02.13 | Διαισθητική Αντίληψη – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

13. Διαισθητικὴ Ἀντίληψη

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Τὸ Εὐαγγέλιο διδάσκει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς, τὴ θεληματικὴ ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὴν ἔναρξη τῆς θεϊκῆς μεταμόρφωσης διὰ τῆς ἀποκάλυψης ἐκείνης τῆς ἄλλης πραγματικότητας, ποὺ γίνεται αἰσθητὴ μὲ τρόπο διαφορετικὸ ἀπὸ ὅ,τι ἡ πραγματικότητα ποὺ βιώνουμε.

Καὶ βέβαια δὲν θὰ ἦταν παραδοξολογία ἂν πιστεύαμε ὅτι μόνο Μία Πραγματικότητα ὑπάρχει καὶ ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ γίνεται διαχωρισμὸς τῆς ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἐκεῖ πραγματικότητα – γι’ αὐτὸ καὶ δηλώνουμε ὅτι ὁ διαχωρισμὸς ποὺ κάνουμε δὲν ἔχει τὴν ἔννοια ἑνὸς φυσικοῦ καὶ ἑνὸς ὑπερφυσικοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ μὲν μία πραγματικότητα, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ βιώνει ὁ καθημερινὸς ἄνθρωπος, γίνεται ἀντιληπτὴ διὰ τῶν αἰσθήσεων ὡς ἔχουν, ἐνῶ ἡ ἄλλη εἶναι «κρυμμένη» καὶ ἀποκαλύπτεται μὲ προσωπικὴ ἀποκάλυψη ἢ μέσα ἀπὸ θεϊκὸ μήνυμα. Πάντοτε, ὅμως, γίνεται γνωστὴ διαισθητικὰ μόνο μὲ τὴν ἐμπειρία, μὲ τὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ἐμπειρία, ὄχι μὲ τὴ λογική.

Ἡ λογικὴ ὡς ἐξελικτικὸ προϊὸν τῆς ἀνθρώπινης προόδου λειτουργεῖ σὰν φραγμὸς στὴ διαισθητικὴ γνώση, ἂν καὶ ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμπιστεύεται μόνο τὴ λογική του ὡς τὸν παράγοντα ἐκεῖνο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀποκάλυψη.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι πέραν τῆς ὑπολογιστικῆς καὶ κριτικῆς λογικῆς, ποὺ στρέφεται κυρίως πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸν κόσμο τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν πραγμάτων, ὑπάρχει κάτι διαφορετικό, πολὺ πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὴ λογική, καὶ πάψει πλέον νὰ ἐμπιστεύεται ἀπόλυτα τὴ λογικὴ τὴ δική του, τότε ἡ ἴδια ἡ λογικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ γνώση τῆς Ὑπέρτερης Πραγματικότητας καὶ στὴν πίστη. Αὐτὸ εἶναι λελογισμένη χρήση τῆς λογικῆς. Ὅταν κανεὶς προσεγγίζει τὰ ὅρια στὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἡ λογικὴ καὶ ἀρχίζει νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ πεπερασμένο, τὸ ὁριακό, τὶς περιορισμένες δυνατότητες σύλληψης τοῦ ὑπάρχοντος ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ τὴν ἀδυναμία του νὰ ξεπεράσει τοὺς φραγμοὺς τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τόπου καὶ νὰ διεισδύσει πέραν αὐτῶν τῶν ὁρίων ἀνακαλύπτοντας τοὺς ἄγνωστους κόσμους ποὺ βρίσκονται πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτά, τότε ἀναγκαστικὰ προσπαθεῖ νὰ προσεγγίσει αὐτὴ τὴν Πραγματικότητα μὲ τὴ διαίσθηση καί, μέσω αὐτῆς, νὰ ἀποκτήσει τὴ δυνατότητα διόδου στὸν ἄγνωστο Κόσμο.

Ἡ λογικὴ μᾶς φέρνει μέχρι ἕνα ὁρισμένο σημεῖο. Πέρα ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει, γιὰ νὰ προχωρήσουμε, νὰ δεχτοῦμε τὴ βοήθεια τῆς διαίσθησης. Καὶ μέχρι νὰ μπορέσουμε νὰ ἀναπτύξουμε αὐτὴν τὴ διαίσθηση ὀφείλουμε, ὡς πρὸς τὰ ζητήματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίσει ἡ λογική, ὅπως τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, τὴν πίστη κ.λπ., νὰ βασιζόμαστε στὴ διαίσθηση καὶ στὶς ἐσωτερικὲς ἐμπειρίες ἐκείνων ποὺ ἤδη ἔχουν ἀποκτήσει αὐτὴ τὴν ἱκανότητα καὶ ἔχουν διαπιστώσει, μὲ τὶς δικές τους κεραῖες σύλληψης, αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ἀδυνατοῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε. Ἂς ἐμπιστευτοῦμε τὸν Ἰησοῦ, τοὺς Ἁγίους, τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα κ.λπ.

Κανένας ἄνθρωπος δὲν κατόρθωσε μέχρι σήμερα νὰ διεισδύσει στὸν ἄγνωστο Κόσμο μὲ μόνη τὴ διαδικασία τῆς λογικῆς καί, ἰδιαίτερα, τῆς δικῆς του λογικῆς.

