02.05 | Λατρεία του Θεού και του Θείου – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

5. Λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Θείου

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Σκοπὸς τῆς λατρείας εἶναι ἡ οὐσία καὶ ὄχι ὁ τύπος, γιατὶ μὲ τὸν τύπο κάπου φτάνουμε, βέβαια, ἀλλὰ ὄχι στὸν πραγματικὸ σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ λατρεία τῆς Ἁγίας Τριάδος – ὅ,τι ἀνώτερο, ὅ,τι θεϊκό, ὅ,τι μεγάλο ὑπάρχει στὸ ὁρατὸ καὶ μὴ Σύμπαν.

Ὁ ἄνθρωπος, στὸν γήινο χῶρο, θὰ πρέπει πάντα νὰ κάνει ἀγώνα καὶ προσπάθεια ἀνύψωσης στὸν πνευματικὸ κόσμο, ἔτσι ὥστε τὴν ἰδιαίτερη ἐκείνη στιγμὴ ποὺ θὰ καθοριστεῖ ἡ ἀναχώρησή μας, ἡ ψυχή του νὰ εἶναι γεμάτη φῶς καὶ ἐλπίδα γιὰ ἄνοδο στὰ θεϊκὰ σύμπαντα.

Ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπει πάντοτε νὰ δείχνει τὴν ἀφοσίωσή του καὶ νὰ λατρεύει τὸν Θεό. Ἡ ἀφοσίωση αὐτὴ καὶ ἀγάπη, ἡ λατρεία, ἐκδηλώνεται ἀπὸ καταβολῆς κόσμου μὲ ποικίλους τρόπους καὶ ὁ τρόπος τῆς λατρείας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ νοητικὸ ἐπίπεδο τοῦ λάτρη.

Εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ κατεβάσουν τὸν Θεὸ στὸ δικό τους ἐπίπεδο. Τοῦ δίνουν μορφὴ καὶ ἰδιότητες ἀνθρώπινες, ἄλλοι τὸν προσωποποιοῦν καὶ ἄλλοι προσεύχονται σὲ ἕναν Θεὸ ἀπόλυτο.

Μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 10:2)220

Ὅσο οἱ ἄνθρωποι ἀπευθύνονται σὲ ἕναν Θεὸ φτιαγμένο κατ’ εἰκόνα τους, ὅσο οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τὸν Θεὸ μιὰ ἐξιδανίκευση δική τους, θὰ βρίσκονται μακριά Του. Ἐκεῖνος θὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἐξιδανικευμένη μορφὴ ποὺ Τοῦ δίνεται.

Ὁ Θεὸς εἶναι Νοῦς, ἄυλος, ἀνέκφραστος, ἀόρατος καὶ ὄχι εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἰκόνα ὅμως ποὺ ἀνταποκρίνεται στὸν νοῦ καὶ ὄχι στὸ σῶμα, στὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ συλλάβει διανοητικὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸ Θεῖο στὴν ἄυλη κ.λπ. μορφή Του ὁδήγησε καὶ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ αὐτὴ τὴν ἀνθρωποποίηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ καταλάβουν εὐκολότερα τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ποὺ κάπως τοὺς μοιάζει, ἔχει τὶς δικές τους ἰδιότητες, τὰ δικά τους πάθη καὶ εἶναι δίκαιος, ἐκδικητικὸς καὶ δέχεται κολακεῖες. Δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν εὔκολα ἕναν Θεὸ ἄυλο καὶ ἀόρατο.

Ἄλλοι ἄνθρωποι λατρεύουν ὄχι τὸν ἀνθρωπόμορφο Θεὸ τῆς δικῆς τους ἔμπνευσης καὶ κατασκευῆς, ἀλλὰ τὸν ἄυλο, ἀόρατο καὶ ἀπρόσωπο καὶ συνάμα προσωπικὸ μὲ τὴν ἔννοια τῆς συγκεκριμένης ὕπαρξής Του μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ Σύμπαντος, ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτό, μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτή. Λατρεύουν, δηλαδή, τὸν Θεὸ ὡς Δημιουργὸ τοῦ Σύμπαντος καὶ τοῦ κόσμου ποὺ τὸ κοσμεῖ, δηλαδὴ ὅλων ὅσα ὑπάρχουν σὲ αὐτὸν καί, φυσικά, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ Θεὸς στὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του, μὲ τὴ φράση «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἡ λέξη «Πατέρας» ἐκφράζει ἀκριβῶς τὴν προσωπικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἕναν Θεὸ προσωπικὸ καὶ ταυτόχρονα ἀπρόσωπο.

