02.15 | Οντολογία του Κακού – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

15. Ὀντολογία τοῦ Κακοῦ

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Σὰν φραγμός, σὰν δύσβατο καὶ πολλὲς φορὲς ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, στὴν προσπάθεια τῆς κάθαρσης, στέκεται κάθε ἀνθρώπινη ἐνέργεια ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὶς ἀρετές. Εἶναι τὰ διάφορα πάθη, οἱ διάφορες παρὰ φύση ἐνέργειες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ποὺ ἐντάσσονται κάτω ἀπὸ τὴ γενικὴ ἔννοια τῶν λέξεων κακία ἢ ἁμαρτία. Τὸ κακὸ ἢ ἡ ἁμαρτία, σὰν ἔννοιες, ἀναφέρονται σὲ κάτι ποὺ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπέκτησε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς της στὴ ζωή, κατὰ τὴ σύζευξή της μὲ τὴν ὕλη. Δὲν ἀκολουθοῦν στοὺς θείους χώρους, ὅπου ἡ ψυχὴ εἰσέρχεται μόνο κεκαθαρμένη, ἀλλὰ ὑπάρχουν μόνο ἐδῶ, στὴ Γῆ.

Ἡ θρησκευτική μας ἱστορία ἀρχίζει μὲ τὴ γνώση τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς καταλυτικὲς συνέπειες ποὺ συνεπάγεται αὐτὴ ἡ γνώση.

Καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ. (Π.Δ., Γένεσις 2:16-17)

Αὐτὴ ἡ στιγμή, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐξελικτικὰ ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ αὐτοσυνειδησία καί, ἑπομένως, δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἦταν καὶ θὰ εἶναι ἡ μοιραία στιγμὴ γιὰ τὸν καθένα μας, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐνδίδει στὶς ἀπαιτήσεις του, στὶς ἀπαιτήσεις δηλαδὴ τῶν ἐπιθυμιῶν ἐκείνων ποὺ τὸν παρασύρουν ἔξω ἀπὸ τὴν κανονικὴ τροχιά του καὶ τὸν καθιστοῦν δέσμιό τους, δέσμιο τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ὕλης.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει πλέον τὴν ἀθωότητά του, δέχεται ξένες πρὸς τὴ φύση του ἐπιρροὲς καὶ ἔκτοτε συμβιώνει καὶ συμπορεύεται μὲ αὐτές. Ἀκολουθεῖ, δηλαδή, τὸν νόμο-συνήθεια τῆς κακίας.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς ἀντιπαρατασσόμαστε σ’ αὐτὸν τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας, προσπαθοῦμε νὰ τὸν διώξομε ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἐγκαθιστοῦμε μέσα σ’ αὐτὸ τὴν ἐπιτήρηση τοῦ νοῦ, μὲ τὴν ὁποία νομοθετοῦμε τὸ πρέπον σὲ κάθε δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ σὲ κάθε μέλος τοῦ σώματος. Στὶς αἰσθήσεις, ποιὰ νὰ ἀντιλαμβάνονται καὶ σὲ τί βαθμό· τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ πνευματικοῦ νόμου λέγεται ἐγκράτεια. Στὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, εἰσάγομε τὴν ἄριστη ἕξη [συνήθεια], ἡ ὁποία λέγεται ἀγάπη. Ἀλλὰ μὲ τὸ νόμο αὐτὸ βελτιώνομε καὶ τὸ λογιστικό, ἀπομακρύνοντας κάθε τὶ ποὺ ἐμποδίζει τὴ διάνοια νὰ ἀνυψωθεῖ στὸ Θεό· τὸ μέρος αὐτὸ τούτου τοῦ νόμου τὸ λέμε νήψη. (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς)307

Ἀπὸ αὐτὴν τὴ στιγμή, ὁ ἄνθρωπος γίνεται φορέας ὄχι μόνο τῶν Θείων ἐντολῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐντολῶν ποὺ ὑπαγορεύουν οἱ ἀντίθετες πρὸς τὸ Θεῖο δυνάμεις. Ἀπὸ αὐτὴν τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη περιπέτεια, τὸ ταξίδι τῆς ψυχῆς μέσα στὸν κόσμο τῆς ὕλης καὶ τὸ ταξίδι αὐτὸ θὰ συνεχίζεται μέχρις ὅτου ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος οἰκειοθελῶς θὰ θελήσει νὰ ἀποβάλει τὰ δεσμὰ αὐτὰ καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν παλιὰ ἁγνότητά του καί, φυσικά, νὰ ξαναγίνει κάτοικος τῶν ἐπουρανίων.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεώρησαν τὸ κακὸ μιὰ ἑκούσια παράβαση τοῦ Θείου Νόμου.

Γιατὶ ἡ κακία δὲν εἶναι οὐσία οὔτε ἰδίωμα οὐσίας, ἀλλὰ συμβεβηκός, δηλαδὴ ἑκούσια ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ φύση στὸ παρὰ φύση, πράγμα ἀκριβῶς ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)308

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (370 μ.Χ.) διδάσκει:

Ἡ κακία εἶναι κάτι τὸ ξένο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, εἰσχώρησε ὅμως μετὰ τὴν παράβαση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καὶ τὴ δεχτήκαμε καὶ μὲ τὸν καιρὸ ἔγινε σὰν φυσικὴ σὲ μᾶς. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)309

Τὴ διδασκαλία αὐτὴν τοῦ Μακαρίου ἀποδέχονται ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ μὴ διερωτῶνται καὶ ἀποροῦν πῶς ὁ Θεὸς στὴν Παντοδυναμία Του ἐπέτρεψε ἢ ἐπιτρέπει τὴν ὕπαρξη τῆς κακίας στὸν κόσμο καί, ἀκόμα, ἂν θέλετε, τὴν ὕπαρξη τῆς δυστυχίας, τῆς φτώχειας, τῆς ἀρρώστιας, τῶν πολέμων κ.λπ. Καὶ ὅσο ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ συνθῆκες ἀθλιότητας, τόσο μερικοὶ πιστεύουν ἢ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἢ ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔχουν σημασία καὶ ἀφοροῦν μόνο ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι αἰώνια καί, ἑπομένως, οὔτε ἡ κακία οὔτε ἡ παντὸς εἴδους δυστυχία μπορεῖ νὰ τὴν πλήξει. Γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν ἀποδεχθεῖ ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε ἐδῶ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνας ρόλος ποὺ ἤρθαμε νὰ παίξουμε γιὰ νὰ διδαχτοῦμε μέσω τῶν ἐμπειριῶν, γιὰ αὐτοὺς τὸ ἀνθρώπινο γίγνεσθαι καὶ ἡ κακία καὶ ἡ δυστυχία εἶναι μέσα στὸ πλαίσιο ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀναγκαιότητα. Καὶ πρέπει νὰ γίνει ἀπόλυτα κατανοητὸ ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ὑπάρξει ἡ κακία. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ὑπάρξει ἡ δυστυχία, γιατὶ μόνο μέσω τῶν καταστάσεων αὐτῶν θὰ δοκιμάσουμε καὶ θὰ δοκιμαστοῦμε. Οἱ ἀρνητικὲς δυνάμεις εἶναι ἕνας δίκαιος δικαστὴς ποὺ δὲν τιμωρεῖ κανέναν, ἀλλὰ μέσω τῆς δοκιμασίας καθοδηγεῖ καὶ παροτρύνει νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν σωστὸ δρόμο, ποὺ εἶναι ἐκεῖνος τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς μας. Ἄλλωστε ἔχουμε πεῖ καὶ τὸ ξαναλέμε ὅτι οἱ περισσότερες δοκιμασίες ποὺ δεχόμαστε ὀφείλονται σὲ προηγούμενες δικές μας ἐνέργειες.310