Ὁ ὀρθολογιστὴς ἄνθρωπος ἀποκρούει τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια, ἀγνοεῖ τὴν ἐσωτερικὴ ἐμπειρία καί, γενικά, ἀποκλείει κάθε γνώση ποὺ δὲν εἶναι προϊὸν τῆς νόησης. Ὡς μοναδικὸ μέτρο ἔχει τὴ λογικὴ καὶ ἀγνοεῖ μόνιμα ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶναι περιορισμένος μέσα σὲ ἕναν ὁρισμένο κύκλο, τὸν κύκλο τοῦ χωροχρόνου, τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ.

Ὅμως πέρα ἀπὸ τὸν κύκλο αὐτὸ βρίσκεται ὁ ἀπέραντος κόσμος –καὶ ὄχι μόνο ἀπέραντος, ἀλλὰ καὶ ἀληθινός–, πέρα ἀπὸ τὸν κύκλο αὐτὸ βρίσκεται ὅ,τι πολυτιμότερο μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος. Ὅ,τι εἶναι σπουδαῖο, σημαντικὸ καὶ ἀξιόλογο στὴν ἀνθρώπινη φύση στηρίζεται σὲ βάσεις ποὺ ἔχουν τεθεῖ ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων ἀπὸ «νομοθέτες» ποὺ δὲν εἶχαν καμία σχέση μὲ τὴν κοινὴ λογική. Ὅλη ἡ ἀνθρώπινη δράση καὶ σκέψη, ὅλες οἱ ἐλπίδες μας γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο στηρίζονται σὲ γνώση ποὺ δὲν ἀποκτήθηκε σὲ κανένα σχολεῖο καὶ σὲ κανένα πανεπιστήμιο, στηρίζονται σὲ γνώσεις ποὺ δὲν εἶχαν δάσκαλο τὴ λογική.

Ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ σήμερα ἱερὸ παραδόθηκε σὲ αὐτὸν ἀπὸ πηγὲς πέραν τῆς λογικῆς, πηγὲς ποὺ οἱ πιὸ πολλοὶ δὲν ἦταν καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἑρμηνεύσουν.

Σὲ ποιὰ σχολεῖα, ἀλήθεια, φοίτησε ὁ Ὅμηρος, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σωκράτης, ὁ Σαίξπηρ, ὁ Μωάμεθ, ὁ Βούδας καὶ ὅλοι οἱ μικροὶ καὶ μεγάλοι Ἅγιοι καὶ Προφῆτες; Ὅλοι αὐτοὶ καὶ οἱ ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι ὅμοιοί τους, δέχτηκαν τὴ γνώση ὅταν ὁ νοῦς τους εἶχε γίνει δεκτικὸς γιὰ κάτι τέτοιο, σὰν ἀνταύγεια ἀπὸ τὴ Μεγάλη Πραγματικότητα, τὴν πραγματικότητα ποὺ βρίσκεται καὶ συναντᾶται σὲ περιοχὲς πέραν τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποκαλοῦμε Θεό.

Φυσικά, μὲ ὅλα αὐτὰ ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι στρεφόμαστε ἐναντίον τῆς λογικῆς ἢ ὅτι ἡ γνώση ἀντιτίθεται στὴ λογική. Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν παράλογο. Ἁπλῶς ἡ λογικὴ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς ἐξέλιξης τῆς νόησης καί, φυσικά, τοῦ ἀνθρώπου μέχρι ἑνὸς ὁρισμένου σημείου καὶ τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι, ὅπως εἴπαμε, τὰ ὅρια ποὺ θέτει ὁ χωροχρόνος. Πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὅρια λειτουργεῖ σὰν ὁδηγὸς ἡ διαίσθηση. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ γνώση γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε δὲν ἔρχεται νὰ καταργήσει τὴ λογική, ἀλλὰ νὰ τὴ συμπληρώσει.

Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. (Κατὰ Ματθαῖον 5:17)

Ἂν αὐτὰ ποὺ διδάχτηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς μεγάλους δασκάλους καί, προπαντός, ἀπὸ τὴ Θεία Παρουσία τοῦ Ἰησοῦ –ποὺ εἶναι σίγουρα πέραν τῆς λογικῆς–, δὲν ἐκπροσωποῦν τὴ Μία καὶ μοναδικὴ Γνώση ποὺ ἀποκαλεῖται Ἀλήθεια, γιατί τότε νὰ προσπαθοῦμε, γιατί νὰ ἀγαπᾶμε, γιατί νὰ προτρέπουμε τοὺς ἄλλους καὶ τὰ παιδιά μας πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση; Μήπως θὰ πρέπει νὰ διδάξουμε καὶ νὰ διδαχτοῦμε ὅτι τὸ καθετὶ μᾶς εἶναι ἐπιτρεπτὸ ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σταματήσει ὁ χωροφύλακας, ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέμβει ὁ νόμος;

Μήπως αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε Ἠθικὸ Νόμο θὰ πρέπει νὰ τὸ θέσουμε παράμερα καὶ νὰ περιοριστοῦμε στὶς ἐπιταγὲς ἢ ἀπαγορεύσεις τοῦ κοινοῦ νομοθέτη;

Φυσικὰ ὄχι. Τὸ νόμιμο ταιριάζει μόνο μὲ τὴ λογική. Ὅμως ὁ νόμος καὶ ἡ λογικὴ εἶναι ποὺ δημιουργοῦν τοὺς ἀνελέητους ἀνθρώπους, τὶς φοβερὲς ἀνισότητες καὶ τὶς φρικαλέες ἀδικίες, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους ἐκμεταλλευτὲς τοῦ ἀνθρώπινου μόχθου, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους δῆθεν διαφεντευτὲς καὶ δῆθεν προστάτες τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀξιοπρέπειάς μας.