Ὁ ἀπόλυτος Θεὸς –ποὺ εἶναι ἄυλος, κ.λπ.– εἶναι ὁ Δημιουργὸς τοῦ Κόσμου, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τὸ δημιούργημα, εἶναι ἐγκαθιδρυμένος στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ κάθε δημιουργήματός Του καί, μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ἐκεῖνοι ποὺ λατρεύουν τὸν «ἀπόλυτο Θεὸ» θεωρητικὰ πιστεύουν ὅτι καὶ οἱ ἴδιοι εἶναι θεοὶ καὶ ὅτι ἁπλῶς αὐτὸ τὸ ἀγνοοῦν, γι’ αὐτὸ καὶ ταλαιπωροῦνται. Εἶναι μιὰ διδασκαλία ἀντίθετη στὰ Χριστιανικὰ ἰδεώδη, κατὰ τὰ ὁποῖα ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὁδηγεῖ στὸ ὅτι εἶναι ἁπλῶς ἕνα θεϊκὸ δημιούργημα, ποὺ μὲ τὴ συμπεριφορά του ἐδῶ στὴ Γῆ μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ μέθεξη Θεός, κατὰ χάρη.

Ὡστόσο, ὀφείλουμε νὰ δεχτοῦμε ὅτι μέχρι ὁ ἄνθρωπος νὰ καταφέρει νὰ συνειδητοποιήσει πόσο κοντὰ στὸν Θεὸ βρίσκεται, ὁποιαδήποτε ἰδέα καὶ νὰ σχηματίσει γιὰ τὸν Θεὸ θὰ εἶναι χρήσιμη βοήθεια ποὺ θὰ τὸν ὁδηγεῖ καὶ θὰ ἐπηρεάζει τὰ κίνητρά του καὶ τὴ γενικότερη συμπεριφορά του.

Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς (8ος αἰώνας μ.Χ.) γράφει σχετικῶς:

Ἐπειδὴ στὴ θεία Γραφὴ βρίσκουμε πάρα πολλὰ γιὰ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι διατυπωμένα συμβολικά, περισσότερο μὲ σωματικὲς παραστάσεις, εἶναι ἀνάγκη νὰ ξέρουμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι καὶ περιβεβλημένοι μὲ αὐτὸ τὸ παχὺ σαρκίο νὰ νοήσουμε ἢ νὰ ἐκφράσουμε τὶς θεῖες καὶ ὑψηλὲς καὶ ἄυλες ἐνέργειες τῆς θεότητος, παρὰ μόνο ἂν χρησιμοποιήσουμε ἀπὸ τὸν δικό μας κόσμο εἰκόνες καὶ τύπους καὶ σύμβολα. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)221

Στὸν καθένα φανερώνεται ὁ Θεὸς ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει περὶ Αὐτοῦ. Σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ τὴν ἐπιθυμία τους ξεπέρασαν τὴν ὑλικὴ σύνθεση καὶ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς τους κινοῦνται μὲ ἴση δύναμη γύρω ἀπὸ τὸ Θεὸ σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ ἀεικινησία, φανερώνεται ὡς Μονάδα καὶ Τριάδα, τόσο γιὰ νὰ δείξει τὴν ὕπαρξή Του, ὅσο καὶ νὰ διδάξει μυστικὰ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς Του. Σ’ ἐκείνους ποὺ ἡ ἐπιθυμία τους κινεῖται μόνο γύρω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς τους δὲν συνδέονται μεταξύ τους, δὲν φανερώνεται ὅπως εἶναι Αὐτός, ἀλλὰ ὅπως ἐκεῖνοι, δείχνοντάς τους ὅτι καὶ μὲ τὰ δυό τους χέρια ἔχουν ἀγκαλιάσει τὴν ὑλικὴ δυάδα, κατὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκε ὅλος ὁ σωματικὸς κόσμος, ἀπὸ ὕλη δηλαδὴ καὶ μορφή. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)222

