02.03 | Μύθος και Πραγματικότητα – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

3. Μύθος καὶ Πραγματικότητα

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

A- A A+

Ἡ ὥριμη ἐπιστημονικὴ ἐποχή, μὲ τὴ ρεαλιστική της νοοτροπία, τὴ θετικὴ γνώση καὶ τὶς μεθόδους ἔρευνας τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, μπόρεσε καὶ ἄνοιξε ἀπέραντους ὁρίζοντες στὴν ὀντολογικὴ ἔρευνα, διευρύνοντας σὲ μέτρα ἀπίθανα –γιὰ τοὺς παλιοὺς καιροὺς– τοὺς κόσμους τῶν πραγμάτων ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ψηλαφίσει κανείς. Ἀντὶ ὅμως νὰ φέρει, ὅπως ἀναμενόταν, τὸν «ὑπεράνθρωπο», ἁπλῶς δημιούργησε –μετὰ τὸν σκεπτόμενο ἄνθρωπο– τὸν οἰκονομικό, πρακτικὸ καὶ στενὰ συμφεροντολόγο ἀνθρώπινο τύπο ποὺ κυριαρχεῖ στὸν αἰώνα ποὺ ζοῦμε. Καὶ δὲν ἔφερε αὐτὸ ποὺ ἀναμενόταν, γιατὶ ὁ ἀνώτερος τύπος ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι προϊὸν τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐγκεφάλων καὶ τῶν ἄλλων μέσων τεχνικῆς προόδου.

Δὲν πρέπει νὰ προσμένουμε ἀπὸ τὶς θαυμαστὲς ἐκεῖνες ἄψυχες συσκευὲς νὰ ἐπιφέρουν κάτι τέτοιο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος κατορθώσει κάποτε νὰ ξεπεράσει, νὰ διαρρήξει τὸν κλοιὸ τῆς ὕλης, αὐτὸ θὰ τὸ ἐπιτύχει μόνο μὲ τὴν ἐσωτερικὴ καλλιέργεια, μὲ τὴν καλλιέργεια ἐκείνη ποὺ θὰ τοῦ προσδώσει μιὰ πλουτισμένη προσωπικότητα, μὲ προσβάσεις στὶς ὑψηλὲς ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες ποὺ θὰ τὸν καταστήσουν ἱκανὸ νὰ βιώσει τὴν ἀνώτερη πνευματικὴ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία.177

Φυσικά, μὲ αὐτὸ δὲν θέλει νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι πρέπει νὰ ἀφήσουμε τὴν πολιτισμικὴ καὶ τεχνικὴ πρόοδο νὰ ἀτονήσει, οὔτε τὴν ἐπιστήμη νὰ καμφθεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς θετικῆς ἔρευνας. Κάθε ἄλλο. Ὅμως ὀφείλουμε νὰ κατανοήσουμε ὅτι οἱ φυσικὲς ἐπιστῆμες δὲν εἶναι ἡ γνώση, ἀλλὰ ἕνα μέρος τῆς γνώσης, ἕνα μέρος τῆς Ἀλήθειας. Οἱ πρακτικὲς γνώσεις εἶναι χρησιμότατες γιὰ τὴν καλυτέρευση τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὴν ἐξύψωση τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου178 καί, ἂν θέλετε, γιὰ τὴν ἐλάφρυνση τοῦ πόνου, τῆς δυστυχίας, τῆς ἀνέχειας. Αὐτά, ὅμως, ἐφόσον χρησιμοποιοῦνται καὶ ἀξιοποιοῦνται στὴν τρέχουσα ζωὴ καὶ στὶς τεχνολογικὲς ἐφαρμογὲς τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν – ποτὲ ἄλλοτε.

Ἀντίθετα, ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας, καὶ προπαντὸς ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ κόσμου ποὺ τὸν περιβάλλει, θὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ κάθε εἴδους πόνο, κάθε εἴδους δυστυχία καὶ κάθε εἴδους ταλαιπωρία.

[…] γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς. (Κατὰ Ἰωάννην 8:32)

Ἂν ζοῦσαν σήμερα ἀνάμεσά μας αὐτοὶ ποὺ προσπάθησαν ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα νὰ καταλύσουν κάθε πνευματικὴ ἀξία καὶ νὰ κλονίσουν τὸ κύρος κάθε προηγούμενης νίκης τοῦ πνεύματος,179 θὰ ἔμεναν βουβοὶ μπροστὰ στὸ θλιβερὸ θέαμα τῶν ἐρειπίων ποὺ παρουσιάζει ὁ κόσμος ποὺ θέλησαν νὰ χτίσουν. Τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶπαν δὲν βγῆκε ἀληθινό. Ἀντίθετα, ἔγινε ἀπόλυτα κατανοητὸ ὅτι ἡ ζωὴ σὲ αὐτὸν τὸν πλανήτη χωρὶς ἠθικὲς ἀξίες, χωρὶς ἀνώτερα ἰδανικά, χωρὶς ἐξιδανικευμένο καὶ πλούσιο συναισθηματικὸ κόσμο, χωρὶς ἀνοιχτὸ μυαλὸ δὲν ὁδηγεῖ παρὰ μόνο στὸ χάος καὶ στὴν καταστροφή, μόνο στὴ δυστυχία, στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο.

Ὁ κόσμος καὶ ἡ ζωὴ ἔχουν ἕνα νόημα θεϊκό, ἀσύγκριτα ἀνώτερο καὶ μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν ἁπλὴ φυσικὴ ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν. Αὐτὴ ἡ φυσικὴ ἐξέλιξη εἶναι μιὰ ἐπιμέρους ἄποψη, σωστὴ βέβαια, δὲν ἀφορᾶ ὅμως τὸν καθαυτὸ ἄνθρωπο, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ ἐκπροσωπεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή – γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκείνη πού, ἔπειτα ἀπὸ ὁρισμένα στάδια ἐξελικτικῆς πορείας, διὰ τῶν δυνάμεών της, κάνει τὰ εἴδη νὰ περνοῦν ἀπὸ τὰ ἔνστικτα καὶ τὰ ὁρμέμφυτα στὴ φάση τῆς νόησης καὶ τοῦ λόγου καί, ὕστερα, στὸν πλοῦτο τοῦ ψυχικοῦ κόσμου μὲ τὰ ἐξαίσια ἐκεῖνα συναισθήματα καὶ βιώματα καί, στὴ συνέχεια, νὰ προχωροῦν –ἑλκόμενα πάντοτε ἀπὸ τὴ δίψα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος– στοὺς θεϊκοὺς χώρους.180

Ὅμως, ἀντίθετα, ὁ μέσος τύπος τοῦ ἐπιστήμονα τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 19ου αἰώνα ἐγκατέλειψε τὴν πίστη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ στηρίχτηκε στὴν πίστη τῆς ὑπεροχῆς τῆς λογικῆς, τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ἡ διανόηση ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἐπιστήμη –εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς φιλοσοφίας εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς πολιτικῆς–, μὲ προεξάρχοντες τοὺς L. Feuerbach, F. Nietzsche, N. Hartmann, M. Heidegger, K. Marx, J-P. Sartre, θέλησε νὰ μᾶς διδάξει μιὰ διαφορετικὴ ἄποψη, τὴν ἄποψη ὅτι ἡ φύση προϋπῆρξε τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅτι ὁλόκληρος ὁ πολιτισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μιὰ ἐξελικτικὴ διαδικασία τῆς ὕλης καὶ τῆς νόησης ποὺ ἡ ἴδια ἡ ὕλη περιέχει. Τὸ καθετί, εἶπαν, εἶναι μιὰ προβολὴ στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο τῶν δυνατοτήτων τῆς ὕλης καὶ μόνο. Τὰ μεγάλα ἔργα τέχνης, οἱ ὑψηλὲς αἰσθητικὲς ἀξίες, ἡ ποίηση, τὰ εὐγενῆ συναισθήματα, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καί, γενικά, ὅλα τὰ ἰδεώδη, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, εἶπαν, ἀπὸ μιὰ ἐξελικτικὴ πορεία τῶν δυνατοτήτων τῆς ὕλης.181

Ἡ φιλοσοφία αὐτὴ καὶ μόνη, ἐνῶ ὑπῆρξε ἱκανὴ νὰ γκρεμίσει ὅλα τὰ παλιὰ ἰδεώδη, δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ θεμελιώσει ἕναν καινούριο κόσμο, μέσα στὸν ὁποῖο, ὅπως εἶχε προαναγγελθεῖ, ὁ ἄνθρωπος θὰ βίωνε εἰρηνικὰ καὶ ἀνενόχλητα τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, μετὰ τὴν κατάρρευση τῶν παλαιῶν ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν, βρεθήκαμε ξαφνικὰ στὸ ἐπίκεντρο ἑνὸς κόσμου χωρὶς ἠθικὲς ἀξίες.

