρμογές, ὅμως ἐνέχει τὸν κίνδυνο νὰ δημιουργήσει ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς –ὅπως συνέβη ἤδη καὶ συμβαίνει καὶ στὶς ἡμέρες μας– μιὰ «φυλὴ» βάρβαρη ἀπὸ πλευρᾶς ἐσωτερικῆς καλλιέργειας, δίχως ἡμερότητα ἤθους, χωρὶς συναίσθημα, χωρὶς ἠθικὲς ἀξίες.

Καὶ ἀντίθετα, ὅπως συνέβη στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα, ἡ ἰσόρροπη ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς καὶ τοῦ συναισθήματος ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπτυχθεῖ μιὰ δημιουργικὴ φαντασία μὲ ἐπέκταση στὴ λογοτεχνία, στὴν ποίηση, στὴ ζωγραφική, στὴ γλυπτική, στὴ μουσικὴ σύνθεση καὶ στὸν φιλοσοφικὸ στοχασμό, ἀλλὰ καὶ στὴ μεταφυσικὴ πίστη. Ἀκόμα ἐπηρέασε καὶ τὴν πορεία τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτικοῦ βίου καὶ ἐνέπνευσε ρεύματα ἰδεῶν καὶ τὸ ξεκίνημα γιὰ κοινωνικὲς μεταρρυθμίσεις, ἀναμορφώσεις – ὁδήγησε σὲ ὑψηλὰ ἰδεώδη καὶ σὲ ἐκλέπτυνση τῶν ἠθῶν. Αὐθορμητισμὸς καὶ συγκινήσεις ἐνέπνεαν στοὺς καλλιτέχνες καὶ στοὺς ποιητὲς ἔργα μὲ ἀπαράμιλλη αἰσθητικὴ πνοή.

Βέβαια, τόσο ὁ σημερινὸς τεχνικὸς πολιτισμὸς μὲ τὶς ἀνέσεις καὶ τὶς δυνατότητες ποὺ παρέχει στὸν ἄνθρωπο, ὅσο καὶ ἡ ἀντίληψη τοῦ μεγάλου 19ου αἰώνα, ποὺ σημάδεψε καὶ σημαδεύει τὴν πολιτιστικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ συνυπάρχουν.

Οἱ ἀληθινὰ ὑψηλοὶ σκοποὶ συναρτῶνται σὲ μιὰ παράλληλη καὶ ἰσόρροπη, ἁρμονικὴ καὶ ἰσοδύναμη καλλιέργεια καὶ ἀνάπτυξη τῶν καλύτερων δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅπως ὅμως δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀγνοήσει τὰ ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα τῆς τεχνικῆς προόδου, ἔτσι δὲν μπορεῖ, πολὺ περισσότερο, νὰ ἀγνοήσει καὶ τὴ βίωση τῶν ἀπαράμιλλων πνευματικῶν καὶ συναισθηματικῶν θησαυρῶν ποὺ ἐμπεριέχονται στὸ ἀληθινὸ καὶ βαθύτερο πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ στὴν κατὰ τὸ δυνατὸν πραγμάτωση τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ τῆς ἐλευθερίας στὸν κοινωνικὸ βίο τῶν λαῶν τῆς οἰκουμένης.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ καὶ ἀναπνέει μόνο γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν του στὴν οὐσία δὲν μπορεῖ νὰ θρησκεύεται. Μπορεῖ μόνο νὰ ἀκολουθήσει ἐξωτερικὰ τοὺς τελετουργικοὺς τύπους, τὶς θρησκευτικὲς τελετές. Ὅμως ἡ προσπάθειά του δὲν ξεπερνᾶ ἕνα εἶδος μεταμφιεσμένης εἰδωλολατρείας.

Ὁ ἄνθρωπος, πάλι, ποὺ ἄγεται καὶ φέρεται ἀπὸ τὶς παρορμήσεις του, ἀπὸ τὰ συναισθήματά του, γίνεται πιστὸς ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις – ἄλλοτε, δηλαδή, γιὰ παράδειγμα σὲ μιὰ δύσκολη στιγμὴ τῆς ζωῆς του, γίνεται πιστός, γεμάτος ἀγάπη καὶ λατρεία, καὶ ἄλλοτε ξεπέφτει στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀδιαφορίας καὶ μόνο ὁ φόβος ἢ καὶ ἡ ἐλπίδα ἀνταμοιβῆς τὸν πιέζουν νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸ τυπικὸ τῆς θρησκείας στὴν ὁποία ἀνήκει.

Ὁ διανοητικὸς τύπος τοῦ ἀνθρώπου ἀκολουθεῖ μιὰ θρησκεία κατόπιν συλλογισμῶν καὶ ἐπιχειρημάτων καὶ στηρίζει πολλὰ στὴν ἀνταμοιβή του γιὰ τὴν ἐκ μέρους του τήρηση κάποιας ἐντολῆς.

Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς κατηγορίες, ἁπλοὶ ὀπαδοὶ κάποιας θρησκείας, ἀπευθύνονται συνήθως σὲ ἕναν ἀνθρωπόμορφο Θεὸ καί, στὴν οὐσία, ξημερώνουν μακριὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ νομίζουν ὅτι ἀκολουθοῦν.

Καμία θρησκεία, μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοιά της, δὲν χρειάζεται ὀπαδούς, δὲν ἀρκεῖται σὲ αὐτὴ τὴν ἐκ τοῦ μακρόθεν παρακολούθηση. Ἡ θρησκεία ἀναζητᾶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ μπορέσει νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό, στὸ σύνολό του, χωρὶς ἐνδοιασμούς, χωρὶς προκαταλήψεις, χωρὶς φόβο καὶ σκέψη ἀνταπόδοσης. Ὁ πιστὸς θὰ πρέπει νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό του, φθαρτὸ καὶ ἄφθαρτο, στὸ σύνολό του. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχει μόνο ἐκεῖνος ποὺ ξεπέρασε τὰ πάθη, τὰ συναισθήματα καὶ τὸν κλοιὸ τῆς λογικῆς, ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ μὲ τὴν προσπάθειά του ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ κυριαρχεῖ τὰ πάθη του, νὰ ἐλέγχει τὰ συναισθήματά του καί, κυρίως, νὰ ἐλευθερώσει τὸν νοῦ του ἀπὸ τὴν ποικιλία καὶ τὴν πολλαπλότητα καὶ νὰ σταθεῖ, νὰ γίνει δηλαδὴ ὀπαδὸς τοῦ Ἑνός, τοῦ Ἑνὸς ποὺ εἶναι Δημιουργὸς καὶ κυρίαρχος τοῦ ὁρατοῦ καὶ νοητοῦ κόσμου.

Αὐτὸς ποὺ θὰ προσπαθήσει, αὐτὸς ποὺ θὰ ἁπλώσει εὐλαβικὰ τὰ χέρια του στὸν Οὐρανὸ καὶ θὰ ἀναζητήσει τὴ γαλήνη καὶ τὴν ἠρεμία τῆς ψυχῆς του, δὲν θὰ τὸ κάνει μάταια. Ἴσως νὰ μὴ νιώσει τὴ ζεστασιὰ τοῦ Οὐρανοῦ ἀπὸ τὶς πρῶτες προσπάθειες. Ἀργὰ ὅμως ἢ γρήγορα, χωρὶς καμία ἀμφιβολία, θὰ νιώσει νὰ ἀνοίγεται μπροστά του μιὰ νέα ζωὴ μὲ νέες προοπτικές. Καὶ κάποια στιγμή, ὅταν προσεύχεται, θὰ ζήσει στιγμὲς διαίσθησης καὶ ἐξαιρετικῆς ἔμπνευσης καὶ στὶς στιγμὲς τῆς περισυλλογῆς του θὰ διδαχτεῖ τὶς κατευθύνσεις τῆς ζωῆς ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀκολουθήσει. Ἀπὸ τὴν καρδιά του θὰ ἀναβλύσει πηγὴ ἀνέκφραστης εὐτυχίας καὶ τότε θὰ διαπιστώσει τὴν ἀλήθεια τοῦ Λόγου:

[…] ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. (Κατὰ Ἰωάννην 7:38)

Σὲ καθέναν ποὺ θὰ προσπαθήσει μὲ εὐλάβεια καὶ ὑπομονὴ θὰ δοθεῖ εἰρήνη ψυχῆς καὶ ἀφθαρσία, γιατὶ γίνεται τηρητὴς καὶ ὄχι ἁπλὸς ἀκροατὴς τοῦ Νόμου.

 


254 Καθάπερ Νοῦς ὢν καὶ ὑπερεπέκεινα τῶν ἐν σοφίᾳ ὑπ’ αὐτοῦ δημιουργηθέντων κτισμάτων ὁ Θεός, γεννῶν ἀρρεύστως τὸν Λόγον εἰς τὴν τούτων διαμονὴν καὶ εἰς δύναμιν αὐτῶν ἐκπέμπων, ὡς γέγραπται, τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ἐκτός ἐστι καὶ ἐντὸς τοῦ παντός, οὕτω καὶ ὁ τῆς αὐτοῦ θείας φύσεως μέτοχος ἄνθρωπος, εἰκὼν ὑπάρχων αὐτοῦ, κατὰ τὸ νοούμενον, τῆς νοερᾶς καὶ ἀσωμάτου καὶ ἀθανάτου ψυχῆς καὶ νοῦν ἔχων φυσικῶς τὸν λόγον γεννῶντα ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ, ὑφ’ ὧν πᾶσα ἡ δύναμις συντηρεῖται τοῦ σώματος, ἐκτός ἐστι καὶ ἐντὸς τῆς ὕλης καὶ τῶν ὁρωμένων αὐτῶν. Καὶ ὥσπερ ὁ πλάσας αὐτὸν ἀχώριστός ἐστι τῶν αὐτοῦ ὑποστάσεων, Λόγου, λέγω, καὶ Πνεύματος, οὕτω καὶ αὐτὸς κατά γε τὴν ψυχὴν ἄτμητός ἐστι τοῦ νοὸς καὶ τοῦ λόγου, τῆς μιᾶς φύσεως καὶ οὐσίας τῆς ἀπεριγράπτου τῷ σώματι (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 327:στ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Γ΄ ἑκατοντάδα γνωστικῶν κεφαλαίων», σ. 111:6.

