02.06 | Λατρεία του Λόγου – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

6. Λατρεία τοῦ Λόγου

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. (Κατὰ Ἰωάννην 1:1-3)

Κατὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς Δημιουργίας καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ὑπῆρχε πάντοτε ὁ Υἱὸς καὶ ἦταν πάντοτε ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα – γιατὶ καὶ ὁ Λόγος εἶναι Θεός. Ὅλα τὰ δημιουργήματα ἔγιναν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀφοῦ εὐδόκησε προηγουμένως ὁ Πατέρας καὶ συνείργησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ πάντοτε καὶ Αὐτὸ συνυπῆρχε μὲ τὸν Θεὸ ὡς Τρίτη Ὑπόσταση Αὐτοῦ. Συνυπῆρχε καὶ ἀπέρρευσε κατὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς Δημιουργίας.

Ὁ Λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶ ὁ Ἰωάννης εἶναι αὐτονόητο ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος προϋπῆρχε πάντοτε καὶ ὑπάρχει καὶ σήμερα ἀνάμεσά μας καὶ θὰ ὑπάρχει πάντοτε.

Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἑβραίους 13:8)

Καὶ αὐτό, γιατὶ Αὐτὸς ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς Κύριος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλου τοῦ Κόσμου, αἰσθητοῦ καὶ νοητοῦ.

[…] ἐν υἱῷ, ὃν ἔθηκε κληρονόμον πάντων, δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν. (Ἀπ. Παύλου, Πρὸς Ἑβραίους 1:1-2)

Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ ἀπὸ ἐμᾶς σὲ κάποια στιγμὴ τοῦ χρόνου ὅτι «Θεὸς ἦν ὁ Λόγος», νὰ ξεχάσουμε πρὸς στιγμὴν τὴν ἱστορικὴ Παρουσία τοῦ Ἰησοῦ στὴ Γῆ καὶ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Λόγος ποὺ «ἐποίησε» τὰ πάντα καὶ ποὺ τίποτε ἀπὸ τὴ Δημιουργία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει χωρὶς Αὐτόν, εἶναι –ὅπως ὁ Πατέρας– ἀόρατος, ἄυλος κ.λπ. καὶ ὅτι ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας, πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωσή Του. Ὑπάρχει σήμερα ἀνάμεσά μας καὶ θὰ ὑπάρχει πάντοτε. Εἶναι ἡ πνοὴ τῆς Δημιουργίας, ἡ ὁποία πνέει παντοῦ καὶ ποὺ χωρὶς αὐτὴν τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει, γιατὶ Αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ σωτηρία, ἀλλὰ κυρίως εἶναι Αὐτὸς ποὺ πνέει παντοῦ καὶ σκορπίζει αὐτὸ ποὺ λέμε ζωή. Μαζὶ μὲ τὸ ἐνυπάρχον σὲ Αὐτὸν Πνεῦμα, συνέχει καὶ κυβερνᾶ καὶ προνοεῖ γιὰ ὅλα, ὅπως ἀκριβῶς ἔχει προνοήσει ὁ Πατέρας.

Ὁ Λόγος σαρκώθηκε καὶ ἔζησε μὲ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκφράσει –καὶ ἐξέφρασε πράγματι στὴ δική τους γλώσσα, διὰ τοῦ Εὐαγγελίου– ἕνα μήνυμα γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἕνα μήνυμα ποὺ δὲν θὰ ξεχαστεῖ ποτέ.

Ὁ σκοπός, λέει ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θείου Λόγου διακηρύσσεται σὲ ὅλη τὴ Θεία Γραφή, ἐφόσον δὲν περιορίζεται κανεὶς στὴν ἀνάγνωσή της. Ὁ σκοπὸς αὐτὸς εἶναι νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τοῦ Θείου Λόγου, μὲ τὴ μετοχὴ τὴ δική Του σὲ ἐμᾶς.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ κάνει υἱοὺς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κατὰ μέθεξη, μὲ τὴν ἀναγέννησή μας ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν εἰσαγωγή μας στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι. (Κατὰ Ματθαῖον 24:35)

Ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς Γραφῆς καὶ τὰ ὅσα πιὸ πάνω εἴπαμε προκύπτει ὅτι ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Κυρίου τοῦ Σύμπαντος γίνεται καὶ θὰ γίνεται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς πάντοτε μέσω τοῦ Λόγου. Χωρὶς τὴ μεσολάβηση τοῦ Λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ λατρεία. Πρόκειται δὲ γιὰ λατρεία ἄμεση καὶ ὄχι ἔμμεση, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ὁ Λόγος εἶναι Θεός, εἶναι ἡ Δεύτερη Ὑπόσταση τῆς Μίας καὶ ἀδιαίρετης Τρισυπόστατης Θεότητας.

Μπορεῖ κάθε ἄλλο εἶδος λατρείας καὶ προσήλωσης νὰ εἶναι θεμιτὸ καὶ ἀρεστὸ στὸν Θεὸ-Πατέρα, ὅμως πρέπει νὰ ἀποτελεῖ σὲ κάθε περίπτωση ἕνα προπαρασκευαστικὸ στάδιο, ποὺ ὁ κάθε ἐξελισσόμενος –κατὰ τὴ νόηση καὶ τὸ συναίσθημα– ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ξεπεράσει γιὰ νὰ εἰσέλθει κάποτε στὴν πλατιὰ λεωφόρο ποὺ ὁδηγεῖ ἀπευθείας στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὅλοι προσπαθοῦμε νὰ λατρέψουμε τὸν Θεὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πιστεύουμε ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος. Αὐτὴ ἡ λατρεία ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δεσμὰ ποὺ περικλείουν τὴν ὕπαρξή μας καί, ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν ἀληθινό μας «οἶκο» – δηλαδὴ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς συνδέσει μὲ τὸν Λόγο, γιατὶ ὁ Λόγος κατοικεῖ μόνο στὸν ἐσωτερικό μας κόσμο.

Μόνο ἡ ἀφοσίωσή μας, ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἄδολη ἀνιδιοτελὴς ἀνάγκη πρὸς τὸν Λόγο θὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπαφή, σὲ πλήρη ἐπικοινωνία καὶ συνύπαρξη μαζί Του καὶ θὰ καταστήσει ἔτσι ἱκανὴ τὴν ψυχὴ νὰ ἐπιστρέψει στὸν Κύριο.

Ἑπομένως, κάθε μορφὴ λατρείας, ἂν καὶ εἶναι θεμιτὴ καὶ εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ὁδηγεῖ στὴ γνώση καὶ στὴν κοινωνία μαζί Του.

Μπορεῖ κανεὶς νὰ συχνάζει στὶς ἐκκλησίες, νὰ ἐξομολογεῖται, νὰ κοινωνεῖ, μπορεῖ νὰ καταφύγει σὲ ἐρημητήριο, σπήλαια ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, μπορεῖ νὰ πηγαίνει σὲ προσκυνήματα ἢ νὰ διαβάζει τὶς Γραφές, ὅμως νὰ μὴν ἀσκεῖ τὴν κατάλληλη λατρεία, νὰ μὴν ἔχει δηλαδὴ ἐπικοινωνία, ἐπαφὴ μὲ τὸν Λόγο, καὶ ἔτσι νὰ βρίσκεται πάντοτε μακριὰ ἀπὸ τὸν σωστὸ δρόμο, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ λατρεία.

Αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ λατρεία εἶναι ἐκείνη ποὺ θέτει τὴ σφραγίδα, τὴν ἐπιδοκιμασία τοῦ Θεοῦ στὸν λάτρη. Ἐπιδοκιμασία ποὺ θὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ἔνταση καὶ τὴν εἰλικρίνεια τῆς ἀγάπης του γιὰ Αὐτόν.

Ὁ Κύριος χορηγεῖ τὴν ἐπιδοκιμασία καὶ τὴ Χάρη Του μέσω τοῦ Λόγου καὶ τῶν Ἁγίων Αὐτοῦ.

Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ. (Π.Δ., Ψαλμοὶ 67)

Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν […]. (Κατὰ Ἰωάννην 6:44)

Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς […]. (Κατὰ Ἰωάννην 15:16)

Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου ἐπιτυγχάνουμε τὴ συντροφιὰ τῶν Ἁγίων καὶ μὲ τὴ χάρη τῶν Ἁγίων μαθαίνουμε τὸ μυστικὸ τῆς κοινωνίας τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Λόγο. Καὶ ἡ χάρη αὐτὴ δίνεται πάντοτε, ὅταν κανεὶς τὴ ζητάει μὲ εἰλικρίνεια, ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη.

Οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδέν, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. (Κατὰ Ἰωάννην 3:27)

Ὅταν στρέψουμε τὸν νοῦ μας ὁλοκληρωτικὰ πρὸς τὸν Κύριο, ὅταν Τὸν ἀγαπήσουμε «ἐξ ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης διανοίας, ἐξ ὅλης δυνάμεως», τότε εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ παραμερίσουμε κάθε ἐμπόδιο ἀνάμεσα σὲ Αὐτὸν καὶ σὲ ἐμᾶς καὶ θὰ δεχτοῦμε ἐλεύθερα τὴ Χάρη Του ἀνεπιφύλακτα.

Καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολή. Καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι. (Κατὰ Μᾶρκον 12:30-31)

Καὶ ὅταν λέμε «ἐξ ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης διανοίας, ἐξ ὅλης δυνάμεως», ἐννοοῦμε ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ στὴν Τριαδική Του Ὑπόσταση μὲ κάθε δυνατὸ συναίσθημα ἀγάπης, μὲ προσηλωμένο τὸν νοῦ μόνο σὲ Αὐτὸν καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας, δηλαδὴ μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας, μὲ ὅλο τὸν φθαρτὸ καὶ ἄφθαρτο ἑαυτό μας.

Τί εἶναι θεότητα καὶ ποῦ βρίσκεται, μὴ ζητεῖς νὰ μάθεις μὲ τὸ νοῦ σου. Εἶναι ὑπερουσία καὶ δὲν περιέχεται σὲ τόπο, γιατὶ εἶναι πάνω ἀπὸ ὁ,τιδήποτε. Νὰ βλέπεις νοερά, ὅσο εἶναι ἐφικτό, μόνο τὸ Θεὸ Λόγο –γιατὶ λόγω τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του εἶναι περιγραπτὸς– ν’ ἀκτινοβολεῖ μὲ τὴ θεία φύση Του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σὲ ὁρισμένο τόπο, ἂν καὶ βρίσκεται παντοῦ, ἀφοῦ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι ἀπεριόριστος. Πλὴν ὅσο καθαρίζεσαι ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο θὰ ἀξιώνεσαι τὴ θεία ἔλλαμψη. (Ὅσιος Θεόγνωστος)225

Καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς μᾶς μυσταγωγεῖ γράφοντας:

Πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὴ κατὰ σάρκα παρουσία Του, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνδημοῦσε νοητὰ στοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς Προφῆτες, προτυπώνοντας τὰ μυστήρια τῆς παρουσίας Του. Ἔτσι καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτήν, ἔρχεται ὄχι μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀκόμη νήπιοι γιὰ νὰ τοὺς θρέψει πνευματικὰ καὶ νὰ τοὺς φέρει στὴν ἡλικία τῆς κατὰ Θεὸν τελειότητας, ἀλλὰ καὶ στοὺς τέλειους ἐπίσης, ἰχνογραφώντας ἐκ τῶν προτέρων σ’ αὐτοὺς μυστικά, σὰν σὲ εἰκόνα, τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς μέλλουσας παρουσίας Του. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)226

Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ μέτρα τῆς δυνάμεώς του. Σταυρώνεται λοιπὸν γιὰ ἐκείνους ποὺ πρωτομπαίνουν πρακτικῶς στὴν εὐσέβεια, καρφώνοντας τὶς ἐμπαθεῖς ἐνέργειές τους μὲ τὸ θεῖο φόβο. Ἀνασταίνεται καὶ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανοὺς γιὰ ἐκείνους ποὺ ξεντύθηκαν τὸν «παλαιὸ ἄνθρωπο» ποὺ φθείρεται ἀπὸ τὶς ἀπατηλὲς ἐπιθυμίες καὶ ντύθηκαν τὸ νέο ἄνθρωπο ποὺ κτίζεται κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ Πνεῦμα καὶ ἔφτασαν στὸν Πατέρα μὲ τὴ χάρη ποὺ εἶναι μέσα τους. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)227

Ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦν τὸν Κύριο, δὲν πρέπει νὰ Τὸν ζητοῦν ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ μέσα τους, μὲ τὴν ἔμπρακτη πίστη. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)228

Κάνει τὸ λόγο σάρκα ἐκεῖνος ποὺ μὲ παραδείγματα καὶ λόγια ὑλικότερα, ἀνάλογα μὲ τὴ δυνατότητα κατανοήσεως τῶν ἀκροατῶν, διδάσκει τὴν ἠθικὴ πλευρὰ τοῦ λόγου. Ἀντίθετα κάνει πνεῦμα τὸ λόγο, ἐκεῖνος ποὺ ἐκθέτει μὲ ὑψηλὰ θεωρήματα τὴ μυστικὴ θεολογία. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)229

Ἐκεῖνος ποὺ ἔμαθε νὰ ἀνοίγει, ὅπως οἱ Πατριάρχες, μὲ πράξη καὶ θεωρία τὰ πηγάδια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσεως ποὺ εἶναι μέσα του, θὰ βρεῖ μέσα του τὸ Χριστό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶς παρακινεῖ ἡ σοφία νὰ πίνουμε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Πίνε νερὸ ἀπὸ τὰ δικά σου δοχεῖα καὶ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῶν πηγαδιῶν σου» [Π.Δ., Παροιμίαι 5:15]· τὸ ὁποῖο ἂν κάνουμε, θὰ βροῦμε ὅτι μέσα μας εἶναι οἱ θησαυροί της. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)230

Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲ λέγεται «σάρκα» μόνο γιατὶ σαρκώθηκε, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλη αἰτία. Ὅταν νοεῖται ἁπλῶς ὡς Θεὸς Λόγος ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ ποὺ ἔχει σαφὴ καὶ γυμνὰ τὰ πρότυπα τῆς ἀλήθειας γιὰ ὅλα, τότε δὲν περιέχει παραβολὲς καὶ αἰνίγματα, οὔτε ἱστορίες ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία. Ὅταν ὅμως ἔρθει πρὸς ἀνθρώπους ποὺ δὲν μποροῦν μὲ γυμνὸ νοῦ νὰ προσεγγίσουν γυμνὰ τὰ νοητά, τότε μιλώντας σ’ αὐτοὺς μὲ τὸ συνηθισμένο σ’ αὐτοὺς τρόπο, συγκροτεῖται ἀπὸ τὴν ποικιλία τῶν ἱστοριῶν, τῶν αἰνιγματικῶν φράσεων, τῶν παραβολῶν καὶ τῶν δυσνόητων λόγων καὶ γίνεται σάρκα. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)231

Ὅσο βλέπομε τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ σωματωμένο στὸ γράμμα τῆς ἁγίας Γραφῆς μὲ τὰ διάφορα αἰνίγματα, δὲν ἔχομε δεῖ ἀκόμα νοητῶς τὸν ἀσώματο καὶ ἁπλὸ καὶ ἑνιαῖο καὶ μόνο Πατέρα μέσα στὸν ἀσώματο καὶ ἁπλὸ καὶ ἑνιαῖο καὶ μόνο Υἱό […]. Ὑπάρχει λοιπὸν ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ γνώση, ὥστε, ἀφοῦ περάσομε προηγουμένως κάτω ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ καλύπτουν τὸ Λόγο, ἔτσι μὲ γυμνὸ τὸ νοῦ νὰ δοῦμε καθαρὸ τὸν Λόγο, ὅπως εἶναι καθ’ ἑαυτόν, νὰ μᾶς δείχνει καθαρά, ὅσο εἶναι ἐφικτὸ στοὺς ἀνθρώπους, τὸν Πατέρα ποὺ εἶναι μέσα Του. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)232