Ἡ λογικὴ καὶ ὁ κοινὸς νομοθέτης παραχώρησαν τὸ ἔδαφος γιὰ νὰ τραφοῦν ὁ Χίτλερ καὶ ὁ Στάλιν καὶ οἱ ὅμοιοί τους, γιατὶ ὅλες οἱ ἀπάνθρωπες ἐνέργειες καὶ φρικαλεότητες διαπράχθηκαν σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὸν δικό τους νόμο καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἦταν σωστές, λογικές, ἀφοῦ ἀπέβλεπαν τόσο στὸ προσωπικό τους συμφέρον, ὅσο καὶ στὸ συμφέρον, κατὰ κάποιον τρόπο, αὐτῆς τῆς ἀφηρημένης ἔννοιας ποὺ ὀνομάζουμε κράτος. Καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ πέραν τῆς λογικῆς καὶ τοῦ κοινοῦ νόμου ἀλήθεια, ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ λεγόμενες ἠθικὲς ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικά, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ κανεὶς κανένα λόγο νὰ σταματήσει τὴ βία, τὴν ἀπανθρωπιά, τὴν ἐκμετάλλευση, τοὺς πολέμους, ὅλες τὶς ἀνθρώπινες συμφορές – γιατὶ καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἐκμετάλλευση εἶναι λογικὰ καὶ νόμιμα γιὰ ὅσους τὰ ἀσκοῦν, ὅσο παράλογο καὶ ἂν φαίνεται σὲ ἐμᾶς ποὺ τὰ ὑφιστάμεθα.

Ὁ ἄνθρωπος ἀνέκαθεν ὀνειρευόταν καὶ ὀνειρεύεται ἀκόμη τὴν ἴση κατανομὴ τοῦ πλούτου καὶ αὐτὸ εἶναι λογικό. Ὅμως ἐξίσου λογικὴ εἶναι καὶ ἡ κατακράτηση τοῦ πλούτου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχουν. Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν νὰ διαμαρτυρηθεῖ κανεὶς γιὰ τὴν ἀδικία, γιὰ τὴν ἀπανθρωπιά, τὴν ἐκμετάλλευση, ὅταν ὅλα αὐτὰ διαπράττονται στὸ πλαίσιο τοῦ νόμου καὶ τῆς λογικῆς; Ἔτσι, σὰν ἀρωγὸς στὴν ἀδικία, στὴν καταπίεση καὶ στὴν ἐκμετάλλευση, ἔρχεται ἡ πέραν τοῦ νόμου καὶ τῆς λογικῆς ἐπιταγὴ τοῦ Ἠθικοῦ Νόμου, τοῦ Νόμου ἐκείνου ποὺ διδάχτηκε καὶ διδάσκεται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μπόρεσαν διαισθητικὰ νὰ προσεγγίσουν αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει. Τὴ Μεγάλη Πραγματικότητα ποὺ διέπει τὰ πάντα καὶ ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουμε Θεό, αὐτὴ τὴν Ὑπερδύναμη ποὺ οὔτε μὲ συλλογισμοὺς οὔτε μὲ διανοητικὲς συζητήσεις μποροῦμε νὰ συλλάβουμε.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑποχρεωμένος, μέχρι νὰ ἐπιτύχει τὴ διαισθητικὴ διείσδυση στὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει, νὰ ἐμπιστευτεῖ τὴν Ἀνώτατη Δύναμη, τὸν Θεό, νὰ πιστέψει.

Ἡ πίστη αὐτὴ καὶ μόνη ἀνεβάζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν ὁρατὸ κόσμο στὰ ὕψη τοῦ ἀοράτου καὶ τὴν πείθει ὅτι ὁ Θεός, ποὺ «δημιούργησε» τὰ πάντα, Αὐτὸς εἶναι ποὺ προνοεῖ γιὰ ὅλα καὶ σὲ Αὐτὸν πρέπει νὰ ἐναποθέσει τὶς ἐλπίδες του κανείς.

Ἂς κάνουμε λοιπὸν τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, πρὸς τὴν ψυχή μας, καὶ ἂς ἐνσωματώσουμε σὲ αὐτὴν ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς ἐμπειρίες. Ἂς τὶς χαράξουμε ὄχι ἁπλῶς στὴ μνήμη μας, ἀλλὰ βαθιὰ στὴν ψυχή μας. Νὰ γίνουμε λίγο –ὅσο χρειάζεται– ἀδιάφοροι γιὰ τὰ ἀνθρώπινα, κατανοώντας τὴ ματαιότητά τους. Νὰ προσπαθήσουμε νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας καί, στὴ συνέχεια, τὰ πέρα ἀπὸ αὐτόν. Νὰ γίνουμε ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ ἀξίες καὶ ἰδανικὰ πέραν τῶν ὑλικῶν καὶ τῶν καθημερινῶν κοινῶν ἰδεωδῶν καὶ ἐπιδιώξεων. Ἂς μάθουμε νὰ μὴν περιστοιχιζόμαστε ἀπὸ ἀνόητους καὶ φλύαρους ἀνθρώπους καὶ ἂς γνωρίσουμε τὸ πρῶτο σκαλοπάτι πρὸς τὴν ὡρίμανση, ποὺ εἶναι ἡ μοναξιά, ἡ γόνιμη βεβαίως ἀπομόνωση στὸν ἰδιαίτερο δικό μας κόσμο – καὶ μέσω αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἔρθουμε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἄλλο Κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει. Ἂς προσέξουμε ὅμως αὐτὴν τὴ σιγή. Γιατὶ ἡ ἠρεμία ποὺ μᾶς προσδίδει ἡ ἀπομόνωση θὰ ἐπιφέρει καρποὺς μόνο ὅταν μάθουμε, ὅσο διαρκεῖ, νὰ μὴν ἀσχολούμαστε μὲ πράγματα ἀσήμαντα, τυπικά, ἀλλὰ μὲ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων.

Ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴ σωστὴ λογική, βλέπει μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ λέγονται ἀπόλαυση καὶ πόνος καὶ γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν σὲ ὅλους καὶ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ φυσικὴ κίνηση τῆς δομικῆς ὕλης ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι φτιαγμένο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἕνα σῶμα ποὺ εἶναι μιὰ προσωρινὰ ἐξατομικευμένη κατάσταση τῆς ὕλης, ὅπως ἡ ὕλη αὐτὴ ἀπέρρευσε ἀπὸ τὴ Θεία Δύναμη, τὸν Θεό. Γιατὶ, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Μέγας Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:

[Ὁ Θεὸς] εἶναι ποὺ συνέζευξε τὶς τέχνες μὲ τὶς ἐπιστῆμες πρὸς ἐξεύρεση σχημάτων, καὶ ἔδωσε στὴ φύση τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν ὁποία δημιουργοῦνται οἱ διάφορες μορφές, καὶ στὶς οὐσίες [ψυχὲς] ἔδωσε τὴν ὕπαρξη, ὅποια εἶναι αὐτή. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)295

Ὑπάρχει μιὰ ἀέναη κίνηση, ἄπωση καὶ ἀδράνεια, ποὺ συνδυαζόμενες δίνουν τὶς διαφορετικὲς συναισθηματικὲς καταστάσεις, μὲ συνέπεια οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀκολουθοῦν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ὕπαρξής τους μιὰ προκαθορισμένη πορεία, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν πετυχαίνουν ποτὲ τοὺς στόχους τους, δὲν ἐκπληρώνουν τὶς ἐπιθυμίες τους παρὰ μόνο φευγαλέα.

Τὸ ἐκπληκτικὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὅτι τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ βλέπουμε γύρω μας τὸν κόσμο νὰ πεθαίνει, νομίζουμε ὅτι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε διαφορετικὴ τύχη. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ βλέπουμε τὸν ἄλλο νὰ ἀρρωσταίνει, ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι δὲν θὰ ἀρρωστήσουμε ποτέ. Διαπιστώνουμε πάντοτε τὴν ἄγνοια καὶ τὴ βλακεία τοῦ ἄλλου, ποτὲ τὴ δική μας. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ διαπιστώνουμε ὅτι τίποτα γύρω μας δὲν παραμένει σταθερό, θεωροῦμε τὰ δικά μας αἰσθήματα μόνιμα. Μιλᾶμε πάντα γιὰ τὴν αἰώνια ἀγάπη, τὸν αἰώνιο ἔρωτα κ.λπ., ἐνῶ πάντοτε διαπιστώνουμε τὴν παροδικότητα τῶν πάντων, τὴ ματαιότητά τους.

Εἶναι ὁ ἐγωισμὸς καὶ οἱ διάφορες ἐγωιστικὲς τάσεις ποὺ μᾶς κάνουν νὰ λειτουργοῦμε ἔτσι. Εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ παραδεχθοῦμε τὴν ἀδυναμία μας, τὴ ματαιότητα τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου ποὺ ζοῦμε.

Κάποια εὐλογημένη στιγμὴ ἀρχίζουμε νὰ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὅλα εἶναι παροδικά, πρόσκαιρα, φευγαλέα, μάταια, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα. Καὶ ὄχι μόνο ἀρχίζουμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἕνας κόσμος φθορᾶς καὶ ὀδύνης ποὺ περιέχει τὸν θάνατο, τὴν ἀρρώστια καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἀνακαλύπτουμε ὅτι πρέπει ἔτσι νὰ γίνεται, γιατὶ ὁ κόσμος ποτὲ δὲν ὑπῆρξε στατικὸς οὔτε θὰ ὑπάρξει. Ἡ παρακμὴ ἁρπάζει τὰ πάντα, τοὺς ἀνθρώπους, τὶς ὁμάδες, τὰ ἔθνη.

Καὶ ὅταν αὐτὸ ἀρχίζει νὰ γίνεται ἀντιληπτό, ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει πόσο μάταιο εἶναι νὰ ὑπηρετεῖ κανεὶς μὲ προσήλωση καὶ ἐμπάθεια κάθε ἀνθρώπινη κατάσταση. Πόσο μάταιο εἶναι νὰ ἐντάσσεται καὶ νὰ πολεμᾶ μὲ πάθος κάτω ἀπὸ σημαῖες ποὺ στηρίζουν ἰδανικὰ πολιτικά, οἰκονομικά, κοινωνικά, θρησκευτικά. Τρομάζει κανεὶς καὶ θλίβεται γιὰ τὸ ποῦ καὶ σὲ ποιὸν ἀφιέρωσε τόσο ἐπιπόλαια καὶ μάταια τὴ ζωή του καὶ στερήθηκε τὴν ἐλευθερία του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαπιστώνει ὅτι ὅλα τὰ ἐρείσματα πάνω στὰ ὁποῖα στηρίχτηκε σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του γκρεμίζονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, νιώθει ἀπορία καὶ ξαφνικὰ βρίσκεται στὸ χάος καὶ στὴν ἀπόγνωση.