Ἡ ἄποψη τῶν ἀνθρώπων τῆς διανόησης καὶ τῆς ἐπιστήμης σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ κακοῦ –ἡ ὁποία συμπίπτει μὲ τὴν ὑλιστικὴ ἄποψη– εἶναι ὅτι τὸ κακὸ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἕνα ἀπόβλητο τοῦ ὀργανισμοῦ μας, ἕνα ὑποπροϊὸν ποὺ ὑπάρχει μόνο ἐφόσον ὑπάρχουν δυσχερεῖς συνθῆκες διαβίωσης καὶ ὅτι ὅλα διορθώνονται ὅταν διορθώνονται οἱ συγκεκριμένες συνθῆκες. Ὅμως τὸ εἶδος τοῦ κακοῦ καὶ ὁ τρόπος ποὺ διαπράττεται διαψεύδουν τὴν ἄποψη αὐτή. Τὸ κακὸ κυριαρχεῖ κυρίως στὴν ἄρχουσα τάξη, κυρίως σὲ ἐκείνους ποὺ διαβιοῦν μὲ ἐξαίρετες οἰκονομικές, κοινωνικὲς κ.λπ. συνθῆκες καὶ διαπράττεται ἀπὸ αὐτοὺς ὄχι γιὰ τὴν κάλυψη μιᾶς τυχὸν ἀνάγκης, ὅπως συνήθως γίνεται στοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατέχονται ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα, ἀλλὰ διαπράττεται μὲ σκληρότητα, ἀπληστία, χαμέρπεια. Οἱ ἄνθρωποι τῆς κατηγορίας αὐτῆς ἀγαποῦν τὸ κακό, ὅπως οἱ Ἅγιοι ἀγαποῦν τὸν Θεό. Φυσικά, δὲν εἶναι ὅλοι οἱ κατέχοντες τὰ ἀγαθὰ κακοί, ἀλλὰ καὶ οὔτε ὅλοι οἱ φτωχοὶ καλοί. Ἂν παρατηρήσει ὅμως κανεὶς μὲ προσοχή, θὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ συμπόνια, ἡ κατανόηση, ἡ ἀγάπη, ἡ συμπαράσταση κ.λπ. συνήθως δὲν συνοδεύουν τοὺς κατέχοντες ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν.

Αὐτὸς ὁ κόσμος ὅπου ζοῦμε εἶναι μιὰ ἔκφραση τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ἂν μέσα στὸν κόσμο αὐτὸν ὑπάρχουν πράγματα καὶ ἄνθρωποι, γεγονότα καὶ πράξεις ποὺ μᾶς προκαλοῦν δυσφορία, αὐτὰ ὑπάρχουν γιατὶ ἀποτελοῦν μέρος τῆς ζωῆς, μέρος τοῦ Σχεδίου ποὺ διέπει τὴ ζωή – καὶ ἡ δυσφορία ποὺ μᾶς προκαλοῦν ὀφείλεται μόνο στὴ δική μας περιορισμένη δυνατότητα ἀντίληψης καὶ κατανόησης τῆς ἀναγκαιότητας τῆς ὕπαρξης αὐτῶν τῶν πραγμάτων.

Ὅταν παραπονιόμαστε γιὰ αὐτὲς τὶς καταστάσεις, θὰ ἦταν καλύτερα νὰ παραπονεθοῦμε γιὰ τὴ δική μας ἔλλειψη ἱκανότητας κατανόησης, γιὰ τὴ δική μας σκληρότητα, γιὰ τὴ δική μας ἀδιαφορία. Ὅταν ἀνακαλύψουμε καὶ δεχτοῦμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ βαθύτερη αἰτία τῆς ὕπαρξής μας, ὅτι κάποια ἀνώτερη, πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ ἐμᾶς δύναμη ρυθμίζει τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, τότε δὲν θὰ δυσφοροῦμε πιὰ γιὰ τὶς καταστάσεις αὐτές.

Πρέπει νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ἀπὸ ὅλους μας ὅτι ἡ δυστυχία, σὰν προϊὸν τῆς ἀνθρώπινης κακίας, παίζει ἕναν συγκεκριμένο ρόλο στὴν ἀνθρώπινη ἐξέλιξη. Τὸ κακὸ δὲν ἐμφανίζεται καὶ οὔτε ἐμφανίστηκε ἀναπάντεχα ἀπὸ κάποια «πτώση» οὔτε ὑπάρχει ἐνάντια στὴ Θεϊκὴ Δύναμη. Ἡ πτώση στὴν «ἁμαρτία» καὶ ἡ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἐμπειρία τοῦ πόνου εἶναι ἀναπόσπαστα τμήματα τῆς κοσμικῆς ἰδέας καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν ἀποτελοῦν ἀτυχήματα ἢ σφάλματα κοσμικά. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἐσφαλμένο εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη καὶ ἡ ἀνυπομονησία.

Δὲν ὑπάρχει κακία, πόνος, κακουχία κ.λπ. στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Ὅλα ἀγγίζουν τὴν ἐπιφάνεια, τὸν ἐξωτερικὸ ἑαυτό μας, τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημα τῆς ψυχῆς μας καὶ δὲν μᾶς ἀκολουθοῦν ἐκεῖ ποὺ πηγαίνουμε.

Ἡ πάλη τὴν ὁποία καλεῖται νὰ διεξάγει ὁ ἄνθρωπος ἐνάντια στὶς ἀρνητικὲς καταστάσεις, ὁποιοδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα στὸν σχετικὸ κόσμο, στὴν οὐσία συντελεῖ στὴν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀποστολὴ αὐτῶν τῶν δυνάμεων εἶναι προκαθορισμένη. Βάζουν σὲ δοκιμασία τὸν ἄνθρωπο, δοκιμάζουν τὸν χαρακτήρα του, τὸν σφυρηλατοῦν καὶ ὅταν εἶναι πολὺ δυσάρεστες οἱ ἐμπειρίες τὸν ἀποκαλύπτουν, ἐμφανίζουν δηλαδὴ τὰ τρωτά του, ὥστε νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ τὰ διορθώσει ὁ ἴδιος. Ἡ περιπλάνηση τῆς ψυχῆς ἐδῶ στὴ Γῆ ἀποτελεῖ κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ὁδὸ μέσω τῆς ὁποίας θὰ διερευνηθοῦν οἱ λανθάνουσες ἱκανότητές της διὰ τῶν εὐχάριστων καὶ δυσάρεστων ἐμπειριῶν. Ἐάν, ὅπως ἤδη ἔχουμε πεῖ,311 βιώσουμε μόνο εὐχάριστες ἐμπειρίες, τότε δὲν κάνουμε κανέναν ἀγώνα πνευματικὸ καί, κατὰ συνέπεια, δὲν ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὰ λάθη μας – ὁπότε εἴμαστε εὔκολα καλοὶ καὶ σωστοί, μᾶς λείπει ὅμως ἡ ἀπόδειξη, δηλαδὴ ἡ δοκιμασία. Πρέπει λοιπὸν μέσα ἀπὸ τὶς δυσάρεστες, ἐπίπονες, κακὲς ἐμπειρίες νὰ ἀποκομίσουμε ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ συνθέσουν τὰ μαργαριτάρια γιὰ μιὰ μελλοντικὴ ζωή, καὶ ἴσως κάποια δυσάρεστη ἐμπειρία νὰ συνθέσει ὅ,τι ἀνώτερο χρειάζεται ὁ ἑαυτός μας γιὰ νὰ γνωρίσει τὴν ἀναλλοίωτη ἐμπειρία τοῦ γίγνεσθαι.

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν γυμνάσει τὴν ψυχή του ὅπως γυμνάζει τὸ σῶμα του, δὲν θὰ εἶναι ἀποδεδειγμένα ὑγιής, μὲ ἀποτέλεσμα ὅταν χαθοῦν οἱ μνῆμες, ὅταν δηλαδὴ ἀφήσουμε τὸ ὑλικὸ περίβλημά μας, τὴν πιθανὸτητα νὰ ἔρθουν στὴν ἐπιφάνεια ἐξαρτήσεις καὶ ἐμπειρίες ἀπὸ βιώματα ποὺ δὲν εἴχαμε τὴν εὐκαιρία ἢ καὶ τὴ διάθεση νὰ παλέψουμε ὥστε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε, ἀπὸ βιώματα πού, ὅσο ζούσαμε ἀπροβλημάτιστα μόνο μὲ τὶς εὐχάριστες ἐμπειρίες, συμβιώναμε μαζί τους, χωρὶς προβληματισμοὺς καί, ἑπομένως, χωρὶς ἀγώνα γιὰ ἀπελευθέρωση.