Ἕνα εἶναι τὸ πάνω ἀπὸ ἄναρχο καὶ πάνω ἀπὸ οὐσία Ἀγαθό, ἡ Ἁγία Τρυσυπόστατη Μονάδα, Πατέρας, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα· μιὰ ἄπειρη συμφυΐα τριῶν ἀπείρων. Ἔχει ἐντελῶς ἀπλησίαστο ἀπ’ ὅλα τὰ ὄντα τὸν λόγο τοῦ εἶναι της, τοῦ πῶς ὑπάρχει, τοῦ τί καὶ ποιὸ εἶναι. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)233

Ἂν ὁ Λόγος προηγεῖται καὶ κατευθύνει τὴ δημιουργία τῶν ὄντων, τότε οὔτε ὑπῆρχε, οὔτε ὑπάρχει, οὔτε θὰ ὑπάρξει λόγος ἀνώτερος τοῦ Λόγου. Ὁ Λόγος δὲν εἶναι χωρὶς νοῦ ἢ χωρὶς ζωή, ἀλλὰ μὲ νοῦ καὶ ζωή, ἀφοῦ ἔχει τὸν Πατέρα ὡς νοῦ ποὺ ὑφίσταται κατ’ οὐσίαν καὶ ὁ ὁποῖος Τὸν γεννᾶ, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς ζωὴ ποὺ ὑφίσταται κατ’ οὐσίαν καὶ συνυπάρχει μ’ Αὐτόν. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)234

Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ γεννήθηκε μιὰ φορὰ κατὰ σάρκα, γεννιέται θεληματικὰ πάντοτε κατὰ πνεῦμα ἀπὸ φιλανθρωπία γιὰ ὅποιους θέλουν. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)235

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα καὶ μάλιστα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν ὁπωσδήποτε λογικό. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)236

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι βέβαια παρὸν σὲ ὅλα γενικῶς τὰ ὄντα, καθὼς ὅλα τὰ συγκρατεῖ καὶ ἀνακινεῖ τὰ φυσικά τους σπέρματα. Ἰδιαίτερα ὅμως ὑπάρχει σ’ ὅλους, ὅσοι ὑπακούουν στὸ Νόμο, γιατὶ ὑποδεικνύει σ’ αὐτοὺς τὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν […] καὶ ἐπιπλέον ὅσων εἴπαμε, ὑπάρχει σ’ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς γιατὶ τοὺς χαρίζει τὴν υἱοθεσία. Μὲ τὴν ἰδιότητά Του ὅμως νὰ προξενεῖ σοφία, σὲ κανένα ἀπὸ τοὺς παραπάνω δὲν ὑπάρχει ἀναγκαστικά, ἐκτὸς σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν φανεῖ συνετοὶ καὶ ποὺ μὲ τὴν ἔνθεη ζωή τους ἔκαναν τοὺς ἑαυτούς των ἀξίους τῆς θεοποιητικῆς κατακτήσεώς Του μέσα τους. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)237

Ὁ Λόγος σαρκώθηκε τόσο γιὰ νὰ μάθουμε νὰ βοηθᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τρόπο φυσικὸ καὶ νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τρόπο πνευματικό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φροντίζουμε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, μὲ τρόπο θεϊκό.

Ὁ Λόγος δὲν προορίζεται νὰ παίξει ρόλο ἐπιβολῆς καὶ καταναγκασμοῦ. Τὸ καθετί, ἡ κάθε εἴδους προσπάθεια ἢ προετοιμασία πρέπει νὰ εἶναι ἀπόρροια τῆς δικῆς μας ἐλεύθερης βούλησης, τῆς δικῆς μας ἐπιλογῆς. Ὁ Λόγος καὶ ἡ ἀποδοχὴ ἢ κατανόησή Του στοχεύουν στὸ νὰ χρησιμεύσουν ὡς ἔναυσμα γιὰ τὴν τροφοδότηση μὲ τὴν ἀναγκαία ἐνέργεια τῆς δικῆς μας ἐσωτερικῆς μικρῆς ἢ μεγάλης φλόγας καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέψει σὲ αὐτὴν τὴ φλόγα, ποὺ τείνει ἴσως νὰ σβήσει, νὰ χαθεῖ. Γιατὶ σὲ κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα καίει πάντοτε καὶ θὰ καίει αὐτὸ τὸ ἄσβεστο Θεῖο Φῶς μὲ τὸ ὁποῖο ἔχει ἐμπλουτιστεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή.

