02.08 | Ανάγνωση των Γραφών – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

8. Ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Γραφές, ὅταν λέμε, ἐννοοῦμε κυρίως τὰ Εὐαγγέλια, τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τὶς Ἐπιστολές, ὅλα τὰ κείμενα τῆς Ὀρθόδοξης πατερικῆς διδασκαλίας, συμπληρωματικὰ δὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καθὼς καὶ κάθε γραπτὸ κείμενο θρησκευτικοῦ περιεχομένου ποὺ εἶναι ἀπόρροια μιᾶς γνήσιας ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας καὶ ὄχι ἐπίτευγμα μιᾶς νοητικῆς διεργασίας.

Οἱ Γραφὲς δὲν ἑρμηνεύονται. Μποροῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτὲς ἢ νὰ κατανοηθοῦν. Ὅμως ἡ κατανόηση αὐτὴ εἶναι ἀδύνατη ὅταν οἱ Γραφὲς προσεγγίζονται εἴτε ὡς ἱστορικὴ πηγὴ243 εἴτε ὡς διανοητικὸ κατασκεύασμα πρὸς ἄντληση γνώσεων καὶ ἐπιχειρημάτων.244

Ὁ πιστὸς δὲν προσεγγίζει τὶς Γραφὲς ὡς προϊὸν ἀνθρώπινης ἐργασίας, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἐργασία αὐτὴ εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸν Θεό.

Οἱ Γραφὲς εἶναι ὁ ἐξ ἀποκαλύψεως Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Σοφίας καὶ τῆς Γνώσης τοῦ Θεοῦ καί, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀθάνατος, γι’ αὐτὸ εἶναι ἀθάνατες καὶ οἱ Γραφές.

Τὸ Εὐαγγέλιο, γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, κηρύττει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς, τὴ θεληματικὴ ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὴν ἔναρξη τῆς θεϊκῆς μεταμόρφωσης.

Ἡ κατανόηση τῶν Γραφῶν χρειάζεται τὴ μέγιστη προσοχή, γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στὸν Τιμόθεο:

Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει […]. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Τιμόθεον Α΄ 4:13)

Γράφει σχετικὰ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:

Ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν εἶναι ἀναγκαιότατη καὶ ὠφελιμότατη σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. […] Πρέπει ὅμως νὰ μὴ διαβάζει κανεὶς ἀπρόσεκτα καὶ χωρὶς σκέψη, ἀλλὰ μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ σκέψη, ὥστε ὄχι μόνο νὰ διαβάζει, ἀλλὰ καὶ νὰ κατανοεῖ τὶ διαβάζει, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Φίλιππος στὸν Εὐνοῦχο «Ἄραγε κατανοεῖς αὐτὰ ποὺ διαβάζεις;». (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)245

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀποκαλεῖ τὶς Γραφὲς «τόπο τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν», γιατὶ σὲ αὐτὲς βρίσκεται ἡ ἄκρα ἀλήθεια, διὰ τῆς ὁποίας φωτίζεται ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Συμβουλεύει, ὅμως, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ ὅσους καταγίνονται μὲ τὶς Γραφὲς νὰ πιστεύουν καὶ νὰ πείθονται ἐσωτερικὰ ὅτι ὅλα ὅσα γράφονται στὶς Γραφὲς εἶναι ἡ ἀλήθεια, καὶ πρέπει νὰ πείθονται μὲ τὴν ἴδια ἁπλότητα ποὺ πείθονται τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς.

Τόπος τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι οἱ λόγοι τῶν θείων Γραφῶν, γιατὶ σὲ αὐτὲς βρίσκεται μιὰ ἄκρα ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία φωτίζεται ὁ νοῦς καὶ λαμπρύνεται. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)246

Καὶ ὅτι πρέπει αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ πείθονται ἀπὸ τὶς ἁγίες Γραφὲς μὲ τὴν ἴδια ἁπλότητα ποὺ πείθονται τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἀπὸ τοὺς δασκάλους τους, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος […]. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)247

Συμβουλεύει ἀκόμα ὁ σεμνὸς καὶ μέγιστος Νικόδημος, ἐὰν τύχει νὰ συναντήσουμε στὶς Γραφὲς κάποιο λόγο ἢ νόημα τὸ ὁποῖο μᾶς φαίνεται ἀσύμφωνο ἢ ἀντιφατικὸ μὲ ἄλλο νόημα τῶν Γραφῶν, ὅτι εἶναι προτιμότερο νὰ ἀποδίδουμε τὴν κατηγορία αὐτὴ στὸν ἑαυτό μας ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε, παρὰ νὰ τὴν ἀποδίδουμε στὶς Γραφές, ποὺ εἶναι ἀδιάψευστες καὶ διαυγεῖς.

Ἐὰν δὲ τύχει νὰ συναντήσουν στὶς Γραφὲς κάποιον λόγο, ἢ νόημα, ποὺ ὅπως πιστεύουν φαίνεται νὰ μὴ συμφωνεῖ ἢ καὶ νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ ἄλλα τῆς Γραφῆς ἢ καὶ μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο, τότε πρέπει αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἴδιο, τὸν [Μέγα] Βασίλειο, νὰ διαβάζουν ὅλη τὴν περικοπὴ καὶ ὅσα προηγοῦνται καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν τὸν συγκεκριμένο λόγο, καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ βρίσκουν τὸ ἀληθινὸ νόημα· ἢ ἀπὸ ἄλλους, σαφέστερους λόγους, ποὺ ἔχουν λεχθεῖ σὲ ἄλλα σημεῖα, νὰ μαθαίνουν τοὺς λιγότερο σαφεῖς· ἐὰν ὅμως τέλος πάντων δὲν βρίσκουν λύση στὸ ἀδιέξοδο ποὺ ἔχουν φτάσει, λέει ὅτι καλύτερα πρέπει νὰ κατηγοροῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν ἀσθένεια τοῦ νοῦ τους γιὰ τὸ ὅτι ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν παρὰ νὰ αὐθαδιάζουν καὶ νὰ λένε ὅτι τὸ χωρίο ἐκεῖνο τῆς Γραφῆς εἶναι ἐσφαλμένο. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)248

Καὶ ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος γράφει ὅτι:

Ἡ ψυχὴ ποὺ θέλει νὰ μελετᾶ νύχτα καὶ μέρα τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν ὠφελεῖται τόσο πολύ, ἀπὸ τίποτα ἄλλο, ὅσο ἀπὸ τὴν ἔρευνα τῶν Γραφῶν, γιατὶ μέσα σ’ αὐτὲς εἶναι κρυμμένο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)249

Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἀγνοοῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Γραφὲς ὑπάρχει καὶ ἡ Διδασκαλία ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτὴ καθαυτὴν τὴν ἱστορικὴ προσωπικότητα τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ Διδασκαλία ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ σύντομη ἀλλὰ ἐκπληκτικὴ καὶ ὑποδειγματικὴ ζωή Του στὸν πλανήτη μας. Καὶ ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἕνας φωτεινὸς ὁδηγός, ὅμως ὁ Λόγος τῶν Γραφῶν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ μᾶς φωτίζει αἰώνια, θὰ μᾶς καθοδηγεῖ, θὰ μᾶς δίνει τὴ δύναμη γιὰ νὰ πραγματοποιοῦμε μιὰ ζωὴ σύμφωνη κατὰ προσέγγιση μὲ τὴ ζωὴ Ἐκείνου. Καὶ ὁ Λόγος θὰ εἶναι ἡ ὕψιστη ἐπιταγή, ἡ μοναδικὴ ἐντολή, ὁ χρυσὸς ὁδηγὸς καὶ συμπαραστάτης μας. Καὶ ὀφείλουμε νὰ στρεφόμαστε σὲ Αὐτὸν καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν Τὸν καταλαβαίνουμε, ὅπως τὸ φυτὸ τείνει καὶ στρέφεται πάντοτε πρὸς τὸ φῶς. Αὐτὸς θὰ εἶναι τὸ φάρμακο στὴν ἀσίγαστη δίψα μας, ὅταν ἐκείνη ἀπαιτεῖ τὴν ἐπίλυση τῶν μυστηρίων, τὴ διείσδυση στὸν ἄπειρο κόσμο, ὅταν ἡ δίψα μας ἀπαιτεῖ τὰ πάντα καὶ γιὰ πάντα.

Θὰ στρεφόμαστε σὲ Αὐτὸν ποὺ ἔριξε φῶς στὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς μας, ὄχι ἀπὸ ψηλά. Ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ ἐμᾶς καὶ ἔσκυψε πάνω μας γιὰ νὰ μᾶς διδάξει αὐτὴ τὴν Ἀλήθεια ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν πραγματικὴ κατοικία μας. Καὶ πολλοὶ λίγοι τὸ κατάλαβαν ἀμέσως, ὄχι βέβαια οἱ σοφοί, ποὺ παρέμειναν στὴν τραγικὴ ἀλαζονεία τους, στὴν ἀκατανόητη ὑπεροψία τους, ἀλλὰ οἱ φτωχοί, οἱ ταπεινοὶ καὶ καταφρονεμένοι, οἱ ἀποδιωγμένοι –ποὺ τοὺς κάλεσε καὶ καλεῖ πάντοτε κοντά Του–, οἱ πόρνες, οἱ μοιχαλίδες, οἱ ἀπατεῶνες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ. Εἶδαν στὸ πρόσωπό Του τὴ μυστηριακὴ αἰώνια ὄψη τῆς Ἀγάπης νὰ διαπερνᾶ τὸ σκοτάδι ὅπου βρίσκονταν ἀκόμη. Καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς λέει τὴν παντοτινὴ ἀλήθεια, ὅταν τοὺς τίθεται ἡ ἐρώτηση ἂν καὶ ἐκεῖνοι θὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν:

Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. (Κατὰ Ἰωάννην 14:5-6)

Ἡ ἔννοια τῆς Γραφῆς δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ νομίζουμε συνήθως, ἀλλὰ ἄλλη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ φαίνεται. Γιατὶ ὁ Λόγος γίνεται σάρκα μὲ καθένα ἀπὸ τὰ γραμμένα λόγια. Ἡ ἀρχὴ τῆς μάθησης τῶν ἀνθρώπων γίνεται ἀπὸ τὴ σάρκα. Γιατὶ κατὰ τὴν πρώτη προσπάθειά μας συναντᾶμε τὸ γράμμα τοῦ νόμου καὶ ὄχι τὸ πνεῦμα. Προχωρώντας σταδιακὰ καὶ πελεκώντας τὴν παχύτητα τῶν λέξεων, φτάνουμε στὸ καθαρὸ πνεῦμα, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ στὸν ἄνθρωπο.

Ὅσο βλέπουμε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ σωματωμένο στὸ γράμμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μὲ τὰ διάφορα αἰνίγματα, δὲν ἔχουμε ἀκόμη δεῖ νοητῶς τὸν ἀσώματο καὶ ἁπλὸ ἑνιαῖο Λόγο.

Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ εἶπον αὐτῷ· διατί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται. […] Διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ ἀκούωσι μηδὲ συνῶσι […]. (Κατὰ Ματθαῖον 13:10-11, 13)

Ἡ διδασκαλία τοῦ Λόγου ἔχει πολλοὺς ἀποδέκτες – κατάλληλους γιὰ αὐτὴν καὶ ἀκατάλληλους, προετοιμασμένους καὶ ἀπροετοίμαστους, πιστοὺς καὶ ἄπιστους, νοητικὰ ἀνεπτυγμένους καὶ μή, σὲ μικρὸ ἢ μεγάλο βαθμό. Ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀποκομίσει τὴ δική του κατανόηση, ποὺ θὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν πίστη του, τὴν ἀφοσίωσή του, τὴ νοητικότητά του. Ὅμως, ὅπως εἴπαμε, μόνο ἐκεῖνος ποὺ θὰ προσεγγίσει τὶς Γραφὲς μὲ ἀπόλυτη πίστη καὶ ἀφοσίωση θὰ ἔχει τὴν πρέπουσα κατανόηση.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ Γραφὲς εἶναι πολλὲς φορὲς αἰνιγματικὰ διατυπωμένες καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἰησοῦς δίδασκε μὲ παραβολὲς ὅταν ἀπευθυνόταν στοὺς ὄχλους. Γνώριζε, ἄλλωστε, ὅτι καὶ οἱ «ὄχλοι» σιγὰ-σιγὰ ἀρχίζουν νὰ ἀντιλαμβάνονται, νὰ προετοιμάζονται καὶ νὰ γίνονται κοινωνοὶ τοῦ Λόγου.