Σήμερα μποροῦμε ὅλοι μας νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ πόσο ἐσφαλμένη ὑπῆρξε ἡ ἄποψη αὐτὴ καὶ πόσο ἀνεδαφικὴ στάθηκε ἡ προσπάθεια νὰ «διαφωτιστεῖ» ὁ ἄνθρωπος, νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὶς παλιὲς προκαταλήψεις καὶ μεταφυσικὲς πλάνες!

Σήμερα μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὰ ὅσα εἶχαν τότε ὑποστηριχθεῖ δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἡμιτελὴς θεώρηση τῶν πραγμάτων. Ἡ δῆθεν ἐπιστημονικὴ ἑρμηνεία δὲν ἔδινε τὴν ἀκριβὴ εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, δὲν ἔδινε τὴ γνώση ἀλλὰ ἁπλὲς πρακτικὲς γνώσεις – χρησιμότατες, βέβαια, γιὰ τὶς τεχνολογικὲς ἐπιτεύξεις καὶ γιὰ τὴν ἐξύψωση τοῦ τεχνικο-οικονομικοῦ πολιτισμοῦ μας, γνώσεις ὅμως ποὺ ἀπεῖχαν πολὺ ἀπὸ τὴ βαθύτερη οὐσία τῶν πραγμάτων, ἀπεῖχαν πολὺ ἀπὸ τὴν ἐξ ἀντικειμένου φυσιολογικὴ πραγματικότητα.182

Ἡ πρόσκτηση τοῦ στοιχείου τῆς πνευματικῆς ὀντότητας [«στοιχεῖο πνευματικῆς ὑφῆς»] εἶναι αὐτὸ ποὺ ἑνώνει μεταξύ τους –σὲ μιὰ ἀδιάλειπτη ὁλοένα πορεία πρὸς τὰ ἐμπρὸς– μυριάδες καὶ μυριάδες γένη ἀπὸ νοήμονες, ἔλλογες καὶ συναισθηματικὲς ὑπάρξεις. Χάρη σὲ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ὀντότητας ξεχωρίζουν τὰ ἔλλογα ἐκεῖνα εἴδη τῆς ὀργανικῆς ζωῆς ἀπὸ τὴ γύρω τους φύση καὶ ἐξυψώνονται σὲ κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Διαβαίνουν ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία καὶ τὴν ἔλλειψη αὐτεπίγνωσης στὴν ἐπώνυμη ἱστορικὴ πορεία. Θέτουν οἱ ἴδιοι ὁρισμένους σκοποὺς στὴ ζωή τους, καθορίζουν οἱ ἴδιοι τοὺς στόχους τους, νιώθουν τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη, τὴν πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀνυποχώρητη δίψα νὰ πραγματοποιήσουν τοὺς σκοποὺς αὐτούς. Αὐτὸ συμβαίνει στὸν ἀτομικὸ βίο ἰδίως γιὰ τὴν ἀνάδειξή τους σὲ ἐλεύθερες προσωπικότητες, ἐνῶ στὴ συλλογικὴ καὶ κοινωνικὴ διαβίωση γιὰ τὴν ἐποικοδόμηση –πάνω ἀπὸ τὴν ὑλικὴ καὶ φυσικὴ ζωὴ– ἑνὸς μεγάλου πλήθους ἀπὸ ἠθικές, θρησκευτικές, πνευματικὲς καὶ αἰσθητικὲς ἀξίες, ποὺ συναπαρτίζουν τὸ ὅλο οἰκοδόμημα τοῦ πολιτισμοῦ. Λυτρώνονται ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ζωώδη κατάσταση καὶ ὅσο περνοῦν οἱ αἰῶνες κατακτοῦν τὸν ψυχικὸ βίο, πλουσιότατο σὲ ἀξίες, σταδιακά, ἀπὸ βαθμίδα σὲ βαθμίδα. Κατορθώνουν ἐξαίσια ἐπιτεύγματα καί, ὕστερα ἀπὸ καιρούς, ἀποκτοῦν αὐτοσυνειδησία, πνευματικὴ ὑπόσταση, ἐλευθερία.183

Ἡ πνευματοφόρος, δηλαδὴ ἡ ἐμπλουτισμένη μὲ πνεῦμα ζωή, εἶναι μιὰ ἀνταύγεια τοῦ Θείου, τῆς Μεγάλης Πραγματικότητας. Μιὰ τέτοια ἀνταύγεια εἶναι καὶ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, ἡ μεγάλη τέχνη, τὰ μεγάλα ἰδανικὰ καὶ οἱ αἰώνιες ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες, κληρονομιὰ πανάρχαιου πολιτισμοῦ. Μιὰ τέτοια ἀνταύγεια εἶναι ἡ πανανθρώπινη Ἀγάπη καὶ οἱ συνδεδεμένες μὲ αὐτὴν ἐξαίσιες ἀγαλλιάσεις καὶ ψυχικὲς ὀδύνες καὶ τόσα ἄλλα. Εἶναι μιὰ ἀνταύγεια ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Ὑπερούσια ἐκείνη πηγὴ ποὺ ἀντιφεγγίζει μέσα στὴν ὕπαρξή μας. Κυρίως ὅμως ἡ Ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀνοίγει στὰ κατάπληκτα μάτια τῆς ψυχῆς μας ἀπέραντους ὁλόφωτους πνευματικοὺς κόσμους καὶ ἀπίστευτη ἀνάταση. Ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μεγάλη ἀνταύγεια.

Ἂν αὐτὴ ἡ θεία ἀνταύγεια δὲν ὑπῆρχε, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μόνο γιὰ βιολογικὴ ἐξέλιξη τοῦ εἴδους –ὅπως ἀκριβῶς μονόπλευρα τὴν ἀντιλήφθηκε καὶ ὁ Δαρβίνος– καὶ ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δὲν θὰ διέφερε σὲ τίποτε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἐξέλιξη τῶν φυτῶν καὶ τῶν ζώων. Δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ διαμορφωθοῦν –ὅπως δὲν διαμορφώνονται στὰ ζῶα– ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπιτεύγματα, ἠθικότητα, φιλοσοφικὸς στοχασμὸς καί, γενικά, ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες. Ἂν ἤμασταν στερημένοι παντελῶς ἀπὸ τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο, δὲν θὰ νιώθαμε τὴν ἀνάγκη νὰ δημιουργοῦμε, δὲν θὰ ἐπιθυμούσαμε τὴ διατήρησή μας μετὰ ἀπὸ τὸν βιολογικὸ θάνατό μας. Θὰ ἤμασταν σὰν τὰ ζῶα,184 πλάσματα χαριτωμένα ἀλλὰ ἀνεύθυνα καὶ ἀσυνείδητα.

Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ μιὰ σύζευξη τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὕλη, μιὰ σύζευξη ποὺ ἔχει ὡς συνισταμένη τὴ δημιουργία ἑνὸς ὑλικοῦ πνευματικοῦ ὄντος. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακραίωνης πορείας του στὸν πλανήτη μας, ἐξελίσσεται καὶ κατὰ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπαρτίζεται, σταδιακὰ καὶ βαθμιαῖα. Ἔπειτα ἀπὸ ὁρισμένα στάδια ἐξελικτικῆς πορείας, ἡ ἐξέλιξη κάνει τὸ εἶδος νὰ περνᾶ ἀπὸ τὸ ἔνστικτο καὶ τὸ ὁρμέμφυτο στὴ φάση τῆς νόησης καὶ τοῦ λόγου καί, ὕστερα, στὸν πλοῦτο τοῦ ψυχικοῦ κόσμου μὲ τὰ ἐξαίσια ἐκεῖνα συναισθήματα καὶ βιώματα.185 Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ γίνεται πάντοτε μέσω τῶν ἐμπειριῶν, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴ σωστὴ ἀξιολόγησή τους, δηλαδὴ μόνο μὲ τὴν ἀξιολόγηση τοῦ βιώματος ποὺ συμβάλλει θετικὰ στὴ βελτίωση. Καὶ ἡ πείρα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία συμβάλλει θετικὰ στὴ βελτίωσή μας τότε μόνο, ὅταν ἀφοῦ βιώσουμε τὴν ὁποιαδήποτε εὐχάριστη ἢ δυσάρεστη ἐμπειρία, στὴ συνέχεια ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν καὶ κατανοήσουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ συνέβη εἶναι φαινομενικό, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἀποτελεῖ τὴ μοναδικὴ εἴσοδο γιὰ νὰ περάσουμε τὴ «στενὴ πύλη». Ὅσο προχωρεῖ ἡ βελτίωση αὐτή, τόσο ὑποχωρεῖ ἡ ἀρνητικὴ δύναμη, τόσο ἔρχεται ἡ ἀγαλλίαση καὶ ἡ ἐλπίδα γιὰ τὰ ἀνώτερα ἐπίπεδα, τὰ ὁποῖα παρακολουθοῦν καὶ καταγράφουν αὐτὴ τὴν ἀνοδικὴ πρόοδο.

