0.Α | ΠΡΟΛΟΓΟΣ – Το βιβλίο – Βιβλία Αλήθειας – Truth Legacy Books

Α. Τὸ Βιβλίο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

A- A A+

Μοῦ προκαλεῖ δέος ἡ ἀπόφαση νὰ συμμετάσχω στὴ διάδοση τῆς Ἀλήθειας, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε διὰ τοῦ Ἐμμανουὴλ Παπαδογιάννη καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ συνεργάστηκαν μὲ αὐτὸν στὴ σειρὰ ὀκτὼ βιβλίων τῶν ὁποίων τὴν ἔκδοση ἐπιμελήθηκε τὴ δεκαετία τοῦ 1990, ἀπὸ τὸ 1995 ὣς τὸ 1999: Ἄφθαρτα (1995), Ἀδιάβλητα Ἀστέρια (1996), Τὸ Τρίτο Βιβλίο – Μηνύματα Ἀγάπης (1996), Οἱ Καρποὶ τοῦ Ὄντος (1997), Τὰ Ἑπόμενα Βήματα (Ἀπὸ τὰ Ἄστρα) (1997), Ἐνώπιόν Του (1998), Ἡ Ἕβδομη Ἀναγγελία (1998), Πορεία τῶν Ἀγγέλων στὴ Γῆ (1999). Δέος καὶ τιμή.

Στὶς 20/1/2014 ἀγόρασα τὸ τελευταῖο ἀντίτυπο τοῦ πρώτου βιβλίου, Ἄφθαρτα. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ὅταν θέλησα νὰ ἀγοράσω ἕνα ἀκόμα ἀντίτυπο γιὰ ἕναν καλό μου φίλο, δὲν ὑπῆρχε πλέον σὲ κανένα βιβλιοπωλεῖο ἢ σὲ ἀναζήτηση μέσω τοῦ διαδικτύου. Ὅσο γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἀπὸ τὰ ὀκτὼ βιβλία, μόνο μετρημένα ἀντίτυπα μερικῶν ἀπὸ αὐτὰ εἶχαν παραμείνει ἀκόμη στὰ βιβλιοπωλεῖα. Ὁπότε καὶ κατέστη ἐμφανὴς ἡ ἀνάγκη νὰ γίνει κάτι γιὰ νὰ καλυφθοῦν οἱ ἀνάγκες καὶ ἄλλων συνανθρώπων μας ποὺ ἔχουν τόσο νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἔργου αὐτοῦ.

Ὁ σκοπὸς τοῦ ἔργου εἶναι ἁπλός: ἡ διάσωση καὶ ἡ διάδοση τῶν γνώσεων ποὺ μᾶς δόθηκαν, «μὲ τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία αὐτὴ ἡ ἐμβάθυνση καὶ διαπλάτυνση τῆς ἀρχαίας σοφίας νὰ τύχει μιᾶς εὐρύτερης διάδοσης καὶ σωστῆς κατανόησης ἀπὸ ὅσο γίνεται περισσότερους ἀνθρώπους» (Ἀδιάβλητα Ἀστέρια, Πρόλογος, σ. 168). «Φέρουμε τὸν ρόλο τῆς διάδοσης γιὰ τὴ διάσωση καὶ ἐσεῖς θὰ λάβετε τοὺς ὅμοιους ρόλους» (Οἱ Καρποὶ τοῦ Ὄντος, «Τὸ Ὂν ἐν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ», σ. 419).

«Γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος καὶ τὴν ὁποιαδήποτε πρόοδό του εἶναι ἀναγκαῖο νὰ προηγηθεῖ ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ, στὴ συνέχεια ἡ γνώση γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ καί, τέλος, ἡ γνώση πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό, δηλαδὴ ἡ γνώση ἐκείνη ποὺ θὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀνακάλυψη τοῦ ἀπέραντου γίγνεσθαι, ὁρατοῦ καὶ νοητοῦ. Ὑπάρχει μιὰ ἀλληλεξάρτηση μεταξὺ αὐτῶν τῶν γνώσεων, ἀφοῦ εἶναι διαπιστωμένο ὅτι χωρὶς καὶ τὶς τρεῖς αὐτὲς κατηγορίες, μὲ τὴν κλίμακα ποὺ εἴπαμε, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει δυνατότητα προόδου. Εἶναι ἀδύνατο, μὲ λίγα λόγια, νὰ μελετήσει κανεὶς τὸ Σύμπαν χωρὶς νὰ μελετήσει τὸν ἄνθρωπο ἤ, ἀντίστροφα, νὰ μελετήσει τὸν ἄνθρωπο χωρὶς νὰ μελετήσει τὸ Σύμπαν. Ὅλα πρέπει νὰ βαδίζουν παράλληλα ἤ, καλύτερα, τὸ ἕνα νὰ ἀκολουθεῖ τὸ ἄλλο» (Ἀδιάβλητα Ἀστέρια, «Αὐτοπροσδιορισμός», σ. 214).

«Ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴ φυσικὴ πλευρὰ τοῦ ἀτόμου, ἄσχετος ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση καὶ ἀπὸ τὴ βιολογικὴ ἄποψη. Ἕνα ἀπέραντο ἠθικὸ Σύμπαν ἀπὸ ὄνειρα γιὰ τὴ ζωή, ἀπὸ ἰδεώδη, ἀπὸ συγκινητικὲς ἱστορίες τρυφερότητας, στοργῆς, πόνου» (Ἀδιάβλητα Ἀστέρια, «Μύθος καὶ Πραγματικότητα», σ. 181).

«Βέβαια, μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς σύζευξης τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὕλη, ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη περιέχει τὴν ἔννοια τῆς ἀδυναμίας, ἀδυναμίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὶς ἐξαρτήσεις ἀπὸ τὴν ὕλη, τὴν ὕλη ποὺ διέπεται ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φθορᾶς. Μόνο ὅταν ἀντιληφθεῖ κανεὶς –καὶ αὐτὸ ἀρχίζει νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται ὁ πνευματικὰ ἀφυπνιζόμενος ἄνθρωπος– τί ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη, ποιὰ ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων, ποιὸς ὁ σκοπὸς τῆς κάθε ὕπαρξης, ποιὸς ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ὑλικῆς καὶ παράλληλα πνευματικῆς συγκατοίκησης, ποιὸς ὁ ἀπώτερος σκοπὸς τοῦ κάθε ὑπαρκτοῦ ὑλικοπνευματικοῦ ὄντος, τότε ἀρχίζει νὰ κατανοεῖ τὸν ἄρρηκτο δεσμό του μὲ ὅλους καὶ μὲ ὅλα, τὴν ἑνότητα τῶν πάντων καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς πλήρους συνειδητοποίησης αὐτῆς τῆς ἑνότητας» (Τὸ Τρίτο Βιβλίο – Μηνύματα Ἀγάπης, «Συμπαντικὴ Ἑνότητα», σ. 307).

«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ἀνυψώνεται στὸν νοητικὸ κόσμο, σίγουρα ἀποκτᾶ μιὰ καινούρια δύναμη. Ἀρχίζει νὰ ὑπερβαίνει σταδιακὰ τοὺς φραγμοὺς τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ θέλει. Φτάνει στὴν περιοχὴ ἐκείνη ὅπου οἱ ἀριθμοί, ἡ ποσότητα, ἡ γνώση, οἱ ἀπόψεις, ἡ ἀντιδικία ἀποτελοῦν προσβολὴ γιὰ τὴν Ἀλήθεια. Ὅλα εἶναι ρευστά, χωρὶς ὅρια, χωρὶς περιορισμούς, ἑνωμένα. Ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐξουσιάζει τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ ἄλλους. Παύουν νὰ τὸν ἀπασχολοῦν τὰ πρέπει, καὶ οἱ πράξεις του εἶναι συνέπεια τῆς ἐλεύθερης βούλησής του καὶ ὄχι συμμόρφωση στὸν Νόμο ἢ προσδοκία γιὰ τὴν ἀπόλαυση μελλοντικῶν ἀπολαβῶν» (Ἄφθαρτα, «Νοῦς – Παρατήρηση – Ἀντίληψη», σ. 77).

