02.07 | Θαύματα – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

7. Θαύματα

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Ἡ Θεϊκὴ Δύναμη μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ σὲ αὐτὸν τὸν πεπερασμένο καὶ διαρκῶς μεταλλασσόμενο κόσμο μόνο διαμέσου τῆς ἀκατανόητης γιὰ ἐμᾶς Παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Θεϊκὴ Δύναμη μπορεῖ νὰ πάρει ἡ ἴδια μιὰ πρωτοβουλία καὶ νὰ προβληθεῖ, χωρὶς νὰ ἐνοχληθεῖ ἀπὸ γήινους φραγμούς, στὸ δικό μας γήινο ἐπίπεδο. Αὐτὸ εἶναι ἀνεξήγητο γιὰ τὶς περιορισμένες ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Ἡ θεϊκὴ ἀποκάλυψη ἢ γνωστοποίηση στὸν κόσμο μας εἶναι μιὰ θεϊκὴ πράξη πέρα ἀπὸ τὴν ἐμβέλεια τῆς ἀνθρώπινης νόησης. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ μπορεῖ νὰ γίνει πραγματικότητα γιὰ κάποιον ἄνθρωπο, ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζητήσει τὸ ἀπόλυτο καταφύγιό του στὸν Θεό. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ προορίζεται γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ζῆλο νὰ ἀκούσει καὶ δὲν βασανίζεται ἀπὸ κοσμικὲς ἐπιθυμίες, ἀλλὰ ἔχει ὡς μοναδικὸ σκοπὸ τὴν προσέγγιση τῆς Ἀλήθειας. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸν ἀσκητισμὸ καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτονται στοὺς ὁραματιστὲς αἰώνιοι λόγοι.

Οἱ ἄνθρωποι σὲ ὅλο τὸν κόσμο μιλοῦν πάντοτε γιὰ θαύματα, μὲ τὴν ἔννοια ὑπερφυσικῶν περιστατικῶν ποὺ συμβαίνουν ἐνάντια στοὺς φυσικοὺς νόμους. Αὐτὰ τὰ θαύματα ἀποτελοῦν, χωρὶς ἀμφιβολία, μεγάλο ἐρέθισμα γιὰ τὸν ἀμαθὴ καὶ ἀδύναμο πνευματικὰ ἄνθρωπο. Ὅμως ὑπάρχουν πραγματικὰ θαύματα, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀσυνήθιστου συμβάντος ποὺ συμβαίνει στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο καὶ ἐμφανίζεται σὰν ἕνα ὑλικὸ γεγονός, ἀλλὰ ἑνὸς συμβάντος ποὺ συμβαίνει στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου – σὰν μιὰ στροφή, ἕνας νέος προσανατολισμός, μιὰ ἐσωτερικὴ ἀναστροφή, μιὰ ἀναζήτηση βαθύτερη. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πραγματικὸ θαῦμα, εἶναι ὁ δρόμος τοῦ στοχασμοῦ, τῆς ἐκπαίδευσης τοῦ πνεύματος καὶ ἀνάπτυξης τῶν πνευματικῶν δυνάμεων ποὺ ἐνυπάρχουν ἐν δυνάμει σὲ κάθε ἄνθρωπο. Οἱ ἀποκαλύψεις, τὰ ἱερὰ κείμενα καὶ οἱ λατρευτικὲς παραδόσεις εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν ἐμπειριῶν.

Τὸ θαῦμα, σὰν γεγονός, ἂν τὸ ἐξετάσει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρὰ εἶναι κάτι ὑπερφυσικό. Αὐτὸ ὅμως ποὺ εἶναι ὑπερφυσικὸ γιὰ ἐμᾶς εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸν Θεό. Ἁπλῶς ἐμεῖς, ὡς βιολογικὰ εἴδη μὲ περιορισμένη ἱκανότητα σύλληψης τῆς πραγματικότητας, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε καί, φυσικά, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀντικείμενο ἔρευνας διὰ τοῦ νοῦ. Δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς κρύβει ἀπὸ ἐμᾶς τὰ μυστικά Του, ἀλλὰ ἡ ἀδυναμία τοῦ νοῦ μας νὰ συλλάβει τὴν πραγματικότητα. Τί μπορεῖ, ἀλήθεια, νὰ ἀντιληφθεῖ ἕνα νήπιο διαβάζοντας βιβλία ἀστρολογίας ἢ ὁποιασδήποτε ἄλλης ἐπιστήμης;