Πρέπει νὰ γίνει κατανοητὸ ὅτι ὅποιος δὲν εἶναι ἐπαρκῶς προετοιμασμένος δὲν μπορεῖ κὰν νὰ ἀκούει τὸν Λόγο. Στὴν κατανόηση τῶν Γραφῶν, μετὰ τὴν πίστη, τὸ σπουδαιότερο λόγο παίζει ἡ νόηση. Μιλᾶμε ὅμως γιὰ τὴ νόηση ἐκείνη ποὺ ἔχει στρέψει τὸ ἐνδιαφέρον της στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ἔχει ἀρχίσει δηλαδὴ ἡ προετοιμασία καὶ ὑπάρχει ἡ εἰλικρινὴς διάθεση στὸν ἄνθρωπο νὰ ἀκούσει τὸν Λόγο καὶ νὰ ἐκτελέσει τὶς ἐντολές Του. Διαφορετικά, ἀκόμα καὶ ἂν διαβάσει κανεὶς ἢ ἀκούσει τὸν Λόγο, δὲν θὰ Τὸν πιστέψει – ἔστω καὶ ἂν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἐπιθυμεῖ.

Μόνο ὅταν γίνεις διαφορετικὸς ἄνθρωπος, μόνο τότε μπορεῖς νὰ ἐλπίζεις. Μόνο αὐτὸς ποὺ ἄρχισε τὴν προετοιμασία καὶ πιστεύει ἀνιδιοτελῶς, δηλαδὴ χωρὶς προσδοκία ἀνταμοιβῆς, μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ νὰ τεθεῖ ὑπὸ τὸν Νόμο τοῦ Λόγου, τοῦ Λόγου τῆς Ἀγάπης.

Καμία διδασκαλία δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ μὲ μόνη τὴ διάνοια, γιατὶ καμία διδασκαλία δὲν εἶναι ἕνα σύνολο προτάσεων πρὸς ἀποδοχὴ ἢ μιὰ διανοητικὴ ἐπιχειρηματολογία, οὔτε στοχεύει νὰ προκαλέσει κάποια ἀγαλλίαση στὸν συναισθηματικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι περιέχεται στὶς Γραφὲς προέρχεται ἀπὸ ἕναν ἀνώτερο κόσμο, ἀπὸ ἕνα ἀνώτερο συνειδησιακὸ ἐπίπεδο, καὶ γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ χρειάζεται ἕναν ἀποδέκτη ποὺ νὰ ἔχει ἤδη μεταμορφωθεῖ ἀρκετά, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀνώτερο αὐτὸν κόσμο. Πάνω ἀπ’ ὅλα, ὅμως, ἡ κατανόηση τοῦ Λόγου, τῶν Γραφῶν, ἀπαιτεῖ τὸν ὁδοιπόρο ποὺ βαδίζει σταθερὰ καὶ θεληματικὰ στὸ μοναδικὸ μονοπάτι, πάνω στὸ ὁποῖο τὸ φθαρτὸ καὶ ἄφθαρτο μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του ὑποτάσσονται στὴν ἀνωτερότητα τοῦ πνεύματος.

Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ· καὶ οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρός με ἵνα ζωὴν ἔχητε. (Κατὰ Ἰωάννην 5:39-40)250

Οἱ Γραφὲς ἔχουν τεράστια πνευματικὴ ἀξία καὶ μέσω αὐτῶν ἐκφράζεται ἀναμφισβήτητα ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ ὅποια ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἀνάγνωση γίνεται μὲ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη.

Γιὰ νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο θὰ πρέπει: α) νὰ μὴν περιοριζόμαστε στὸ γράμμα τῶν Γραφῶν, ἀλλὰ νὰ ἀναζητοῦμε τὸ πνεῦμα αὐτῶν, δηλαδὴ τὸ κρυπτόμενο κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα, καὶ β) ἀφοῦ καταλάβουμε τὸ νόημά τους, νὰ ἀρχίσουμε νὰ ἀκολουθοῦμε τὶς ὁδηγίες ποὺ δίνονται γιὰ τὴν καθοδήγησή μας. Ἂν διαβάζουμε μόνο τὶς Γραφὲς καὶ δὲν φροντίζουμε γιὰ τὴν ἐφαρμογή τους στὴν καθημερινή μας ζωή, τότε ἡ ἀνάγνωση, ὅσο συχνὰ καὶ ἂν γίνεται, παραμένει μιὰ ἁπλὴ τελετουργικὴ πράξη, ἕνας ἁπλὸς τύπος, χωρὶς νὰ ὠφελεῖ σὲ τίποτα, ἔστω καὶ ἂν γίνεται ὁλόκληρη τὴ ζωή μας.

Σκεφτεῖτε τὸ πράγμα διαφορετικά. Ἂν κάποιος πάει στὸν ἰατρὸ γιὰ νὰ θεραπευτεῖ καὶ ὁ ἰατρὸς τοῦ δίνει κάποια συνταγὴ γιὰ κάποιο φάρμακο, νομίζετε ὅτι ὁ ἀσθενὴς θὰ γίνει καλὰ ἂν δὲν ἀγοράσει τὸ φάρμακο καὶ τελικὰ δὲν τὸ εἰσαγάγει στὸν ὀργανισμό του; Ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν χωρὶς τὴν ἐφαρμογή τους μοιάζει λίγο μὲ τὴν περίπτωση ἐκείνου ποὺ ἀγοράζει χάρτη γιὰ νὰ τὸν μελετήσει προκειμένου νὰ ἐπισκεφτεῖ κάποια μακρινὴ χώρα, ὅμως μετὰ τὴ μελέτη δὲν ἐπιχειρεῖ τὸ ταξίδι.