«Πλησιάζει ὁ ἐξαγνισμὸς τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ ὅλων τῶν μορφῶν ζωῆς ποὺ φιλοξενεῖ ὁ πλανήτης. Ἡ ἀνθρωπότητα βρίσκεται πρὸ τῶν πυλῶν τῆς μεγαλύτερης μεταβατικῆς περιόδου ἀπὸ ὅσες βίωσε μέχρι σήμερα. Ὁ ἄνθρωπος θὰ περάσει ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ φόβου καὶ τοῦ σκότους στὴν περίοδο τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἐλευθερίας» (Ἐνώπιόν Του, «Τὸ Ὅραμα», σ. 566).

«Θὰ γίνει φανερό, ἀκόμα καὶ στὸν τελευταῖο σκεπτόμενο ἄνθρωπο, ὅτι ἡ φύση παρουσιάζει ἱεραρχία στὴ δομή της καὶ ὅτι μεταξὺ τοῦ τελευταίου μικροσκοπικοῦ ἀτόμου τῆς ὕλης μέχρι τοῦ πιὸ μακρινοῦ γαλαξία ὑπάρχει συνδετικὸς κρίκος καὶ ὀργάνωση σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητας, ὥστε νὰ ἀποκλείεται τὸ τυχαῖο» (Ἐνώπιόν Του, «Τὸ Ὅραμα», σ. 566).

Τὰ παραπάνω ἀποσπάσματα εἶναι ἐνδεικτικὰ τῶν θεμάτων ποὺ ἀναλύονται στὰ ὀκτὼ βιβλία. Εἶναι μιὰ ἐλάχιστη πρόγευση. Ἀναρίθμητα ἐρωτήματα ποὺ ἔχουν ἀνέκαθεν ἀπασχολήσει τὸν ἄνθρωπο –σὲ ἀτομικὸ ἢ συλλογικὸ ἐπίπεδο, σὲ ἀναρίθμητους τόμους ἢ συζητήσεις, σὲ κύκλους θεολογικοὺς καὶ φιλοσοφικούς, ἐπιστημονικούς, κοινωνικοὺς– ἔρχονται νὰ παρατεθοῦν μὲ ὁλοκληρωμένο τρόπο καὶ νὰ ἀπαντηθοῦν μὲ ἀπίστευτη διαύγεια, ἁπλοποιημένα χάρη στὴν κάθαρση ποὺ ἐπιφέρει ἡ γνώση.

Ἀναφέρομαι στὴ γνώση ποὺ ἀποτελεῖ ἀπόσταγμα τῶν γνώσεων. Ὅπου γνώσεις εἶναι τὰ γνωστά, τὰ δοσμένα καὶ ἐπεξηγημένα ὑπὸ μορφὴ θεωρητικῆς γνώσης ἢ τὰ βιωμένα στὴν πράξη ὡς ἐμπειρίες – ἀπὸ ἄλλους ἢ καὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.

Ἡ ἀπήχηση στὰ δικά μας βιώματα, στὶς σκέψεις καὶ στὶς θεωρητικές μας γνώσεις εἶναι μιὰ πηγὴ ταύτισής μας μὲ τὸ ἀνὰ χεῖρας ἔργο – καὶ γίνεται δομημένα, περιεκτικὰ καὶ συνάμα ἁπλά, ἑνωτικὰ ἀντὶ διαχωριστικά, καὶ μὲ λογικὴ ἐπαγωγή. Ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ βιβλίου ἐπιτελεῖται, ὡστόσο, μέσα ἀπὸ τὴ σύνθεση καὶ σύνδεση γνώσεων ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀντικείμενο μελέτης ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν διαχωριστεῖ, στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, σὲ ὁμάδες θρησκευτικές, φιλοσοφικές, ἐπιστημονικές, κοινωνικές. Καὶ αὐτὴ ἡ σύνθεση καὶ σύνδεση γίνεται τεκμηριωμένα καὶ καθίσταται κατανοητή.