Αὐτὸ τὸ ἄσβεστο Θεῖο Φῶς, ποὺ εἶναι ἐν δυνάμει ἐγκαθιδρυμένο στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ παραμείνει ἀνενεργὸ πάντοτε, ἀλλὰ μπορεῖ, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ ἐργαστεῖ πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, νὰ ἐνεργοποιηθεῖ.

Χωρὶς τὴν ἐν δυνάμει ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ Φωτός, καμία προσπάθεια ἀνθρώπινη δὲν εἶναι δυνατή.

Ὅσοι κατανοήσουν τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ Φωτός, αὐτῆς τῆς κινητήριας δύναμης μέσα τους, ὀφείλουν νὰ ἀναζητήσουν τρόπους γιὰ νὰ ἀντλήσουν αὐτὴ τὴν ἐνέργεια, αὐτὴν τὴ δύναμη γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ μονοπάτι στὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ἀπελευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης, στὸ μέτρο ποὺ εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι ἐρχόμαστε ἐδῶ στὴ Γῆ ὄχι γιὰ νὰ ἀποφύγουμε κάθε ἐκδήλωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀλλὰ ἀντίθετα γιὰ νὰ βιώσουμε τὶς ἐμπειρίες ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γίγνεσθαι, σὲ κάθε ἐπίπεδό του. Καθένας μας ὅπου ἔχει ταχθεῖ, ἀπὸ ὁποιοδήποτε σημεῖο καὶ ἂν ξεκινᾶ, σὲ ὁποιονδήποτε τομέα καὶ ἂν δρᾶ, ἀφοῦ ὅλα ἀποτελοῦν μιὰ ἑνότητα σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ ἡ δράση τοῦ ἑνὸς νὰ ἀντανακλᾶ καὶ στὴ δράση τοῦ ἄλλου. Ὅλοι λειτουργοῦμε σὰν κύτταρα ἑνὸς ὀργανισμοῦ, σὰν κλαδιὰ ἑνὸς δένδρου ποὺ ἔχει τὶς ἴδιες ρίζες καί, ὅπως τὸ κάθε κλαδί, ἔτσι καὶ τὸ κάθε κύτταρο ἐπιτελεῖ ἕνα ἔργο ποὺ ἀντανακλᾶ στὸν ὅλο ὀργανισμό. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, λειτουργοῦμε καὶ ἀναπτυσσόμαστε.

 


225 Τὸ θεῖον ὅ,τι ποτέ ἐστι, καὶ ποῦ, μὴ ζήτει κατὰ νοῦν· ὑπερούσιον γάρ, καὶ τόπῳ μὴ ἀνεχόμενον, ὡς ὑπὲρ τὸ πᾶν. Μόνον δὲ ἐμπερίγραπτον Θεὸν Λόγον ἐνοπτρίζου, ὡς ἐφικτόν, φωτοβολοῦντα τῇ θείᾳ φύσει, καὶ τόπῳ ὑπονοούμενον τὸν ἁπανταχοῦ, διὰ τὸ ἀπερίγραπτον τῆς θεότητος· πλὴν ὅσον ἂν καθαίρῃ, κατὰ τοσοῦτον καὶ τῆς ἐλλάμψεως καταξιωθήσῃ (Ὅσιος Θεόγνωστος, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 256:θ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Περὶ πράξεως καὶ θεωρίας καὶ περὶ ἱερωσύνης», σ. 328:9.