Βέβαια, ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλὴ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν δημιουργεῖ μιὰ εὐλαβικὴ τάση τοῦ νοῦ καὶ μιὰ ἐπιθυμία γιὰ τὴ γνωριμία τοῦ Θείου Λόγου, ὅμως ἡ ὅλη ὠφέλεια σταματᾶ ἐκεῖ καὶ ἡ λύτρωση θὰ εἶναι ἀκόμη ἀπέραντα μακριά, ἀφοῦ ἀντὶ νὰ ξεπλύνουμε μὲ τὴν ἀνάγνωση τὰ ἁμαρτήματά μας, προσθέτουμε σὲ αὐτὰ ἐνδεχομένως καὶ ἄλλα, δηλαδὴ τὴν ὑπερηφάνεια ὅτι εἴμαστε γνῶστες τῶν Γραφῶν, μορφωμένοι καί, ἑπομένως, καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Ἔτσι καὶ ἡ ἁπλὴ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν ἐντάσσεται μὲ τὴ σειρά της στὶς ἄλλες τυπικὲς καὶ τελετουργικὲς πράξεις, ἐπισκέψεις ἱερῶν τόπων, προσκυνήματα καὶ λατρεῖες εἰκόνων, κειμηλίων, Ἁγίων, ἐξομολογήσεις κ.λπ., πού, ὅπως εἴπαμε, δὲν βοηθοῦν ἀπὸ μόνες τους στὴν πραγμάτωση τοῦ Θείου, γιατὶ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν κερδίζεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Ὅποιος ἐρευνᾶ σωστὰ διακρίνει τὴ Γραφή, τὴν κρίση καὶ τὸν ἑαυτό του.

Τὴ Γραφὴ τὴ γνωρίζουμε σὲ γράμμα καὶ πνεῦμα, τὴν κρίση σὲ λόγο καὶ ἐξωτερικὸ φαινόμενο καὶ τὸν ἑαυτὸ σὲ νοῦ καὶ αἴσθηση. Καὶ ἀφοῦ πάρει κανεὶς ἀπὸ τὴ Γραφὴ τὸ πνεῦμα, ἀπὸ τὴν κρίση τὸν λόγο καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τὸν νοῦ καὶ ἀφοῦ τὰ ἑνώσει ἀδιάρρηκτα, βρῆκε τὸν Θεό.

Μπορεῖ νὰ ἐννοήσει κανεὶς τὶς Γραφὲς σὰν ἕνα πηγάδι, ποὺ τὸ νερό του εἶναι ἡ θεία γνώση. Αὐτὴ ἡ θεία γνώση δωρίζεται ἀπὸ τὸν Λόγο, δὲν ἀντλεῖται μὲ τὸ δοχεῖο τῆς ἀνάγνωσης, γιατὶ τὸ δοχεῖο τῆς ἄντλησης –τῆς μάθησης– δέχεται ἐλάχιστο μέρος τῆς γνώσης καὶ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτα νὰ χωρέσει τὸ Ὅλο.

Ὁ γραπτὸς νόμος ὁδηγεῖ στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ φυσικὸς νόμος ὁδηγεῖ στὴν ἀπόδοση τιμῆς σὲ ὅλους. Ὁ πνευματικὸς νόμος φέρνει τὴν ἐξομοίωση μὲ τὸν Θεό, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ἐρευνήσαμε τὶς Γραφὲς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Γραφῶν, δηλαδὴ περιγράψαμε τὴν ὠφέλεια ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχουμε μέσα ἀπὸ τὴ σωστὴ ἐνασχόλησή μας μὲ αὐτές. Ὀφείλουμε ὅμως νὰ προχωρήσουμε τὴν ἔρευνα καὶ νὰ τὴν ἐπεκτείνουμε στὴν πλευρὰ τὴ δική μας, δηλαδὴ τῶν ἀναγνωστῶν ἢ τῶν ἀκροατῶν τῶν Γραφῶν. Καὶ ἡ ἔρευνα αὐτὴ καταδεικνύει ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ ἀντλήσουμε τὴ γνώση ἀπὸ τὶς Γραφὲς εἶναι νὰ ἐπιχειρήσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ ἀντλήσουμε τὸ νερὸ καὶ νὰ μὴν ἀρκούμαστε στὸ νὰ τὸ παίρνουμε ἀπὸ δευτερογενεῖς παράγοντες. Καὶ αὐτὸ γιατὶ, ὅσο ἀκοῦμε κάποιον ἄλλον, διαρκῶς ἡ προσοχή μας εἶναι στραμμένη σὲ αὐτόν. Ὁπότε ὄχι μόνο δὲν στρεφόμαστε στὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ σχηματίσουμε τὴ δική μας κατανόηση, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε καὶ τὸν ἀνάλογο χρόνο γιὰ νὰ σκεφτοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνας ἄλλος λόγος, πολὺ σπουδαιότερος. Εἶναι τὸ μεγάλο πρόβλημα, τὸ ποιὸς θὰ μᾶς διδάξει τὸν Λόγο. Ὁ Λόγος εἶναι Πνεῦμα καὶ Φῶς καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐπιχειρήσει τὴ διδασκαλία Του, ὄχι μόνο θὰ πρέπει νὰ ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τῶν Γραφῶν, ἀλλὰ καὶ δικό του φῶς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸ μεταδώσει στοὺς ἀκροατές. Πρέπει δηλαδὴ νὰ εἶναι φωτισμένος.
Διαφορετικὰ κινδυνεύουμε νὰ δεχτοῦμε μιὰ γνώση καὶ κατανόηση ξένη πρὸς τὶς Γραφὲς ἢ
διαφοροποιημένη. Προσοχὴ λοιπόν, διδαχτεῖτε μόνο ἀπὸ τοὺς κατάλληλους δασκάλους, ἀλλὰ κυρίως προσπαθῆστε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μὲ ἀγάπη καὶ εἰλικρινὴ ἀφοσίωση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ βοήθεια πάντοτε τοῦ Λόγου, νὰ προοδεύσετε.

Νὰ ζητᾶτε πάντοτε νὰ ξεπεράσετε τὸ ἐπίπεδο τοῦ ὀπαδοῦ τοῦ Λόγου, νὰ γίνετε μαθητευόμενοι καὶ ἀργότερα μαθητές. Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ἁπλοὺς ἀκροατὲς ἢ ὀπαδούς, ἐπιθυμεῖ πάντοτε νὰ ἔχει μαθητές.

Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 2:13)

Προσπαθῆστε νὰ συναντήσετε τὸν κατάλληλο δάσκαλο ἢ ὁδηγὸ καὶ μέχρι τότε ἐμπιστευτεῖτε τοὺς Ἁγίους, ἐμπιστευτεῖτε, προπαντός, τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα προσιτοὶ σὲ ὅσους θὰ προσπαθήσουν νὰ ἀκουμπήσουν τὴν καρδιά τους πάνω τους.

Καὶ σὰν ἐπιστέγασμα στὰ ὅσα γράψαμε γιὰ τὶς Γραφές, ἂς ἀκούσουμε καὶ τὸν ἐκλεκτὸ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, νὰ μᾶς ὁμιλεῖ πάνω στὸ ἴδιο θέμα:

«Πᾶσα τοίνυν Γραφὴ θεόπνευστος πάντως ὠφέλιμος». Κατὰ συνέπεια, εἶναι πολὺ ὡραῖο πράγμα καὶ ὠφέλιμο γιὰ τὴν ψυχὴ ἡ ἔρευνα τῶν Θείων Γραφῶν. Γιατὶ, ὅπως εἶναι τὸ φυτεμένο δέντρο κοντὰ στὰ νερὰ ποὺ τρέχουν, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ὅταν ποτίζεται μὲ τὴ Θεία Γραφὴ ἀναπτύσσεται καὶ δίνει ὥριμο καρπό, πίστη ὀρθόδοξη, καὶ στολίζεται μὲ παντοτινὰ πράσινα φύλλα, ἐννοῶ μὲ θεάρεστες πράξεις· ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφὲς παίρνουμε ρυθμὸ γιὰ πράξη ἐνάρετη καὶ θεωρία ἀθόλωτη. Σ’ αὐτὲς βρίσκουμε προτροπὴ γιὰ κάθε ἀρετὴ καὶ δύναμη ἀνατροπῆς κάθε κακίας. Ἂν λοιπὸν εἴμαστε φιλομαθεῖς, θὰ εἴμαστε καὶ πολυμαθεῖς· γιατὶ ὅλα κατορθώνονται μὲ ἐπιμέλεια καὶ κόπο καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ δωρητῆ. «Πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» [Κατὰ Ματθαῖον 7:8]. Ἂς χτυπήσουμε λοιπὸν τὴν πόρτα τοῦ ὡραίου παραδείσου τῶν Γραφῶν, ποὺ εἶναι εὐωδιαστός, γλυκύτατος, ἀπερίγραπτα ὄμορφος, ποὺ περιβάλλει τὰ αὐτιά μας μὲ ποικίλα κελαηδήματα νοερῶν καὶ θεοφόρων πουλιῶν, ποὺ ἀγγίζει τὴν καρδιά μας, ποὺ τὴν παρηγορεῖ σὰν λυπεῖται, ἐνῶ τὴν ἁπαλύνει σὰν ὀργίζεται, καὶ τὴ γεμίζει μὲ παντοτινὴ χαρά, ποὺ ἀνεβάζει τὴ διάνοιά μας στὰ χρυσαφένια καὶ ἀστραφτερὰ νῶτα τῆς θείας περιστερᾶς καὶ στὰ φωτεινά της φτερά, ποὺ μᾶς πηγαίνει πρὸς τὸν μονογενῆ Υἱὸ καὶ τὸν κληρονόμο αὐτοῦ ποὺ φύτεψε τὸ νοητὸ ἀμπέλι καὶ μᾶς παρουσιάζει διὰ μέσου αὐτοῦ στὸν Πατέρα τῶν φώτων. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ χτυπήσουμε τὴν πόρτα ἀνόρεχτα, ἀλλὰ μὲ πολλὴ προθυμία καὶ μὲ ἐπιμονή· ἂς μὴν ἀποθαρρυνθοῦμε χτυπώντας. Γιατὶ μόνο ἔτσι θὰ ἀνοίξει γιὰ μᾶς. Ἂν διαβάσουμε μιὰ καὶ δυὸ φορές, χωρὶς νὰ καταλάβουμε αὐτὰ ποὺ διαβάσαμε, ἂς μὴν ἀποθαρρυνθοῦμε, ἀλλὰ νὰ ἐπιμείνουμε […]. Ἡ γνώση δὲν εἶναι ὅλων [«Ἀλλ’ οὐκ ἐν πᾶσιν ἡ γνῶσις» (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 8:7)]. Ἂς ἀντλήσουμε ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ παραδείσου αὐτοῦ παντοτινὰ καὶ πεντακάθαρα νάματα ποὺ ὁδηγοῦν στὴν αἰώνια ζωὴ [Κατὰ Ἰωάννην 4:14], ἂς ἐντρυφήσουμε, ἂς τὰ ἀπολαύσουμε ἄπληστα· γιατὶ ἡ χάρη τους ποτὲ δὲν ξοδεύεται. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)251

Ἂς ἀκούσουμε τὸν μεγάλο Ἀπόστολο:

Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Τιμόθεον Β΄ 3:16-17)252

Φυσικά, οἱ Γραφὲς μὲ τὰ ὅσα πνευματικὰ καταμαρτυροῦν δὲν δίνουν τὴ μαρτυρία τους παρὰ μόνο στὸ μέτρο ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, γιατὶ ὁ Θεὸς κατὰ τὴ Δημιουργία δὲν ἔθεσε ὁλόκληρη τὴν Ἐνέργειά Του, τὴν ἄπειρη Δύναμή Του, ἁπλῶς ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νὰ προχωρήσει στὴ Δημιουργία σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα χρειαζόταν ὁ ἄνθρωπος, ὅσα δηλαδὴ ἦταν σύμμετρα καὶ ἁρμονικὰ γιὰ τὴ ζωή του. Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος Ἀγγελικούδης, ὁ μεγάλος αὐτὸς θεολόγος-ἡσυχαστὴς τοῦ 14ου αἰώνα, γράφει σχετικά:

Ἂν ὁ Δημιουργὸς δὲ δημιουργοῦσε μόνο ὅ,τι χρειαζόταν, ἀλλὰ κατὰ τὴ δύναμή Του, τὴ σοφία, τὴ δόξα καὶ τὴ μεγαλοπρέπειά Του, τότε ἀντὶ ἑνὸς θὰ βλέπαμε ἀναρίθμητους κόσμους. Καὶ μάλιστα, ὄχι κόσμους ὅπως αὐτὸς ποὺ τώρα βλέπομε, ἀλλὰ κόσμους παράδοξους, ὑπερφυσικοὺς καὶ πάνω ἀπὸ κάθε νόηση, ποὺ τὸ κάλλος καὶ τὴ σοφὴ ποικιλία τους, τὴ δόξα καὶ τὴν ἀκτινοβολία τους δὲ θὰ μποροῦσε εὔκολα ἡ ψυχὴ νὰ ὑποφέρει, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἐκπλήξεις θὰ ἐγκατέλειπε τὸ σῶμα. […] Τὰ ἐνδοξότερα καὶ ἀνώτερα ὅμως φυλάγονται γιὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Αὐτὰ γιὰ νὰ ἀντέξει νὰ τὰ δεῖ ἡ ψυχή, ξαναχύνεται μὲ τὸ θάνατο σὰν μέταλλο μέσα στὸ χωνευτήριο τοῦ τάφου καὶ γίνεται καινούριος ἄνθρωπος γιὰ καινούρια πράγματα καὶ τρυφὲς καὶ ὁράσεις. Ἐνῶ τὰ βλεπόμενα αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μιὰ σκιὰ καὶ σὰν ἕνα μακρὸ ὄνειρο. […] Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ πλησιάσουμε κάτι τέτοιο, νὰ ἐννοήσομε δηλαδὴ τὸ ἄπειρο; […] Γι’ αὐτὸ καὶ ὅ,τι θεῖο μᾶς δείχνει ἡ κτίση καὶ ἡ Γραφή, ἂν συγκριθεῖ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι τὸ ἀμυδρό, μικρὴ σταγόνα μπροστὰ σὲ ἀπύθμενο καὶ ἄπειρο πέλαγος. Ἀλλά, κρίνω ὅτι ἀξίζει καὶ μακάρι νὰ γνωρίσομε καλὰ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ σταγόνα. Κι ἀφοῦ ἁπλώσουμε ἔτσι τὸ νοῦ μας στὸ ἄπειρο μὲ τὴν καλλονὴ καὶ τὴ δόξα καὶ τὴν τρυφὴ τῆς θεωρίας αὐτῆς τῆς σταγόνας κι ἀφοῦ κατὰ τὸ δυνατὸ ὑμνήσομε ἀνάλογα τὸν ἄπειρες φορὲς ἀπείρως Ὑπεράπειρο, εἴθε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὸ Θεὸ σὲ μιὰ ὑπερκόσμια κατάσταση ἑνότητας καὶ νὰ γίνομε ἁπλοὶ καὶ ἄπειροι καὶ ἀόριστοι νόες, μιμητὲς τῶν Ἀγγέλων, μέσα σὲ μιὰ ἀνέκφραστη εὐφροσύνη καὶ χαρὰ καρδιακὴ καὶ ἀγαλλίαση, μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Ἀμήν. (Ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης [Ἀγγελικούδης])253

 


243 «Οἱ πρῶτοι κοινωνοὶ ἄμεσης ἐμπειρίας τῶν “σημείων” τοῦ Ἰησοῦ κατέθεσαν γραπτὲς μαρτυρίες τῶν ὅσων ἀκηκόασι καὶ ἑωράκασι τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, ἐθεάσαντο καὶ αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν. Ἡ πρόσληψη καὶ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν μαρτυριῶν μπορεῖ νὰ ἔχει χαρακτήρα συλλογῆς καὶ ἀποδοχῆς πληροφοριῶν μὲ ἐνδεχόμενη, ὄχι ἐξασφαλισμένη, ἱστορικὴ ἐγκυρότητα. Ἡ ἴδια ὅμως πρόσληψη καὶ υἱοθέτηση μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπίτευγμα πίστης-ἐμπιστοσύνης σὲ αὐτοὺς ποὺ κατέθεσαν τὶς μαρτυρίες. Πίστη-ἐμπιστοσύνη θὰ πεῖ γεγονὸς προσωπικῆς σχέσης, κατόρθωμα αὐθυπερβατικῆς ἐλευθερίας, ἐξόδου ἀπὸ τὴ στεγανὴ αὐτάρκεια τοῦ ἐγώ, σχετικὴ (ὄχι ὁλοκληρωμένη) ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως» (Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Ἐνθάδε – Ἐπέκεινα, ὅ.π., «Ἑρμηνευτικὴ ἀπόπειρα πέμπτη», σ. 73). [Σ.τ.Ε.]

244 «[Τὰ Εὐαγγέλια] παρουσιάζουν σημαντικὲς διαφορές, σὲ μερικὲς δὲ περιπτώσεις καὶ ἀντιφάσεις μεταξύ τους! Ἡ ἀντινομία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τὴ Γραφή του» (Σαχᾶς, Δανιήλ, Σπέρμα Ἀβραάμ, ὅ.π., «Τὰ Εὐαγγέλια», σ. 242). Τὸ γεγονὸς ὅτι τελικὰ ἔγινε ἀποδεκτὸ ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ ἀπαρτίζεται ἀπὸ Εὐαγγέλια ποὺ παρουσιάζουν σημαντικὲς διαφορές, ἀκόμα καὶ ἀντιφάσεις μεταξύ τους, ἀποδεικνύει ὅτι πρωταρχικὸ κριτήριο ἐπιλογῆς τους δὲν ἦταν ἡ δυνατότητα προσέγγισης οὔτε ὡς ἱστορικὴ πηγὴ οὔτε ὡς ἁπλὸ διανοητικὸ κατασκεύασμα πρὸς ἄντληση γνώσεων καὶ ἐπιχειρημάτων. [Σ.τ.Ε.]

