02.14 | Οντολογία της Αρετής – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

14. Ὀντολογία τῆς Ἀρετῆς

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἐνοικεῖ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, εἶναι ἐκ γενετῆς ἁγνή, καθαρὴ ἀπὸ τὴ φύση της. Στὴν πορεία της ὅμως δέχεται προσθῆκες πού, ἂν δὲν ἀλλοιώνουν τὴν οὐσία της, ὡστόσο τὴν καθιστοῦν ἀδιαφανή. Αὐτὸ εἶναι συνέπεια τῶν ἐπιθυμιῶν ποὺ ἐκδηλώνονται μὲ τὶς ποικίλες διακυμάνσεις τῶν παθῶν καὶ τῶν γνωστῶν ἀποτελεσμάτων τους. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀνάγκη γιὰ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἀνάγκη ποὺ γίνεται ἐμφανὴς στὸ στάδιο ποὺ διανύει ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν παλιννόστησή της, δηλαδὴ τὴν ἐπάνοδό της στὴν πηγή της, ποὺ εἶναι ὁ Θεός – μιὰ ἐπάνοδος ποὺ σημαίνει καὶ τὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ψυχῆς στὸν γήινο χῶρο καὶ χρόνο.

Ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες ποὺ ἀπέκτησε κατὰ τὴ συνύπαρξή της μὲ τὸ σῶμα εἶναι ἐργασία ἢ μᾶλλον ἀποτέλεσμα μακρᾶς καὶ ἐπίπονης ἄσκησης τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅλες οἱ θρησκεῖες, καὶ ἰδιαίτερα ἡ Χριστιανική, στὴ βάση τους δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ δίνουν ὁδηγίες γιὰ τὴν κάθαρση αὐτὴ διὰ τῆς ἀπόκτησης τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἀπάρνησης τῶν ὅσων ἀντίκεινται σὲ αὐτές. Οἱ ὁδηγίες αὐτὲς συνοψίζονται σὲ νηστεῖες, ἐγκράτειες, προσευχές, ἐλεημοσύνες κ.λπ. – ὅλα σὰν μέσο γιὰ ἕναν σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων Του καὶ τελικὰ ἡ ἀναγωγὴ ἐκ τῶν πολλῶν στὸ Ἕνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἡ ἕνωση κατὰ μέθεξη μὲ αὐτὸ τὸ Ἕνα.

Αὐτὸ ποὺ διδάσκουν ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἕνας δρόμος ποὺ προϋποθέτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος στὴν πορεία του θὰ ἐγκαταλείψει βαθμιαῖα τὰ ὡραῖα τοῦ κόσμου τούτου καὶ θὰ ὁραματίζεται τὰ μελλοντικά, μέχρι τὴν ὁριστικὴ ἐγκατάλειψη τῶν πάντων καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν Οὐρανό.

Τὸ πρῶτο στάδιο ποὺ διανύει ἡ ψυχὴ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ἐπιστροφῆς της εἶναι τὸ καθαρκτικό.

Τὸ καθαρκτικὸ στάδιο σημαίνει τὴν ἔναρξη τοῦ δρόμου, τὴν ἔναρξη τοῦ ἀγώνα, καὶ ὡς περιεχόμενο ἔχει τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος διὰ τῆς ἀποκτήσης τῶν ἀρετῶν.

Ἀρετή, γενικά, εἶναι κάθε ἰδιότητα ἢ ἐκδήλωση τοῦ ἀτόμου ποὺ εἶναι σύμφωνη μὲ τὶς καθιερωμένες καὶ ἑκάστοτε ἰσχύουσες ἠθικὲς ἀρχές. Εἰδικὰ ὅμως στὸν χῶρο τῆς δικῆς μας ἔρευνας, δηλαδὴ τῆς θρησκείας ποὺ σκοπὸ ἔχει τὴν ἀνεύρεση τῆς ὑπέρτατης Ἀλήθειας, ἀρετὴ εἶναι κάθε ἰδιότητα ἢ ἐκδήλωση τοῦ ἀτόμου ποὺ εἶναι σύμφωνη πρὸς τὸν Ἠθικὸ Νόμο.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακρίνουν τὶς ἀρετὲς σὲ σωματικὲς καὶ ψυχικές.

Ψυχικὲς ἀρετὲς εἶναι ἡ φρόνηση, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀνδρεία καὶ ἡ δικαιοσύνη. Φρόνηση εἶναι ἡ ἱκανότητα νὰ γνωρίζει κανεὶς τί πρέπει νὰ κάνει καὶ τί νὰ ἀποφεύγει. Σωφροσύνη εἶναι ἡ ἱκανότητα νὰ συγκρατιόμαστε ἀπὸ σκέψεις, λόγους καὶ πράξεις ποὺ εἶναι ἀντίθετες στὴν ἀρετή. Ἀνδρεία εἶναι ἡ ἱκανότητα νὰ ἀποδεχόμαστε τὶς ἐπερχόμενες δοκιμασίες, καὶ δικαιοσύνη ἡ ἱκανότητα νὰ κατανέμει ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀποδέχεται αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν σύμφωνα μὲ τὶς τρεῖς πρῶτες ἀρετές.

Σωματικὲς ἀρετὲς εἶναι ὅλες οἱ προσπάθειες ποὺ τείνουν στὴν ἐγκράτεια καὶ στὴν πειθαρχία τοῦ σώματος, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία κ.λπ.