Ὅταν σκέπτεται κανεὶς ἢ προσπαθεῖ νὰ σκεφτεῖ τὸν Θεό, ὅταν μὲ τὴν εὐλαβικὴ προσευχὴ προσπαθεῖ νὰ συνομιλήσουν, τὸ κάνει σχεδὸν πάντοτε μέσω μιᾶς μορφῆς ἢ ἑνὸς συμβόλου. Συνήθως δέ, ἡ προσέγγιση ἢ μᾶλλον ἡ προσπάθεια προσέγγισης ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς γίνεται διὰ τῶν εἰκόνων, διὰ τῶν ὁποίων, μέσω τῶν Ἁγίων ποὺ εἰκονίζουν, πορευόμαστε πρὸς τὸν Θεό. Ἔτσι, ἔχουμε ἀναγκαστικὰ μιὰ λατρεία ἔμμεση, μιὰ προσέγγιση δηλαδὴ μέσω μορφῶν, εἰκόνων, συμβόλων καὶ ἱερῶν κειμηλίων. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ θρησκευτικὴ παράδοση, ἔρχεται ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, τῶν Χριστιανικῶν καὶ προχριστιανικῶν, γιατὶ πάντοτε ὁ ἄνθρωπος λάτρευε τὸν Θεό.

Ἡ ἀνάγκη τῆς προσφυγῆς στὶς εἰκόνες, στὰ σύμβολα καὶ στὰ κειμήλια, καθὼς καὶ ἡ τελετουργία προκύπτουν διότι δὲν εἶναι εὔκολο, ὅπως εἴπαμε, σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀντιλαμβάνονται τὸ Θεῖο στὴν ἀφηρημένη του ἔννοια. Βέβαια, ἄλλοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ φοιτοῦν στοὺς ναοὺς καὶ ἄλλοι –καὶ ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις διαφορετικοὶ– ἐκεῖνοι ποὺ ἀσκοῦν τὴ λατρεία ὁπουδήποτε.

Ὁ ναὸς καὶ ἡ τελετουργία, σύμβολα πίστης, ζωῆς, ἀγάπης καὶ ἐλπίδας, φέρνουν στὸν νοῦ τοῦ πιστοῦ σκέψεις γιὰ τὶς ὁποῖες ὑπάρχουν ὅλα τὰ σύμβολα καὶ οἱ συμβολικὲς πράξεις τῆς τελετουργίας. Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς λατρείας –ἀρχαῖος, ὅσο καὶ ὁ κόσμος– ἐπικυρώνεται καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Λόγο τοῦ ἀθάνατου Θεοῦ, ποὺ φυσικὰ γνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τῆς ἄμεσης προσέγγισης.

Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο. (Κατὰ Ἰωάννην 1:18)

Οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα. (Κατὰ Ἰωάννην 6:46)

[…] καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. (Κατὰ Ἰωάννην 12:45)

Οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν. Καὶ ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν. (Κατὰ Ἰωάννην 14:6-7)

Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; (Κατὰ Ἰωάννην 14:9)

Ἔτσι, ὁ κάθε Χριστιανός, ἐνῶ γνωρίζει ὅτι πλάστηκε κατ’ εἰκόνα223 τοῦ Πατέρα –εἰκόνα ποὺ ἀναφέρεται, φυσικά, στὸν νοῦ καὶ ὄχι στὴ σωματικὴ μορφή–, πασχίζει νὰ προσομοιάσει στὸν Ἰησοῦ «κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἡλικίας αὐτοῦ» καὶ μέσω αὐτοῦ νὰ προσεγγίσει τὸν Πατέρα.

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ διὰ τῶν εἰκόνων, συμβόλων καὶ ἱερῶν κειμηλίων ἔμμεση προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο δὲν ἀποτελεῖ καμία παραδοξολογία, ἀλλὰ εἶναι γιὰ τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων ὁ μόνος ἐφικτὸς τρόπος λατρείας.

Ἄλλωστε δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι οἱ εἰκόνες καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια εἶναι τὰ θεμέλια ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ναῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνεγέρθηκαν καὶ καθιερώθηκαν εἴτε μὲ τὰ λείψανα ἑνὸς Ἁγίου εἴτε μὲ κάποια εἰκόνα ποὺ –κρυμμένη στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἀπὸ Θεία Πρόνοια– ἦρθε στὸ φῶς.

Μόνο οἱ Μουσουλμάνοι καὶ οἱ Προτεστάντες λατρεύουν τὸν Θεὸ χωρὶς αὐτὰ τὰ σύμβολα, χωρὶς Ἁγίους, χωρὶς εἰκόνες, χωρὶς κειμήλια.