Ἂν ἀγαπήσαμε τὸ σῶμα μας, ἂν ἀγαπήσαμε τὸ σῶμα κάποιου ἄλλου, ἂν ἀγαπήσαμε τὸ χρῆμα καὶ τὴ δύναμη ποὺ συνεπιφέρει, ἂν ἀγαπήσαμε τὴ δόξα καὶ τὴν κοινωνικὴ προβολή, θὰ ἔρθει ἡ ὥρα –καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἔρχεται πάντοτε– ποὺ θὰ διαπιστώσουμε πόσο ματαιοπονούσαμε.

Καὶ ἔρχεται ἡ στιγμὴ τῆς ἀλήθειας, ποὺ τὴ συλλαμβάνουμε σὰν ἀναλαμπὴ καὶ ἀρχίζουμε νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴ φυγή, τὴν ἀπάρνηση. Καὶ αὐτὸ βαθμιαῖα μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, μιὰ ἄλλη πραγματικότητα, αἰώνια καὶ ἄφθαρτη. Σὲ ἕναν κόσμο ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα μας, ἀλλὰ δὲν εἴχε μέχρι τώρα τὴ δυνατότητα νὰ ἐκδηλωθεῖ, ἕναν κόσμο ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ ὅλους σὰν δυνατότητα, ἀλλὰ ἐνεργοποιεῖται μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀπέβαλαν θεληματικὰ ὅλη τὴ φυσικὴ ζωὴ τῆς ψυχῆς καὶ ἀπέκτησαν τὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος, μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἄφησαν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνειά τους.

Αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἀρχίζουμε νὰ ξεφεύγουμε ἀπὸ τὸ προσωπικὸ πεπρωμένο μας –ἀπὸ τὸ πεπρωμένο ποὺ δημιουργήσαμε ἐμεῖς καὶ ὄχι κανένας ἄλλος, αὐτὸ ποὺ δημιουργήσαμε μὲ ὅσα σκεφτήκαμε, μὲ ὅσα εἴπαμε, μὲ ὅσα πράξαμε–, αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἀρχίζουμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ συμβαίνει σὲ ἐμᾶς ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δὲν θὰ εἶναι παροδικὸ καὶ δὲν θὰ περιέχει ὀδύνη καὶ φθορά, γιατὶ ὅλα αὐτὰ ἀνήκουν στὸν κόσμο ποὺ θεληματικὰ ἀφήσαμε, στὸν κόσμο ποὺ περιέχει πραγματικὰ μόνο φθορά, ὀδύνη καὶ θάνατο.

Ἡ ψυχὴ ἐπανέρχεται στὴν ἀρχαία ἁγνότητά της, ἐξαγνίζεται, προσεγγίζει τὴ φύση ἀπὸ ἄλλη διάσταση. Καὶ ἀρχίζει νὰ κατανοεῖ τοὺς λόγους, τὶς αἰτίες ποὺ βρίσκονται μέσα στὴ φύση – λόγοι ποὺ καταμαρτυροῦν τὸν Ποιητή της. Ἀρχίζει μὲ τὴ γλυκύτητα αὐτὴ τῆς φύσης καὶ τὴν ἁρμονία νὰ παιδαγωγεῖται καὶ νὰ στρέφεται πρὸς τὴν ἀρετή. Κατανοεῖ τὸν φυσικὸ νόμο καὶ διδάσκεται ἀπὸ τὸν νόμο αὐτὸν ὅτι δὲν πρέπει νὰ πλεονεκτεῖ σὲ βάρος τοῦ λογικοῦ καὶ πείθεται χωρὶς ἰδιαίτερη διδασκαλία νὰ ἀγαπᾶ τοὺς συνανθρώπους της, ἔχοντας δάσκαλο τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ὁδηγεῖται στὴν ὁμόρρυθμη σχέση ὅλων πρὸς ὅλους. Γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι προικισμένοι μὲ τὴ λογική, ἐκ φύσεως ἔχουν μιὰ κοινὴ θέση, μιὰ κοινὴ διάθεση, μιὰ συμπεριφορὰ καὶ ἕναν τρόπο ζωῆς. Ἔχουν τὸν ἴδιο δεσμὸ μεταξύ τους, ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ ὅλους μὲ μιὰ γνώση πρὸς τὸν Λόγο τῆς φύσης, τὸν Θεό, στὸν Ὁποῖο δὲν ὑπάρχει καθόλου διαίρεση.

Ὑπάρχει μιὰ ἀναγκαιότητα τῆς καθόδου τῆς ψυχῆς στὴν ὕλη καὶ τῆς σύζευξής της μὲ αὐτήν. Καὶ ἡ ἀναγκαιότητα αὐτὴ συνίσταται στὸ ὅτι ἡ ψυχὴ ἐνσαρκώνεται γιὰ νὰ μπορέσει, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς της στὴ Γῆ, νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ἀφομοιώσει τὸ ἀνθρώπινο γίγνεσθαι σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά του, καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει μέσω τῶν ἐπιμέρους ἐμπειριῶν, καλῶν ἢ κακῶν, δυσάρεστων ἢ εὐχάριστων. Οἱ ἐμπειρίες αὐτὲς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βιωθοῦν παρὰ μόνο μέσω τῆς μορφοποιημένης ὕλης, μόνο μέσω τοῦ ἀνθρώπινου σώματος καὶ τῶν αἰσθήσεών του – στὸ ὁποῖο σῶμα καὶ παρέχεται ἡ ἐνέργεια γιὰ τὴ δράση του μέσω τῆς ψυχῆς, ὅσο αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο, δηλαδὴ μέχρις ὅτου ὄχι μόνο βιωθοῦν οἱ ἐμπειρίες, ἀλλὰ κατορθώσουμε καὶ νὰ τὶς ξεπεράσουμε καὶ νὰ ἀποκτήσουμε πάλι τὴν ἐλευθερία μας.