Ὅσο ἀνεβαίνουμε τὴν κλίμακα τῆς ἐξέλιξης, τόσο ἡ Ἁρμονία ἐμπλουτίζει τὸ Σύμπαν. Παράλληλα, ὅσο ἡ ψυχὴ εἶναι προηγμένη, τόσο ἐξελίσσεται καὶ ἡ μορφή, δηλαδὴ τὸ περίβλημα τῆς ψυχῆς, τὸ σχῆμα ποὺ ἡ φύση –μὲ τὶς δυνάμεις καὶ τὴν ἐνέργεια ποὺ τὴν προίκισε ὁ Δημιουργὸς– δίνει στὴν ὕλη, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς Δημιουργίας. Ἡ μορφὴ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ φαίνεται, καὶ πάνω σὲ αὐτὴ γίνεται ἡ σύζευξη τῆς ψυχῆς.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐξελίσσεται ἐκπέμπει φῶς καὶ ἀγάπη. Ἀντίθετα, ὅταν κυριαρχεῖ ἡ ἀπόλαυση τῆς ὕλης, τότε διακόπτεται κάθε ἐξέλιξη πνευματικὴ καὶ αὐτὸ ἔχει σὰν συνέπεια τὴ στασιμότητα τοῦ ἀτόμου σὰν ὑλικοπνευματικοῦ ὄντος.

Ἔρχόμαστε, ὅπως ἔχουμε πεῖ, στὴ ζωὴ μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσουμε τὶς ἐμπειρίες ποὺ βιώνει ὁ καθένας μας. Ὁ καθένας μας καλεῖται, μέσω τῆς ἐμπειρίας, νὰ ἐπιλέξει τὴν πορεία του. Ὁ καθένας καλεῖται νὰ ἀγαπήσει, νὰ χαρεῖ καὶ νὰ πονέσει, προσφέροντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔρχεται, μὲ λίγα λόγια, γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ καὶ νὰ μάθει νὰ θέλει τὸ καλὸ πάντοτε αὐθόρμητα, ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη, χωρὶς φόβο ἢ ἀναμονὴ ἀνταπόδοσης, γιατὶ μόνο ἔτσι ἐξελίσσεται, μόνο ἔτσι συντομεύει τὴν ἐξελικτικὴ πορεία του καὶ μόνο ἔτσι, ἐξελισσόμενος, θὰ προχωρήσει στὸν προορισμό του, ποὺ εἶναι ἡ μέθεξη μὲ τὸν Δημιουργό του σὰν φῶς, σὰν ἀγάπη, σὰν συνύπαρξη.

Ὁ κόσμος εἶναι ἕνα σχολεῖο, ὅπου διδασκόμαστε πῶς νὰ σκεπτόμαστε καὶ πῶς νὰ αἰσθανόμαστε σωστά, μὲ σκοπὸ νὰ γίνουμε ἱκανοὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε κατάλληλα τὸν νοῦ καὶ τὰ συναισθήματά μας.

Φυσικὰ δὲν πρέπει νὰ παρανοήσει κανεὶς καὶ νὰ σκεφτεῖ ὅτι μιλώντας γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου, μιλᾶμε παράλληλα καὶ γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχή, ὅπως ἔχουμε πεῖ, στὴν οὐσία της εἶναι ἀνεπίδεκτη ἐξέλιξης, γιατὶ «γεννιέται» ἁγνή, τέλεια. Ἡ ψυχὴ ἔχει μόνο ἀνάγκη κάθαρσης, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἔχουμε πεῖ. Ὡστόσο, ἡ ἐξέλιξη ἔχει σχέση μὲ τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὸν ἐμπλουτισμό τους δηλαδή, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἐμπλουτισμὸς ὁδηγεῖ στὴν ἐξέλιξη.

Ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ ζωώδη κατάσταση στὸ ξεκίνημά του, ἔφτασε, μέσω τῆς ἐξέλιξης, νὰ οἰκοδομήσει τὸν σημερινὸ πολιτισμὸ πάνω ἀπὸ τὴν καθαρὰ ὑλικὴ ζωή, ἀλλὰ πάντοτε παράλληλα πρὸς τὴ φυσικὴ βιολογικὴ ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν.

Εἶναι μιὰ ἀφάνταστη ἠθικὴ ἱκανοποίηση νὰ ἐργάζεσαι γιὰ τὸ γενικὸ καλό, εἶναι κάτι ποὺ σοῦ δίνει ὑπερηφάνεια καὶ ταιριάζει στὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια. Εἶναι ὡραῖο, ἐπίσης, νὰ ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ὁλότητα καὶ νὰ γνωρίζεις ὅτι δὲν θησαυρίζει κάποιος μὲ τὸν ἱδρώτα τὸν δικό σου, δὲν συσσωρεύει κάποιος ἄχρηστα γιὰ αὐτὸν ὑλικὰ ἀγαθὰ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μπορέσουν μιὰ μέρα νὰ τὰ ἀπολαύσουν χωρὶς κόπο καὶ χωρὶς ἱδρώτα τὰ παιδιά του ἢ καὶ τὰ ἐγγόνια του – περιφέροντας ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία τους, χωρὶς νὰ ἔχουν κάποιο σκοπὸ στὴ ζωή τους.186

Τὸ νὰ ξέρεις ποῦ καὶ πότε θὰ σταματήσεις, αὐτὸ εἶναι τὸ γνωστικό. Καὶ δὲν εἶναι πάντοτε εὔκολο νὰ ξεχωρίσεις σὲ ποιὸ σημεῖο τελειώνει ἡ ἄνεση, ἡ ἐπάρκεια, ἡ ἀφθονία, τὸ καλὸ γοῦστο –μὲ μία λέξη, ἡ ὀμορφιὰ καὶ τὸ φωτεινὸ χαμόγελο τῶν πραγμάτων ποὺ σὲ περιστοιχίζουν– καὶ σὲ ποιὸ σημεῖο ἀρχίζει ἡ σπατάλη, ἡ ἔκλυση, ἡ χλιδὴ καὶ ὁ παραλογισμός.187 Μὰ ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βάζουμε τὸν παραμικρὸ φραγμὸ στοὺς καθαρὰ πνευματικοὺς δρόμους. Δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἀπασχολεῖται τόσο ὥστε νὰ φτάσει νὰ σκεφτεῖ κάποτε ὅτι ἔχασε τὰ καλύτερά του χρόνια γιὰ ἄσκοπες πολυτέλειες ποὺ ἐμπόδισαν τὴν πνευματική του πρόοδο. Ἡ δουλειὰ τοῦ ἐργάτη καὶ τοῦ ὑπαλλήλου δὲν ἀνταποκρίνεται σὲ καμία ἔμφυτη ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Δὲν μοιάζει καθόλου μὲ τὴν καλλιτεχνικὴ δημιουργία, οὔτε μὲ τὴν πνευματικὴ δίψα τοῦ ἐπιστήμονα-ἐρευνητῆ οὔτε μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ ποιητῆ.188 Ἁπλῶς εἶναι μιὰ ἀνάγκη, ἀνάγκη ποὺ τείνει στὴν ἐξεύρεση τῶν μέσων συντήρησής μας καὶ ἐκεῖ πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἕνα μέσο γιὰ τὴν ἐκπλήρωση ἑνὸς μερικότερου σκοποῦ τῆς ζωῆς μας. Στὴν οὐσία, δηλαδή, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἐξεύρεσης οἰκονομικῶν πόρων.