Ἡ θρησκευτικὴ ἐπανάσταση στὴν κεντρικὴ Εὐρώπη –μὲ προεξάρχοντες τὸν Λούθηρο, τὸν Καλβίνο καὶ τὸν Ζβίγγλιο– εἶχε μὲν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν κατάργηση ὅλων τῶν εἰκόνων, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν ἱερῶν κειμηλίων, ὡστόσο στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ὅπως εἶναι διαπιστωμένο, μετέτρεψε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ μιὰ θρησκεία κοσμικὴ σὲ μιὰ θρησκεία ἠθική, σὲ μιὰ θρησκεία ὀρθολογιστικὴ πού, φυσικά, οὔτε τὴν πίστη στὰ θαύματα περιλαμβάνει οὔτε τὴν πίστη στοὺς Ἁγίους.

Αὐτὴ ἡ θρησκευτικὴ ἀντίληψη, πολὺ προσφιλὴς στοὺς δικούς μας θεολόγους ποὺ εἶχαν τὴν «ἀτυχία» νὰ σπουδάσουν στὴν Εὐρώπη, διδάσκεται ἤδη καὶ στὴ χώρα μας. Διδάσκεται ὑπὸ τὰ ὄμματα τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία περιορίζεται στὸ νὰ «καταδιώκει» μερικοὺς αὐτοαποκαλούμενους διδασκάλους κάποιων δοξασιῶν ἢ κάποιων κρυμμένων συμφερόντων.

Μὰ τέλος πάντων, δὲν χρειάζεται καμία ἰδιαίτερη θρησκευτικὴ παιδεία γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς κάτι ποὺ ἡ κοινὴ ἀνθρώπινη λογικὴ ἀντιλαμβάνεται, δηλαδὴ τὴν ἀνάγκη τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου ποὺ θρησκεύεται νὰ καταφύγει στοὺς Ἁγίους, στὶς εἰκόνες, στὰ σύμβολα καὶ στὰ ἱερὰ κειμήλια. Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται αὐτὸ τὸ πράγμα δὲν ἔχει λατρέψει κάποιο ἀσήμαντο ἀντικείμενο γιατὶ ἔτυχε νὰ ἀνήκει σὲ κάποιον ἀγαπημένο πρόγονό του ἢ κάποιον ἐπίγονο ποὺ χάθηκε πρόωρα; Μιὰ παλιὰ φωτογραφία, ἕνα ἀσήμαντο μικρὸ ἀντικείμενο κ.λπ. ὑπῆρξαν ἱκανὰ νὰ προκαλέσουν χείμαρρους ἀπὸ δάκρυα.

Ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι παντοῦ, στοὺς ἀνθρώπους, στὰ ζῶα, στὰ φυτά, στὰ ὀρυκτὰ καὶ στὰ ἄψυχα ἀντικείμενα. Εἶναι διάχυτη ἐδῶ στὴ Γῆ, στὸν Οὐρανὸ καὶ σὲ ὅλο τὸ ὁρατὸ καὶ μὴ Σύμπαν. Αὐτὴ δίνει ζωή, συνέχει καὶ προνοεῖ γιὰ ὅλα καὶ γιὰ ὅλους. Εἶναι ἀδιάφορο μὲ ποιὸν τρόπο προσπαθεῖ ὁ καθένας μας νὰ προσεγγίσει τὸ Θεῖο, ἀρκεῖ νὰ προσπαθεῖ – καὶ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἡ βεβαιότητα ὅτι κάθε τέτοια προσπάθεια, εἴτε ἀπευθύνεται στὸν ἀνθρωπόμορφο Θεὸ εἴτε στὸν προσωπικό, θὰ βρεῖ ἀνταπόκριση.

Οἱ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὸν Θεὸ εἶναι πολλοὶ καὶ διαφορετικοί. Ὅμως στὸ τέλος συγκλίνουν ὅλοι καὶ ὁδηγοῦν στὸν τελικὸ σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης.

Τὸ θέμα τῶν εἰκόνων εἶναι πανάρχαιο καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει μὲ τὴ δική του προσωπικὴ ἀντίληψη, ἂν ἡ ἀντίληψη αὐτὴ δὲν εἶναι προϊὸν προσεκτικῆς παρατήρησης καὶ μελέτης. Εἶναι ἕνα θέμα πάρα πολὺ δύσκολο, ἀπαιτεῖ πολὺ μεγάλη ὑπευθυνότητα καί, κατὰ συνέπεια, θὰ πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς πολὺ προσεκτικός, πολὺ σαφὴς καὶ συγκεκριμένος.