Στὴν οὐσία δὲν ὑπάρχουν θαύματα –ὑπὸ τὴν ἔννοια τῶν συμβάντων– ποὺ βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ὑπάρχουν μόνο νόμοι ποὺ δὲν εἶναι προσιτοὶ στὶς δικές μας κεραῖες σύλληψης, στὶς δικές μας ἱκανότητες γνώσης.238 Δὲν εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, προσιτοὶ στὴ νόηση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι πλάνη τὸ καθετὶ ποὺ δὲν γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ ἐμᾶς ἢ δὲν ἀντέχει στὴ δοκιμασία τῆς νόησης ἢ στὴν ἀντίληψη ἑνὸς ὀρθολογιστῆ. Ὁ καθένας μας καὶ ἰδιαίτερα ὁ κάθε ὀρθολογιστὴς ὀφείλει νὰ γνωρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἔμβιο βιολογικὸ εἶδος, δὲν εἶναι προικισμένο μὲ ἕναν «παντεπόπτη» νοῦ – δὲν εἶναι προικισμένος μὲ ἕναν νοῦ ἀλάνθαστο καὶ δεκτικὸ νὰ κατοπτεύσει τὸ πέραν τοῦ γήινου περιβάλλοντος ὑπάρχον καὶ νὰ συλλάβει τὴν ἀνυπέρβλητη Μεγαλειώδη Πραγματικότητα ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουμε Θεὸ ἢ νὰ κατανοήσει ἢ ἁπλῶς νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν πολλαπλότητα τῶν ἐνεργειῶν Του, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ διερευνήσει τὶς Βουλές Του. Ὁ ἄνθρωπος ἀναντίρρητα ἔχει τὴν πνευματικὴ πρωτοπορία μέσα στὸ σύνολο τῶν ἔμβιων καὶ ἄβιων ὄντων, ἀλλὰ μόνο στὸ πλαίσιο τῆς δικῆς μας μικρῆς σφαίρας, τοῦ δικοῦ μας πλανήτη.239

Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος, θαμπωμένος ἀπὸ τὶς πολιτιστικὲς καὶ τεχνικο-οικονομικὲς κατακτήσεις του, ἔτρεφε καὶ τρέφει σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀκόμη τὴν ὑπερβολικὴ πεποίθηση στὴν παντοδυναμία τῆς ἐπιστήμης, στὴν ἀπόλυτη ἀξία τοῦ νοῦ, καὶ ἀρνεῖται μὲ πεισματικὴ μονομέρεια καὶ ἀγιάτρευτη προκατάληψη σὰν κάτι τὸ ἀνύπαρκτο καθετὶ ποὺ δὲν ἀντέχει στὴ δοκιμασία τῆς θετικῆς μεθόδου, καθετὶ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει μὲ τὸν νοῦ του,240 καθετὶ ποὺ δὲν ἀποδεικνύεται στὸ πειραματικὸ ἐργαστήριο. Ἡ ἀρχαία ὅμως σοφία –ἀρχαία ὅσο καὶ ὁ κόσμος– ποὺ ἦρθε καὶ ἔρχεται σὰν ἀνταύγεια τῆς Μεγάλης Πραγματικότητας καὶ ποὺ φωτίζει, ὡς νοητὸς ἥλιος, τὸ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει μέσα, γύρω καὶ πέρα ἀπὸ ἐμᾶς, ἡ ἀρχαία σοφία ποὺ περιέχεται στὸν Λόγο –ὅπως αὐτὸς ἐκφράζεται κατὰ καιροὺς μέσω τῶν Ἁγίων, τῶν ἐπιστημόνων, τῶν καλλιτεχνῶν κ.λπ. καὶ ὅπως αὐθεντικὰ ἐκφράστηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ Αὐτὸν ἀπὸ τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Πλάτωνα– δίνει τὴν ὀρθὴ σημασία, τὴν ὀρθὴ ἔννοια γιὰ τὴ θέση καὶ τὶς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ καί, γενικά, τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἂν τὸ θέλει, μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τοὺς φραγμοὺς τῆς νόησης, νὰ ξεπεράσει τὴ στενὴ πεπερασμένη ἀνθρώπινη μοίρα.