Ὅλες οἱ ὁμάδες ἐρευνοῦν τὴν ἀλήθεια ἢ μιὰ ἀλήθεια καί, συχνά, ὄχι μόνο τὴν προσεγγίζουν ἐσφαλμένα, ἀλλὰ θεωροῦν ὅτι τὴν κατέχουν καὶ μάλιστα ὑπερέχοντας ἀπὸ ἄλλους σκεπτόμενους συνανθρώπους τους –ἐρευνητὲς– ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Διαχρονικά, ἀπὸ τὰ πιὸ τραγικὰ ἀνθρώπινα παθήματα εἶναι ἡ λήθη, ἡ πλάνη καὶ ἡ ἄγνοια. Ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν παραπάνω εἶναι καὶ ἡ ἐγωιστικὴ ἀντίληψη ὅτι ἡ ἀνακάλυψη μιᾶς γνώσης εἶναι μιὰ «σύγχρονη κατάκτηση», ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἑκατοντάδες ἢ καὶ χιλιάδες χρόνια νωρίτερα. Στὴν οὐσία, συχνὰ πρόκειται γιὰ ἐπαλήθευση ἢ γιὰ διεύρυνση γνώσεων ποὺ προέρχονται ἀπὸ προηγούμενους αἰῶνες. Τὶς γνώσεις αὐτὲς ἐνίοτε τὶς «θαυμάζουμε» συγκαταβατικά, ἀλλὰ εἴτε ἔχουμε ἄγνοια περὶ αὐτῶν εἴτε τὶς θάβουμε στὴ λήθη εἴτε, κατὰ βάθος, θεωροῦμε τὶς γνώσεις αὐτὲς ὑποδεέστερες σὲ σχέση μὲ τὴν ἑκάστοτε σύγχρονη «ὑψηλὴ γνώση», ἐπιστημοσύνη καὶ ἀνεπτυγμένη νόηση.

Τὰ ὀκτὼ βιβλία ποὺ παρουσιάζονται στὸ ἔργο αὐτὸ συνιστοῦν μιὰ ἐπικαιροποιημένη «ἔκφραση τῆς ἀρχαίας σοφίας, ἀλήθειες, δηλαδή, ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, σὲ διάφορα σημεῖα τοῦ πλανήτη μας» (Ἀδιάβλητα Ἀστέρια, Πρόλογος, σ. 167).

«Τὰ βιβλία ἐρευνοῦν τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν ἀποδεικνύουν, τὴν κάνουν ὁρατή, ὑπαρκτὴ καὶ αἰσθητὴ στοὺς πολλούς, συγχρόνως δὲ ἐπιτυγχάνουν νὰ ὁριοθετήσουν τὰ πράγματα μὲ ἔντονα ὁρόσημα, ἀναφερόμενα σὲ συμπαντικὰ μηνύματα ποὺ ἔχουν ἐμβέλεια ἀνυπολόγιστης ἀξίας» (Τὸ Τρίτο Βιβλίο – Μηνύματα Ἀγάπης, Πρόλογος Α΄ μέρους, σ. 281).

Τελικά, δύσκολα θὰ βρεῖ κανεὶς θέμα προσιτὸ στὴν ἀνθρώπινη διανόηση –ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὰ θεωρούμενα ἀπόκρυφα– ποὺ στὸ ἔργο αὐτὸ νὰ μὴν ἀναλύεται, ἐξηγεῖται ἢ καὶ τεκμηριώνεται κατὰ τὸ δυνατόν. Καί, ἐπιπλέον, νὰ μὴ συνδέεται καὶ νὰ μὴν ἐπαληθεύεται διὰ τῆς σύνδεσης μὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ποὺ ἔχουν ἀπασχολήσει τὸν ἄνθρωπο, ὡς πρὸς τὴν ἀτομική του ὕπαρξη, τὴ σχέση του μὲ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις καὶ τὰ ὑπάρχοντα στὴ Γῆ, μὲ τὸ Σύμπαν καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἀκόμα καὶ τὰ ἀπρόσιτα, αὐτὰ ποὺ ὄντως ξεπερνοῦν τὴ σημερινὴ ἀνθρώπινη νόηση, φωτίζονται ἐκ νέου ἀποκαλυπτικά. Τὸ σημαντικότερο, αὐτὸ ποὺ μὲ μάγεψε καὶ ἐξακολουθεῖ ἀκατάπαυστα νὰ μὲ μαγεύει δώδεκα χρόνια μετὰ τὴν πρώτη μου γνωριμία μὲ τὰ ὀκτὼ βιβλία τοῦ Ε. Παπαδογιάννη εἶναι ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα πολλοὶ προσεγγίζουν ὡς θέματα θεωρητικὰ ἀποκτοῦν μιὰ οὐσιαστικὴ σημασία ὡς πρὸς τὴν καθημερινότητά μας, ὡς πρὸς τὸ πῶς νὰ διάγουμε τὸν βίο μας συνειδητά. Ἐξάλλου, αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀναζητεῖ ὁ κάθε ἁπλὸς ἄνθρωπος σὰν ἐμένα ὡς καθοδήγηση. Τὰ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα ποὺ καθορίζουν τὴν ἔμπρακτή μας ἀνταπόκριση στὴν ὀδύνη τῆς ἐξασφάλισης τῆς ἀσφάλειας ποὺ ὅλοι ἀποζητοῦμε λίγο-πολὺ γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους τίθενται σὲ ἀποκαλυπτικὴ θέση καὶ θέαση.