Ἡ ψυχή, ἀντίθετα μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ δέσμια κάποιου νόμου. Ποτὲ ἡ φύση δὲν ὑπῆρξε καθοριστικὴ γιὰ τὴν ψυχή. Ποτὲ δὲν ὑπῆρξε δεσμευτική. Ἁπλῶς ἡ ταύτιση τοῦ νοῦ –ἀπὸ λανθασμένη, παρὰ φύση πορεία– μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο ποὺ τὴν περιβάλλει καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς σχηματισμὸς τῆς λανθασμένης ἀντίληψης, δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ ὄνομα καὶ ἡ μορφή μας, τὰ διάφορα ἄλλα ὀνόματα καὶ οἱ μορφὲς ποὺ γίνονται ἄμεσα ἀντιληπτὰ ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις εἶναι ἡ πραγματικότητα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πλάνη του, στρέφεται πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο ποὺ εἶναι μέσα του καὶ ἐκεῖ ἀνακαλύπτει αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος, ἡ γλυκύτατη αὐτὴ ἁγία μορφὴ τοῦ 11ου μ.Χ. αἰώνα:

Ἄλλο εἶναι τὸ περιεχόμενο τοῦ πράγματος, ἄλλο ἡ ἔννοιά του καὶ ἄλλο ἐκεῖνο ποὺ γίνεται ἀντιληπτὸ μὲ τὴν αἴσθηση. Τὸ πρῶτο εἶναι οὐσία, τὸ δεύτερο συμβεβηκὸς [καθετὶ ποὺ ὑπάρχει σὲ κάτι, εἴτε κατὰ ποιότητα εἴτε κατὰ τυχαία ἰδιότητα, χωρὶς νὰ εἰσέρχεται στὴν οὐσία τοῦ πράγματος, ἐνῶ ἀναγκαίως ἐξ αὐτοῦ ἐπακολουθεῖ], τὸ τρίτο εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ ὑποκειμένου [δηλαδὴ ἡ αἴσθηση ποὺ παραλλάσσει ἀνάλογα μὲ τὸν δέκτη ἀντικείμενο]. (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος)296

Ἐκεῖνος ποὺ συγκεντρώνεται ἀπὸ τὴ διαίρεση ποὺ προκάλεσε ἡ παράβαση [ἡ κάθοδος τῆς ψυχῆς στὴν ὕλη], πρῶτα χωρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, ἔπειτα ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς· κατόπιν χωρίζεται ἀπὸ τὴ φύση καὶ τοὺς λόγους τῆς φύσεως· στὴ συνέχεια ἀπὸ τὰ νοήματα καὶ τὴ σχετικὴ μὲ αὐτὰ γνώση. Καὶ τελευταῖα, ἀφοῦ προσπεράσει τὴν ποικιλία τῶν λόγων περὶ Προνοίας, καταλήγει κατὰ τρόπο ἄγνωστο σ’ αὐτὸν τὸ λόγο περὶ Μονάδος· τότε ὁ νοῦς, καθὼς βλέπει μόνο τὴ σταθερότητά του, χαίρεται μὲ τὴν ἀνεκλάλητη χαρά, γιατὶ ἔλαβε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπερβαίνει κάθε νοῦ καὶ ποὺ φρουρεῖ ἀδιάκοπα ἀπὸ κάθε πτώση ποὺ ἀξιώθηκε νὰ τὴν λάβει. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)297

Σχετικά, ὁ Ἅγιος Διάδοχος (5ος μ.Χ. αἰώνας), ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους Νηπτικοὺς Πατέρες, γράφει:

Ὅπως οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος μᾶς παρακινοῦν μὲ βίαιο τρόπο πρὸς αὐτὰ ποὺ μᾶς φαίνονται καλά, ἔτσι καὶ ἡ αἴσθηση τοῦ νοῦ, ὅταν γευθεῖ τὴ θεία ἀγαθότητα, συνηθίζει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἀόρατα ἀγαθά. Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ὀρέγεται ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα συγγενεύει. Ἡ ψυχὴ ὡς ἀσώματη ἐπιθυμεῖ τὰ οὐράνια ἀγαθά, ἐνῶ τὸ σῶμα ὡς χῶμα ποὺ εἶναι ἐπιθυμεῖ τὴν ἐπίγεια ἀπόλαυση. Λοιπόν, τότε θὰ δοκιμάσουμε χωρὶς πλάνη τὴν ἄυλη αἴσθηση, ὅταν μπορέσομε νὰ λεπτύνουμε τὴν ὕλη [τὸ σῶμα] μὲ τοὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως. (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς)298