Θαύματα γίνονταν, γίνονται καὶ θὰ γίνονται καθημερινά, εἴτε γιατὶ ὁ Θεὸς τὸ θέλει εἴτε γιατὶ ἐμεῖς γίναμε δεκτικοὶ μὲ τὴν προσπάθειά μας καὶ τὴν πίστη μας νὰ κινήσουμε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Οὐρανοῦ. Πόσοι καταδικασμένοι ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη ἄνθρωποι δὲν θεραπεύονται καθημερινὰ στὸν κόσμο καὶ πόσοι πλήρως ὑγιεῖς δὲν ἐγκαταλείπουν σὰν ἀπὸ θαύμα τὸν μάταιο αὐτὸν κόσμο τελείως ἀναπάντεχα. Ἔτσι γίνεται γιατὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνώτατη Βούληση. Εἰδικὰ ὅμως τὰ διὰ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἱερῶν κειμηλίων θαύματα εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιομνημόνευτα. Τόσο στὶς εἰκόνες ὅσο καὶ στὰ ἱερὰ κειμήλια, ὑπάρχει «προσκολλημένη» μιὰ ἰδιαίτερα βαθιὰ καὶ ὑψηλῆς ἔντασης «ἐνέργεια» ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ χρόνου βαθύτατη πίστη τῶν ἀτόμων ποὺ κατεῖχαν ἢ προσκύνησαν αὐτὰ τὰ ἀντικείμενα. Ἔτσι, τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ (εἰκόνες, ἱερὰ κειμήλια, ἐκκλησιαστικοὶ καὶ ἄλλοι ἱεροὶ χῶροι) φορτίζονται μὲ τὴ δύναμη αὐτὴ καὶ μποροῦν νὰ λειτουργήσουν ἔκτοτε ὡς πομποὶ σὲ δέκτες καὶ νὰ διεγείρουν μιὰ ὅμοια καὶ ἀντίθετη δύναμη ἢ ἁπλῶς μιὰ κοινὴ ὑλικὴ ἐκδήλωση. Δέκτες, φυσικά, εἶναι οἱ πιστοί, ἐκεῖνοι ὅμως οἱ πιστοὶ ποὺ διὰ τῶν προσπαθειῶν τους, μέσα ἀπὸ τὴ βαθύτατη πίστη τους κ.λπ., ἔγιναν δεκτικοί. Ἔτσι γεννιέται τὸ θαῦμα. Φυσικά, ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶ ποτὲ ὅτι κάθε εἴδους θαῦμα, ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ ἂν προέρχεται, συμβαίνει πάντοτε μέσω τῆς Θείας Δύναμης καὶ ἐνέργειας, μέσω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ πνέει παντοῦ καὶ ὅπου κρίνει καὶ καλύπτει ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Σύμπαντος ἀνάλογα μὲ τὴν κατηγορία, τὸ εἶδος καὶ τὴν προσπάθειά τους καί, φυσικά,
πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητά τους.

Ὅλα τὰ θαύματα μέσω τῶν εἰκόνων γίνονται πάντοτε ἀπὸ τὴ Θεϊκὴ Πρόνοια γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῶν πιστῶν. Ὁ Θεὸς δίνει τὴν ἐξουσία, γιὰ παράδειγμα, ἰάσεων μέσω εἰκόνων, γιατὶ θέλει νὰ δώσει στὰ πλάσματά Του τὴν ἴαση διὰ τοῦ θαύματος πρὸς ἐνίσχυση τῆς πίστης τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιληφθοῦν διαφορετικὰ τὴ Θεία Δύναμη.

