02.04 | Περί Θεού και Θρησκείας – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

4. Περὶ Θεοῦ καὶ Θρησκείας

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Ἀλήθεια, ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔκανε ἢ δὲν κάνει σκέψεις γιὰ τὸν Θεὸ ἢ τὴ θρησκεία, θετικὲς ἢ ἀρνητικές, ἀλλὰ καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μετὰ ἀπὸ ἔρευνα καὶ ὥριμη σκέψη προσπάθησε νὰ προσεγγίσει τὸ περιεχόμενο τῶν ἐννοιῶν ποὺ περικλείουν οἱ δύο αὐτὲς λέξεις;

Θεὸς καὶ θρησκεία εἶναι στενὰ συνδεδεμένα, ἀφοῦ ἡ δεύτερη προϋποθέτει τὸν πρῶτο. Φυσικά, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει θρησκεία χωρὶς Θεό, μπορεῖ ὅμως νὰ ὑπάρξει Θεὸς χωρὶς θρησκεία – γιατὶ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ πάντα καί, φυσικά, καὶ τὴ θρησκεία, καὶ ὄχι ἡ θρησκεία τὸν Θεό.

Στὸν σημερινὸ δυτικὸ κόσμο, ἕναν κόσμο ποὺ γεύεται βαθύτερα τὴν ὀδύνη τῆς ὕπαρξής του –ἀλαζονικό, παράλογο, ἄδικο, ἀντιφατικό–, ἕναν κόσμο ποὺ παραπαίει καὶ πνίγεται κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν ἀναπνοή, ἡ θρησκεία καὶ ὁ Θεὸς παίζουν ἐλάχιστο ρόλο καὶ ἐλάχιστα ἀπασχολοῦν τοὺς ἀνθρώπους.

Τί ἐκπροσωπεῖ σήμερα ὁ Θεὸς καὶ τὸ Θεῖον; Τί καὶ ποῦ μπορεῖ νὰ πιστέψει κανεὶς σήμερα γιὰ νὰ ἰσορροπήσει καὶ νὰ μπορέσει νὰ πορευτεῖ μὲ εἰρήνη καὶ γαλήνη;

Εἶναι ἀπίστευτο, καὶ ὅμως ἀληθινό. Τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰώνα καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἐπερχόμενος 21ος δίνουν τὴν ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα.

Οἱ κοινωνικὲς ἐπαναστάσεις ἀπὸ τὴ μία –ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα στὴν κεντρικὴ Εὐρώπη, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1789 καὶ τὴ Ρωσικὴ τοῦ 1917– καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ ἔκρηξη τοῦ 19ου αἰώνα ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔδωσαν πλαστὰ μηνύματα στοὺς ἀνήμπορους νὰ ἀντιδράσουν ἀνθρώπους καὶ ἐπηρέασαν ἔτσι δυσμενῶς τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ τὸ θρησκευτικὸ πλησίασμα, ἀφοῦ στὴν καλύτερη περίπτωση, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν Θεό, ἡ πλειοψηφία τῶν ἐπιστημόνων, τῶν διανοουμένων καὶ τῶν πολιτικῶν θεώρησε ὅτι εἶναι ἕνα κατασκεύασμα τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου ἢ –κατὰ τὴν ὑλιστικὴ θεωρία– ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δημιούργημα τοῦ φόβου τοῦ πρωτόγονου ἀνθρώπου, μιὰ προσπάθεια νὰ ἑρμηνευτοῦν τὰ φυσικὰ γεγονότα. Κατὰ δὲ τοὺς μαρξιστές, Θεὸς καὶ θρησκεία καλύπτουν τὶς ἰδεολογίες τῆς ἄρχουσας τάξης καὶ ἔχουν σκοπὸ νὰ διατηρήσουν τὴν ἄγνοια καὶ τὴν πλάνη τοῦ ἀνθρώπου.

Σήμερα ὁ καθένας μπορεῖ νὰ γίνει κριτὴς τῶν ἀπόψεων αὐτῶν. Ὁ καθένας μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ σὲ ποιὰ μεριὰ βρίσκονταν ἡ πλάνη καὶ ἡ ἄγνοια.

Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πιστέψει πὼς οἱ μόνες δυνάμεις στὶς ὁποῖες θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρκεστοῦν ἦταν τὰ ἀνθρώπινα αἰσθήματα καὶ οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες διαβίωσης. Εἶχαν πιστέψει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν δημιούργημα ἀποκλειστικὰ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος –προέκτασή του– καὶ ὁ ἀνθρώπινος χαρακτήρας προϊὸν τῆς κληρονομικότητας. Ἡ θρησκεία ἀντιμετωπίστηκε μὲ περιφρόνηση καὶ ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μέσα στὴν ἄγνοια, χωρὶς πίστη, χωρὶς κατανόηση, χωρὶς ἐλπίδα – ζοῦσε, δηλαδή, σὲ μιὰ κατάσταση πνευματικῆς ἀνυποληψίας.

Ἦρθαν ὅμως τὰ γεγονότα: οἱ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ἡ κατάρρευση τοῦ λεγόμενου ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ –κοινῶς κομμουνισμοῦ–, ἡ ἀπέραντη δυστυχία ποὺ ἁπλώνεται στὸν πλανήτη μας. Ἦρθε ἡ ἐποχὴ ποὺ ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σφαγιάστηκαν καὶ σφαγιάζονται σὲ διάφορα σημεῖα τῆς Γῆς, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πεθαίνουν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν πείνα καθημερινά, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι παραμένουν ἄνεργοι. Ἦρθε, δηλαδή, ἡ ἐποχὴ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη δυστυχία δὲν εἶχε καὶ δὲν ἔχει σὰν αἰτία μόνο τὶς κακὲς οἰκονομικὲς συνθῆκες ἢ τὶς ψυχολογικὲς πιέσεις, μόνο τὸν τρόπο διακυβέρνησης καὶ ἐξουσίας τῶν ἀνθρώπων.