Ὅλα τὰ σημαντικὰ ἔργα ποὺ πέτυχε ὁ ἄνθρωπος στὴ μακραίωνη διαβίωσή του ἐδῶ στὴ Γῆ, ὅλες οἱ φιλοσοφικὲς ἐνατενίσεις τοῦ ἐπιπέδου τοῦ Σωκράτη καὶ τοῦ Πλάτωνα, ὅλα τὰ ποιητικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ ἔργα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Αἰσχύλο, τὸν Σαίξπηρ, τὸν Μιχαὴλ Ἄγγελο καὶ τοὺς ὁμοίους τους δὲν ἀποτελοῦν ἕναν ἁπλὸ μετασχηματισμὸ τῆς πραγματικότητας οὔτε ἕναν τεχνητὸ ἐξωραϊσμὸ τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, δηλαδὴ μιὰ ἁπλὴ ἐξωτερίκευση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Εἶναι ὅλα τους μιὰ ἄτολμη καὶ ἀτελὴς προσπέλαση πρὸς τὸ ἀντικειμενικὰ ὑπαρκτό, μιὰ κάποια προσέγγιση πρὸς τὴν ἀληθινή, τὴ Μεγάλη Ὀντολογικὴ Πραγματικότητα. Εἶναι ροπὲς καὶ ἐκφράσεις τῆς ψυχῆς, προσβάσεις δειλὲς ἢ τολμηρὲς πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὰ ἀθάνατα ἔργα τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας, ἡ φιλοσοφικὴ διανόηση, οἱ ὑψηλὲς καὶ εὐγενικὲς θρησκεῖες, τὰ μεγάλα ποιητικὰ ἔργα, οἱ θησαυροὶ τοῦ πνεύματος, γενικὰ οἱ ὑψηλὲς ἀρχές, οἱ ἀποκαλυπτόμενες ἀλήθειες στοὺς ἐπιστήμονες καὶ στοὺς Ἁγίους δὲν εἶναι προϊόντα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Στὴν οὐσία τους ἀποτελοῦν σχισμὲς στὸ πέπλο τοῦ μεγάλου Μυστηρίου ποὺ μᾶς περιστοιχίζει,189 τοῦ μεγάλου Μυστικοῦ, οἱ ὁποῖες ἐκφράζονται μέσω τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ μπόρεσαν ὄχι μόνο νὰ γίνουν δέκτες αὐτοῦ τοῦ Μυστικοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ ἐκφράσουν ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του ξεχωριστὸ τρόπο γιὰ νὰ τὸ δώσουν σὲ ἐμᾶς, νὰ μᾶς μυσταγωγήσουν μὲ φευγαλέες ἀναλαμπὲς ποὺ ἀποκαλύπτουν πράγματα ὑπαρκτὰ καὶ πολὺ ὑψηλά, τὰ ὁποῖα εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς νόησης καὶ τοῦ λόγου καὶ ἔχουν ἀπίστευτη καὶ ἀσύλληπτη μεγαλοσύνη καὶ ὑπεργήινη ὀμορφιά.

Ὁλόκληρο τὸ ἱστορικὰ πραγματοποιημένο –στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων– ἀντικειμενικὸ πνεῦμα δὲν εἶναι δημιουργία, ἀλλὰ ἀποκάλυψη. Δὲν ὑπάρχουν ἀνακαλύψεις σὲ κανέναν τομέα, ἀλλὰ μόνο ἀποκαλύψεις –καὶ μάλιστα μερικὲς καὶ ἄτολμες– ἐξαίσιων πραγμάτων ποὺ ἦταν ἀπὸ πρὶν ὑπαρκτά, ἄσχετα μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου στὴ Γῆ.190 Οὔτε ὁ Νεύτωνας οὔτε ὁ Ἀινστάιν ἀνακάλυψαν τὸν οὐρανὸ οὔτε καὶ ὁ Μπετόβεν τὴν ἀνώτατη αἰσθητικὴ τοῦ ἤχου, ἁπλῶς ὅλοι αὐτοὶ καὶ οἱ ὅμοιοί τους ἀποκάλυψαν σὲ ἐμᾶς τοὺς ἄλλους ἕνα μέρος τοῦ Ὑπάρχοντος, ἕνα μέρος τῆς Ἀλήθειας – ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, μὲ τὴ δική του, ἂν θέλετε, γλώσσα. Ἄλλος μὲ τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμό, ἄλλος μὲ τὴν ποίηση, ἄλλος μὲ τὴν ἔρευνα τοῦ οὐρανοῦ, ἄλλος μὲ τοὺς θεϊκοὺς τόνους τῆς ἁρμονίας, ὅμως ὅλοι μαζὶ ἐξέφρασαν τὸ ἴδιο πράγμα –κάτι ἀπὸ τὸ ὑψηλὸ νόημα τοῦ κόσμου, τὸ ἀνείπωτο μεγαλεῖο τοῦ Ὄντος– καὶ προμάντεψαν, σὰν προφῆτες, τὴν ὕπαρξη τῆς Μεγάλης Ὀντολογικῆς Πραγματικότητας191 ποὺ πάντοτε ἐμεῖς θὰ τὴν ὀνομάζουμε Θεό. Συνέλαβαν ἕνα ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ἀπίστευτη μεγαλοσύνη καὶ ἀπὸ τὴν ἐξαίσια, ὑπερκόσμια καθολικὴ ὀμορφιά.

Σκεφτεῖτε μόνο ὅτι οἱ στιγμὲς τοῦ καλλιεργημένου ἐσωτερικὰ ἀνθρώπου, τὶς ὁποῖες βιώνει ὅταν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ ἕνα τέτοιο ἔργο –καλλιτεχνικό, ἐπιστημονικὸ κ.λπ.– τῶν μεγάλων δημιουργῶν μοιάζουν πολὺ μὲ τὶς ἀντίστοιχες ὧρες τῆς προσευχῆς.192 Σκεφτεῖτε, γιὰ παράδειγμα, τὸν καλλιεργημένο φιλότεχνο ἀντίκρυ στὸ μεγαλεῖο τῆς Καπέλα Σιξτίνα, τὸν στοχαστὴ ἀπέναντι στὸ ἔργο τοῦ Σωκράτη καὶ τοῦ Πλάτωνα, τὸν φιλόμουσο μπροστὰ σὲ ἤχους τῆς θείας μουσικῆς τοῦ Μπετόβεν, τὸν ἐπιστήμονα στὸ μέγεθος τῶν ἀποκαλύψεων ἑνὸς Ἀινστάιν κ.λπ. Νιώθει αὐτὸς ὁ ἄξιος παρατηρητὴς-δέκτης τὴν ἴδια λυτρωτικὴ ἀποκάλυψη μὲ τὸν δημιουργό, τὴν ἴδια πνευματικὴ ἀνταύγεια φωτός, τὸ ἴδιο αἴσθημα φυγῆς ἀπὸ τὸ στενὸ ὑλικὸ περίβλημα καί, συγχρόνως, ξυπνᾶ μέσα του τὸ βαθύτατο θρησκευτικὸ συναίσθημα, ἕνα συναίσθημα ὑψηλὸ καὶ ἐλεύθερο, ἔμφυτο στὸν ἄνθρωπο, μιὰ δίψα τῆς ψυχῆς ποὺ μᾶς κάνει νὰ νιώθουμε πὼς ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα τίποτα χωρὶς αὐτὲς τὶς ὑψηλὲς ἐνατενίσεις, χωρὶς τὴ λατρεία τοῦ Ὑψηλοῦ καὶ τοῦ Θείου.

Εἰδικὰ ὡς πρὸς τὴν τέχνη, ὁ σκοπὸς τοῦ καλλιτέχνη δὲν εἶναι ἡ ἁπλὴ μίμηση τῆς φύσης, ἡ πιστὴ ἀναπαραγωγὴ τῶν μορφῶν – χωρίς, βέβαια, νὰ ἀποκλείεται κάτι τέτοιο. Ὁ κύριος στόχος εἶναι πολὺ ὑψηλότερος. Ἡ ψυχὴ τοῦ καλλιτέχνη διψᾶ νὰ κληροδοτήσει στοὺς συνανθρώπους του τὸ βίωμα ἐκεῖνο ποὺ προκαλεῖ τὴν καλλιτεχνικὴ συγκίνηση. Ὄχι νὰ δώσει γνώση, ἀλλὰ νὰ δωρίσει ὑψηλὰ βιώματα. Ὄχι νὰ πληροφορήσει, ἀλλὰ νὰ συγκινήσει.193

Βρισκόμαστε σήμερα στὴν καμπὴ ἐκείνη ποὺ ἀρχίζει νὰ μᾶς προβληματίζει τὸ γεγονὸς ἂν ἡ μετάπτωση τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ μας σὲ ἁπλὸ τεχνικο-οικονομικὸ πολιτισμό, μὲ τὸ κυριότερο χαρακτηριστικό του τὴν πληθώρα τῶν ἀνέσεων καὶ τὰ ἄφθονα τυποποιημένα βιομηχανικὰ προϊόντα, τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὶς οἰκονομικὲς ἀξίες καὶ τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὴν καλλιέργεια, ὑπῆρξε μιὰ πορεία πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ ἁπλῶς μιὰ δυσάρεστη ἀλλαγὴ ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ πολλαπλὰ ἀδιέξοδα.