Εἶναι ἡ Θεία Δύναμη αὐτὴ ποὺ ἐπενεργεῖ καὶ μόνο αὐτή. Τὸ θαῦμα εἶναι ἕνα θεϊκὸ μήνυμα ποὺ ἔρχεται, μέσω τῆς Θείας Δύναμης, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξη τῆς αἰωνιότητας καὶ ὄχι τὴν ἀνυπαρξία, ὅπως πολλοὶ πιστεύουν. Ἐφόσον ὁ κάτοχος, γιὰ παράδειγμα, μιᾶς εἰκόνας διακατέχεται ἀπὸ ἔντονη πίστη καὶ ἔντονη λατρεία πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ διάνοιά του εἶναι ἁγνή, ἐφόσον ἡ ψυχή του εἶναι ἐλεύθερη καὶ ἡ βούλησή του ἔχει ὡς ἀπώτερο σκοπὸ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη του, τὴν πίστη του, τὴν ἀφοσίωσή του στὴν εἰκονιζόμενη Ἁγία μορφή, τότε τὸ ἀντικείμενο ἐκεῖνο φωτίζεται ἀπὸ τὰ θετικὰ στοιχεῖα τοῦ κατόχου-λάτρη καὶ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα συσσωρεύονται στὸ ἀντικείμενο τῆς εἰκόνας καὶ μένουν ἀναλλοίωτα στοὺς αἰῶνες, σὰν μιὰ δύναμη ποὺ εἶναι κράμα τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Δηλαδὴ ἡ πίστη τοῦ λάτρη καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ συγχωνεύονται στὴν ἔντονη αὐτὴ δύναμη ποὺ ἀποδίδεται, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη συνήθεια, στὴν εἰκονιζόμενη Ἁγία ἢ Ἅγιο, ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μείξης τοῦ ὑπερφυσικοῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἔντονη λατρεία στὸν Θεό – καὶ ἔτσι ὅλα τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῆς πίστης λειτουργοῦν κατὰ τρόπο θαυμαστό.

Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ. (Π.Δ., Ψαλμοὶ 67)

Τὸ θαῦμα, ὅπως εἴπαμε, εἶναι μεταξὺ ἄλλων ἕνα θεϊκὸ μήνυμα. Τέτοια μηνύματα ἄλλωστε δίνονται πολλὲς φορὲς στὸν ὀνειρικὸ κόσμο –στὸ ὄνειρο ἢ σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ μοιάζει μὲ τὸ ὄνειρο– καὶ δίνονται πάντοτε μέσω τῆς Θείας Δύναμης γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ ἡ ὕπαρξη αὐτῶν ποὺ φεύγουν καὶ ὄχι ἡ ἀνυπαρξία, ὅπως πολλοὶ πιστεύουν.

Ἐπιπλέον οἱ ὑπάρξεις, ποὺ φεύγουν πολλὲς φορές, ἔχουν ἀνάγκη νὰ δίνουν τὸ μήνυμα στὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα περὶ τῆς ὕπαρξής τους, γιατὶ ἀπόντες καὶ παρόντες εἶναι μιὰ συνάρτηση τοῦ Θείου. Τίποτα δὲν χάνεται, «τὰ πάντα ἐστὶν μετὰ τὸν θάνατο». Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅμως ὅτι κανεὶς δὲν διατηρεῖ τὴ γήινη μορφή του μετὰ τὴν ἀναχώρησή του, οἱ δὲ μορφὲς ποὺ ἐμφανίζονται στὶς ὀνειρικὲς καταστάσεις ἀποτελοῦν ὑποκατάστατα, ὑλοποιήσεις τῶν παλαιῶν μορφῶν στὰ πρότυπα ἐκείνων ποὺ ὑπῆρξαν κάποτε ἐδῶ στὴ Γῆ. Ἑπομένως, δὲν ὑπάρχει καμία δυνατότητα ἐμφάνισης κάποιας μορφῆς ποὺ ἔζησε ἐδῶ στὴ Γῆ μετὰ τὸν λεγόμενο θάνατο, γιατὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ μορφὴ ὁ θάνατος σημαίνει τὴν τελειωτικὴ ἐξαφάνισή της. Καὶ αὐτὸ –ποὺ εἶναι ἄλλωστε αὐτονόητο– τὸ γράφουμε γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν τυχὸν παρανοήσεις καὶ μυθοπλασίες.