Οἱ εἰκόνες εἶναι ἕνα σύμβολο λατρείας τῆς μορφῆς ποὺ ἀπεικονίζουν καί, παράλληλα, ἕνα μέσο ἐπικοινωνίας τοῦ κατόχου-πιστοῦ μὲ τὴν εἰκονιζόμενη μορφή. Ἐὰν ὁ πιστὸς-κάτοχος-λάτρης εἶναι περιορισμένης ἀντίληψης ὅσον ἀφορᾶ τὸ Θεῖο γενικὰ καὶ εἰδικὰ περὶ τῆς δύναμης τῆς εἰκονιζομένης μορφῆς, τότε ἡ εἰκόνα ἁπλὰ εἶναι ἕνα κομμάτι ξύλου, ἕνα ἀντικείμενο χωρὶς καμία δύναμη – ἀφοῦ ἐκεῖνος ποὺ τὴν κατέχει ἢ τὴν προσκυνᾶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ προσδώσει σὲ αὐτὴν κάποιο ὑπερφυσικὸ ἰδιαίτερο γνώρισμα. Ὅταν ὅμως ὁ κάτοχος-προσκυνητὴς διακατέχεται ἀπὸ ἔντονη πίστη, ἔντονη λατρεία στὸν Θεό, ἐὰν ἡ διάνοιά του εἶναι ἁγνὴ καὶ καθαρή, ἐὰν ἡ ψυχή του εἶναι ἐλεύθερη καὶ ἡ βούλησή του –ὁ ἀπώτερος σκοπός του– εἶναι νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη του, τὴν πίστη του καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὴν εἰκονιζόμενη ἁγία μορφή, τότε τὸ ἀντικείμενο ἐκεῖνο φορτίζεται ἀπὸ τὰ θετικὰ στοιχεῖα τοῦ κατόχου-λάτρη καὶ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα συσσωρεύονται στὸ ἀντικείμενο τῆς εἰκόνας καὶ μένουν ἀναλλοίωτα στοὺς αἰῶνες, σὰν μιὰ δύναμη ποὺ εἶναι κράμα φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ. Δηλαδὴ στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ συγχωνεύονται στὴν ἔντονη αὐτὴ δύναμη ποὺ ἀποδίδεται πάντα, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη συνήθεια, στὸν εἰκονιζόμενο Ἅγιο, ἐνῶ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ ὑπερφυσικοῦ ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἔντονη λατρεία στὸν Θεό. Ἔτσι, ὅλα τὰ θετικὰ τῆς πίστης λειτουργοῦν κατὰ τρόπο θαυμαστό.

Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ. (Π.Δ., Ψαλμοὶ 67)

Μὲ ἄλλα λόγια, ἐὰν κανεὶς εἶναι ἁπλῶς ἕνας συλλέκτης ἔργων τέχνης καὶ ἔχει στὴν κατοχή του εἰκόνες Ἁγίων ποὺ ποτὲ δὲν τὸν ἀγγίζουν σὰν πιστό, ἀλλὰ μόνο σὰν συλλέκτη ἢ σὰν ἐπιχειρηματία ἢ ἐὰν κάποιος ἔχει στὸ σπίτι του ἢ κάπου ἀλλοῦ κάποια εἰκόνα γιὰ λόγους διακοσμητικούς, δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ εἰκόνες αὐτὲς νὰ περιέχουν καμία δύναμη, ἀπολύτως. Ὅμως καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἴσως κάποια φορὰ ἡ Θεία Οἰκονομία –γιὰ κάποιο λόγο ἄγνωστο σὲ ἐμᾶς–, νὰ φορτίσει τὴν εἰκόνα μὲ δύναμη θεϊκή, ὑπερφυσική, ὑπερκόσμια. Ἡ δύναμη αὐτή, ὡστόσο, δὲν ἀπορρέει πλέον ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο δεδομένο, ἀλλὰ εἶναι μιὰ παραχώρηση τοῦ Θείου, γιὰ λόγους ποὺ ἴσως ἐξυπηρετοῦν τὰ Σχέδια τοῦ Θεοῦ.

Ὅ,τι ἐλέγχθη γιὰ τὶς εἰκόνες ἰσχύει καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἱερὰ κειμήλια καὶ τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα καὶ γιὰ ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴ Θεία λατρεία, ἀφοῦ καὶ αὐτὰ εἶναι συνυφασμένα μαζί της καί, κατὰ συνέπεια, εἶναι ἐπακόλουθά της.