Αὐτὴ ἡ ἀνικανότητα τῶν συστημάτων, τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν κ.λπ. νὰ ἐμποδίσει τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα νὰ μεταβάλλονται τόσο συχνὰ σὲ ὑπάρξεις πολὺ χειρότερες ἀπὸ ἐκεῖνες τῶν ἄγριων θηρίων θὰ ἔπρεπε νὰ προβληματίσει κάποιους. Θὰ ἔπρεπε νὰ προβληματίσει αὐτοὺς τοὺς διανοούμενους ποὺ ἀρέσκονται νὰ αὐτοαποκαλοῦνται πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Θὰ ἔπρεπε νὰ ταπεινώσει τοὺς ἐπιστήμονες ἐκείνους ποὺ ὑπoστήριξαν καὶ ὑποστηρίζουν τὴν ἀβεβαιότητα στὸν κόσμο καὶ προσπαθοῦν νὰ στερήσουν τὶς ἐλπίδες τοῦ ἀνθρώπου γιὰ κάτι καλύτερο, γιὰ κάτι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ αὐτούς. Θὰ ἔπρεπε, τέλος, ὄχι ἁπλῶς νὰ προβληματίσει τοὺς ἡγέτες τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ τοὺς συνεφέρει, νὰ τοὺς κάνει ὅλους αὐτοὺς νὰ σκεφτοῦν μήπως εἶναι ἀλήθεια ὅτι «ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴν πίστη του σὲ ἰδανικὰ καὶ ἀξίες, χωρὶς κανένα ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ ὑπόβαθρο, χωρὶς τὴν ἐνίσχυση τῆς Θείας Δύναμης θὰ βαδίσει σίγουρα στὴν καταστροφή του».

Παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ παρήγορο εἶναι ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ἀμφισβητήσεις ὄχι μόνο τῆς θρησκείας, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ λατρευτικοῦ συστήματος, δὲν κατόρθωσαν νὰ συντρίψουν στὸ σύνολό του –καί, ἰδιαίτερα, στὶς τάξεις τῶν λεγόμενων ἁπλῶν ἀνθρώπων– τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ τὴν πίστη στὸν Θεό.

Τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα ἐπιβίωσε ἀκόμα καὶ μέσα στὶς ἀθεϊστικὲς ἀντιλήψεις ὅλων τῶν ἀποχρώσεων καὶ μορφῶν καὶ προβάλλεται ἔντονα ἰδίως ἐκεῖ ποὺ δέχτηκε τὰ ἰσχυρότερα πλήγματα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς σύγχρονες κοινωνίες καὶ τὶς κοινωνικὲς μορφὲς διαβίωσης.

Εἶναι μιὰ διαπίστωση ὅτι καὶ σήμερα –προπαντὸς σήμερα– ἡ θρησκεία παραμένει μιὰ ἔντονη καὶ καθοριστικὴ παρουσία στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, καὶ ἔτσι θὰ παραμένει πάντοτε γιὰ νὰ καλύπτει καὶ νὰ στηρίζει τὸν ἀδύνατο καὶ νὰ δίνει ἀγάπη καὶ ἐλπίδα σὲ ὅλους μας γιὰ μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ διαδεχτεῖ αὐτὴν τὴ ζωὴ ποὺ ζοῦμε τώρα καὶ ποὺ θὰ εἶναι χωρὶς πόνο, χωρὶς ὀδύνη, χωρὶς φθορά, χωρὶς θάνατο – γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῆς θρησκείας, καὶ ὄχι ἐκείνη ποὺ τῆς ἀποδόθηκε ἀπὸ τοὺς διανοούμενους καὶ τοὺς ἐπιστήμονες, ὅτι δηλαδὴ ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν παραπλάνηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ διατήρηση τῆς ἄγνοιάς του πρὸς ὄφελος τῶν ἰσχυρῶν.

Σήμερα ἔχει γίνει ἀπόλυτα κατανοητὸ ὅτι οἱ ἰσχυροὶ δὲν ἔχουν καμία ἀνάγκη νὰ στηριχτοῦν στὴ θρησκεία γιὰ νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὸν κόσμο. Ἡ ἐκμετάλλευση γίνεται καὶ θὰ γίνεται κάτω ἀπὸ ὅλα τὰ κοινωνικὰ συστήματα διακυβέρνησης.

Ἡ θρησκεία, στὴν ὑψηλή της ἔννοια, εἶναι ἐπαρκὴς γιὰ νὰ καλύψει τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος τὴ χρειάζεται. Δὲν ἔχει καμία σημασία ἂν οἱ ἱεραρχίες καὶ τὸ θρησκευτικὸ κατεστημένο πάσχει, δὲν ἔχει σημασία ἂν αὐτὸ ποὺ ὁ κόσμος ὀνομάζει θρησκεία ὑπέστη μὲ τὸν χρόνο φθορὲς καὶ ἀλλοιώσεις. Ὁ πιστὸς μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει αὐτὰ τὰ σχήματα καὶ τὶς μορφές, μπορεῖ ἁπλὰ σὲ κάθε περίπτωση νὰ στρέψει τὸ βλέμμα του σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἵδρυσε τὶς θρησκεῖες καὶ νὰ ζητήσει ἀπευθείας, μὲ τὴν εὐλαβικὴ προσευχή του, νὰ τοῦ παρασχεθεῖ ἡ γαλήνη καὶ ἡ ἠρεμία τῆς ψυχῆς του.