255 Τρισυπόστατον τὸ θεῖον ἐν Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι προσκυνούμενον, τρισὶν ἐπιθεωρεῖται μερισμοῖς καὶ ἡ παρ’ αὐτοῦ πλασθεῖσα εἰκών, ὁ ἄνθρωπος, ψυχῇ, νοῒ καὶ λόγῳ προσκυνῶν αὐτόν, τὸν ἐξ οὐκ ὄντων τὰ πάντα πεποιηκότα Θεόν […]. Ἃ οὖν Θεῷ κατὰ φύσιν συναΐδιά τε καὶ ὁμοούσια, ταῦτα καὶ τῇ εἰκόνι αὐτοῦ συμφυῆ τε καὶ ὁμοούσια· ἐξ ὧν τὸ κατ’ εἰκόνα ἐν ἡμῖν ὁρᾶται καὶ δι’ ὧν εἰκών εἰμι Θεοῦ, εἰ καὶ τῇ πηλῷ καὶ τῇ εἰκόνι συμφύρομαι (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 327:ζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Γ΄ ἑκατοντάδα γνωστικῶν κεφαλαίων», σ. 111:7.

256 Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἀφ’ ἑαυτῆς φυσικῶς ἔχει τὸ φαντάζεσθαι, διὰ τὸ πέντε δυνάμεις κεκτῆσθαι, ἤτοι νοῦν, διάνοιαν, δόξαν, φαντασίαν καὶ αἴσθησιν· ὥσπερ ἄρα καὶ τὸ σῶμα τὰς πέντε αἰσθήσεις […] (Ἅγιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 264:ξθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Οἱ πέντε δυνάμεις τῆς ψυχῆς», σ. 92:69.

257 Τῆς λογικῆς ψυχῆς εἰς τρία μεριζομένης καὶ εἰς δύο θεωρουμένης, τὸ μὲν γὰρ αὐτῆς λογικόν ἐστι, τὸ δὲ παθητικόν. Καὶ τὸ μὲν λογικὸν αὐτῆς, κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὴν ὄν, ἄσχετόν ἐστι καὶ ἀόρατον καὶ ἀόριστον ταῖς αἰσθήσεσιν, ὡς ἐκτὸς καὶ ἐντὸς ὑπάρχον αὐτῶν· τούτῳ συγκοινωνοῦσα ταῖς νοεραῖς καὶ θείαις δυνάμεσι, κατὰ φύσιν εἰς Θεόν, ὡς εἰς πρωτότυπον, διὰ τῆς ἱερᾶς γνώσεως τῶν ὄντων ἀνατρέχει καὶ τῆς θείας αὐτοῦ ἐν ἀπολαύσει γίνεται φύσεως. Τὸ δὲ παθητικὸν αὐτῆς κατακερματίζεται ταῖς αἰσθήσεσι, πάθεσι καὶ ἀνέσεσιν ὑποκείμενον· τοῦτο τῇ αἰσθητικῇ, θρεπτικῇ τε καὶ αὐξητικῇ συγκοινωνοῦσα φύσει, ἀέρος ἀντιλαμβάνεται, ψυχρότητός τε καὶ θάλψεως καὶ τροφῶν εἰς διαμονήν, εἰς ζωήν, αὔξησιν καὶ ὑγείαν· διὸ καὶ τούτοις συναλλοιούμενον, ποτὲ μὲν ἐπιθυμεῖ ἀλόγους ἐπιθυμίας τῆς κατὰ φύσιν κινήσεως παρακινηθέν, ποτὲ δὲ παροξύνεται καὶ ἀλόγῳ θυμῷ φέρεται, πεινᾶν τε ποιεῖ καὶ διψᾶν, λυπεῖσθαι, πονεῖν καὶ πάλιν διαχέεσθαι· ὡς ταῖς ἀνέσεσι μὲν ἐνηδόμενον, ταῖς δὲ θλίψεσι συστελλόμενον ὃ καὶ παθητικὸν μέρος αὐτῆς εἰκότως καλεῖται, ὡς ἐξεταζόμενον ἐν τοῖς πάθεσιν (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 328:θ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Γ΄ ἑκατοντάδα γνωστικῶν κεφαλαίων», σ. 112:9.

258 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 252.

259 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 252.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