Ὅμως πρέπει νὰ προσέχει κανεὶς μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ φθαρτά, ἔστω καὶ ἱερά, ἀντικείμενα. Πρέπει νὰ προσέξει ὥστε ἡ λατρεία νὰ ἀποδίδεται στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὰ συγκεκριμένα ἀντικείμενα. Ἡ λατρεία, δηλαδή, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸ σύνολό της, θὰ πρέπει αὐθόρμητα νὰ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὰ ἀντικείμενα μερικῶς ἢ ὁλικῶς.

Τόσο οἱ εἰκόνες ὅσο καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ κειμήλια, σκεύη καὶ σύμβολα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιληφθεῖ χωρὶς αὐτὰ τὴ λατρεία του πρὸς τὸ Θεῖο – ἔστω καὶ γιατὶ ἔτσι ἔμαθε, ἔτσι συνήθισε. Ἔτσι, ἀβίαστα βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων, τῶν ἱερῶν κειμηλίων κ.λπ. καί, φυσικά, ἡ ἔκθεσή τους σὲ ἀνοιχτοὺς ἡ κλειστοὺς χώρους γιὰ προσκύνημα –εἴτε οἱ χῶροι αὐτοὶ εἶναι ἀφιερωμένοι εἰδικὰ στὴ λατρεία εἴτε ὄχι– εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ θρησκευτικὴ παράδοσή μας, ἀλλὰ καὶ σύμφωνη μὲ τὸν Λόγο, ὅπως ἐκφράζεται στὶς Γραφές.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ συλλάβει τὴν Ἀλήθεια, καὶ αὐτὴ ἡ ἀδυναμία ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ-λάτρη στὴν ἔμμεση, μέσω τῶν εἰκόνων κ.λπ., λατρεία καὶ πολλὲς φορὲς στὴν κατασκευὴ ἑνὸς Θεοῦ φανταστικοῦ. Ὄχι βέβαια πὼς ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, ἁπλῶς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ Τὸν συλλάβει.

Ὁ Θεός, ἢ τουλάχιστον αὐτὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν καὶ ὀνομάζουν Θεό, ὑπάρχει ἐν τῇ Οὐσίᾳ καὶ τῇ Παντοδυναμίᾳ Του. Τὸ ὄνομα Θεός, ἕνα καθαρὰ λεκτικὸ σύμβολο, σημαίνει τὸν ἄναρχο, τὸν τὰ πάντα ποιήσαντα, σημαίνει τὸν ὑπεραγαθό, τὸν ἀπαθή, τὸν ἀμετάβλητο. Καὶ ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος:

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἀπαθὴς καὶ ἀμετάβλητος. […] Ὁ Θεὸς οὔτε χαίρεται οὔτε ὀργίζεται [γιὰ ὅ,τι κάνουν οἱ ἄνθρωποι]· γιατὶ ἡ λύπη καὶ ἡ χαρὰ εἶναι πάθη […]· Δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε τὸ Θεὸ μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια. (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας)224

Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγαθὸς καὶ δὲν βλάπτει κανέναν, ἀλλὰ πάντες ὠφελεῖ. Τὸ ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἐνάρετος, εἶναι ὅτι προσεγγίζει τὸν Θεὸ ἢ μᾶλλον τὴ Δύναμή Του καὶ ἐξομοιώνεται μὲ Αὐτόν. Μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς καλὲς πράξεις εἶναι γεγονὸς ὅτι προχωροῦμε πρὸς τὴν ἀπελευθέρωσή μας. Ὅμως μὲ αὐτὰ οὔτε θεραπεύουμε οὔτε μεταβάλλουμε τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό μας ὠφελοῦμε καὶ συντομεύουμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς μας στὸ ἀρχικὸ κάλλος.

Στὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο αὐτὰ φαίνονται ξένα καὶ ἀδιανόητα, γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἀνθρώπινη διανόηση νὰ συλλάβει αὐτὲς τὶς ἔννοιες. Ἡ λογικὴ καί, κατ’ ἐπέκταση, ὁ ὀρθολογισμὸς εἶναι ἕνας φραγμός, ἕνα ἐμπόδιο καὶ πρέπει νὰ γίνεται προσπάθεια νὰ προσεγγίζεται ἡ Ἀλήθεια μὲ τὴν ὑπέρβαση τῆς λογικῆς, μὲ τὴν αἴσθηση τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι μὲ τὶς κοινὲς αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες πάντοτε μᾶς παραπλανοῦν.