Εἰδικότερα ὅσον ἀφορᾶ τὶς ἐμφανίσεις Ἁγίων κ.λπ. στὶς ὀνειρικές, πάντοτε, καταστάσεις, ἀλλὰ καὶ στὰ ὁράματα –ποὺ καὶ αὐτὰ κατὰ κάποιον τρόπο περιλαμβάνονται στὶς καταστάσεις αὐτές–, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809 μ.Χ.) γράφει σχετικά, στὴν ἑρμηνεία του τῆς Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς:

[…] εὔκολα μπορεῖ νὰ δώσει λύση κανεὶς στὸ ἀδιέξοδο ποὺ πολλοὶ θέτουν· δηλαδή, εἶναι ἄραγε οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι ποὺ παρουσιάζονται στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τοὺς ἐπικαλοῦνται, καὶ οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐπισκέπτονται στὶς ἀρρώστιες τους καὶ κάνουν διάφορα θαυμαστά, ἢ μήπως οἱ Ἄγγελοι παίρνουν τὴ μορφὴ τῶν Ἁγίων καὶ ἐμφανίζονται σὲ ὅσους ἐπικαλούνται τοὺς Ἁγίους; Κάποιοι λένε ὅτι οἱ Ἄγγελοι εἶναι ποὺ ἐμφανίζονται στὴ θέση τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ· «Καὶ λέγουσιν, ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι λαμβάνουσι τὰ ὁμοιώματά τινων Ἁγίων τῶν τιμίων καὶ ἀγαθῶν, καὶ δεικνύουσιν αὐτὰ ἐν τῇ φαντασίᾳ τοῦ ὕπνου τῇ ψυχῇ ἐν τῷ μετεωρισμῷ τῶν διαλογισμῶν αὐτῆς, εἰς χαράν, καὶ περιποίησιν, καὶ ἀγαλλίαμα».241 Αὐτὸ δὲ τὸ συμπεραίνουν ἐπειδή, ἐφόσον οἱ Ἅγιοι μποροῦν νὰ περιγραφοῦν καὶ νὰ περιοριστοῦν, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἴδιος Ἅγιος νὰ βρίσκεται τὴν ἴδια στιγμὴ σὲ δύο, ἢ καὶ σὲ πολλοὺς τόπους· ἐπειδὴ δὲ βλέπουμε ὅτι ὁ ἴδιος Ἅγιος ἐμφανίζεται, καὶ θαυματουργεῖ, σὲ πολλοὺς καὶ διάφορους τόπους, τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο, δὲν ἐμφανίζονται οἱ Ἅγιοι ἀλλά, ἀντὶ αὐτῶν, οἱ Ἄγγελοι. Κι ἔτσι, τὰ θαυμαστὰ ποὺ συμβαίνουν ἀπὸ ἕναν Ἅγιο τὴν ἴδια στιγμὴ σὲ διάφορους τόπους, συμβαίνουν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους· ἐμεῖς ὅμως ἀπαντᾶμε μὲ τὰ παραπάνω λόγια τοῦ σοφοῦ Μαξίμου, ὅτι ὅλο αὐτὸ ἀνήκει στὴ θεία χάρη· καὶ ἐπειδὴ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη, βρίσκεται σὲ ὅλους τοὺς τόπους· συνεπῶς, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὴν πανταχοῦ παρούσα θεία χάρη, καὶ πολὺ περισσότερο μετὰ τὸν θάνατό τους, μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἕνωση βρίσκονται καὶ αὐτοὶ παντοῦ ἢ τουλάχιστον σὲ πολλὰ μέρη. […] Ἐμφανίζονται δὲ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι σὲ ὅσους τοὺς ἐπικαλοῦνται […]. Ἐμφανίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι ἀντὶ αὐτῶν· ὅμως ὅλο αὐτὸ ἀνήκει στὴ χάρη, ὅπως εἴπαμε, μέσω τῆς ὁποίας, ἀφοῦ εἶναι παντοδύναμη, μπορεῖ ἕνας Ἅγιος καὶ νὰ ἐνεργεῖ ἄμεσα, ἔχοντας αὐτὸ ἀκριβῶς κατὰ νοῦ, σὲ διάφορους τόπους, καὶ νὰ εἰσακούει τὴν προσευχὴ ὅσων τὸν ἐπικαλοῦνται· ἀλλὰ καὶ οἱ Ἄγγελοι μέσω τῆς χάρης ἐμφανίζονται […] στὴ γῆ, καὶ σπεύδουν νὰ συνδράμουν ὅποιον χρειάζεται βοήθεια. (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)242