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ, εἴτε ὡς αἰτίας ποὺ φωλιάζει μέσα του καὶ ἐξωτερικεύεται εἴτε ὡς συνέπειας βίωσης δυσάρεστων καταστάσεων λόγω κακῆς συμπεριφορᾶς τρίτων τῆς ὁποίας γίνεται ἀποδέκτης. Καὶ πρέπει νὰ τὸ ἀποδεχθεῖ ὡς προϊὸν τῆς Θείας Πρόνοιας. Αὐτό, φυσικά, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸ κακὸ ὅσο καλύτερα μποροῦμε στὴν πρακτικὴ ζωή μας. Σὲ καμία περίπτωση δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ παραδοθοῦμε σὲ αὐτὸ ἢ νὰ συνεργαστοῦμε μὲ αὐτό.

Τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἱερότητας τοῦ ἀνθρώπινου πόνου», τοῦ πόνου ποὺ βίωσε καὶ βιώνει ὁ ἐπώνυμος ἀλλὰ καὶ ὁ ἀνώνυμος μάρτυρας καὶ ἰδιαίτερα τοῦ πόνου ποὺ βιώνει ὁ καθημερινὸς ἄνθρωπος, εἶναι ὅτι μὲ τὸν πόνο καὶ τὶς ἀπαράμιλλες ἀξίες τοῦ πνευματικοῦ στοιχείου ποὺ περιέχει –ἀξίες ὅπως οἱ πράξεις ἀγάπης γιὰ τὸν συνάνθρωπο, ἡ συγγνώμη, ἡ ἐγκαρτέρηση, ἡ ἀτελείωτη ὑπομονή, ἡ εὐαισθησία, ἡ ἐλεήμων διάθεση κ.λπ.–, ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ ἐπιτυχία καὶ ἐγκαρτέρηση πέρασε ὅλες ἐκεῖνες τὶς δοκιμασίες καταλήγει νὰ ἐχει πλουτύνει ἐσωτερικὰ καὶ ἐξυψώνεται στοὺς θεϊκοὺς χώρους.312

Ὁ ἀνθρώπινος πόνος καὶ οἱ ἐμπειρίες ποὺ βιώνουμε μέσω αὐτοῦ παραμένουν ἀναλλοίωτες στὴν αἰωνιότητα. Συνοδεύουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐδῶ καὶ στὴν ἐκεῖ ζωή του πνευματοποιημένες, γιατὶ δὲν ὑπάρχει στὴν οὐσία διαφορὰ μεταξὺ τοῦ ἐδῶ καὶ τοῦ ἐκεῖ, αὐτῆς ἐδῶ δηλαδὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς μελλοντικῆς – γιατὶ ὅλα εἶναι μιὰ συνάρτηση τοῦ Θείου καὶ ὅλα ὑπάρχουν μέσα σὲ αὐτὸ καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ χαθεῖ.

Βέβαια, θὰ μποροῦσε νὰ διερωτηθεῖ κάποιος, εἴτε ἀπὸ ἀφέλεια, δηλαδὴ ἔλλειψη γνώσης, εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη πίστης, γιατὶ τέλος πάντων νὰ ὑπάρχει αὐτὸς ὁ πόνος, γιατὶ νὰ ὑπάρχει ἡ φοβερὴ πολλὲς φορὲς δοκιμασία, αὐτὴ ἡ ἀδυσώπητη ἀναγκαιότητα. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἄνοδο στὸν πνευματικὸ κόσμο, τὸν ἀσύλληπτο νοητικὰ κόσμο τοῦ Σύμπαντος, τὸν κόσμο τῆς τελειότητας, τῆς τελειότητας τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου, τὸν κόσμο ὅπου προοριζόμαστε νὰ ἐνοικήσουμε. Γιατὶ στοὺς θεϊκοὺς καὶ ἄφθαρτους αὐτοὺς χώρους ἡ σχέση ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν ὀντοτήτων εἶναι μιὰ σχέση ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸν σεβασμὸ στὸν ὑπέρτατο Νόμο τῆς ὑπακοῆς, τῆς ὑπακοῆς γιὰ τὴν τελειότερη ἁρμονία τῆς συνύπαρξης. Ἐκεῖ καμία γήινη ἐξάρτηση, καμία γήινη ἀνάμνηση σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο δὲν ὑπάρχει. Οὔτε ἴχνος ἐγωισμοῦ ἢ ὑπερηφάνειας. Ὅλα ὑπάρχουν γιὰ τὸ Ἕνα καὶ τὸ Ἕνα γιὰ ὅλα.

Ἑπομένως, σὲ ἕναν τέτοιο κόσμο ἄυλο, ἀπόλυτα πνευματικό –ὅπου ὁ ὁρίζοντας εἶναι ἀνύπαρκτος καὶ δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἄπλετο φῶς ποὺ δὲν ἀνατέλλει καὶ δὲν δύει ποτέ, μιὰ τέλεια ἁρμονία–, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσχωρήσει κάποιος ποὺ κουβαλᾶ κάτι ἀπὸ τὴ Γῆ, ἀπὸ τὴν ὕλη; Ὅπως ἀκριβῶς τὸ νερὸ γιὰ νὰ ἀνέβει στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ σχηματίσει τὸ σύννεφο πρέπει προηγουμένως νὰ ἐξαϋλωθεῖ, νὰ ἀποβάλει κάθε μόριο ὕλης, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ γιὰ νὰ συνυπάρξει μὲ τὸν Δημιουργό της πρέπει νὰ ἐξαγνιστεῖ τελείως, νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κάθε γήινη ἐπιρροή. Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει ἡ κάθαρση καὶ ἡ κάθαρση θὰ γίνει μόνο μὲ τὴ δοκιμασία, μόνο μὲ τὸν πόνο.

Πίσω ἀπὸ τὸν βιολογικὸ νόμο τῆς ἀντικειμενικῆς φθορᾶς κρύβεται –παρ’ ὅλες του τὶς διαφορετικὲς κάθε φορὰ ἐκδηλώσεις– ὁ παράλληλος, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πλευρά, ὑπερούσιος νόμος τῆς ἄφθαρτης οὐσίας τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης, μὲ τὰ ἐξαίσια πεπρωμένα.313

Ἡ βεβαιότητα τῆς μακαρισμένης τύχης ποὺ περιμένει τὸν ἄνθρωπο ποὺ δέχεται τὶς σκληρότατες πολλὲς φορὲς δικαιοκρισίες ἢ ἐξιλεώσεις ἢ ἄλλου εἴδους ἐξαγνιστήριες δοκιμασίες εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ κρατᾶ σήμερα καὶ πάντοτε τὶς καρδιές μας λυτρωμένες ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ὁποιασδήποτε ἀμφιβολίας μας.314

Ὁ ἐρχομός μας στὴ ζωὴ ἔχει ὡς σκοπὸ τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἐμπειριῶν ποὺ βιώνει ὁ καθένας μας. Ὁ καθένας μας καλεῖται, μέσω τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησής του, νὰ ἐπιλέξει τὴν πορεία του. Ὁ καθένας μας καλεῖται νὰ ἀγαπήσει καὶ νὰ δώσει ὅ,τι μπορεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, νὰ δοκιμαστεῖ καὶ νὰ πονέσει, νὰ μάθει νὰ θέλει πάντοτε τὸ καλό – ὄχι ἀπὸ τὸν φόβο τῆς τιμωρίας ἢ τὴν προσδοκία μελλοντικῶν ἀπολαβῶν, μὰ ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη καὶ παρόρμηση. Ὁ καθένας μας καλεῖται νὰ νιώσει μέσα του τὴν ἀνάγκη γιὰ πράξεις ἀγάπης πρὸς τοὺς ὁμοίους του,315 καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ συντομεύσει τὴν ἐξελικτικὴ πορεία του καὶ νὰ ἐπιτύχει, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν καθένα, τὴν προσέγγιση ἐκείνης τῆς Μεγάλης Πραγματικότητας ποὺ ἀντικειμενικὰ ὑπάρχει μὲ ἕνα μεγαλεῖο ποὺ ξεπερνᾶ τὰ σύνορα καὶ τῆς πιὸ τολμηρῆς δικῆς μας προσδοκίας. Εἶναι ἕνα μεγαλεῖο ποὺ ἀντιφεγγίζει πολλὲς φορὲς στὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων, τῶν μεγάλων ἐπιστημόνων, ποιητῶν κ.λπ., ἀλλὰ καὶ τῶν ἁπλῶν καθημερινῶν ἀνθρώπων ποὺ μὲ τὴν παρουσία τους στὴ Γῆ μαρτυροῦν τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι ἀπίστευτες οἱ δυνατότητες ποὺ κλείνει ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου. Χιλιάδες τέτοιες στιγμὲς ζοῦμε καθημερινὰ καὶ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τὶς συλλάβουμε, δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὲς δὲν ὑπάρχουν. Τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν ἀμβλυνθεῖ καὶ ἔχουν πάψει νὰ εἶναι ἐνεργοὶ δέκτες. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ὁ ἄνθρωπος μέχρι καὶ τὰ βαθιὰ γεράματα, πρέπει καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄξιος νὰ δέχεται τὶς ἀνταύγειες ἀπὸ τὴν πολυδιάστατη Πραγματικότητα.