226 Ὥσπερ πρὸ τῆς ἐμφανοῦς καὶ κατὰ σάρκα παρουσίας νοητῶς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος τοῖς Πατριάρχαις καὶ Προφήταις ἐνεδήμει προτυπῶν τὰ μυστήρια τῆς αὐτοῦ παρουσίας· οὕτω καὶ μετὰ ταύτην τὴν ἐνδημίαν οὐ μόνον ἐν τοῖς ἔτι νηπίοις παραγίνεται διατρέφων πνευματικῶς καὶ ἄγων πρὸς ἡλικίαν τῆς κατὰ Θεὸν τελειότητος, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς τελείοις, προδιαγράφων αὐτοῖς κρυφίως τῆς μελλούσης αὐτοῦ παρουσίας ὡς ἐν εἰκόνι τοὺς χαρακτῆρας (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 74:κη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 129:28.

227 Κατὰ τὴν ἀναλογοῦσαν ἑκάστῳ δύναμιν τὸν Θεοῦ Λόγον γίνεσθαι φάσκων. Σταυροῦται τοίνυν τοῖς πρὸς εὐσέβειαν πρακτικῶς εἰσαγομένοις, τὰς ἐμπαθεῖς αὐτῶν τῷ θείῳ φόβῳ προσηλῶν ἐνεργείας· ἀνίσταται δὲ καὶ ἄνεισιν εἰς οὐρανούς, τοῖς ὅλον τὸν παλαιὸν ἀπεκδυσαμένοις ἄνθρωπον, τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης καὶ ὅλον τὸν νέον ἐνδυσαμένοις, τὸν διὰ Πνεύματος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτιζόμενον καὶ πρὸς τὸν Πατέρα τῆς ἐν αὐτοῖς χάριτος γενομένοις (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 74:κζ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 129:27.

228 Οὐκ ἔξω τῶν ζητούντων χρὴ ζητεῖσθαι τὸν Κύριον, ἀλλ’ ἐν ἑαυτοῖς διὰ τῆς ἐν ἔργοις πίστεως αὐτὸν χρὴ ζητεῖν τοὺς ζητοῦντας (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 76:λε΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 131:35.

229 Ποιεῖ σάρκα τὸν λόγον, ὁ παραδείγμασι καὶ ῥήμασι παχυτέροις, διὰ τὴν ἀνάλογον τῶν ἀκουόντων δύναμιν, ἠθικὴν τοῦ λόγου τὴν διδασκαλίαν ποιούμενος· καὶ πάλιν ποιεῖ πνεῦμα τὸν λόγον, ὁ τοῖς ὑψηλοῖς θεωρήμασι τὴν μυστικὴν ἐκθέμενος θεολογίαν (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 76:λη΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 131:38.

230 Ὁ μαθὼν ὀρύσσειν, κατὰ τοὺς Πατριάρχας, διὰ πράξεως καὶ θεωρίας τὰ ἐν αὐτῷ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσεως φρέατα, τὸν Χριστὸν ἔνδον εὑρήσει, τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς· ἀφ’ ἧς πίνειν ἡμᾶς ἡ σοφία παρακελεύεται, λέγουσα· πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς· ὅπερ ποιοῦντες, εὑρήσομεν ἔνδον ἡμῶν ὄντας τοὺς αὐτῆς θησαυρούς (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 77:μ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 132:40.

231 Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος οὐ μόνον καθ’ ὅτι σεσάρκωται λέγεται σάρξ, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅτι Θεὸς Λόγος ἁπλῶς νοούμενος ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, καὶ σαφεῖς καὶ γυμνοὺς τοὺς τῆς ἀληθείας περὶ τῶν ὅλων ἔχων τύπους, οὐ περιέχει παραβολὰς καὶ αἰνίγματα, οὐδὲ ἱστορίας δεομένας ἀλληγορίας. Ἐπὰν δὲ ἀνθρώποις ἐπιδημήσῃ, μὴ δυναμένοις γυμνῷ τῷ νοῒ γυμνοῖς προσβαλεῖν τοῖς νοητοῖς, ἀπὸ τῶν αὐτοῖς συνήθων διαλεγόμενος, διὰ τῆς τῶν ἱστοριῶν καὶ αἰνιγμάτων καὶ παραβολῶν καὶ τῶν σκοτεινῶν λόγων ποικιλίας συντιθέμενος, γίνεται σάρξ (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 80:ξ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 135:60.