Τὸ θαῦμα γιὰ τὴν οὐράνια δύναμη εἶναι μιὰ ἁπλὴ φυσικὴ κατάσταση, ὅπως εἴπαμε, ἐλάχιστες δὲ εἶναι οἱ περιστάσεις ποὺ γιὰ τοὺς λόγους ποὺ εἴπαμε γίνονται τὰ θαύματα. Τὸ θαῦμα ὡς μέσο προσέλκυσης τοῦ πιστοῦ ἔχει δευτερεύουσα θέση, κυρίως ἔχει τὴν ἔννοια ἑνὸς μηνύματος πρὸς σωφρονισμὸ ἢ συμμόρφωση κάποιων ἀνθρώπων ποὺ δὲν μποροῦν διαφορετικὰ νὰ ἐννοήσουν τὴ Θεία Δύναμη.

Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ Ἅγιοι σπάνια ἀρέσκονται στὰ θαύματα, γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ θεωροῦν περισσότερο ἀξιέπαινο καὶ σοφὸ εἶναι τὸ νὰ παραμένουν πιστοὶ στὸ θέλημά Του, παρὰ νὰ προσπαθοῦν νὰ ἐπέμβουν σὲ αὐτὸ μὲ θαύματα.

Ὁπωσδήποτε οἱ ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τὰ θαύματα μὲ δέος καὶ κατάπληξη, ὅμως ἡ ὁδὸς καί, προπαντός, ἡ στενὴ πύλη δὲν διέρχεται ἀπὸ τὰ θαύματα.

Τὰ θαύματα, ὅπως εἴπαμε, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Θείας Δύναμης, ὅπως καὶ οἱ διάφορες ἐμφανίσεις στὶς ὀνειρικὲς καταστάσεις Ἁγίων ἢ ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ἐγκαταλείψει ἤδη τὸν κόσμο μας, ἀποτελοῦν ἕνα ἰσχυρότατο θεϊκὸ μήνυμα γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς πίστης ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιληφθοῦν διαφορετικὰ τὴ Θεία Δύναμη.

Ἀπὸ τὴν πλευρὰ δὲ τοῦ πιστοῦ καί, κυρίως, τοῦ ἀδύναμου πνευματικὰ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἕνα ἐρέθισμα, μιὰ ἐνδυνάμωση, μιὰ παρότρυνση, ἐὰν θέλετε, γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν καθημερινότητα καὶ νὰ ὑψώσει τὸν νοῦ του στοὺς θεϊκοὺς κόσμους. Εἶναι πολλὲς φορὲς μιὰ μορφὴ κλήσης. Ὁ καθημερινὸς ὅμως ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ὅταν βρεθεῖ ἐνώπιον θαύματος, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξηγήσει εἴτε ἁπλῶς ἐντυπωσιάζεται –καὶ ἡ ἐντύπωση κρατᾶ κάποιο μικρὸ χρονικὸ διάστημα καὶ τίποτε ἄλλο– εἴτε ἀντιμετωπίζει τὸ γεγονὸς ὡς κάτι μυστηριῶδες, ἄγνωστης προέλευσης γιὰ αὐτὸν καί, ἑπομένως, ἀδιάφορο. Ἐνίοτε ἀδιαφορεῖ τελείως, μὴν πιστεύοντας αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἢ κάποιος ἄλλος εἶδε ἢ ἄκουσε. Ἔτσι τὸ ἰσχυρὸ αὐτὸ θεϊκὸ μήνυμα παραμένει ἀνενεργὸ καὶ ἡ κλήση δὲν γίνεται ἀποδεκτή.