Πέραν ὅμως τῶν ὅσων μποροῦμε ἐμεῖς προσωπικὰ νὰ πράξουμε πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ κακοῦ καὶ τῶν ὅσων δυσάρεστων ἐπενεργειῶν δεχόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὅσο κατερχόμαστε ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς Ἀπόλυτης Πραγματικότητας –ὅπου κυριαρχοῦν τὸ αἰώνιο Ἄκτιστο Φῶς, ἡ Ἁρμονία, ἡ Σοφία, ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ πνευματικὴ ἑνότητα– στὸν φαινομενικὸ σχετικὸ κόσμο, ὑπάρχουν κακόβουλες ὀντότητες καὶ ἐχθρικὲς δυνάμεις ποὺ σκορπίζουν μίσος καὶ κακία σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἡ ἀντίληψή τους εἶναι περιορισμένη σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ἔχω ἐπίσης ὑποστεῖ πειρασμοὺς ἀπὸ φωτοειδεῖς ἐνέργειες ἐναντίων πνευμάτων. (Σωφρόνιος Σαχάρωφ)316

Οἱ ὀντότητες αὐτὲς ἀποτελοῦν μιὰ πραγματικότητα καὶ πρέπει νὰ ἀντιμετωπιστοῦν ὅπως ἀκριβῶς ἡ κακία ποὺ φωλιάζει μέσα μας καὶ ἡ κακία ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἐπενέργειες, γιατὶ καὶ οἱ ὀντότητες αὐτὲς ἀποτελοῦν ὁπωσδήποτε μέρος τοῦ Σύμπαντος καὶ ὑπόκεινται στὴν Ὑπέρτατη Δύναμη – γι’ αὐτὸ καὶ λειτουργοῦν μόνο ὅταν καὶ στὸ μέτρο ποὺ τοὺς ἐπιτρέπει ἡ Δύναμη αὐτή.

Τὶς ὀντότητες αὐτὲς ἡ παγκόσμια θρησκευτικὴ λαϊκὴ παράδοση καὶ ἰδιαίτερα ἡ χριστιανικὴ τὶς ἔχει μυθοποιήσει. Τοὺς ἔχει προσδώσει μορφὴ φοβερή, ἀηδιαστικὴ καὶ δυνάμεις ἱκανὲς νὰ βλάψουν τὸν ὁποιονδήποτε.

Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι οἱ δυνάμεις αὐτὲς δροῦν ἢ μποροῦν νὰ δράσουν σὲ πολὺ περιορισμένο ἐπίπεδο. Ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ πατερικὴ διδασκαλία, ποὺ εἶναι ὁμόφωνη, αὐτὲς οἱ δυνάμεις ἢ ὀντότητες:

[…] δὲν ἔχουν καμιὰ ἐξουσία ἐναντίον κανενὸς οὔτε καμιὰ δύναμη, ἐκτὸς ἂν τοὺς ἐπιτραπεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, κατὰ τὸ σχέδιο τῆς οἰκονομίας [τὴν Πρόνοια ποὺ κατευθύνει τὰ ὄντα]. […] Καὶ ὅταν γίνει ἡ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, τότε ἔχουν τὴ δύναμη καὶ μεταβάλλονται καὶ μετασχηματίζονται, σὲ ὅποιο θέλουν σχῆμα κατὰ φαντασία [ἀπεχθὲς γιὰ νὰ φοβίζουν, ἢ οὐράνιο γιὰ νὰ ξεγελοῦν]. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)317

Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὲς οἱ ἄυλες ἀρνητικὲς ὀντότητες μποροῦν νὰ ἐνοχλήσουν καὶ ἐνοχλοῦν τοὺς ἀρχάριους ἀναζητητὲς ἐδῶ στὸ γήινο ἐπίπεδο, ὅπου λειτουργοῦν μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ ἐπηρεάζουν πρὸς τὸ κακὸ ὅλους τοὺς ἀδύνατους ἀνθρώπους, τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς ἰδανικά, χωρὶς πίστη, χωρὶς ἠθικοὺς φραγμούς.

Ἡ ἄυλη πνευματικὴ ὀντότητα ποὺ ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε διάβολο, γιατὶ μᾶς διαβάλλει, ἔχει τὴν τάση νὰ ἀποδυναμώνει καὶ νὰ ἀποπροσανατολίζει τὰ ἀνθρώπινα ὄντα ποὺ ἔχουν ἀμφιλεγόμενα συναισθήματα, ποὺ δὲν πιστεύουν ἢ ἀμφιταλαντεύονται ὅσον ἀφορᾶ τὴν πίστη καί, γενικά, ποὺ ἔχουν ροπὴ σὲ ὅ,τι ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ καλό.

Ὁ διάβολος ἐπιλέγει ὁμάδες ἀτόμων ἢ μεμονωμένα ἄτομα πού, εἴτε συνειδητὰ εἴτε ὑποσυνείδητα, προσδοκοῦν τὸ χρῆμα ἢ τὴ δόξα –ἀκόμα καὶ μὲ τὸ ἔγκλημα ἢ καὶ χωρὶς αὐτὸ– ἢ ἄτομα ποὺ ἔχουν ροπὴ πρὸς διάπραξη ἐγκλημάτων, καὶ μὲ διάφορα τεχνάσματα παρέχει ὑλικὰ ἀγαθὰ ἢ ἀφαιρεῖ πνευματικά, ἕως ὅτου πετύχει τὸν ἐκμηδενισμό τους σὰν ὀντοτήτων ποὺ ἔχουν ἀρνηθεῖ τὸν Θεό. Ἔτσι ἁπλά, σὲ κάποια δεδομένη στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι τῆς κατηγορίας αὐτῆς κατέχον- ται ἀπὸ σκέψεις ποὺ ἡ ὑλοποίησή τους θὰ σήμαινε τὴν ὑλοποίηση τοῦ κακοῦ, γιὰ παράδειγμα σὲ μιὰ στιγμὴ ὀργῆς ἔναντι ἑνὸς ἀνύποπτου συνανθρώπου τους, διεισδύουν στὴ σκέψη, τὴν ἐπηρεάζουν καὶ ὁδηγοῦν τὸ ἄτομο στὸ ἔγκλημα, κατὰ τέτοιο «μυστηριώδη τρόπο» πού, πολλὲς φορές, λεπτὰ μόνο ἀργότερα ἀπὸ τὴ διάπραξη, ὁ δράστης δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὑπῆρξε δράστης ἀποτρόπαιων ἐγκλημάτων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἐνῶ τὸ ἔγκλημα εἶναι προετοιμασμένο καὶ ἔχει καλλιεργηθεῖ, ἐμφανίζεται σὰν προϊὸν μιᾶς κάποιας «κακῆς στιγμῆς».