Εἴπαμε πιὸ πάνω ὅτι κάθε εἶδος λατρείας, ἐφόσον ὑπάρχει εἰλικρίνεια, ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀφοσίωση, κάθε ἐνέργεια ποὺ ἔχει ὡς ἐπίκεντρο τὸ Θεῖο εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ εὐλογημένη. Ὅμως ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, ὅτι ἡ ὕψιστη καὶ ὑπερευλογημένη λατρεία ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴν Ἁγία Τριάδα. Σὲ Αὐτὴν ἀνήκει κάθε λατρεία καὶ σὲ Αὐτὴν πρέπει νὰ προσφεύγει ὁ λάτρης – πάντοτε μὲ ἀγάπη, εἰλικρίνεια καὶ ἀφοσίωση, χωρὶς ἰδιοτέλεια, χωρὶς κανένα συμφέρον ἢ ἀντιπαροχή. Δηλαδὴ ἡ λατρεία πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ φθαρτοῦ καὶ ἄφθαρτου ἑαυτοῦ μας, ἀπὸ ἀπέραντη ἀνάγκη νὰ λατρέψουμε τὸν Δημιουργὸ καὶ Πλάστη, ὄχι γιατὶ πρέπει, ὄχι γιατὶ τὸ λέει ἡ θρησκεία στὴν ὁποία ἀνήκουμε. Ἡ λατρεία πρὸς τὸν Θεὸ δὲν πρέπει νὰ ἔρχεται σὰν τύπος κάποιας λατρείας. Τὰ λόγια, οἱ τυπικὲς προσευχές, ἡ στάση τοῦ σώματος, ὁ τόπος-χῶρος τῆς προσευχῆς δὲν παίζουν ρόλο.

Ἀπέριττα καὶ ἁπλὰ ἀγαπῶ τὸν Θεό, εὐγνωμονῶ τὸν Πλάστη μου, δοξάζω τὸ εὐλογημένο Ὄνομά Του, γιατὶ εἶμαι παιδί Του καὶ ὄχι γιατὶ εἶμαι Χριστιανὸς ἢ ἀνήκω σὲ κάποια ἄλλη θρησκεία.

Ὅλη ἡ Γῆ, ὅλη ἡ φύση, ὅλη ἡ πλάση, λογικὴ καὶ ἄλογη, ὑμνεῖ τὸ Ὄνομά Του. Κατὰ συνέπεια, σὲ ὁποιαδήποτε γωνίτσα τῆς Γῆς καὶ ἂν βρεθοῦμε, μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τὸν μεγαλοπρεπέστερο ἀχειροποίητο ναὸ καὶ νὰ ποῦμε ἁπλῶς εὐχαριστῶ, νὰ ποῦμε ὅτι Τὸν ἀγαπᾶμε. Ὅπως ὁ καθένας ἀποφασίσει νὰ Τοῦ δείξει τὴν ἀγάπη του, ἂς τὸ κάνει κατὰ τὴ δική του βούληση εἴτε μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ἱερέα καὶ τῶν ψαλτῶν εἴτε μὲ τὴ συνοδεία τῶν λουλουδιῶν, τῶν πουλιῶν, τῶν ζώων, τοῦ ἥλιου, τῆς βροχῆς κ.λπ. Εἶναι θέμα προσωπικῆς ἐπιλογῆς καὶ πάντα θέμα καθαρὰ ἀτομικὸ τοῦ κάθε πλάσματος.

Κάθε προσπάθεια προσέγγισης τοῦ Θείου, ὅλος ὁ πνευματικὸς ἀγώνας πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη τῆς ψυχῆς καὶ μόνο, ἀπὸ φλόγα καὶ πάθος καὶ ὄχι ἀπὸ ἰδιοτέλεια γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας. Αὐτὸ εἶναι ἐγωισμός, δόλος, εἶναι ἀντιχριστιανικό.