245 Ἀναγκαιοτάτη πρὸς σωτηρίαν, καὶ ὠφελιμοτάτη εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν Γραφῶν καὶ εἰς πάντας τοὺς Χριστιανούς. […] Πρέπει ὅμως νὰ μὴν ἀναγινώσκῃ τινὰς ἀπροσέκτως καὶ χωρὶς σκέψιν, ἀλλὰ μετὰ προσοχῆς τε καὶ σκέψεως, ἵνα μὴ μόνον ἀναγινώσκῃ, ἀλλὰ καὶ γινώσκῃ, ἃ ἀναγινώσκει, καθὼς εἶπε πρὸς τὸν Εὐνοῦχον ὁ Φίλιππος «ἆρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις;» [Πράξεις 8:30] (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Παύλου τοῦ θείου καὶ ἐνδόξου Ἀποστόλου αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί, τόμ. Γ΄, «Ἑρμηνεία εἰς τὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον [Ἐπιστολή]», παρὰ Πάνῳ Θεοδοσίου τῷ ἐξ Ἰωαννίνων, 1819, σσ. 135-136:Δ΄,13, ὑποσημ. 2). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

246 Τόπος τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι οἱ λόγοι τῶν θείων Γραφῶν διὰ τὶ εἰς αὐτὰς εὑρίσκεται μία ἄκρα ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ὁποίαν φωτίζεται ὁ νοῦς καὶ λαμπρύνεται (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, ὅ.π., «Ὅτι εἰς τὴν Γραφὴν εὑρίσκεται μία ἄκρα ἀλήθεια», σσ. 208-209:ΙΑ΄,Γ΄). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

247 Καὶ ὅτι, πρέπει οἱ τοιοῦτοι νὰ πείθωνται εἰς τὰς ἁγίας Γραφὰς μὲ τοιαύτην ἁπλότητα: καθὼς πείθονται τὰ τέκνα εἰς τοὺς γονεῖς, καὶ τὰ παιδία εἰς τοὺς διδασκάλους των, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος […] (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, ὅ.π., «Ὅτι εἰς τὴν Γραφὴν εὑρίσκεται μία ἄκρα ἀλήθεια», σ. 208:ΙΑ΄,Γ΄, ὑποσημ. 1). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

248 Ἐὰν δὲ τύχῃ νὰ ἀπαντήσουν εἰς τὰς Γραφὰς κἀνένα λόγον, ἢ νόημα, κατὰ τὸ δοκοῦν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἀσύμφωνον, ἢ καὶ ἐναντίον εἰς ἄλλα τῆς Γραφῆς· ἢ καὶ εἰς τὸν ὀρθὸν λόγον· πρέπει οἱ τοιοῦτοι τότε, κατὰ τὸν ἴδιον [Μέγα] Βασίλειον, ἢ νὰ ἀναγινώσκουν ὅλην τὴν περικοπήν, καὶ τὰ προηγούμενα, καὶ ἑπόμενα ἐκείνου τοῦ λόγου, καὶ ἐκ τούτου νὰ εὑρίσκουν τὸ ἀληθὲς νόημα· ἢ ἐξ ἄλλων σαφεστέρων, ἐν ἄλλῳ τόπῳ εἰρημένων, νὰ μανθάνουν τὰ ἀσαφέστερα· εἰδέ, τέλος πάντων καὶ δὲν εὑρίσκουν λύσιν εἰς τὸ ἄπορον ὁποῦ ἔχουν, πρέπει, λέγει, κάλλιον νὰ κατηγοροῦν τὸν ἑαυτόν τους, καὶ τὴν ἀσθένειαν τοῦ νοός των, πῶς δὲν δύνανται νὰ τὸ καταλάβουν, παρὰ νὰ αὐθαδιάζουν, καὶ νὰ λέγουν ὅτι οὐκ ὀρθῶς ἔχει τὸ λόγιον ἐκεῖνο τῆς Γραφῆς (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, ὅ.π., «Ὅτι εἰς τὴν Γραφὴν εὑρίσκεται μία ἄκρα ἀλήθεια», σ. 209:ΙΑ΄,Γ΄, ὑποσημ. 1). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

249 Ἡ ψυχὴ ὁποῦ θέλει νὰ μελετᾷ νύκτα, καὶ ἡμέραν ἐν τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ, δὲν ὠφελεῖται τόσον πολλὰ ἀπὸ κᾀνένα ἄλλο, ὅσον ὠφελεῖται ἀπὸ τὴν ἔρευναν τῶν θείων γραφῶν, διατὶ μέσα εἰς τὰς γραφὰς εἶναι κεκρυμμένα τὰ νοήματα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Τὰ Εὑρισκόμενα, ὅ.π., Λόγος 34ος, α΄, σ. 163). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

250 Ἀναγιγνώσκετε τὶς Γραφὲς γιατὶ νομίζετε ὅτι μὲ μόνη τὴν ἀνάγνωση θὰ κερδίσετε τὴν αἰώνια ζωή. Βέβαια, οἱ Γραφὲς μαρτυροῦν περὶ ἐμοῦ, ὅμως, παρὰ τὴ μαρτυρία αὐτή, δὲν θέλετε νὰ ἔρθετε πρὸς ἐμένα, γιὰ νὰ ἔχετε πραγματικὴ ζωὴ αἰώνια. [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