Ὁ Θεὸς στέκει καὶ θὰ στέκει πάντοτε στὸ βάθρο Του καὶ καμία συμπεριφορὰ ὁποιουδήποτε δὲν θὰ μπορέσει νὰ Τὸν κλονίσει. Πρέπει, ἂν εἶναι ἀνάγκη, ὁ καθένας μας νὰ διαχωρίζει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ θρησκεία καὶ τὴ θρησκεία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ποτὲ νὰ μὴ συνδέει τὴν τυχὸν κακὴ συμπεριφορὰ κάποιων ἐκπροσώπων τῆς θρησκείας ἢ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Θείου.

Ἡ ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ ἕλξη, ἡ δίψα τῆς ψυχῆς. Ἕλξη συναισθηματική. Τί καὶ ἂν δὲν γνωρίζουμε πῶς εἶναι ὁ Θεός; Μᾶς ἀρκεῖ νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει. Τὸ πῶς δὲν εἶναι δοσμένο στὸν ἄνθρωπο νὰ τὸ γνωρίσει. Τί καὶ ἂν ἡ σύλληψη τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ εἶναι ἀκόμη γιὰ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους ἀνθρωπομορφική; Μήπως σχετικὴ δὲν εἶναι καὶ ἡ σύλληψη τῆς ζωῆς στὶς πολλαπλὲς σφαῖρες τοῦ Οὐρανοῦ; Ἡ αἰτία καὶ τῆς ἀνθρωπομορφικῆς θεότητας καὶ τῆς σχετικῆς γνώσης εἶναι ἡ ἴδια. Εἶναι οἱ ἀτελεῖς πεπερασμένες νοητικὲς καὶ γενικότερα πνευματικὲς δυνάμεις τοῦ βιολογικοῦ μας εἴδους.209

Τί σημασία ἔχει ἂν ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θείου, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ γνώση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ἄμεσο καὶ ὁλοφάνερο; Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς χαρίζει τὴ λύτρωση καὶ δίνει τέλος στὴ μεταφυσικὴ ἀγωνία μας καὶ στὴν προαιώνια μοίρα τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀμφιβολίας.210 Γιατὶ ἄλλο εἶναι νὰ σοῦ λένε ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν τὸ βλέπεις ὁ ἴδιος καὶ νὰ θέλουν νὰ σὲ πείσουν καὶ ἄλλο ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ἀντιληφθεῖς ὁλοφάνερα τὴν ὕπαρξή του.

Αὐτὴ ἡ Ὕπαρξη, ποὺ μυστικὰ μᾶς παρακολουθεῖ καὶ μᾶς καθοδηγεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας, αὐτὴ εἶναι ἡ πλέον φανερὴ ἔνδειξη τῆς ὑπεργήινης καταγωγῆς μας, τῆς οὐράνιας προέλευσής μας καὶ τοῦ ἰσόθεου προορισμοῦ ποὺ μᾶς μέλλεται.211

Οἱ ἄδολοι ἀγῶνες γιὰ τὰ μεγάλα ἰδανικὰ ἢ γιὰ τὸν τελικὸ θρίαμβο τῆς Ἀλήθειας, τὸ ἄπιαστο ὄνειρο τῆς ἀληθινῆς καὶ παντοτινῆς ἀγάπης, ἡ βαθιὰ θρησκευτικότητα καὶ πίστη, ἡ ἀρετή, ἡ συγγνώμη, ἡ φιλία, ὁ ἀνθρωπισμός, ἡ ὀμορφιά, ἡ δικαιοσύνη, τὸ ἀπατηλὸ ὄνειρο τῆς εὐτυχίας,212 εἶναι ὅλα δημιουργήματα καὶ ἔχουν ὡς πηγὴ τὴν ἀνεπίγνωστη δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸν Θεό.

Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἀνεπίγνωστη λαχτάρα δὲν θὰ γνωρίζαμε τὴν ἔννοια τῆς αἰωνιότητας καὶ τοῦ ἀπείρου, δὲν θὰ ὑπῆρχε κὰν ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ, ὁ πλατωνικὸς ἰδεαλισμός, ἡ Χριστιανικὴ φιλοσοφία τῆς ζωῆς.213

Οἱ ἐσωτερικὲς δογματικὲς συγκρούσεις καὶ πολλὲς φορὲς ὁ ἐξοντωτικὸς πόλεμος τῆς μιᾶς θρησκείας ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, τὰ πολλαπλὰ λάθη κατὰ καιροὺς τῶν θρησκευτικῶν ἀρχηγῶν ἢ ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας ἢ καὶ ὀπαδῶν δὲν ἐπηρεάζουν αὐτὸ ποὺ λέμε Θεὸ καὶ θρησκεία στὴν πραγματική τους ἔννοια.

Ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν σὰν πρότυπο τὸν Θεό, τὸν Θεὸ τῆς Ἀγάπης. Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ποὺ καλύπτονται κάτω ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ δόγματα παραποιοῦν τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θρησκείας, διαπράττουν ἕνα φρικτὸ λάθος, μὲ τὸ ὁποῖο τίποτα δὲν ἔχει νὰ κάνει ὁ Θεὸς καὶ ἡ θρησκεία.

Ὁ Πλάστης καὶ Πατέρας τῶν παιδιῶν Του ἀγαπᾶ καὶ δὲν μισεῖ, δὲν ἀπορρίπτει, στηρίζει τὰ πλάσματά Του καὶ δὲν ἀφήνει νὰ συνθλιβοῦν, νὰ πέσουν κάτω, ἔστω καὶ ἂν βρίσκονται σὲ λάθος δρόμο, σὲ λάθος κατεύθυνση.