Ἡ σωματικὴ ἀρετὴ ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ψυχικῆς, ἀφοῦ χωρὶς τὶς σωματικὲς ἀρετὲς δὲν ἐπιτυγχάνονται οἱ ψυχικές. Φυσικά, σὲ καμία περίπτωση δὲν πρέπει οἱ ἀρετὲς νὰ θεωροῦνται αὐτοσκοπός, γιατὶ τότε δὲν παράγουν καρποὺς καί, ἑπομένως, δὲν ὠφελοῦν σὲ τίποτα.

Τὴν τετράδα τῶν γενικῶν [ψυχικῶν] ἀρετῶν συνακολουθοῦν ὀκτὼ φυσικὲς ἀρετές, συνοδεύοντας δύο τὴν κάθε μία, ὥστε ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς γενικὲς νὰ σχηματίζει τριάδα. Τὴ φρόνηση λοιπὸν συνοδεύουν ἡ γνώση καὶ ἡ σοφὴ θεωρία. Τὴ δικαιοσύνη, ἡ διάκριση καὶ ἡ σπλαχνικὴ διάθεση. Τὴν ἀνδρεία, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ σταθερότητα. Τὴ σωφροσύνη, ἡ ἁγνεία καὶ ἡ παρθενία. Ὡς Κτίστης καὶ Μυσταγωγὸς αὐτῆς τῆς τριαδικῆς δωδεκάδας τῶν ἀρετῶν, κάθεται μὲ σοφία ὁ Θεὸς στὸ θρόνο τοῦ νοῦ, στέλνοντας τὸ Λόγο γιὰ τὴ δημιουργία τῶν ἀρετῶν. Ὁ Λόγος, παίρνοντας ἀπὸ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἀρχικὲς ἀρετὲς ποὺ εἴπαμε, δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ τὸ νοητὸ κόσμο τῆς εὐσέβειας. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)302

Ἐξάλλου, οἱ ψυχικὲς ἀρετὲς ὅταν περνοῦν τὸ μέτρο πρὸς τὰ ἄνω δίνουν τὸ σχῆμα τοῦ ἀλαζόνα, τοῦ θρασύτατου, τοῦ ἐγωιστῆ, τοῦ πλεονέκτη, ἐνῶ πρὸς τὰ κάτω τὸ σχῆμα τοῦ ἄφρονα, τοῦ δειλοῦ, τοῦ ἀκόλαστου καὶ τοῦ ἀδύναμου.

Ἀφοῦ οἱ πέντε αἰσθήσεις ὑποταχθοῦν στὶς τέσσερις ἀρχὲς τῶν γενικῶν [ψυχικῶν] ἀρετῶν καὶ μείνουν εὐπειθεῖς σ’ αὐτές, κάνουν τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ πλάσθηκε ἀπὸ τὰ τέσσερα στοιχεῖα νὰ κινεῖται ἀτάραχα γύρω ἀπὸ τὸν τροχὸ τῆς ζωῆς. Καὶ ὅταν αὐτὴ κινεῖται ἔτσι, δὲ στασιάζουν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς μεταξύ τους· ἀλλὰ ἀφοῦ τὸ παθητικὸ μέρος –θυμὸς καὶ ἐπιθυμία– ἑνωθεῖ μὲ τὸ λογιστικό, ἀναλαμβάνει ὁ νοῦς τὴ φυσική του ἐξουσία καὶ κάνει ἅρμα του τὶς τέσσεριες ἀρχὲς καὶ θρόνο του τὴ δούλη πεντάδα τῶν αἰσθήσεων. (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος)303

Ὑπάρχουν καὶ οἱ θεῖες ἀρετές: Ἀγάπη, ὑπομονή, ταπείνωση, αὐτάρκεια κ.λπ.

Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν. (Κατὰ Λουκᾶν 21:19)

[…] ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ρωμαίους 5:3-5)

«Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ σώσετε τὶς ψυχές σας. Ἡ θλίψη ὁδηγεῖ στὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ στὴ σταθερότητα καὶ ἡ σταθερότητα στὴν ἐλπίδα καὶ ἡ ἐλπίδα δὲν θὰ ντροπιάσει ποτὲ αὐτὸν ποὺ ἐλπίζει».304

Ὑπομονὴ ἐννοῶ ἐκείνη ποὺ γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὴ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν καὶ τὸ θεμέλιο τῶν πνευματικῶν κατορθωμάτων. (Ἅγιος Γρηγόριος Σιναΐτης)305

Δὲν θὰ ἐπιχειρήσουμε ἕναν πληρέστερο καθορισμὸ τῆς ἀρετῆς οὔτε θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν οἱ διαμάχες τῶν μεγάλων καὶ μικρῶν φιλοσόφων γιὰ τὴν ἔννοια καὶ τὸ περιεχόμενό της. Θὰ ποῦμε μόνο ὅτι ἡ σωκρατικὴ ἀντίληψη ὅτι «ἀρετὴ εἶναι ἡ γνώση» ἐκφράζει μιὰ ἀπόλυτη ἀλήθεια, μόνο ἐὰν περιορίσουμε τὴν ἔννοια τῆς γνώσης στὴ μία καὶ μοναδικὴ γνώση τοῦ τί ὑπάρχει καὶ ἡ ὁποία ἀρχίζει πάντοτε ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γιατὶ εἶναι βέβαιο ὅτι, ὅταν κάποιος κατανοήσει τὴ φύση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν γύρω ἢ πέρα ἀπὸ αὐτόν, εἶναι ἀδιανόητο νὰ θελήσει νὰ κάνει κάτι ποὺ θὰ εἶναι βλαβερὸ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅταν ὅμως λέμε νὰ «γνωρίσει», ἐννοοῦμε ὄχι τὴ διανοητικὴ ἀντίληψη, δηλαδὴ μέσω κάποιου βιβλίου κ.λπ., ἀλλὰ τὴν καθαρὰ βιωματική. Μὲ λίγα λόγια, ὁ πραγματικὰ πιστὸς ἄνθρωπος ταυτίζεται ἀναγκαστικὰ μὲ τὸν ἐνάρετο, γιατὶ ποτὲ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὸ ὕψος τῆς ἐνυπόστατης πίστης χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχει ἀποκτήσει μιὰ ἠθικὴ προσωπικότητα, μιὰ κυριαρχία –ὅσο γίνεται– στὶς αἰσθήσεις, στὰ συναισθήματα καὶ στὸν νοῦ.