251 «Πᾶσα τοίνυν Γραφὴ θεόπνευστος πάντως ὠφέλιμος». Ὥστε κάλλιστον καὶ ψυχωφελέστατον ἐρευνᾶν τὰς θείας Γραφάς. Ὥσπερ γὰρ δένδρον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων πεφυτευμένον, οὕτω καὶ ψυχὴ τῇ θείᾳ ἀρδευομένῃ Γραφῇ πιαίνεται καὶ καρπὸν ὥριμον δίδωσι, πίστιν ὀρθόδοξον, καὶ ἀειθαλέσι τοῖς φύλλοις, ταῖς θεαρέστοις φημὶ ὡραΐζεται πράξεσι· πρός τε γὰρ πρᾶξιν ἐνάρετον καὶ θεωρίαν ἀθόλωτον ἐκ τῶν ἁγίων Γραφῶν ῥυθμιζόμεθα. Πάσης γὰρ ἀρετῆς παράκλησιν καὶ κακίας ἁπάσης ἀποτροπὴν ἐν ταύταις εὑρίσκομεν. Ἐὰν οὖν ἐσόμεθα φιλομαθεῖς, ἐσόμεθα καὶ πολυμαθεῖς· ἐπιμελείᾳ γὰρ καὶ πόνῳ καὶ τῇ τοῦ διδόντος χάριτι κατορθοῦνται ἅπαντα. «Ὁ γὰρ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Κρούσωμεν τοίνυν εἰς τὸν κάλλιστον παράδεισον τῶν Γραφῶν, τὸν εὐώδη, τὸν γλυκύτατον, τὸν ὡραιότατον, τὸν παντοίοις νοερῶν θεοφόρων ὀρνέων κελαδήμασι περιηχοῦντα ἡμῶν τὰ ὦτα, τὸν ἁπτόμενον ἡμῶν τῆς καρδίας, καὶ λυπουμένην μὲν παρακαλοῦντα, θυμουμένην δὲ κατευνάζοντα καὶ χαρᾶς ἀιδίου ἐμπιπλῶντα, τὸν ἐπιβιβάζοντα ἡμῶν τὴν διάνοιαν ἐπὶ τὰ χρυσαυγῆ μετάφρενα τῆς θείας περιστερᾶς καὶ ὑπέρλαμπρα καὶ ταῖς φανωτάταις αὐτῆς πτέρυξι πρὸς τὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ κληρονόμον τοῦ φυτουργοῦ τοῦ νοητοῦ ἀμπελῶνος ἀνάγοντα καὶ δι’ αὐτοῦ τῷ Πατρὶ τῶν φώτων προσάγοντα. Ἀλλὰ μὴ παρέργως κρούσωμεν, προθύμως δὲ μᾶλλον καὶ ἐπιμόνως· μὴ ἐκκακήσωμεν κρούοντες. Οὕτω γὰρ ἡμῖν ἀνοιγήσεται. Ἐὰν ἀναγνῶμεν ἅπαξ καὶ δὶς καὶ μὴ διαγνῶμεν, ἃ ἀναγινώσκομεν, μὴ ἐκκακήσωμεν, ἀλλ’ ἐπιμείνωμεν […] Οὐ γὰρ πάντων ἡ γνῶσις [«Ἀλλ’ οὐκ ἐν πᾶσιν ἡ γνῶσις» (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 8:7)]. Ἀρυσώμεθα ἐκ τῆς τούτου τοῦ παραδείσου πηγῆς ἀένναα καὶ καθαρώτατα νάματα ἁλλόμενα εἰς ζωὴν αἰώνιον [Κατὰ Ἰωάννην 4:14], ἐντρυφήσωμεν, ἀπλήστως κατατρυφήσωμεν· τὴν γὰρ χάριν ἀδάπανον κέκτηνται (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὅ.π., σσ. 396-397, δίγλωσση ἔκδοση).

252 Κάθε Γραφὴ ἔχει ἐμπνευστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὠφέλιμη γιὰ διδασκαλία, ἔλεγχο καὶ ἐπανόρθωση, γιὰ παιδεία καὶ δικαιοσύνη. [Ἀπόδοση τοῦ Συγγραφέα]

253 Εἰ γάρ τοι μὴ τῆς χρείας χάριν ἀπήρξατο τῆς τῶν ὄντων γενέσεως ὁ Δημιουργός, ἀλλὰ τοῦ ἰδίου δυνατοῦ καὶ σοφοῦ, ἐνδόξου τε καὶ μεγαλοπρεποῦς μόνον, τάχ’ ἂν θᾶττον μυρίους ἀνθ’ ἑνὸς ἑώρακας Κόσμους· μᾶλλον μὲν οὖν οὐδὲ κόσμους, οἷον ὁ νῦν ὁρώμενος, ἀλλὰ τινὰς ξένους, ὑπερφυεῖς τε καὶ ὑπὲρ νόησιν· ὧν τοῦ κάλλους καὶ τῆς σοφῆς ποικιλίας, οὐδ’ ἂν ψυχὴ τὴν δόξαν τε καὶ στιλπνότητα ἐκ τοῦ ῥᾴστου ὑπενεγκεῖν ἠδύνατο, ἀλλ’ ἐξέφυγεν ἐκ τοῦ σώματος ἐξ ἐκπλήξεων. […] ἐν ἐκείνῳ μέντι τῷ αἰῶνι τηρεῖται τὰ μᾶλλον ἔνδοξά τε καὶ κρείττονα ἅτινα ἵνα ὑπενέγκῃ ὁρᾶν ψυχή, ὡς διὰ χωνείας τῷ τάφῳ διὰ θανάτου μεταχαλκεύεται καὶ γίνεται ἄνθρωπος καινὸς ἐπὶ καινοῖς χρήμασι καὶ τρυφαῖς καὶ ὁράσεσι· τὰ δὲ νῦν ὁρώμενα, σκιά τίς ἐστι καὶ ὡς ἄν τις εἴποι ὄναρ μακρόν. […] Ἀλλὰ πῶς ἂν εὐπρόσοδον τοῦτ’ ἔσται, ἐννοῆσαι ἀπείρου περιγενέσθαι δυνατὸν εἶναι; […] Διὰ ταῦτα ἄρα, καὶ ὅπερ ἡ κτίσις, ἡ Γραφή, Θεοῦ παριστᾷ, εἰ πρὸς Θεοῦ συγκρίνοιτο δύναμιν, ἀμυδρόν τί ἐστι καὶ βραχεῖα ῥανὶς πρὸς ἀπύθμενον καὶ ἄπειρον πέλαγος· ἀλλὰ γοῦν τύχοιμέν γε, ἀξιῶ, τῆς ἐπιγνώσεως τῆς πνευματικῆς ῥανίδος ταυτησί· καὶ οὕτω τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς ὡς ῥανίδος θεωρηθείσης καλλονῆς τε καὶ δόξης καὶ τρυφῆς, εἰς τὸ ἄπειρον ὑφαπλώσαντες, κατὰ τὸ ἀνάλογον τὸν ἀπειράκις ἀπείρως ὑπεράπειρον, κατὰ τὸ ἡμῖν ἐφικτὸν ὑμνήσαντες, ἑνωθείημεν πρὸς ἑαυτοῦ, καὶ Θεόν, ἐν καταστάσει ὑπερκοσμίῳ ἑνοειδῶς, ἁπλοῖ καὶ ἄπειροι καὶ ἀόριστοι νόες ἀγγελομιμητῶν γεγενημένοι, ἐν εὐφροσύνῃ ἀρρήτῳ καὶ χαρᾷ καρδιακῇ καὶ ἀγαλλιάσει, τῇ ἐνεργείᾳ καὶ χάριτι τοῦ Πνεύματος· ἀμήν (Πατριάρχης Κάλλιστος [Ἀγγελικούδης], στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1960], σσ. 315-316:κζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Ε΄ [2002], «Περὶ θεωρίας», σσ. 150-151:27.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