Ὁ Θεὸς εἶναι ὅ,τι μεγάλο, ἀγαθὸ καὶ ἀληθινὸ ὑπάρχει στὸ Σύμπαν καὶ δίνει τὴν Ἀγάπη Του μὲ ποικίλους τρόπους σὲ ἐμᾶς.

Ὅσο πιὸ πολὺ Τὸν ἀγαπᾶμε, τόσο πιὸ πολὺ μᾶς προστατεύει καὶ φροντίζει γιὰ ἐμᾶς – καὶ ὅταν ἀκόμα εἴμαστε σὲ λάθος κατεύθυνση, πάλι Ἐκεῖνος μὲ τὴ Θεία Πρόνοια θὰ ὁρίσει τὴν πορεία μας.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ δὲν ἔχει προέλευση τὸν φόβο, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ φόβος ἐξέλειψε καὶ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα ἑρμηνεύτηκαν, ἡ πίστη καὶ ἡ λατρεία στὸν Θεὸ ἐξακολούθησε νὰ ὑπάρχει καί, ὅπως εἴπαμε, θὰ ἐξακολουθεῖ στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.

Ἡ Θεία προέλευση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἕλξη πρὸς τὸν Δημιουργὸ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐλπίδα γιὰ ἄνωθεν ἀγάπη, ἡ ἐλπίδα γιὰ Θεία προστασία, ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴ στήριξη τοῦ ἀδύνατου ἀνθρώπινου πλάσματος εἶναι ἡ προέλευση τῆς πίστης καὶ τῆς λατρείας στὸν Θεό – ποὺ ὑπῆρχε ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὑπάρχει σήμερα καὶ θὰ ὑπάρχει πάντοτε.

Ἡ πίστη λοιπὸν καὶ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Θείου, γενικά, εἶναι κάτι ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ ὄχι ἀπὸ ἐξωτερικὰ αἴτια καί, προπαντός, ὄχι ἀπὸ πλάνη καὶ ἄγνοια, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ πεπλανημένοι.

[Ὁ Θεὸς] εἶναι ποὺ συνέζευξε τὶς τέχνες μὲ τὶς ἐπιστῆμες πρὸς ἐξεύρεση σχημάτων, καὶ ἔδωσε στὴ φύση τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν ὁποία δημιουργοῦνται οἱ διάφορες μορφές, καὶ στὶς οὐσίες [ψυχὲς] ἔδωσε τὴν ὕπαρξη, ὅποια εἶναι αὐτή. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)214

Ἡ ἕλξη, αὐτὴ ἡ ἀκατανίκητη ἕλξη πρὸς τὸ ὑψηλὸ καὶ τὸ πραγματικὰ ὡραῖο, εἶναι ποὺ κατευθύνει τὸ ἀνθρώπινο εἶδος. Καὶ χωρὶς αὐτὴ τὴν ἕλξη δὲν γίνεται τίποτα ἢ μᾶλλον δὲν θὰ γινόταν τίποτα.

Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν […]. (Κατὰ Ἰωάννην 6:44)

Αὐτὴ ἡ ἕλξη δημιουργεῖ τὴν ἀνάγκη τῆς λύτρωσης, δημιουργεῖ τὴν ἀνάγκη τῆς θρησκείας. Αὐτὴ ἡ ἕλξη δημιούργησε καὶ συντηρεῖ ἀμείωτο τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα. Αὐτὴ ἡ ἕλξη τείνει στὴν καλλιτεχνικὴ καὶ εἰδικότερα στὴν πνευματικὴ δημιουργία σὲ ὅλες τὶς μορφές της: μουσικὴ σύνθεση, λυρικὴ ποίηση, εἰκαστικὲς τέχνες κ.λπ. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἕλξη ποὺ ἔχει πηγὴ τὴν ἀνάμνηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πανάρχαιη καὶ ὑψηλὴ καταγωγή του καὶ τὴν προσδοκία τῆς λύτρωσής του καὶ τῆς ἐπανόδου του στὴν ἀρχικὴ πηγή του. Ἡ ἕλξη, λοιπόν, ὑπάρχει ἐν δυνάμει στὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση καὶ ὅταν ἐνεργοποιηθεῖ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν πλατιὰ λεωφόρο τῆς γνώσης διὰ τῆς προσέγγισης τῆς ὑψηλῆς πραγματικότητας.

Μπορεῖ οἱ ἐπιμέρους θρησκεῖες τῶν ἐθνῶν, τὰ δόγματα καὶ ὁ τρόπος λατρείας νὰ ἔρχονται καὶ νὰ παρέρχονται καὶ νὰ παραλλάσσονται –ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο, ἀνάλογα μὲ τὶς ἑκάστοτε κοινωνικές, οἰκονομικὲς κ.λπ. συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦν–, ὅμως αὐτὴ ἡ ἕλξη παραμένει ἀναλλοίωτη σὰν ἀνάγκη ψυχῆς καὶ ἐνδύει ὅλες τὶς ἔμβιες λογικὲς ὑπάρξεις μὲ τὰ λογῆς-λογῆς ἐνδύματα ποὺ συνηθίσαμε νὰ ἀποκαλοῦμε «ἰδιαίτερα συναισθήματα», μὲ τὴ μορφὴ τοῦ θρησκευτικοῦ, καλλιτεχνικοῦ κ.λπ. Δηλαδή, μὲ τὶς συγκεκριμένες μορφὲς καὶ ὀνόματα ποὺ παίρνουμε κάθε τόσο γιὰ νὰ ἐκδηλώσουμε τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη, τὶς αἰώνιες ἠθικὲς ἀξίες ποὺ ὡς αἰτία ἔχουν στὸ βάθος αὐτὴ τὴν ἕλξη πρὸς τὸν Δημιουργό μας, πρὸς τὴν αἰώνια πατρίδα μας.