Ἡ ἐνέργεια τῆς θείας γνώσεως μᾶς διδάσκει ὅτι μία φυσικὴ αἴσθηση ὑπάρχει στὴν ψυχή, ἀλλὰ […] διαιρεῖται σὲ δύο ἐνέργειες. Ἐπίσης ὅτι μία καὶ ἁπλὴ εἶναι ἡ αἴσθηση, ἡ ὁποία δίνεται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὴ τὴν πνευματικὴ αἴσθηση κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει, παρὰ μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἐλευθερώνονται μὲ χαρὰ ἀπὸ τὰ καλὰ τοῦ βίου, γιὰ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν […]. Μόνο σ’ αὐτούς, λόγω τῆς ἀμεριμνίας, ὁ νοῦς κινεῖται μ’ εὐρωστία καὶ μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται, μὲ τρόπο ἀνέκφραστο, τὴν θεία ἀγαθότητα· καὶ τότε, ἀνάλογα μὲ τὴν προκοπή του, ὁ νοῦς μεταδίδει τὴ χαρά του καὶ στὸ σῶμα καὶ αἰσθάνεται ἄπειρη ἀγαλλίαση καθὼς δοξολογεῖ μὲ ἀγάπη τὸ Θεό. […] Ἡ χαρὰ ποὺ ἔρχεται τότε στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα εἶναι ἀλάνθαστη ὑπενθύμιση τῆς ἀθάνατης ζωῆς. (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς)299

Ἀνείπωτη καὶ ἀνέκφραστη εἶναι ἡ ἡδονὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία μὲ πληροφορία γιὰ τὴ σωτηρία της χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ ξεντύνεται σὰν φόρεμα. Γιατὶ ἔχοντας ἐπιτύχει πιὰ τὰ ἐλπιζόμενα, ἀποθέτει χωρὶς λύπη τὸ σῶμα καὶ προχωρεῖ εἰρηνικὴ πρὸς τὸν λαμπρὸ καὶ ἱλαρὸ ἄγγελο ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ψηλά. Μαζὶ μ’ αὐτὸν διασχίζει ἀνεμπόδιστα τὸν ἀέρα, χωρὶς νὰ τὴν ἐνοχλήσουν καθόλου τὰ πονηρὰ πνεύματα. Ἀνεβαίνει μὲ χαρὰ καὶ θάρρος καὶ φωνὲς εὐχαριστίας, μέχρις ὅτου φτάσει νὰ προσκυνήσει τὸν Ποιητὴ καὶ νὰ δεχτεῖ τὴν ἀπόφαση νὰ καταταγεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοίους της καὶ ἴσους κατὰ τὴν ἀρετή, ὣς τὴ στιγμὴ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. (Ὅσιος Θεόγνωστος)300

Φεύγοντας ἀφήνει κανεὶς ἐδῶ τὶς καλές του πράξεις καὶ τὰ ἔργα του καὶ δὲν παίρνει τίποτε ἄλλο μαζί του ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του καλλιέργεια καὶ τὴ βελτίωση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀνάλογα μὲ τὴν πορεία ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει χαράξει στὸν ψυχικό του βίο.301

Τὸ πλησίασμα στὸ τέλος δὲν πρέπει νὰ ἐνοχλεῖ. Εἶναι ἕνα ἀκόμα λιθάρι στὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα τῆς καλλιέργειας ἑνὸς εὐγενικοῦ κόσμου μέσα μας, ἕνα ἀκόμα φύλλο σὲ κάποιο στεφάνι ποὺ πλέκεται, ἕνα ἀκόμα μαργαριτάρι ποὺ συνθέτει τὸ περιδέραιο γιὰ κάποια μελλον- τικὴ ζωή, ἕνα ἀκόμα βῆμα πρὸς τὴν κατεύθυνση ἑνὸς ἄλλου ὡραιότερου κόσμου, πρὸς τὴν ἐπαλήθευση τόσων ὑψηλῶν καὶ εὐγενικῶν προσδοκιῶν καὶ τόσων ὡραίων ὀνείρων.

Πρέπει νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι κάποια μέρα ὅλα ἐδῶ στὴ Γῆ θὰ τελειώσουν, ὅταν στὸ ἔργο θὰ ἔχει μπεῖ καὶ ἡ τελευταία πινελιά, καὶ ὅτι κάθε μέρα ποὺ ξημερώνει μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο. Ὅμως γιατί νὰ ἐνοχληθοῦμε, ἀφοῦ γνωρίζουμε πιὰ ὅτι τίποτα δὲν τελειώνει μὲ τὸν θάνατο; Ἁπλῶς κλείνει κάποιος κύκλος, μὰ ὁ ἑπόμενος κύκλος θὰ εἶναι ψηλότερα καὶ ὡραιότερα, γιατὶ ἔτσι ἔχει προετοιμαστεῖ νὰ εἶναι σὲ ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὅπου θὰ ὑπάρχουμε σὰν ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ὀντότητες.

 


295 Ὁ καὶ ταῖς τέχναις συζεύξας πρὸς ἐξεύρεσιν σχημάτων τὰς ἐπιστήμας, καὶ τῇ φύσει δοὺς τὴν ἀπεργαστικὴν τῶν εἰδῶν ἐνέργειαν, καὶ αὐτὸ τὸ εἶναι τῶν οὐσιῶν, ὅπερ ἐστίν, ὑποστησάμενος (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 91:στ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Γ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 147:6.

296 Ἄλλο ὁ νοῦς τοῦ πράγματος καὶ ἄλλο ὁ νοῦς αὐτοῦ καὶ ἕτερον τὸ ὑπὸ τὴν αἴσθησιν ἀναγόμενον. Καὶ τὸ μέν ἐστιν οὐσία, τὸ δὲ συμβεβηκός, τὸ δὲ ἡ τοῦ ὑποκειμένου διαφορά (Ὅσιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἔκδικος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 299:ε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄ [2006], «Γνωστικὰ κεφάλαια», σ. 43:5.