Ἡ αἰσθητικὴ κοινὴ συνείδηση ἔχει σημειώσει τέτοια πτώση, ποὺ νιώθει κανεὶς πολλὲς φορὲς φρίκη γιὰ αὐτὲς τὶς ἀσχήμιες ποὺ συναντᾶ σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, στὴ γλώσσα, στὴν τέχνη, στὴν ἀρχιτεκτονική, στὴ λογοτεχνία. Οἱ αἰσθητικὲς ἀξίες παραμερίστηκαν καὶ τὰ ἔργα τέχνης τῆς Ἀναγέννησης καὶ τὰ παλαιότερα μποροῦν σήμερα νὰ κοσμήσουν μόνο τὶς αἴθουσες ἑνὸς μουσείου ἢ νὰ γίνουν ἀντικείμενο ὑψηλοῦ ἐμπορίου, ποτὲ ὅμως νὰ κοσμήσουν τοὺς χώρους ὅπου ζεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Ὁ πρωτογονισμός, ἡ ἀφηρημένη τέχνη, ἡ ἀσχήμια, ἡ ἀσυναρτησία εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς σύγχρονης τέχνης.

Στὴν ἀρχιτεκτονική, τὰ κυβικὰ σχήματα ἔχουν ἀντικαταστήσει τὰ παλιὰ ἀριστουργήματα. Λυρικὴ ποίηση δὲν ὑπάρχει πιὰ194 καὶ τὰ λίγα βιβλία ποὺ ἐκδίδονται παραμένουν στὰ ράφια τῶν βιβλιοπωλείων καὶ οἱ δημιουργοί τους σπεύδουν νὰ τὰ διανείμουν γιὰ νὰ μπορέσει, ἔστω καὶ ἔτσι, νὰ γίνει γνωστὸ τὸ ἔργο τους.

Τὴ μουσικὴ σύνθεση καὶ τὴ μελωδία ἔχει ἀντικαταστήσει ὁ δυσάρεστος στὴν ἀκοὴ ρυθμός. Καὶ τὸ ὁλοφάνερο σημάδι τῆς παρακμῆς δὲν εἶναι τὸ πῶς παράγονται τέτοια ἔργα, ἀλλὰ τὸ πῶς, μόλις ἐξωτερικεύονται, γίνονται ἀμέσως ἀποδεκτὰ καὶ βρίσκουν ἀπήχηση σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ κοινωνικὰ στρώματα, χωρὶς νὰ ἐξανίσταται ἢ νὰ ἐξεγείρεται ἡ αἰσθητικὴ συνείδηση κανενός. Ὅμως ἡ λέξη ποὺ θὰ ταίριαζε καλύτερα ὅσον ἀφορᾶ τὸν τύπο καὶ τὰ λεγόμενα «μέσα ἐνημέρωσης» τῆς ἐποχῆς εἶναι «ξεπεσμός», ἠθικὴ κατάπτωση. Στὸν τύπο καὶ στὰ μέσα ἐνημέρωσης διαφημίζονται καὶ προβάλλονται ἔργα καὶ ἡμέρες ποὺ ἀκόμα καὶ ἡ διεστραμμένη φαντασία τοῦ J. Genet δὲν εἶχε συλλάβει.

Τὸ κυνηγητὸ τοῦ χρήματος ἀποτελεῖ τώρα ἕνα ἀπὸ τὰ πρωταρχικὰ κίνητρα κάθε δραστηριότητας τῆς τρέχουσας ζωῆς. Καὶ τὸ κυνηγητὸ αὐτὸ ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν πτώση τῆς ἠθικῆς συνείδησης, ἀφοῦ μπροστὰ σὲ αὐτὸν τὸν ρύπο, μπροστὰ στὴ δεδηλωμένη φθορὰ τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς μας δὲν ἐξανίσταται καμία συνείδηση, δὲν ἀκούγεται καμία φωνὴ διαμαρτυρίας.195 Καὶ δὲν μᾶς ἔφταναν τὰ δικά μας – μαζὶ μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἐπιρροὴ ποὺ μᾶς ἦρθε πέρα ἀπὸ τὸν ὠκεανό, μαζὶ μὲ τὶς ὑπερέχουσες τεχνολογικὲς ἐπιτεύξεις, ξεχύθηκε καὶ ἐδῶ ἡ ἀνώριμη ἀμερικανικὴ κουλτούρα σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς196 τῆς ζωῆς μας, ἀκόμα καὶ στὴν καθημερινὴ συμπεριφορά μας, στὸ ντύσιμό μας, στὴν ὁμιλία μας.

Στὴν παιδαγωγικὴ ἐπικρατοῦν καινούρια ρεύματα. Γίνονται πειραματισμοὶ ἐπικίνδυνοι καὶ οἱ νεότερες ἡλικίες ἀφήνονται ἀκάλυπτες καὶ ἀκαθοδήγητες ἀπὸ τὴν ἐπικουρία τῆς πείρας τῶν πρεσβύτερων.197 Ἡ ἐπιρροὴ τοῦ σχολείου καὶ τῆς οἰκογένειας ἔχει περιοριστεῖ στὸ ἐλάχιστο. Οἱ παραδόσεις, ποὺ ἄλλοτε στήριζαν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ τὸν ἄνθρωπο, δὲν λειτουργοῦν πιά. Οἱ νέοι δὲν ἀκοῦν τοὺς ἔμπειρους, δὲν κάνουν τὸν κόπο οὔτε κὰν νὰ σκέπτονται. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιδιώκουν εἶναι ἡ δράση, ἡ εὔκολη ἐπιτυχία, ἡ ἀπόλαυση.

Στὰ σύγχρονα σχολεῖα ἡ παρεχόμενη παιδεία, γενικά, δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἐξασθενήσει τὴν ἀτομικότητα τοῦ ἀνθρώπου, νὰ δημιουργήσει ἕναν ἑνιαῖο ἀνελεύθερο, ὑπάκουο πολίτη, πρόσφορο στὴν ἀποδοχὴ τῶν μηνυμάτων ποὺ ἐκπέμπουν οἱ πολιτικοὶ ἡγέτες, πρόσφορο στὴν ἐκμετάλλευση. Νὰ δημιουργήσουν ἕναν ἄνθρωπο χωρὶς παραδόσεις καὶ χωρὶς καμία ἠθικὴ δύναμη χαρακτήρα, χωρὶς καμία πνευματικὴ ἀνάταση. Ἡ τιμωρία τοῦ μαθητῆ θεωρεῖται ἔγκλημα καὶ ἡ ἁπλὴ παρατήρηση μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἐξόντωση τοῦ δασκάλου. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ τάση τοῦ παιδιοῦ πρὸς τὸν «ἐτσιθελισμό», ποὺ ἀργότερα μετατρέπεται σὲ ἐγκληματικότητα ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση ὁδηγεῖ στὴν ἀπραξία, τὰ ναρκωτικὰ κ.λπ.

Ἡ ἴδια ἀντίληψη ἔχει εἰσχωρήσει καὶ στὴν οἰκογένεια, ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ γενικὴ ἀντίληψη ὅτι οἱ γονεῖς δὲν πρέπει νὰ ἐπεμβαίνουν στὰ συναισθήματα, στὶς συμπάθειες καὶ ἀντιπάθειες τοῦ παιδιοῦ, ὅτι δὲν πρέπει νὰ λένε στὰ παιδιὰ τί νὰ κάνουν, δὲν πρέπει νὰ λένε στὰ παιδιὰ τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό, δὲν πρέπει γενικὰ νὰ τὰ καθοδηγοῦν. Αὐτό, φυσικά, εἶναι ὀλέθριο, γιατὶ οὐσιαστικὰ ἔτσι ἐγκαταλείπουν τὸ παιδὶ στὴ μοίρα του, ἀφήνουν τὴ ζωή του στὰ δικά του χέρια, ποὺ εἶναι ἀνώριμα καὶ ἄπειρα καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήμπορα νὰ βαστάξουν τὸ βάρος ποὺ τοὺς ἐμπιστεύονται. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δημιουργεῖται μιὰ νέα γενιὰ ἀκαλλιέργητη, χωρὶς καμία δύναμη χαρακτήρα, διαβρωμένη ἀπὸ τοὺς ρύπους τῶν μέσων ἐνημέρωσης καί, γενικά, τῶν ἀχαρακτήριστων προγραμμάτων τῆς τηλεόρασης. Δημιουργεῖται μιὰ γενιὰ ἄβουλη, μοιραία, ποὺ προσμένει, ὅπως λέει καὶ ὁ ποιητής, κάποιο θαῦμα νὰ τὴ σώσει.