Ἂν φύγουμε ὅμως ἀπὸ τὴ σωκρατικὴ αὐτὴ ἔννοια καὶ περάσουμε στὸν καθημερινὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πολὺ ἀπέχει ἀπὸ μιὰ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ διανοητικὴ ἀντίληψη, ὅσο καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ στὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει σταθμὸ γιὰ τὴν ἠθικὴ διαπαιδαγώγησή του. Ἔτσι, ἐνάρετος μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἕνας ἐξαιρετικὰ ἀνεπτυγμένος στὴ νόηση ἄνθρωπος, ἂν καὶ ἡ νόηση εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο μιὰ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἠθικὴ τελείωσή μας. Τὸ κακὸ εἶναι παρατηρημένο ὅτι τὸ διαπράττουμε στὴ μεγάλη μας πλειονότητα εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη γνώσης εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία εἴτε ἐσκεμμένα – γνωρίζοντας, δηλαδή, ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνουμε εἶναι κακό.

Αὐτὸ ποὺ εἶναι αὐτονόητο στὶς ἄλλες μορφὲς τῆς Δημιουργίας, προκειμένου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀπαιτεῖ προσπάθεια, ἀγώνα. Γιὰ νὰ περάσουμε, γιὰ νὰ διασχίσουμε ἐμεῖς, τὰ ταπεινὰ ἀνθρώπινα δημιουργήματα, τὰ φράγματα στοὺς χώρους τῆς νόησης ποὺ μᾶς πνίγουν σὲ ὠκεανοὺς ἀβεβαιότητας καὶ νὰ γίνουμε ἄξιοι καὶ σημαντικοί, θὰ πρέπει νὰ καθυποτάξουμε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωισμό μας καὶ νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ μὲ πλήρη ἐπίγνωση, συνειδητά.

Θὰ πρέπει νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν οὐδετερότητα ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀπραξία καὶ τὴν ἀδιαφορία, νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ τέλμα τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἀπραξίας, χαρακτηριστικὰ ποὺ εἶναι ἀπὸ αἰῶνες χαραγμένα στὸν ἀνθρώπινο ζωικὸ πυρήνα καὶ μᾶς μεταβιβάζονται. Θὰ πρέπει νὰ ἁπλώσουμε τὰ χέρια μας καὶ νὰ ἀγκαλιάσουμε καὶ νὰ ἀγαπήσουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι μέσα μας, γύρω καὶ πέρα ἀπὸ ἐμᾶς. Θὰ πρέπει νὰ δεχτοῦμε τὸ κάλεσμα καὶ νὰ ἐνταχθοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν ἀόρατη ἱεραρχία ποὺ διέπει τὸ Σύμπαν, γιατὶ μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ἀνθίσουμε καὶ νὰ καρποφορήσουμε. Καὶ μόνο ὅταν καρποφορήσουμε θὰ ἀποδείξουμε ὅτι ζήσαμε καὶ ὅτι ἡ ζωή μας δὲν πῆγε χαμένη. Ἡ καρποφορία εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἀμπέλου. Χωρὶς τὴν καρποφορία ἡ ζωὴ εἶναι μάταιη. Αὐτὸς ποὺ παραμένει ἄκαρπος εἶναι ἤδη πεθαμένος καὶ χωρὶς καμία ἐπαφὴ μὲ τὴν πηγή του. Ἀντίθετα, αὐτὸς ποὺ καρποφορεῖ εἶναι βασικὰ ὑγιής, ὠθεῖται καθημερινὰ ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς τὴν ἑνοποίηση καὶ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ στρώματα ὅσων ὁ νοῦς περισυνέλεξε κατὰ τὴν περιπλάνησή του ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ἐναπόθεσε στὴν ψυχή. Καθαρίζεται, δηλαδή, ἀπὸ ὅλες τὶς παραφυάδες ποὺ ἀπορροφοῦν τοὺς πολύτιμους χυμοὺς τῆς ὕπαρξής του.

Ἔτσι, μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀμπέλου, τοῦ κλήματος καὶ τῆς καρποφορίας ὀφείλει νὰ λειτουργήσει ὁ πνευματικὰ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος, ὑπακούοντας στὴ Θεία Ἐντολὴ καὶ μένοντας ἐν ἑνότητι στὴν αἰωνιότητα, συνδεδεμένος μὲ τὴν πηγή του, ποὺ εἶναι ὁ αἰώνιος δημιουργικὸς Λόγος.

Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό […]. Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. Καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, […] ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. (Κατὰ Ἰωάννην 15:1, 2, 4-6)

Ἀρετὴ σημαίνει θάρρος, ἀνδρεία, γενναιότητα. Γιὰ νὰ γίνουμε ἐνάρετοι δὲν ἀρκεῖ νὰ φροντίζουμε μόνο ὥστε τὸ σπέρμα τοῦ καλοῦ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ καλλιεργεῖται στὸν νοῦ μας, ἀλλὰ ὀφείλουμε συγχρόνως νὰ καταπολεμήσουμε κάθε ἀντίθετη σκέψη, κάθε ἀντίθετη τάση πρὸς αὐτό, εἴτε βρίσκεται μέσα μας εἴτε ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς.

Καὶ ἡ δυσκολία ἀνακύπτει ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ «ἀντίπαλος», αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ πρέπει νὰ καταπολεμήσουμε, δὲν εἶναι ὁρατός, ἀλλὰ κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὸν Ἠθικὸ Νόμο καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶναι ἐπικίνδυνος.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἀναπτύσσουμε πιὸ κάτω, μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἐχθρὸς εἶναι ἀόρατος, δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ καὶ τὸν ἀντιλαμβανόμαστε μόνο ἀπὸ τὰ ἔργα του.

Ὁ ἔλεγχος τῶν παθῶν εἶναι τὸ βασικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Τὸ νὰ ἐλέγχουμε τὶς αἰσθήσεις μας καὶ νὰ τὶς καθοδηγοῦμε, σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή μας, ἀποτελεῖ τὴ σημαντικότερη ἀρετή, ποὺ εἶναι συγχρόνως ἀπαραίτητη γιὰ τὴ θρησκευτικὴ καλλιέργεια.

Καμία πραγματικότητα δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ χωρὶς αὐτὸν τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν, χωρὶς τὴ συστηματικὴ προσπάθεια πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση.

Ἡ ἁγνότητα εἶναι τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο θὰ στηριχτεῖ τὸ οἰκοδόμημα ποὺ θὰ περιλαμβάνει τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν.

Θὰ προηγηθεῖ ὁ καθαρισμὸς τοῦ ἐξωτερικοῦ σώματος, καθαρισμὸς ποὺ θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἐπιλογὴ τῆς σωστῆς τροφῆς. Πρέπει ὅμως νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἐσωτερικὸς καθαρισμός, διαφορετικὰ ὁ ἐξωτερικὸς καθαρισμὸς δὲν ἔχει καμία ἀξία.

Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀνελέητος, ποὺ ἀπερίσκεπτα συλλέγει τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ σὲ βάρος τῶν συνανθρώπων του, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ τοῦ τὸ ἐπιτρέπει ὁ ἑκάστοτε νόμος ποὺ ἰσχύει, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς συνανθρώπους του, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλεήμονα διάθεση καὶ ζεστὴ καρδιὰ εἶναι χειρότερος ἀπὸ ἕνα ζῶο, ἔστω καὶ ἂν συχνάζει στὶς ἐκκλησίες, νηστεύει κ.λπ.

Ἡ ἀναζήτηση ἑνὸς κριτηρίου γιὰ τὸν διαχωρισμὸ τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν κακία ἤ, ἂν θέλετε, τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὸ κακό, εἶναι ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν καθοδήγηση τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πράγματι ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσει ἐνάρετα.

Αὐτὸ τὸ κριτήριο περιέχει ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν. Ἡ σωστὴ κατανόηση τῶν Γραφῶν μπορεῖ μὲ εὐκολία νὰ ὁδηγήσει τὸν ἀναζητητὴ στὴ βασικὴ ἀλήθεια τῆς ζωῆς καὶ νὰ τὸν καθοδηγήσει στὴν πορεία του καί, φυσικά, νὰ δώσει ἕνα αὐθεντικὸ μέτρο διάκρισης τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὸ κακό, γιατὶ ἡ βασικὴ ἀλήθεια τῆς ζωῆς περιέχεται στὶς Γραφὲς καί, ἑπομένως, οἱ πιστοὶ τῆς κάθε θρησκείας μποροῦν νὰ βροῦν ἕνα κριτήριο γιὰ τὸν διαχωρισμὸ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, σύμφωνα μὲ τὴ σωστὴ πάντοτε κατανόηση τῶν Γραφῶν.

Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τῶν Γραφῶν τῆς θρησκείας του θὰ βρεῖ σίγουρα τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς χωρὶς καμία σύγχυση.

Φυσικά, σὲ κάθε περίπτωση ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ ψάχνει μέσα του γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν καλὴ ἢ κακὴ φύση μιᾶς σκέψης, ἑνὸς λόγου ἢ μιᾶς πράξης. Ὡστόσο, εἶναι πάντοτε πιὸ ἀσφαλὲς νὰ κάνει τὴν αὐτοκριτικὴ αὐτὴ μὲ βάση τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὶς Γραφές, γιατὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ στηριχτεῖ στὰ συναισθήματα ἢ στὴ δική του σκέψη γιὰ νὰ διαχωρίσει αὐτὲς τὶς δύο βασικὲς ἔννοιες. Τὴν τελευταία λέξη θὰ πρέπει πάντοτε νὰ τὴν ἀντλοῦμε ἀπὸ τὶς Γραφές.