Εἰπώθηκε κατὰ καιροὺς –σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα καὶ κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰώνα– καὶ λέγεται καὶ σήμερα, ἂν καὶ ὄχι μὲ τόση βεβαιότητα, ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἔβαλε τέρμα στὶς προκαταλήψεις, ἔβαλε τέρμα στὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ στὶς θεολογικὲς προκαταλήψεις, γιατὶ, ὅπως εἶπαν, ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα μᾶς ἔδωσε νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ πραγματικὴ ὑφὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιὰ προέκταση τῆς φύσης, ἕνα τέλειο χημικὸ ἐργαστήριο ποὺ ἀπέκτησε τὴν τελειότητα σιγὰ-σιγά, σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία τῆς ἐξέλιξης καί, ἐπίσης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔπλασε τὴ θρησκεία καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ὑπερπέραν ὠθούμενος ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου καὶ τὴν πικρὴ ἐπίγνωση τῆς βιολογικῆς μοίρας του καὶ τὴν ἐπιθυμία γιὰ μιὰ μεταθανάτια δικαίωση τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι, μὲ αὐτὲς τὶς διδαχὲς ζήσαμε καὶ γνωρίσαμε στὸν καιρό μας τὸν ἄνθρωπο «χωρὶς ψυχή», ἕναν ἀνθρώπινο τύπο ρομπότ, πρακτικό, μὲ τὶς παρωπίδες τῆς βιαστικῆς πάντοτε βιοπάλης, μὲ τὸ ἄγχος, τὸ ἐσωτερικὸ κενό, ἕναν ἀνθρώπινο τύπο ποὺ δὲν διαθέτει χρόνο γιὰ νὰ κοιτάξει τὸν οὐρανὸ ἢ τὴ φύση ἢ νὰ νιώσει αἰσθήματα φιλαλληλίας καὶ ἐπικοινωνίας μὲ τὶς ἀνθρώπινες καρδιές.215 Γνωρίσαμε καὶ γνωρίζουμε τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο σὰν ἔκφραση τοῦ τεχνικο-οικονομικοῦ πολιτισμοῦ, τὸν τύπο ποὺ ἐκφράζει τὴν καθαρὰ ὑλιστικὴ ἀντίληψη.

Τώρα μόνο ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε –τώρα ποὺ κοντεύουμε νὰ φτάσουμε στὴν ὁλικὴ καταστροφὴ– ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ προέκταση τῆς φύσης, ἕνα χημικὸ ἐργοστάσιο, ἀλλὰ ἕνα μόριο ἀπὸ ἕναν ἀπέραντο θαυμαστό, χρυσαφένιο κόσμο, ἕναν κόσμο μὲ τοὺς δικούς του προαιώνιους νόμους καὶ τὶς δικές του δυνάμεις, ἕνα θαυμαστὸ σύστημα ποὺ ἀπαρτίζεται ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες μορφὲς τοῦ φυσικοῦ κόσμου – οἱ ὁποῖες ξεκινοῦν ἀπὸ τὶς μικρότερες ὑποδιαιρέσεις τοῦ διασπασμένου πυρήνα καὶ φτάνουν μέχρι τὴν ἀπεραντοσύνη τῶν πολλαπλῶν ἥλιων, ἄστρων, πλανητῶν κ.λπ. Τώρα μόνο ἀρχίζουμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε καὶ νὰ ἀποκτοῦμε ἐπίγνωση καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς ἀπερίγραπτης ἐκείνης Πραγματικότητας ποὺ μάθαμε νὰ ἀποκαλοῦμε Θεό. Τώρα μόνο ἀρχίζουμε νὰ κατανοοῦμε, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἐπιστήμης –τῆς ἐπιστήμης ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπανεξέταση ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἤδη κατὰ καιροὺς εἰπωθεῖ γιὰ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς–, αὐτὴν τὴ Μεγάλη Πραγματικότητα ποὺ τόσο ἐπιπόλαια εἴχαμε ἀρνηθεῖ. Πληροφορούμαστε ἔκπληκτοι ὅτι αὐτὸ ποὺ λέμε «φυσικὸ σύμπαν» δὲν εἶναι παρὰ μόνο μία πτυχὴ τῆς Ἀλήθειας.

Στὴν αἰώνια πορεία του ὁ ἄνθρωπος, εἴτε σὰν ἱστορικὴ ὕπαρξη εἴτε σὰν ἐξωτερίκευση ἢ ἔκφραση μιᾶς ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορία –ἔξω ἀπὸ τὸν χωροχρόνο– ὕπαρξης, συνειδητοποιοῦσε καὶ συνειδητοποιεῖ πάντοτε τὴν πολυπλοκότητα τοῦ πολυδιάστατου γίγνεσθαι καὶ προσπαθεῖ νὰ συλλάβει μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων καὶ νὰ διεισδύσει κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς φαινομενικότητας τοῦ ὁρατοῦ κόσμου.

Στὴν ἀναζήτησή του αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη, τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θρησκεία καὶ βοηθιέται ἀπὸ τὶς τέχνες –στὶς ὁποῖες θὰ συμπεριλάβουμε καὶ κάθε μνημεῖο τοῦ γραπτοῦ λόγου– ὅταν, φυσικά, οἱ τέχνες καὶ ὁ γραπτὸς λόγος συνοδοιποροῦν μὲ τὸν Ἠθικὸ Νόμο καὶ ποτὲ ἄλλοτε.

Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ φιλοσοφία, ἀφοῦ ἄκμασε καὶ βοήθησε πραγματικὰ τὴν ἔρευνα, μὲ φωτεινοὺς φάρους τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα κ.λπ., στὶς ἡμέρες μας γνωρίζει ἀποτυχία σὲ σημεῖο τέτοιο ποὺ νὰ ἀμφιβάλλει κανεὶς γιὰ τὴ χρησιμότητά της καὶ νὰ σκέπτεται ὅτι πιθανῶς νὰ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ της. Ἡ φιλοσοφία ἀπὸ τὸν L. Feuerbach καὶ μετά, μέχρι τὸν J-P. Sartre, ἀνήκει στὸ τέλος μιᾶς ἐποχῆς ποὺ ἀντικατοπτρίζει τὴν παρακμὴ καὶ τὸν παραλογισμό.

Ἡ ἐπιστήμη ἐξακολουθεῖ καὶ θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν βοηθᾶ στὴν κατανόηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφτεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ προσφορὰ τῆς ἐπιστήμης θὰ ἦταν ἀρκετὴ καὶ γόνιμη, ἂν δὲν περιοριζόταν στὴν ἔρευνα μόνο τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Ἡ θρησκεία, ἀντίθετα, ἀποτελεῖ καὶ θὰ ἀποτελεῖ τὴ μόνιμη πηγὴ ἔμπνευσης καὶ βοήθειας, γιατὶ δὲν περιορίζεται μόνο στὸν ὁρατὸ κόσμο, ἀλλὰ προσπαθεῖ καὶ διεισδύει καὶ στὸν κόσμο ἐκεῖνο ποὺ ἀποκαλοῦμε ἀόρατο ἢ νοητό, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς αἰώνιος κόσμος.

Γιὰ ποιὰ θρησκεία ὅμως μιλᾶμε; Τί εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ θρησκεία; Καὶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προσφύγει κανεὶς στὴ θρησκεία, δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ἀναπτύξει τὶς ἀρετές του ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αὐτήν;

Ἡ θρησκεία, ὅπως ἔχουμε πεῖ, θὰ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ σὲ δύο ἐπίπεδα. Στὸ πρῶτο ἐπίπεδο, ὡς θρησκεία θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὴν ὀργανωμένη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ μπορέσει νὰ ἀποκτήσει συνείδηση ὁρισμένων ἀξιῶν καὶ νὰ ἐπιδιώξει συνειδητὰ τὴν ἀπόκτησή τους. Πρόκειται δηλαδὴ περὶ τῶν λεγόμενων αἰώνιων καὶ ἄφθαρτων ἀξιῶν, μὲ τὴν ἀπόκτηση τῶν ὁποίων καταξιώνεται κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ἡ θρησκεία εἶναι μιὰ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, τοῦ πεπερασμένου μὲ τὸ ἀπεριόριστο. Στὸ δεύτερο ἐπίπεδό της, ἡ θρησκεία θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς μιὰ σχέση τοῦ πεπερασμένου μὲ τὸ πεπερασμένο, μιὰ σχέση ἴσως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Ἐκκλησία ἢ μὲ τὴν περιορισμένη ἀντίληψη τοῦ θρησκευτικοῦ δογματισμοῦ.

Ὡς βοηθὸς καὶ ἀρωγὸς τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἔρχεται κατὰ κύριο λόγο ἡ θρησκεία στὸ πρῶτο ἐπίπεδό της, ἀφοῦ τὸ δεύτερο, δεχόμενο τὶς ἐπιρροὲς τῶν ἑκάστοτε κοινωνικῶν καὶ οἰκονομικῶν συνθηκῶν ποὺ ἐπικρατοῦν, περιορίζει τὸν ρόλο τῆς θρησκείας στὴν ὁριοθέτηση κανόνων ἠθικῆς καὶ μόνο, διευρύνοντας ἔτσι ἢ σμικρύνοντας τὴν ἔννοια τοῦ Ἠθικοῦ Νόμου, ἀνάλογα μὲ τοὺς καιρούς. Στὴ θρησκεία αὐτὴν εἶναι ποὺ εἰδικὰ ἐντάσσεται ὁ ἄνθρωπος στὴ συγκεκριμένη ὥρα, ἀνάλογα μὲ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο ποὺ γεννήθηκε καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς προσωπικές του τάσεις.

Γενικά, παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι στὸν καθημερινὸ ἄνθρωπο ὑπάρχει μιὰ γενικὴ μόνο ἀντίληψη περὶ θρησκείας καὶ μάλιστα τῆς θρησκείας ἐκείνης ποὺ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν κληρικὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, πράγμα ποὺ ἀποβαίνει πολλὲς φορὲς σὲ βάρος καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ πιστοῦ. Πρέπει νὰ γίνει κατανοητὸ ἀπὸ ὅλους ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος διέπει τὰ πάντα καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖον ἀπευθύνεται κάθε εἴδους λατρεία, ὅτι ὑπάρχει ἡ θρησκεία ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς καὶ ὑπάρχει καὶ ἡ θρησκεία ποὺ δημιούργησε καὶ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται σύγχυση αὐτῶν τῶν τριῶν διαφορετικῶν ἐννοιῶν. Συνεπῶς, δὲν ὑπάρχει καμία δικαιολογία, γιὰ κανέναν, γιὰ τὴ δυσπιστία ποὺ μπορεῖ νὰ δείχνει ἐξαιτίας τῆς κάποιας ἀσυνέπειας τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῶν λειτουργῶν της, ἀφοῦ κύριος στόχος τοῦ θρησκευόμενου δὲν εἶναι οὔτε ἡ θρησκεία μὲ τὴ στενή της ἔννοια οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὰ ὅσα διδάσκονται ἀπὸ τὴ μία καὶ τὴν ἄλλη.