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀντίληψη τῶν σύγχρονων ἐκπαιδευτικῶν ὅτι ἡ δημοκρατία ταυτίζεται μὲ τὸν ἐκχυδαϊσμὸ τῆς γλώσσας, τὸ εὐτελὲς κακόγουστο ντύσιμο, τὴν ἔλλειψη σεβασμοῦ στὶς παραδόσεις, στοὺς γονεῖς, στοὺς μεγαλύτερους κ.λπ. εἶναι τὸ λιγότερο ἐγκληματική. Αὐτὲς οἱ ἀντιλήψεις ἐξασθενίζουν τὸ ἔθνος καὶ στεροῦν τοὺς νέους ἀπὸ τὶς ἐθνικὲς παραδόσεις τους, ἀπὸ τὴν κληρονομιά τους, καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀστάθεια καὶ στὴν ἀβεβαιότητα, στὴν ἔκπτωση τῶν ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν, στὴν ἐξάλειψη κατὰ τὸ δυνατὸν τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Ὁδηγοῦν στὴν πτώση.

Πράξεις βίας καὶ ἀνατροπῆς καὶ ἐκδηλώσεις μηδενιστικῆς νοοτροπίας ἐμφανίζονται κάθε τόσο σὲ πολλὲς περιοχὲς τοῦ πλανήτη μας. Ἕνας «ἀνθρωπισμὸς» καινούριος, στηριζόμενος στὴν ὀρθολογιστικὴ ὀργάνωση –παντελῶς ψυχρός, ὅμως, χωρὶς συναίσθημα– ἔρχεται καὶ μπαίνει στὴ θέση τῆς παλαιότερης μορφῆς ἀλληλοβοήθειας καὶ δημιουργεῖ ἕνα νέο δόγμα, τὸ δόγμα «ὁ καθένας γιὰ τὸν ἑαυτό του».198

Ἂν κανεὶς προσθέσει καὶ τὸν αὐτοματισμὸ τῆς καθημερινῆς δουλειᾶς στὶς βιομηχανικὲς καὶ ὄχι μόνο ἐπιχειρήσεις, καθὼς καὶ τὶς ἀπίστευτες ταχύτητες ποὺ ἀποβαίνουν καὶ αὐτὲς σὲ βάρος τῆς ἐσωτερικῆς περισυλλογῆς καὶ τοῦ στοχασμοῦ, καταλαβαίνει τὴ φτώχεια τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι καὶ τὸ χαρακτηριστικό της γνώρισμα – μαζὶ μὲ τὸ ἄγχος καὶ τὸν ἀγχώδη ρυθμὸ ζωῆς.199

Παράλληλα καί, κατὰ κάποιον τρόπο, σὰν ἀναγκαία συνέπεια, ἦρθε καὶ ἡ «εὐτέλεια τῶν εἰδώλων». Σήμερα μικροὶ καὶ μεγάλοι δὲν θαυμάζουν καὶ δὲν ἔχουν σὰν εἴδωλα τοὺς ἀληθινὰ ἄξιους. Τὰ πρότυπα ποὺ ἠλεκτρίζουν τὰ πλήθη καὶ κινοῦν τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴ ροπὴ γιὰ μίμηση δὲν εἶναι οὔτε ὁ Ὅμηρος οὔτε ὁ Αἰσχύλος οὔτε ὁ Δάντης οὔτε ὁ Σαίξπηρ οὔτε ὁ Γκαῖτε καὶ τὰ ἔργα τους. Ἄλλα ὑποδείγματα εἶναι τὰ πρότυπα: ἠθοποιοί, μίμοι, χορευτές, γελωτοποιοί, ποδοσφαιριστές, ψυχροὶ καὶ ὑπολογιστικοὶ κροῖσοι, ἑταῖρες, κουρελῆδες, ἀκούρευτοι καὶ ἀκάθαρτοι ὀργανοπαῖχτες καὶ τὰ παρόμοια.200

Φυσικά, σὲ καμία περίπτωση δὲν πρέπει νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι αἰτία αὐτῆς τῆς κατάστασης εἶναι ἡ τεχνικὴ πρόοδος καὶ ἡ ἀνοδικὴ οἰκονομικὴ πορεία ἢ ἡ πληθωρικὴ παραγωγὴ τυποποιημένων καὶ προσιτῶν στὶς μάζες καταναλωτικῶν ἀγαθῶν. Δὲν ἔφεραν αὐτὰ τὴ σημερινὴ κατάπτωση. Ἡ δραματικὴ κρίση τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου δὲν ὀφείλεται οὔτε στὴν τεχνικὴ πρόοδο οὔτε στὴν οἰκονομικὴ ἄνοδο. Εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀντίληψης ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει μὲ τὴ λεγόμενη «ρεαλιστικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς». Μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτή, ἡ τεχνικὴ καὶ οἰκονομικὴ πρόοδος ἔγινε ἀπὸ μέσο αὐτοσκοπὸς καὶ ἀπὸ ἀρωγὸς μετατράπηκε σὲ διαφθορέα. Εἰπώθηκε, δηλαδή, καὶ λέγεται ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν ὑλικὴ εὐμάρεια, ὁ ἄνθρωπος δὲν χρειάζεται τίποτε ἄλλο. Πὼς μόνο αὐτὴ ἐξυψώνει, καλυτερεύει καὶ ἐξευγενίζει.201 Ἡ θρησκεία, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, ἡ κλασικὴ παιδεία, γενικὰ οἱ ἠθικὲς ἀξίες ποὺ πάνω σὲ αὐτὲς γιὰ αἰῶνες τώρα ὁ ἄνθρωπος στήριξε τὴν ὕπαρξή του, θεωρήθηκαν καὶ θεωροῦνται ἀφέλεια καὶ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἕνας «ἔξυπνος» ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀσχοληθεῖ.

Ἔτσι, οἱ ἀντιλήψεις αὐτὲς τοῦ καιροῦ μας κατάντησαν ἀπειλὲς κατὰ τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξής μας. Ἡ ἀποδυνάμωση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος καὶ τῆς αἰσθητικῆς συνείδησης, ἡ λατρεία τῆς ἀσυναρτησίας στὴν καλλιτεχνικὴ δημιουργία, ἡ ὁλοσχερὴς περιφρόνηση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν καὶ τῶν πεποιθήσεων, καθὼς καὶ ἡ ἀνυπαρξία ἰδανικῶν στὴ ζωὴ δὲν ἔφεραν τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν πολιτικὴ ἀναρχία, τὸ ἄγχος, τὴν ἀγωνία στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ τὸν φόβο τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς.

Εἰδικότερα στὸν τομέα τῆς θρησκευτικῆς πίστης, ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα, ἦρθε ἡ ἀλλαγή. Τὸ πλῆθος τῶν «σοφῶν» κυρίως τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν –ἀλλὰ ὄχι μόνο– προέτρεπε στὴ θετικὴ γνώση καὶ ἀπέτρεπε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν «παλιὰ ἀφελὴ πίστη», γιατὶ ἔλεγαν πὼς ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε πλέον «φανερὰ» πὼς ἀνώτερες δυνάμεις καὶ ὑπερβατικὲς πραγματικότητες δὲν ὑπάρχουν202 παρὰ στὴ φαντασία μερικῶν καθυστερημένων ἀνθρώπων, καὶ ὅτι ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια, νὰ καταργηθοῦν αὐτοὶ οἱ θεσμοὶ ποὺ στηρίζονται σὲ αὐτὲς τὶς θρησκευτικὲς καὶ ἠθικὲς ἀντιλήψεις. Αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ πίστη στὴν παντοδυναμία τῆς ἐπιστήμης, ποὺ γρήγορα μετατράπηκε σὲ ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία, ὄχι μόνο δὲν ὠφέλησε σὲ τίποτα, ἀλλὰ ὁδήγησε σίγουρα καὶ σταθερὰ τὸν κόσμο στὴ σημερινή του κατάπτωση.