Ὁ ἄνθρωπος δύσκολα ἀλλάζει, δύσκολα ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ πιστέψει κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει στὸν νοῦ του. Στηρίζεται στὴ δική του ἀντίληψη, στὴ δική του ἀμφίβολη γνώση καὶ πάντοτε στέκεται σὰν ἀξεπέραστο ἐμπόδιο μπροστά του ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμός, ποὺ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ δεχτεῖ κάτι ποὺ κάποιος ἄλλος ὑποστηρίζει, ἀφοῦ εἶναι πεπεισμένος ὅτι μόνο αὐτὸς γνωρίζει τὴν ἀλήθεια. Πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια καὶ θὰ περάσει καιρὸς ἀκόμη ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς διέλαβε στὸ Εὐαγγέλιο αὐτὴ τὴν Ἀλήθεια ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Κύριος. Ὅτι ὄχι μόνο στὰ θαύματα, ὄχι μόνο στὶς ἐμφανίσεις τῶν νεκρῶν στὶς ὀνειρικὲς καταστάσεις, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι ἀκόμα καὶ ἂν οἱ νεκροὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναστηθοῦν, πάλι οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς θὰ ἔμεναν ἀδιάφοροι ἢ θὰ ἔδιναν κάποια δική τους ἑρμηνεία. Μάταια ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἐκλιπαρεῖ τὸν Ἄγγελο νὰ στείλει κάποιον στὸ σπίτι του καὶ νὰ εἰδοποιήσει τὰ πέντε ἀδέλφια του καὶ νὰ τοὺς βεβαιώσει, ὡς αὐτόπτης μάρτυρας, γιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν μετὰ θάνατον, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ διαφοροποιηθοῦν καὶ νὰ ἀποφύγουν αὐτὸ ποὺ ὑφίσταται ὁ ἀδερφός τους. Ἤρεμα ὁ Ἄγγελος βεβαιώνει ὅτι:

[…] οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται. (Κατὰ Λουκᾶν 16:31)

Τὸ παρήγορο ὅμως εἶναι ὅτι πάντοτε τὰ μηνύματα ἐπενεργοῦν γιὰ κάποιους, κάποιους ποὺ ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς ἔχουν μάτια καὶ αὐτιὰ γιὰ νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν καὶ νοῦ γιὰ νὰ καταλάβουν. Γιὰ αὐτοὺς ἄλλωστε γίνονται καὶ θὰ γίνονται, αὐτοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ ἀποδέκτες τῶν μηνυμάτων αὐτῶν. Κάθε ὁμιλία τοῦ Κυρίου ἔκλεινε μὲ τὴν ἐπωδή:

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. (Κατὰ Λουκᾶν 14:35)

Φυσικά, ὅλοι εἶχαν αὐτιά, ὅμως ἐλάχιστοι ἦταν ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουν.

 


238 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 460.

239 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 460.

240 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 460.

241 Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικά, «Περὶ τοῦ τρόπου τῆς εὐχῆς καὶ τῶν λοιπῶν», Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Β. Ρηγόπουλου, 2003, σ. 174 (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωση ἔκδοσης 1871).