Μιὰ ἄλλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν αἰώνια θρησκεία καὶ στὶς θεμελιωμένες σὲ ὁρισμένο χῶρο καὶ χρόνο θρησκεῖες εἶναι τὸ ἄφθαρτο καὶ αἰώνιο στὴν πρώτη καὶ τὸ ρευστὸ στὶς δεύτερες.

Πραγματικά, ἡ αἰώνια θρησκεία, αὐτὴ ποὺ δὲν ἔχει γεννηθεῖ στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της μιὰ μοναδικὴ ἐμπειρία ποὺ δὲν συλλαμβάνεται μὲ λογικὲς ἔννοιες καὶ δὲν ἐκφράζεται γλωσσικά. Ἀντίθετα, ἡ θρησκεία μὲ τὴν ἄλλη της ἔννοια δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἡ διατύπωση τῶν κυρίαρχων ἰδεῶν ἑνὸς ἐποχιακοῦ πολιτισμοῦ. Κάθε θρησκεία αὐτοῦ τοῦ εἴδους ντύνει τὰ δόγματά της μὲ τὴ φορεσιὰ τῶν ἐπίκαιρων ἰδεῶν. Μιὰ ἐπιθυμητὴ ὅμως ἀλλαγὴ καὶ μετουσίωση γίνεται καὶ πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πιστοῦ, ποὺ πάντοτε ὀφείλει νὰ βλέπει τὴν ἴδια πραγματικότητα μὲ καινούρια μάτια, μέσα ἀπὸ νέα ὀπτικὴ γωνία, ἐμπλουτισμένη μὲ τὶς πολλαπλὲς διαστάσεις τῆς ἐμπειρίας. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μιὰ στροφὴ στὶς ἀρχαϊκὲς θρησκεῖες – μιὰ τέτοια στροφὴ θὰ ἔχει πάντοτε τὴν τύχη τῆς προσπάθειας τοῦ Ἰουλιανοῦ. Θὰ ἠχεῖ πάντοτε στὰ αὐτιὰ ὅποιου τὸ ἐπιχειρεῖ ὁ περιώνυμος τελευταῖος χρησμὸς τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν.

Μιὰ θρησκεία δὲν εἶναι ἐσωτερικὴ φώτιση καὶ οὔτε καμία προσωπικὴ πνευματικὴ ροὴ καί, ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει ξαφνικὰ τὴν ἄμεση γνώση – νὰ σὲ κάνει νὰ δεῖς. Ἡ θρησκεία ἔρχεται σὰν ἐξωτερικὸς παράγοντας καὶ μὲ τὶς διδαχές της γυρεύει ἀπὸ ἐμᾶς μακρόχρονη αὐτοκαλλιέργεια, ὑπομονετικὴ ἠθοπλαστικὴ προσπάθεια, θέληση κατανόησης καί, προπαντός, πίστη. Δίχως πίστη, ὅσα καὶ ἂν σοῦ πεῖ ἡ θρησκεία, τίποτα δὲν μπαίνει στὴν ψυχή σου.216

Αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ὠθήσει πρὸς τὰ ἐμπρός, αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς κάνει νὰ σκεπτόμαστε ὅτι ἡ μοίρα μας δὲν εἶναι σκληρὴ εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀπερίγραπτης Μεγαλειώδους Πραγματικότητας, ἡ ἐπίγνωση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση εἶναι ποὺ μᾶς χαρίζει τὴ λύτρωση καὶ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴ μεταφυσικὴ ἀγωνία, εἶναι τὸ τέρμα τῆς ἀναζήτησης, ὄχι ὅμως καὶ τὸ τέρμα τῆς προσπάθειας.

Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι δικό Του «δημιούργημα». Ὅλη ἡ ζωή, στὸ σύνολό της: στὶς ἀπειράριθμες ποικιλίες τῶν εἰδῶν της καὶ στὰ τρισεκατομμύρια τῶν μορφῶν ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ ριζώνουν ἀκόμα καὶ στὰ βράχια στὰ κατάβαθα τῶν ὠκεανῶν, καὶ νὰ ἀνανεώνονται στὴν αἰωνιότητα μέσα στὶς μύριες μορφὲς τῶν ὀργανικῶν ἔμβιων ὑπάρξεων, ὁλόκληρο τὸ συγκινητικὸ δραματικὸ φαινόμενο τῆς ὕλης ποὺ τῆς ἔλαχε ἡ μεγάλη μοίρα νὰ ζυμωθεῖ μὲ τὸ πνεῦμα καὶ νὰ γίνει ἕνα μὲ αὐτὸ καὶ νὰ ἀξιωθεῖ, σὲ θαυμαστὴ ἀλληλεπίδραση καὶ σὲ ἀδιάσπαστη ἑνότητα, νὰ αἰσθάνεται, νὰ παθαίνει, νὰ πονᾶ μαζί του, νὰ λατρεύει μαζί του καὶ νὰ ὑψώνεται σὲ ἀπίστευτες αἰθέριες ἰδεαλιστικὲς κορυφές.217

Στὴ δική μας ἀνθρωπότητα, στὴ δική μας πολιτιστικὴ ἱστορία δὲν χρωστᾶμε τὰ θαυμάσια ἐκεῖνα πράγματα στὴν καθαυτὸ ὀντολογική τους ὑπόσταση – τὰ ὀφείλουμε μονάχα στὶς συγκεκριμένες μορφὲς ὑπὸ τὶς ὁποῖες μπόρεσαν νὰ ἐκδηλωθοῦν οἱ ἱστορικὲς πραγματοποιήσεις ἐδῶ,218 στὸν δικό μας πλανήτη. Δικές μας δημιουργίες εἶναι μονάχα οἱ ἐξωτερικὲς συγκεκριμένες μορφές, ποὺ τοὺς ἔλαχε ἡ ἱστορικὴ πραγματοποίηση.219

Σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὑπάρχει μιὰ συνάφεια μεταξὺ θρησκείας καὶ ἠθικῆς, σὲ βαθμὸ ποὺ κάθε θρησκεία νὰ ὁριοθετεῖ γιὰ τοὺς ὀπαδούς της μιὰ ὁρισμένη ἠθικὴ συμπεριφορά. Ὅμως γιὰ νὰ ἐνεργεῖ κανεὶς ἠθικά, δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀνήκει σὲ μιὰ ὁρισμένη θρησκεία. Ὁ ἀθεϊστὴς δὲν εἶναι ἀπαραίτητα ἀπάνθρωπος ἢ ἀνήθικος, ἔχει καὶ αὐτὸς τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπιδιώξει τὴ δικαιοσύνη. Ὑπάρχουν καὶ ἐκτὸς θρησκείας κινήματα καὶ γνώσεις ποὺ διδάσκουν ἕνα ἠθικὸ ἰδανικό. Στὶς περιπτώσεις, ὅμως, αὐτὲς λείπει ἡ σταθερότητα καὶ συμβαίνει πολλὲς φορὲς ὁ ἀνθρωπιστὴς νὰ χάσει τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορά του, κάτι ποὺ σίγουρα δὲν θὰ γινόταν ἂν εἶχε συνδεθεῖ μὲ τὸν ἀνθρωπισμὸ τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, σύνδεση ποὺ δίνει ὄχι μόνο τὴ σταθερότητα, ἀλλὰ καὶ τὴ βοήθεια ἐκείνη ποὺ χρειάζεται κάποιος στὴν προσπάθειά του νὰ ἐναρμονισθεῖ μὲ τὸν Ἠθικὸ Νόμο, βοήθεια ποὺ δίνεται πάντοτε μέσω τῆς Θείας Πρόνοιας ἢ Θείας Οἰκονομίας. Γι’ αὐτὸ ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ ἀνθρωπιστὴς μόνο ὅταν ἀκολουθεῖ μιὰ πίστη. Εἶναι ἀνάγκη νὰ καταλάβουμε τὴ σωστὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἠθικὴ συμ-
περιφορὰ ἑνὸς ἀνθρώπου, στὸν ἀνθρωπισμὸ καὶ στὴν ὑποταγὴ στὴν αἰώνια θρησκεία. Ἡ ἠθικὴ περικλείεται στὴ θρησκεία, δὲν εἶναι ὅμως τὸ τέρμα, εἶναι τὸ μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ. Ἡ πορεία, ὁ ἀγώνας πρὸς τὸ Ἄπειρο καὶ ἡ τελικὴ ἕνωση μὲ αὐτὸ εἶναι τὸ ἐπιδιωκόμενο.

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος εἶναι μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἐγωιστής, ἰδιοτελής, τόσο σὰν ἄτομο ὅσο καὶ σὰν ὁμάδα. Ἀπαιτεῖ νὰ κυριαρχήσει πάνω στὸν ἄλλον, τὸ ἕνα ἔθνος θέλει νὰ καταβροχθίσει τὸ ἄλλο γιὰ χάρη ὄχι τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ὕπνου, ὅπως συνέβαινε παλιά, ἀλλὰ ἀπὸ ἁπλὴ ἐπιθυμία ὑπεροχῆς καὶ ἐπίδειξη βίας, ποὺ τὰ ἀποκαλεῖ δύναμη. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος βρίσκεται σήμερα κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία ἑνὸς φοβεροῦ συμπλέγματος ἀγωνίας καὶ νιώθει ὅτι μόλις ξέφυγε τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή.

Ἐξάλλου, ὁ ἄνθρωπος ποὺ στηρίζεται μόνο στὸν δικό του νοῦ, στὴ δική του ἀντίληψη, ὑπόκειται πάντοτε στοὺς κλυδωνισμοὺς καὶ στὶς ἀλλαγὲς ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση του καί, τὸ κυριότερο, στερεῖται τῆς δυνατότητας νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὴν πείρα ἐκείνων ποὺ αἰῶνες πρὶν ἀπὸ αὐτὸν σκέφτηκαν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ κατέληξαν σὲ συγκεκριμένα συμπεράσματα. Στερεῖται ἀκόμα τῆς δυνατότητας νὰ προσεγγίσει τὰ κείμενα ἐκεῖνα ποὺ θὰ τὸν προσανατολίσουν, ἀφοῦ ἐξαρχῆς ἀρνεῖται τὴν ἀξία τους, ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του ἢ ἀπὸ ἐμπιστοσύνη σὲ κάποιον ποὺ σκέπτεται σὰν καὶ αὐτόν.

 


209 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 684.

210 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 224.

211 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 225.

212 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 226.

213 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 227.

214 Ὁ καὶ ταῖς τέχναις συζεύξας πρὸς ἐξεύρεσιν σχημάτων τὰς ἐπιστήμας, καὶ τῇ φύσει δοὺς τὴν ἀπεργαστικὴν τῶν εἰδῶν ἐνέργειαν, καὶ αὐτὸ τὸ εἶναι τῶν οὐσιῶν, ὅπερ ἐστίν, ὑποστησάμενος (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [1958], σ. 91:στ΄). Μτφρ. ἀπὸ Φιλοκαλία, τόμ. Β΄ [2006], «Γ΄ ἑκατοντάδα περὶ Θεολογίας», σ. 147:6.

215 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 298.

216 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 229.

217 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 230.

218 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 674.

219 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 675.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