Πολλοὶ εἶχαν σκεφτεῖ καὶ εἶχαν διδάξει καὶ διδάσκουν ὅτι τὰ ἀνθρώπινα προβλήματα θὰ λύνονταν ὅταν ἐξασφαλίζαμε σὲ ὅλους ἕνα ὑψηλὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο, ὅταν καταργούσαμε τὴν ἔνδεια, τὴν ἀνάγκη, τὴ δυσκολία, τὴν ἐξάρτηση, τὴν ἀνεργία, τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ αὔριο.203 Αὐτὸ μέχρι ἑνὸς ὁρισμένου σημείου εἶναι ἀλήθεια. Ὅμως διαπιστώσαμε ὅτι καὶ μετὰ τὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων ποὺ ἀνάγονται στὶς καθαρὰ ὑλικὲς ἱκανοποιήσεις τοῦ ἀνθρώπου ξεπηδοῦν τὰ πραγματικὰ προβλήματα. Καὶ τὰ προβλήματα αὐτὰ εἶναι πολλὰ καὶ δισεπίλυτα ἢ μᾶλλον ἄλυτα μὲ κάθε προσπάθεια ποὺ τείνει στὴ βελτίωση μόνο τῶν ἐξωτερικῶν παραγόντων. Κανένα τέτοιο πρόβλημα δὲν λύνεται ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν προσπαθήσει νὰ ἀποκτήσει μιὰ ἐλεύθερη πνευματικὴ προσωπικότητα, μὲ τὸ ὕψιστο δυνατὸ νόημα τῆς λέξης. Καὶ ἡ προσωπικότητα αὐτὴ θὰ ἀποκτηθεῖ ὄχι μὲ τὶς γνώσεις, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἐσωτερικὴ καλλιέργεια, γιατὶ μόνο ἡ ἐσωτερικὴ καλλιέργεια λαμπρύνει τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὁδηγεῖ σὲ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑψηλό, τὴν ὁδηγεῖ στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὑλικῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου.

Τὴν κάθε μορφὴ εὐτυχίας, τὴν κάθε χαρά, μᾶς τὴ χαρίζει αὐτὸ ποὺ ἔχουμε μέσα μας καὶ ποὺ τὸ κουβαλᾶμε παντοῦ. Τί μπορεῖ ἀλήθεια νὰ σὲ ἐνδιαφέρει ὁ σκοτεινὸς οὐρανός, ἡ βροχὴ κ.λπ. ὅταν τὸν ἥλιο τὸν ἔχεις μέσα σου; Τὸ μυστικὸ εἶναι νὰ γνωρίζουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γνωρίζουμε. Ὑπάρχουν, γιὰ παράδειγμα, ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ἕνα ἀκριβὸ ξενοδοχείο, ἕνα κοσμικὸ μέρος διαμονῆς, ἀσκεῖ μιὰ ἀκατανίκητη ἕλξη, σὰν κάτι τὸ μαγικό, καὶ προσπαθοῦν χρόνια νὰ τὸ προσεγγίσουν. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλπίδα μιᾶς ὀνειρεμένης συνάντησης, ξημερώνουν μακριὰ ἀπὸ τὰ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα, μακριὰ ἀπὸ τὴν πολυτέλεια. Ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία δὲν στοιχίζει τίποτα. Ἀφῆστε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιφέρουν τὴν ἀνία τους ἀνάμεσα στὶς ἀναπαυτικὲς πολυθρόνες καὶ στὴ μεγαλοπρέπεια τῶν σαλονιῶν. Ἀφῆστε τους νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ πολυπληθῆ καὶ ποικίλα ἐδέσματα. Ἀφῆστε τους νὰ λικνίζουν τὸ παχυλὸ σῶμα τους στοὺς ρυθμοὺς τῆς κάποιας μουσικῆς, ἀποζητώντας τοῦ κάκου μιὰ ἀχτίδα ἀπὸ φῶς, μιὰ ἀνταύγεια γιὰ τὴ στερημένη ψυχή τους, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἦταν ἐφικτὸ νὰ ἱκανοποιήσει τὴ δίψα τῆς καρδιᾶς τους. Ἕνα λουλούδι, μιὰ ὄμορφη φωτεινὴ μέρα, μιὰ μαγιάτικη νύχτα εἶναι ἱκανὰ νὰ σοῦ δώσουν τὴν εὐτυχία καὶ τὴ χαρά. Μὰ καὶ ἂν δὲν τὰ ἔχεις αὐτά, προσπάθησε νὰ τὰ ἀντλήσεις ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη πηγὴ τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς, γενικά, ἀπὸ τὰ μηνύματα ποὺ σοῦ στέλνουν, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ φιλοσοφημένη θεώρηση τοῦ κόσμου.

Ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴ φυσικὴ πλευρὰ τοῦ ἀτόμου, ἄσχετος ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση καὶ ἀπὸ τὴ βιολογικὴ ἄποψη. Ἕνα ἀπέραντο ἠθικὸ Σύμπαν ἀπὸ ὄνειρα γιὰ τὴ ζωή, ἀπὸ ἰδεώδη, ἀπὸ συγκινητικὲς ἱστορίες τρυφερότητας, στοργῆς, πόνου.

Ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία δὲν στοιχίζει τίποτα, φωλιάζει στὰ παραμικρὰ πράγματα. Φτάνει μόνο ἡ διάθεση καὶ ἡ ἀγάπη νὰ γεμίσουν τὴν καρδιά σου καὶ νὰ τὴν κάνουν δέκτη ἱκανὸ νὰ δεχτεῖ ὅλα τὰ θεϊκὰ μηνύματα. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ διάθεση εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ βιολογικὴ ἡλικία τοῦ καθενός μας.204

Ἡ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη γιὰ ἀγάπη, τρυφερότητα καὶ γιὰ τὴν καλὴ πράξη γεμίζει μὲ ἀληθινὴ ἀξία τὴ ζωὴ καὶ τοῦ πιὸ ἔρημου, τοῦ πιὸ μοναχικοῦ, τοῦ πιὸ στερημένου ἀπὸ ἀγάπη ἀνθρώπου, γιατὶ εἶναι φαινομενικὰ μόνο ἔρημος καὶ μοναχικός. Αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ εἶναι ἔρημος εἶναι αὐτὸς ποὺ στερεῖται τέτοια αἰσθήματα καὶ ἡ ψυχή του δὲν περιέχει ἐκεῖνο τὸν συναισθηματικὸ πλοῦτο καὶ ἐκείνη τὴν ἀνάγκη νὰ δίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ κάνει, ὅπου μπορεῖ, τὸ καλό.

Ἡ εὐτυχία δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ πρέπει κανεὶς «νὰ κυνηγᾶ» ἢ νὰ κατέχει διαρκῶς, δὲν τὴν ἀποκτᾶ κανεὶς ὅταν τὴν ἀναζητᾶ στὰ κομμωτήρια, στὶς δίαιτες, στὶς αἴθουσες «αἰσθητικῆς», δηλαδὴ ὅταν τὴν ἀναζητᾶ στὴν κομψότητα καὶ στὴν καλὴ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση. Εἶναι μιὰ κατάσταση τῆς ψυχῆς, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μόνη της ὅταν συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις, ὅταν δηλαδὴ ἡ ψυχὴ ἐμπλουτιστεῖ μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά – μὲ τὴ φρόνηση, τὴν ἀνδρεία, τὴ δικαιοσύνη, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, τὴν εἰλικρινὴ καὶ παντοτινὴ ἀφοσίωση στὸν Ὑπέρτατο Δημιουργό της.

Ὅταν εἶναι νέος κανείς, εἶναι πρόσφορος σὲ κάθε εἴδους ἐνθουσιασμό, σὲ κάθε ἰδέα καὶ ἀνοιχτὸς σὲ ὅλα. Μεγαλώνοντας νομίζει ὅτι ἦταν πλάνη αὐτὸ ποὺ εἶχε ἐλπίσει –ἡ ἀγάπη, ὁ Θεὸς κ.λπ.– καὶ ἀρχίζει νὰ προσγειώνεται, νὰ γίνεται «γνωστικός».205 Ὅμως ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι ἡ πλάνη. Ποτὲ καὶ γιὰ κανέναν λόγο δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἐγκαταλείπει τοὺς νεανικοὺς ἐνθουσιασμούς, νὰ ἐγκαταλείπει τὴν πίστη του. Ὁ ἄνθρωπος, γενικά, πρέπει νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ζεῖ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴν ἔρθει ἐποχὴ ποὺ θὰ μετανιώσει γιὰ τὶς ἀμέτρητες ἄχαρες ὧρες καὶ μέρες ποὺ θυσίασε στὴ ρουτίνα τῶν πεζῶν συμφερόντων, στὴ δουλειὰ σὲ κλειστοὺς χώρους, στοὺς πνευματοκτόνους περισπασμούς.