232 Ἕως ἐν τῷ ῥητῷ τῆς ἁγίας Γραφῆς ποικίλως διὰ τῶν αἰνιγμάτων σεσωματωμένον ὁρῶμεν τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον, οὔπω τὸν ἀσώματον καὶ ἁπλοῦν καὶ ἑνιαῖον καὶ μόνον ὡς ἐν ἀσωμάτῳ καὶ ἁπλῷ καὶ ἑνιαίῳ καὶ μόνῳ Υἱῷ νοητῶς τεθεάμεθα Πατέρα […]. Πολλῆς οὖν χρεία τῆς ἐπιστήμης, ὥστε διαδύντας πρότερον τὰ περὶ τὸν λόγον τῶν ῥημάτων καλύμματα, οὕτω γυμνῶ τῷ νῷ καθαρὸν ἀφ’ ἑαυτὸν ἑστῶτα θεάσασθαι τὸν Λόγον, τὸν ἐν αὐτῷ σαφῶς, ὡς ἐφικτὸν ἀνθρώποις, Πατέρα δεικνύντα (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 83:ογ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Β΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 139:73.

233 Ἕν ἐστι τὸ ὑπεράναρχον καὶ ὑπερούσιον ἀγαθόν, ἡ Ἁγία Τρισυπόστατος Μονάς, Πατὴρ καὶ Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Τριῶν ἀπείρων ἄπειρος συμφυΐα· τόν τε τοῦ εἶναι, καὶ πῶς, καὶ τί, καὶ ποῖον εἶναι, λόγον πάμπαν τοῖς οὖσιν ἄβατον ἔχουσα (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 91:α΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Γ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 147:1.

234 Εἰ λόγος προκαθηγεῖται τῆς τῶν ὄντων γενέσεως, οὔτε ἦν, οὔτε ἐστίν, οὔτε ἔσται τοῦ λόγου λόγος ἀνώτερος· Λόγος δὲ οὐκ ἄνους ἢ ζωῆς ἄμοιρος, ἀλλ’ ἔννους καὶ ζῶν, ὡς γεννῶντα νοῦν ἔχων οὐσιωδῶς ὑφεστῶτα τὸν Πατέρα καὶ ζωὴν ὑφεστῶσαν οὐσιωδῶς συνυπάρχουσαν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 91:γ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Γ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 147:3.

235 Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐφάπαξ κατὰ σάρκα γεννηθείς, ἀεὶ γεννᾶται θέλων κατὰ πνεῦμα διὰ φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 92:η΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Γ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 148:8.

236 Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐδενὸς ἄπεστι τῶν ὄντων καὶ μάλιστα τῶν λόγου καθ’ ὁτιοῦν μετειληφότων (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 103:οβ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Γ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 161:72.

237 Ἔστι μὲν ἐν πᾶσιν ἁπλῶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καθ’ ὃ πάντων ἐστὶ συνεκτικὸν καὶ τῶν φυσικῶν σπερμάτων ἀνακινητικόν· προσδιωρισμένως δὲ ἐν πᾶσι τοῖς ἐν νόμῳ, καθ’ ὅτι τῆς τῶν ἐντολῶν ἐστὶν ὑποδεικτικὸν παραβάσεως […] ἐν δὲ πᾶσι τοῖς κατὰ Χριστὸν πρὸς τοῖς εἰρημένοις καὶ ὡς υἱοθετικόν· ὡς δὲ σοφίας ποιητικόν, ἐν οὐδενὶ τῶν εἰρημένων ἐστὶν ἁπλῶς, πλὴν τῶν συνιέντων καὶ ἑαυτοὺς διὰ τῆς ἐνθέου πολιτείας ἀξίους ποιησαμένων τῆς αὐτοῦ θεωτικῆς ἐνοικήσεως (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 104:ογ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Γ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 161:73.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