Ἔχουμε πεῖ καὶ ἀλλοῦ ὅτι, γιὰ ὅσους δὲν γνωρίζουν τὶς Γραφές, ὑπάρχει πάντοτε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἡ Πρόνοια καὶ ἡ καθοδήγησή Του. Ὡστόσο εἰδικὰ αὐτοί, θὰ ἦταν χρήσιμο νὰ προσφεύγουν στοὺς ἔμπειρους, δηλαδὴ σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν πρόσβαση στὰ ἱερὰ κείμενα.

Ὅποιος εἰλικρινὰ ἀναζητᾶ καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ βρεῖ τὴν Ἀλήθεια, ὅποιος πραγματικὰ ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει ἐνάρετος, νὰ περάσει τὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ ἀνέβει τὴν κλίμακα τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, μπορεῖ νὰ τὸ πράξει κατανοώντας καὶ ὠφελούμενος ἀπὸ τὸ μήνυμα τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας. Ὁ Ἰησοῦς στὴν ὁμιλία αὐτή, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς μαθητές Του καὶ ὄχι στὸν ὄχλο, μιλᾶ γιὰ τὰ προσόντα ποὺ ὁ ἀγωνιστὴς πρέπει νὰ ἔχει καὶ νὰ καλλιεργεῖ πάντοτε. Στὴν ὁμιλία αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖ μιὰ κλίμακα τὰ σκαλοπάτια τῆς ὁποίας πρέπει νὰ ἀνέλθει κανεὶς σταδιακά, ὁ Ἰησοῦς μᾶς διδάσκει τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἐξαγνισμὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς καὶ στὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.

Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. (Κατὰ Ματθαῖον 5:3)

Στὸν πρῶτο μακαρισμό, ποὺ εἶναι καὶ τὸ πρῶτο σκαλοπάτι τῆς κάθαρσης, ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει ὅτι εἶναι μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, γιατὶ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι δική τους. Ἀλλὰ τί σημαίνει «πτωχὸς τῷ πνεύματι»; Δὲν σημαίνει, φυσικά, τὸν πνευματικὰ ἀνάπηρο, τὸν ἠλίθιο ἢ κάτι τέτοιο, οὔτε ἔχει σχέση μὲ αὐτοὺς ποὺ πράγματι εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ πλευρᾶς ὑλικῶν ἀγαθῶν ἢ στεροῦνται τὰ ἀγαθὰ αὐτά.

«Πτωχὸς τῷ πνεύματι» εἶναι ὁ ταπεινός, ὁ ἄνθρωπος χωρὶς ὑπερηφάνεια, χωρὶς ἐγωισμό. Ἂν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ὑπερήφανος, δηλαδὴ δὲν δέχεται ὅτι πάνω ἀπὸ αὐτὸν ὑπάρχει μιὰ δύναμη ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει, μιὰ δύναμη ποὺ δίνει ζωή, ποὺ διέπει καὶ προνοεῖ γιὰ τὰ πάντα, δὲν εἶναι ταπεινός. «Πτωχὸς τῷ πνεύματι» σημαίνει τὸ νὰ γνωρίζει καὶ νὰ κατανοεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι οἱ δυνάμεις οἱ δικές του, συγκρινόμενες μὲ ἐκεῖνες τῆς Ὑπέρτατης Δύναμης, εἶναι κάτι τὸ ἀπειροελάχιστο, κάτι τὸ ἀσήμαντο. «Πτωχὸς τῷ πνεύματι» εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἐγωισμό, δὲν νομίζει ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του ἢ ὅτι ὑπερέχει σὲ ὁτιδήποτε ἀπὸ αὐτούς. «Πτωχὸς τῷ πνεύματι» εἶναι, τέλος, ἐκεῖνος ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἀποτινάξει τὸ ἐγώ του στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐξέλιξή του. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποδίδει τὰ πάντα στὶς δικές του δυνάμεις, ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του πλούσιο μέσα στὴν ἴδια του τὴν αὐτοϊκανοποίηση καὶ αὐτοεκτίμηση καὶ ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἶναι ὁ πλούσιος τῷ πνεύματι, δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχει ὁ πιὸ πάνω μακαρισμός.

«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. (Κατὰ Ματθαῖον 5:4)

Δηλαδή, μακάριοι εἶναι ὅσοι πενθοῦν, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν. Μακάριοι εἶναι ὅσοι πενθοῦν γιὰ τὴ δική τους κατάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν κατάσταση τῶν ἄλλων. Καὶ ὅταν λέμε κατάσταση δὲν ἐννοοῦμε τὴν ὑλική, ἀλλὰ τὴν πνευματική. Μακάριοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ πενθοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν πλησίον ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπάθεια γιὰ αὐτόν. Ὅταν νιώθουμε λύπη γιατὶ δὲν πραγματώσαμε τὴν Ἀλήθεια, ὅταν νιώθουμε λύπη γιὰ τὴν ἕλξη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὴν ὕλη, ὅταν νιώθουμε λύπη γιὰ τὴν πνευματική μας ἀδράνεια καὶ τὴν πνευματικὴ ἀδράνεια τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ προσπαθοῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ τέλμα τῆς ἀδιαφορίας ἢ νὰ βοηθήσουμε κάποιον νὰ κάνει τὸ ἴδιο πράγμα, τότε ἐκπληρώνουμε τὸν δεύτερο μακαρισμό, τότε ἔχουμε ἀνέβει τὸ δεύτερο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας.

Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν. (Κατὰ Ματθαῖον 5:5)

Μακάριοι οἱ πράοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ Γῆ. Ὅταν κατανοήσουμε ὅτι τὰ πάντα ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ὅτι ὅλα περνοῦν –καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια, καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη, καὶ ἡ ἐπιτυχία καὶ ἡ ἀποτυχία, καὶ τὰ εὐχάριστα καὶ τὰ ὀδυνηρὰ– καὶ ἂν τὸ πέρασμα αὐτὸ δὲν μᾶς ἀγγίζει, δὲν μᾶς ἀλλάζει, ἀλλὰ παραμένουμε οἱ ἴδιοι ἀσάλευτοι σὰν τὸν βράχο ποὺ δέχεται τὰ κύματα, τότε ἐκπληρώνουμε τὸν τρίτο μακαρισμό. Ἡ πραότητα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ταπείνωσης, τῆς ταπείνωσης ποὺ ὁδηγεῖ στὴ μὴ προσκόλληση στὰ πράγματα καὶ στὰ γεγονότα ἢ στὰ πρόσωπα. Μέσω αὐτῆς εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὴν ἄπτωτη καὶ τέλεια ἀγάπη. Ὅταν κατανοήσουμε ὅτι πραότητα εἶναι τὸ νὰ ζοῦμε ὑποταγμένοι στὸν Θεό, ἀπαλλαγμένοι δηλαδὴ ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ ἐγὼ καὶ τοῦ «δικοῦ μου», ἀπὸ τὴν αἴσθηση ὅτι πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ περιττὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ τοὺς περισπασμοὺς ποὺ δημιουργοῦν οἱ συγγενικοὶ καὶ φιλικοὶ δεσμοὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ὅταν κατανοήσουμε ὅτι μόνο ὁ δεσμὸς τῆς ἀγάπης πρέπει νὰ μᾶς συνδέει μὲ ὅλους καὶ μὲ ὅλα, τότε ἔχουμε ἀνέβει τὸ τρίτο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας.

Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. (Κατὰ Ματθαῖον 5:6)

Μακάριοι εἶναι ὅσοι πεινοῦν καὶ διψοῦν γιὰ τὴ δικαιοσύνη, γιατὶ αὐτοὶ θὰ χορταστοῦν. Μὲ τὸν μακαρισμὸ αὐτὸν προβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξιώνεται νὰ γίνει ζηλωτὴς τῆς ἀρετῆς. Καὶ ὄχι μόνο τῆς ἀρετῆς ποὺ δίνει στὸν ἄνθρωπο τὶς συνηθισμένες ἠθικὲς ἀρχὲς ἢ καλὲς ἰδιότητες. Ὁ μακαρισμὸς μιλᾶ γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἀρετή, τὴ δικαιοσύνη, τὴ δίψα καὶ τὴν πείνα γιὰ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ δίψα καὶ ἡ πείνα δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τρέφει μὲν κάποιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Θεό, ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ ἐγκόσμια πράγματα εἶναι ἰσχυρότερο. Σύμφωνα μὲ τὸν μακαρισμό, τότε μόνο θὰ ἀνεβοῦμε τὸ τέταρτο σκαλοπάτι, ὅταν ἀρχίσουμε μιὰ ἀτομικὴ προσπάθεια, ἕναν ἀγώνα γιὰ νὰ ἀναπτύξουμε ἀγάπη καὶ λατρεία γιὰ τὸν Κύριο. Ἂν προσπαθήσουμε, ἂν ἀγωνιστοῦμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ ἐπιθυμία μας θὰ αὐξηθεῖ μέχρι νὰ γίνει μιὰ ἀκόρεστη πείνα καὶ φοβερὴ δίψα γιὰ τὸν Θεό.

Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. (Κατὰ Ματθαῖον 5:7)

Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, γιατὶ αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν. Ἐλεήμων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ τὸν πλησίον του μὲ τὰ ὅσα ὑλικὰ ἢ πνευματικὰ ἀγαθὰ ἔχει, ποὺ πρέπει νὰ τὰ προσφέρει, ὡς ὀφειλόμενα, σὲ ὅποιον τὰ ἔχει ἀνάγκη. Δὲν ὑπάρχει λόγος, φυσικά, νὰ ἔχει κάποιος γιὰ νὰ ἐλεεῖ ἢ νὰ θέλει νὰ ἀποκτήσει γιὰ νὰ ἐλεήσει, αὐτὸ εἶναι ματαιοδοξία. Ὁ κόσμος δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἔρθουμε ἐμεῖς νὰ τὸν βοηθήσουμε. Ἡ ἔννοια ὅτι ὀφείλουμε νὰ βοηθᾶμε τὸν κόσμο καὶ ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ὕψιστο κίνητρό μας, εἶναι ὅτι βοηθώντας τὸν ἄλλο βοηθᾶμε τὸν ἑαυτό μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες πρὸς ὅποιον βοηθᾶμε ποὺ βρίσκεται μπροστά μας, γιατὶ εὐλογημένος εἶναι ὄχι ἐκεῖνος ποὺ παίρνει, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δίνει. Νὰ σκεπτόμαστε πάντοτε ὅτι ὁ λαμβάνων θὰ μπορέσει νὰ ζήσει καὶ χωρὶς τὴ βοήθεια τὴ δική μας, ἐνῶ ὁ δίδων δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν ἀρετὴ ἂν δὲν ἐλεήσει. Αὐτὸ ποὺ προέχει στὸν μακαρισμὸ εἶναι ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐλεήμονα διάθεση. Αὐτὴ ἡ διάθεση καλύπτει τὰ πάντα, καλύπτει κάθε προσφορά. Αὐτὴ ἡ διάθεση μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἄνοδο πρὸς τὸ πέμπτο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας. Θὰ πρέπει ἴσως νὰ προστεθεῖ ἀκόμα ὅτι, ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἐλεημοσύνη, ἐννοοῦμε κυρίως τὴν πνευματικὴ πρὸς τὸν ἄλλο προσφορὰ καὶ δευτερευόντως τὴν ὑλικὴ βοήθεια. Ἡ ὕψιστη βοήθεια εἶναι ἐκείνη ποὺ τείνει νὰ μᾶς κάνει πνευματικὰ ἰσχυρούς. Ἀκολουθεῖ ἡ διανοητικὴ βοήθεια καὶ ἕπεται ἡ φυσική, δηλαδὴ ἡ ὑλική. Ἀλλὰ χρειάζεται στὸν τομέα αὐτὸν μεγάλη προσοχή, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ἐπιχειρεῖ κανεὶς νὰ προσφέρει τὶς πνευματικὲς συμβουλές του ἢ τὴν κάποια διδασκαλία του ἀπὸ κενοδοξία, δηλαδὴ γιὰ νὰ ὠφελήσει τοὺς ἄλλους, ἐνῶ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν ἔχει κάνει ἀκόμη πράξη τὰ λόγια του – καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχει ὁ ἴδιος ἀνάγκη βοήθειας.

Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται. (Κατὰ Ματθαῖον 5:8)

Μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιά, γιατὶ αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ πίστη διακηρύσσει διὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων της, τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ ὅτι σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ στὴ Γῆ εἶναι νὰ Τὸν γνωρίζει, ὄχι κατὰ τὴν Οὐσία Του, ἀλλὰ κατὰ τὴ Δύναμή Του. Ὁ Ἰησοῦς δίδαξε ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ πραγματώσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀναγεννηθοῦν πνευματικά. Στὸν προκείμενο μακαρισμὸ στόχος εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου μέσω τῆς θέωσης,306 μέσω τῆς ἐν Χριστῷ τελείωσης, ὅπως τὸ ἐκφράζει ὁ Ματθαῖος:

Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν. (Κατὰ Ματθαῖον 5:48)

Νὰ εἶστε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας σας. Τελειότητα σημαίνει τὴν αἰώνια καὶ καθολικὴ αὐταπάρνηση τοῦ ἐγώ μας, τὴν ἀπουσία παθῶν, προσκολλήσεων καὶ τὴν ἐπίτευξη κάθε ἀρετῆς μὲ μόνη σκέψη τὸν Θεό. Τελειότητα σημαίνει τὴν ἀποβολὴ ἀπὸ τὸν νοῦ μας κάθε ἄλλης σκέψης ποὺ δὲν ἀφορᾶ τὸν Θεό, σημαίνει τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς.

Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ κατάσταση τοῦ νοῦ ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεὸς ἐν τῇ Δυνάμει Του; Ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν πολλοὶ καθ’ ὅλα ἠθικοὶ ἄνθρωποι, ὅμως ὅπως παρατηροῦμε δὲν ἔχουν δεῖ τὸν Θεό. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ ἠθικὴ ζωὴ καὶ ἡ σταθερὴ ἄσκηση τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν ἁπλῶς μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Οἱ ἠθικοὶ κανόνες ἀποτελοῦν ἕναν βασικὸ κανόνα τῆς διδασκαλίας τῆς θρησκείας, ὅμως ἡ πραγμάτωση τοῦ κανόνα αὐτοῦ δὲν μᾶς καθιστᾶ ἱκανοὺς νὰ γνωρίσουμε τὴ Δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἡ ἠθικὴ εἶναι ἁπλῶς τὸ θεμέλιο τοῦ οἰκοδομήματος, ὄχι τὸ οἰκοδόμημα. Τὸ οἰκοδόμημα θὰ περαιωθεῖ μαζὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση – τότε μόνο θὰ γίνουμε δεκτικοὶ γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὴ Δύναμη τοῦ Κυρίου, τότε μόνο θὰ μπορέσουμε νὰ ἀνέβουμε καὶ τὸ ἕκτο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας.

Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται. (Κατὰ Ματθαῖον 5:9)

Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, γιατὶ αὐτοὶ θὰ ὀνομαστοῦν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μιὰ εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν δύο στοιχείων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπαρτίζεται ἡ ὕπαρξή του, καὶ ἡ συνύπαρξη αὐτὴ θὰ εἶναι εἰρηνικὴ ὅταν ἐπιτύχει μὲ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα νὰ διέλθει τὴν κλίμακα τῶν μακαρισμῶν καὶ νὰ ἀνέλθει στὸ σκαλοπάτι τῆς εἰρήνης τοῦ νοῦ καὶ τοῦ σώματος καὶ τὴν ὑποταγὴ τοῦ δεύτερου στὸν πρῶτο.

Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. (Κατὰ Ἰωάννην 14:27)

Ἡ εἰρήνη γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Κύριος καὶ ὁ ἀντίστοιχος μακαρισμὸς εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση κάθε πνευματικῆς προσπάθειας, κάθε πνευματικοῦ ἀγώνα. Εἶναι ἡ ἀνάπαυση ποὺ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἕνωσής μας μὲ τὸν Θεό. Μόνο τότε, ὅταν ἐπιτευχθεῖ ἡ ἕνωση αὐτή, γινόμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μόνο τότε φεύγουμε ἀπὸ τὴν ἄγνοιά μας καὶ συνειδητοποιοῦμε αὐτὴ τὴν ἰδιότητα, ποὺ μολονότι προϋπάρχει τῆς ἕνωσης, δὲν εἶναι γνωστὴ λόγω τῆς ἄγνοιάς μας. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴν εἰρήνη, αὐτὴ τὴν ἀνάπαυση μποροῦν νὰ ἀναγνωρίσουν μόνο ὅσοι ἔχουν ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό τους, ὅσοι ἔχουν ἐκποιήσει τὰ ὑλικὰ καὶ νοητικὰ ὑπάρχοντά τους καὶ ἔχουν προσκολληθεῖ στὸ Θεῖο Ἅρμα, ὅσοι ἔχουν ἐνταχθεῖ στὴ χωρία ἐκείνων ποὺ ἀκολουθοῦν ἤδη τὸν δρόμο ποὺ δίδαξε ὁ Ἰησοῦς, ὅσοι ἔχουν γίνει μαθητές Του καὶ ὄχι ἁπλοὶ ὀπαδοί Του.

Ὅλοι λοιπὸν οἱ μακαρισμοὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐπίτευξη τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ, στὴν κατὰ χάρη δηλαδὴ μέθεξη μὲ τὴ Δύναμη τοῦ Θεοῦ, στὴν ἐπίτευξη κάθε ἀρετῆς ποὺ ἔρχεται καὶ στεφανώνει τὴν προσπάθεια τοῦ κάθε ἀναζητητῆ, τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν πνευματικὸ δρόμο.

 


302 Τῇ τετρακτύϊ τῶν ἀρετῶν, ὀγδοὰς συνομαρτεῖ φυσικῶν τε καὶ γενικῶν ἀρετῶν, μιᾷ τούτων ἑκάστῃ ἐξ ἑκατέρου μέρους δύο ἐπανατελλουσῶν, ὡς καὶ αὐτὴν ἑκάστη γίνεσθαι εἰς τριάδα. Τῇ οὖν φρονήσει, γνῶσις ἐπανατέλλει καὶ σοφὴ θεωρία· τῇ δικαιοσύνῃ, διάκρισις καὶ εὐσυμπάθητος γνώμη· τῇ ἀνδρείᾳ, ὑπομονὴ καὶ ἔνστασις σταθηρά· τῇ σωφροσύνῃ, ἁγνεία καὶ παρθενία. Ταύτης τῆς τριαδικῆς δωδεκάδος, ὥσπερ τις κτίστης καὶ μυσταγωγὸς ὁ Θεὸς ἐν σοφίᾳ ὑπερκαθέζεται ἐν τῷ τοῦ νοὸς θρόνῳ, τὸν Λόγον ἐξαποστέλλων εἰς δημιουργίαν τῶν ἀρετῶν· ὃς καὶ λαμβάνων ἐκ τῶν ὑποκειμένων ἀρχῶν τὴν ἐξ ἑκατέρας ὕλην τῶν εἰρημένων, τὸν νοητὸν τῆς εὐσεβείας κόσμον δημιουργεῖ τῇ ψυχῇ (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 338:μθ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Γ΄ ἑκατοντάδα γνωστικῶν κεφαλαίων», σ. 123:49.

303 Ταῖς τέσσαρσιν ἀρχαῖς τῶν γενικῶν ἀρετῶν, ἡ πεντὰς τῶν αἰσθήσεων καθυποταγεῖσα καὶ αὐτὴ φυλάξασα τὴν εὐπείθειαν, τὴν ἐκ τεσσάρων στοιχείων πλασθεῖσαν φύσιν τοῦ σώματος ἀταράχως κινεῖσθαι περὶ τὸν τροχὸν τοῦ βίου παρασκευάζει. Οὕτω δὲ κινουμένης αὐτῆς, αἱ δυνάμεις πρὸς ἑαυτὰς οὐ στασιάζουσιν· ἀλλὰ τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ἐπιθυμίας καὶ τοῦ θυμοῦ, τῷ λογιστικῷ συναφθέντος, ἀναλαβὼν τὸ φυσικὸν κράτος ὁ νοῦς, ἅρμα μὲν ἑαυτοῦ τὰς τέσσαρας ποιεῖται ἀρχάς, θρόνον δὲ τὴν δούλην πεντάδα (Ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [1960], σ. 353:ϟε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «Γ΄ ἑκατοντάδα γνωστικῶν κεφαλαίων», 139:95.

304 [Ἀπόδοση τοῦ Συγγραφέα γιὰ τὰ δύο παραπάνω ἀποσπάσματα]

305 Ὑπομονῆς δὲ λέγω, τῆς κατὰ Θεὸν γινομένης, τῆς βασιλίδος τῶν ἀρετῶν, τοῦ θεμελίου τῶν ἀνδραγαθημάτων (Ἅγιος Γρηγόριος Σιναΐτης, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [1961], σ. 44:πδ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄ [2008], «137 Ὠφέλιμα κεφάλαια», σ. 190:84.

306 […] ἡ ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Σαρκωθέντα Θεὸ στὸν παρόντα κόσμο «μεταβαίνει» κατ’ ἀναλογίαν στὴν αἰωνιότητα ὡς αἰώνια παραμονὴ στὴ Σφαίρα τοῦ Θείου Εἶναι. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ θέωσή μας (Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, ὅ.π., «Τὸ ἄκτιστο Φῶς», σ. 248). [Σ.τ.Ε.]

ΚΕΦΑΛΑΙΑ