297 Ὁ ἐκ τῆς κατὰ τὴν παράβασιν διαιρέσεως συναγόμενος, πρῶτον χωρίζεται τῶν παθῶν, ἔπειτα τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν· εἶτα φύσεως καὶ τῶν περὶ φύσιν λόγων· εἶτα νοημάτων καὶ τῶν περὶ αὐτὰ γνώσεων. Καὶ τελευταῖον τῶν περὶ προνοίας λόγων διαδὺς τὸ ποικίλον, εἰς αὐτὸν ἀγνώστως καταντᾷ τὸν περὶ μονάδος λόγον· καθ’ ὃν μόνην θεωρήσας ἑαυτοῦ τὴν ἀτρεψίαν ὁ νοῦς, χαίρει τὴν ἀνεκλάλητον χαράν, ὡς τὴν εἰρήνην εἰληφὼς τοῦ Θεοῦ τὴν ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν καὶ φρουροῦσαν διηνεκῶς ἄπτωτον τὸν αὐτῆς ἀξιούμενον (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 70:η΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 124:8.

298 Ὥσπερ πρὸς τὰ φαινόμενα ἡμᾶς καλά, βιαίως πως αἱ τοῦ σώματος προτρέπονται αἰσθήσεις, οὕτω πρὸς τὰ ἀόρατα ἡμᾶς ἀγαθὰ ἡ τοῦ νοῦ εἴωθε, ὅτε τῆς θείας γεύσηται, χειραγωγεῖν αἴσθησις. Ἕκαστον γὰρ τῆς οἰκείας συγγενείας πάντως ὀρέγεται· ἡ μὲν γὰρ ψυχή, ὡς ἀσώματος, τῶν οὐρανίων καλῶν, τὸ δὲ σῶμα, ὡς χοῦς, τῆς ἐπιγείου τρυφῆς. Τῆς ἀύλου οὖν εἰς πεῖραν ἐλευσόμεθα ἀπλανῶς αἰσθήσεως, εἴπερ τὴν ὕλην τοῖς πόνοις λεπτύνωμεν (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 241:κδ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Λόγος Ἀσκητικὸς… σὲ 100 κεφάλαια», σ. 291:24.

299 Μίαν μὲν εἶναι αἴσθησιν φυσικήν, αὐτὴ ἡ τῆς ἁγίας ἡμᾶς γνώσεως ἐκδιδάσκει ἐνέργεια· εἰς δύο δὲ λοιπὸν […] διαιρουμένην ἐνεργείας, μίαν μὲν ἁπλῆν τὴν ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αὐτῇ ἐγγινομένην· ἥντινα οὐδεὶς δύναται εἰδέναι, εἰ μὴ μόνοι οἱ τῶν τοῦ βίου καλῶν, διὰ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀπαλλαττόμενοι ἡδέως […]. Ἐπὶ γὰρ τούτων μόνον εὐρώστως ὁ νοῦς διὰ τὴν ἀμεριμνίαν κινούμενος, τῆς θείας ἀρρήτως αἰσθάνεσθαι χρηστότητος δύναται· ὅθεν καὶ τῷ σώματι τότε κατὰ τὸ μέτρον τῆς αὐτοῦ προκοπῆς τῆς οἰκείας μεταδίδωσι χαρᾶς, ἀπείρῳ τινὶ λόγῳ τῇ ἀγάπῃ τῆς ἐξομολογήσεως ἀγαλλιώμενος […]. Ἡ γὰρ τότε ὄντως ἐγγινομένη χαρὰ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι, ὑπόμνησίς ἐστιν ἀπλανὴς τῆς ἀφθάρτου βιοτῆς (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [1957], σ. 241:κε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Α΄ [2004], «Λόγος Ἀσκητικὸς… σὲ 100 κεφάλαια», σ. 291:25.

300 Ἄρρητος καὶ ἀνέκφραστος ἡδονὴ τῆς ἐν πληροφορίᾳ χωριζομένης ψυχῆς τοῦ σώματος καὶ ἀπεκδυομένης τοῦτο, ὥσπερ ἱμάτιον. Τῇ γὰρ τῶν ἐλπιζομένων ἤδη ἐπιτυχίᾳ, ἀποτίθεται τοῦτο ἀλύπως, χωροῦσα μετ’ εἰρήνης, πρὸς τὸν ὑψόθεν ἥκοντα φαιδρόν τε καὶ ἱλαρὸν Ἄγγελον, καὶ ἀνεμποδίστως διαπερῶσα σὺν αὐτῷ τὸν ἀέρα, μηδ’ ὅλως παραβλαπτομένη ἀπὸ τῶν τῆς πονηρίας πνευμάτων, ἀλλ’ ἀνιοῦσα ἐν χαρᾷ μετὰ θάρσους καὶ φωνῶν εὐχαριστηρίων, ἕως εἰς προσκύνησιν καταντήσῃ τοῦ ποιητοῦ, κἀκεῖθεν δέξηται τὴν ἀπόφασιν μετὰ τῶν ὁμοίων καταταγῆναι καὶ ἰσομέτρων τῇ ἀρετῇ, μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως (Ὅσιος Θεόγνωστος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 267:ξα΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Περὶ πράξεως καὶ θεωρίας καὶ περὶ ἱερωσύνης», σ. 340:61.

301 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 448.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