Τὰ ἀρνητικὰ λειτουργοῦν στὸ γήινο ἐπίπεδο. Ὁ διάβολος λειτουργεῖ καὶ στὸ γήινο καὶ στὸ ἀμέσως ἑπόμενο, ὄχι ὅμως καὶ στὰ ὑψηλότερα συνειδησιακὰ ἐπίπεδα, γιατὶ ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ σὲ αὐτὰ δὲν ἐπιτρέπει τὴν ὕπαρξή του. Ἐκεῖ ὁ διάβολος εἶναι ἀνύπαρκτος, ἀδύναμος, ἀποπροσανατολισμένος, ἀπόβλητος καί, ἑπομένως, εἶναι ἁπλῶς ἕνα τίποτα.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τὸν προορισμό του καὶ ἀνεβαίνει πνευματικά, τόσο αὐτὸς ποὺ ἀποκαλοῦμε διάβολο ἢ δύναμη τοῦ κακοῦ ἀποδυναμώνεται. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐνδυναμώνουμε, τοῦ δίνουμε ἀξία μὲ τὸ νὰ γινόμαστε πιόνια του, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος θὰ ὑπάρχει καὶ θὰ ἐπιθυμεῖ τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ θεία προέλευσή του, τόσο θὰ ὑφίσταται καὶ ὁ διάβολος καὶ θὰ ἀντλεῖ δύναμη καὶ ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἀπὸ μόνος του εἶναι –καὶ τὸ γνωρίζει αὐτὸ– ἕνα μηδενικό.

Ὅταν ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴν ἔμπρακτη φιλοσοφία τῆς ἀρετῆς, πρόσεχε μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐπιβουλὲς τῶν ὀλεθρίων δαιμόνων. Γιατὶ ὅσο ἀνεβαίνεις στὶς ὑψηλὲς ἀρετὲς καὶ αὐξάνει μέσα σου τὸ θεϊκὸ φῶς στὶς προσευχὲς καὶ δέχεσαι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ἀποκαλύψεις καὶ ἀνέκφραστες ὀπτασίες, τόσο αὐτοὶ βλέποντας νὰ ἀνεβαίνεις στὸν οὐρανό, τρίζουν τὰ δόντια τους καὶ ἁπλώνουν μὲ ἐπιμέλεια στὸ νοητὸ ἀέρα τὰ πολύπλοκα δίχτυα τῆς κακίας τους. Καὶ δὲ θὰ ἐξεγερθοῦν ἐναντίον σου οἱ φιλόσαρκοι μόνον καὶ θηριώδεις δαίμονες τῆς ἐπιθυμίας καὶ τοῦ θυμοῦ [οἱ ἄυλες ἀρνητικὲς δυνάμεις ποὺ δροῦν ἐδῶ στὸ γήινο χῶρο], ἀλλὰ θὰ σοῦ ἐπιτεθοῦν καὶ οἱ δαίμονες τῆς βλασφημίας μὲ πικρὸ φθόνο. Ἐπιπλέον, καὶ οἱ δαίμονες ποὺ πετοῦν στὸν ἀέρα, οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ ἐξουσίες, θὰ σοῦ ἐπιτεθοῦν φανερὰ καὶ κρυφά, μὲ κούφια φαντασία, παίρνοντας μορφὲς ἀλλόκοτες καὶ φρικτές, γιὰ νὰ σοῦ κάνουν ὅσο κακὸ μποροῦν [νὰ σὲ φοβίσουν ὅσο μποροῦν καὶ ὅσο τοὺς ἐπιτρέπεται]. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)318

Τὰ πνεύματα τοῦ σκότους μοιάζουν νὰ ἔχουν ἕνα λεπτὸ σῶμα, ὅπως μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὑποθέσομε ἡ πείρα. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)319

Ἕνα λεπτὸ σῶμα ποὺ μπορεῖ νὰ διαπερνᾶ τὴν ὕλη καὶ νὰ ἐμφανίζεται, μολονότι ἄυλο, μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ἐπιλέγει, εἴτε, ὅπως εἴπαμε, γιὰ νὰ φοβίσει κάποιον εἴτε γιὰ νὰ τὸν ξεγελάσει.

Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ἀκόμα ὅτι ὁ καθημερινὸς ἄνθρωπος, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ δὲν θέλει νὰ γνωρίσει τίποτα περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀκούει, βλέπει ἢ ἀκουμπᾶ, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς δυνάμεις αὐτές, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι αὐτὴ ἡ ἀρνητικὴ δύναμη ἔχει γίνει ἤδη ἀποδεκτὴ ἀπὸ αὐτὸν καί, φυσικά, εἶναι ἐκείνη ποὺ ρυθμίζει τὴν ἐδῶ ζωή του. Οὔτε ὅμως καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πνευματοποιήσει τὴν ψυχή του ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτα. Μόνο ἐκεῖνοι οἱ ἀρχάριοι ποὺ διακατέχονται ἀπὸ τὸν φόβο τῶν ἀρνητικῶν δυνάμεων δὲν μποροῦν ὁρισμένες φορές, στὸ στάδιο αὐτό, νὰ ἀντιμετωπίσουν μὲ εὐχέρεια αὐτοὺς ποὺ ἐνοχλοῦν.

Αὐτὸς ποὺ ἔχει γνώση καί, κυρίως, γνώση ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ ἐμπειρία, δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτα.

Βέβαια, ὅπως εἴπαμε, οἱ λεγόμενες ἀρνητικὲς δυνάμεις ἢ δυνάμεις τοῦ κακοῦ προέρχονται ἀπὸ τὴ Θεία Δύναμη καὶ ὑπάρχουν μόνο στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἀναγκαῖες καὶ ἐπιθυμητὲς ἀπὸ τὸν Δημιουργό. Πρόκειται περὶ τῶν δυνάμεων ποὺ χρησιμεύουν γιὰ τὴν καθοδήγηση, μέσω τῆς δοκιμασίας, ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐπιθυμοῦν μὲ τὴ δική τους ἐλεύθερη βούληση νὰ διαρρήξουν τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης. Ὑπάρχουν δὲ αὐτὲς οἱ δυνάμεις καὶ θὰ ὑπάρχουν ὅσο εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς Δημιουργίας.

Θὰ μποροῦσε κανεὶς βάσιμα νὰ ὑποστηρίξει ὅτι ἀρνητικὴ δύναμη εἶναι τὸ καθετὶ ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Θεϊκὴ Δύναμη, ὅ,τι δηλαδὴ μάχεται τὴν προσπάθεια-ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ προχωρήσει στὸν προορισμό του, στὴν πορεία δηλαδὴ πρὸς τὸν Πατέρα, σὰν φῶς, ἀγάπη καὶ συνύπαρξη.

Κύριο χαρακτηριστικὸ τῶν ἀρνητικῶν δυνάμεων εἶναι τὸ πεῖσμα καὶ ἡ προσπάθεια νὰ ἐπιτύχουν τὸν σκοπό τους. Καὶ γιὰ νὰ τὸν πετύχουν μεταχειρίζονται μέσα καὶ τεχνάσματα –ἀδιάφορο πῶς λειτουργοῦν– ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπηρεάσουν τὴν ἀνθρώπινη ἀντίδραση, μὲ συνέπεια τὴν προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης. Δείχνουν ὅτι ἀποδέχονται ἀκόμα καὶ τοὺς Ἁγίους, ἀρκεῖ νὰ μπορέσουν κάποτε νὰ τοὺς χρησιμοποιήσουν, ἔστω καὶ μὲ ἐλάχιστες πιθανότητες.

Ἡ ἔννοια «ἀρνητικὴ δύναμη» εἶναι πολὺ πιὸ ἀδύνατη ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ Διαβόλου. Ὄχι βέβαια ὅτι αὐτὸς εἶναι δυνατός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τῆς ἥττας του, ἥττα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς παρουσίας του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μπορεῖ καὶ ἀντλεῖ δύναμη μόνο ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς διαβίωσής μας.

Ἀρνητικὴ δύναμη ἀποτελεῖ ἢ μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει κάθε νεκρὴ ἀνθρώπινη ψυχή, νεκρὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀπομάκρυνσής της ἀπὸ τὸν Θεό, κάθε τέτοια ψυχὴ ποὺ δὲν ἕλκεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ διεισδύσει στὰ ἀνώτερα ἐπίπεδα, ἀλλὰ ἔχει ἔντονη ροπὴ πρὸς τὰ γήινα.

Ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε καὶ ὡς ψυχὴ καὶ ὡς σῶμα νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζουν οἱ ὀρθολογιστές, δηλαδὴ ἐναρμονισμένος μὲ τὸ ἐξωτερικὸ περιβάλλον του, ὅπως τὰ ὀρυκτά, τὰ φυτά, τὰ ζῶα –νὰ ὑπόκειται, δηλαδή, ὅπως ἐκεῖνες οἱ μορφὲς τῆς Δημιουργίας, στοὺς φυσικοὺς νόμους ποὺ τὰ διέπουν– καὶ ὅλα νὰ τελείωναν ἐκεῖ, δηλαδὴ σὲ μιὰ ἀνακύκλωση τῆς ὕλης μὲ τὶς ποικίλες μορφὲς καὶ τὰ ὀνόματα. Ὅμως εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὶς ἄλλες μορφὲς τῆς Δημιουργίας. Περικλείει μέσα του ἐν δυνάμει τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο τὸ πνευματικὸ πού, ὅταν μὲ τὴν προσπάθειά του ἀρχίζει νὰ ἐνεργοποιεῖται, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ φυσικό του στοιχεῖο, τὸ ὑλικό. Σὲ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ βγῆκαν στὸν πνευματικὸ δρόμο μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τῆς ὕλης, ἀρχίζει μιὰ πάλη, μιὰ διαμάχη τῶν δύο αὐτῶν ἀντίθετων στοιχείων, τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ὑλικοῦ. Ἡ μία πλευρὰ τείνει πρὸς τὰ ἄνω καὶ ἡ ἄλλη ἐπιθυμεῖ τὸ σκοτάδι. Καὶ οἱ δύο ἀγωνίζονται, ἡ μία ἐναντίον τῆς ἄλλης. Καὶ μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐξαγνίζεται μέχρι τὸν πυρήνα του, τὰ πάντα μέσα του θὰ σωθοῦν καὶ ὁ πρίγκιπας τοῦ σκότους καὶ οἱ ἀρνητικές του δυνάμεις θὰ παραμείνουν ἀδρανεῖς, ἀνίσχυρες.

Ραβδὶ παιδαγωγικὸ καὶ λουρὶ μαστιγώσεως εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι πνευματικὰ νήπιοι. Σ’ αὐτούς, ὅπως καὶ προηγουμένως εἴπαμε, προξενεῖ μεγάλη δόξα καὶ περισσότερη τιμὴ μὲ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς. Ἀπ’ αὐτὰ δηλαδὴ ἀποκτοῦν αὐτοὶ καὶ τὴν τελειότητα. Στὸν ἑαυτό του ὅμως ἑτοιμάζει περισσότερη καὶ σκληρότερη κόλαση. Μέσω τοῦ διαβόλου [πειρασμοῦ] οἰκονομεῖται ἕνα πολὺ μεγάλο θεῖο σχέδιο· ὅπως εἶπε κάποιος, τὸ κακὸ συνεργεῖ στὸ ἀγαθό, μὲ ὄχι βέβαια καλὴ προαίρεση. Γιατὶ στὶς ἀγαθὲς καὶ καλοπροαίρετες ψυχές, κι ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται λυπηρὰ καταλήγουν σὲ καλό, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἀπόστολος: «Σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸ Θεό, ὅλα συνεργοῦν στὸ ἀγαθό» [Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 8:28]. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)320

Γι’ αὐτὸ ἀφέθηκε ἐλεύθερο αὐτὸ τὸ παιδαγωγικὸ ραβδί, γιὰ νὰ γίνουν μ’ αὐτὸ τὰ σκεύη πιὸ στερεά, σὰν νὰ ψήνονται στὸ καμίνι, καὶ νὰ ξεχωρίσουν τὰ ἀκατάλληλα, τὰ ὁποῖα ὡς εὔθραυστα δὲ θὰ ἀντέξουν στὴν πύρωση. Ἐπειδὴ καὶ ὁ διάβολος εἶναι δοῦλος καὶ κτίσμα τοῦ Θεοῦ, δὲν πειράζει κατὰ τὴν κρίση του, οὔτε ἐπιφέρει θλίψεις ὅσο θέλει, ἀλλὰ ὅσο τοῦ ἐπιτρέψει κατὰ παραχώρηση ὁ Θεός. Γιατὶ ὁ Κύριος γνωρίζει ἀκριβῶς τὴν κατάσταση τοῦ καθενὸς καὶ πόση δύναμη ἔχει ὁ καθένας, καὶ τόση δοκιμασία παραχωρεῖ, ὅπως φρονεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος ποὺ λέει: «Ὁ Θεὸς κρατάει τὶς ὑποσχέσεις Του καὶ δὲ θὰ ἀφήσει νὰ δοκιμάσετε πειρασμὸ ποὺ νὰ ξεπερνᾶ τὶς δυνάμεις σας, ἀλλά, ὅταν ἔρθει πειρασμός, θὰ δώσει μαζὶ καὶ τὴ διέξοδο, ὥστε νὰ μπορέσετε νὰ τὸν ὑπομείνετε» [Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Κορινθίους Α΄ 10:13]. (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)321

Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν διδάσκοντας αὐτὴν τὴ σύγκρουση μεταξὺ πνεύματος καὶ ὕλης, ἀνάμεσα δηλαδὴ στὰ δύο στοιχεῖα ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, εἶπε:

Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· […] οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὃ οὐ θέλω κακὸν τούτω πράσσω. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 7:14-15, 19)

Λέει δηλαδὴ ὁ Ἀπόστολος: «Ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Νόμος εἶναι πνευματικὸς καὶ ἀποβλέπει νὰ καταστήσει πνευματικοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ὡστόσο εἴμαστε δοῦλοι τῶν ἐπιθυμιῶν μας, ὑποκείμενοι στὴν ἁμαρτία. Ἐκεῖνο ποὺ ἐκτελῶ δὲν τὸ γνωρίζω καὶ δὲν κάνω ὅ,τι θέλω, ἀλλὰ ὅ,τι μισῶ. Ἔτσι δὲν ἐκτελῶ πλέον ἐγὼ αὐτὸ ποὺ πράττω, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ποὺ ἐνοικεῖ μέσα μου. Kαὶ ὅταν λέω μέσα μου, ἐννοῶ τὸν ἑαυτό μου, ὅπως λειτουργεῖ ὅταν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἐπιθυμίες. Τελικὰ δὲν πράττω τὸ καλὸ ποὺ ἡ θέλησή μου ἀσπάζεται, ἀλλὰ τὸ κακὸ ποὺ δὲν θέλω».

Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 7:24)

Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἐφεσίους 6:10-12)

«Λοιπὸν ἀδερφοί μου», λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀντιπαλέψουν νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴ σύζευξη τῆς ὕλης, «συσπειρωθεῖτε γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ζῆστε ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἰσχύος Του. Φορέστε τὴν πανοπλία Του γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντιπαλέψετε τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ ποὺ φωλιάζει σὰν ξένο σῶμα μέσα σας. Προσέξτε ὅμως, ὁ ἀγώνας δὲν θὰ γίνει μὲ ἀνθρώπους μὲ σάρκα καὶ αἷμα, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς. Εἶναι ἀγώνας πνευματικὸς καὶ στρέφεται ἐναντίον τῶν νοητῶν καὶ ἀόρατων ἀρνητικῶν δυνάμεων, ἐναντίον αὐτῶν ποὺ ἀποκαλοῦμε δαίμονες καὶ ποὺ κρατοῦν καὶ ἐξουσιάζουν τὸν κόσμο ἐκεῖνο ποὺ ζεῖ καὶ ἐνεργεῖ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν ἐπιταγῶν καὶ τῶν δεσμεύσεων τῆς ὕλης, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἱκανοποίησης ὁποιασδήποτε ἀδιακρίτως ἐπιθυμίας του, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἱκανοποίηση αὐτὴ ἀντιβαίνει στὸν Λόγο. Ὁ ἀγώνας στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἄρχοντα, τοῦ κοσμοκράτορα “τοῦ αἰῶνος τούτου”, τοῦ πρίγκιπα τοῦ σκότους, στὸν γήινο κόσμο».

Ἀναλύσαμε ἀρκετὰ τὴν οὐσία του ἀλλὰ καὶ τὶς προϋποθέσεις ὕπαρξής του, τὴν τέλεια ἀδυναμία καὶ ἀσημαντότητά του ἀλλὰ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ἀντλήσει δύναμη ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση αὐτῆς τῆς ἀνάλυσης, θὰ πρέπει νὰ ἐρευνηθεῖ πῶς λειτουργεῖ ὁ γήινος κόσμος, δηλαδὴ ἂν λειτουργεῖ σὰν ἀξία, σὰν ἀνάγκη τελείωσης ἢ σὰν ἀνάγκη ἀπολαβῆς τῶν γήινων ἀγαθῶν ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὴν ὕλη, δηλαδὴ τὸ σῶμα.