Οὔτε ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς οὔτε ἡ εὐτυχία μέσα σὲ αὐτὴν ἔχουν τόση ἀξία, ὅση ἔχει ἡ ἐπιδίωξη τῆς πραγμάτωσης ἐξαίσιων βιωμάτων,206 ἡ ἐπιδίωξη τῶν μεγάλων ἰδανικῶν. Αὐτοὶ ποὺ ἀναζήτησαν αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει, αὐτοὶ ποὺ προσπάθησαν νὰ προσεγγίσουν τὴν Ὑπέρτατη Δύναμη, ἄσχετα ἂν ἦταν σύντομη ἢ εὐτυχισμένη ἡ ζωή τους, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ περάσουν ἀπὸ τὴ ζωὴ στὴν ἀθανασία.207

Ἄξια ζεῖ τὴ ζωή του ὄχι ἐκεῖνος ποὺ τοῦ ἔρχονται ὅλα βολικά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἀντιμετώπισε μὲ ἐπιτυχία τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, καὶ λέγοντας ἐπιτυχία ἐννοοῦμε τὸ ψυχικὸ σθένος, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐγκαρτέρηση. Ἡ χειροπιαστὴ εὐτυχία, ἀκόμα καὶ ἂν δεχτεῖ κανεὶς ὅτι ὑπάρχει, δὲν ἔχει τόση ἀξία ὅση ἡ ἀντιμετώπιση τῆς δυστυχίας. Κέρδισε τὴ ζωή του ἐδῶ στὴ Γῆ ὄχι ὅποιος εὐτύχησε, ἀλλὰ ὅποιος τήρησε τὴν ἁρμόζουσα ἠθικὴ στάση ἀπέναντι στὰ κάθε λογῆς περιστατικὰ ποὺ τοῦ ἔτυχαν, εἴτε πόνοι ἦταν εἴτε χαρές.208

Ὁ 19ος αἰώνας διακήρυξε ὅτι «ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός». Ὁ 20ὸς αἰώνας ἀντιστρέφει τὸν ἀφορισμὸ καὶ διακηρύσσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰώνα αὐτoῦ εἶναι νεκρός.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὑπακούοντας μόνο στὰ ὑλικὰ ἐρεθίσματα καὶ ἔχοντας ὡς μόνο μέλημα τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν ἄμετρη ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν του, μετατράπηκε σὲ ἕνα ἀπρόσωπο, χωρὶς καμία ἀντίσταση ὑποκείμενο, ἐξουσιαζόμενο ἀπὸ τὸ κυνήγι τοῦ χρήματος καὶ τὴν καταναλωτικὴ μανία. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὅταν δὲν εἶναι καταναλωτής, εἶναι ἔμπορος. Καταβροχθίζει τὰ πάντα, τρόφιμα, ποτά, τσιγάρα, ναρκωτικά, βιβλία, κινηματογράφο, τηλεόραση. Τὰ καταβροχθίζει καὶ συγχρόνως καταβροχθίζεται ἀπὸ τὴν ἀβυσσαλέα αὐτὴ δίνη.

Τὸ οἰκονομικὸ σύστημα εἶναι ὁ ρυθμιστὴς τῆς τύχης του, τῆς ζωῆς του. Τὸ οἰκονομικὸ σύστημα εἶναι, κατὰ τὴν ἄποψή του, ἡ μόνη πηγὴ ποὺ θὰ μπορέσει νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀπληστία του. Οὔτε τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα οὔτε οἱ παραδόσεις, ἀλλὰ προπαντὸς οὔτε οἱ ἠθικὲς ἀξίες ἀπολαμβάνουν κάποιας ἐκτίμησης. Θέλει μόνο νὰ ἀγοράζει καὶ νὰ πουλᾶ, καὶ ἔτσι σιγὰ-σιγὰ μετατράπηκε καὶ ὁ ἴδιος σὲ ἐμπόρευμα καὶ ἀντιλαμβάνεται τὴ ζωὴ σὰν κεφάλαιο ποὺ πρέπει νὰ ἐπενδυθεῖ γιὰ νὰ ἀποδώσει ἀνάλογα. Νὰ ἐπενδυθεῖ στὴν ἐπιστήμη, στὴν τέχνη καί, κυρίως, στὴν πολιτική, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀπεριόριστη δυνατότητα ἀποκόμισης κερδῶν.

Ὅμως, παρὰ τὴν αὐξανόμενη παραγωγὴ καὶ ἄνεση, ὁ ἄνθρωπος χάνει ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ του, νιώθει πὼς ἡ ζωή του εἶναι δίχως νόημα, χωρὶς χαρά, χωρὶς εὐτυχία. Ἔγινε ρομπότ, μιὰ μηχανὴ ποὺ κινεῖ ἄλλες μηχανές, ὑπάκουη χωρὶς ἀντιστάσεις καὶ ἀντιρρήσεις στὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἰσχυρῶν, χωρὶς διαμαρτυρίες γιὰ τὶς ὠμότητες, τὴ βία, τὴν ἐκμετάλλευση. Καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ φυσικὴ συνέπεια γιατὶ τὰ ρομπὸτ δὲν ἐξεγείρονται, ἁπλῶς κάποια στιγμὴ τοῦ χρόνου σπάζουν, ἀποσυναρμολογοῦνται, σκορπίζουν καὶ φέρνουν τὸν κίνδυνο ὄχι μόνο τῆς αὐτοκαταστροφῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς καταστροφῆς τοῦ χώρου ποὺ τὰ περιβάλλει.

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ξεπεράσει αὐτὴ τὴν ἀλλοτρίωση ποὺ τὸν κάνει ἀνίσχυρο, παράλογο, λάτρη εἰδώλων, πρέπει νὰ ἀποκτήσει καὶ πάλι τὴν αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Πρέπει νὰ γίνει καὶ πάλι ἱκανὸς νὰ ἀγαπᾶ, νὰ συναισθάνεται. Πρέπει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ὑλιστικὸ περικάλυμμά του, νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ὑλιστικὸ προσανατολισμό του καὶ νὰ φτάσει σὲ ἕνα πνευματικὸ ἐπίπεδο ὅπου οἱ πνευματικὲς ἀξίες ὅπως ἡ ἀγάπη, ἡ ἀνδρεία, ἡ φρόνηση, ἡ δικαιοσύνη νὰ ἔχουν ἕνα πραγματικὰ σοβαρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ αὐτόν. Ἔτσι μόνο θὰ δημιουργηθεῖ μιὰ κοινωνία ὅπου οἱ ἄνθρωποι θὰ συνδέονται μεταξύ τους περισσότερο μὲ σχέσεις ἀγάπης παρὰ μὲ σχέσεις αἵματος καὶ χώρου. Μιὰ κοινωνία ποὺ θὰ παρέχει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ ξεπεράσει καὶ ὄχι νὰ ἐπιβληθεῖ στὴ φύση, δημιουργώντας καὶ ὄχι καταστρέφοντας – μιὰ κοινωνία ὅπου ὁ καθένας θὰ ἔχει συνείδηση καὶ συναίσθηση τῆς ὕπαρξής του καὶ τῶν δυνάμεων ποὺ εἶναι συνυφασμένες μὲ αὐτήν.

Ἡ οἰκοδόμηση ἑνὸς τέτοιου τύπου ἀνθρώπου δὲν θὰ σημάνει –καὶ δὲν πρέπει νὰ σημάνει– τὸ τέλος τῆς τεχνικῆς καὶ οἰκονομικῆς προόδου οὔτε φυσικὰ τὴ στέρηση τῶν ἀνέσεων ποὺ παρέχει ὁ σημερινὸς τρόπος ζωῆς. Θὰ σημάνει, ὅμως, τὴ θριαμβευτικὴ νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῶν εἰδώλων καὶ θὰ προσφέρει μιὰ νέα δυνατότητα δημιουργικῆς ζωῆς, μιᾶς ζωῆς ποὺ θὰ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ὄχι στὸ τέλμα καὶ στὴν ἀδιαφορία.

 


177 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, εἰσαγ.-μτφρ.-σχόλια Γ. Μ. Παπαχατζῆς, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἰδεοθέατρον, 32001, σ. 248.

178 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 461.

179 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 462.

180 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 463.

181 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 250.

182 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 253.

183 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 255. Πρβ. καὶ σ. 685. [Σ.τ.Ε.]

184 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 258.

185 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 463.

186 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 290.

187 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 293.

188 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 293.

189 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 470.

190 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 470.

191 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 470.

192 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 471.

193 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 475.

194 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 486.

195 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 486.

196 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 487.

197 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 487.

198 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 487.

199 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 488.

200 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 490.

201 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 488.

202 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 490.

203 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 466.

204 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 621.

205 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 465.

206 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 467.

207 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 467.

208 Dienach, Paul-Amadeus, Ἡ Κοιλάδα τῶν Ρόδων, ὅ.π., σ. 468.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