Βιώνουμε μιὰ χαοτικὴ ἐποχὴ ὅπου ἀλληλοσυγκρούονται θρησκεῖες, πολιτισμοί, φιλοσοφίες, ἐπιστημονικὲς γνώσεις, κοινωνικὰ-πολιτικὰ ρεύματα – καὶ ἡ σύγκρουση δὲν εἶναι μόνο σὲ ἐπίπεδο θεωρητικό, νοητικό. Ἡ σύγκρουση βιώνεται ἐπώδυνα, μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, σὲ ὅλο τὸν πλανήτη, μέσα ἀπὸ στρατιωτικὲς μάχες, οἰκονομικοὺς πολέμους, κοινωνικὲς ἀναταραχές, ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὸν προσωπικὸ ἀγώνα τῆς ἐπιβίωσης. Ἔτσι, ἀποζητοῦμε μιὰ ἐξασφάλιση γιὰ τὸ παρόν μας καὶ τὸ μέλλον μας – καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπολύτως λογικό. Στρέφουμε καὶ περιορίζουμε, ὅμως, τὴν ἀναζήτηση τῆς ἐξασφάλισής μας στὸν κάποιο Θεὸ ποὺ μᾶς «δίδαξαν» (πάντως σπάνια στὸν Θεό, ἀφοῦ δὲν Τὸν γνωρίζουμε), στὴ θρησκεία (διὰ τῶν «ἐκπροσώπων» της), στὴ φιλοσοφία (καὶ στοὺς ἐκπροσώπους της), στὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης στὴν ἰατρικὴ καὶ στοὺς τεχνολογικοὺς τομεῖς, στὸ κράτος ἢ στὴν πολιτεία ἢ στοὺς νόμους, στὴν οἰκογένεια, στοὺς ἀνθρώπους γύρω μας, στοὺς ὅποιους μᾶς ὑπόσχονται μιὰ σταγόνα ἐλπιδοφόρας «ἐγγύησης» γιὰ τὸ μέλλον ποὺ ἐμεῖς δὲν ἐλέγχουμε ἀλλὰ αὐτοὶ «γνωρίζουν», στὸν γνωσιακὸ καὶ ὑλικό μας πλουτισμό, στὶς σπουδές, στὴν ἐργασία, στὴν ὅποια ἐνασχόληση θὰ μᾶς ἀποφέρει αὐτὰ ποὺ θεωροῦμε ὅτι χρειαζόμαστε γιὰ νὰ ζήσουμε – ἀκόμα καὶ στὴν «τύχη» μας. Ὅλες οἱ παραπάνω, καὶ ἄλλες, μπορεῖ νὰ εἶναι ὑπαρκτὲς πηγὲς ἐξασφάλισής μας παροδικά, τὰ βασικὰ ἐρωτήματα ὅμως εἶναι: 1) ἂν ἀντέχουν καὶ ἂν θὰ μᾶς ἀρκοῦν στὴ δοκιμασία τοῦ χρόνου, 2) πῶς τὶς διαχειριζόμαστε. Διότι ἡ ἐξασφάλιση τοῦ ἑνὸς ἀτόμου ἔρχεται κάποτε σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ ἄλλου ἢ τῶν ἄλλων. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξασφάλιση τοῦ παρόντος ἔρχεται κάποτε σὲ διάσταση μὲ τὶς ἐπιθυμίες γιὰ ἐξασφάλιση τοῦ μέλλοντος ποὺ ὀνειρευόμαστε ἢ θεωροῦμε ὅτι δικαιωματικὰ μᾶς ἀξίζει. Τέλος, ἡ ἐξασφάλιση τῆς ὑλικῆς, βιολογικῆς μας ὑπόστασης ἔρχεται, κάποτε, σὲ σύγκρουση μὲ τὴν πνευματική μας διάσταση, εἴτε σὲ ἐπίπεδο διαισθητικὰ συνειδησιακὸ εἴτε σὲ ἐπίπεδο συνειδητῆς ἀντιπαράθεσης μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχουν διδάξει ἐξωτερικὲς πηγές: γονεῖς, σχολεῖα, κοινωνία, βιβλία, μέσα ἐπικοινωνίας, θρησκεῖες. Καὶ κάποιοι, κάποτε –ὅλοι τελικὰ– νιώθουμε ἢ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὅλες οἱ πηγές, ὅπου ἀναζητήσαμε τὴν ὅποια ἐξασφάλιση, φαίνεται νὰ μὴ μᾶς ἀρκοῦν ἢ ἀκόμα καὶ νὰ πρόδωσαν τὴν ἐμπιστοσύνη μας σὲ αὐτές. Χωρὶς ἀμφιβολία, δὲν ἦταν οἱ ἴδιες πάντοτε καὶ οὔτε ἐντελῶς ἀνεπαρκεῖς. Ἀνεπαρκεῖς ἦταν καὶ ἀποδείχτηκαν οἱ γνώσεις μας ὡς πρὸς τὴν οὐσιαστικὴ ἀσφάλεια ποὺ παρέχει ἡ κάθε πηγή, καθὼς καὶ τὸ ἀντίτιμο τῆς προσέγγισής της γιὰ νὰ καταστεῖ ἐπαρκής, ἔστω καὶ φαινομενικὰ ἢ παροδικά.