Παρατηροῦμε λοιπὸν ὅτι ὁ γήινος κόσμος λειτουργεῖ κατὰ κύριο λόγο σὰν ὕλη καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἐγκεφαλικά. Δίνει πάντα στὸν διάβολο προτεραιότητα, ἀφοῦ αὐτὸς ἐκπροσωπεῖ καθετὶ τὸ γήινο, κάθε πάθος, κάθε ἐπιθυμία κ.λπ.

Μόνο ὅταν οἱ ἀνθρώπινες ὀντότητες ἀποβάλουν ὅλα ὅσα δὲν τοὺς χρειάζονται –γιατὶ θὰ ἔχουν προχωρήσει σὲ μιὰ πνευματικὴ ἄνοδο καί, κατὰ συνέπεια, θὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι χρειάζονται μόνο ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα πρὸς τὸ ζῆν–, ὅταν ἀποβάλουν ὅσα τοὺς ὑποβιβάζουν, μόνο τότε ὁ ἄρχων «τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» δὲν θὰ ἔχει θέση στὸν γήινο χῶρο καὶ θὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔχει νικηθεῖ τὸ θηρίο, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀγαπημένου μαθητῆ Ἰωάννη, στὴν Ἀποκάλυψη, καθὼς περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ θηρίου πρόκειται. Τότε ὁ ἀπόβλητος τῶν ἀποβλήτων θὰ νιώσει τὴν αἰσχρὴ γύμνια του, θὰ νιώσει ντροπή, ἐξευτελισμό, ταπείνωση καὶ δὲν θὰ ἔχει θέση πλέον πουθενά, ποὺ σημαίνει πὼς θὰ ἐξαφανιστεῖ.

Πρέπει τελικὰ ὄχι μόνο νὰ προσπαθήσουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτύχουμε νὰ ἐξουδετερώσουμε αὐτὸν τὸν δυαδισμὸ τῶν στοιχείων ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν ὕπαρξή μας.

Στὴν πατερικὴ διδασκαλία δεσπόζει ἡ ἀντίληψη γιὰ τὴ σύγκρουση αὐτὴ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ αἴρεται σὲ μιὰ ἁρμονικὴ συνύπαρξη καὶ ἑνοποίηση πνεύματος-ψυχῆς-σώματος ἢ σὲ μιὰ σαρκοποίηση τῆς ψυχῆς, ὁπότε ἀκολουθεῖ ἡ δαιμονικὴ δυσαρμονία.

Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος, σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μιὰ εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν δύο στοιχείων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπαρτίζεται ἡ ὕπαρξή του. Ἡ συνύπαρξη αὐτὴ θὰ εἶναι εἰρηνικὴ τότε μόνο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιτύχει, μέσω τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, νὰ πνευματοποιήσει τὸ φθαρτὸ μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ νὰ δώσει τὸ προβάδισμα στὸ ἄφθαρτο.

Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. (Κατὰ Ἰωάννην 14:27)

Ἡ εἰρήνη γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Κύριος καὶ τὴν ὁποία μᾶς ἄφησε ὡς θεία κληρονομιὰ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση κάθε πνευματικῆς προσπάθειας καὶ πνευματικοῦ ἀγώνα. Εἶναι ἡ ἀνάπαυση ποὺ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸ ἄπειρο.

Αὐτὴ τὴν εἰρήνη, αὐτὴ τὴν ἀνάπαυση μποροῦν νὰ τὴ γνωρίσουν μόνο ὅσοι ἔχουν ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό τους, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐκποιήσει τὰ ὑπάρχοντά τους –ὑπάρχοντα ὄχι μόνο ὑλικά, ἀλλὰ καὶ διανοητικά–, ὅσοι ἔχουν ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο τοῦ «μοῦ ἀρέσει, δὲν μοῦ ἀρέσει», ὅσοι ἔχουν ἐγκαταλείψει τὴν ἀντίδραση ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐπιβράβευση ἢ ἡ ἀπόρριψη τῶν τρίτων.

Οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ’ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν. (Κατὰ Ἰωάννην 14:30)

Ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου στὴν περικοπὴ αὐτὴ ταυτίζεται μὲ τὸν «ἄρχοντα» ποὺ ἔχει ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν γνωρίζουν καὶ δὲν θέλουν νὰ γνωρίσουν τὸν ἑαυτό τους σὲ αὐτὸν τὸν κύκλο τῆς Δημιουργίας. Σκιαγραφήσαμε ἤδη τὸν ἄρχοντα αὐτὸν ποὺ ταυτίζεται μὲ τὶς ἀντίθετες, ἀρνητικές, ἄυλες δυνάμεις ποὺ μποροῦν νὰ δροῦν στὸν γήινο, καὶ ὄχι μόνο, χῶρο στὸ μέτρο ποὺ περιγράψαμε.

Στὴν περίπτωση τῆς παραπάνω περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ὑποδηλώνεται ὅτι τὸν Κύριο, ἐφόσον ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασής Του εἶχε ἀπαρνηθεῖ ἐντελῶς τὸν ἑαυτό Του καὶ εἶχε παραδοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θέλημα τοῦ Πατέρα, ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου» δὲν εἶχε τίποτα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ Τὸν ἀγγίξει.

Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ὁ καθένας ποὺ θὰ ἤθελε νὰ διέλθει τὸν πνευματικὸ δρόμο ἐπιτυχῶς, γιατὶ ἔτσι θὰ ἀποκτοῦσε τὴν ἐλευθερία του καὶ θὰ ἐπιτύγχανε τὸν ἀπεγκλωβισμό του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ μόνη αἰτία κάθε φόβου, κάθε ἀνησυχίας, κάθε πλάνης καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ὀδύνη καὶ τὴ φθορὰ τοῦ κόσμου.

Λίγο ἀργότερα ὁ Κύριος θὰ ἐπαναλάβει ἐνώπιον τοῦ «ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου»,322 τοῦ

ἄρχοντα τοῦ σκότους, ποὺ στὴν προκειμένη περίπτωση ἐνεργεῖ μέσω τοῦ Ποντίου Πιλάτου, αὐτὸ ποὺ εἶχε ἤδη πεῖ στοὺς μαθητές Του:

Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν. (Κατὰ Ἰωάννην 19:11)

Καὶ τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Κύριος γιὰ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει, νὰ μᾶς ἐνδυναμώσει, νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι ἡ ὑπέρτατη ἐξουσία εἶναι ἐκείνη τοῦ Πατέρα καὶ ὅτι κανεὶς ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν δὲν ἔχει ἐξουσία πάνω μας, ἂν ἐμεῖς δὲν τὸ θέλουμε.

 


307 Διὰ τοῦτο ἡμεῖς ἀντιπαραταττόμενοι τούτῳ τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας, ἐξοικίζομεν αὐτὸν τοῦ σώματος καὶ ἐνοικίζομεν τὴν ἐπισκοπὴν τοῦ νοῦ. Καὶ νομοθετοῦμεν δι’ αὐτῆς ἑκάστῃ τε δυνάμει τῆς ψυχῆς καὶ τοῖς τοῦ σώματος μέλεσιν ἑκάστῳ τὸ προσῆκον. Ταῖς μὲν αἰσθήσεσιν, ὧν τε καὶ ἐφ’ ὅσον ἐστὶν ἀντιληπτέον· τὸ ἔργον δὲ τοῦ νόμου τοῦτο προσαγορεύεται ἐγκράτεια. Τῷ δὲ παθητικῷ μέρει τῆς ψυχῆς τὴν ἀρίστην ἐμποιοῦμεν ἕξιν· ἀγάπη δ’ ἔσχεν αὕτη τὴν ἐπωνυμίαν. Ἀλλὰ καὶ τὸ λογιστικὸν διὰ τούτου βελτιοῦμεν, ἀποπεμπόμενοι πᾶν ὅ,τι προσίσταται τῇ διανοίᾳ πρὸς τὴν εἰς Θεὸν ἀνάνευσιν· καλοῦμεν δὲ τουτὶ τὸ μόριον τοῦ νόμου τούτου νῆψιν (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 124:27). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», σ. 280-281.