242 […] εὐκόλως δύναται νὰ λύσῃ τινὰς τὴν ἀπορίαν ὁποῦ προτείνουσι πολλοί· ἤτοι ἆρά γε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι Ἅγιοι εἶναι ὁποῦ φαίνονται καθ’ ὕπνους εἰς τοὺς αὐτοὺς ἐπικαλουμένους Χριστιανούς, καὶ ἐπισκέπτονται τὰς ἀσθενείας αὐτῶν, καὶ διάφορα ποιοῦσι θαυμάσια, ἢ οἱ Ἄγγελοι λαμβάνουσι τὰ ὁμοιώματα τῶν Ἁγίων, καὶ αὐτοὶ εἶναι ὁποῦ φαίνονται εἰς τοὺς ἐπικαλουμένους τοὺς Ἁγίους; τινὲς μὲν γὰρ λέγουσιν ὅτι οἱ Ἄγγελοι εἶναι ὁποῦ φαίνονται ἀντὶ τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι, καθὼς συμμαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ· «Καὶ λέγουσιν, ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι λαμβάνουσι τὰ ὁμοιώματά τινων Ἁγίων τῶν τιμίων καὶ ἀγαθῶν, καὶ δεικνύουσιν αὐτὰ ἐν τῇ φαντασίᾳ τοῦ ὕπνου τῇ ψυχῇ ἐν τῷ μετεωρισμῷ τῶν διαλογισμῶν αὐτῆς, εἰς χαράν, καὶ περιποίησιν, καὶ ἀγαλλίαμα». Συμπεραίνουσι δὲ τοῦτο, διὰ τὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι οἱ Ἅγιοι περιγραπτοὶ καὶ περιοριστοί, δὲν εἶναι δυνατὸν ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς Ἅγιος ἐν τῇ αὐτῇ στιγμῇ νὰ εὑρίσκεται εἰς δύω, ἢ καὶ πολλοὺς τόπους· ἐπειδὴ δὲ βλέπομεν ὅτι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς Ἅγιος φαίνεται, καὶ θαυματουργεῖ εἰς πολλοὺς καὶ διαφόρους τόπους, κατὰ τὴν αὐτὴν στιγμήν, καὶ τὸν αὐτὸν καιρόν, λοιπὸν δὲν φαίνονται οἱ ἴδιοι Ἅγιοι, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων φαίνονται οἱ Ἄγγελοι· καὶ οὕτω διὰ τῶν διαφόρων Ἀγγέλων ἀποτελοῦνται τὰ ἐν διαφόροις τόποις θαυμάσια, τὰ γενόμενα κατὰ τὴν αὐτὴν στιγμὴν ὑπὸ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου· ἡμεῖς δὲ ἀποκρινόμεθα μὲ τὰ ἀνωτέρω λόγια τοῦ σοφοῦ Μαξίμου, ὅτι τὸ πᾶν ὅλον ἐν τούτοις εἶναι τῆς θείας χάριτος· ἐπειδὴ γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἄπειρος οὖσα ἐν παντὶ τόπῳ ἐστίν […]· ἀκολούθως καὶ οἱ Ἅγιοι μὲ τὸ νὰ εἶναι ἑνωμένοι τῇ πανταχοῦ οὔσῃ χάριτι, καὶ πολλῷ μᾶλλον μετὰ θάνατον, διὰ τῆς τοιαύτης ἑνώσεως, καὶ αὐτοὶ πανταχοῦ ἢ τουλάχιστον πολλαχοῦ γίνονται […]. Φαίνονται μὲν οὖν καὶ οἱ ἴδιοι Ἅγιοι εἰς τοὺς αὐτοὺς ἐπικαλουμένους […]. Φαίνονται δὲ καὶ ἀντὶ τῶν Ἁγίων οἱ Ἄγγελοι· τὸ πᾶν ὅμως τῆς χάριτός ἐστιν, ὡς προείπομεν, διὰ τῆς ὁποίας, παντοδυνάμου οὔσης, καὶ εἷς Ἅγιος δύναται ἀμέσως ἐνεργεῖν κατὰ τὸ αὐτὸ νῦν, ἐν διαφόροις τόποις, καὶ ἀκούειν τῆς προσευχῆς τῶν αὐτὸν ἐπικαλουμένων· ἀλλὰ καὶ οἱ Ἄγγελοι δι’ αὐτῆς τῆς χάριτος ἀποκαλύπτονται […] ἐν τῇ γῇ, καὶ προφθαίνουσιν εἰς βοήθειαν τῶν δεομένων βοηθείας (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Παύλου τοῦ θείου καὶ ἐνδόξου Ἀποστόλου αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί, τόμ. Γ΄, «Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους [Ἐπιστολή]», παρὰ Πάνῳ Θεοδοσίου τῷ ἐξ Ἰωαννίνων, 1819, σσ. 333-334:Ζ΄,3, ὑποσημ. 2). [Ἀπόδοση τοῦ Ἐπιμελητῆ]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