Στὴν ἐποχή μας ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό μας καὶ τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος εἶναι προαιρετικὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας. Ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀκόμα πηγὴ συντήρησης τῆς ἀνασφάλειας τῶν ἀδυνάτων ἢ μιὰ ἐνασχόληση «πολυτελείας», ἀφοῦ πρῶτα ἔχουν καλυφθεῖ οἱ ὑλικές μας ἐξαρτήσεις ἤ, τέλος, μιὰ καταφυγὴ γιὰ ὅταν παρίσταται δυσκολία ποὺ δὲν ἐπιλύεται ἀλλιῶς. Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἀναδεικνύει τὴν τραγικὴ ἀνεπάρκεια καὶ αὐτῆς τῆς συγκεκριμένης ἀντίληψης.

«Αὐτὸ τὸ βιβλίο ἀφορᾶ καὶ τὸν ἄπιστο καὶ τὸν ἀμφιβάλλοντα καὶ τὸν πιστὸ καὶ τὸν εὔπιστο. Τὸν ἄπιστο γιὰ νὰ πιστέψει, τὸν ἀμφιβάλλοντα γιὰ νὰ ἐγκαταλείψει κάθε ἀμφιβολία, τὸν πιστὸ γιὰ νὰ ἑδραιώσει τὴν πίστη του καὶ τὸν εὔπιστο γιὰ νὰ ἐπανακτήσει τὴν αἴσθηση τοῦ μέτρου.

»Αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν κάνει διακρίσεις, δὲν διαχωρίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ καὶ τὶς ἀνθρώπινες πράξεις. Δὲν ἀπορρίπτει κανέναν. Ὅπως ὁ ἥλιος φωτίζει καὶ θερμαίνει τοὺς πάντες, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ καὶ φροντίζει γιὰ ὅλους. Ὑπάρχει ἕνας, ὁ Ἕνας γιὰ ὅλους, ὁ Δημιουργικὸς Λόγος ποὺ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωσή Του καὶ τώρα εἶναι κοντὰ σὲ ὅλους. Τὸ Πνεῦμα πνέει πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις, φωτίζει καὶ φροντίζει τοὺς πάντες, εἶναι ἐδῶ κοντά μας, ὅπως καὶ ὁ Δημιουργικὸς Λόγος. Ἡ Θεία Πρόνοια, ἡ Θεία Οἰκονομία καλύπτει τὰ πάντα καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀπρονόητος. Ἡ κλήση εἶναι γενική, καθολική – ἀλλὰ τὴν ἀποδέχεται μόνο ὅποιος τὸ θέλει» (Ἄφθαρτα, Εἰσαγωγή, σ. 34).

«Ἐλεύθερη Βούληση. Λάμψη ἁρμονικῆς σοφίας. Συμπέρασμα ἐμπειρικό. Ἡ ἐπιλογὴ ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐλεύθερη βούληση εἰσχωρεῖ καὶ διαλύει τὴν ἄγνοια. Μὲ τὴν ἔρευνα καταξιώνεται ἡ γνώση, ποὺ ὁδηγεῖ στὰ ἁρμονικὰ σχήματα. Πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ἡ γνώση εἶναι κατάκτηση. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔγινε ἀκόμη κατακτητὴς τῆς γνώσης. Εἶναι κοντὰ καὶ ὁ δρόμος τῆς ἀναμονῆς τὸν ὁδηγεῖ σταθερὰ ἐκεῖ» (Ε. Παπαδογιάννης).

Ὁ Ε. Παπαδογιάννης καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάστηκαν μαζί του μᾶς παρέδωσαν ἕνα ἔργο πού, πέραν τοῦ ὅτι εἶναι συγκλονιστικό, ἦταν καὶ ἐξαιρετικὰ κοπιῶδες. Θεώρησα ὅτι ἡ χαρὰ ἀπὸ τὸ ὄφελος τῆς διάδοσης πρέπει νὰ καταστεῖ ἀντάξια τοῦ κόπου καί, κυρίως, τῶν προσδοκιῶν ὅλων ὅσοι τὸ συνέταξαν. Ἡ σύζυγος τοῦ Ε. Παπαδογιάννη μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε τὸ 2014 ὅτι μέχρι ποὺ ὁ ἴδιος ἀπεβίωσε, τὸ 2004, δὲν ἦταν ἐπαρκῶς εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴ διάδοση τοῦ ἔργου, ἀλλὰ ἐπίσης ὅτι γνώριζε μὲ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ θὰ συνέβαινε μελλοντικά, σὲ προοδευτικὰ μεγαλύτερο βαθμό. Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω τὴν οἰκογένεια τοῦ Ε. Παπαδογιάννη καὶ ἰδιαίτερα τὸν γιό του, Γρηγόρη, γιὰ τὴν ἄμεση ὑποστήριξή τους καὶ τὴν ἀπαραίτητη ἔγκρισή τους στὸ ἔργο ποὺ ἀνέλαβα.

Ὡς πρὸς τὸ ἴδιο τὸ ἔργο, τὴ συγγραφή του καὶ τὶς πηγές του, δὲν χρειάζεται ἐδῶ νὰ ἀναφερθῶ ἐκτενέστερα σὲ περισσότερα ἀπὸ ὅσα εἶναι γραμμένα στὸν πρόλογο τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὰ ὀκτὼ βιβλία. Τὸ μόνο ποὺ θὰ ἐπιδιώξω ἀμέσως πιὸ κάτω στὸν πρόλογο αὐτὸν εἶναι νὰ ἐπεξηγήσω τὶς αἰτίες γιὰ τὶς κάποιες διαφορὲς ἀπὸ τὸ πρωτότυπο ἔργο, καθὼς καὶ τὴ φύση τῶν ἀλλαγῶν ποὺ ἔγιναν, πρὸς καθησυχασμὸ ἀναγνωστῶν σὰν τὸν ἑαυτό μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