308 Κακία γὰρ οὐκ οὐσία τίς ἐστιν οὐδὲ οὐσίας ἰδίωμα, ἀλλὰ συμβεβηκὸς ἤτοι ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἑκούσιος παρατροπή, ὅπερ ἐστὶν ἡ ἁμαρτία (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὅ.π.,  σσ. 418-419, δίγλωσση ἔκδοση).

309 Ὥσπερ ξένην τῆς φύσεως ἡμῶν τὴν κακίαν οὖσαν, διὰ δὲ τῆς παραβάσεως τοῦ πρώτου παρεισδύσασαν ἀνθρώπου κατεδεξάμεθα, φύσιν ἡμῖν τῷ χρόνῳ καθαπερεὶ γενομένην (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960],  σ. 197:ξστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑψώσεως τοῦ νοῦ», σ. 276:66.

310 Βλ. Βιβλίο Α΄, Ἄφθαρτα, «Ἐλευθερία καὶ Αὐτοδέσμευση».

311 Βλ. Βιβλίο Α΄, Ἄφθαρτα, «Ἐμπειρίες».

312 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 234.

313 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 236.

314 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 236.

315 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 236.

316 Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ ἄκτιστο Φῶς», σ. 243.

317 […] Οὐκ ἔχουσι τοίνυν ἐξουσίαν κατά τινος οὐδὲ ἰσχὺν εἰ μὴ ἐκ Θεοῦ οἰκονομικῶς συγχωρούμενοι […]. Παραχωρήσεως δὲ Θεοῦ γινομένης καὶ ἰσχύουσι καὶ μεταβάλλονται καὶ μετασχηματίζονται εἰς οἷον θέλουσι σχῆμα κατὰ φαντασίαν (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὅ.π., σσ. 106-107, δίγλωσση ἔκδοση).

318 Ἐναγωνίως ἔχων περὶ τὴν ἔμπρακτον φιλοσοφίαν τῆς ἀρετῆς, πρόσεχε ἀκριβῶς ταῖς τῶν ὀλεθρίων δαιμόνων ἐπιβουλαῖς. Ὅσῳ γὰρ ἀναβάσεις προκοπῶν εἰς ὑψηλὰς ἀρετὰς διατίθεσαι, καὶ τὸ φῶς αὐξάνεταί σοι τὸ θεῖον ἐν προσευχαῖς καὶ πρὸς ἀποκαλύψεις ἔρχῃ καὶ ὀπτασίας ἀρρήτους διὰ τοῦ πνεύματος, τοσοῦτον ἐκεῖνοι ἀνερχόμενόν σε ὁρῶντες πρὸς οὐρανόν, τρίζουσι τοὺς ὀδόντας καὶ τὰ τῆς κακίας αὐτῶν πολύπλοκα δίκτυα ἐπὶ τὸν νοητὸν ἀέρα σπουδαίως ἐκτείνουσιν. Οὐ μόνον γὰρ οἱ τῆς ἐπιθυμίας καὶ τοῦ θυμοῦ φιλόσαρκοί τε καὶ θηριώδεις κατὰ σοῦ πνεύσουσι δαίμονες, ἀλλὰ καὶ οἱ τῆς βλασφημίας φθόνῳ πικρῷ σοι ἐπαναστήσονται· καὶ πρὸς τούτοις, φανερῶς τε καὶ ἀφανῶς οἱ περὶ τὸν ἀέρα καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἱπτάμενοι, κατὰ φαντασίαν γυμνὴν ἐν ἰδέαις ξέναις καὶ φρικταῖς μεμορφωμένοι, εἰς κάκωσίν σου, ὅσον τὸ ἐπ’ αὐτοῖς, ἐγερθήσονται (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 295:ϟδ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Α΄ ἑκατοντάδα πρακτικῶν κεφαλαίων», σ. 77:94.

319 Ἐνσωματοῦσθαι δοκοῦσι λεπτόντως τὰ τοῦ σκότους πνεύματα, ὡς ὁ λόγος ἐκ πείρας ὑπονοεῖν δίδωσιν (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 296:ϟστ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Α΄ ἑκατοντάδα πρακτικῶν κεφαλαίων», σ. 77:96.

320 Ῥάβδος ἐστὶ παιδείας καὶ λῶρος μαστίγων ὁ τοῦδε τοῦ αἰῶνος ἄρχων τοῖς κατὰ πνεῦμα νηπίοις· αὐτοῖς μέν, ὥσπερ γοῦν καὶ πρότερον εἴρηται, μεγάλην δόξαν καὶ πλείονα τὴν τιμὴν διὰ τῶν θλίψεών τε καὶ πειρασμῶν προξενῶν· ἐκ τούτων γὰρ καὶ τὸ τελείους αὐτοῖς γίνεσθαι περιγίνεται, ἑαυτῷ δὲ πλείονά τε καὶ βαρυτέραν κατασκευάζων τὴν κόλασιν· ὅλως γὰρ μεγίστη τις δι’ αὐτοῦ οἰκονομεῖται οἰκονομία, καθὼς εἴρηταί που, συνεργεῖ τὸ πονηρὸν τῷ ἀγαθῷ προαιρέσει οὐ καλῇ. Ταῖς γὰρ ἀγαθαῖς καὶ καλὴν τὴν προαίρεσιν ἐχούσαις ψυχαῖς, καὶ τὰ δοκοῦντα λυπηρὰ εἰς ἀγαθὸν τελευτᾷ· καθάπερ καὶ τῷ Ἀποστόλῳ εἰρημένον ἐστίν, ἤγουν τό, τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς τὸ ἀγαθόν (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 185:λη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑπομονῆς καὶ διακρίσεως», σ. 263:38.

321 Τούτου ἕνεκεν ἡ τῆς παιδείας αὕτη ῥάβδος ἀφείθη, φησίν, ἵνα δι’ αὐτῆς ὡς ἐν καμίνῳ πυρὸς τὰ σκεύη πυρούμενα στερεώτερα εὑρεθῇ· τὰ δὲ ἀδόκιμα εὔθραυστα ὄντα ἐλεγχθῇ, τοῦ πυρὸς τὴν καῦσιν οὐχ ὑπομείναντα. Δοῦλος δὲ ὢν οὗτος καὶ κτίσμα δεσποτικόν, οὐχ ὅσον αὐτῷ δοκεῖ ἐκπειράζει, οὐδὲ καθόσον βούλεται τὰς θλίψεις ἐπάγει· ἀλλ’ ὅσον δὴ τὸ δεσποτικὸν ἐπιτρέψει νεῦμα διὰ τῆς παραχωρήσεως. Αὐτὸς γὰρ σὺν ἀκριβείᾳ τὰ πάντων εἰδώς, ὁπόσον ἐστὶ δύναμις ἑκάστῳ, τοσοῦτον αὐτῷ καὶ δοκίμιον ὑποστῆναι παραχωρεῖ, καθὰ δὴ καὶ τῷ Ἀποστόλῳ δοκεῖ· πιστὸς γὰρ ὁ Θεός, φησίν, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν, τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 185:λθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Περὶ ὑπομονῆς καὶ διακρίσεως», σ. 263:39.

322 Βάσει τοῦ «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (Κατὰ Ἰωάννην 12:31 καὶ 16:11) καὶ τοῦ «ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων» (Κατὰ Ἰωάννην 14:30). Ὑπάρχουν κάποιες στιγμὲς ποὺ εἶναι χρήσιμο νὰ ἐνθυμούμαστε ὅλοι ποιὸν κατονόμασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὡς ἄρχοντα τοῦ σύγχρονου κόσμου στὸν ὁποῖο ζοῦμε. Εἶναι ἐκεῖνες οἱ στιγμὲς πού, βλέποντας τὰ δεινὰ τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τοῦ πλανήτη, ἀναρωτιόμαστε ἄλλοι ἂν κὰν ὑπάρχει Θεὸς καὶ ἄλλοι γιὰ τὸ πῶς γίνεται νὰ ἄρχει –νὰ κυβερνάει– ἕνας «καλὸς Θεὸς» ποὺ νὰ ἐπιτρέπει ἤ, κατὰ ἄλλους, νὰ προκαλεῖ τόσα «κακά». [Σ.τ.Ε.]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