Ἔχοντας ὑπόψη τὰ ὅσα εἰπώθηκαν πιὸ πάνω, θὰ πρέπει πάντοτε νὰ σεβόμαστε καὶ ὄχι νὰ χλευάζουμε τὰ ὑψηλὰ ἀνθρώπινα ἰδανικά, ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ εὐσεβεῖς στρέφονται πρὸς αὐτὰ μὲ τὸν ἁπλό, ἀλλὰ τόσο ἀξιοσέβαστο τρόπο ποὺ λατρεύουν τὸν Θεὸ οἱ ἁγνοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ. Ἄνθρωποι τοῦ εἴδους αὐτοῦ πολλὲς φορὲς εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὸ Ἀπόλυτο Πνεῦμα ἀπὸ ὅ,τι οἱ διανοούμενοι. Ἁπλές, ἀλλὰ μεγάλες καρδιές, ἔστω καὶ μὲ τὴν ἀνθρωπόμορφη ἀντίληψη ποὺ Τὸν νιώθουν, μὲ τὴ βαθιὰ ὅμως πίστη μὲ τὴν ὁποία μεταδίδεται ἀπὸ γενεὲς σὲ γενεές. Ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε Ἕνας καὶ μοναδικὸς γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα. Ἀδιάφορο ἂν ἐμεῖς, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς λατρείας μας, Τοῦ δίνουμε διάφορες μορφὲς ἢ ὀνόματα. Καὶ σήμερα καὶ στὸ παρελθὸν ἀλλὰ καὶ πάντοτε, ὅσο ὑπάρχουν διαφορετικὰ νοητικὰ ἐπίπεδα, ὁ Θεὸς θὰ βιώνεται διαφορετικά.

 


220 [Προσθήκη τοῦ Ἐπιμελητῆ]

221 Ἐπεὶ δὲ πλεῖστα περὶ Θεοῦ σωματικώτερον ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ συμβολικῶς εἰρημένα εὑρίσκομεν, εἰδέναι χρή, ὡς ἀνθρώπους ὄντας ἡμᾶς καὶ τὸ παχὺ τοῦτο σαρκίον περικειμένους τὰς θείας καὶ ὑψηλὰς καὶ ἀύλους τῆς θεότητος ἐνεργείας νοεῖν ἢ λέγειν ἀδύνατον, εἰ μὴ εἰκόσι καὶ τύποις καὶ συμβόλοις τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρησαίμεθα (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Παναγιώτη Σ. Πουρναρᾶ, 1976, σσ. 74-75, δίγλωσση ἔκδοση).

222 Ἑκάστῳ κατὰ τὴν ὑποκειμένην αὐτῷ περὶ Θεοῦ δόξαν, ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται· τοῖς μὲν κατ’ ἔφεσιν τὴν ὑλικὴν περάσασι σύνθεσιν καὶ τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἰσοδυναμούσας ἀλλήλαις κεκτημένοις κατὰ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀεικινησίαν περὶ Θεόν, ὡς Μονὰς ἐκφαίνεται καὶ Τριάς, ἵνα καὶ τὴν οἰκείαν ὕπαρξιν παραδείξειε καὶ τὸν αὐτῆς τρόπον μυστικῶς ἐκδιδάξειε· τοῖς δὲ περὶ μόνην τὴν ὑλικὴν σύνθεσιν ἔχουσι κινουμένην τὴν ἔφεσιν καὶ ἀλλήλαις ἀσυνδέτους τὰς τῆς ψυχῆς δυνάμεις κεκτημένοις, οὐχ ὡς ἐστίν, ἀλλ’ ὡς εἰσὶν ἐμφανίζεται, δεικνὺς ὅτι τῆς ὑλικῆς δυάδος ἀμφοῖν ἐπελάβοντο ταῖν χεροῖν· καθ’ ἣν ὁ σωματικὸς ὡς ἐξ ὕλης καὶ εἴδους συνέστηκε κόσμος (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 108:ϟε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Γ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 166:95.

223 «Μὲ τὴ λέξη εἰκόνα οἱ Ἑβδομήκοντα μεταφραστὲς τῆς Π.Δ. μεταφέρουν στὰ ἑλληνικὰ τὸν ἑβραϊκὸ ὅρο tselem, ποὺ σημαίνει ἀκριβῶς ἐμφάνιση, ἀντιπροσώπευση, ἰσοτιμία, ὑποκατάστατο» (Γιανναρᾶς, Χρῆστος, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ὅ.π., «Ὁ ἄνθρωπος», σ. 96). [Σ.τ.Ε.]

224 Ὁ Θεὸς ἀγαθὸς καὶ ἀπαθὴς καὶ ἀμετάβλητός ἐστιν. […] ῥητέον, ὡς οὔτε χαίρει ὁ Θεὸς οὔτε ὀργίζεται· τὸ γὰρ χαίρειν καὶ λυπεῖσθαι, πάθος […]· οὐ θέμις ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων εὖ ἢ κακῶς ἔχειν τὸ θεῖον (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 24:ρν΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Συμβουλὲς… σὲ 170 κεφάλαια», σ. 50:150.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